του Γιάννη Κιμπουρόπουλου (ΚΙΜΠΙ)
Ο καθένας έχει τον τρόπο του να ξετυλίγει τους συνειρμούς του. Εμένα πάλι η «Μήδεια» κι όσα προκάλεσε μεταξύ Μαξίμου και Εκάλης μού έφερε στον νου αυτήν τη φοβερή ταινία του Μίκλος Γιαντσό, που αν ζούσε ακόμη θα ήταν σχεδόν 100 ετών. Αυτός ο καταπληκτικός Ούγγρος σκηνοθέτης, που για δεκαετίες κατέρριπτε όλα τα στερεότυπα του «σοσιαλιστικού ρεαλισμού» και δημιουργούσε ακατάπαυστα χωρίς η «σοσιαλιστική» λογοκρισία να καταφέρει τον αγγίξει είτε έκανε ταινίες εντός είτε εκτός Ουγγαρίας, πήρε την ιστορία του «Μάγερλινγκ» -την αυτοκτονία του πρίγκιπα Ροδόλφου και της μάλλον ανήλικης ερωμένης του- και από δακρύβρεχτο ρομάντζο την έκανε ακόμα ένα μάθημα ανατομίας της εξουσίας και της εκ των έσω αποσύνθεσής της:
τέλη 19ου αιώνα, η Αυστροουγγρική αυτοκρατορία κυβερνάται υπό τη σιδηρά πυγμή του αυτοκράτορα Ιωσήφ, φαινομενικά ανέγγιχτη από τις αντηχήσεις των δημοκρατικών επαναστάσεων και της Κομούνας, αλλά ο διάδοχος Ροδόλφος -ο γιος της Σίσσυς, της αυτοκράτειρας, ντε- αμφισβητεί με κάθε δυνατό τρόπο το αυτοκρατορικό πρότυπο και καθιστά τη σύντομη ζωή του μια περίπλοκη εξέγερση μέσα στον σκληρό πυρήνα της εξουσίας, που περνά μέσα από ένα ερωτικό όργιο και κορυφώνεται με τον σχεδιασμένο θάνατό του. Εννοείται ότι οι περισσότεροι που συνέρρευσαν στα μέσα της δεκαετίας του ’70 να δουν την ταινία προσέτρεξαν για την τσόντα και το συναφές σκάνδαλο, που ενόχλησε ακόμα και τις τάχα μου φιλελεύθερες Κάνες, με αποτέλεσμα μέχρι σήμερα ο τίτλος της ταινίας να έχει γίνει κλισέ, ενώ το περιεχόμενό της να παραμένει σχεδόν άγνωστο.Να, λοιπόν, πώς λειτούργησε ο άρρωστος συνειρμός μου και από τον κινηματογραφικό φιλόσοφο Γιαντσό και το Μάγερλινγκ πέρασε στον Μητσοτάκη και στην Εκάλη: το Μάγερλινγκ απέχει 24 χιλιόμετρα από τη Βιέννη, τη βάση της αυτοκρατορίας, όσο ακριβώς απέχει και η Εκάλη από το Μαξίμου, την έδρα του μητσοτάκειου βασιλείου. Ένα τσιγάρο δρόμο δεν το λες, αλλά ανάμεσα σε αυτά τα δυο σημεία –που αποτελούν συμβολικούς πόλους της εγχώριας εξουσίας από τότε που ένα μέρος της αστικής ελίτ επέλεξε να εποικίσει τα Βου Που με το πράσινο, τον καθαρό αέρα και την ιδιωτικότητα που εξασφαλίζουν τα μεγάλα πευκόφυτα οικόπεδα -σημειώθηκε μια πρωτοφανής διαταραχή και ένταση. Ένα είδος «εξέγερσης» ή τουλάχιστον μια έκρηξη οργής της καλοζωισμένης ιθύνουσας τάξης, που είναι αδιανόητο να μένει για μέρες χωρίς φως, νερό, τηλέφωνο και τα συναφή. Κι αυτό το συμπύκνωσε με γλαφυρό αυθορμητισμό ο Στέφανος Μάνος, ένας άνθρωπος που έχει υπηρετήσει τον νεοφιλελευθερισμό και τον αντικρατισμό με αυταπάρνηση και πολύ πριν γίνουν μόδα.
Κατά κάποιο τρόπο ο Στέφανος Μάνος έγινε για το εγχώριο σύστημα εξουσίας ό,τι και ο πρίγκιπας Ροδόλφος για την Αυστροουγγρική αυτοκρατορία. Η προσωπική του θυσία, με αφορμή την περιπέτειά του στην άνευ ρεύματος Εκάλη, αποτελεί ένα είδος ιδεολογικής αυτοχειρίας – πολύ μακριά, ευτυχώς, από τη φυσική αυτοχειρία του εξεγερμένου πρίγκιπα και της ερωμένης του. Με την καθημερινή του δημόσια παρέμβαση που μετρά πόσες ώρες και μέρες περνούν χωρίς ρεύμα και νερό, ο Στέφανος όχι μόνο σκιαγράφησε γλαφυρά το γραφειοκρατικό χάος του μητσοτάκειου επιτελικού κράτους, αλλά αποδόμησε και τους συνήθεις αστικούς μύθους για το «ισοζύγιο» κρατικού και ιδιωτικού τομέα, συλλογικής και ατομικής ευθύνης. Αν το ιδιωτικό δίκτυο ύδρευσης τα έκανε εξίσου σκατά με τον κρατικό (προσώρας) ΔΕΔΔΗΕ, αν τα ιδιωτικά βίτσια του «Εκάλη Κλαμπ» ανταγωνίζονται σε ανικανότητα τις δημόσιες αρετές τού υπό ιδιωτικοποίηση και φεουδαλοποίηση κρατικού μηχανισμού, τα στερεότυπα με βάση τα οποία για χρόνια πορεύτηκε ο Μάνος, η παράταξή του και η τάξη του για την υπεροχή του ιδιωτικού τομέα, τη θαυμαστή ικανότητα αυτορρύθμισης της αγοράς και τον απεχθή και επαχθή ρόλο του κρατικού τομέα είναι εντελώς άχρηστα. «Πού είναι το κράτος;» είναι η αγωνιώδης κραυγή του διαψευσμένου νεοφιλελεύθερου που δεν διανοείται να υποστηρίξει ότι ένα ιδιωτικό υποκατάστατο του κράτους θα τα είχε καταφέρει καλύτερα. Το αντίθετο.
Η δυστυχία τού να είσαι νεοφιλελεύθερος σήμερα είναι να διαπιστώνεις με δέος ότι χρειάζεσαι περισσότερο κράτος. Το χρειάζεσαι σε θηριώδεις ποσότητες, αλλά το χρειάζεσαι απαλλαγμένο από ιδιωτικά βίτσια και προικισμένο με όλες τις δημόσιες αρετές. Το χρειάζεσαι για να αντιμετωπίσεις μια πανδημία, για να διαχειριστείς μια κακοκαιρία, για να εξασφαλίσεις τα δημόσια αγαθά, για να συντηρήσεις τα δημόσια δίκτυα, για να κρατήσεις τους δρόμους ανοιχτούς, τα σπίτια ηλεκτροδοτημένα και τους ανθρώπους συνδεδεμένους. Το χρειάζεσαι απαλλαγμένο από τη φαυλότητα της ιδιωτικής χρήσης, από τον εκμαυλισμό της συναλλαγής, από τη διαλυτική γραφειοκρατία. Το χρειάζεσαι απελευθερωμένο από τους ιδιώτες καταληψίες και καταχραστές του.
Θεωρίες για την υπεραξία
Ήταν λοιπόν προς το συμφέρον των χειρότερων εξ αυτών μάλλον, παρά οποιουδήποτε άλλου, να γίνουν κήρυκες του δημόσιου πνεύματος, ώστε να μπορέσουν να δρέψουν τους καρπούς της εργασίας και της αυταπάρνησης των άλλων και, συγχρόνως, να ικανοποιήσουν με μικρότερη ενόχληση τις δικές τους ορέξεις. Συμφώνησαν, λοιπόν, με τους υπόλοιπους να ονομάζουν ΕΛΑΤΤΩΜΑ καθετί που κάνει ο άνθρωπος για να ικανοποιήσει οποιαδήποτε από τις ορέξεις του, χωρίς να λαμβάνει μέριμνα για τα δημόσια, εφόσον σε αυτή την πράξη μπορούσε να διαβλέψει κανείς έστω και την ελάχιστη προοπτική να γίνει επιβλαβής για οποιονδήποτε άλλο στην κοινωνία ή να καταστήσει τον εαυτό του λιγότερο ωφέλιμο για τους άλλους. Συμφώνησαν, επίσης, να δώσουν το όνομα ΑΡΕΤΗ σε κάθε ενέργεια με την οποία ο άνθρωπος πάσχιζε, ερχόμενος σε αντίθεση με τη φυσική του ροπή, να ωφελήσει τους άλλους ή να κυριαρχήσει τα πάθη του με την ορθολογική φιλοδοξία να είναι καλός.
Μπέρναρντ ντε Μάντεβιλ, «Ο μύθος των μελισσών ή ατομικά βίτσια, δημόσια οφέλη»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου