κείμενο: Έρικ Μεταξά
Λονδίνο, 27 Ιουλίου 1945. Η ειρήνη είχε επιτέλους επιστρέψει στην Ευρώπη. Το διεστραμμένο της πρόσωπο που είχε αρχίσει να γίνεται οικείο, είχε πλέον εκδιωχθεί. Είχαν ήδη περάσει δύο μήνες από τη λήξη του πολέμου. Ο τύραννος πήρε ο ίδιος τη ζωή του στα χέρια του, αυτοκτονώντας σ’ ένα τσιμεντένιο καταφύγιο κάτω από τα ερείπια της πρωτεύουσάς του, και οι Σύμμαχοι ανακηρύχθηκαν νικητές.
Η ζωή στη Μεγάλη Βρετανία ξανάβρισκε σιγά-σιγά τους ρυθμούς της. Κατόπιν ήρθε το καλοκαίρι, θαρρείς και περίμενε στην ουρά αδημονώντας. Ήταν το πρώτο ειρηνικό καλοκαίρι μετά από έξι χρόνια. Αλλά οι αναμνήσεις ήταν νωπές και αναδύονταν διαρκώς, λες κι ήθελαν να αποδεικνύουν συνέχεια πως ό,τι πέρασε δεν ήταν όνειρο ή εφιάλτης. Κι ήταν αναμνήσεις φριχτές, όπως καθετί
που συνέβη τα προηγούμενα έξι χρόνια. Ενίοτε ήταν και χειρότερες. Το πρώτο διάστημα αυτού του καλοκαιριού, κατέφταναν ολοένα τα φρικαλέα νέα των στρατοπέδων του θανάτου, μαζί με τις απροσμέτρητες θηριωδίες που οι Ναζί επιφύλαξαν στα θύματά τους, στα κατά τόπους κολαστήρια της βραχύβειας αυτοκρατορίας τους.
Φήμες για όλα αυτά κυκλοφορούσαν καθόλη τη διάρκεια του πολέμου, αλλά τώρα η πραγματικότητα επιβεβαιωνόταν από φωτογραφίες, από τα «επίκαιρα» που πρόβαλαν οι οθόνες των κινηματογράφων κι από τις μαρτυρίες των στρατιωτών που απελευθέρωναν τα στρατόπεδα τον Απρίλιο, κατά τις τελευταίες μέρες του πολέμου. Κανείς δεν ήξερε και κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί τόση και τέτοια φρίκη – παραήταν μεγάλη για να μπορεί να την αφομοιώσει το κουρασμένο από τον πόλεμο βρετανικό κοινό. Κάθε αηδιαστική λεπτομέρεια επιβεβαίωνε ξανά και ξανά το μίσος των Άγγλων για τους Γερμανούς. Το κοινό παραπατούσε μπροστά στην ίδια την κακία του κακού.
Στην αρχή του πολέμου, ήταν εφικτό να διαχωρίσεις τους Ναζί από τους Γερμανούς και να αναγνωρίσεις ότι δεν ήταν όλοι οι Γερμανοί ναζιστές. Όσο όμως η σύγκρουση των δύο εθνών συνεχιζόταν και οι θάνατοι των γιων, των αδελφών και των πατεράδων πολλαπλασιάζονταν, η διαφορά γινόταν ολοένα και πιο δύσκολη. Στο τέλος, εξανεμίστηκε ολωσδιόλου. Ο πρωθυπουργός Ουίνστον Τσώρτσιλ, συνειδητοποίησε πως αν ήθελε να νικήσει γρήγορα τον εχθρό και να τερματίσει τον αδυσώπητο εφιάλτη, το καλύτερο που είχε να κάνει ήταν να ανακατέψει Ναζί και Γερμανούς σε ένα ενιαίο μισητό μείγμα, ικανό να αποτελέσει το αναγκαίο καύσιμο για το πολεμικό σθένος των Βρετανών.
Όταν οι Γερμανοί που εργάζονταν για την ήττα του Χίτλερ και των ναζιστών, ήρθαν σε επαφή με τον Τσώρτσιλ και τη βρετανική κυβέρνηση, ελπίζοντας να λάβουν βοήθεια στην προσπάθειά τους να νικήσουν τον κοινό εχθρό εκ των έσω –ελπίζοντας συνάμα να διακηρύξουν στον κόσμο πως κάποιοι Γερμανοί ήταν παγιδευμένοι μέσα στο τρίτο Ράιχ κι ένιωθαν όπως κι οι άλλοι έξω από αυτό– συνάντησαν την απόρριψη. Κανείς δεν ενδιαφερόταν για τις προτάσεις τους. Ήταν πολύ αργά. Δεν μπορούσαν να συμμετέχουν σε τέτοια κακά κι όταν θα ήταν βολικό, θα προσπαθούσαν να εγκαθιδρύσουν ξεχωριστή ειρήνη. Για τις ανάγκες της πολεμικής προσπάθειας, ο Τσώρτσιλ επέμενε στο αφήγημα πως δεν υπάρχουν καλοί Γερμανοί – θα μπορούσε μάλιστα να ισχυριστεί κανείς ότι έβρισκε έρεισμα η φράση «ο μόνος καλός Γερμανός είναι ο νεκρός Γερμανός». Ήταν κι αυτή η μονολιθικότητα, μέρος της σατανικότητας του πολέμου.
Μα ο πόλεμος είχε λήξει πλέον. Κι έπρεπε να δει κανείς και την άλλη όψη των πραγμάτων, έστω κι αν η πλήρης, ανείπωτη διαστροφή του Τρίτου Ράιχ ερχόταν τώρα στο φως. Οι άνθρωποι άρχισαν να σκέφτονται ξανά με τον τρόπο που σκέφτονται οι άνθρωποι σε καιρό ειρήνης, κι έτσι αποκτούσαν πάλι την ικανότητα να βλέπουν πέρα από το άσπρο-μαύρο του πολέμου και να διακρίνουν τις αποχρώσεις και τις σκιές, τα χρώματα και τις διαβαθμίσεις τους.
Έτσι, εκείνη τη μέρα στον Ιερό Ναό της Αγίας Τριάδος, στο Μπρόμπτον του Λονδίνου, λάμβανε χώρα μια τελετή μνήμης, ακατανόητη σε κάποιους. Για πολλούς άλλους, ήταν αηδιαστική και ενοχλητική, ιδιαίτερα για κείνους που είχαν χάσει αγαπημένα πρόσωπα στον πόλεμο. Η επιμνημόσυνη δέηση που τελούνταν εκείνη τη μέρα σε βρετανικό έδαφος και μεταδιδόταν από το BBC, ήταν για ένα Γερμανό που πέθανε τρεις μήνες νωρίτερα. Η είδηση του θανάτου του ξεπρόβαλε τόσο αργά μέσα από τον κουρνιαχτό του πολέμου, που μόλις πρόσφατα την πληροφορήθηκαν οι φίλοι και η οικογένειά του. Οι περισσότεροι εξ αυτών δεν ήξεραν τίποτα. Όμως εδώ στο Λονδίνο είχαν μαζευτεί εκείνοι οι λίγοι που γνώριζαν.
Στις πρώτες σειρές, ήταν καθισμένη η δίδυμη τριανταεννιάχρονη αδερφή του εκλιπόντος, μαζί με τον ημιεβραίο σύζυγό της και τις δύο κόρες τους. Είχαν ξεγλυστρήσει από τη Γερμανία πριν τον πόλεμο, διασχίζοντας τα σύνορα της Ελβετίας νύχτα, με αμάξι. Ο εκλιπών είχε συμμετάσχει στη διοργάνωση της παράνομης φυγής τους –μία από τις πιο αμελητέες παρεκκλίσεις του από την εθνικοσοσιαλιστική δεοντολογία– κι είχε βοηθήσει στην εγκατάστασή τους στο Λονδίνο. Είχε για φίλους ένα σωρό επιφανή πρόσωπα του Λονδίνου, μεταξύ των οποίων και τον Τζωρτζ Μπελ, τον επίσκοπο του Τσίτσεστερ. Ο Μπελ ήταν που είχε οργανώσει την τελετή, διότι γνώριζε καλά και αγαπούσε τον άνθρωπο για τον οποίο γινόταν η επιμνημόσυνη δέηση. Ο επίσκοπος τον είχε γνωρίσει πριν τον πόλεμο όταν είχαν κι οι δυο τους εμπλακεί στην οικουμενική κίνηση, προσπαθώντας να προειδοποιήσουν την Ευρώπη για τους ναζιστικούς σχεδιασμούς, κατόπιν προσπαθώντας να διασώσουν Εβραίους, και τέλος προσπαθώντας να γνωστοποιήσουν στη βρετανική κυβέρνηση τα νέα της γερμανικής αντίστασης. Μόλις λίγες ώρες πριν από τον θάνατό του στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως του Φλόσενμπυργκ, ο άνδρας εκείνος παρήγγειλε τα τελευταία του λόγια προς τον επίσκοπο αυτό. Ήταν φυλακισμένος μαζί του ένας βρετανός αξιωματικός και σ’ αυτόν παρήγγειλε να μεταφέρει τα τελευταία του λόγια, εκείνη τη στερνή του Κυριακή, αφού πρώτα τέλεσε την τελευταία του ακολουθία και έκανε το τελευταίο του κήρυγμα. Ο βρετανός αξιωματικός απελευθερώθηκε κι έφερε μαζί του στην άλλη άκρη της Ευρώπης, τα τελευταία εκείνα λόγια μαζί με την είδηση του θανάτου του ανδρός.
Πέρα από τη Μάγχη, πέρα από τη Γαλλία, στο βάθος της Γερμανίας, εκεί στο προάστιο Σαρλότενμπουργκ του Βερολίνου, σ’ ένα τρίπατο οίκημα, στον αριθμό 43 της οδού Μαρίενμπουργκ, ένα ηλικιωμένο ζευγάρι ήταν καθισμένο δίπλα στο ραδιόφωνο. Στα νειάτα της, η σύζυγος είχε φέρει στον κόσμο οχτώ παιδιά, τέσσερα αγόρια και τέσσερα κορίτσια. Ο δεύτερος γιος της είχε σκοτωθεί στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, και για ένα ολόκληρο χρόνο, η νεαρή του μητέρα δυσκολευόταν να βρει τον εαυτό της από τη θλίψη. Είκοσι επτά χρόνια αργότερα, ένας δεύτερος πόλεμος έμελλε να της πάρει δύο ακόμη γιους. Σύζυγός της ήταν ο πιο επιφανής ψυχίατρος της Γερμανίας. Είχαν εναντιωθεί κι οι δυο τους στον Χίτλερ από την αρχή κι ήταν περήφανοι που οι γιοι τους και οι γαμπροί τους είχαν ανακατευτεί στη συνωμοσία εναντίον του. Γνώριζαν όλοι τους κινδύνους. Αλλά όταν εντέλει ο πόλεμος τερματίστηκε, τα νέα των δύο γιων τους αργούσαν να φτάσουν στο Βερολίνο. Ένα μήνα νωρίτερα είχαν μόλις πληροφορηθεί τον θάνατο του τρίτου γιου τους, του Κλάους. Αλλά για τον νεότερο γιο τους, τον Ντήντριχ, δεν είχαν ακούσει τίποτα. Κάποιος ισχυριζόταν ότι τον είχε δει ζωντανό. Κατόπιν, ένας γείτονας τούς είπε ότι το ΒΒC θα μετέδιδε από το Λονδίνο μια επιμνημόσυνη δέηση την επόμενη μέρα. Ήταν για τον Ντήντριχ.
Την καθορισμένη ώρα, το ηλικιωμένο ζευγάρι άνοιξε το ραδιόφωνο. Σε λίγο, ανακοινώθηκε πως η δέηση ήταν για τον γιο τους. Έτσι έμαθαν τον θάνατό του.
Όπως το ζευγάρι πληροφορήθηκε την πικρή είδηση πως ο καλός άνθρωπος που ήταν γιος τους ήταν πλέον νεκρός, έτσι και πολλοί Άγγλοι πληροφορήθηκαν την πικρή είδηση πως ο νεκρός, που ήταν Γερμανός, ήταν καλός άνθρωπος. Έτσι ξεκίνησε ο κόσμος να συμφιλιώνεται και πάλι με τον εαυτό του.
Ο άνθρωπος που πέθανε ήταν αρραβωνιασμένος και επρόκειτο να παντρευτεί. Ήταν πάστορας και θεολόγος. Και εκτελέστηκε εξαιτίας του ρόλου του στη συνωμοσία για τη δολοφονία του Χίτλερ.
Αυτή είναι η ιστορία του.
................................................................................................................
Υπήρξε για μας μεγάλη ατυχία να έχουμε λάθος θρησκεία. Γιατί να μην έχουμε την θρησκεία των Ιαπώνων που θεωρούν την θυσία χάριν της πατρίδος ως το υπέρτατο αγαθό; Και η μουσουλμανική θρησκεία ομοίως θα μας ήταν πολύ πιο συμβατή από ό,τι ο Χριστιανισμός. Γιατί μας έλαχε ο Χριστιανισμός με την μειλίχια πραότητά του και την μαλθακή του αδυναμία;
Αδόλφος Χίτλερ
Στις 30 Ιανουαρίου 1933 ο Αδόλφος Χίτλερ εξελέγη με απόλυτα δημοκρατικές διαδικασίες νέος Kαγκελάριος της Γερμανίας. Το Τρίτο Ράιχ είχε ξεκινήσει.
Δύο ημέρες αργότερα, την Τετάρτη 1 Φεβρουαρίου, ένας εικοσιεξάχρονος θεολόγος εκφώνησε από τα ερτζιανά μια ομιλία στον ραδιοφωνικό σταθμό της οδού Πότσνταμ. Η ομιλία του Μπονχέφερ είχε τίτλο Η αλλοτριωμένη αντίληψη της νεώτερης γενιάς περί της εννοίας του ηγέτη. Αναφερόταν διεξοδικά στα θεμελιώδη προβλήματα που απορρέουν από το καθεστώς της ηγεσίας ενός Φύρερ εξηγώντας, πως ένας τέτοιος ηγέτης μετατρέπεται αναπόφευκτα σε είδωλο και κακό ηγέτη, δηλαδή λαοπλάνο. Προτού καν ολοκληρώσει τον λόγο του, η εκπομπή κόπηκε στον αέρα.
Το περιστατικό αυτό μνημονεύεται συνήθως ως ενδεικτικό της πρόθεσης του Μπονχέφερ να προτάξει τα στήθη του απέναντι στον Χίτλερ, του οποίου τα κομματόσκυλα διέταξαν το κλείσιμο των μικροφώνων και την διακοπή της αναμετάδοσης. Η αλήθεια όμως είναι ότι η εκφώνηση του λόγου είχε προγραμματιστεί καιρό πριν και δεν προέκυψε ως αντίδραση στην εκλογή του Χίτλερ. Παρόλα αυτά, η χρονική συγκυρία της εκφώνησης, δύο μόλις ημέρες μετά από την ανάρρηση του Χίτλερ στην εξουσία, υπήρξε στ’ αλήθεια αξιοπερίεργη.
Μπορεί όντως οι Ναζί να λογόκριναν την εκπομπή, μα είναι εξίσου πιθανόν να υπήρξε κάποια παρεξήγηση μεταξύ του Μπονχέφερ και του διευθυντή του σταθμού και ο πρώτος να ξεπέρασε την χρονική διάρκεια που είχε προβλεφθεί. Δεν είναι ξεκάθαρο κατά πόσο οι Ναζί ήταν σε θέση σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα να ελέγχουν τις ραδιοφωνικές συχνότητες κατά τον τρόπο που αναμφισβήτητα το έκαναν μερικά χρόνια αργότερα.
Σε κάθε περίπτωση, ο Μπονχέφερ θύμωσε που ο λόγος του κόπηκε προτού ολοκληρωθεί, απλά και μόνο επειδή δεν ήθελε οι ακροατές του να μείνουν με την υποψία, ότι ο ίδιος ενέκρινε το καθεστώς Χίτλερ. Όποιος μπορούσε κι άκουγε το τέλος του κειμένου, θα αντιλαμβανόταν ότι η Αρχή του Φύρερ (Führerprinzip) είχε περάσει τρομερά στρεβλά, λόγω της διακοπής· για τον λόγο αυτό,από την στιγμή που κανείς δεν είχε ακούσει το τέλος, ο Μπονχέφερ κανόνισε, το κείμενο να ανατυπωθεί πιστά σε κόπιες και αυτές να σταλούν σε πολλούς φίλους και συγγενείς που διέθεταν επιρροή, συνοδευόμενες από ένα σημείωμα, που εξηγούσε ότι ακριβώς το τελευταίο κομμάτι της ομιλίας είχε κοπεί στο ραδιόφωνο. Το κείμενο επίσης δημοσιεύτηκε στην Kreuzzeitung, μια πολιτικά συντηρητική εφημερίδα, και αρχές Μαρτίου του 1933 ο Μπονχέφερ κλήθηκε να παρουσιάσει μια εκτενή εκδοχή της ομιλίας στην Ανωτάτη Σχολή Πολιτικών Επιστημών του Βερολίνου. Κάτι τέτοιο ήταν ακόμη εφικτό τον πρώτο καιρό.
Ο Μπονχέφερ άρχισε την εισήγηση εξηγώντας το γιατί η Γερμανία αναζητούσε έναν ηγέτη τύπου Φύρερ. Ο Α´ Παγκόσμιος Πόλεμος και η συνακόλουθη οικονομική ύφεση και αναταραχή γέννησαν μια κρίση, μέσα στον κλειδωνυσμό της οποίας η νεώτερη γενιά (ιδιαίτερα αυτή) απώλεσε κάθε εμπιστοσύνη προς τους παραδοσιακούς φορείς αυθεντίας και κύρους, δηλαδή τον Κάιζερ και την Εκκλησία. Η αντίληψη των Γερμανών περί Φύρερ εκπήγασε μέσα από τους κόλπους αυτής της γενιάς, όπως και η αναζήτηση νοήματος και καθοδήγησης εκπήγασε μέσα από τα προβλήματά της. Η διαφορά ανάμεσα σε μια γνήσια ηγεσία και τη νόθα ηγεσία του Φύρερ, έγκειται στο εξής: Η γνήσια αντλεί την αυθεντία της από τον Θεό, την πηγή κάθε αγαθού· η εξουσία του Φύρερ δεν υπόκειται σε τίποτε.
Ο Μπονχέφερ τόνιζε ότι «ενώ η ηγεσία σε προγενέστερες περιόδους εκφραζόταν μέσα από την μορφή του διδασκάλου, του πολιτικού ανδρός, του πατέρα…, τώρα ο Φύρερ είχε αποβεί μια μορφή ανεξάρτητη. Η έννοια του Φύρερ έχει αποκοπεί από οποιοδήποτε αξίωμα· ουσιαστικά είναι απλά και μόνο ‘ο Φύρερ’». Και συνέχιζε:
«Κάτω από την αγωνιώδη αναζήτηση για αυθεντία, είτε αυτή είναι ένας Ηγέτης είτε κάποιο αξίωμα, λησμονούμε –κι αυτός είναι ο τρομερός κίνδυνος στην παρούσα φάση– ότι απέναντι στην Απώτατη Αυθεντία, ο άνθρωπος στέκει μόνος, και πως όποιος απλώσει χέρι πάνω σε άνθρωπο σε τούτον εδώ τον κόσμο, καταπατεί αιωνίους νόμους και επωμίζεται αυθεντία που υπερβαίνει τις ανθρώπινες πλάτες, αυθεντία που εν τέλει θα τον συντρίψει. Ο αιώνιος νόμος ότι ο καθένας μας θα βρεθεί μόνος ενώπιον του Θεού, εκδικείται φρικτά κάθε παραβίαση και αλλοίωσή του. Επομένως, ο Ηγέτης παραπέμπει στο αξίωμα, αλλά Ηγέτης και αξίωμα παραπέμπουν από κοινού σε αυτή καθαυτή την τελική Αυθεντία κι Εξουσία, στην οποία υπόκειται κάθε Ράιχ ή κράτος. Ηγέτες ή αξιώματα που αυτοαναγορεύονται σε θεό, περιγελούν τον Θεό και τον άνθρωπο που στέκει μόνος ενώπιόν Του, και γι’ αυτό πρέπει να εξαληφθούν».
Είχαν περάσει μόλις σαράντα οκτώ ώρες από την εκλογή του Χίτλερ, αλλά οι γραμμές ανάμεσα στα στρατόπεδα είχαν ήδη χαραχθεί!
Εκείνη την ημέρα εκφώνησε και ο Χίτλερ μια ομιλία. Ήταν μόνο σαράντα τριών χρονών και είχε ήδη ξοδέψει τη μισή ζωή του μοχθώντας σκληρά να ανελιχθεί στον άγριο πολιτικό στίβο. Είχαν παρέλθει δέκα χρόνια από το Πραξικόπημα της Μπυραρίας που τον είχε προσγειώσει άγαρμπα στην φυλακή. Τώρα ήταν καγκελάριος της Γερμανίας. Τα εναρκτήρια λόγια της ομιλίας του την ημέρα εκείνη ήταν τα ακόλουθα: «Ως ηγέτες του έθνους, είμαστε αποφασισμένοι να εκπληρώσουμε το καθήκον της εθνικής διακυβέρνησης που μας ανατέθηκε, ορκιζόμενοι πίστη μόνο στον Θεό, την συνείδησή μας και τον Volk (λαό) μας». Κατόπιν ο Χίτλερ διακοίνωνε ότι η κυβέρνησή του θα καθιστούσε τον Χριστιανισμό «βάση της συλλογικής μας ηθικής». Η δήλωση αυτή, που αποτελούσε ψέμα, αυτοαναιρείτο πάραυτα. Κατακλείδα δε του λόγου ήταν άλλη μία έκκληση προς τον Θεό, στον οποίο βεβαίως δεν πίστευε, αλλά του οποίου αντιθέτως τους πιστούς, Ιουδαίους και χριστιανούς, έκτοτε θα εδίωκε και θα σκότωνε: «Είθε ο Παντοδύναμος Θεός να περιβάλλει το έργο μας με την χάρη του, να διαμορφώνει ορθά την βούλησή μας, να ευλογεί την σκέψη και την αντίληψή μας και να μας προικίζει με την εμπιστοσύνη του Volk μας!».
Χρόνια μετά ο πατέρας του Μπονχέφερ κατέγραψε τις σκέψεις του πάνω στην νίκη του Χίτλερ:
«Από την αρχή θεωρήσαμε τη νίκη του Εθνικοσοσιαλισμού το 1933, καθώς και τον διορισμό του Χίτλερ στην θέση του Reichkanzler (καγκελαρίου, πρωθυπουργού) ως ατυχές γεγονός – ολόκληρη η οικογένεια συμφωνούσε σε αυτό. Προσωπικά αντιπαθούσα τον Χίτλερ και δυσπιστούσα απέναντί του εξαιτίας των δημαγωγικών, προπαγανδιστικών του λόγων…, της συνήθειάς του να οργώνει την χώρα βολτάροντας με το αυτοκίνητο και βαστώντας ένα καμτσίκι στο χέρι, της επιλογής των συνεργατών του (με των οποίων το ήθος και το ποιόν, παρεμπιπτόντως, εμείς οι Βερολινέζοι ήμασταν πιο εξοικειωμένοι από ό,τι άνθρωποι σε άλλες περιοχές) και τέλος, λόγω των όσων άκουγα από συναδέλφους μου γύρω από τα ψυχοπαθητικά του συμπτώματα» .
Τέσσερις εβδομάδες αργότερα ο Μπονχέφερ έβγαλε κήρυγμα στον ναό της Αγίας Τριάδος του Βερολίνου, πρώτη φορά μετά από την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία. Ο Μπονχέφερ διείδε ακριβώς με τι είχε να κάνει σ’ αυτή τη νέα κατάσταση, και δεν φοβόταν να μετατρέψει αυτό που έβλεπε σε κήρυγμα:
«Η Εκκλησία διαθέτει μόνο μία Αγία Τράπεζα, εκείνην του Παντοδύναμου… ενώπιον του οποίου οφείλει να κλίνει πάν γόνυ… Όποιος αναζητά κάτι διαφορετικό, πρέπει να μένει μακριά· δεν μπορεί να έχει κοινωνία μαζί μας εν τω οίκω Κυρίου… Η Εκκλησία διαθέτει μόνο έναν άμβωνα, και από αυτόν τον άμβωνα θα κηρύττεται η πίστη στον Θεό και καμία άλλη πίστη, και κανένα άλλο θέλημα παρά το θέλημα του Θεού, και καμία άλλη προαίρεση, όσο αγαθή κι αν είναι».
Το θέμα ήταν ίδιο με εκείνο του λόγου που είχε εκφωνήσει στο ραδιόφωνο, όμως τώρα ο βωμός, έμπροσθεν του οποίου θα έστεκαν οι τα είδωλα λατρεύοντες, δεν θα έγραφε «Τῷ ἀγνώστῳ ἀπατηλῷ θεῷ». Τώρα όλοι γνώριζαν ποιος είναι ο απατηλός θεός που θα λατρευόταν. Τώρα ο υπέρτατος Ηγέτης, ο Φύρερ, στον οποίο αναφερόταν η Αρχή του Ηγέτη, είχε ονοματεπώνυμο.
................................................................................................................
Ο Χίμλερ ειδικά, ως επικεφαλής των SS, υιοθέτησε πολύ επιθετική στάση κατά του Χριστιανισμού. Από πολύ νωρίς απέκλεισε τους κληρικούς από το σώμα των SS. Το 1935 διέταξε κάθε μέλος των SS να παραιτηθεί από τυχόν θέση προεστώτος σε θρησκευτικές οργανώσεις ή φορείς. Το επόμενο έτος απαγόρευσε στους μουσικούς των SS να παίζουν σε ιεροτελεστίες, ακόμη και αν φορούσαν πολιτικά. Πολύ σύντομα τους απαγόρευσε και την απλή συμμετοχή σε ιερές ακολουθίες ή την λειτουργία. Τα SS ήταν για τον Χίμλερ μια θρησκεία από μόνα τους, τα δε μέλη τους υποψήφιοι δόκιμοι για την ιδιότυπη αυτή ιεροσύνη τους.
Ο Ρόζενμπεργκ πάλι ήταν από τους πιο δραστήριους και παραγωγικούς αρχηγούς των Ναζί ως προς την δημιουργία της “νέας θρησκείας”. Ήταν «δεδηλωμένος παγανιστής» και στην διάρκεια του πολέμου ανέπτυξε ένα πρόγραμμα τριάντα σημείων για την λεγόμενη NationaleReichskirche (Εθνική Εκκλησία του Ράιχ). Το γεγονός ότι ο Χίτλερ εμπιστεύτηκε το πρόγραμμα σε έναν δηλωμένο παγανιστή, δείχνει πόσο λίγο σεβόταν την χριστιανική Εκκλησία και τα δόγματά της. Το σχέδιο αυτό του Ρόζενμπεργκ αποτελεί μια από τις πλέον ξεκάθαρες αποδείξεις γύρω από την επιδιωκόμενη κατάληξη των Εκκλησιών. Μερικά από τα σημεία του προγράμματος αποτυπώνουν ανάγλυφα το τι ήταν πρόθυμος ο Χίτλερ να εγκρίνει και να υλοποιήσει, υπό το πρόσχημα του πολέμου: 13. Η Εθνική Εκκλησία απαιτεί την άμεση διακοπή της τυπώσεως και διανομής της Αγίας Γραφής στην Γερμανία... 14. Η Εθνική Εκκλησία για λογαριασμό της και επομένως και για λογαριασμό του γερμανικού έθνους, διακηρύσσει ότι το έργο «Ο αγών μου» του Φύρερ πρέπει να θεωρείται ως το σπουδαιότερο όλων των κειμένων… Όχι μόνο εμπεριέχει τις σπουδαιότερες, αλλά απηχεί και τις αγνότερες και πλέον γνήσιες ηθικές αξίες για τον παρόντα και τον μέλλοντα βίο του έθνους μας. 18. Η Εθνική Εκκλησία θα διώξει από την αγία της τράπεζα όλους τους σταυρούς, τις Βίβλους και τις εικόνες αγίων. 19. Πάνω στην αγία τράπεζα δεν πρέπει να υπάρχει τίποτε άλλο παρά μόνο Ο αγών μου (το πιο ιερό βιβλίο για το γερμανικό έθνος και επομένως και για τον Θεό), ενώ στα αριστερά της ένα ξίφος. 30. Την ημέρα της ιδρύσεως της Εθνικής Εκκλησίας θα πρέπει ο χριστιανικός σταυρός να αφαιρεθεί από όλες τις εκκλησίες, τους καθεδρικούς ναούς και τα παρεκκλήσια… και να αντικατασταθεί από το μόνο ακατανίκητο σύμβολο, την σβάστικα.
http://diastixo.gr/prodimosiefseis-2/6711-mponchefer
Λονδίνο, 27 Ιουλίου 1945. Η ειρήνη είχε επιτέλους επιστρέψει στην Ευρώπη. Το διεστραμμένο της πρόσωπο που είχε αρχίσει να γίνεται οικείο, είχε πλέον εκδιωχθεί. Είχαν ήδη περάσει δύο μήνες από τη λήξη του πολέμου. Ο τύραννος πήρε ο ίδιος τη ζωή του στα χέρια του, αυτοκτονώντας σ’ ένα τσιμεντένιο καταφύγιο κάτω από τα ερείπια της πρωτεύουσάς του, και οι Σύμμαχοι ανακηρύχθηκαν νικητές.
Η ζωή στη Μεγάλη Βρετανία ξανάβρισκε σιγά-σιγά τους ρυθμούς της. Κατόπιν ήρθε το καλοκαίρι, θαρρείς και περίμενε στην ουρά αδημονώντας. Ήταν το πρώτο ειρηνικό καλοκαίρι μετά από έξι χρόνια. Αλλά οι αναμνήσεις ήταν νωπές και αναδύονταν διαρκώς, λες κι ήθελαν να αποδεικνύουν συνέχεια πως ό,τι πέρασε δεν ήταν όνειρο ή εφιάλτης. Κι ήταν αναμνήσεις φριχτές, όπως καθετί
που συνέβη τα προηγούμενα έξι χρόνια. Ενίοτε ήταν και χειρότερες. Το πρώτο διάστημα αυτού του καλοκαιριού, κατέφταναν ολοένα τα φρικαλέα νέα των στρατοπέδων του θανάτου, μαζί με τις απροσμέτρητες θηριωδίες που οι Ναζί επιφύλαξαν στα θύματά τους, στα κατά τόπους κολαστήρια της βραχύβειας αυτοκρατορίας τους.
Φήμες για όλα αυτά κυκλοφορούσαν καθόλη τη διάρκεια του πολέμου, αλλά τώρα η πραγματικότητα επιβεβαιωνόταν από φωτογραφίες, από τα «επίκαιρα» που πρόβαλαν οι οθόνες των κινηματογράφων κι από τις μαρτυρίες των στρατιωτών που απελευθέρωναν τα στρατόπεδα τον Απρίλιο, κατά τις τελευταίες μέρες του πολέμου. Κανείς δεν ήξερε και κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί τόση και τέτοια φρίκη – παραήταν μεγάλη για να μπορεί να την αφομοιώσει το κουρασμένο από τον πόλεμο βρετανικό κοινό. Κάθε αηδιαστική λεπτομέρεια επιβεβαίωνε ξανά και ξανά το μίσος των Άγγλων για τους Γερμανούς. Το κοινό παραπατούσε μπροστά στην ίδια την κακία του κακού.
Στην αρχή του πολέμου, ήταν εφικτό να διαχωρίσεις τους Ναζί από τους Γερμανούς και να αναγνωρίσεις ότι δεν ήταν όλοι οι Γερμανοί ναζιστές. Όσο όμως η σύγκρουση των δύο εθνών συνεχιζόταν και οι θάνατοι των γιων, των αδελφών και των πατεράδων πολλαπλασιάζονταν, η διαφορά γινόταν ολοένα και πιο δύσκολη. Στο τέλος, εξανεμίστηκε ολωσδιόλου. Ο πρωθυπουργός Ουίνστον Τσώρτσιλ, συνειδητοποίησε πως αν ήθελε να νικήσει γρήγορα τον εχθρό και να τερματίσει τον αδυσώπητο εφιάλτη, το καλύτερο που είχε να κάνει ήταν να ανακατέψει Ναζί και Γερμανούς σε ένα ενιαίο μισητό μείγμα, ικανό να αποτελέσει το αναγκαίο καύσιμο για το πολεμικό σθένος των Βρετανών.
Όταν οι Γερμανοί που εργάζονταν για την ήττα του Χίτλερ και των ναζιστών, ήρθαν σε επαφή με τον Τσώρτσιλ και τη βρετανική κυβέρνηση, ελπίζοντας να λάβουν βοήθεια στην προσπάθειά τους να νικήσουν τον κοινό εχθρό εκ των έσω –ελπίζοντας συνάμα να διακηρύξουν στον κόσμο πως κάποιοι Γερμανοί ήταν παγιδευμένοι μέσα στο τρίτο Ράιχ κι ένιωθαν όπως κι οι άλλοι έξω από αυτό– συνάντησαν την απόρριψη. Κανείς δεν ενδιαφερόταν για τις προτάσεις τους. Ήταν πολύ αργά. Δεν μπορούσαν να συμμετέχουν σε τέτοια κακά κι όταν θα ήταν βολικό, θα προσπαθούσαν να εγκαθιδρύσουν ξεχωριστή ειρήνη. Για τις ανάγκες της πολεμικής προσπάθειας, ο Τσώρτσιλ επέμενε στο αφήγημα πως δεν υπάρχουν καλοί Γερμανοί – θα μπορούσε μάλιστα να ισχυριστεί κανείς ότι έβρισκε έρεισμα η φράση «ο μόνος καλός Γερμανός είναι ο νεκρός Γερμανός». Ήταν κι αυτή η μονολιθικότητα, μέρος της σατανικότητας του πολέμου.
Μα ο πόλεμος είχε λήξει πλέον. Κι έπρεπε να δει κανείς και την άλλη όψη των πραγμάτων, έστω κι αν η πλήρης, ανείπωτη διαστροφή του Τρίτου Ράιχ ερχόταν τώρα στο φως. Οι άνθρωποι άρχισαν να σκέφτονται ξανά με τον τρόπο που σκέφτονται οι άνθρωποι σε καιρό ειρήνης, κι έτσι αποκτούσαν πάλι την ικανότητα να βλέπουν πέρα από το άσπρο-μαύρο του πολέμου και να διακρίνουν τις αποχρώσεις και τις σκιές, τα χρώματα και τις διαβαθμίσεις τους.
Έτσι, εκείνη τη μέρα στον Ιερό Ναό της Αγίας Τριάδος, στο Μπρόμπτον του Λονδίνου, λάμβανε χώρα μια τελετή μνήμης, ακατανόητη σε κάποιους. Για πολλούς άλλους, ήταν αηδιαστική και ενοχλητική, ιδιαίτερα για κείνους που είχαν χάσει αγαπημένα πρόσωπα στον πόλεμο. Η επιμνημόσυνη δέηση που τελούνταν εκείνη τη μέρα σε βρετανικό έδαφος και μεταδιδόταν από το BBC, ήταν για ένα Γερμανό που πέθανε τρεις μήνες νωρίτερα. Η είδηση του θανάτου του ξεπρόβαλε τόσο αργά μέσα από τον κουρνιαχτό του πολέμου, που μόλις πρόσφατα την πληροφορήθηκαν οι φίλοι και η οικογένειά του. Οι περισσότεροι εξ αυτών δεν ήξεραν τίποτα. Όμως εδώ στο Λονδίνο είχαν μαζευτεί εκείνοι οι λίγοι που γνώριζαν.
Στις πρώτες σειρές, ήταν καθισμένη η δίδυμη τριανταεννιάχρονη αδερφή του εκλιπόντος, μαζί με τον ημιεβραίο σύζυγό της και τις δύο κόρες τους. Είχαν ξεγλυστρήσει από τη Γερμανία πριν τον πόλεμο, διασχίζοντας τα σύνορα της Ελβετίας νύχτα, με αμάξι. Ο εκλιπών είχε συμμετάσχει στη διοργάνωση της παράνομης φυγής τους –μία από τις πιο αμελητέες παρεκκλίσεις του από την εθνικοσοσιαλιστική δεοντολογία– κι είχε βοηθήσει στην εγκατάστασή τους στο Λονδίνο. Είχε για φίλους ένα σωρό επιφανή πρόσωπα του Λονδίνου, μεταξύ των οποίων και τον Τζωρτζ Μπελ, τον επίσκοπο του Τσίτσεστερ. Ο Μπελ ήταν που είχε οργανώσει την τελετή, διότι γνώριζε καλά και αγαπούσε τον άνθρωπο για τον οποίο γινόταν η επιμνημόσυνη δέηση. Ο επίσκοπος τον είχε γνωρίσει πριν τον πόλεμο όταν είχαν κι οι δυο τους εμπλακεί στην οικουμενική κίνηση, προσπαθώντας να προειδοποιήσουν την Ευρώπη για τους ναζιστικούς σχεδιασμούς, κατόπιν προσπαθώντας να διασώσουν Εβραίους, και τέλος προσπαθώντας να γνωστοποιήσουν στη βρετανική κυβέρνηση τα νέα της γερμανικής αντίστασης. Μόλις λίγες ώρες πριν από τον θάνατό του στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως του Φλόσενμπυργκ, ο άνδρας εκείνος παρήγγειλε τα τελευταία του λόγια προς τον επίσκοπο αυτό. Ήταν φυλακισμένος μαζί του ένας βρετανός αξιωματικός και σ’ αυτόν παρήγγειλε να μεταφέρει τα τελευταία του λόγια, εκείνη τη στερνή του Κυριακή, αφού πρώτα τέλεσε την τελευταία του ακολουθία και έκανε το τελευταίο του κήρυγμα. Ο βρετανός αξιωματικός απελευθερώθηκε κι έφερε μαζί του στην άλλη άκρη της Ευρώπης, τα τελευταία εκείνα λόγια μαζί με την είδηση του θανάτου του ανδρός.
Πέρα από τη Μάγχη, πέρα από τη Γαλλία, στο βάθος της Γερμανίας, εκεί στο προάστιο Σαρλότενμπουργκ του Βερολίνου, σ’ ένα τρίπατο οίκημα, στον αριθμό 43 της οδού Μαρίενμπουργκ, ένα ηλικιωμένο ζευγάρι ήταν καθισμένο δίπλα στο ραδιόφωνο. Στα νειάτα της, η σύζυγος είχε φέρει στον κόσμο οχτώ παιδιά, τέσσερα αγόρια και τέσσερα κορίτσια. Ο δεύτερος γιος της είχε σκοτωθεί στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, και για ένα ολόκληρο χρόνο, η νεαρή του μητέρα δυσκολευόταν να βρει τον εαυτό της από τη θλίψη. Είκοσι επτά χρόνια αργότερα, ένας δεύτερος πόλεμος έμελλε να της πάρει δύο ακόμη γιους. Σύζυγός της ήταν ο πιο επιφανής ψυχίατρος της Γερμανίας. Είχαν εναντιωθεί κι οι δυο τους στον Χίτλερ από την αρχή κι ήταν περήφανοι που οι γιοι τους και οι γαμπροί τους είχαν ανακατευτεί στη συνωμοσία εναντίον του. Γνώριζαν όλοι τους κινδύνους. Αλλά όταν εντέλει ο πόλεμος τερματίστηκε, τα νέα των δύο γιων τους αργούσαν να φτάσουν στο Βερολίνο. Ένα μήνα νωρίτερα είχαν μόλις πληροφορηθεί τον θάνατο του τρίτου γιου τους, του Κλάους. Αλλά για τον νεότερο γιο τους, τον Ντήντριχ, δεν είχαν ακούσει τίποτα. Κάποιος ισχυριζόταν ότι τον είχε δει ζωντανό. Κατόπιν, ένας γείτονας τούς είπε ότι το ΒΒC θα μετέδιδε από το Λονδίνο μια επιμνημόσυνη δέηση την επόμενη μέρα. Ήταν για τον Ντήντριχ.
Την καθορισμένη ώρα, το ηλικιωμένο ζευγάρι άνοιξε το ραδιόφωνο. Σε λίγο, ανακοινώθηκε πως η δέηση ήταν για τον γιο τους. Έτσι έμαθαν τον θάνατό του.
Όπως το ζευγάρι πληροφορήθηκε την πικρή είδηση πως ο καλός άνθρωπος που ήταν γιος τους ήταν πλέον νεκρός, έτσι και πολλοί Άγγλοι πληροφορήθηκαν την πικρή είδηση πως ο νεκρός, που ήταν Γερμανός, ήταν καλός άνθρωπος. Έτσι ξεκίνησε ο κόσμος να συμφιλιώνεται και πάλι με τον εαυτό του.
Ο άνθρωπος που πέθανε ήταν αρραβωνιασμένος και επρόκειτο να παντρευτεί. Ήταν πάστορας και θεολόγος. Και εκτελέστηκε εξαιτίας του ρόλου του στη συνωμοσία για τη δολοφονία του Χίτλερ.
Αυτή είναι η ιστορία του.
................................................................................................................
Υπήρξε για μας μεγάλη ατυχία να έχουμε λάθος θρησκεία. Γιατί να μην έχουμε την θρησκεία των Ιαπώνων που θεωρούν την θυσία χάριν της πατρίδος ως το υπέρτατο αγαθό; Και η μουσουλμανική θρησκεία ομοίως θα μας ήταν πολύ πιο συμβατή από ό,τι ο Χριστιανισμός. Γιατί μας έλαχε ο Χριστιανισμός με την μειλίχια πραότητά του και την μαλθακή του αδυναμία;
Αδόλφος Χίτλερ
Στις 30 Ιανουαρίου 1933 ο Αδόλφος Χίτλερ εξελέγη με απόλυτα δημοκρατικές διαδικασίες νέος Kαγκελάριος της Γερμανίας. Το Τρίτο Ράιχ είχε ξεκινήσει.
Δύο ημέρες αργότερα, την Τετάρτη 1 Φεβρουαρίου, ένας εικοσιεξάχρονος θεολόγος εκφώνησε από τα ερτζιανά μια ομιλία στον ραδιοφωνικό σταθμό της οδού Πότσνταμ. Η ομιλία του Μπονχέφερ είχε τίτλο Η αλλοτριωμένη αντίληψη της νεώτερης γενιάς περί της εννοίας του ηγέτη. Αναφερόταν διεξοδικά στα θεμελιώδη προβλήματα που απορρέουν από το καθεστώς της ηγεσίας ενός Φύρερ εξηγώντας, πως ένας τέτοιος ηγέτης μετατρέπεται αναπόφευκτα σε είδωλο και κακό ηγέτη, δηλαδή λαοπλάνο. Προτού καν ολοκληρώσει τον λόγο του, η εκπομπή κόπηκε στον αέρα.
Το περιστατικό αυτό μνημονεύεται συνήθως ως ενδεικτικό της πρόθεσης του Μπονχέφερ να προτάξει τα στήθη του απέναντι στον Χίτλερ, του οποίου τα κομματόσκυλα διέταξαν το κλείσιμο των μικροφώνων και την διακοπή της αναμετάδοσης. Η αλήθεια όμως είναι ότι η εκφώνηση του λόγου είχε προγραμματιστεί καιρό πριν και δεν προέκυψε ως αντίδραση στην εκλογή του Χίτλερ. Παρόλα αυτά, η χρονική συγκυρία της εκφώνησης, δύο μόλις ημέρες μετά από την ανάρρηση του Χίτλερ στην εξουσία, υπήρξε στ’ αλήθεια αξιοπερίεργη.
Μπορεί όντως οι Ναζί να λογόκριναν την εκπομπή, μα είναι εξίσου πιθανόν να υπήρξε κάποια παρεξήγηση μεταξύ του Μπονχέφερ και του διευθυντή του σταθμού και ο πρώτος να ξεπέρασε την χρονική διάρκεια που είχε προβλεφθεί. Δεν είναι ξεκάθαρο κατά πόσο οι Ναζί ήταν σε θέση σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα να ελέγχουν τις ραδιοφωνικές συχνότητες κατά τον τρόπο που αναμφισβήτητα το έκαναν μερικά χρόνια αργότερα.
Σε κάθε περίπτωση, ο Μπονχέφερ θύμωσε που ο λόγος του κόπηκε προτού ολοκληρωθεί, απλά και μόνο επειδή δεν ήθελε οι ακροατές του να μείνουν με την υποψία, ότι ο ίδιος ενέκρινε το καθεστώς Χίτλερ. Όποιος μπορούσε κι άκουγε το τέλος του κειμένου, θα αντιλαμβανόταν ότι η Αρχή του Φύρερ (Führerprinzip) είχε περάσει τρομερά στρεβλά, λόγω της διακοπής· για τον λόγο αυτό,από την στιγμή που κανείς δεν είχε ακούσει το τέλος, ο Μπονχέφερ κανόνισε, το κείμενο να ανατυπωθεί πιστά σε κόπιες και αυτές να σταλούν σε πολλούς φίλους και συγγενείς που διέθεταν επιρροή, συνοδευόμενες από ένα σημείωμα, που εξηγούσε ότι ακριβώς το τελευταίο κομμάτι της ομιλίας είχε κοπεί στο ραδιόφωνο. Το κείμενο επίσης δημοσιεύτηκε στην Kreuzzeitung, μια πολιτικά συντηρητική εφημερίδα, και αρχές Μαρτίου του 1933 ο Μπονχέφερ κλήθηκε να παρουσιάσει μια εκτενή εκδοχή της ομιλίας στην Ανωτάτη Σχολή Πολιτικών Επιστημών του Βερολίνου. Κάτι τέτοιο ήταν ακόμη εφικτό τον πρώτο καιρό.
Ο Μπονχέφερ άρχισε την εισήγηση εξηγώντας το γιατί η Γερμανία αναζητούσε έναν ηγέτη τύπου Φύρερ. Ο Α´ Παγκόσμιος Πόλεμος και η συνακόλουθη οικονομική ύφεση και αναταραχή γέννησαν μια κρίση, μέσα στον κλειδωνυσμό της οποίας η νεώτερη γενιά (ιδιαίτερα αυτή) απώλεσε κάθε εμπιστοσύνη προς τους παραδοσιακούς φορείς αυθεντίας και κύρους, δηλαδή τον Κάιζερ και την Εκκλησία. Η αντίληψη των Γερμανών περί Φύρερ εκπήγασε μέσα από τους κόλπους αυτής της γενιάς, όπως και η αναζήτηση νοήματος και καθοδήγησης εκπήγασε μέσα από τα προβλήματά της. Η διαφορά ανάμεσα σε μια γνήσια ηγεσία και τη νόθα ηγεσία του Φύρερ, έγκειται στο εξής: Η γνήσια αντλεί την αυθεντία της από τον Θεό, την πηγή κάθε αγαθού· η εξουσία του Φύρερ δεν υπόκειται σε τίποτε.
Ο Μπονχέφερ τόνιζε ότι «ενώ η ηγεσία σε προγενέστερες περιόδους εκφραζόταν μέσα από την μορφή του διδασκάλου, του πολιτικού ανδρός, του πατέρα…, τώρα ο Φύρερ είχε αποβεί μια μορφή ανεξάρτητη. Η έννοια του Φύρερ έχει αποκοπεί από οποιοδήποτε αξίωμα· ουσιαστικά είναι απλά και μόνο ‘ο Φύρερ’». Και συνέχιζε:
«Κάτω από την αγωνιώδη αναζήτηση για αυθεντία, είτε αυτή είναι ένας Ηγέτης είτε κάποιο αξίωμα, λησμονούμε –κι αυτός είναι ο τρομερός κίνδυνος στην παρούσα φάση– ότι απέναντι στην Απώτατη Αυθεντία, ο άνθρωπος στέκει μόνος, και πως όποιος απλώσει χέρι πάνω σε άνθρωπο σε τούτον εδώ τον κόσμο, καταπατεί αιωνίους νόμους και επωμίζεται αυθεντία που υπερβαίνει τις ανθρώπινες πλάτες, αυθεντία που εν τέλει θα τον συντρίψει. Ο αιώνιος νόμος ότι ο καθένας μας θα βρεθεί μόνος ενώπιον του Θεού, εκδικείται φρικτά κάθε παραβίαση και αλλοίωσή του. Επομένως, ο Ηγέτης παραπέμπει στο αξίωμα, αλλά Ηγέτης και αξίωμα παραπέμπουν από κοινού σε αυτή καθαυτή την τελική Αυθεντία κι Εξουσία, στην οποία υπόκειται κάθε Ράιχ ή κράτος. Ηγέτες ή αξιώματα που αυτοαναγορεύονται σε θεό, περιγελούν τον Θεό και τον άνθρωπο που στέκει μόνος ενώπιόν Του, και γι’ αυτό πρέπει να εξαληφθούν».
Είχαν περάσει μόλις σαράντα οκτώ ώρες από την εκλογή του Χίτλερ, αλλά οι γραμμές ανάμεσα στα στρατόπεδα είχαν ήδη χαραχθεί!
Εκείνη την ημέρα εκφώνησε και ο Χίτλερ μια ομιλία. Ήταν μόνο σαράντα τριών χρονών και είχε ήδη ξοδέψει τη μισή ζωή του μοχθώντας σκληρά να ανελιχθεί στον άγριο πολιτικό στίβο. Είχαν παρέλθει δέκα χρόνια από το Πραξικόπημα της Μπυραρίας που τον είχε προσγειώσει άγαρμπα στην φυλακή. Τώρα ήταν καγκελάριος της Γερμανίας. Τα εναρκτήρια λόγια της ομιλίας του την ημέρα εκείνη ήταν τα ακόλουθα: «Ως ηγέτες του έθνους, είμαστε αποφασισμένοι να εκπληρώσουμε το καθήκον της εθνικής διακυβέρνησης που μας ανατέθηκε, ορκιζόμενοι πίστη μόνο στον Θεό, την συνείδησή μας και τον Volk (λαό) μας». Κατόπιν ο Χίτλερ διακοίνωνε ότι η κυβέρνησή του θα καθιστούσε τον Χριστιανισμό «βάση της συλλογικής μας ηθικής». Η δήλωση αυτή, που αποτελούσε ψέμα, αυτοαναιρείτο πάραυτα. Κατακλείδα δε του λόγου ήταν άλλη μία έκκληση προς τον Θεό, στον οποίο βεβαίως δεν πίστευε, αλλά του οποίου αντιθέτως τους πιστούς, Ιουδαίους και χριστιανούς, έκτοτε θα εδίωκε και θα σκότωνε: «Είθε ο Παντοδύναμος Θεός να περιβάλλει το έργο μας με την χάρη του, να διαμορφώνει ορθά την βούλησή μας, να ευλογεί την σκέψη και την αντίληψή μας και να μας προικίζει με την εμπιστοσύνη του Volk μας!».
Χρόνια μετά ο πατέρας του Μπονχέφερ κατέγραψε τις σκέψεις του πάνω στην νίκη του Χίτλερ:
«Από την αρχή θεωρήσαμε τη νίκη του Εθνικοσοσιαλισμού το 1933, καθώς και τον διορισμό του Χίτλερ στην θέση του Reichkanzler (καγκελαρίου, πρωθυπουργού) ως ατυχές γεγονός – ολόκληρη η οικογένεια συμφωνούσε σε αυτό. Προσωπικά αντιπαθούσα τον Χίτλερ και δυσπιστούσα απέναντί του εξαιτίας των δημαγωγικών, προπαγανδιστικών του λόγων…, της συνήθειάς του να οργώνει την χώρα βολτάροντας με το αυτοκίνητο και βαστώντας ένα καμτσίκι στο χέρι, της επιλογής των συνεργατών του (με των οποίων το ήθος και το ποιόν, παρεμπιπτόντως, εμείς οι Βερολινέζοι ήμασταν πιο εξοικειωμένοι από ό,τι άνθρωποι σε άλλες περιοχές) και τέλος, λόγω των όσων άκουγα από συναδέλφους μου γύρω από τα ψυχοπαθητικά του συμπτώματα» .
Τέσσερις εβδομάδες αργότερα ο Μπονχέφερ έβγαλε κήρυγμα στον ναό της Αγίας Τριάδος του Βερολίνου, πρώτη φορά μετά από την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία. Ο Μπονχέφερ διείδε ακριβώς με τι είχε να κάνει σ’ αυτή τη νέα κατάσταση, και δεν φοβόταν να μετατρέψει αυτό που έβλεπε σε κήρυγμα:
«Η Εκκλησία διαθέτει μόνο μία Αγία Τράπεζα, εκείνην του Παντοδύναμου… ενώπιον του οποίου οφείλει να κλίνει πάν γόνυ… Όποιος αναζητά κάτι διαφορετικό, πρέπει να μένει μακριά· δεν μπορεί να έχει κοινωνία μαζί μας εν τω οίκω Κυρίου… Η Εκκλησία διαθέτει μόνο έναν άμβωνα, και από αυτόν τον άμβωνα θα κηρύττεται η πίστη στον Θεό και καμία άλλη πίστη, και κανένα άλλο θέλημα παρά το θέλημα του Θεού, και καμία άλλη προαίρεση, όσο αγαθή κι αν είναι».
Το θέμα ήταν ίδιο με εκείνο του λόγου που είχε εκφωνήσει στο ραδιόφωνο, όμως τώρα ο βωμός, έμπροσθεν του οποίου θα έστεκαν οι τα είδωλα λατρεύοντες, δεν θα έγραφε «Τῷ ἀγνώστῳ ἀπατηλῷ θεῷ». Τώρα όλοι γνώριζαν ποιος είναι ο απατηλός θεός που θα λατρευόταν. Τώρα ο υπέρτατος Ηγέτης, ο Φύρερ, στον οποίο αναφερόταν η Αρχή του Ηγέτη, είχε ονοματεπώνυμο.
................................................................................................................
Ο Χίμλερ ειδικά, ως επικεφαλής των SS, υιοθέτησε πολύ επιθετική στάση κατά του Χριστιανισμού. Από πολύ νωρίς απέκλεισε τους κληρικούς από το σώμα των SS. Το 1935 διέταξε κάθε μέλος των SS να παραιτηθεί από τυχόν θέση προεστώτος σε θρησκευτικές οργανώσεις ή φορείς. Το επόμενο έτος απαγόρευσε στους μουσικούς των SS να παίζουν σε ιεροτελεστίες, ακόμη και αν φορούσαν πολιτικά. Πολύ σύντομα τους απαγόρευσε και την απλή συμμετοχή σε ιερές ακολουθίες ή την λειτουργία. Τα SS ήταν για τον Χίμλερ μια θρησκεία από μόνα τους, τα δε μέλη τους υποψήφιοι δόκιμοι για την ιδιότυπη αυτή ιεροσύνη τους.
Ο Ρόζενμπεργκ πάλι ήταν από τους πιο δραστήριους και παραγωγικούς αρχηγούς των Ναζί ως προς την δημιουργία της “νέας θρησκείας”. Ήταν «δεδηλωμένος παγανιστής» και στην διάρκεια του πολέμου ανέπτυξε ένα πρόγραμμα τριάντα σημείων για την λεγόμενη NationaleReichskirche (Εθνική Εκκλησία του Ράιχ). Το γεγονός ότι ο Χίτλερ εμπιστεύτηκε το πρόγραμμα σε έναν δηλωμένο παγανιστή, δείχνει πόσο λίγο σεβόταν την χριστιανική Εκκλησία και τα δόγματά της. Το σχέδιο αυτό του Ρόζενμπεργκ αποτελεί μια από τις πλέον ξεκάθαρες αποδείξεις γύρω από την επιδιωκόμενη κατάληξη των Εκκλησιών. Μερικά από τα σημεία του προγράμματος αποτυπώνουν ανάγλυφα το τι ήταν πρόθυμος ο Χίτλερ να εγκρίνει και να υλοποιήσει, υπό το πρόσχημα του πολέμου: 13. Η Εθνική Εκκλησία απαιτεί την άμεση διακοπή της τυπώσεως και διανομής της Αγίας Γραφής στην Γερμανία... 14. Η Εθνική Εκκλησία για λογαριασμό της και επομένως και για λογαριασμό του γερμανικού έθνους, διακηρύσσει ότι το έργο «Ο αγών μου» του Φύρερ πρέπει να θεωρείται ως το σπουδαιότερο όλων των κειμένων… Όχι μόνο εμπεριέχει τις σπουδαιότερες, αλλά απηχεί και τις αγνότερες και πλέον γνήσιες ηθικές αξίες για τον παρόντα και τον μέλλοντα βίο του έθνους μας. 18. Η Εθνική Εκκλησία θα διώξει από την αγία της τράπεζα όλους τους σταυρούς, τις Βίβλους και τις εικόνες αγίων. 19. Πάνω στην αγία τράπεζα δεν πρέπει να υπάρχει τίποτε άλλο παρά μόνο Ο αγών μου (το πιο ιερό βιβλίο για το γερμανικό έθνος και επομένως και για τον Θεό), ενώ στα αριστερά της ένα ξίφος. 30. Την ημέρα της ιδρύσεως της Εθνικής Εκκλησίας θα πρέπει ο χριστιανικός σταυρός να αφαιρεθεί από όλες τις εκκλησίες, τους καθεδρικούς ναούς και τα παρεκκλήσια… και να αντικατασταθεί από το μόνο ακατανίκητο σύμβολο, την σβάστικα.
http://diastixo.gr/prodimosiefseis-2/6711-mponchefer
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου