του Σωτήρη Ρούσσου
Ας πάρουμε μια μικρομεσαία από πλευράς στρατιωτικής και οικονομικής ισχύος χώρα η οποία βρίσκεται σε μια πολύ ευαίσθητη γεωπολιτική θέση, η οποία είναι δυνατόν να προσελκύσει αναθεωρητικές βλέψεις εκ μέρους γειτόνων. Σήμερα αυτή η χώρα βρίσκεται σε ένα σύστημα που διαμορφώνεται από μια υπερδύναμη, τις ΗΠΑ και μια σειρά μεγάλων περιφερειακών δυνάμεων όπως η Κίνα, η Ρωσία, η Γερμανία, η Ινδία και η Βραζιλία. Οι δυνάμεις αυτές παρά τον οικονομικό δυναμισμό τους και την επιρροή τους στην περιφέρεια που ανήκουν δεν μπορούν ούτε και επιθυμούν να αμφισβητήσουν τον ηγετικό ρόλο της υπερδύναμης. Ας αναλογιστούμε την μάλλον θνησιγενή εξαγγελία για το Ταμείο Ανάπτυξης των BRICS που θα αμφισβητούσε την οικονομική αλλά και ιδεολογική παντοκρατορία του ΔΝΤ. Τέλος, δεν υπάρχει στον ορίζοντα ένας εναλλακτικός κρατικός ή μη κρατικός δρών που θα μπορούσε με όρους ηγεμονίας να σταθεί απέναντι στον μεταβιομηχανικό καπιταλισμό. Περισσότερο εμφανείς είναι οι εσωτερικές αντιφάσεις και συγκρούσεις παρά ένα ισχυρό αντι-παράδειγμα.
Θα ακολουθήσει την ιδεολογική γραμμή της ενότητας και της ειρήνης μεταξύ των λαών; Αυτό θα ήταν προφανές αν δεν είχαμε περιπτώσεις που οι λαοί άλλων κρατών δεν εξέλεγαν, δημοκρατικά πολλές φορές, κυβερνήσεις που ακολουθούν αναθεωρητικές και επιθετικές πολιτικές.
Θα ακολουθήσει όλα τα αιτήματα των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων; Η αυτοδιάθεση είναι μεν ένα πολύ σημαντικό δικαίωμα αλλά η γενική και άκριτη εφαρμογή του θα οδηγούσε σε δεκάδες ίσως αποσχίσεις μειονοτήτων που σε μια ιστορική συγκυρία αποτελούν την πλειονότητα σε μια συγκεκριμένη περιοχή ενός κράτους, από το κράτος αυτό. Ας σκεφτούμε τι θα σήμαινε αυτό στα Βαλκάνια, την Μέση Ανατολή και άλλες περιοχές του κόσμου με έντονα ζητήματα μειονοτήτων και πόσο αυτές οι εξελίξεις θα εξυπηρετούσαν τη στρατηγική των μεγάλων δυνάμεων.
Θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί τις αντιφάσεις του διεθνούς συστήματος και τις αντιθέσεις μεταξύ της υπερδύναμης και των περιφερειακών μεγάλων δυνάμεων; Κάτι τέτοιο θα ήταν όχι μόνο ατελέσφορο αλλά και επικίνδυνο. Η υπερδύναμη έχει αποδεχθεί άμεσα ή έμμεσα την ηγεμονία των περιφερειακών δυνάμεων στην περιφέρειά τους και δεν επεμβαίνει σε αυτήν αν δεν διακυβεύεται κάποιο ζωτικό συμφέρον της σε παγκόσμιο επίπεδο ή αν δεν υπάρχει κίνδυνος ανατροπής της περιφερειακής ισορροπίας. Μια μικρομεσαία δύναμη δεν μπορεί να επηρεάσει τα συμφέροντα της υπερδύναμης σε παγκόσμιο επίπεδο, ούτε να απειλήσει την περιφερειακή ισορροπία. Συνεπώς η προσπάθεια να εκμεταλλευτεί τις αντιθέσεις που αναφέραμε θα πέσει στο κενό και είναι ακόμη πιθανότερο να δημιουργήσει προβλήματα στις σχέσεις της είτε με την υπερδύναμη είτε με τον περιφερειακό ηγεμόνα είτε και με τους δύο.
Θα μπορούσε να «ξεχάσει» την αντι-ιμπεριαλιστική και δημοκρατική αλληλεγγύη της έστω και συγκυριακά, προκειμένου να συμπράξει σε συμμαχίες με αυταρχικές κυβερνήσεις που συνεχίζουν να καταπατούν στοιχειώδη ανθρώπινα δικαιώματα και εφαρμόζουν ιμπεριαλιστικές και απαρτχάιντ πολιτικές εναντίον λαών και κοινωνιών; Θα μπορούσε ίσως να το κάνει αν υπήρχε σοβαρός, συγκεκριμένος και άμεσος κίνδυνος για την εδαφική ακεραιότητα της χώρας. Τέτοιος λόγος δεν είναι, για παράδειγμα, τα παιχνίδια επιρροής σε περιοχές προσδοκώμενων φυσικών πόρων. Είναι αυτονόητο ότι ακόμη και σε τέτοιες συμμαχίες δεν μπορεί να αποδέχεται ως εύλογες τις εμμονές ασφάλειας και τις παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των συμμάχων.
Μια μικρομεσαία χώρα δεν πρέπει με τις συμμαχίες της να ανοίγει νέα μέτωπα και προπάντων να μην την αναγκάζουν οι συμμαχίες αυτές να επιλέγει μεταξύ φίλων. Δηλαδή να μην γίνεται μέρος των διαφορών των συμμάχων της με άλλα κράτη, κυρίως μάλιστα όταν με τα κράτη αυτά έχει σχέσεις εμπιστοσύνης, ιδιαίτερα στον ενεργειακό τομέα. Γενικότερα οι μικρομεσαίες χώρες στις σχέσεις τους με τα κράτη και τους λαούς θα πρέπει να θυμούνται την φράση του Ελευθέριου Βενιζέλου όταν του ζητήθηκε να μπει η Ελλάδα στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο εναντίον της Σερβίας: «Η Ελλάδα είναι πολύ μικρή χώρα για να κάνει μια τόσο μεγάλη ατιμία όπως είναι η προδοσία προς την Σερβία για λόγους εδαφικού συμφέροντος».
Δεύτερον, ένα μικρομεσαίο κράτος δεν μπορεί να αλλάξει τον διεθνή καταμερισμό ισχύος ούτε τον χαρακτήρα του καπιταλιστικού συστήματος. Ακόμη και αν σε αυτό διαδραματίζεται ένας μεγαλειώδης κοινωνικός μετασχηματισμός είναι πιθανό να αυξήσει την ιδεολογική και πολιτική επιρροή του σε όμορα κινήματα και να επηρεάσει τις πολιτικές εξελίξεις σε άλλα κράτη αλλά σε καμία περίπτωση δεν είναι σε θέση να αλλάξει ούτε το μονο-πολυπολικό διεθνές σύστημα ούτε τον παγκόσμιο καπιταλισμό. Μπορεί όμως να επηρεάσει την περιφέρειά του με την οικοδόμηση σχημάτων περιφερειακής συνεργασίας. Είναι πολύ σημαντικό να εστιάσει στην οικονομική και πολιτιστική συνεργασία και να μην προσπαθήσει να μεταφέρει το κοινωνικό μοντέλο του στην περιφέρεια. Η επιρροή του μοντέλου αυτού θα αυξηθεί ανάλογα με την επιτυχία των περιφερειακών συνεργασιών και όχι το αντίστροφο.
Τρίτον, ζούμε σε μια εποχή που οι μη κρατικοί δρώντες παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο στη διεθνή πολιτική. Η προνομιούχος σχέση που μπορεί να έχει μια αριστερή κυβέρνηση με τα προοδευτικά και εναλλακτικά πολιτικά και κοινωνικά κινήματα είναι εξαιρετικά επωφελής. Μια αριστερή εξωτερική πολιτική θα πρέπει να έχει βασικό στόχο την ενίσχυση της συνεννόησης, του συντονισμού και της κοινής δράσης μεταξύ των κινημάτων. Η σχέση αυτή δεν θα είναι πατερναλιστική, μια σχέση από τα πάνω προς τα κάτω αλλά θα είναι αποτέλεσμα διάδρασης μεταξύ κυβέρνησης και κινημάτων με σεβασμό των διακριτών τους ρόλων. Μια τέτοια σχέση θα μεγαλώσει τα διεθνή πολιτικά στηρίγματα της αριστερής κυβέρνησης καθιστώντας την παγκόσμιο ιδεολογικό και πολιτικό παίκτη και σημείο αναφοράς.
*Ο Σωτήρης Ρούσσος είναι αναπληρωτής Καθηγητής του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου και υπεύθυνος του Κέντρου Μεσογειακών, Μεσανατολικών και Ισλαμικών Σπουδών, www.cemmis.edu.gr
Οι κρίσιμες παράμετροι του θέματος, οι αρχές, οι αξίες και τα θεμελιώδη ερωτήματα
Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα δεν μπορεί να δοθεί αν δεν τεθούν μια σειρά παράμετροι. Για παράδειγμα το ζήτημα της στρατιωτικής και οικονομικής ισχύος του κράτους στο οποίο αναφερόμαστε. Άλλη είναι η συμπεριφορά ενός κράτους όπως η Ρωσία και άλλη ενός κράτους όπως η Βολιβία ή η Κροατία. Δεύτερον, το ζήτημα της γεωπολιτικής θέσης: δηλαδή άλλες οι προκλήσεις της Δανίας και άλλες της Κύπρου. Μια ακόμη σημαντική παράμετρος είναι ο διεθνής καταμερισμός ισχύος: δηλαδή, αν το σύστημα είναι διπολικό, μονοπολικό ή αν στηρίζεται σε μια ισορροπία μεγάλων δυνάμεων και βέβαια ο παγκόσμιος οικονομικός, καπιταλιστικός, καταμερισμός ισχύος μεταξύ κρατικών και μη... κρατικών δρώντων. Βασική παράμετρος, τέλος, είναι η δυνατότητα του κράτους να ασκεί την κυριαρχία του και να μην υπόκειται σε νεο-αποικιακές εξαρτήσεις ή/και έξωθεν περιορισμούς κυριαρχίας σε ζωτικούς τομείς της κρατικής λειτουργίας.Ας πάρουμε μια μικρομεσαία από πλευράς στρατιωτικής και οικονομικής ισχύος χώρα η οποία βρίσκεται σε μια πολύ ευαίσθητη γεωπολιτική θέση, η οποία είναι δυνατόν να προσελκύσει αναθεωρητικές βλέψεις εκ μέρους γειτόνων. Σήμερα αυτή η χώρα βρίσκεται σε ένα σύστημα που διαμορφώνεται από μια υπερδύναμη, τις ΗΠΑ και μια σειρά μεγάλων περιφερειακών δυνάμεων όπως η Κίνα, η Ρωσία, η Γερμανία, η Ινδία και η Βραζιλία. Οι δυνάμεις αυτές παρά τον οικονομικό δυναμισμό τους και την επιρροή τους στην περιφέρεια που ανήκουν δεν μπορούν ούτε και επιθυμούν να αμφισβητήσουν τον ηγετικό ρόλο της υπερδύναμης. Ας αναλογιστούμε την μάλλον θνησιγενή εξαγγελία για το Ταμείο Ανάπτυξης των BRICS που θα αμφισβητούσε την οικονομική αλλά και ιδεολογική παντοκρατορία του ΔΝΤ. Τέλος, δεν υπάρχει στον ορίζοντα ένας εναλλακτικός κρατικός ή μη κρατικός δρών που θα μπορούσε με όρους ηγεμονίας να σταθεί απέναντι στον μεταβιομηχανικό καπιταλισμό. Περισσότερο εμφανείς είναι οι εσωτερικές αντιφάσεις και συγκρούσεις παρά ένα ισχυρό αντι-παράδειγμα.
Τα περιθώρια μιας διαφορετικής πολιτικής
Όταν λοιπόν ένα αριστερό κίνημα παίρνει την εξουσία, ποια είναι τα περιθώρια να ασκήσει μια πολιτική κατ’ ουσίαν διαφορετική από αυτή των καθεστωτικών κομμάτων; Ας δούμε μερικά ερωτήματα.Θα ακολουθήσει την ιδεολογική γραμμή της ενότητας και της ειρήνης μεταξύ των λαών; Αυτό θα ήταν προφανές αν δεν είχαμε περιπτώσεις που οι λαοί άλλων κρατών δεν εξέλεγαν, δημοκρατικά πολλές φορές, κυβερνήσεις που ακολουθούν αναθεωρητικές και επιθετικές πολιτικές.
Θα ακολουθήσει όλα τα αιτήματα των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων; Η αυτοδιάθεση είναι μεν ένα πολύ σημαντικό δικαίωμα αλλά η γενική και άκριτη εφαρμογή του θα οδηγούσε σε δεκάδες ίσως αποσχίσεις μειονοτήτων που σε μια ιστορική συγκυρία αποτελούν την πλειονότητα σε μια συγκεκριμένη περιοχή ενός κράτους, από το κράτος αυτό. Ας σκεφτούμε τι θα σήμαινε αυτό στα Βαλκάνια, την Μέση Ανατολή και άλλες περιοχές του κόσμου με έντονα ζητήματα μειονοτήτων και πόσο αυτές οι εξελίξεις θα εξυπηρετούσαν τη στρατηγική των μεγάλων δυνάμεων.
Θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί τις αντιφάσεις του διεθνούς συστήματος και τις αντιθέσεις μεταξύ της υπερδύναμης και των περιφερειακών μεγάλων δυνάμεων; Κάτι τέτοιο θα ήταν όχι μόνο ατελέσφορο αλλά και επικίνδυνο. Η υπερδύναμη έχει αποδεχθεί άμεσα ή έμμεσα την ηγεμονία των περιφερειακών δυνάμεων στην περιφέρειά τους και δεν επεμβαίνει σε αυτήν αν δεν διακυβεύεται κάποιο ζωτικό συμφέρον της σε παγκόσμιο επίπεδο ή αν δεν υπάρχει κίνδυνος ανατροπής της περιφερειακής ισορροπίας. Μια μικρομεσαία δύναμη δεν μπορεί να επηρεάσει τα συμφέροντα της υπερδύναμης σε παγκόσμιο επίπεδο, ούτε να απειλήσει την περιφερειακή ισορροπία. Συνεπώς η προσπάθεια να εκμεταλλευτεί τις αντιθέσεις που αναφέραμε θα πέσει στο κενό και είναι ακόμη πιθανότερο να δημιουργήσει προβλήματα στις σχέσεις της είτε με την υπερδύναμη είτε με τον περιφερειακό ηγεμόνα είτε και με τους δύο.
Θα μπορούσε να «ξεχάσει» την αντι-ιμπεριαλιστική και δημοκρατική αλληλεγγύη της έστω και συγκυριακά, προκειμένου να συμπράξει σε συμμαχίες με αυταρχικές κυβερνήσεις που συνεχίζουν να καταπατούν στοιχειώδη ανθρώπινα δικαιώματα και εφαρμόζουν ιμπεριαλιστικές και απαρτχάιντ πολιτικές εναντίον λαών και κοινωνιών; Θα μπορούσε ίσως να το κάνει αν υπήρχε σοβαρός, συγκεκριμένος και άμεσος κίνδυνος για την εδαφική ακεραιότητα της χώρας. Τέτοιος λόγος δεν είναι, για παράδειγμα, τα παιχνίδια επιρροής σε περιοχές προσδοκώμενων φυσικών πόρων. Είναι αυτονόητο ότι ακόμη και σε τέτοιες συμμαχίες δεν μπορεί να αποδέχεται ως εύλογες τις εμμονές ασφάλειας και τις παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των συμμάχων.
Μια μικρομεσαία χώρα δεν πρέπει με τις συμμαχίες της να ανοίγει νέα μέτωπα και προπάντων να μην την αναγκάζουν οι συμμαχίες αυτές να επιλέγει μεταξύ φίλων. Δηλαδή να μην γίνεται μέρος των διαφορών των συμμάχων της με άλλα κράτη, κυρίως μάλιστα όταν με τα κράτη αυτά έχει σχέσεις εμπιστοσύνης, ιδιαίτερα στον ενεργειακό τομέα. Γενικότερα οι μικρομεσαίες χώρες στις σχέσεις τους με τα κράτη και τους λαούς θα πρέπει να θυμούνται την φράση του Ελευθέριου Βενιζέλου όταν του ζητήθηκε να μπει η Ελλάδα στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο εναντίον της Σερβίας: «Η Ελλάδα είναι πολύ μικρή χώρα για να κάνει μια τόσο μεγάλη ατιμία όπως είναι η προδοσία προς την Σερβία για λόγους εδαφικού συμφέροντος».
Το στίγμα της «ηθικής δύναμης»
Και εδώ ερχόμαστε στο τι μπορεί να κάνει μια αριστερή εξωτερική πολιτική. Πρώτον, να επιλέξει ένα «γήπεδο» που είναι εγγύτερα στην ιδεολογική και πολιτική της ταυτότητα, δηλαδή το γήπεδο του διεθνούς δικαίου, της διεθνούς νομιμότητας και των διεθνώς αναγνωρισμένων ανθρώπινων δικαιωμάτων. Είναι ανόητο να πιστεύει κανείς ότι γίνεσαι πειστικότερος στη διεθνή πολιτική όταν εμφανίζεσαι απολύτως κυνικός. Τουναντίον, τότε όλοι διατηρούν επιφυλάξεις για την εμπιστοσύνη που πρέπει να δείξουν προς την κυβέρνηση αυτή. Αν μια κυβέρνηση υποτιμά τις αρχές της διεθνούς κοινωνίας τότε θα πρέπει να καταφεύγει συχνότερα στην βία ή στην απειλή χρήσης βίας, πράγμα αδύνατο για κράτη μικρομεσαίας ισχύος. Κανείς δεν υποτιμά τη διατήρηση ισχύος πειστικής αποτροπής, αλλά η στήριξη μόνο σε αυτήν είναι ανέφικτη. Το παιχνίδι στο γήπεδο της διεθνούς νομιμότητας προσδίδει επίσης συγκεκριμένο θετικό στίγμα «ηθικής δύναμης» στη χώρα. Το στίγμα της «ηθικής δύναμης» διευκολύνει ένα κράτος στο να παίξει διαμεσολαβητικό ρόλο σε συγκρούσεις και διαφορές στην περιοχή του, ενισχύει το διεθνή ρόλο του και αυξάνει έτσι τη σχετική ισχύ του.Δεύτερον, ένα μικρομεσαίο κράτος δεν μπορεί να αλλάξει τον διεθνή καταμερισμό ισχύος ούτε τον χαρακτήρα του καπιταλιστικού συστήματος. Ακόμη και αν σε αυτό διαδραματίζεται ένας μεγαλειώδης κοινωνικός μετασχηματισμός είναι πιθανό να αυξήσει την ιδεολογική και πολιτική επιρροή του σε όμορα κινήματα και να επηρεάσει τις πολιτικές εξελίξεις σε άλλα κράτη αλλά σε καμία περίπτωση δεν είναι σε θέση να αλλάξει ούτε το μονο-πολυπολικό διεθνές σύστημα ούτε τον παγκόσμιο καπιταλισμό. Μπορεί όμως να επηρεάσει την περιφέρειά του με την οικοδόμηση σχημάτων περιφερειακής συνεργασίας. Είναι πολύ σημαντικό να εστιάσει στην οικονομική και πολιτιστική συνεργασία και να μην προσπαθήσει να μεταφέρει το κοινωνικό μοντέλο του στην περιφέρεια. Η επιρροή του μοντέλου αυτού θα αυξηθεί ανάλογα με την επιτυχία των περιφερειακών συνεργασιών και όχι το αντίστροφο.
Τρίτον, ζούμε σε μια εποχή που οι μη κρατικοί δρώντες παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο στη διεθνή πολιτική. Η προνομιούχος σχέση που μπορεί να έχει μια αριστερή κυβέρνηση με τα προοδευτικά και εναλλακτικά πολιτικά και κοινωνικά κινήματα είναι εξαιρετικά επωφελής. Μια αριστερή εξωτερική πολιτική θα πρέπει να έχει βασικό στόχο την ενίσχυση της συνεννόησης, του συντονισμού και της κοινής δράσης μεταξύ των κινημάτων. Η σχέση αυτή δεν θα είναι πατερναλιστική, μια σχέση από τα πάνω προς τα κάτω αλλά θα είναι αποτέλεσμα διάδρασης μεταξύ κυβέρνησης και κινημάτων με σεβασμό των διακριτών τους ρόλων. Μια τέτοια σχέση θα μεγαλώσει τα διεθνή πολιτικά στηρίγματα της αριστερής κυβέρνησης καθιστώντας την παγκόσμιο ιδεολογικό και πολιτικό παίκτη και σημείο αναφοράς.
*Ο Σωτήρης Ρούσσος είναι αναπληρωτής Καθηγητής του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου και υπεύθυνος του Κέντρου Μεσογειακών, Μεσανατολικών και Ισλαμικών Σπουδών, www.cemmis.edu.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου