του Λαοκράτη Βάσση
Α. Με καλά ενορχηστρωμένη την επικοινωνιακή παραπλάνηση, όλο και περισσότερο «καλλιεργείται» ο εθισμός στην κίβδηλη κανονικότητά μας. Αυτή που προέκυψε απ’ τη Χρεοκοπία του 2010 και τη συνακόλουθή της μετάπτωση της χώρας μας σε μετανεωτερική αποικία της «ευρω/δυτικής υπερεξουσίας» του τοκογλυφικού κεφαλαίου.
Γι’ αυτό και τείνει να εκλείψει απ’ τον δημόσιο λόγο η όποια αναφορά: Πρώτον, στον πραγματικό χαρακτήρα της Χρεοκοπίας, ως ρήγματος δηλαδή στην τρέχουσα κανονικότητά μας. Δεύτερον, στη βαθύτερη αιτιότητά της, οπότε και στη σχέση της: με τον «βυθό» της Μεταπολίτευσης, το ένοχο πολιτικό της σύστημα και τους διαχειριστές του (συνυπατεία Ν.Δ.-Πα.Σο.Κ.).
Τρίτον, τέλος, τις συνέπειές της, απολύτως συνυφασμένες με τη νεο/αποικιακή επικυριαρχία, όπως αυτή παγιώνεται με την ως τώρα δεκαετή «διαχείριση» της Χρεοκοπίας απ’ τους παλιούς ενόχους και την προστεθείσα ως συνένοχο στο αμαρτωλό πολιτικό μας σύστημα Συριζική Αριστερά (Τρίτο Μνημόνιο και Διακυβέρνησή της).Β. Με τη στρατηγική αναδίπλωσή της να λειτουργεί (και) ως απενοχοποιητική δικαίωση, εκ των πραγμάτων, της μνημονιακής θηλειάς στον λαιμό του Τόπου μας.
Κι ούτε καν στη βάση, έστω, του μονοδρομικού καταναγκασμού, επειδή, ας πούμε, δεν γινόταν αλλιώς. Αλλά ως δικαίωση, πια, καθαυτής της μνημονιακής λογικής και της… επωφελούς αναγκαιότητάς της. Υπό την έννοια της «μόνης» ρεαλιστικής διεξόδου απ’ τα πνιγηρά αδιέξοδα της Χρεοκοπίας. Που αυτό, όμως, σημαίνει: ήττα της εναλλακτικής στρατηγικής, έστω ως οραματικής δυνατότητας, και νίκη της πολύ γνώριμης, απ’ την ιστορία μας, ραγιαδίστικης ιδεολογίας της υποταγής, με όλες, τώρα, τις νεοταξικές και ευρω/προσαρτηματικές συνδηλώσεις της. Οπότε και στρατηγική αναδίπλωση, πολύ πέραν της ίδιας της Συριζικής Αριστεράς, αλλά με αυτήν ως «γέφυρα», συνολικά της εθνικής μας ζωής. Μια εθνική αναδίπλωση, δηλαδή, που είναι και το μείζον για το μέλλον μας.
Γ. Όχι πως η Συριζική Αριστερά είχε σπονδύλωση πολιτικο/ιδεολογική σοβαρής εναλλακτικής πολιτικής δύναμης, με ώριμη, συνακολούθως, προγραμματική ωριμότητα και ετοιμότητα, υπό έκτακτες, μάλιστα, συνθήκες. Γιατί, όπως κιόλας αποδείχτηκε, δεν είχε. Αλλά ήταν ή «κατέστη», στη φορά των γεγονότων, η ελπιδοφόρα εναλλακτική πολιτική δύναμη (ως υποσχετική δυνατότητα!). Κι αυτό, εξ αντικειμένου, γιατί «άδειασε» η πολιτική σκηνή μετά την αυτο/απαξίωση, λόγω της Χρεοκοπίας, του μεταπολιτευτικού πολιτικού συστήματος εξουσίας. Αλλά και γιατί, εξ υποκειμένου, μαζί με την ανεκτίμητη, ιδίως σ’ εκείνες τις συνθήκες της γενικευμένης κρίσης, οραματική και ηθική «παρακαταθήκη» της Αριστεράς, ήταν πολύ σημαντική και η αρχική επικοινωνιακή έκλαμψη του Αλέξη Τσίπρα, ως νέου και άφθαρτου ηγέτη, στον οποίο η ελληνική κοινωνία «πίστωσε» την ελπίδα της εναλλακτικής διακυβέρνησής της.
Το κρισιμότερο, για τον εθισμό μας, στην κίβδηλη κανονικότητα, είναι η θεώρηση της Χρεοκοπίας (2010) μόνο σαν οικονομικό επεισόδιο
Προσπερνώντας, εδώ, τα πολλά «πώς» και «γιατί» η διακηρυσσόμενη και προσδοκώμενη εναλλακτική διακυβέρνηση μετέπεσε σε διαχειριστική υποτέλεια, με τους νεο/αποικιακούς όρους της επικυρίαρχης «ευρω/δυτικής υπερεξουσίας», θα περιοριστώ μόνο στο να τονίσω το ότι με αυτή τη μετάπτωση «παίχτηκε» στα μάτια του κόσμου και «ξοδεύτηκε», εν πολλοίς, το κληρονομημένο και ανεκτίμητο «άυλο κεφάλαιο» όλης, δυστυχώς, της Αριστεράς του Τόπου μας, η ηθική, δηλαδή, και η οραματική της «ακτινοβολία». Που είναι και απ’ τις μεγαλύτερες ζημιές, που έχει γίνει. Καθώς, έκτοτε, το «όλοι το ίδιο… είναι!», ρίχνει βαριά τη σκιά του στην πολιτική μας ζωή και πιο πολύ, ποιος ξέρει και σε τί βάθος χρόνου, στο συνολικό μας μέλλον. Προσδιορίζοντας, συνακολούθως, την εθνική αναδίπλωση (Πα.Σο.Κ.-Ν.Δ. + ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ.) ως μονοδρομική αναγκαιότητα και την κίβδηλη κανονικότητα ως… φυσιολογική διάστασή της.
Δ. Πρώτο κλειδί, το κρισιμότερο, για τον εθισμό μας, στην κίβδηλη κανονικότητα, είναι η θεώρηση της Χρεοκοπίας (2010) μόνο σαν οικονομικό επεισόδιο. Έστω οδυνηρό, αλλά όχι ασύνηθες, υποτίθεται, σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης, οπότε και εξωγενούς, κατά κύριο λόγο, παρά ενδογενούς αιτιότητας. Με πλήρη, δηλαδή, αποσιώπηση ή μειωτική παρανάγνωση κάθε εκδοχής της ως ρήγματος στην τρέχουσα κανονικότητά μας. Μιας κι έκτοτε, όπως έχω σημειώσει, η χώρα μας μετέπεσε σε μετανεωτερική αποικία εντός, μάλιστα, Ευρωζώνης, με τις μακροχρόνιες, ως και ενός… αιώνα, νεο/αποικιακές «ρήτρες» των τριών Μνημονίων. Που, περιορίζοντας την εθνική ανεξαρτησία μας, κατέστησαν την πολιτική εκπροσώπηση του Τόπου μας διαμεσολαβητική μεταξύ του ελληνικού λαού και της ευρω/δυτικής υπερεξουσίας των «δανειστών» μας. Όσο κι αν, αυτή η εκπροσώπηση, καμώνεται πως εκφράζει τη «λαϊκή κυριαρχία», προσπαθώντας, ένοχα και συνένοχα, να επικαλύψει τη μεταμοντέρνα αποικιοποίησή μας με περισσεύουσα «επικοινωνιακή χρυσόσκονη» και να την εμφανίσει σαν… κανονικότητα. Όπου, για παράδειγμα, το ξεδιάντροπο ξεπούλημα της εθνικής μας περιουσίας (λιμάνια, αεροδρόμια, υδατάνθρακες κ.λπ.) στους Επικυρίαρχούς μας, το ονομάζουν «επενδύσεις» στην… ευγενώς (δικής μας, κατ’ απαίτησή τους, ιδιοκτησίας τα Μνημόνια!) καταληστευόμενη χώρα μας.
Δεύτερο «κλειδί», συνακόλουθο του πρώτου, είναι η αποσύνδεση της αιτιότητας της Χρεοκοπίας απ’ τη Μεταπολίτευση και το πολιτικό σύστημα εξουσίας της, περίπου σαν να προέκυψε απ’ τον κακό… καιρό! Όχι, βέβαια, πως πριν τη Χρεοκοπία είχε αναλυθεί και φωτιστεί εις βάθος: Πρώτον, ο διαχειριστικός χαρακτήρας του μεταπολιτευτικού «δικομματισμού» ως στρατηγικής του ελληνικού αστισμού. Δεύτερον, η σταδιακή έκπτωση της πολιτικής, ιδίως απ’ τα μέσα της Μεταπολίτευσης και εντεύθεν, σε διαχειριστική νομή της εξουσίας. Καθώς, όλο και περισσότερο, δεν υπήρχε το πολιτικό σύστημα και το κράτος για την κοινωνία μας, αλλά η κοινωνία για το πολιτικό σύστημα (Ν.Δ. και Πα.Σο.Κ.) και το κράτος. Τρίτον, τέλος, ο γενικότερος παρακμιακός κατήφορος των δεκαετιών της, χωρίς ούτε υποψία πολιτικών ανάσχεσης, που, συνεργούντων και των συγκυριακών εξωγενών αιτίων (όπως η παγκόσμια κρίση), ήταν απ’ τα βασικότερα ενδογενή αίτια της Χρεοκοπίας.
Γιατί, προφανώς και δεν είχε αναλυθεί και φωτιστεί εις βάθος ο χαρακτήρας της Μεταπολίτευσης από όλο, μάλιστα, το φάσμα των πολιτικών δυνάμεων, αλλά και απ’ την, υποτίθεται, αγρυπνούσα Διανόησή μας, με ελάχιστες εξαιρέσεις. Κι αυτό όχι μόνο απ’ τις ένοχες πολιτικές δυνάμεις: Ν.Δ.-Πα.Σο.Κ., αναμενόμενο άλλωστε, αλλά κι απ’ την πληθυντική Αριστερά. Που, βυθισμένη στην ιστορικότητα της κρίσης της, εξαντλούσε την παρέμβασή της στα όρια του παρωχημένου αντιδεξιϊσμού της και της παντελώς ανώδυνης για το «σύστημα» μεταφυσικής α-τοπίας της. Χωρίς ούτε καν να προειδοποιήσει, βάζοντας τις… φωνές!, έστω και την εσχάτη των στιγμών, πως το εθνικό σκάφος, με τελευταίο πλοηγό τον «Γιωργάκη» Παπανδρέου (που διακήρυττε πως «λεφτά υπάρχουν» και διαπόμπευε διεθνώς την «άφρονα χώρα» μας!) οδηγείται στα βράχια της Χρεοκοπίας.
Τρίτο, τέλος, κλειδί, με συνακόλουθη προς τα άλλα δυο λογική, είναι η ιησουίτικη μεταβάπτιση της εθνικά οδυνηρής θηλειάς των Μνημονίων, με όλα τους τα παρεπόμενα, σε επωφελή για τη χώρα μας αντιμετώπιση των συνεπειών της Χρεοκοπίας. Όπου, δίπλα στον ένοχο ιησουϊτισμό του Πα.Σο.Κ και της Ν.Δ., προστέθηκε, με την αυτοαναίρεσή της, ο συνένοχος, έκτοτε, ιησουιτισμός της Συριζικής Αριστεράς. Όπως, μάλιστα, αυτός επεκτάθηκε, (μαζί με τη μεταβάπτιση και της «Συμφωνίας των Πρεσπών» σε λύση του «Μακεδονικού», με το κεντρί, όμως, του «μακεδονισμού» στην εθνική μας ράχη!) και στη μεταβάπτιση του τέλους των Μνημονιακών Προγραμμάτων σε μεταμνημονιακή εποχή. Με τις νεο/αποικιακές «ρήτρες» των Τριών Μνημονίων, που αυτές ορίζουν μακροχρονίως το καθεστώς της μετανεωτερικής μας υποτέλειας, να είναι εν απολύτω ισχύι.
Οπότε, με τον «ένοχο» και τον «συνένοχο» ιησουιτισμό τους να επιχειρείται, κατά συναυτουργίαν, η παραπλανητική επικάλυψη της αλήθειας: πως, αν δεν καταργηθούν οι «ρήτρες» των Μνημονίων, δεν θα μπούμε στη μεταμνημονιακή εποχή. Αλλά και πως, όσο θα κινούμαστε στις «ράγες» τους, θα αναπαράγονται οι όροι και οι συνθήκες της μετανεωτερικής υποτέλειάς μας, πάντοτε υπό τον μανδύα της μονοδρομικής αναγκαιότητας και της κίβδηλης κανονικότητάς της.
Ε. Όπου, δυστυχώς, παρ’ ότι είναι προφανής ο κίνδυνος του εθισμού στην κίβδηλη κανονικότητα, δεν υπάρχει αγγιστρωμένο απ’ το μέλλον «δια ταύτα», με σοβαρούς όρους ιδεολογικής ηγεμονίας, για την ελπιδοφόρα αντιμετώπισή του. Ούτε καν υποψία υποσχετικού οράματος, που να εμπνέει και να προσανατολίζει πειστικά τον λαό, έστω ως δυνατότητα, σε κατεύθυνση εναλλακτικής προς τη «διαχειριστική υποτέλεια» τροχιάς. Κι αυτό, γιατί η Χρεοκοπία, κυρίως αφότου ενσωματώθηκε στο «σύστημα» και η Συριζική Αριστερά, κατέστη ήττα που, υπερβαίνοντας τα όρια του φάσματος της «διαχειριστικής εξουσίας», φανέρωσε στον αμείλικτο καθρέφτη της, πως ήταν εγγενώς «ηττημένες», μέσα στη μεταφυσική ιδεολογική… αυτάρκειά τους, και οι μη διαχειριστικές «αριστερές γραμμές». Ιδίως, μάλιστα, υπό το βάρος της οδυνηρά απομυθοποιητικής κατάρρευσης όλων (!) των «Ιδεολογικών Κέντρων» του κόσμου, μεγάλων και μικρών, απ’ τα οποία και αντλούσαν, πρωτογενώς, την εικαζόμενη ιδεολογική εγκυρότητά τους. Με το γενικότερο, βέβαια, κλίμα ήττας, να επιβαρύνεται κι απ’ την πολύ κρίσιμη εναλλακτική αφωνία τής Διανόησής μας, που στη στάση της, περισσότερο ίσως από αλλού, διαπιστώνεται το μέγα οραματικό κενό στη μετά τη Χρεοκοπία επικυριαρχούμενη ζωή του Τόπου μας.
ΣΤ. Ένα οραματικό κενό, που η «διαχειριστική εξουσία» δεν προσπαθεί μόνο να το επικαλύψει με επικοινωνιακή «χρυσόσκονη», έτσι που να… νομιμοποιείται η κίβδηλη κανονικότητα ως νέα εθνική κανονικότητα, αλλά και να το καλύψει εις βάθος, που είναι και η μείζων παρέμβασή της, η στρατηγική. Με την οποία και στοχεύει στη μετάλλαξη των ατίθασων και ανυπότακτων πολιτιστικών «γονιδίων» μας. Οπότε και στην αλλαγή της εθνο/εικόνας μας σε εθνο/γενετική, νεο/ταξική και ευρω/προσαρτηματική βάση. Όπως και επισυμβαίνει κυρίως απ’ τα μέσα της Μεταπολίτευσης και εντεύθεν (Σημιτική περίοδος). Αφότου, με έμβολο τον επιστημονικοφανή, προοδευτικοφανή και αριστεροφανή, ενίοτε, ιστορικό αναθεωρητισμό, όλο και προωθείται η υπόσκαψη και η αποθεμελίωση της ταυτοτικής υπόστασης του Ελληνισμού. Έτσι που, υπό το πρόσχημα της αντιμετώπισης υπαρκτών ακροτήτων, κάποιων μάλιστα πολύ τοξικών, του νοσηρού ελληνοκεντρισμού, περάσαμε στις ακρότητες, δήθεν θεραπευτικές, του παρομοίως νοσηρού αντι/ελληνοκεντρισμού και του απο/ταυτοποιητικού εθνο/αποδομητισμού του.
Ποτέ δεν πρέπει να ξεχνάμε πως απ’ τη Χρεοκοπία του ’10 και εντεύθεν, το μέγα δίλημμα ήταν και παραμένει: Εθνική Ανεξαρτησία ή Διαχειριστική Υποτέλεια
Κι αυτό, πρωτίστως, διαμέσου των… νεο/φαλμεραγιερικών ιδεολογημάτων: περί μη ιστορικής συνέχειας του ελληνικού έθνους και περί εθνο/γενετικού χαρακτήρα (όχι, προφανώς, εθνο/αναγεννητικού!) της Ελληνικής Επανάστασης του ’21. Κάτι που μαρτυρείται εύγλωττα στα βαθύτερα ιδεολογικά σημαινόμενα του πνεύματος των επίσημων εορτασμών της διακοσιοστής επετείου της Εθνικής Παλιγγενεσίας μας.
Ζ. Τόσο, όμως, η επικοινωνιακή πολιτική, όσο, πολύ περισσότερο, και το στρατηγικό βάθος της μετα/νεωτερικής υποτέλειας, ως υποκατάστατης… εθνικής ιδεολογίας, με δεδομένη προφανώς και την εναλλακτική άπνοια, προσδίδουν στον κίνδυνο του εθισμού στην κίβδηλη κανονικότητα υπαρξιακές για την εθνική μας συλλογικότητα διαστάσεις, Κι αυτό, σε αδυσώπητες συνθήκες Παρακμής, Χρεοκοπίας και Επικυριαρχίας, όπως μάλιστα επιδεινώνονται και απ’ τον ξαφνικό εφιάλτη της Πανδημίας. Όπου:
– Η Παρακμή, τόσο στη βιολογική της διάσταση, με την καλπάζουσα, δηλαδή, δημογραφική συρρίκνωση του Ελληνισμού, ελλαδικού και οικουμενικού, όσο και στην πολιτιστική, με τη βαθιά, δηλαδή, πνευματική, ηθική, αξιακή και ταυτοτική κρίση, συνιστά την πρώτη και τη μέγιστη υπαρξιακή μας απειλή.
– Η Χρεοκοπία, με τα αλληλοπροσδιοριζόμενα πολιτικά, οικονομικά, κοινωνικά και προπαντός πολιτιστικά αίτιά της, τέμνοντας με το βαθύ ρήγμα της τον ιστορικό χρόνο, επέφερε την οδυνηρή μετάπτωση της χώρας μας, όπως επίμονα τονίζω και σε άλλα σημεία του κειμένου, σε μετανεωτερική αποικία με μακροχρόνιες «ρήτρες» υποτέλειας.
– Η Επικυριαρχία, τέλος, ως μοιραία συνέπεια της Χρεοκοπίας αλλά και της Παρακμής, υπό τη διαλεκτική θεώρηση της σύνθετης σχέσης: Παρακμή↔ Χρεοκοπία↔ Επικυριαρχία, πλήττει, με την νεοταξική και ευρωπροσαρτηματική ιδεολογικοποίησή της, στη βαθύτερη υπαρξιακή της ρίζα, την προαιώνια, δηλαδή, ιστορικο/πολιτιστική ενδογένεια και ιδιοπροσωπία, την ταυτοτική υπόσταση της Ελλάδας και του Ελληνισμού.
Η. Τούτων δοθέντων, η αντιμετώπιση του εθισμού στην κίβδηλη κανονικότητα, με όλο το στρατηγικό βάθος που της προσδίδει η «ιδεολογία της υποτέλειας», απαιτεί:
α) Ριζική ανασύνταξη της εναλλακτικής σκέψης και της εναλλακτικής (πατριωτικής) θεώρησης της πορείας του Τόπου μας προς το μέλλον. Πολύ πέραν των «ιδεολογικών … υπολοίπων» της Μεταπολίτευσης και με γενναία, αν μη τι άλλο, αποκατάσταση της σωστής σχέσης: «εθνικού-κοινωνικού-ιδεολογικού», ιδίως μπροστά σε οριακές εθνικές συνθήκες, όπως αυτές του δίσεκτου καιρού μας.
β) Βαθιά επαν/ανάγνωση του ιστορικο/πολιτιστικού «αλφαβηταριού» του Ελληνισμού, ανατροφοδότηση και επαν/ενεργοποίηση του αξιακού πυρήνα της ανεξαρτησιακής ταυτοτικής υπόστασής μας, όπως αναγιγνώσκεται και στο εαμικό πρότυπο, όπου συναιρούνται: πολιτιστική ιθαγένεια (ελληνικότητα), ελευθερία, δημοκρατία, ουμανισμός και διεθνισμός, με όλα τους τα σημαινόμενα. Με δεδομένο, μάλιστα, πως, όπως δείχνουν κι οι επιδιώξεις του «ιστορικού αναθεωρητισμού» και του «εθνο/αποδομητισμού», η υπαρξιακού χαρακτήρα αντιπαράθεση: Διαχειριστικής Υποτέλειας και Εθνικής Ανεξαρτησίας έχει προ πολλού μεταφερθεί, τουλάχιστον απ’ τα μέσα της Μεταπολίτευσης, στο επίκεντρο του πολιτιστικού πεδίου.
γ) Επανα/καθορισμό και επαν/ιεράρχηση των στόχων και των προτεραιοτήτων, με άξονα την Εθνική Ανεξαρτησία, στη δύσκολη πορεία μας προς την ανοιχτή δημοσιά της ιστορίας μας. Έτσι που: να μη μπαίνει το κάρο μπροστά απ’ το… άλογο, όπως όταν οι ιεραρχήσεις γίνονται επί της «μεταφυσικής αμμοδόχου».
δ) Οπότε και επαν/εμβάπτιση της εναλλακτικής σκέψης, υπό την έννοια της εαμικού «χαρακτήρα» επαν/ιθαγενοποίησής της, στα αρχετυπικά (ανεξαρτησιακά και αντιστασιακά) αξιακά αποθέματα της ταυτοτικής υπόστασης του Ελληνισμού. Απ’ τα οποία και θα υφανθεί ο «μίτος», που θα μας βγάλει απ’ τον λαβύρινθο της μετανεωτερικής υποτέλειάς μας.
Καθώς, εντέλει, μόνο με την ανασύνταξη και επαν/εμβάπτισή της θα μπορέσει η εναλλακτική σκέψη:
– Να απογυμνώσει την κίβδηλη κανονικότητα, σκορπίζοντας και σκουπίζοντας την παραπλανητική «χρυσόσκονη» των παραναγνώσεων και της παραϊστορίας απ’ την επιφάνεια της εθνικής μας πραγματικότητας.
– Να επαν/εμπνεύσει την «κινούσα ιδέα» για την ανάκτηση της εθνικής μας αξιοπρέπειας και να επανα/θεμελιώσει, με υλικά απ’ τον αξιακό «βιότοπό» μας και απ’ το… μέλλον, την μακρόπνοη ανεξαρτησιακή στρατηγική, που θα αναμετρηθεί με το εφιαλτικό «άθροισμα»: «Παρακμή+Χρεοκοπία+Επι-κυριαρχία», στη δύσκολη ανηφοριά του 21ου αιώνα.
– Γιατί, ποτέ δεν πρέπει να ξεχνάμε πως απ’ τη Χρεοκοπία του ’10 και εντεύθεν, το μέγα δίλημμα ήταν και παραμένει: Εθνική Ανεξαρτησία ή Διαχειριστική Υποτέλεια, χωρίς ενδιάμεση… διαφυγή!-
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου