Του Σταύρου Χριστακόπουλου
Διαμετρικά αντίθετες εισηγήσεις κυβερνητικών στελεχών για τον χρόνο των εκλογών
Από την αρχή της πρωθυπουργίας του Κυριάκου Μητσοτάκη
σέρνεται – πράγμα διόλου περίεργο ή ξένο προς τα πολιτικά μας ήθη – μια
συζήτηση για τον χρόνο διεξαγωγής των επόμενων, πιθανότατα διπλών,
εκλογών.
Βεβαίως οι συνθήκες από τότε άλλαξαν
άρδην, ο νέος κορωνοϊός SARS-CoV-2 ανέτρεψε πάρα πολλά δεδομένα στην
κοινωνία, την πολιτική και την οικονομία, αλλά η συζήτηση συνεχίζει να
σέρνεται. Πολύ περισσότερο μετά τον ανασχηματισμό, τον οποίο πολλοί
έχουν συνδέσει πολύ στενά με την προοπτική της κάλπης. Δυστυχώς όμως η
συζήτηση αυτή σέρνεται με τους όρους που υπήρχαν πριν από την πανδημία
της λοίμωξης Covid-19.
Αφού
λοιπόν διάσπαρτες κυβερνητικές πηγές τροφοδοτούν συνεχώς τα μέσα
ενημέρωσης με σενάρια επί σεναρίων, ας ρίξουμε μια ματιά πρώτα σε αυτά
και ύστερα στα δεδομένα που έχει διαμορφώσει η πανδημία. Έχουμε και λέμε
λοιπόν…
Δύο αντιλήψεις
Στην κυβέρνηση υπάρχουν (και συγκρούονται) δύο αντιλήψεις για το θέμα του χρόνου των επόμενων εκλογών.
1.
Μία ομάδα στελεχών και συμβούλων του πρωθυπουργού εισηγείται εκλογές το
συντομότερο δυνατόν. Φυσικά στο μέτρο που θα το επιτρέψει η εξέλιξη της
πανδημίας. Δίνει ιδιαίτερη σημασία στη σημερινή δημοσκοπική εικόνα και
τη σημαντική διαφορά της Ν.Δ. από τον ΣΥΡΙΖΑ και θεωρεί ότι μια ακόμη
ευρεία νίκη του κυβερνώντος κόμματος – με μεγαλύτερη διαφορά, θεωρούν,
συγκριτικά με τις εκλογές του 2019 – θα ρίξει το κόμμα της αξιωματικής
αντιπολίτευσης σε κρίση μακράς διάρκειας. Σε αυτή την περίπτωση
πιστεύουν ότι:
● Θα εμπεδωθεί και θα ενισχυθεί η
πολιτική κυριαρχία της Ν.Δ., που θα της επιτρέψει να απαλλαγεί από τον
βραχνά της απλής αναλογικής χωρίς ανεπιθύμητες παρενέργειες.
●
Ο ΣΥΡΙΖΑ θα παραμείνει σε ένα εξαιρετικά περιορισμένο εύρος εκλογικής
επιρροής και θα περιπέσει σε στάτους μεσαίου κόμματος, χωρίς δυνατότητα
σύντομης επαναφοράς σε τροχιά εξουσίας.
●
Ενδέχεται δε να προκύψει εσωκομματική αμφισβήτηση του Τσίπρα και θέμα
ηγεσίας στην αξιωματική αντιπολίτευση, το οποίο ενδεχομένως θα
λειτουργήσει διαλυτικά.
● Δεν θα δοθεί χρόνος
για μια τυχόν προσέγγιση Αριστεράς και Κεντροαριστεράς, η οποία σε βάθος
χρόνου θα μπορούσε να δημιουργήσει την προοπτική μιας κυβέρνησης με
διαφορετικό ιδεολογικό πρόσημο από το σημερινό.
●
Ένας συνδυασμός ευρείας νίκης της Ν.Δ. και παραλυτικής εσωστρέφειας
στον ΣΥΡΙΖΑ θα έδινε στο κυβερνών κόμμα τη δυνατότητα, αμέσως μετά το –
μερικό, έστω – ξεπέρασμα της κρίσης, να ξετυλίξει το τμήμα εκείνο της
υπερφιλελεύθερης πολιτικής της που πάγωσε λόγω κορωνοϊού και
αντικαταστάθηκε από μέτρα στήριξης επιχειρήσεων και εργαζομένων για να
αντιμετωπιστούν οι άμεσες οικονομικές συνέπειες της πανδημίας.
2. Μια
άλλη ομάδα στελεχών θεωρεί πως δεν μπορεί να γίνει κανενός είδους
συζήτηση για εκλογές πριν επέλθει η πλήρης επαναφορά στην (νέου τύπου)
κανονικότητα και πριν να είναι η κυβέρνηση έτοιμη να σαλπίσει – και να
επιδείξει εν μέρει – την ανάκαμψη της οικονομίας. Με άλλα λόγια
προσδιορίζει ως βέλτιστο χρόνο εκλογών το τελευταίο δωδεκάμηνο της
κυβερνητικής τετραετίας. Τα επιχειρήματά τους είναι τα εξής:
●
Οι εκλογές πολύ νωρίτερα από τη λήξη της τετραετίας θα οδηγήσουν στην
εξαργύρωση των θετικών στοιχείων της κυβερνητικής πολιτικής, το κοντέρ
του πολιτικού πλεονεκτήματος θα μηδενιστεί, η έως τότε κυβερνητική
διαχείριση θα εξαργυρωθεί και πλέον η κοινωνία θα διεκδικήσει «πρόωρα»
και πιεστικά την αποκατάσταση μιας «κανονικότητας» που δεν είναι καθόλου
βέβαιο ότι μπορεί να επιτευχθεί.
● Για τον
ΣΥΡΙΖΑ θεωρούν ότι μια βαριά ήττα που θα σημειωθεί πιο κοντά στο τέλος
της τετραετίας θα αποβεί πολύ περισσότερο ζημιογόνος και θα δημιουργήσει
πολύ εντονότερη κρίση στην αξιωματική αντιπολίτευση. Διότι, όπως λένε,
μια ήττα την πρώτη διετία και υπό τις πρωτοφανείς συνθήκες της πανδημίας
της Covid-19 μπορεί να χωνευτεί καλύτερα από μια ήττα στο τέλος της
τετραετίας, διότι στη δεύτερη περίπτωση θα κριθεί ότι η αξιωματική
αντιπολίτευση στάθηκε αδύναμη να αξιοποιήσει τον άπλετο χρόνο που είχε
στη διάθεσή της για να αλλάξει τον πολιτικό συσχετισμό.
●
Για τον Τσίπρα, σημειώνουν, θα είναι ακόμη δυσκολότερο το τοπίο καθώς
μια άνετη νίκη της Ν.Δ. στο τέλος της τετραετίας θα πάει πακέτο με δύο
ακόμη εκλογικές νίκες στις ευρωεκλογές και στις αυτοδιοικητικές εκλογές
του 2023, με τις οποίες θα συμπληρωθεί ένα σύνολο έξι ηττών, οι οποίες
δεν θα είναι (τουλάχιστον όχι εύκολα) διαχειρίσιμες από την ηγεσία του
ΣΥΡΙΖΑ.
Τα πολλά «εάν»
Όλα
τα παραπάνω καταδεικνύουν ότι στη σκέψη πολλών κυβερνητικών και
κομματικών στελεχών της Ν.Δ. ο πολιτικός καβγάς δεν αφορά τόσο την
προοπτική της χώρας και τις δυνατότητές της να συνέλθει από τη νέα
καταβύθιση της οικονομίας, αλλά κυρίως τα σενάρια διαιώνισης της
πολιτικής κυριαρχίας του κυβερνώντος κόμματος.
Φαίνεται
ωστόσο να λησμονούν πως αυτού του είδους τα όμορφα σενάρια μπορεί να
παραδοθούν σε φαντασμαγορικές φλόγες εάν η κυβέρνηση δεν φροντίσει να
φέρει θετικό αποτέλεσμα ή τουλάχιστον να μην υποστεί βαριά ήττα σε μια
σειρά κρίσιμους τομείς πολιτικής – εξαιρουμένων των εθνικών θεμάτων, τα
οποία είναι μέρος μιας ευρύτερης συζήτησης:
1. Στο υγειονομικό σκέλος της πανδημίας η γρήγορη έξοδος από την κρίση δεν είναι βέβαιη
● εάν δεν λειτουργήσει στον επιθυμητό βαθμό το πρόγραμμα εμβολιασμού,
● εάν η κοινωνία δεν κουραστεί τόσο ώστε να τα τινάξει όλα στον αέρα,
● εάν το σύστημα Υγείας δεν φρακάρει,
●
εάν η κυβέρνηση δεν σταματήσει τα μπρος - πίσω και τα «βλέποντας και
κάνοντας», τα οποία προκαλούν σύγχυση και (τουλάχιστον) εκνευρισμό σε
κοινωνικές και οικονομικές ομάδες που προγραμματίζουν τη ζωή και την
κρίσιμη για την επιβίωσή τους οικονομική δραστηριότητά τους στη βάση
κυβερνητικών αποφάσεων, οι οποίες εξαγγέλλονται και αναιρούνται εν ριπή
οφθαλμού.
2. Στην οικονομία, ύστερα από
τη βαριά ύφεση του 2020, δεν υπάρχει κανενός είδους βεβαιότητα για το τι
θα συμβεί το 2021, καθώς υπάρχουν σοβαρές εκκρεμότητες που αφορούν
● το έγκαιρο άνοιγμα του τουρισμού,
●
την επιβίωση εκατοντάδων χιλιάδων ιδιοκτητών μικρών επιχειρήσεων, που
έχουν πληγεί βάναυσα από τα lockdown, και πολλαπλάσιων εργαζομένων, οι
οποίοι σε περίπτωση κατάρρευσης θα αποτελέσουν μια σημαντική θρυαλλίδα
έντονης κοινωνικής δυσαρέσκειας.
Να σημειωθεί
ότι ήδη αρκετές προβλέψεις επιχειρηματικών και επαγγελματικών φορέων
κάνουν λόγο για βεβαιότητα περί μεγάλου ποσοστού λουκέτων επί των
επιχειρήσεων που έκλεισαν στο πλαίσιο των μέτρων περιορισμού της
πανδημίας.
Ανάκαμψη... μη πληγέντων
Να
σημειωθεί ακόμη ότι τα χρήματα του ταμείου ανάκαμψης – όποτε γίνει
εφικτό να εισρεύσουν μετά την καθυστέρηση πολλών μηνών εξαιτίας εν
πολλοίς περιττών ενδοευρωπαϊκών αντιπαραθέσεων – δεν θα χρησιμοποιηθούν
για να καλύψουν ζημίες που προκλήθηκαν στη διάρκεια της πανδημίας, της
οποίας τα κύρια θύματα ήταν επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον
τουρισμό, την εστίαση και το λιανεμπόριο.
Για
του λόγου το αληθές υπενθυμίζουμε τους τέσσερις τομείς που αναμένεται να
χρηματοδοτηθούν (αυτοί και μόνον) από το ταμείο ανάκαμψης:
1.
Πράσινη μετάβαση: 6,2 δισ. ευρώ (38% των κεφαλαίων). Περιλαμβάνει τη
διασύνδεση Κρήτης και Κυκλάδων με το ηπειρωτικό δίκτυο ηλεκτρικής
ενέργειας, την απλοποίηση των διαδικασιών αδειοδότησης των ΑΠΕ, την
ενεργειακή αναβάθμιση των κτηρίων, τη μεταρρύθμιση του πολεοδομικού και
χωροταξικού σχεδιασμού, την ηλεκτροκίνηση ιδιωτικών και δημόσιων μέσων
μεταφοράς, τη βιοποικιλότητα, το φυσικό περιβάλλον και την προστασία από
φυσικές καταστροφές.
2. Ψηφιακή
μετάβαση: 2,1 δισ. ευρώ (13% των κεφαλαίων). Ενδεικτικά προβλέπονται η
προεγκατάσταση οπτικών ινών σε κτήρια, η υποδομή για τη μετάβαση στην
τεχνολογία 5G, ο ψηφιακός μετασχηματισμός κράτους και επιχειρήσεων και
τα φορολογικά κίνητρα.
3. Απασχόληση,
δεξιότητες, κοινωνική συνοχή: 4,1 δισ. ευρώ (25% των κεφαλαίων). Από τα
κονδύλια αυτά θα επιδοτηθούν η αγορά εργασίας (εργασία και ανεργία), ο
«εκσυγχρονισμός του εργατικού δικαίου», ο εκσυγχρονισμός της
επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης, ο ατομικός φάκελος υγείας, ο
ψηφιακός μετασχηματισμός των υπηρεσιών υγείας, η καταπολέμηση των
διακρίσεων, ο εξορθολογισμός και η ενίσχυση των κοινωνικών επιδομάτων.
4.
Ιδιωτικές επενδύσεις και μετασχηματισμός της οικονομίας: 4 δισ. ευρώ
(24% των κεφαλαίων). Ενδεικτικά προβλέπονται η πλήρης κωδικοποίηση της
φορολογικής νομοθεσίας, ο εκσυγχρονισμός της δημόσιας διοίκησης, η
καταπολέμηση του ξεπλύματος του μαύρου χρήματος και της διαφθοράς, η
επιτάχυνση στην απονομή της δικαιοσύνης, η δημιουργία Γραφείου Πιστώσεων
και Παρατηρητηρίου Πιστωτικής Επέκτασης που θα διευκολύνει την πρόληψη
της αύξησης των «κόκκινων» δανείων, η προώθηση της έρευνας και
καινοτομίας και η σύνδεση της έρευνας των πανεπιστημίων με την παραγωγή.
Μια
ματιά λοιπόν στους υπό χρηματοδότηση τομείς της οικονομίας και του
κράτους καταδεικνύει ότι οι χρηματοδοτήσεις δεν αφορούν τους βαρύτατα
πληγέντες από τα lockdowns τομείς της οικονομίας ούτε, πολύ περισσότερο,
τους κατά βάση μικρούς επιχειρηματίες, για τους οποίους οι συνέπειες
δεν αναμένεται να θεραπευτούν από αυτές τις χρηματοδοτήσεις.
Οικονομικός... δαρβινισμός
Μια
ακόμη παράμετρος που αφορά τα 32 δισ. ευρώ του ευρωπαϊκού ταμείου
ανάκαμψης είναι ότι δεν πρόκειται για τζάμπα χρήμα, αλλά χωρίζονται σε
επιχορηγήσεις 19,4 δισ. ευρώ και δάνεια μηδενικού επιτοκίου ύψους 12,7
δισ. ευρώ, αλλά μέχρι το 50% της κάθε επένδυσης και υπό την προϋπόθεση
ότι έχει εξασφαλιστεί τραπεζικός δανεισμός και κινητοποιούνται ιδιωτικοί
πόροι που θα καλύπτουν το υπόλοιπο 50%.
Αν
αφαιρέσουμε τα κονδύλια που θα διαχειριστεί αποκλειστικά το στενό και
ευρύτερο κράτος, αυτό πρακτικά σημαίνει ότι αποδέκτες του – ποσοτικά
περιορισμένου – χρήματος θα είναι κάποιες ήδη υγιείς, πιστοληπτικά
ικανές και βιώσιμες επιχειρήσεις, οι οποίες εκτιμούν ότι έχουν ήδη την
οικονομική ικανότητα να αναλάβουν το επιχειρηματικό ρίσκο μιας
επένδυσης.
Για τους υπόλοιπους θα λειτουργήσει ο
οικονομικός και κοινωνικός «δαρβινισμός». Κοινώς θα ολοκληρωθεί ο
στρατηγικός στόχος των... μνημονίων (!) για δραστικό περιορισμό της
μικρής και μεσαίας επιχειρηματικότητας. Με άλλα λόγια, ακόμη και αν
υποθέσουμε
● ότι το ελληνικό κράτος θα ξεπεράσει την παραδοσιακή ανοργανωσιά του,
●
ότι ο ιδιωτικός τομέας θα απελευθερωθεί από τα... καβούρια που
παραδοσιακά κάνουν βόλτα στις τσέπες του και ότι θα αποφασίσει να
υπερβεί την ιστορική άρνησή του να αναλαμβάνει ρίσκα
●
και ότι οι τράπεζες θα είναι ικανές να χρηματοδοτήσουν μια πληθώρα
δράσεων ικανών να απορροφήσουν όσα κεφάλαια θα είναι διαθέσιμα για
επενδύσεις,
διόλου βέβαιο δεν είναι ότι θα
παραχθεί ένα θεαματικά θετικό αποτέλεσμα στην οικονομία κατά τη διάρκεια
της τρέχουσας κυβερνητικής θητείας, καθώς το όποιο χρήμα θα τρέξει στη
διάρκεια του 2022, αλλά με προοπτική να αρχίσει να αποδίδει στην
οικονομία και στα δημόσια έσοδα από το 2023 και ύστερα.
Διάφορες
προσωρινές διευκολύνσεις επί χρεών ή η αξιοποίηση κονδυλίων του ΕΣΠΑ
για τεχνολογική αναβάθμιση μικρών επιχειρήσεων δεν είναι σε θέση να
διασφαλίσουν την επιβίωση των βαρέως πληγεισών μικρών επιχειρήσεων.
Με
απλά λόγια, η διακυβέρνηση Μητσοτάκη, ανάλογα με την εξέλιξη διαφόρων
παραμέτρων και κυρίως της οικονομικής επίδοσης του 2021, διατρέχει τον
κίνδυνο να βγάλει αρνητικό οικονομικό πρόσημο στο σύνολο της θητείας
της. Το οποίο ουδείς γνωρίζει πώς θα αποτιμηθεί πολιτικά.
Το κρίσιμο 2021
Σε
γενικές γραμμές οι κυβερνήσεις έχουν την τάση να πουλάνε πολιτικά τους
«μεγάλους» και συχνά παραπλανητικούς αριθμούς της οικονομίας, όταν είναι
θετικοί.
Ωστόσο ο κρίσιμος παράγοντας για την
επιβίωσή τους είναι οι πολύ πιο «μικροί», κοινωνικά εντοπισμένοι και
πολιτικά επικίνδυνοι αριθμοί, οι οποίοι περιγράφουν συμπαγείς κοινωνικές
ομάδες με κοινά οικονομικά συμφέροντα. Όσο περισσότερες τέτοιες ομάδες
θεωρούν ευοίωνη την οικονομική τους προοπτική τόσο πιο ευοίωνο και το
μέλλον κάθε κυβέρνησης. Αλλά και το αντίστροφο βεβαίως.
Με
άλλα λόγια, οι πολιτικοί προβληματισμοί και σχεδιασμοί περί εκλογών –
με όση σοβαρότητα μπορεί να διαθέτουν, εφόσον στηρίζονται σε δεδομένα
που ακόμη δεν έχουν διαμορφωθεί – όχι μόνο θα πρέπει να μείνουν στο
συρτάρι ενόσω η πανδημία δεν έχει ακόμη τιθασευτεί, αλλά θα πρέπει να
επανεξεταστούν υπό το φως των δεδομένων που θα διαμορφωθούν στην
οικονομία το πρώτο οκτάμηνο του νέου έτους.
Στη
διάρκεια του οκταμήνου άλλωστε αναμένεται ότι θα κριθούν πολλές από τις
σημερινές οικονομικές και κοινωνικές εκκρεμότητες, των οποίων η έκβαση
θα διαμορφώσει το πολιτικό περιβάλλον στο οποίο ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα
κληθεί να λάβει πολλές αποφάσεις, μεταξύ των οποίων και αυτήν για τον
χρόνο των εκλογών. Έως τότε όμως θα κυλήσει πολύ νερό στ’ αυλάκι.
Σε
αυτή τη φάση ο έλεγχος της πανδημίας και του οικονομικού και κοινωνικού
κόστους είναι το κρίσιμο ζητούμενο. Για όλα τ’ άλλα υπάρχει πολύς
χρόνος μπροστά μας...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου