Τετάρτη 13 Ιανουαρίου 2021

Η ομπρέλα και το αλεξικέραυνο: γιατί είναι «άφαντος» ο ΣΥΡΙΖΑ


του Γιάννη Νικολόπουλου

Είναι ελάχιστα γνωστό στους παροικούντες την Ιερουσαλήμ της ελληνικής πολιτικής σκηνής, αλλά στις 14 Ιουλίου 2015, ο τότε πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας είχε υποβάλει την παραίτηση του στην κοινοβουλευτική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ στην έκτακτη συνεδρίαση του οργάνου μέσα στο κτήριο της Βουλής. Δύο μέρες μετά το αποτέλεσμα της 17ωρης διαπραγμάτευσης που άνοιγε τον δρόμο για το τρίτο μνημόνιο και οριστικοποιούσε την ανατροπή του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος, ο Αλέξης Τσίπρας είχε σταθεί μπροστά στους σε κατάσταση βρασμού και πανικού βουλευτές του κόμματος της ριζοσπαστικής Αριστεράς και του αντιμνημονιακού «με έναν νόμο και ένα άρθρο» αγώνα και είχε υποστηρίξει πως «αν υπάρχει κάποιος άλλος ανάμεσα μας που μπορεί να φέρει καλύτερη συμφωνία, ας αναλάβει και τις ευθύνες. Αν υπάρχει, εγώ παραιτούμαι από πρωθυπουργός και από αρχηγός κι ας πάει αυτός, ο επόμενος να διαπραγματευτεί με τους Ευρωπαίους».

Κανένας δεν σήκωσε το γάντι και η όλη «φάση» έληξε πολύ σύντομα, κάπως άδοξα και με την καταλυτική παρέμβαση στήριξης προς τον «πρόεδρο» που παρείχαν συγκεκριμένοι και διακεκριμένοι βουλευτές και προβεβλημένα στελέχη του κόμματος. Εξάλλου σε πάρα πολλούς, αν όχι σε όλους τους βουλευτές της πλειοψηφίας, πρυτάνευε η αντίληψη που περιέγραφε με γλαφυρό τρόπο ένας εθνικός αντιπρόσωπος από τα Δωδεκάνησα: «Εμένα ο Αλέξης με έκανε, βουλευτή. Μπορώ εγώ να ρίξω τον Αλέξη!; Θα μας πάρουν με τις πέτρες». Τυπική ψυχολογία Συριανο0ύ συζύγου κατά Ροΐδη ο οποίος, αν και θύμα εξόφθαλμης απιστίας, δεν μπορεί να πάρει διαζύγιο από τη σύζυγό του, καθώς αισθάνεται ότι της χρωστάει τα πάντα.

Κάθε κόμμα στην Ελλάδα που ξεκινά από τα χαμηλά πατώματα και ανεβαίνει δύο-δύο τα σκαλιά προς το Μέγαρο Μαξίμου, όταν η συναστρία των γεγονότων ευνοεί μια τέτοια «μυθική» εξέλιξη, περνάει από διάφορα στάδια δήθεν ωρίμανσης (ή σαπίσματος), ρεαλισμού και συντονισμού με τη σκληρή προσαρμοστικότητα των συμβιβασμών, με τις ευρύτερες προσδέσεις, εκδουλεύσεις και υποχρεώσεις της Ελλάδας, ανεξάρτητα αν αυτές οι διαδικασίες προσγείωσης στην πραγματικότητα κρατούν δεκαεπτά ή περισσότερες ώρες και ξεδιπλώνονται σε μεγάλες νύχτες και μικρά ξημερώματα ενίοτε για αρκετά χρόνια. Όπως το έθεταν παλιά στο ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Γ. Παπανδρέου, «όσο ήμασταν έξω από τη Βουλή, αποφάσιζαν οι τοπικές οργανώσεις, όταν έγιναν οι εκλογές και γίναμε κοινοβουλευτικό κόμμα, αποφάσιζε η κεντρική επιτροπή, μόλις γίναμε δεύτερο κόμμα, αποφάσιζε η κοινοβουλευτική ομάδα, όταν πήραμε την κυβέρνηση, τότε αποφάσιζε ολοκληρωτικά ο Ανδρέας».

Στον ΣΥΡΙΖΑ διήλθαν από όλα αυτά τα ορόσημα με ταχύτητα φωτός. Αποτέλεσμα ήταν το διαρκές βέρτιγκο που συνεχίζει να ταλαιπωρεί το εσωτερικό του κόμματος που από το 2015 και μετά, ψάχνει ουσιαστικά ταυτότητα και δεν την βρίσκει: η αριστερή κομματιάστηκε στο τρίτο μνημόνιο, εκείνη της δημοκρατικής παράταξης, απομιμείται γκροτέσκα το ΠΑΣΟΚ που την άφησε προ πολλού πίσω του κάπου μεταξύ 1993 και 1996, η ετέρα του «μεσαίου χώρου» εξατμίστηκε όταν βουλευτές για παράδειγμα από την Αργολίδα υπερασπίζονταν τη φορολογική αφαίμαξη της περίφημης εν Ελλάδι μεσαίας τάξης που έριξε στα τρύπια χέρια του νυν υπουργού Οικονομικών, Χρήστου Σταϊκούρα το ακόμη πιο περίφημο μαξιλαράκι των 37 δισεκατομμυρίων ευρώ, διαπιστώνοντας πως «όποιος έχει ένα αυτοκίνητο και ένα ακίνητο, είναι μεσαία τάξη. Αυτοί θα πληρώσουν και τους φόρους».

Η νέα ολιγαρχία του νεφελώδους προέλευσης πλούτου και το πανίσχυρο τρίγωνο εξουσίας, τράπεζες (και ΣΕΒ ή ΣΕΤΕ)-μέσα ενημέρωσης-παλιός δικομματισμός, μπορούσαν απλώς να καθίσουν αναπαυτικά στις δερμάτινες πολυθρόνες τους και να απολαύσουν το ναρκοπέδιο να εκρήγνυται κάτω από τα πόδια των αριστερών (ή καλύτερα, «αριστερών») του ΣΥΡΙΖΑ με αυτές τις μνημειώδεις ατάκες και αυτές τις εφαρμοστέες πολιτικές, που, όπως είχε υπογραμμίσει εύστοχα και λογικά και ο Ευκλείδης Τσακαλώτος στο τελευταίο (από κάθε άποψη) κομματικό συνέδριο, «δεν τα κάνουν αυτά οι δεξιοί του κόμματος και οι αριστεροί δεν τα κάνουν. Όλοι μαζί τα κάνουμε».

Τις τελευταίες μέρες ο ΣΥΡΙΖΑ επανήλθε στην επιφάνεια της εν πολλοίς κατασκευασμένης και κατευθυνόμενης επικαιρότητας για όλους τους εσφαλμένους λόγους που όμως έχουν τις ρίζες τους σε εκείνη την παραίτηση (ή μήπως, τον εκβιασμό;) που δεν προχώρησε ποτέ.

Στην Ελλάδα της τριπλής κρίσης (υγειονομικής, οικονομικής, κοινωνικής) η θάλασσα έχει γίνει γιαούρτι, ο κ. Μητσοτάκης ετοιμάζεται να πνιγεί σε μια κουταλιά νερό, όχι και τόσο βιαστικά ή ανέμελα, σκοντάφτοντας από «επιτυχία» σε «επιτυχία» και σε όλα τα μέτωπα, αλλά στην Κουμουνδούρου δείχνουν να έχουν χάσει τα κουταλάκια. Και τον μπούσουλα. Λογικό.

Η μόνη έγνοια όλων, του κ. Τσίπρα συμπεριλαμβανομένου, είναι ο βυζαντινισμός της εσωστρέφειας ενόψει μια πρόωρης κάλπης που λόγω και της απλής δυσ-αναλογικής που καθιέρωσε (ποιος άλλος!;) ο ΣΥΡΙΖΑ, θα κάψει κόσμο και κοσμάκη στον σταυρό προτίμησης και τη διατήρηση ή την απόκτηση της βουλευτικής έδρας. Γι’ αυτό εμφανίστηκαν out of the blue, όπως λένε και στη δοκιμαζόμενη και ταλαντευόμενη Αμερική, δύο «τάσεις», δύο «φράξιες», δύο «κείμενα γόνιμου προβληματισμού» και δύο νέα εσωκομματικά υποκείμενα με βολικά απροσδιόριστη ιδεολογική ταυτότητα, παρά τις μεγαλόπνοες διατυπώσεις σε ένα ούτως ή άλλως μεγάλο κομματικό υποκείμενο με προβληματική και προ πολλού καταρρακωμένη πολιτική ταυτότητα.

Αυτές οι «ξαφνικές» εμφανίσεις (από το πουθενά) υπενθυμίζουν ποιοι θέλουν, ποιοι μπορούν και ποιοι επιδιώκουν να «παρενοχλούν» τον πρόεδρο της αξιωματικής αντιπολίτευσης που είναι περίπου «Ανδρέας μέσα στο ’89» (με ό, τι σημαίνει αυτό…) έτσι ώστε ο ίδιος να μην κάνει το «λάθος» και τους ξεχάσει την πρώτη από τις επόμενες μέρες μιας πολύ ιδιόμορφης, δύσβατης και πολλαπλά επικίνδυνης (για το κόμμα και τους κοινοβουλευτικούς του survivors) εκλογικής αναμέτρησης εν μέσω φονικής πανδημίας, διαλυμένης οικονομίας και παραζαλισμένης, οργισμένης και φοβισμένης κοινωνίας.

Είναι φανερό ότι καμία ομπρέλα δεν μπορεί να καλύψει τους πάντες και για πάντα και κάποιοι θα μείνουν εκτεθειμένοι στη βροχή και το αγιάζι – και της αποτυχίας να επανεκλεγούν στη Βουλή (ή την Ευρωβουλή όπου αντιμετωπίζουν άλλου είδους κτηματομεσιτικά προβλήματα «ηθικού πλεονεκτήματος»). Από την άλλη πλευρά, ο βρεγμένος, τη βροχή δεν τη φοβάται και επομένως, είναι ικανός για όλα. Όμως τα αλεξικέραυνα που λειτούργησαν στις 14 Ιουλίου 2015 και έκοψαν με το μαχαίρι τις όποιες σκέψεις για αντικατάσταση του αρχηγού και πρωθυπουργού, είναι φανερό ότι δεν δουλεύουν ομοιόμορφα πλέον για το «μαγαζί» και τον «πρόεδρο» και οι κεραυνοί μπορούν να χτυπήσουν και τα πιο ψηλά πουρνάρια.

Βέβαια, όλα αυτά ελάχιστα φαίνεται να απασχολούν την ελληνική κοινωνία του κορονοϊού και του λοκντάουν. Σωστά. Είναι άλλες οι καθημερινές, ζωτικές και φλέγουσες, ανάγκες και προτεραιότητες: ανεργία, πλειστηριασμοί, εξάντληση εισοδήματος, συντριβή μισθών και συντάξεων, εξαφάνιση επαγγελματικών και μορφωτικών προοπτικών, διαρκής τραγωδία στα νοσοκομεία και τα κέντρα υγείας, κατασταλτικός και αποθρασυσμένος αστυνομικός τρόμος, γενική κατάρρευση, πλήρης σύνθλιψη και των εργατικών και των μεσαίων στρωμάτων. Αλλά, ο ΣΥΡΙΖΑ προτιμούσε εσχάτως να λέει ορισμένα περίεργα, απαράδεκτα και ακατάληπτα, λ.χ. για το έκτακτο βοήθημα προς τους αστυνομικούς, για την επίταξη ιδιωτικών κλινικών μόνο «όπου χρειάζεται» ή για την επιστρεπτέα μη προκαταβολή που έκανε «δωράκι» στον κ. Σταϊκούρα την προειλημμένη απόφαση να ευνοηθούν τα ρετιρέ του εμπορίου και όχι η διαβόητη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα.

Με άλλα λόγια, ψάχνει κανείς με το φανάρι (ή και την ομπρέλα) για να βρει σοβαρή, συγκροτημένη, ρηξικέλευθη και ξεκάθαρη διαφοροποίηση της αξιωματικής αντιπολίτευσης από όσα λέει και κάνει ή όσα δεν λέει και δεν κάνει η κυβέρνηση της ΝΔ.

Για αυτό στον ΣΥΡΙΖΑ έχουν στραφεί στο Βυζάντιο της «εσωστρέφειας»: δεν έχουν να πουν πραγματικά κάτι άξιο λόγου στο περιβάλλον της εξωστρέφειας, απευθυνόμενοι στην ελληνική κοινωνία των απανωτών πληγμάτων από την πανδημία και την πολυεπίπεδα αυτοκτονική διαχείριση της κυβέρνησης.

Αν ο κ. Μητσοτάκης διέθετε κατ’ ελάχιστον μαύρο και μακάβριο χιούμορ, αναγνωρίζοντας και το ιστορικό βάθος μιας τέτοιας επιλογής, θα αποφάσιζε να άρει το λοκντάουν τουλάχιστον πρόσκαιρα, στα βόρεια προάστια και για ορισμένα ξενοδοχεία με βαρύ παρελθόν. Ίσως οι του ΣΥΡΙΖΑ να θέλουν να μαζευτούν και να συζητήσουν στο «Πεντελικό». Μπορεί ορισμένοι εξ αυτών να έχουν μετανιώσει για τις απαντήσεις που (δεν) έδωσαν στις 14 Ιουλίου 2015.

* Ο Γιάννης Νικολόπουλος υπήρξε νομικός και δημοσιογράφος και σήμερα ζει και γράφει στο αριστερό κενό μεταξύ του νεοφιλελεύθερου συρμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της ενημερωτικής αποβάθρας του διαδικτύου.

kosmodromio.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου