του Κώστα Ράπτη
Στο τέλος της διαδικασίας καταμέτρησης των αμερικανικών προεδρικών εκλογών, η οποία προδιαγράφεται μακρά και σημαδεμένη από ενστάσεις και δικαστικές μάχες, ο Ντόναλντ Τραμπ ενδέχεται να βρεθεί εκτός Λευκού Οίκου.
Θα είναι όμως και σε αυτή την περίπτωση σαν να έχει κερδίσει. Διότι είναι βέβαια κατόρθωμα το ότι μετά από μία προεδρική τετραετία τόσο ταραγμένη και εν μέσω μιας εκλογικής μάχης με ιστορικά επίπεδα αύξησης της συμμετοχής, ο εκλεκτός των Ρεπουμπλικανών να έχει συγκρατήσει την μεγάλη πλειοψηφία των πολιτειών που είχε κατακτήσει στην προηγούμενη αναμέτρηση και να εξαρτά, όχι χωρίς ελπίδες, την επανεκλογή του, μέχρι την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές, από την Πενσιλβάνια και το Μίσιγκαν όπου το 2016 είχε καταγράψει τη μεγάλη έκπληξη.
Αρκεί να αναλογισθεί κανείς ότι ο Τραμπ είχε απέναντί του συνασπισμένους Δημοκρατικούς και νεοσυντηρητικούς της εποχής Μπους Τζούνιορ, υπηρεσίες του βαθέως κράτους και τον ανθό του θεάματος, πολυεθνικές της Σίλικον Βάλεϊ αλλά και ριζοσπάστες ακτιβιστές.
«Γαλάζιο κύμα” δεν υπήρξε. Με άλλα λόγια, οι υπό τον Τζο Μπάιντεν Δημοκρατικοί δεν σημείωσαν τη σαρωτική πρόοδο την οποία είχε προδιαγράψει (κάπως «επιτελεστικά») η δημοσκοπική-μιντιακή συναίνεση, αντιμετωπίζοντας την πανδημία ως «ταφόπλακα» της προεδρίας Τραμπ.
Ακόμη πιο εντυπωσιακά: μετά από μία χρονιά φυλετικών εντάσεων και διαδηλώσεων του κινήματος Black Lives Matter, o Ντόναλντ Τραμπ δείχνει, σύμφωνα με τα exit-polls, να βελτιώνει σε σύγκριση με το 2016 τη θέση του μεταξύ των μειονοτήτων, οι οποίες κάθε άλλο παρά κινήθηκαν μονολιθικά.
Μέχρι στιγμής, η μόνη επιβεβαιωμένη ανατροπή του εκλογικού χάρτη υπέρ του Μπάιντεν αφορά την Αριζόνα, πολιτεία που συγκεντρώνει μεγάλο αριθμό συνταξιούχων, κατά τεκμήριο περισσότερο ευαίσθητων στο υγιειονομικό πρόβλημα – αν και ακόμη και αυτή η εξέλιξη θα μπορούσε να αποδοθεί στην μεγάλη επιτόπια κινητοποίηση των μεξικανικής καταγωγής Ισπανόφωνων, την ίδια ώρα πάντως που οι κουβανικής προέλευσης ομόγλωσσοί τους έριχναν και πάλι αποφασιστικά το βάρος τους υπέρ του Τραμπ στη Φλόριντα.
Οι προεκλογικές μετρήσεις ήθελαν το Μίσιγκαν και το Ουισκόνσιν να αποτελούν «χαμένη υπόθεση» για τον νυν πρόεδρο, ο οποίος ωστόσο διατηρεί το προβάδισμα στην συνεχιζόμενη καταμέτρηση. Το Τέξας, που υποτίθεται είχε μετατραπεί σε αμφίρροπη πολιτεία, επέμεινε παραδοσιακά και Ρεπουμπλικανικά. Οι επιστολικές ψήφοι της Πενσιλβάνια φαίνεται πως θα κρίνουν την επόμενη τετραετία.
Η οργανωτική ικανότητα των Ρεπουμπλικανών στο να κατεβάζουν τον «λαό» τους στην κάλπη (και στο να κρατάνε εκτός αυτής τους οπαδούς των αντιπάλων με ποικίλους αποκλεισμούς) αποδείχθηκε καθοριστική. Πόσω μάλλον που συνέχισαν την καμπάνια «πόρτα-πόρτα» (την οποία απέφυγαν λόγω πανδημίας οι Δημοκρατικοί), τις μεγάλες προεκλογικές συγκεντρώσεις και την εγγραφή νέων ψηφοφόρων στους εκλογικούς καταλόγους.
Επέλεξαν οι Δημοκρατικοί μια καμπάνια πρωτίστως «αρνητική», βασισμένη στο «οποιοσδήποτε εκτός του Τραμπ», και «ταυτοτική», με ανάδειξη κυρίως των έμφυλων και φυλετικών διαιρέσεων. Ωστόσο, όπως αποκαλύπτουν και οι μετρήσεις, οι Αμερικανοί ψηφοφόροι καθόρισαν την ψήφο τους με τα κλασικά τους κριτήρια, ιεραρχώντας σε ποσοστό 60% ως πρώτο πρόβλημα την οικονομία.
Από αυτή την άποψη, ο Τραμπ φαίνεται πως μετέτρεψε το μειονέκτημά του σε πλεονέκτημα, προβάλλοντας ως αυτός που θα «ανοίξει» την χειμαζόμενη λόγω πανδημίας οικονομία, την οποία «κατεδαφίζουν» οι υπέρμαχοι των περιοριστικών μέτρων αντίπαλοί του. Με τον τρόπο αυτό καλλιέργησε ένα αφήγημα «ελπίδας» (στο οποίο εντάχθηκε και η προσωπική του περιπέτεια με τον κορονοϊό) απέναντι σε ένα αφήγημα επικεντρωμένο στον «φόβο».
Σε καιρούς ακραίων δοκιμασιών, χρειάζεται οι υποψήφιοι να εμπνέουν κάτι το πιο συναρπαστικό από την «εμπειρία» και την «διαχειριστική υπεθυνότητα» του κατά τα λοιπά άχρωμου Μπάιντεν. Η δε προώθηση της εκλεκτής του συστήματος Κλίντον, Κάμαλα Χάρις ως υποψήφιας αντιπροέδρου (και πιθανότατα ως αντικαταστάτριας του εύθραυστου Μπάιντεν σε σύντομο χρονικό διάστημα) δεν αποτελούσε, μετά από μια εισαγγελική καριέρα αφοσιωμένη στην οικοδόμηση προφίλ «σιδηράς κυρίας», πραγματικό άνοιγμα προς το κοινό του Black Lives Matter.
Αποτελούν, ωστόσο, όλα αυτά το αποτέλεσμα του «διμέτωπου αγώνα» τον οποίο διεξήγαγε η ηγεσία των Δημοκρατικών, αφενός απέναντι στον Τραμπ και αφετέρου απέναντι στο αριστερόστροφο κίνημα που εξέφρασε ο Μπέρνι Σάντερς ως υποψήφιος για το χρίσμα. Και η πραγματική της προτεραιότητα ήταν βεβαίως το «να μην αλλάξει χέρια το κόμμα», το οποίο και χωρίς έλεγχο του Λευκού Οίκου την επόμενη τετραετία κάλλιστα θα επιβιώσει ως έχει.
από το «https://www.capital.gr/»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου