Σε πρόσφατη ανάρτησή μου στο facebook αναφέρθηκα στο θέμα της επίθεσης και διαπόμπευσης του Πρύτανη της ΑΣΟΕΕ, Δημήτρη Μπουραντώνη, από άτομα του γνωστού «χώρου», με αφορμή σχετική τηλεοπτική συζήτηση στην οποία συμμετείχα. Για το ζήτημα της ακροαριστερής βίας η οποία τυγχάνει μιας ιδιότυπης πολιτικής ασυλίας έχω γράψει αρκετές φορές, καθώς είναι μία εκκωφαντική παραφωνία στη δημοκρατική λειτουργία η οποία επιμένει παρά τις λεκτικές καταδίκες. Και επιμένει ακριβώς διότι οι καταδίκες παραμένουν στην ουσία λεκτικές και δεν μεταφράζονται σε πολιτική βούληση για να εξαλειφθεί το φαινόμενο.
Ακόμα και τώρα που έχει αλλάξει η κυβέρνηση και δεν βρίσκεται στην εξουσία ο ΣΥΡΙΖΑ ο οποίος κάλυπτε πολιτικά τον «χώρο» και ποτέ δεν το έκρυψε καθότι είναι σαρξ εκ της σαρκός του, οι προεκλογικές εξαγγελίες τη ΝΔ εισέτι δεν εφαρμόστηκαν. Ειδάλλως δεν θα είχαμε τέτοια περιστατικά. Όπως δεν θα είχαμε και συγκέντρωση είκοσι χιλιάδων ατόμων εν μέσω πανδημίας έξω από το δικαστήριο κατά τη δίκη της Χρυσής Αυγής χωρίς να υπάρξει ούτε φραστική αποδοκιμασία από αυτούς που τώρα επιβάλλουν lockdown. Και στις δύο περιπτώσεις είναι η ίδια στάση που έχει επικρατήσει σύμφωνα με την οποία η παραβίαση του νόμου, ακόμα και αν τίθενται σε κίνδυνο ζωές, αντιμετωπίζεται με συγκατάβαση και ανοχή εφόσον παραβιάζεται από τα αριστερά.
Η εξ αριστερών βία και παρανομία έχει ένα άλλο status και μάλιστα σε όλες τις αποχρώσεις της, είτε πρόκειται για αναρχοαριστερούς που τραμπουκίζουν πολίτες, πετούν μολότοφ και λυμαίνονται τα πανεπιστήμια είτε για μέλη του ΚΚΕ που χτυπούν αστυνομικούς με χοντρά στυλιάρια που έχουν και ένα κόκκινο πανάκι επάνω για το ξεκάρφωμα είτε για οποιαδήποτε άλλη «δράση» συντρόφων.
Η αποτρόπαια εικόνα με την ομηρία του Πρύτανη από τους αναρχοφασίστες λειτούργησε αφυπνιστικά μέσα στην αποκρουστικότητα της διότι ανάγκασε τους πολιτικούς υπευθύνους να εξαγγείλουν την υλοποίηση των μέτρων που είχαν υποσχεθεί προεκλογικά, τουλάχιστον για τον έλεγχο της κατάστασης στα πανεπιστήμια.
Έγραψα στην ανάρτησή μου τα εξής: «Στην εκπομπή «Παρεμβάσεις» με τη Λίνα Κλείτου στη συζήτηση για την επίθεση των αναρχοφασιστών στον Πρύτανη, τους χαρακτήρισα «τζιχαντιστές’ ως προς τον φανατισμό, την ωμότητα και τη χρησιμοποίηση τυφλής βίας και μόνο αυτής. Η «λογική» τους είναι ανάλογη με αυτή των τζιχαντιστών. Μάλιστα η Λίνα σημείωσε ότι η σκηνή θύμζε τα φρικτά πλάνα που δημοσίευαν οι τζιχαντιστές με τον «Τζιχάντι Τζον» πριν αποκεφαλίσει τα θύματά του.
Ένας άλλος συνάδελφος στο πάνελ, ο Αιμίλιος Περδικάρης, τους παρομοίασε με τους Ναζί λόγω της εικόνας του Πρύτανη με την ταμπέλα περασμένη στον λαιμό που παρέπεμπε σε σκηνές από τη ναζιστική Γερμανία και τη διαπόμπευση θυμάτων του χιτλερισμού. Η πλειοψηφία των συμμετεχόντων συμφώνησε. Υπάρχουν όμως κάποιοι οι οποίοι επειδή δεν μπορούν να μην καταδικάσουν ανοιχτά, αν και θα ήθελαν, προσθέτουν πάντα ένα «αλλά» ή ένα «όμως». «Ναι αλλά δεν μπορούμε να τους λέμε και τζιχαντιστές», «Ναι, όμως η παρομοίωση με τους Ναζί είναι υπερβολική» . Βέβαια οι ίδιοι αυτοί άνθρωποι αν τις ασχήμιες αυτές τις έκαναν χρυσαυγίτες μια χαρά θα έβρισκαν την παρομοίωση με τζιχαντιστές και Ναζί.
Η a la carte προσέγιγση της βίας αναλόγως με το πρόσημο, αν είναι αριστερό ή δεξιό, είναι αυτή που θρέφει τον αριστερόστροφο φασισμό και την αναρχοαριστερή τρομοκρατία και τους δίνει χώρο είτε στα πανεπιστήμια είτε στον δρόμο. Υπάρχει καλή και κακή βία, καλές καλές και κακές σφαίρες, θύματα για τα οποία γίνεται ξεσηκωμός και στήνονται προτομές και θύματα για τα οποία υπάρχει μούγκα στη στρούγκα ή, ακόμα χειρότερα, ψιλοαξίζουν να είναι θύματα μίας «δικαιολογημένης» ακροαριστερής βίας γιατί έχουν «περίεργες» ιδέες.
Είναι καιρός η χώρα να τελειώνει με το περιθώριο που βρήκε ανοιχτό το καπάκι του υπονόμου και βγήκε. Αλλά για να γίνει αυτό θα πρέπει πρώτα να τελειώνει με τους πολιτικούς σπόνσορες εντός κι εκτός Βουλής και όταν κλείσει το καπάκι να βεβαιωθεί ότι έχουν γυρίσει και αυτοί στον φυσικό τους χώρο μαζί με την υπόλοιπη πανίδα της ακροαριστεράς».
Λίγες ώρες αργότερα και αφού ανακοινώθηκε από τον υπουργό Προστασίας του Πολίτη Μιχάλη Χρυσοχοΐδη η επικήρυξη των δραστών, η βουλευτής Έβρου του ΣΥΡΙΖΑ Αναστασία Γκαρά διαμαρτυρήθηκε για την απόφαση.
«Προφανώς
είναι καταδικαστέα αυτή η πράξη ωστόσο αυτό που ήθελα να πω είναι ότι η
έκδοση επικήρυξης από το επίσημο κράτος, από την Αστυνομία είναι
ακατανόητη μας ζητάνε ουσιαστικά οι πολίτες να γίνουν καταδότες (…)Τα
στελέχη της αστυνομίας είναι ικανότατα και μπορούν να συγκεντρώσουν με
τον τρόπο που γνωρίζουν όλες τις πληροφορίες που χρειάζονται. Η έκδοση
επικήρυξης είναι πρωτόγνωρη δεν έχουμε ξαναδεί σε τέτοια περιστατικά
πράξεις επικήρυξης».
Αφού είναι «προφανώς καταδικαστέα η πράξη» γιατί δεν την καταδίκασε με δήλωσή της εξ αρχής και αντέδρασε μόνο όταν ανακοινώθηκε η επικήρυξη; Γιατί δεν ζήτησε τη σύλληψη και την τιμωρία των δραστών ευθύς μόλις έγινε γνωστό το περιστατικό; Μήπως επειδή αυτό που πραγματικά την πείραξε είναι η επικήρυξη και όχι η επίθεση στον Πρύτανη; Αυτό που κατάλαβε είναι ότι το κράτος «ζητά από τους πολίτες να γίνουν καταδότες»; Όχι ότι είναι κίνηση πολιτικού συμβολισμού για να σηματοδοτήσει, επιτέλους (ελπίζουμε) το τέλος του χαϊδέματος;
Η δήλωση της βουλευτού συμπυκνώνει την άποψη που επικρατεί γενικώς στον ΣΥΡΙΖΑ και στους όμορους χώρους. Αναγκάζονται να καταδικάσουν διότι δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς, αλλά κατά βάθος ανησυχούν μήπως η αγριάδα αυτή των «συντρόφων» σημάνει όντως την αλλαγή πολιτικής. Και τότε θα είναι πιο δύσκολο να υπερασπίζονται «τα δικά μας παιδιά», όπως είχε πει και μία υπουργική ψυχή, διότι θα πρέπει να επιλέξουν μεταξύ της κοινωνίας και του περιθωρίου. Κάποιοι δεν θα έχουν πρόβλημα να επιλέξουν το δεύτερο. Μόνο που αυτή η επιλογή οδηγεί ακριβώς εκεί, απ’ όπου εξάλλου ξεκίνησαν και ανήκουν. Αν είχε χιούμορ ο Χρυσοχοΐδης θα έκανε μόνιμη πρακτική την επικήρυξη για τέτοιου είδους πράξεις και θα τύπωνε και αφίσες α λα Φαρ Ουέστ στους δρόμους, με την επισήμανση ότι αν οι πληροφορίες που οδηγούν σε σύλληψη έρχονται από «συντρόφους» θα έχει και μπόνους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου