του Γιώργου Ρακκά
Ο
καταιγισμός των δακρυγόνων που έπεφτε από το απόγευμα μέχρι το βράδυ
του Σαββάτου, μέχρι και εναντίον ασθενοφόρων –μια κατασταλτική
καινοτομία της παρούσας κυβέρνησης– δεν είναι παρά το αποκορύφωμα μιας
εκστρατείας φίμωσης και τρομοκράτησης της βούλησης του ελληνικού λαού, ο
οποίος επιθυμεί να βγει στους δρόμους και να εκφράσει την
κατηγορηματική του αντίθεση με την συμφωνία που αυτή υπέγραψε στις
Πρέσπες.
Προηγήθηκαν συμβάντα, όπως η εισβολή της αστυνομίας σε… χριστιανικά σωματεία.
Και βέβαια, διαρκής είναι η εκστρατεία επικοινωνιακής κατατρομοκράτησης
από την κυβέρνηση και το δίκτυο των παρακρατικών ΜΜΕ που η ίδια έχει
δημιουργήσει, με σκοπό να διασύρει και να συκοφαντήσει το αντιστασιακό
πατριωτικό αίσθημα που ζωντάνεψε και ένωσε τους τελευταίους μήνες
πλειοψηφικά κομμάτια της ελληνικής κοινωνίας.
Τα
αφηγήματα τα οποία επιστρατεύει η κυβέρνηση για να αντιμετωπίσει την
κοινωνική κατακραυγή, έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον μιας και παραπέμπουν
απευθείας στον χαρακτήρα του νέου καθεστώτος που τείνει να διαμορφωθεί.
Σύμφωνα με αυτά, τις κινητοποιήσεις προκαλεί και οργανώνει μια
«μειοψηφία» ακραίων και οπισθοδρομικών «σκοταδιστών», που
χαρακτηρίζονται σχεδόν από μια «γενετική προδιάθεση» προς την ακροδεξιά
και τον φασισμό. Είναι, κατά συνέπεια αποσυνάγωγοι, και
ακριβώς γι’ αυτά τα χαρακτηριστικά η κυβέρνηση θεωρεί ότι δικαιούται να
τους μεταχειρίζεται έξω απ’ το δημοκρατικό πλαίσιο: Γι’ αυτό και
υποβαθμίζονται συστηματικά απ’ την κυβερνητική προπαγάνδα, μπορούν να
καταστέλλονται αγρίως, ή να αποτελούν αντικείμενο ακραίας λοιδορίας και
υποτίμησης: Η κυβερνητική ρητορική ανάγει όσους συμμετέχουν σε αυτές σ’
ένα είδος «υπανθρώπων εθνικιστών» έναντι των οποίων υποτίθεται ότι
δικαιολογείται κάθε αυταρχική πρακτική.
Το
γεγονός ότι το καθεστώς ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ αντιμετωπίζει έτσι μια στάση
διαμαρτυρίας η οποία εκφράζει και στηρίζεται από την κοινωνική
πλειοψηφία, σηματοδοτεί έναν τελευταίο του μεταμορφισμό που θα δοκιμάσει
σε αυτήν την σχετικώς παρατεταμένη περίοδο πτώσης του από την εξουσία.
Το καθεστώς απεδείχθη μνημονιακότερο των προηγούμενων μνημονιακών, δούρειος ίππος για την μεταβολή της «έκτακτης» κοινωνικής και οικονομικής καταβύθισης, σε συνθήκη μονιμότητας. Και αφού έχει απολέσει κάθε ουσιαστικό έρεισμα στο εσωτερικό, γαντζώνεται ολοένα και περισσότερο απ’ τις πρεσβείες –την Πρεσβεία, όπως φάνηκε απ’ το φιλοατλαντικό κρεσέντο του Τσίπρα στην ΔΕΘ– και μεταβάλλεται σε «κομάντο» εκτέλεσης ειδικών γεωπολιτικών αποστολών. Έτσι, μετά την οικονομική και την κοινωνική, σηματοδοτεί και την ακραία γεωπολιτική και εθνική απαξίωση της Ελλάδας: Από την μεταβολή της σε αποθήκη ψυχών, και ζώνη καραντίνας των γιγάντιων πληθυσμιακών μετακινήσεων προς τη Δύση, μέχρι την δορυφοροποίησή της στον νέο-οθωμανικό άξονα, και την αποδοχή των βασικών διεκδικήσεων του αλυτρωτισμού των Σκοπίων.
Ωστόσο ο αντιδραστικός χαρακτήρας της εξουσίας των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, δεν φτάνει για να σταματήσει την μετακίνηση των τεκτονικών πλακών της ίδιας της κοινωνίας: Καθώς η κρίση ολοκληρώνεται, από κοινωνική-οικονομική σε γεωπολιτική και εθνική, τα πατριωτικά αντανακλαστικά ξυπνούν μέσα στην κοινωνία, καταδεικνύοντας ότι αυτή διαθέτει ακόμα τα στοιχειώδη ένστικτα επιβίωσης και αυτοσυντήρησης, και μετασχηματίζουν την ίδια την πολιτική συνείδηση των Ελλήνων.
Η αλλαγή έχει να κάνει με την υπέρβαση της διαίρεσης μεταξύ αριστεράς και δεξιάς, και την από τα κάτω ανανέωση του πολιτικού σκηνικού, μέσω της πατριωτικής αφύπνισης που βρίσκεται σε εξέλιξη. Η νέα διαίρεση, ανάμεσα στην εθνική βάση και στις εθνομηδενιστικές ελίτ, διαπερνάει οριζόντια τον πολιτικό άξονα, διασπά τις συνιστώσες του και τις επανενώνει μέσα στους κόλπους των δύο υπό διαμόρφωση πόλων: Απ’ τη μια έχουμε το μπλοκ μιας ολιγαρχίας με διευρυμένη πρόσβαση στην εγχώρια εξουσία, το οποίο ξεκινάει από την νεοφιλελεύθερη δεξιά, περνάει από την κυβερνητική, κρατικιστική αριστερά, και καταλήγει σε… μερίδες του αντιεξουσιαστικού χώρου. Κι απ’ την άλλη, το στρατόπεδο των «πρώην», αριστερών, κεντρώων και δεξιών, οι οποίοι ανήκουν στους χαμένους της ελληνικής κρίσης και οι οποίοι απέμειναν μόνοι τους να εκφράσουν την αγωνία ενός ολόκληρου έθνους, που βλέπει να διακυβεύεται η ίδια η ύπαρξή του ως ελεύθερο συλλογικό υποκείμενο.
Οι παρασιτικές ελίτ της οικονομίας, της πελατειακής πολιτικής, αλλά και της μόρφωσης βρίσκονται από τη μια πλευρά, τα πλατιά στρώματα των υποβαθμισμένων, των εκπτωχευμένων, των κατεστραμμένων από την κρίση, και όσα παραγωγικά και δημιουργικά στοιχεία έχουν απομείνει στη χώρα από την άλλη. Το γεγονός αυτό συνεπάγεται μια διπλή ανισοκατανομή: Η πολιτική ισχύς, προς το παρόν, κατανέμεται αντίστροφα απ’ την αριθμητική, κι αυτό γιατί το πατριωτικό, κοινωνικό μπλοκ στερείται αντιπροσώπευσης. Κι αυτό συμβαίνει γιατί, οι ηγεσίες των κοινοβουλευτικών κομμάτων, ο πνευματικός κόσμος, οι κοινωνικοί φορείς (απ’ τα συνδικάτα, μέχρι την τοπική αυτοδιοίκηση και τα κινήματα της προηγούμενης περιόδου), ακόμα και η κεφαλή της Εκκλησίας, το έχουν εγκαταλείψει στις τύχες του. Και αυτό το γεγονός είναι που επιτρέπει στην άκρα δεξιά να διεκδικεί διευρυμένη πρόσβαση στην πλατιά κοινωνική, πατριωτική διαμαρτυρία –πρόσβαση που διογκώνεται ακόμα περισσότερο από την κυβερνητική προπαγάνδα, η οποία στοχεύει ακριβώς να φέρει τα αντίθετα αποτελέσματα από εκείνα που διακηρύσσει.
Έτσι, όμως, μέσα στο αίτημα του πατριωτισμού, συμπυκνώνονται όλες οι διαιρέσεις που χαρακτηρίζουν την μετα-μνημονιακή Ελλάδα: Οι έχοντες και οι μη-έχοντες· οι παραγωγοί και τα παράσιτα· εκείνοι που έχουν διευρυμένη πρόσβαση στην εξουσία, η πολιτική ολιγαρχία των κομμάτων, όσων στελεχώνουν τις ανώτερες βαθμίδες της δημόσιας διοίκησης και των πανεπιστημίων, εναντίον όσων παραμένουν επί της ουσίας αποκλεισμένοι από το τρέχον πολιτικό παιχνίδι, μην μπορώντας να εκφράσουν τις ανάγκες και τις αγωνίες τους για το μέλλον –ανάγκες και αγωνίες ενός ολόκληρου λαού.
Στις κινητοποιήσεις για την ΔΕΘ, το γεγονός αυτό θα αποτυπωθεί εντελώς ξεκάθαρα, ακόμα και… χωροταξικά: Από την Καμάρα και πίσω, προς το Βαρδάρη ο «παλαιός κόσμος» της διαμαρτυρίας, με τις άμαζες συγκεντρώσεις του, σε κατάσταση απόλυτης σύγχυσης και αποπροσανατολισμού –άλλοι να επιδίδονται σε μια ξύλινη φρασεολογία, ελάχιστα πιστευτή σε ό,τι αφορά στις κυβερνητικές της αιχμές, και άλλοι να επιλέγουν την στοχοποίηση του… πατριωτικού αισθήματος της κοινωνίας, αντί για την εξουσία. Ενδιάμεσα, η φιλοατλαντική κυβερνητική φιέστα που πραγματοποιήθηκε μέσα στο κατασταλτικό παραπέτασμα που έστησε από κοινού το γραφείο Πρωθυπουργού, το υπουργείο Δημόσιας Τάξεως και η… CIA. Και σε όλο το μήκος της παραλίας, στον Λευκό Πύργο και το άγαλμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, τα πλήθη που διαδήλωναν για το Μακεδονικό, ενάντια στην συμφωνία των Πρεσπών, σε μια συγκέντρωση απείρως μαζικότερη, αντιπροσωπευτικότερη του λαού σε ό,τι αφορά στην κοινωνική της σύνθεση, όμως δίχως οργάνωση, σχέδιο, που πασχίζει να βρει ακόμα την κατάλληλη πολιτική γλώσσα για να εκφραστεί.
Ανεξάρτητα, όμως, από τις προφανείς αδυναμίες του, το πατριωτικό δυναμικό αυτό αποτελεί στην πραγματικότητα την μόνη ικανή δύναμη πολιτικής ανανέωσης στην χώρα: Και αυτό γιατί το πρόταγμα υπεράσπισης της ελευθερίας και της επιβίωσης αυτού του έθνους, αναδύεται σταδιακά ως το μόνο ικανό να κινητοποιήσει σημαντικά, πλειοψηφικά κομμάτια της κοινωνίας προς την κατεύθυνση μιας πολιτικής αλλαγής. Γύρω από αυτό συσπειρώνεται το τελευταίο απόθεμα δυνάμεων που διαθέτει αυτός ο λαός, κλείνοντας αυτήν την σκοτεινή δεκαετία κρίσης και καταβύθισης. Και η πρόταση που κομίζει αυτό το δυναμικό, δεν αφορά μόνον στην εθνική στρατηγική, στη στάση απέναντι στην συμφωνία των Πρεσπών, ή την αντιμετώπιση της νεοθωμανικής επιβολής, αλλά σε κάθε πτυχή της εθνικής μας κοινωνικής ζωής, από την ανόρθωση του κράτους, της οικονομίας, των ενόπλων δυνάμεων και της εκπαίδευσης, μέχρι την απαραίτητη αλλαγή στις νοοτροπίες και τον πολιτισμό.
Πρόκειται, όντως, για την τελευταία δυνατότητα διεξόδου, από την ζοφερή προοπτική που μας έχουν οδηγήσει οι τελευταίες κυβερνήσεις, με το αποκορύφωμα, την τρέχουσα: Αν δεν θέλουμε μια χώρα γεωπολιτικό οικόπεδο, και αποθήκη ψυχών, ένα αποικιακό πολυώνυμο, μια τουριστική μπανανία, σε συνθήκες δημογραφικής κατάρρευσης, που θα καθηλώνει όσους νέους δεν μπόρεσαν να την εγκαταλείψουν να επιβιώνουν ως γκαρσόνια, με το τοπίο να συμπληρώνεται από την δραστηριότητα των μαφιόζων και των ολιγαρχών, και έναν πόλεμο συμμοριών που θα ανακαινίζει εκφυλισμένα τα εμφυλιακά σύνδρομα του προηγούμενου αιώνα, τότε θα πρέπει να προσπαθήσουμε με όλες μας τις δυνάμεις, ώστε αυτό το θετικό δυναμικό να αποκτήσει και ένα θετικό όραμα για την Ελλάδα του 2021, ώστε τα 200 χρόνια ελεύθερου βίου αυτού του λαού, να μην σηματοδοτούν την απαρχή της κατάρρευσής του.
Αυτό αφορά σε όλο το πολιτικό σύστημα, το οποίο καλείται να ανατοποθετήσει την βασική οπτική του για το σήμερα: Από το 1996, έτος εγκαθίδρυσης του σημιτικού εκσυγχρονισμού, μέχρι σήμερα, όλες οι κεντρικές πολιτικές δυνάμεις τοποθετούνταν έχοντας ως δεδομένη την παγκοσμιοποίηση, εκφράζοντας την φιλελεύθερη, την σοσιαλδημοκρατική ή την αριστερή άποψη υπέρ της.
Τώρα που η βίαιη προσαρμογή μας σε αυτήν οδηγεί την χώρα μας σε μια απόλυτη παρακμή, σε ακραία, μάλιστα, αντίθεση με άλλες χώρες που άρχισαν να θέτουν αυτές τις διαδικασίες υπό τον έλεγχο των κρατών τους, ισορροπώντας την άμετρη τάση για διεθνοποίηση με κριτήριο το εθνικό τους συμφέρον, ήρθε ο καιρός για την πολιτική ζωή στην Ελλάδα «να αλλάξει οικοσύστημα»: Να επιστρέψει ξανά από την σαπουνόφουσκα της παγκοσμιοποίησης, στο υπαρκτό έδαφος του πατριωτισμού.
Μόνον τότε, το ρήγμα που η παρούσα κυβέρνηση άνοιξε μεταξύ κοινωνίας και εξουσίας, προβαίνοντας στην καταισχύνη των Πρεσπών, και το όποιο έχει βάθος που ξεπερνάει κατά πολύ το ζήτημα των σχέσεών μας με το γειτονικό κράτος, ρήγμα δημοκρατίας, ρήγμα εκπροσώπησης, ρήγμα ενότητας της χώρας σε τελευταία ανάλυση, μεταξύ των «από πάνω» και των «από κάτω», θα αποκατασταθεί.
Φωτογραφίες: Νίκος Ντάσιος
http://ardin-rixi.gr/archives/209195
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου