Τα εγγύτατα της ξυμπάσης γνώμης… (Θουκυδίδης 1.22)
Και την ειωθυίαν αξίωσιν των ονομάτων ες τα
έργα αντήλλαξαν τη δικαιώσει (Θουκ.
3.82 )
Χρίστου
Κράππα -- Μαθηματικού
Όταν την αποφράδα εκείνη ημέρα του
Ιανουαρίου του 2015 εξελέγη το συριζιστάν με εντολή να κυβερνήσει την δύσμοιρη
Χώρα μας, το ίδιο βράδυ ο Λαφαζάνης
είπε: «το 1946 χάσαμε την ευκαιρία, τώρα δεν πρέπει να την ξαναχάσουμε…» Αμέσως
παίρνει αμπάριζα ο καταληψίας Τσίπρας, ιεροσυλώντας κλέβοντας φράση του
Νομπελίστα ποιητή μας Ελύτη και υπερθεματίζει λέγοντας: « Ήρθε η ώρα να λάβουνε
τα όνειρα εκδίκηση.» Αλλά στο ίδιο έργο ο ποιητής, στο ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ, γράφει: « Ω πικρές γυναίκες
με το μαύρο ρούχο παρθένες και μητέρες…Μες απ’ τα πηγάδια τις κραυγές τραβάτε αδικοσκοτωμένων!!!»
Πως να καταλάβει μέσα από την αναίδεια της ολοκληρωτικής αγραμματοσύνης του, χαχανίζοντας συνεχώς ως βλάξ, «γελά καν τι μη γελείον εί», πως είναι εθνικό το έργο του ποιητή, και οι σταλινικοί λογογράφοι του έγραψαν να ειπεί αυτά έχοντας στον νού τους την συνέχιση του έργου που άφησαν στην μέση εμποδιζόμενοι οι πατεράδες και οι παπούδες τους, να διαμελίσουν την Ελλάδα και να γεμίσουν τα πηγάδια που μνημονεύει ο ποιητής.
Είναι απορίας άξιον γιατί ο ευτραφής
χρήσιμος ηλίθιος υπουργός εξωτερικών λέγει συνέχεια, να μην «είμαστε φυλακισμένοι της ιστορίας» και πως η λέξη Μακεδονία είναι «μεταφυσική»
και δεν μας χρειάζεται. Αλλά τα φουσκωμένα μπαλόνια περιέχουν αέρα κοπανιστό,
ούτε καν οξυγόνο αλλά το δηλητήριο διοξείδιο του άνθρακα.Πως να καταλάβει μέσα από την αναίδεια της ολοκληρωτικής αγραμματοσύνης του, χαχανίζοντας συνεχώς ως βλάξ, «γελά καν τι μη γελείον εί», πως είναι εθνικό το έργο του ποιητή, και οι σταλινικοί λογογράφοι του έγραψαν να ειπεί αυτά έχοντας στον νού τους την συνέχιση του έργου που άφησαν στην μέση εμποδιζόμενοι οι πατεράδες και οι παπούδες τους, να διαμελίσουν την Ελλάδα και να γεμίσουν τα πηγάδια που μνημονεύει ο ποιητής.
Επίσης, σε ανύποπτο χρόνο Φίλης και Γαβρόγλου ως υπουργοί απαιδείας εξέφρασαν την μανία τους να καταργήσουν την ιστορία. Το σχέδιο εξόντωσης του Ελληνισμού στο ιδεολόγημα του εθνομηδενισμού τους, είναι καλά μελετημένο και σχεδιασμένο. Μόνο που ο μέγιστος των ιστορικών Θουκυδίδης τους χαλάει τα σχέδια, άρα πρωτίστως πρέπει να τον εξαφανίσουν από την γνώση των ελληνοπαίδων.
Γράφει λοιπόν ρητά και κατηγορηματικά
ο Θουκυδίδης στην εισαγωγή του έργου του: «Γιατί το έργο μου έχει συγγραφεί περισσότερο για
να το έχουν οι άνθρωποι αιώνιο χτήμα τους παρά σαν αγώνισμα για να τ’ ακούσει
κανείς μια μόνο φορά.» ( αρχ. κτήμα τε ες αιεί μάλλον ή αγώνισμα ες το
παραχρήμα ακούειν ξύγκειται. 1.22) Και
την πρόρρηση αυτή την επεξηγεί και τονίζει στο 3.82 περιγράφοντας με τραγικό
τρόπο και δωρική λιτότητα τον σπαραγμό μεταξύ ολιγαρχικών και δημοκρατικών στην
Κέρκυρα το 431 π.Χ.: «αρχ …γιγνόμενα μεν
και αιεί εσόμενα, έως αν η αυτή φύσις ανθρώπων ή, μάλλον δε και ησυχαίτερα και
τοις είδεσι διηλλαγμένα,…» δηλ.
τέτοια που γίνονται βέβαια και θα γίνονται
πάντοτε όσο μένει ίδιο το φυσικό
του ανθρώπου ανάλογα πως θα
παρουσιαστούν κάθε φορά οι παραλλαγμένες περιστάσεις.
Ας αφήσουμε λοιπόν τον Θουκυδίδη να μας
περιγράψει, την φρίκη που συμβαίνει πάντα όταν επικρατούν οι ιδεοληψίες μεταξύ
των πολιτικών παρατάξεων. Μέσα σε 4 παραγράφους, 3.81, 3.82, 3.83, 3.84, καταγράφει την παρεκτροπή του ανθρώπινου
είδους όταν χάνεται από μέσα του από την δίψα της εξουσίας, κάθε ίχνος του
δίκαιου και ελεύθερου ανθρώπου με διαχειριστή τον δίκαιο λόγο όπως μας τον δίδαξε ο Αισχύλος σ’ όλη την
ανθρωπότητα στις αρχές του 5ου αιώνα.
Εδώ ας σταθούμε, κι ας δούμε λίγο τι ήταν πραγματικά ο 5ος αιώνας. Τέτοιο επίτευγμα του ανθρώπινου πολιτισμού δεν ξανάγινε στην ανθρωπότητα. Εκεί η Τραγωδία, εκεί η Κωμωδία , εκεί η Ιστορία, εκεί η Φιλοσοφία, εκεί η Ρητορική, εκεί η Αρχιτεκτονική και κάθε άλλο επίτευγμα της ανθρώπινης διανόησης και τέχνης. Και με την ατομική και συλλογική ελευθερία που απολάμβανε ο ελληνισμός τον 5ο αιώνα, παραδόθηκε στη μέθεξη της φρίκης και αλητείας του πολέμου συγχρόνως με τα δυσθεώρητα ύψη των πνευματικών του αναζητήσεων και κατακτήσεων. Και ας σταθούμε στην τραγική ποίηση που ξεκίνησε με την ανατολή του αιώνα και έσβησε με την δύση του. Ουσιαστικά και οι τρεις τραγικοί ποιητές θεολογούσαν. Τα ίδια βήματα ακολούθησε και ο σύγχρονος Ελύτης. Ο Αισχύλος παραδίδει στην ανθρωπότητα τον δίκαιο και ελεύθερο άνθρωπο, ο Σοφοκλής την ανάληψη του ανθρώπου μετά την θεοποίησή του μέσα από την ατομική ταπείνωση, συντριβή και ειλικρινή μετάνοια, και, ο Ευριπίδης στο τελευταίο του έργο, τις Βάκχες, δραματοποιεί την Επιφάνεια του Θεού και ενανθρωπίζει το Θείο. Εκεί τελειώνει το έργο των ποιητών μετά την εκατόχρονη μάχη τους με την ανθρώπινη τραγωδία και το Θείο. Παραδίδουν τον άνθρωπο στον ιστορικό. Η ιστορία είναι ανθρώπινη ευθύνη και απουσία Θεού. Αυτήν την αλητεία του πολέμου περιέγραψε ο Θουκυδίδης. Ευριπίδης και Θουκυδίδης υπήρξαν τα διαμάντια της ανθρώπινης διανόησης. Ο πρώτος κατά την ασφαλή κρίση του Αριστοτέλη, ο τραγικότερος των τραγικών, ο δε, ο ιστορικότερος των ιστορικών. Και οι δύο στενοί φίλοι με την δύση που 5ου αιώνα διαβιώντας στην ιερή γη της Μακεδονίας, ο μεν έκλεισε το κεφάλαιο των τραγωδιών με το αριστούργημα Βάκχες, ο δε με το «κτήμα του ες αιεί» του.
Ειρήσθω εν παρόδω, ο Ευριπίδης κατασπαραχθείς από κύνες
στην επιλίμνια της Βόλβης αρχαία πόλη Αρέθουσα, ενταφιάστηκε από τον Θουκυδίδη
με περίλαμπρο σήμα όπου έγραψε και το επίγραμμα: «Μνάμα μεν Ελλάς άπασ’
Ευριπίδου, οστέα δ’ ιγσχει γη Μακεδών
ήπερ δέξατο τέρμα βίου. Πατρίς δ΄ Ελλάδος Ελλάς, Αθήναι: πλείστα δε
Μούσες τέρψας εκ πολλών και τον έπαινον έχει.»
Επίσης ο Αριστοτέλης, παρ’ ότι καταγόταν από την Άνδρο με
μητέρα από Χαλκίδα, άφησε διαθήκη μετά την παρέλευση 7 ετών από το θάνατό του
τα οστά του να μεταφερθούν και να ενταφιαστούν στα Στάγειρα Χαλκιδικής,
πόλης όπου γεννήθηκε. Σήμερα, τα ανθρώπινα δείγματα , Κοτζιάς και Τσίπρας, ποιος τους έδωσε το
δικαίωμα να πουλάνε τα μνήματά τους
στους Σκοπιανούς που είναι κατά δήλωση του Ζάεφ: «Είμαι Μακεδόνας και σας καλώ όλους
Μακεδόνες, Αλβανούς, Τούρκους, Σέρβους, Βλάχους, Ρομά, Βόσνιους και όλους τους
υπόλοιπους, όλους εσάς - πείτε "Ναι" στο μέλλον μας», αναφέρει το Balkan Insight.
Κοτζιά και Τσίπρα, βλέπετε
πουθενά τους
μοναδικούς Μακεδόνες Έλληνες ; Ή μήπως Κοτζιά βρίσκονται σε «όλους τους
υπόλοιπους;» Ξέρεις εσύ, όπως με την γλώσσα, τον μεταγραμματισμό των τοπωνυμίων τον
μετέτρεψες σε αναγνώριση γλώσσας. Σκυλεύσατε επί της ιερής γης της Μακεδονίας και θα φέρετε το αιώνιο ανάθεμα , οι πρόγονοί σας , εσείς και οι απόγονοί σας . Έτσι τιμωρούσε
διαχρονικά ο Ελληνισμός τους προδότες και ιερόσυλους και εκκαλούντο «εναγείς» και
«αλητήριοι». Ακόμη και τα οστά των προγόνων τους ξέθαβαν και τα εξέβαλαν
της πόλεως. (Θουκ. 1.126 Κυλώνειον άγος) Ο Λυκίδης βουλευτής των Αθηναίων
τόλμησε να προτείνει να δεχθούν τις προτάσεις του Μαρδόνιου το 479 π.Χ.. Τότε, γράφει ο
Ηροδοτος, «περιστάντες Λυκίδην κατέλευσαν βάλλοντες». Οι γυναίκες
επίσης των Αθηναίων πήγαν στο σπίτι του Λυκίδη και σκότωσαν με λιθοβολισμό τη
γυναίκα του και καταλιθοβόλησαν και τα παιδιά του. ΟΧΙ ΜΟΝΟ ΤΟΝ ΠΡΟΔΟΤΗ.
Ας γυρίσουμε στις καταγραφές, από τον Θουκυδίδη , της ανθρώπινης αλητείας στην αντιπαλότητα των πολιτικών παρατάξεων, για να κατανοήσουμε την φρίκη της σημερινής κατάστασης. Επέλεξα να αντιγράψω πιστά τις παραγράφους από την μετάφραση Ε. Λαμπρίδη και Ι. Κακριδή για να μην παραλειφθεί τίποτα από τις λεπτότατες καταγραφές του ιστορικού στην παρεκτροπή του ανθρώπινου είδους.
3.81:« Οι Πελοποννήσιοι μόλις πληροφορήθηκαν πως έρχονται Αθηναϊκά
καράβια, έφυγαν νύχτα και γρήγορα για να γυρίσουν στον τόπο τους . Οι
Κερκυραίοι μόλις το αντιλήφθησαν και πηγαίνοντας προς το Ηραίον έπεισαν πενήντα
ικέτες να υποβληθούνε σε δίκη και τους καταδίκασαν όλους σε θάνατο. Οι
περισσότεροι όμως ικέτες , όσοι δεν είχαν αφήσει το ιερό, βλέποντας το τι
γινόταν, σκότωσαν ο ένα τον άλλον, εκεί που βρίσκονταν μέσα στο ιερό, και
μερικοί κρεμάστηκαν από τα δέντρα, κι άλλοι αυτοχτόνησαν με άλλους τρόπους,
όπως μπορούσε ο καθένας. Και για
εφτά μέρες, όσες έμειναν τα εξήντα
Αθηναικά καράβια από την ημέρα που
έφτασαν, οι Κερκυραίοι σκότωναν όσους νόμιζαν πως ήταν εχθροί τους,
προβάλλοντας ως πρόφαση πως αυτοί ήθελαν να καταλύσουν την δημοκρατία , αλλά
πολλοί θανατώθηκαν κι’ από ιδιωτικά μίση , κι’ άλλοι από ανθρώπους που είχαν
πάρει δανεικά απ’ αυτούς , ακριβώς για τα χρήματα που τους χρωστούσαν. Ο
θάνατος πήρε χίλιες μορφές κι’ έγιναν όλες οι φρικαλεότητες που γίνονται
συνήθως σε τέτοιες περιστάσεις κι’ ακόμα χειρότερα. Δεν έμεινε ωμότητα που να
μην την διαπράξουν και ξεπεράστηκαν όλες οι γνωστές απαισιότητες. (αρχ. …πάσα
τε ιδέα κατέστη θανάτου!!) Και
πατέρας σκότωνε το γιό, κι’από τα ιερά τους αποτραβούσανε με την βία, ή τους
σκότωναν ενώ αγκάλιαζαν τους βωμούς , και μερικοί πέθαναν ή τους θάψανε ζωντανούς στο ιερό του Διονύσου
, που τόχτισαν γύρω – γύρω με τείχος οι
εχτροί τους για να μην βγεί κανείς.»
Μήπως έγινε κάτι λιγότερο από τους κατσαπλιάδες την κατοχή και στον ανταρτοπόλεμο που με πρόφαση του «αντιδραστικού» μακέλεψαν χιλιάδες ελληνικές ψυχές και γέμισαν πηγάδια και χαράδρες;
3.82: «Σε τέτοιες άκρες
αγριότητες έφτασε ο εμφύλιος πόλεμος και φάνηκε φρικτός περισσότερο γιατί ήταν
από τις πρώτες εκδηλώσεις, ενώ αργότερα μπορεί να πει κανείς πως ολόκληρος ο
Ελληνικός κόσμος συνταράχθηκε με τον ίδιο τρόπο, γιατί υπήρχαν εσωτερικές
διαφορές σε κάθε τόπο ανάμεσα στους δημοκρατικούς αρχηγούς , που καλούσαν τους
Αθηναίους να τους υποστηρίξουν , και στους ολιγαρχικούς , που φώναζαν τους
Λακεδαιμονίους. Βέβαια, σε καιρό
ειρήνης, δεν θα ήταν εύκολο να βρούν αιτία για επανάσταση, ούτε θα ήταν τόσο πρόθυμοι
να καλέσουνε βοήθεια απ’ έξω αλλά τώρα που βρίσκονταν σε πόλεμο οι δύο μεγάλοι, και υπήρχαν οι
συμμαχίες με τον έναν ή τον άλλον από τους δύο, δεν εδίσταζαν να επικαλεστούν
την βοήθειά τους και να την επιτύχουν όσοι ήθελαν να κάνουν πραξικόπημα για να
αλλάξουν το καθεστώς , για να βλάψουν τους εχθρούς τους και συνάμα για να
ενισχύσουν την δική τους μερίδα. Κι’ έπεσαν πολλές και βαρειές συμφορές
στα διάφορα κράτη από τις εσωτερικές τους επαναστάσεις , τέτοιες που γίνονται
και θα γίνονται πάντοτε όσο μένει ίδιο το φυσικό του ανθρώπου , αλλά που μπορεί
να συντύχουν πιο άγρια ή πιο μαλακά , και που θα αλλάζουνε μορφή ανάλογα με το
πώς θα παρουσιαστούν κάθε φορά οι παραλλαγμένες περιστάσεις. (αρχ. …γιγνόμενα μεν και αιεί εσόμενα, έως αν η αυτή
φύσις ανθρώπων ή, μάλλον δε και ησυχαίτερα και τοις είδεσι διηλλαγμένα, ως αν έκασται αι μεταβολαί των ξυντυχιών
εφιστώνται. )
Γιατί σε καιρούς
ειρήνης κι’ όταν υπάρχει σχετική ευημερία , τόσο οι πολιτείες
όσο και τα άτομα , είναι πιο καλοπροαίρετοι ο ένας για τον άλλον, επειδή δεν
φτάνουνε σε απόγνωση από άκρα ανάγκη που δεν τους ήρθε με την θέλησή τους. Ο
πόλεμος όμως , που παίρνει ύπουλα κάτω από τα πόδια των ανθρώπων την
ευκολία να κερδίζουν το καθημερινό τους
, τους διδάσκει την ωμότητα ( αρχ. …βίαιος διδάσκαλος ), κ’
εντείνει την αγανάχτηση των
πολλών ανάλογα με την κατάσταση όπου τους φέρνει. Γίνονταν
λοιπόν επαναστάσεις στις πολιτείες , κι’ αν τυχόν καμιά είχε καθυστερήσει , μαθαίνοντας το τι είχε σταθεί αλλού προτήτερα ,
προχωρούσε μακρήτερα στις άκρες βιαιότητες, και ξάναβαν τα μυαλά των
ανθρώπων προσπαθώντας να επινοήσουν κάτι χειρότερο και πιο
περίτεχνο , και να επιβάλουν πιο
τερατώδικες αντεκδικήσεις. Και
νόμισαν πως είχαν το δικαίωμα ν’ αλλάξουν και την συνηθισμένη ανταπόκριση των
λέξεων προς τα πράγματα, για να δικαιολογήσουν
τις πράξεις τους. (αρχ. Και την ειωθυίαν αξίωσιν των ονομάτων ες τα
έργα αντήλλαξαν τη δικαιώσει.) Έτσι
η αστόχαστη αποκοτιά θεωρήθηκε παλληκαριά γι’ αγάπη των συντρόφων, ο δισταγμός από πρόνοια για το μέλλον δειλία που προβάλλει ενάρετες δικαιολογίες
(αρχ. …μέλλησις δε προμηθής δειλία ευπρεπής,) , η γνωστική
μετριοπάθεια ως πρόφαση ανανδρίας (αρχ…. το δε σώφρων του ανάνδρου πρόσχημα,
), και η ικανότητα να βλέπει κανείς όλες τις πλευρές μιας κατάστασης ,
ανικανότητα να δράση από καμιά, την απότομη και βίαιη αντίδραση , την πρόσθεσαν
στα προτερήματα του ανδρός, και η αποχή από τις ραδιουργίες λογίστηκε
φαινομενικά λογική πρόφαση για ν’ αποφύγει
κανείς τον κίντυνο. Τον αδιάκοπα
έξαλλο κατήγορο τον θεωρούσαν πάντα αξιόπιστο , όποιον όμως του αντιμιλούσε,
τον υποψιάζονταν για προδοσία . Κι’ αν
έκανε κανείς ραδιουργίες και πετύχαινε, τον είχαν για έξυπνο, κι’ όποιος υποψιαζόταν και ξεσκέπαζε έγκαιρα
τα σχέδια του άλλου ήταν ακόμα πιο καπάτσος (αρχ….επιβουλεύσας δε τις τυχών ξυνετός
και υπονοήσας έτι δεινότερος.) .
Όποιος όμως προνοούσε ώστε να μη χρειαστούν
αυτά καθόλου, έλεγαν πως διαλύει το κόμμα κι’ αφήνει να τον τρομοκρατούν
οι αντίπαλοι.
Και μ’ ένα λόγο, όποιος πρόφταινε να κάνει το κακό πριν από τον άλλον άκουγε παινέματα, καθώς κι’ όποιος παρακινούσε στο κακό έναν άλλον που δεν το είχε προτήτερα βάλει στο νού του . Κι’ ο συγγενής λογιζόταν πιο ξένος από τον κομματικό σύντροφο, επειδή ο σύντροφος ήταν πιο πρόθυμος να ριχτεί στον κίντυνο για το κόμμα χωρίς να εξετάσει την αληθινή αιτία της πράξης του. Οι κομματικοί σύντροφοι δεν συνδεόταν μεταξύ τους σύμφωνα με τους νόμους που ίσχυαν γι’ αμοιβαία ωφέλεια αλλά για να κερδίσουν πλεονεκτήματα στο πείσμα των νόμων και των κοινωνικών ηθών. Και την εμπιστοσύνη μεταξύ τους δεν την επικύρωναν όρκοι προς τους θεούς , όπως συνηθιζόταν άλλοτε, αλλά ο σκοπός να πατήσουν το νόμο με κοινήν ενέργεια. Τις δίκαιες προτάσεις των αντιπάλων τις δέχονταν μ’ επιφύλαξη παρακολουθώντας τις πράξεις τους αν ήταν πιο ισχυροί κι’ όχι με γενναιοψυχία. Και κοίταζαν περισσότερο να πάρουν εκδίκηση παρά να φυλαχτούνε για να μην πάθουν πρώτα οι ίδιοι. Κι’ αν σε κάποια περίσταση έδιναν κι’ έπαιρναν όρκους να συμφιλιωθούν , οι όρκοι ίσχυαν γιατί την στιγμή εκείνη δεν ήτανε σε θέση κανένας από τους δυό να κάνει τίποτ’ άλλο, επειδή δεν είχαν να περιμένουν ενίσχυση από πουθενά αλλού. Μόλις όμως δινόταν η ευκαιρία , εκείνος που πρόφταινε να τολμήσει , αν έβλεπε πουθενά ανοιχτό τον αντίπαλο, του την έφερνε με μεγαλύτερη χαρά επειδή είχε δώσει τα πιστά παρά αν τον ζημίωνε κατ’ ευθείαν και φανερά. Και λογιζόταν το φέρσιμο τούτο όχι μόνο πιο σίγουρο , αλλά, επειδή είχε υπερισχύσει με πονηριά , έπαιρνε και το χαρακτήρα νίκης σε αγώνα εξυπνάδας. Κ’ ευκολότερα νομίζονταν επιδέξιοι οι πολλοί που κακουργούν , παρά ενάρετοι όσοι δεν ξέρουν απ’ αυτά . Και ντρέπονται για τούτο το δεύτερο ενώ καμαρώνουνε για το πρώτο.
Και μ’ ένα λόγο, όποιος πρόφταινε να κάνει το κακό πριν από τον άλλον άκουγε παινέματα, καθώς κι’ όποιος παρακινούσε στο κακό έναν άλλον που δεν το είχε προτήτερα βάλει στο νού του . Κι’ ο συγγενής λογιζόταν πιο ξένος από τον κομματικό σύντροφο, επειδή ο σύντροφος ήταν πιο πρόθυμος να ριχτεί στον κίντυνο για το κόμμα χωρίς να εξετάσει την αληθινή αιτία της πράξης του. Οι κομματικοί σύντροφοι δεν συνδεόταν μεταξύ τους σύμφωνα με τους νόμους που ίσχυαν γι’ αμοιβαία ωφέλεια αλλά για να κερδίσουν πλεονεκτήματα στο πείσμα των νόμων και των κοινωνικών ηθών. Και την εμπιστοσύνη μεταξύ τους δεν την επικύρωναν όρκοι προς τους θεούς , όπως συνηθιζόταν άλλοτε, αλλά ο σκοπός να πατήσουν το νόμο με κοινήν ενέργεια. Τις δίκαιες προτάσεις των αντιπάλων τις δέχονταν μ’ επιφύλαξη παρακολουθώντας τις πράξεις τους αν ήταν πιο ισχυροί κι’ όχι με γενναιοψυχία. Και κοίταζαν περισσότερο να πάρουν εκδίκηση παρά να φυλαχτούνε για να μην πάθουν πρώτα οι ίδιοι. Κι’ αν σε κάποια περίσταση έδιναν κι’ έπαιρναν όρκους να συμφιλιωθούν , οι όρκοι ίσχυαν γιατί την στιγμή εκείνη δεν ήτανε σε θέση κανένας από τους δυό να κάνει τίποτ’ άλλο, επειδή δεν είχαν να περιμένουν ενίσχυση από πουθενά αλλού. Μόλις όμως δινόταν η ευκαιρία , εκείνος που πρόφταινε να τολμήσει , αν έβλεπε πουθενά ανοιχτό τον αντίπαλο, του την έφερνε με μεγαλύτερη χαρά επειδή είχε δώσει τα πιστά παρά αν τον ζημίωνε κατ’ ευθείαν και φανερά. Και λογιζόταν το φέρσιμο τούτο όχι μόνο πιο σίγουρο , αλλά, επειδή είχε υπερισχύσει με πονηριά , έπαιρνε και το χαρακτήρα νίκης σε αγώνα εξυπνάδας. Κ’ ευκολότερα νομίζονταν επιδέξιοι οι πολλοί που κακουργούν , παρά ενάρετοι όσοι δεν ξέρουν απ’ αυτά . Και ντρέπονται για τούτο το δεύτερο ενώ καμαρώνουνε για το πρώτο.
Αιτία για όλ’ αυτά είναι η όρεξη ν’ αποκτήσουν δύναμη οι άνθρωποι από απληστία και φιλοδοξία , κι’ απ’ αυτά πηγάζει η ορμή που τους σπρώχνει , μια και μπούνε στην διαμάχη των κομμάτων. Γιατί όσοι ξεπρόβαλαν κάθε φορά σαν αρχηγοί στις πολιτείες, ο καθένας με ωραίο και αξιόπρεπο σύνθημα , πως εκτιμούν πάνω απ’ την ίση συμμετοχή όλων των πολιτών στην διοίκηση της πολιτείας , ή την γνωστική και μετρημένη κυβέρνηση των πιο καλών , γνοιάζονταν για τα κοινά μόνο με τα λόγια, ενώ κέρδιζαν πλεονεκτήματα για τον εαυτό τους , και πολεμώντας με κάθε τρόπο να υπερισχύσουν ο ένας από τον άλλον πολλές φορές ως τώρα τόλμησαν να κάνουν τα πιο φοβερά πράγματα , κ’ επιδίωξαν να εκδικηθούν τους αντιπάλους τους όχι ως εκεί που επιτρέπει η δικαιοσύνη και το συμφέρον της πολιτείας, αλλά κάνοντας τις πιο άγριες πράξεις, με μοναδικό περιορισμό το τι ήταν πιο ευπρόσδεκτο κάθε φορά για τη μια ή την άλλη μερίδα. Και δεν εδίστασαν στην προσπάθεια τους να καταλάβουν την αρχή είτε καταδικάζοντας τους αντιπάλους με άδικη ψήφο του λαού, είτε με βίαιο προξικόπημα, να χορτάσουν τη φιλοδοξία τους της στιγμής. Έτσι που κανείς από τους δυό δεν ακολουθούσε τους κανόνες του σεβασμού προς το δίκαιο και το σωστό, αλλά όσοι τύχαινε με ωραία και πρεπούμενα λόγια να σκεπάσουν τις πιο ανόσιες πράξεις , αποχτούσαν καλύτερη φήμη. Οι πιο μετριοπαθείς πολίτες θανατώνονταν κι’ από τους δυό , είτε γιατί δεν βοηθούσαν τον αγώνα τους ή γιατί τους φθονούσαν οι άρχοντες ως και την πιθανότητα να επιζήσουν. »
3.83: «Έτσι γίνηκαν
κάθε λογής διαστραμμένα εγκλήματα ανάμεσα
στους Έλληνες κ’ αιτία τους ήταν οι εσωτερικές διενέξεις κ’
. επαναστάσεις. Και οι ηθικοί τρόποι που συγγενεύουν τα πιο στενά με την ευγενικιά φύση,
έγιναν καταγέλαστοι και αφανίστηκαν, κ’ επικράτησαν οι οξείες αντιθέσεις
των αντιπάλων κομμάτων με
διαμετρικά αντίθετα φρονήματα ,
χωρίς ίχνος αμοιβαίας εμπιστοσύνης.
Γιατί δεν υπήρχε τίποτα που να διαλύσει την δυσπιστία αυτή, ούτε λόγος
που να δίνει εγγύηση , ούτε
όρκος που να φοβάται κανείς να τον πατήσει.Κι’ όταν επικρατούσαν , όλοι
στοχάζονταν πως δεν είχαν καμμιάν ελπίδα να εξασφαλιστούνε μόνιμα, γι’
αυτό περισσότερο φρόντιζαν πώς να μην
πάθουν αυτοί πρώτοι παρά που μπορούσαν να δώσουν πίστη στους άλλους. Και τις
περισσότερες φορές επέπλεαν όσοι είχαν τις κατώτερες διάνοιες, γιατί επειδή
φοβούνταν τόσο την ίδια τους κατωτερότητα όσο και την εξυπνάδα των αντιπάλων,
μήπως γι’ αυτό δεν μπορέσουν να επιβάλουν τη γνώμη τους με τα λόγια, και μήπως
με την συστροφία τους οι άλλοι προφτάσουν να τους συκοφαντήσουν και να
εξυφάνουν τα συνωμοτικά τους σχέδια προτήτερα , τολμούσαν να κάνουνε
πραξικοπήματα με αναίδεια. Ενώ όσοι δεν καταδέχονταν να λάβουν τα μέτρα τους
έγκαιρα , βέβαιοι πως θα προαισθάνονταν τον κίντυνο, γιατί νόμιζαν πως δε
χρειάζονται οι πράξεις εκεί που έφτανε η γνώση , πιάνονταν αφύλακτοι και
θανατώνονταν.»
3.84: «Οι περισσότερες τέτοιες πράξεις έγιναν με αποκοτιά στην Κέρκυρα πρώτα και ό, τι άλλο τυχόν έπραξαν παρακινημένοι από την άσεμνη υπεροψία των αρχόντων που τους κυβερνούσαν χωρίς φρονιμάδα, και παίρνοντας εκδίκηση όταν τέλος αυτοί τους έδιναν την ευκαιρία να το κάνουν. Κι’ άλλοι τ’ άκαναν αυτά με τον σκοπό να ξετινάξουν από πάνω τους την συνειθισμένη τους φτώχεια, αποφασίζοντας τ’ άδικα απ’ την λαχτάρα ν’ αποχτήσουν τ’ αγαθά των γειτόνων τους , κι’ άλλοι όχι για πλούτη, χτυπούσαν τους αντιπάλους ξεκινώντας από ίση μ’ αυτούς οικονομική θέση, παρασυρμένοι από τον άγριο θυμό του ακαλλιέργητου ανθρώπου, και ρίχνονταν καταπάνω τους ωμά , τόσο, που δεν μπορούσαν να μαλακώσουνε με παρακάλια. Επειδή λοιπόν ολόκληρη η ζωή της πολιτείας αναστατώνεται σε τέτοιες περιστάσεις και καταπατεί τους νόμους η φύση των ανθρώπων , που έτσι κι’ αλλιώς κι’ όταν υπάρχουνε νόμοι, συγκλίνει στο άδικο, εύκολα έδειξε πως είναι αδύνατον να συγκρατήσει την οργή της, πιο δυνατή απ’ το αίσθημα της δικαιοσύνης κ’ εχθρική προς κάθε τι ανώτερο. Γιατί δεν θα προτιμούσαν να πάρουν εκδίκηση παρά ν’ ακολουθήσουν το θείο νόμο, ούτε το κέρδος παρά να κρατηθούνε μακρυά απ’ την αδικία , αν ο φθόνος δεν έπαιρνε την πρώτη και ολέθρια θέση στην καρδιά τους. (αρχ. …ισχύν είχε το φθονείν…) . Γιατί οι άνθρωποι έχουνε σε τέτοιες περιστάσεις την αυθάδη αξίωση να καταλύσουν από τα πριν τους κοινούς νόμους που αφορούν τα τέτοια εγκλήματα, που απ’ αυτούς και μόνο υπάρχει για όλους βάση να ελπίζουν πως μπορεί κι’ αυτοί να σωθούν αν πάθουν κάποια συμφορά, και δεν τους νοιάζει πιά αν δεν μείνει ορθός κανένας, όταν τυχόν κι’ αυτοί οι ίδιοι , πέφτοντας σε κίνδυνο, τους χρειασθούν.» 3.85: «Τέτοια ήτανε λοιπόν τα πρώτα ξεσπάσματα της ωμής βίας και του μίσους ανάμεσα στους κατοίκους της Κέρκυρας ….»
Σ’ αυτές τις παραγράφους ο θεοειδής
Θουκυδίδης ιχνογραφεί με δωρική λιτότητα την αλητεία και τις μεταλλάξεις του ανθρώπινου είδους
όταν κυριεύεται από το πάθος της κατάληψης της εξουσίας
Έτσι, η αστόχαστη αποκοτιά -- θεωρήθηκε παλληκαριά,
Έτσι, η αστόχαστη αποκοτιά -- θεωρήθηκε παλληκαριά,
ο δισταγμός για την
μέλληση του μέλλοντος –δειλία ευπρεπής,
η σωφροσύνη – του ανάδρου πρόσχημα,
η βίαιη αντίδραση – προτέρημα ανδρικό, η αποχή από ραδιουργίες – αποφυγή
κινδύνων, ο έξαλλος κατήγορος –
αξιόπιστος, ο αντίθετος σώφρων λόγος – προδοσία, η ραδιουργία – εξυπνάδα, τον επιβουλεύοντα – ακόμη δεινότερο, ο συγγενής –λογιζόταν ξένος αν δεν ήταν στο
κόμμα, ο όρκος προς τους θεούς – αντικαταστάθηκε με την
πίστη στο κόμμα, η υπερίσχυση με πονηριά – νίκη στον αγώνα εξυπνάδας, επιδέξιοι
οι κακούργοι – παρά ενάρετοι όσοι δεν ξέρουν από αυτά, οι ηθικοί τρόποι σύμφυτοι με την ευγένεια – καταγέλαστη συμπεριφορά. Κι
όλα αυτά γίνανε γιατί η φιλοδοξία για επικράτηση και εξουσία έγινε φθόνος στην
καρδιά τους, «ισχύν είχε το φθονείν».
Πενήντα χρόνια μετά τον Θουκυδίδη έρχεται ο Ισοκράτης και
μας λέγει: « Η δημοκρατία μας αυτοκαταστρέφεται, διότι, κατεχράσθη το δικαίωμα
της ελευθερίας και της ισότητας, διότι έμαθε τους πολίτες να θεωρούν: την
αυθάδεια ως δικαίωμα, την παρανομία ως ελευθερία, την αναίδεια του λόγου ως
ισότητα και την αναρχία ως ευδαιμονία !!»
Σήμερα οι
τάχα κυβερνόντες προβαίνουν λόγω και έργω στις ίδιες παρεκτροπές, αφού, ταύτισαν τα ψέματα σε αλήθειες,
το τελείωμα των κομματικών
αντιπάλων σε σωτηρία δική τους, τις ραδιουργίες των
ξένων «δανειστών» τις
ονόμασαν θεσμούς, τα ιστορικά, εθνικά πολιτιστικά
δικαιώματα σε μεταφυσικές έννοιες,
την αύξηση της τιμής του καυσίμου θέρμανσης σε εξίσωση του φόρου
κατανάλωσης, την παράδοση των Αγίων τοις
κυσί, ονόματος, εθνικότητας και γλώσσας, σε συμβιβασμό, τις αναρχικές ομάδες των Εξαρχείων, σε συλλογικότητες, τις βάρβαρες
επελάσεις του Ρουβίκωνα, σε επισκέψεις παιδιών δικών τους, την ειρηνικότατη
δημοκρατική αντίδραση των πολιτών στα συλλαλητήρια, σε ετερόκλητο όχλο φασιστών, τους
λάθρο-μετανάστες σε παράτυπους μετανάστες,
και ων ουκ έστι αριθμός αλλαγής του νοήματος λέξεων ομιλούμενες εδώ και
τέσσερες χιλιάδες χρόνια προκειμένου να
αντλούν δίκαιο για τις προδοτικές τους ενέργειες και πράξεις. Και ας φωνάζει ο
Όμηρος χιλιάδες χρόνια , «οι λέξεις είναι υποχρεωμένες να τρέχουν παράλληλα με
την ζωή ή οι λέξεις είναι το γλωσσικό ταυτόσημο με την ζωή μας»
Εν κατακλείδι δεν μπορώ να μην αντιγράψω ένα σχόλιο που
περιγράφει την φρίκη που ζούμε με τους «κυβερνώντες»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου