Γράφει ο Μάριος Νοβακόπουλος*
Ακολούθως προχωρεί στην πρώιμη εποχή της γέννησης του Ισλάμ, συνεχίζοντας την αφήγηση προς τον λεγόμενο Μεσαίωνα. Επιφυλάσσει όμως ξεχωριστή ερμηνεία για τα δύο μισά της χριστιανοσύνη: Το κεφάλαιο της Λατινικής Εσπερίας ακολουθεί εκείνο της εξαιρετικά γνώριμης για τους Τούρκους Ρωμιοσύνης.
Το Ισλάμ και η Μεσαιωνική Δύση
Η επιρροή της αραβικής σκέψης και γραμματείας στην ανάπτυξη και ωρίμανση του μεσαιωνικού λατινικού πολιτισμού έχει σημειωθεί και υμνηθεί από πολλούς ιστορικούς, και ο Καλίν σπεύδει να την αναδείξει. Ο συγγραφέας απαριθμεί σημαντικούς διανοητές και δείχνει το πως επηρέασαν τη Δύση, κατά κύριο λόγο δε τη γέννηση της ακαδημαϊκής της παράδοσης. Ο Καλίν παραθέτει ως ισλαμικά στοιχεία τα οποία εμπλούτισαν την κουλτούρα του Ευρωπαϊκού πανεπιστημίου «το διδακτορικό, τη διατριβή, την πανεπιστημιακή έδρα, την τήβεννο, την πανεπιστημιούπολη με εστίες (campus)», ακόμη και την ίδια την ανώτατη σχολή ως εξέλιξη των ισλαμικών ιεροδιδασκαλείων (madrasa). Γίνεται λόγος στην επιρροή του φιλοσόφου Αβερρόη στην ερμηνεία του Αριστοτέλη από τους δυτικούς, και πως ο Θωμάς Ακινάτης και οι σχολαστικοί διάδοχοι του επεχείρησαν να τον αντικρούσουν. Δεν λείπει βέβαια τα διαβόητα γεγονότα στο πανεπιστήμιο του Παρισιού το 1217, οπότε ο τοπικός επίσκοπος καταδίκασε τον αβερροϊσμό και έριξε τα σχετικά συγγράμματα στην πυρά.
Το κεφάλαιο για τη σχέση Ισλάμ και δυτικού Μεσαίωνος κλείνει με τον Καλίν να στηλιτεύει τη διχασμένη προσέγγιση των Ευρωπαίων προς τον ισλαμικό πολιτισμό: η μουσουλμανική θρησκεία απορρίπτετο με περιφρόνηση (ο συγγραφέας αναφέρει αρκετές φορές τις δυτικές αντιλήψεις περί «ηδονιστή και υλιστή» Μωάμεθ), αλλά πλήθος κοσμικών έργων φιλοσοφίας, λογοτεχνίας και φυσικών επιστημών γνώριζαν την αποθέωση στα μάτια των Δυτικών λογίων. Οι τελευταίοι υπερέβησαν αυτήν την αντίφαση κρίνοντας πως ό,τι καλό προσέφερε ο ισλαμικός πολιτισμός αφορούσε τα προ-μωαμεθανικά του στοιχεία και δεν είχε σχέση με το ίδιο το Ισλάμ-υπήρχαν όχι εξ αιτίας ή σε σχέση με τη θρησκεία του Κορανίου, αλλά παρά αυτήν. Ο σχολαστικός Ρογήρος Βάκων φθάνει στο σημείο να υποθέσει πως ο Αββικένας και ο Φαραμπί πρέπει να ήσαν κρυπτοχριστιανοί: δεν ήταν δυνατόν, στην αντίληψη του, τέτοια φωτισμένα μυαλά να ακολουθούν την «ασυνάρτητη» ισλαμική θρησκεία. Ο συγγραφέας εντοπίζει σε εκείνες τις τάσεις την πηγή της θέασης του Ισλάμ ως «άλλου» και «εχθρού» της Χριστιανοσύνης.
Να μας επιτραπεί εδώ να υποθέσουμε πως οι μεγάλες αραβοϊσλαμικές κατακτήσεις του 7-8ου αιώνος, οι ακατάπαυστες επιδρομές και πειρατείες από τη Γαλλία ως τη Μικρά Ασία, οι συντριπτικές εισβολές των Σελτζούκων και ύστερα των Οθωμανών είχαν και αυτές μια-μικρή έστω-επίδραση στον φόβο και το πάθος της Δύσης κατά του Ισλάμ.
Πιο εύστοχη είναι η παρατήρηση του Τούρκου συγγραφέα στην προσπάθεια εύρεσης βαθυτέρων αιτίων της ισλαμοδυτικής αντιπαραθέσεως, πως βασικό ρόλο στο διαχρονικό και επίμονο της αντιπαλότητος έχει το γεγονός πως οι δύο κοσμοθεωρίες είναι, λόγω θρησκευτικών αρχών, οικουμενικές. Αξιώνουν την πανανθρώπινη και παγκόσμιο διάδοση και επικράτηση τους, χωρίς να περιορίζονται στα όρια της εθνικότητος ή του πολιτισμού που τις ανέπτυξε.
Αλλά ας προχωρήσουμε, καθώς ο Καλίν ανοίγει ένα κεφάλαιο το οποίο οι δυτικοί αναλυτές αφήνουν στο περιθώριο: τις σχέσεις του Ισλάμ με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία.
Ισλάμ και Βυζάντιο
Οι σχέσεις του Ισλάμ με το Βυζάντιο περιγράφονται ως πολύπτυχες, με αρκετά κοινά στοχιεία και πολιτισμικές ανταλλαγές, χωρίς να λείπουν οι προφανείς και σημαντικότατοι πόλεμοι. Γίνεται εκτενής αναφορά στο πως ο προϋπάρχων χριστιανικός (ελληνοβυζαντινός, συριακός κ.α.) πολιτισμός επηρέασε πολυποίκιλα τη μουσουλμανική σκέψη, φιλοσοφία, θεολογία κ.α. Ο Μωάμεθ κήρυξε τον λόγο του Αλλάχ και στη συνέχεια ένωσε την Αραβία ενώ μαινόταν η τιτανομαχία του Βυζαντινο-Σασσανιδικού πολέμου. Ο Καλίν επισημαίνει την κατ’ αρχάς φιλική διάθεση του προφήτη προς την ανατολική χριστιανοσύνη: σύμφωνα με την δημοφιλή μουσουλμανική παράδοση όταν ο Μωάμεθ μπήκε στο ιερό της Καάμπα στη Μέκκα και συνέτριψε τα είδωλα, άφησε άθικτη μόνο την εικόνα της Παναγίας Βρεφοκρατούσας. Στο ίδιο το Κοράνι υπάρχει πρόρρηση της τελικής επικράτησης του Βυζαντίου επί των Περσών (σούρα «οι Έλληνες»). Παρ’ ότι τελικώς ο Μωάμεθ διεξήγαγε επιδρομές σε βυζαντινά εδάφη, υπήρξαν διπλωματικές επαφές με την Κωνσταντινούπολη και τον αυτοκράτορα Ηράκλειο. Η ευμενής συμπεριφορά του τελευταίου προς τους Άραβες πρεσβευτές αποτελεί την αιτία, κατά τις ευλαβείς ισλαμικές διηγήσεις, που αντιθέτως με την Περσία η αυτοκρατορία του επέζησε της εκρηκτικής προελάσεως του Χαλιφάτου (ορισμένες φθάνουν στο σημείο να ονομάσουν τον Ηράκλειο κρυπτο-μουσουλμάνο).
Ο Καλίν δεν εμβαθύνει στην πολιτική και στρατιωτική ιστορία των πολέμων του Βυζαντίου με τους Άραβες, την οποία αναφέρει περιστασιακά. Επικεντρώνεται αντιθέτως στην πολιτισμική και θεολογική αλληλεπίδραση των δύο κόσμων, ήδη από τις πρώτες τους επαφές. Οι πρώιμοι μουσουλμάνοι έβλεπαν στο Βυζάντιο έναν κόσμο πρωταγωνιστή στον πολιτισμό, από τον οποίον είχαν να μάθουν πολλά: έτσι προέκυψε ο πλούτος των αρχαιοελληνικών συγγραμμάτων που ενθουσιωδώς αντέγραψαν και μελέτησαν οι Άραβες, περνώντας τα ύστερα με τη σειρά τους στην Εσπερία μέσω Ισπανίας. Ο Καλίν παρουσιάζει το Βυζάντιο ως έναν θεματοφύλακα ο οποίος όμως «δεν έφερε κάποια καινοτομία» στη φιλοσοφία. Η άποψη αυτή δεν είναι δική του, καθώς επρόκειτο για εξαιρετικά διαδεδομένο κοινότοπο των δυτικών ιστορικών (και όχι μόνο-τον αναπαράγει και ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος στη μνημειώδη «Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος»).
Το περίγραμμα της θεολογικής αντιπαράθεσης Βυζαντινών και μουσουλμάνων τίθεται μέσα από την επίσημη αλληλογραφία Ρωμαίων αυτοκρατόρων και ορθοδόξων ιεραρχών με τους Άραβες ομολόγους τους: οι ορθόδοξοι έβλεπαν το Ισλάμ ως μία αίρεση του χριστιανισμού, ενώ οι μουσουλμάνοι κατέκριναν έννοιες όπως η τριαδικότητα και η σταύρωση ή πρακτικές όπως η τίμηση των εικόνων. Ο Καλίν κάνει ιδιαίτερη μνεία στην Εικονομαχία, κίνημα το οποίο, όπως παραδέχεται, στηρίχθηκε σε προϊσλαμικές ανεικονικές αρχές, είχε όμως εμφανείς επιρροές από την πρακτική του ανερχομένου και υπό διαμόρφωση τότε μουσουλμανικού πολιτισμού. Η επιρροές των Ισαύρων αυτοκρατόρων από την έμφαση των ανατολικών μονοθεϊστικών θρησκειών κατά των ειδώλων (εντός ή εκτός εισαγωγικών) είναι γνωστές: οι εικονόφιλοι αποκαλούσαν τον Λεόντα Γ’ «σαρακηνόφρονα» για την θρησκευτική του πολιτική.
Πέραν του διανοητικού επιπέδου, το βιβλίο εκθέτει πολλά παραδείγματα ήπιας αλληλεπίδρασης Ρωμαίων και Σαρακηνών, με τις ανταλλαγές επιστημονικών συγγραμμάτων ή την επιρροή της ελληνορθόδοξης αρχιτεκτονικής στην ισλαμική ναοδομία (χαρακτηριστικό παράδειγμα ο θόλος των τεμενών, άμεσο δάνειο από την ανατολική εκκλησία).
Το κεφάλαιο τελειώνει με τον Καλίν να επαναλαμβάνει τη διαδικασία με την οποία Ισλάμ και Δύση ανέπτυξαν αντίθετες ταυτότητες και άρχισαν να βλέπουν αλλήλους ολοένα και πιο εχθρικά. Μετά την ομολογουμένως ισορροπημένη προσέγγιση του Βυζαντίου, ο νέο-οθωμανός πολιτικός ανοίγει το «καυτό» θέμα που είναι αναμενόμενο να κυριαρχεί σε κάθε πραγματεία για τις σχέσεις του σταυρού και της ημισελήνου:τις Σταυροφορίες.
(συνεχίζεται)
*φοιτητής διεθνών, ευρωπαϊκών και περιφερειακών σπουδών (mnovakopoulos.blogspot.com)
Πρώτη δημοσίευση: Geopolitics and Daily News 24-9-2018
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου