«Ἐγεννήθηκα στὸ χωριὸ Στύψη τῆς Λέσβου στὰ 1866. Καὶ οἱ γονεῑς μου
ἦταν ἀπὸ τὴ Στύψη. Ὁ πατέρας μου ἦταν ἔμπορος. Νέος ἀκόμη πῆγε ἀπέναντι,
στὸ Ἀδραμύττι, καὶ ἄνοιξε κατάστημα. Ὅταν ὅμως ἔφθασε σὲ ὥρα γάμου,
ἦρθε πάλι στὴ Στύψη καί παντρεύτηκε. Καὶ πάλι ξαναγύρισε στὸ Ἀδραμύττι.
Μὰ ἐρχόταν στὶς γιορτές. Ὅταν ἔγινα ἐγὼ δύο χρονῶν, ἦρθε καὶ μᾶς πῆρε
ὅλους στὸ Ἀδραμύττι. Ἐκεῖ γεννήθηκαν οἱ ἔξι ἀδελφές μου, ἡ μία πέθανε
πολὺ μικρή, καὶ τελευταῖος ὁ ἀδελφός μου Εὐριπίδης, ποὺ καὶ αὐτὸς πέθανε
νέος…[…]».
(Ἀπὸ τὰ Ἀπομνημονεύματά του)
Τριανταπέντε ἐτῶν ἦταν ὁ μέχρι τότε Ἐπίσκοπος Χαριουπόλεως, Γερμανός, ὅταν στὶς 21 Ὀκτωβρίου 1900 κλήθηκε νὰ μεταβῇ στὴ Δ. Μακεδονία καὶ νὰ ἀναλάβῃ τὴν Μητρόπολη Καστοριᾶς. Στὰ Ἀπομνημονεύματά του γράφει ὅτι βρῆκε τὸν τόπο σὲ ἄθλια κατάσταση. Οἱ βλέψεις τοῦ Βουλγαρικοῦ Κομιτάτου ἔφθαναν ὡς τὸν Ἀλιάκμονα καὶ τὰ Καστανοχώρια καὶ γι΄αὐτό, τὸ στρατόπεδο τῶν βουλγαρικῶν συμμοριῶν στήθηκε στὰ Κορέστια τῆς Καστοριᾶς, γιὰ νὰ ἀποδείξουν μία μέρα στὴν εὐρωπαϊκὴ διπλωματία ὅτι στὴν Καστοριὰ ἔπρεπε νὰ χαραχθοῦν τὰ σύνορα τῆς πολυπόθητης γιὰ τοὺς βουλγάρους, «Μεγάλης Βουλγαρίας»…
Στὶς ἀρχές τοῦ 1901 ὁ Γερμανὸς ἔκανε μία μεγάλη περιοδεία σὲ ὅλα τὰ σλαβόφωνα χωριὰ τῶν Κορεστίων. Στὸ χωριὸ Κονοπλάτι, ἀπὸ τὸ ὁποῖο καταγόταν ὁ κομιτατζῆς Μῆτρος Βλάχος, οἱ βούλγαροι ἀρνήθηκαν νὰ δώσουν τὰ κλειδιὰ τῆς ἐκκλησίας στὸ Γερμανὸ γιὰ νὰ λειτουργήσῃ.
Ὁ Γερμανός, γνωρίζοντας ὅτι ἦταν ἀδύνατον νὰ κρατηθῇ ὁ ἀγώνας χωρὶς ἔνοπλα ἑλληνικὰ σώματα, πρότεινε στὴν Κυβέρνηση τῶν Ἀθηνῶν τὴ συγκρότηση ἔνοπλων ὁμάδων ἀπὸ ντόπιους καὶ Κρῆτες, ἀλλὰ ἡ πρότασή του δὲν εἶχε κανένα ἀποτέλεσμα.
«Τότε», διηγεῖται ὁ Γερμανός, «ἐγὼ μαζὶ μὲ τὸν καβάση μου Ἐμὶν ἔχοντας κρεμασμένα στοὺς ὤμους μας τὰ ὅπλα μας, ἐγὼ ἕνα μάλιγχερ καὶ ’κεῖνος ἕνα γκρά, σπάσαμε μὲ μπαλτᾶδες τὴν πόρτα καὶ μπήκαμε καὶ λειτούργησα χωρὶς κανεὶς νὰ τολμήσῃ νὰ μ’ ἐμποδίσῃ».
Τὰ Χριστούγεννα τοὺ 1901 λειτούργησε τὰ μεσάνυχτα στὸ χωριὸ Ζαγορίτσανη. Οἱ βούλγαροι δὲν ἤθελαν νὰ τοῦ δώσουν τὰ κλειδιὰ τὴς ἐκκλησίας, γιατὶ ἤθελαν νὰ λειτουργήσουν πρώτοι αὐτοί. Μὲ τὴν ἀπειλὴ στὴν ἀρχὴ ὅτι θὰ σπάσῃ τὴν πόρτα τῆς ἐκκλησίας γιὰ νὰ μπῇ μέσα καὶ ἀργότερα μὲ τὴν ἀπειλὴ ὅτι θὰ ζητοῦσε ἀπὸ τὸν Καϊμακάμη νὰ στείλῃ στρατό, πῆρε τὰ κλειδιὰ ἀπὸ τοὺς βουλγάρους καὶ λειτούργησε.
Ὁ Γερμανὸς διηγεῖται γιὰ τὴ νυχτερινὴ αὐτὴ χριστουγεννιάτικη λειτουργία:
«Στὴν ἐκκλησία ἔβαλα τὸ ρεβόλβερ μου στὴν πέτσινη θήκη του καὶ ξέχασα μάλιστα, θυμοῦμαι, τὸν πετεινὸ σηκωμένο. Μὰ εὐτυχῶς δὲν συνέβη δυστύχημα. Πίσω ἀπὸ τὸν θρόνο ἦταν ἕνας δικός μας ποὺ στάθηκε ὅλη τὴν ὥρα μὲ τὸ πιστόλι στὸ χέρι. Ἅμα φτάσαμε στὸ σπίτι ὁ παπα-Γιώργης ἔκανε τὸν σταυρό του.
-Ὅλοι οἱ κακοῦργοι ἦταν ἐδῶ, εἶπε.
Ἡ πρώτη λειτουργία στὴ Ζαγορίτσανη ἀλήθεια ἄγρια. Μὰ ἔτσι ἐπιβλήθηκα».
Ὁ Γερμανὸς Καραβαγγέλης, γυρίζοντας στὴν Καστοριὰ ἀπὸ τὴν πρώτη του περιοδεία, ἀπέστειλε πρὸς τὴν Κυβέρνηση τῶν Ἀθηνῶν καὶ νέα ἔκθεση μέσω τοῦ Προξενείου τοῦ Μοναστηρίου. Στὴν ἔκθεση αὐτή ἐξιστοροῦσε ὅσα ἔγιναν καὶ ζητοῦσε βοήθεια σὲ ἄνδρες καὶ ὅπλα. Κι αὐτὴ τὴ φορὰ ὅμως δὲν εἰσακούστηκε ἡ φωνή του.
«Ἕνα ἀπ’ τὰ μεγαλύτερα ὅπλα του, ἂν ὄχι τὸ μεγαλύτερο, ἦταν ἡ ρητορικὴ του δεινότητα, ἡ πειθῶ ποὺ εἶχε. Ὁ πρῶτος βουλγαρόφωνος ὁπλαρχηγός πού πείστηκε νά μεταστραφεῖ τό 1901 σέ Ἕλληνα ὁπλαρχηγό ἦταν ὁ Κώττας Χρήστου, ὁ γνωστός Καπετάν-Κώττας, ἀπό τό χωριό Ρούλια. Ἀργότερα προσεταιρίστηκε τόν Βαγγέλη Νικολάου ἀπό τό Στρέμπενο, πάλι μέσα στό 1901 ἕναν ἄλλο ὁπλαρχηγό βούλγαρο, τόν Γκέλεφ, πού ἦταν πρίν βουλγαροδάσκαλος, καί τόν Σταῦρο ἀπό τήν Κλεισούρα. Μέ τόν τρόπο αὐτό δημιουργήθηκε ἕνας πρῶτος πυρήνας ἀντίστασης κατά τῶν Κομιτατζήδων ἀπό ντόπιους ὁπλαρχηγούς, πού γνώριζαν καλῶς τά πρόσωπα, τήν περιοχή καί τή δράση τῶν Βουλγάρων.
Ὁ Γερμανός τό 1901, ὅταν μετάστρεψε τόν Γκέλεφ, ἔστειλε ἀμέσως ἔκθεση στόν Δηλιγιάννη, στήν Ἀθήνα, γιά νά τοῦ ἀναγγείλει ὅτι ἀπέσπασε καί ἄλλη βουλγαρική συμμορία καί νά τόν παρακαλέσει νά τοῦ στείλει ἐνίσχυση σέ ἄνδρες. Στην ἔκκληση αὐτή δέν ὑπῆρξε ἀπάντηση». (Ἀναφέρει για τον Γερμανό ο Μητροπολίτης Αυστρίας κ. Μιχαήλ Στάϊκος.)
Τότε ὁ Γερμανός ἔγραψε στὸν Ζαΐμη:
«Στεῖλε μου πενῆντα παλληκάρια, πενῆντα Κρητικούς, νὰ τοὺς ἑνώσῳ μὲ τοὺς δικούς μου. Θὰ καταρτίσῳ ἔτσι εἴκοσι σώματα καὶ θὰ τὰ μοιράσῳ. Ὁ καιρὸς εἶναι κατάλληλος γιὰ δράσι».
Δυστυχώς, ὅπως διαβάζουμε, στὰ Ἀπομνημονεύματά του, οἱ ἑλληνικὲς κυβερνήσεις ἦταν ἀκόμα κατατρομαγμένες ἀπὸ τὴν ἦττα τοῦ 1897. Ὁ Ζαΐμης μάλιστα τόσο τρόμαξε, ποὺ εἶπε:
«Νὰ βγάλωμε ἀμέσως τὸν Καραβαγγέλη ἀπὸ τὴν Καστοριά, γιατί θὰ κάνῃ κακὸ μεγάλο».
Ὁ Γερμανός ἔξω φρενῶν γιατὶ δὲν μποροῦσε νὰ βλέπῃ ἀσυγκίνητος νὰ χύνεται τὸ ἑλληνικὸ αἷμα, ἔστειλε στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο τηλεγραφικῶς τὴν παραίτησή του, τὴν ὁποία δὲν ἀποδέχτηκαν. Αὐτὰ τὸ 1901. Ὁ Γερμανός δὲν κάμπτεται. Ἐπιδίδεται στὴν ὀργάνωση τῆς ἄμυνας τῶν κατοίκων τῶν χωριῶν καὶ τοὺς ἐξοπλίζει.
Σημαντικὴ ἦταν ἡ δράση τοῦ Ἴωνος Δραγούμη στὸ Μοναστήρι, ὅπου ὑπηρετοῦσε στὸ Ἑλληνικὸ Προξενεῖο. Στὸ σπίτι τοῦ Δραγούμη, στὴν Ἀθήνα, συγκεντρώνονταν πολλοὶ Μακεδόνες καὶ πατριῶτες. Ἐκεῖ, φυσικά, βρισκόταν καὶ ὁ γαμβρὸς τοῦ Δραγούμη, ὁ Παῦλος Μελᾶς, ποὺ ἦταν συνεπαρμένος ἀπὸ τὴ σαγηνευτικὴ προσωπικότητα τοῦ Γερμανοῦ Καραβαγγέλη. Σὲ ἐπιστολή του ὁ Παῦλος Μελᾶς γράφει στὸν Μητροπολίτη Γερμανό:
«Σεβασμιώτατε,
Δράττομαι τῆς εὐλογημένης ταύτης εὐκαιρίας, ὅπως σᾶς ἐκφράσω τὴν ἄπειρον λατρείαν καὶ τὸν ἄπειρον σεβασμόν, ὃν πρὸς Ὑμᾶς τρέφω διὰ τὴν γενναίαν καὶ πατριωτικοτάτην ἐνέργειαν Ὑμῶν. Οἱ ἀγῶνες σας, γνωστοὶ ἤδη ὄντες εἰς πολλοὺς καλοὺς πατριώτας καὶ ὡς ἐλπίζω μετ’ οὐ πολὺ εἰς ὁλόκληρον τὸ Ἔθνος, δὲν ἀμφιβάλλω ὅτι θέλουσι ἠλεκτρίσει τοὺς πάντας, ὅπως σπεύσωσι εἰς ἐνίσχυσίν Σας.
Παῦλος Μ. Μελᾶς, Ἀνθυπολοχαγὸς Πυροβολικοῦ».
Ἕνας ἐκκλησιαστικός ἄνδρας, ὁ Γερμανός Καραβαγγέλης, καὶ ἕνας διπλωματικός ὑπάλληλος, ὁ Ἴων Δραγούμης, μετατρέπουν τὴν ἀπροθυμία τῶν ἐπισήμων φορέων σὲ ἀποφασιστικότητα καὶ τὸν σκεπτικισμό τῶν κυβερνώντων σὲ τολμηρότητα καὶ ἀναλαμβάνουν πρῶτοι αὐτοὶ νὰ ἐνεργοποιήσουν τὶς ἀστείρευτες δυνάμεις τοῦ ἀλύτρωτου Ἑλληνισμοῦ καὶ νὰ τὶς ἀξιοποιήσουν.
Ὁ ἀγωνιστής Γεώργιος Πέρρος, σταλμένος τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1903 ἀπὸ τὸν Παῦλο Μελᾶ, κατόρθωσε νὰ μεταβῇ στὸ Μοναστήρι πρὸς συνάντηση τοῦ Ἴωνος Δραγούμη. Ὁ Δραγούμης ἔστειλε τότε τὸν Πέρρο στὸν Γερμανὸ Καραβαγγέλη γιὰ συνεννοήσεις. Ὅταν ὁ Πέρρος ἐπέστρεψε στὴν Ἀθήνα, ἔφερε πολύτιμες πληροφορίες στὸν Παῦλο Μελᾶ. Τὸν Ἰούνιο τοῦ ἰδίου ἔτους ὁ Παῦλος Μελᾶς καὶ ὁ Σφακιανὸς Γεώργιος Τσόντος, γνωστὸς ὡς Καπετάν-Βάρδας, ἔστειλαν ἕντεκα Κρητικοὺς ἀγωνιστὲς στὸν Μητροπολίτη Καστοριᾶς Γερμανό, οἱ ὁποῖοι, μὲ τὴ φροντίδα του, ἐνσωματώθηκαν στὴν ὁμάδα ἄλλων δέκα Μακεδόνων ἀγωνιστῶν τοῦ Καπετάν-Βαγγέλη Στρεμπενιώτη.
Ἡ ἐπανάσταση ποὺ ξέσπασε στὴν περιοχὴ τοῦ Μοναστηρίου, στὶς 20 Ἰουλίου 1903, ἡ γνωστὴ ἐπανάσταση τοῦ Ἴλιντεν, στρεφόταν ὁπωσδήποτε κατὰ τῶν Τούρκων, οἱ στόχοι της ὅμως ἦταν οἱ Ἕλληνες. Ἡ ἐπανάσταση αὐτὴ ἔδωσε τὴν εὐκαιρία στὸν Γερμανὸ νὰ κλείσῃ τὸ βουλγαρικὸ γυμνάσιο τῆς Καστοριᾶς καὶ ὡς ἀντίρροπο νὰ ἱδρύσῃ ἕνα ὀρφανοτροφεῖο γιὰ τὰ παιδιὰ τῶν ἐθνομαρτύρων, ὁπλαρχηγῶν καὶ προκρίτων, ποὺ σκότωσε τὸ Βουλγαρικό Κομιτᾶτο. Ἡ ἐπανάσταση τοῦ Ἴλιντεν ἔληξε πολὺ σύντομα ἄδοξα γιὰ τοὺς βουλγάρους. Καὶ ἐνῶ στοὺς Ἕλληνες δινόταν ἡ εὐκαιρία νὰ ὀργανωθοῦν στὴ Μακεδονία γιὰ νὰ καλύψουν ὅ,τι δὲν εἶχαν πράξει στὰ προηγούμενα χρόνια, ἄφησαν νὰ περάσῃ ἀνεκμετάλλευτη καὶ ἡ δυνατότητα αὐτή.
Ἡ στάση αὐτὴ τῆς Ἑλλάδας ἐπέτρεψε στοὺς βουλγάρους νὰ ἀνασυνταχθοῦν καὶ νὰ ἐπαναλάβουν τὴν κατὰ τοῦ Ἑλληνισμοῦ δράση τους ἐντονότερα τούτη τὴ φορά. Ἡ πικρία καὶ ἡ ἀγανάκτηση κυριεύουν καὶ πάλι τὸν Καραβαγγέλη, ποὺ διαμαρτύρεται ἀκόμη ἐντονώτερα πρὸς πᾶσα κατεύθυνση. Ἀλλὰ καὶ πάλι δὲν ἔγινε τίποτα. Ἀπογοητευμένος ὁ Γερμανὸς ἀναγκάστηκε μὲ πόνο ψυχῆς νὰ ὑποβάλλῃ ἐκ νέου τὴν παραίτησή του ἀπὸ Μητροπολίτης Καστοριᾶς. Ἡ παραίτηση καὶ αὐτὴ τὴ φορὰ δὲν ἔγινε ἀποδεκτή. Λίγο ἀργότερα ὅμως ἡ Ἑλληνικὴ Κυβέρνηση πῆρε ἐπὶ τέλους τὴν ἀπόφαση νὰ στείλῃ στὴ Μακεδονία τόν Παῦλο Μελᾶ, ἐπικεφαλῆς ἀποσπάσματος ἀπὸ 28 ἄνδρες. Ὁ Παῦλος Μελᾶς πέρασε τὰ σύνορα στὶς 27 Αὐγούστου 1904 ἕτοιμος γιὰ δράση στὸ μακεδονικὸ ἔδαφος.
Ἡ μετάβαση τοῦ Παύλου Μελᾶ θὰ πρέπει νὰ θεωρηθῇ ὡς ἀποτέλεσμα τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Γερμανοῦ, ὅπως ἔργο τοῦ Γερμανοῦ πρέπει νὰ θεωρηθῇ καὶ ὁ συντονισμὸς τῆς δράσης τῶν συγκεντρωθέντων βαθμιαίως στὴν περιοχὴ τῆς Καστοριᾶς καὶ τῶν Κορεστίων διαφόρων ἰσχυρῶν ἑλληνικῶν ἀνταρτικῶν σωμάτων. Ἡ παρουσία τοῦ Παύλου Μελᾶ δεν ἦταν μακρᾶ. Στὶς 13 Ὀκτωβρίου τοῦ 1904 στὸ χωριὸ Στάτιστα σφράγισε μὲ τὸ αἷμα του τὴ δυτικομακεδονική γῆ.
Ἀρχικὰ ὁ νεκρὸς Π. Μελᾶς τάφηκε στὶς 14 Ὀκτωβρίου 1904, πάνω ἀπὸ τὸ χωριὸ Στάτιστα, κοντᾶ σὲ ἕνα ρέμα. Στὶς 17 Ὀκτωβρίου τοῦ 1904 ὁ Γερμανὸς Καραβαγγέλης ἔστειλε τὸν Ντίνα νὰ μεταφέρῃ τὸ ἄψυχο σῶμα του στὴν Καστοριὰ γιὰ ἐνταφιασμό. Ὁ Ντίνας ἔφθασε στὸ χωριὸ καὶ ἄρχισε τὴν ἐκταφή. Ὅταν εἰδοποιήθηκε ὅτι τουρκικὸ ἀπόσπασμα ἐρχόταν στὸ χωριό, ἀφαίρεσε τὸ κεφάλι τοῦ Παύλου Μελᾶ, τὸ τύλιξε σὲ λευκὴ καθαρὴ πετσέτα, τὸ ἔβαλε στὸ δισάκι του, ἐπανενταφίασε τὸ ὑπόλοιπο σῶμα του, καὶ τὸ μετέφερε ἀρχικὰ στὸ Ζέλοβο (Ἀντάρτικο) καὶ μετὰ στὸ Πισοδέρι Φλώρινας, ὅπου μυστικὰ ἐνταφιάστηκε μπροστᾶ στὸ Ἅγιο Βῆμα τοῦ Ι.Ν. τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς ἀπὸ τὸν ἱερέα- ἐθνομάρτυρα π. Σταῦρο Τσάμη. Οἱ τοῦρκοι στὶς 23 Ὀκτωβρίου 1904, μετὰ ἀπὸ ἐξονυχιστικὲς ἔρευνες ἀνακάλυψαν τὸ ἀκέφαλο σῶμα τοῦ Μελᾶ καὶ τὸ μετέφεραν στὴν Καστοριά. Ὁ Μητροπολίτης Γερμανὸς Καραβαγγέλης κατόρθωσε νὰ πάρῃ τὸ λείψανο καὶ τελικὰ τὸ ἔθαψε στὸν προαύλιο χῶρο τοῦ Ι.Ν. τῶν Ταξιαρχῶν Καστοριᾶς.
Ὕστερα ἀπὸ τὸν θάνατο τοῦ Παύλου Μελᾶ ὁ Ἑλληνισμός ἐξεγέρθηκε, ἐσήμανε γενική ἀφύπνιση καὶ ἡ Μακεδονία γέμισε ἀπὸ ἀνταρτικὰ ἑλληνικὰ σώματα. Κρητικοί, Παλαιοελλαδίτες καὶ αὐτόχθονες Μακεδόνες πύκνωσαν τὶς τάξεις τους καὶ τὰ ἑλληνικὰ Προξενεῖα τῆς Μακεδονίας ἐπανδρώθηκαν μὲ δυναμικὰ στελέχη, πολιτικὰ καὶ στρατιωτικά. Στὴν ἀναχαίτιση τοῦ ρεύματος ἀποσκίρτησης τῶν σλαβόφωνων Ἑλλήνων στὴ βουλγαρικὴ Ἐξαρχία καὶ στὴν ἐνθάρρυνση τῶν κατοίκων τῆς Ἐπαρχίας Καστοριᾶς συνέβαλαν πολὺ καὶ οἱ τακτικές, ἐπικίνδυνες γιὰ τὴ ζωή του καὶ παράτολμες ἐπισκέψεις τοῦ Γερμανοῦ στὰ χωριὰ καὶ οἱ περιοδεῖες του.
Ὅταν ἡ Μπέλλου-Θρεψιάδη τὸν παρακαλάει νὰ τῆς ἐξηγήσῃ πῶς γινόταν νὰ περνάῃ μέσα ἀπὸ τὰ βουλγαρικὰ χωριὰ χωρὶς νὰ τὸν καταλαβαίνουν, χωρὶς καν νὰ τὸν ὑποπτεύονται ποιός εἶναι, ὥστε νὰ βγοῦν νὰ τὸν κυνηγήσουν, ὁ Γερμανός ἀπαντάει:
«Μὰ ἔπαιρνα καὶ ’γώ τὰ μέτρα μου. Πρῶτα εἶχα πάντοτε δυὸ θαυμάσια ἄλογα δικά μου στὴ Μητρόπολι. Ἔπειτα, ὅταν ἔκανα τέτοια ἐπικίνδυνα ταξίδια, ντυνόμουν κάπως διαφορετικά. Ἔρριχνα ἀπάνω μου ἕνα μαῦρο ἐγγλέζικο ἀδιάβροχο, φοροῦσα μπότες ψηλὲς ὡς τὸ γόνατο, τὸ ἀντερί μου τὸ ἐσήκωνα κι ἔπιανα τὶς ἄκρες του μέσα στὶς τσέπες μου καὶ πάνωἀπὸ τὸ καμηλαύκι μου ἔρριχνα ἕνα μαῦρο μαντήλι. Στὸν ὦμο μου κρεμόταν τὸ μάλιγχερ καὶ στὸ στῆθος μου σταυρωτὰ κάτω ἀπὸ τὸ ἀδιάβροχο διακρίνονταν οἱ φυσιγγιοθῆκες μὲ τὰ φυσέκια. Στὴ μέση φοροῦσα μία πέτσινη πλατειὰ ζώνη, ἀπ’ὅπου κρέμονταν ἀπὸ τὴ μία μεριὰ ἡ θήκη τοῦ πιστολιοῦ μου ποὺ ἦταν μεγάλο καὶ γίνονταν ἐν ἀνάγκῃ καὶ τουφέκι κι ἀπὸ τὴν ἄλλη ἕνα μαχαῖρι στὴ θήκη του. Ἔτσι ὅλοι μὲ παίρνανε γιὰ στρατιωτικὸ ἢ ἀστυνομικό…».
Ὁ Γερμανός ἦταν μόνιμος στόχος τῶν Κομιτατζήδων καὶ στὶς 12 Σεπτεμβρίου 1906 δολοφονήθηκε ὁ Μητροπολίτης Κορυτσᾶς Φώτιος, νομίζοντας ὅτι σκοτώνουν τὸν Καραβαγγέλη. Ἡ παρουσία τοῦ Γερμανοῦ στὴν Καστοριά τώρα ἀκόμα περισσότερο ἀποτελοῦσε κάρφος στὰ μάτια τῶν Βουλγάρων. Οἱ συκοφαντίες τῶν Βουλγάρων καθὼς καὶ οἱ ἀντιπρόσωποι τῶν Μεγάλων Δυνάμεων στὴν Καστοριά, ποὺ διέκειντο εὐνοϊκῶς πρὸς αὐτούς, ἐξαπατοῦσαν τοὺς Πρεσβευτές τους στὴν Κωνσταντινούπολη ἐναντίον τοῦ Γερμανοῦ, ὅπως ἀναφέρει ὁ ἴδιος σὲ ἔκθεσή του πρὸς τὸν Πατριάρχη Ἰωακείμ Γ΄.
Ὅλα αὐτὰ συντέλεσαν στὸν ἀναγκαστικὸ περιορισμὸ τοῦ Γερμανοῦ στὴν Καστοριά, γιατὶ οἱ Τοῦρκοι τῆς Καστοριᾶς, ὕστερα ἀπὸ σχετικὴ ἐντολὴ τῆς Τουρκικῆς Κυβέρνησης, ποὺ ζητοῦσε τὴν ἀνάκλησή του, τὸν ἐμπόδιζαν νὰ βγαίνῃ ἀπὸ τὴν πόλη. Ἡ τηλεγραφικὴ ἀνάκληση τοῦ Γερμανοῦ στὴν Κωνσταντινούπολη, ποὺ ἔγινε μὲ τὸ πρόσχημα τῆς ἐκλογῆς του ὡς μέλους τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, ἦταν μεγάλη ἐπιτυχία τῶν Βουλγάρων καὶ τῶν φιλοβουλγαρικῶν κύκλων καὶ βαρύ τραῦμα γιὰ τὸν Μακεδονικό Ἀγώνα. Εὐτυχῶς ὅμως ποὺ οἱ συνέπειές της δὲν ἦταν καταλυτικὲς γιὰ τὴν παραπέρα ἐξέλιξη τοῦ Ἀγῶνος. Λίγο πρὶν νὰ ἐγκαταλείψῃ ὁ Γερμανὸς τὴν Καστοριά, τοῦ εἶχε γράψει ὁ Καλαποθάκης ἀπὸ τὴν Ἀθήνα νὰ ἐξοντώσῃ μὲ κάθε θυσία τὸν κομιτατζῆ Μῆτρο Βλάχο, ποὺ ἔμενε ἀσύλληπτος. Ὁ Μῆτρος Βλάχος φονεύτηκε καὶ ὁ Γερμανὸς πῆρε τὸν δρόμο γιὰ τὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἔφθασε στὶς 5 Ἰουνίου 1907.
Ὁ τότε Μητροπολίτης Δράμας Χρυσόστομος Καλαφάτης, σὲ γράμμα του πρὸς τὸν Γερμανό, τὸ ὁποῖο τοῦ ἔστειλε ἀμέσως μετὰ τὴν ἀπομάκρυνσή του ἀπὸ τὴν Καστοριά, τοῦ ἔγραφε:
«Μὲ δάφνας ἐστεφανωμένος ἐπιστρέφεις εἰς τὴν Ἀκρόπολιν τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἡμεῖς, μαθηταὶ τῆς μεγάλης νέας Σχολῆς, ἣν Σὺ ἵδρυσες ἐν Μακεδονίᾳ, θὰ φροντίσωμεν ν’ ἀκολουθήσωμεν τὰ ἴχνη Σου. Σὺ δὲ ἀπὸ τῆς ὑψηλῆς σκοπιᾶς, εἰς ἣν ἐκλήθης, θὰ συνεχίσῃς ἤδη ὑπὸ ἄλλην μορφὴν τὸ Ἐθνοσωτήριον ἔργον Σου».
Καὶ ὄντως ὁ Γερμανὸς συνέχισε τὸ ἔργο του μέ αὐτοθυσία καὶ ἡρωϊσμό, ὡς Μητροπολίτης Ἀμασείας, ὑπὲρ τοῦ Ποντιακοῦ Ἑλληνισμοῦ καὶ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, τοῦ ὁποίου ἀναδείχθηκε κορυφαῖος Ἱεράρχης, διατελέσας Τοποτηρητὴς τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, ἐνῶ δυὸ φορές παραιτήθηκε τὴν τελευταία στιγμὴ τοῦ Πατριαρχικοῦ ἀξιώματος ἄν καὶ ἦτο βεβαία ἡ ἐκλογή του.
Καταδικασμένος σὲ θάνατο ἀπὸ τοὺς Κεμαλικούς, ἐκλέγεται Μητροπολίτης Ἰωαννίνων, ἀφοῦ προηγουμένως ἐκθρονίζεται ἀπὸ τοὺς Βενιζελικούς ὁ βασιλικός Ἰωαννίνων Σπυρίδων, ποὺ μὲ τὴ σειρά του δυὸ χρόνια μετὰ θὰ ξαναγυρίσῃ στὴν Ἤπειρο καὶ οἱ Βασιλικοί θὰ ἐξορίσουν τὸν Γερμανὸ στὴν Εὐρώπη, ὡς Μητροπολίτη Ἀμασείας καὶ Ἔξαρχο Κεντρώας Εὐρώπης, μὲ ἕδρα τὴ Βιέννη. Καὶ ἐδῶ ἐργάζεται ἀγόγγυστα ὑπὲρ τῆς διασώσεως τῆς ἑλληνικότητος τῶν Κοινοτήτων τῆς Αὐστρίας, Οὑγγαρίας καὶ Ἰταλίας, περιφρονημένος ἀπὸ τὴν Ἑλληνική Κυβέρνηση, ποὺ τὸν ἀφήνει νὰ πεθάνῃ τὸ 1935 ἐνδεὴς καὶ οὔτε τὴ μεταφορὰ τῆς σοροῦ του στὴν Ἀθήνα δὲν ἐπιτρέπει.
Πικραμένος, ἀλλὰ καὶ ὑπερήφανος, γράφει στὴ διαθήκη του:
«Δὲν χρεωστῶ εἰς οὐδένα οὐδὲ ὀβολόν. Εἰς τὸ Ἔθνος προσέφερα ὅ,τι ἦτο δυνατὸν εἰς Ἱεράρχην τοῦ ’2l. Δὲν δέχομαι εἰς τὴν κηδείαν μου οὔτε Ἀντιπρόσωπον τοῦ Κράτους, οὔτε τῆς Ἐκκλησίας».
Καὶ τὰ ὀστά του παραμένουν στὴ Βιέννη μέχρι τὸ 1959, ὅταν μὲ πρωτοβουλία καὶ ἐνέργειες τῆς Ἑταιρείας Μακεδονικῶν Σπουδῶν μεταφέρονται ἐπισήμως μέσῳ Θεσσαλονίκης στὴν Καστοριά καὶ τὸ Ἑλληνικὸ Κράτος τιμᾶ μὲ κάθε ἐπισημότητα τὴ μνήμη καὶ τὸ ἔργο του, ἀποκαθιστῶντας τον στὴ θέση ποὺ τοῦ ἁρμόζει στὴ νεώτερη ἑλληνικὴ ἱστορία καὶ στὸ Πάνθεον τῶν ἡρώων τῆς Ἑλλάδος.
Χρονολόγιον
(Ἀπὸ τὰ Ἀπομνημονεύματά του)
Τριανταπέντε ἐτῶν ἦταν ὁ μέχρι τότε Ἐπίσκοπος Χαριουπόλεως, Γερμανός, ὅταν στὶς 21 Ὀκτωβρίου 1900 κλήθηκε νὰ μεταβῇ στὴ Δ. Μακεδονία καὶ νὰ ἀναλάβῃ τὴν Μητρόπολη Καστοριᾶς. Στὰ Ἀπομνημονεύματά του γράφει ὅτι βρῆκε τὸν τόπο σὲ ἄθλια κατάσταση. Οἱ βλέψεις τοῦ Βουλγαρικοῦ Κομιτάτου ἔφθαναν ὡς τὸν Ἀλιάκμονα καὶ τὰ Καστανοχώρια καὶ γι΄αὐτό, τὸ στρατόπεδο τῶν βουλγαρικῶν συμμοριῶν στήθηκε στὰ Κορέστια τῆς Καστοριᾶς, γιὰ νὰ ἀποδείξουν μία μέρα στὴν εὐρωπαϊκὴ διπλωματία ὅτι στὴν Καστοριὰ ἔπρεπε νὰ χαραχθοῦν τὰ σύνορα τῆς πολυπόθητης γιὰ τοὺς βουλγάρους, «Μεγάλης Βουλγαρίας»…
Στὶς ἀρχές τοῦ 1901 ὁ Γερμανὸς ἔκανε μία μεγάλη περιοδεία σὲ ὅλα τὰ σλαβόφωνα χωριὰ τῶν Κορεστίων. Στὸ χωριὸ Κονοπλάτι, ἀπὸ τὸ ὁποῖο καταγόταν ὁ κομιτατζῆς Μῆτρος Βλάχος, οἱ βούλγαροι ἀρνήθηκαν νὰ δώσουν τὰ κλειδιὰ τῆς ἐκκλησίας στὸ Γερμανὸ γιὰ νὰ λειτουργήσῃ.
Ὁ Γερμανός, γνωρίζοντας ὅτι ἦταν ἀδύνατον νὰ κρατηθῇ ὁ ἀγώνας χωρὶς ἔνοπλα ἑλληνικὰ σώματα, πρότεινε στὴν Κυβέρνηση τῶν Ἀθηνῶν τὴ συγκρότηση ἔνοπλων ὁμάδων ἀπὸ ντόπιους καὶ Κρῆτες, ἀλλὰ ἡ πρότασή του δὲν εἶχε κανένα ἀποτέλεσμα.
«Τότε», διηγεῖται ὁ Γερμανός, «ἐγὼ μαζὶ μὲ τὸν καβάση μου Ἐμὶν ἔχοντας κρεμασμένα στοὺς ὤμους μας τὰ ὅπλα μας, ἐγὼ ἕνα μάλιγχερ καὶ ’κεῖνος ἕνα γκρά, σπάσαμε μὲ μπαλτᾶδες τὴν πόρτα καὶ μπήκαμε καὶ λειτούργησα χωρὶς κανεὶς νὰ τολμήσῃ νὰ μ’ ἐμποδίσῃ».
Τὰ Χριστούγεννα τοὺ 1901 λειτούργησε τὰ μεσάνυχτα στὸ χωριὸ Ζαγορίτσανη. Οἱ βούλγαροι δὲν ἤθελαν νὰ τοῦ δώσουν τὰ κλειδιὰ τὴς ἐκκλησίας, γιατὶ ἤθελαν νὰ λειτουργήσουν πρώτοι αὐτοί. Μὲ τὴν ἀπειλὴ στὴν ἀρχὴ ὅτι θὰ σπάσῃ τὴν πόρτα τῆς ἐκκλησίας γιὰ νὰ μπῇ μέσα καὶ ἀργότερα μὲ τὴν ἀπειλὴ ὅτι θὰ ζητοῦσε ἀπὸ τὸν Καϊμακάμη νὰ στείλῃ στρατό, πῆρε τὰ κλειδιὰ ἀπὸ τοὺς βουλγάρους καὶ λειτούργησε.
Ὁ Γερμανὸς διηγεῖται γιὰ τὴ νυχτερινὴ αὐτὴ χριστουγεννιάτικη λειτουργία:
«Στὴν ἐκκλησία ἔβαλα τὸ ρεβόλβερ μου στὴν πέτσινη θήκη του καὶ ξέχασα μάλιστα, θυμοῦμαι, τὸν πετεινὸ σηκωμένο. Μὰ εὐτυχῶς δὲν συνέβη δυστύχημα. Πίσω ἀπὸ τὸν θρόνο ἦταν ἕνας δικός μας ποὺ στάθηκε ὅλη τὴν ὥρα μὲ τὸ πιστόλι στὸ χέρι. Ἅμα φτάσαμε στὸ σπίτι ὁ παπα-Γιώργης ἔκανε τὸν σταυρό του.
-Ὅλοι οἱ κακοῦργοι ἦταν ἐδῶ, εἶπε.
Ἡ πρώτη λειτουργία στὴ Ζαγορίτσανη ἀλήθεια ἄγρια. Μὰ ἔτσι ἐπιβλήθηκα».
Ὁ Γερμανὸς Καραβαγγέλης, γυρίζοντας στὴν Καστοριὰ ἀπὸ τὴν πρώτη του περιοδεία, ἀπέστειλε πρὸς τὴν Κυβέρνηση τῶν Ἀθηνῶν καὶ νέα ἔκθεση μέσω τοῦ Προξενείου τοῦ Μοναστηρίου. Στὴν ἔκθεση αὐτή ἐξιστοροῦσε ὅσα ἔγιναν καὶ ζητοῦσε βοήθεια σὲ ἄνδρες καὶ ὅπλα. Κι αὐτὴ τὴ φορὰ ὅμως δὲν εἰσακούστηκε ἡ φωνή του.
«Ἕνα ἀπ’ τὰ μεγαλύτερα ὅπλα του, ἂν ὄχι τὸ μεγαλύτερο, ἦταν ἡ ρητορικὴ του δεινότητα, ἡ πειθῶ ποὺ εἶχε. Ὁ πρῶτος βουλγαρόφωνος ὁπλαρχηγός πού πείστηκε νά μεταστραφεῖ τό 1901 σέ Ἕλληνα ὁπλαρχηγό ἦταν ὁ Κώττας Χρήστου, ὁ γνωστός Καπετάν-Κώττας, ἀπό τό χωριό Ρούλια. Ἀργότερα προσεταιρίστηκε τόν Βαγγέλη Νικολάου ἀπό τό Στρέμπενο, πάλι μέσα στό 1901 ἕναν ἄλλο ὁπλαρχηγό βούλγαρο, τόν Γκέλεφ, πού ἦταν πρίν βουλγαροδάσκαλος, καί τόν Σταῦρο ἀπό τήν Κλεισούρα. Μέ τόν τρόπο αὐτό δημιουργήθηκε ἕνας πρῶτος πυρήνας ἀντίστασης κατά τῶν Κομιτατζήδων ἀπό ντόπιους ὁπλαρχηγούς, πού γνώριζαν καλῶς τά πρόσωπα, τήν περιοχή καί τή δράση τῶν Βουλγάρων.
Ὁ Γερμανός τό 1901, ὅταν μετάστρεψε τόν Γκέλεφ, ἔστειλε ἀμέσως ἔκθεση στόν Δηλιγιάννη, στήν Ἀθήνα, γιά νά τοῦ ἀναγγείλει ὅτι ἀπέσπασε καί ἄλλη βουλγαρική συμμορία καί νά τόν παρακαλέσει νά τοῦ στείλει ἐνίσχυση σέ ἄνδρες. Στην ἔκκληση αὐτή δέν ὑπῆρξε ἀπάντηση». (Ἀναφέρει για τον Γερμανό ο Μητροπολίτης Αυστρίας κ. Μιχαήλ Στάϊκος.)
Τότε ὁ Γερμανός ἔγραψε στὸν Ζαΐμη:
«Στεῖλε μου πενῆντα παλληκάρια, πενῆντα Κρητικούς, νὰ τοὺς ἑνώσῳ μὲ τοὺς δικούς μου. Θὰ καταρτίσῳ ἔτσι εἴκοσι σώματα καὶ θὰ τὰ μοιράσῳ. Ὁ καιρὸς εἶναι κατάλληλος γιὰ δράσι».
Δυστυχώς, ὅπως διαβάζουμε, στὰ Ἀπομνημονεύματά του, οἱ ἑλληνικὲς κυβερνήσεις ἦταν ἀκόμα κατατρομαγμένες ἀπὸ τὴν ἦττα τοῦ 1897. Ὁ Ζαΐμης μάλιστα τόσο τρόμαξε, ποὺ εἶπε:
«Νὰ βγάλωμε ἀμέσως τὸν Καραβαγγέλη ἀπὸ τὴν Καστοριά, γιατί θὰ κάνῃ κακὸ μεγάλο».
Ὁ Γερμανός ἔξω φρενῶν γιατὶ δὲν μποροῦσε νὰ βλέπῃ ἀσυγκίνητος νὰ χύνεται τὸ ἑλληνικὸ αἷμα, ἔστειλε στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο τηλεγραφικῶς τὴν παραίτησή του, τὴν ὁποία δὲν ἀποδέχτηκαν. Αὐτὰ τὸ 1901. Ὁ Γερμανός δὲν κάμπτεται. Ἐπιδίδεται στὴν ὀργάνωση τῆς ἄμυνας τῶν κατοίκων τῶν χωριῶν καὶ τοὺς ἐξοπλίζει.
Σημαντικὴ ἦταν ἡ δράση τοῦ Ἴωνος Δραγούμη στὸ Μοναστήρι, ὅπου ὑπηρετοῦσε στὸ Ἑλληνικὸ Προξενεῖο. Στὸ σπίτι τοῦ Δραγούμη, στὴν Ἀθήνα, συγκεντρώνονταν πολλοὶ Μακεδόνες καὶ πατριῶτες. Ἐκεῖ, φυσικά, βρισκόταν καὶ ὁ γαμβρὸς τοῦ Δραγούμη, ὁ Παῦλος Μελᾶς, ποὺ ἦταν συνεπαρμένος ἀπὸ τὴ σαγηνευτικὴ προσωπικότητα τοῦ Γερμανοῦ Καραβαγγέλη. Σὲ ἐπιστολή του ὁ Παῦλος Μελᾶς γράφει στὸν Μητροπολίτη Γερμανό:
«Σεβασμιώτατε,
Δράττομαι τῆς εὐλογημένης ταύτης εὐκαιρίας, ὅπως σᾶς ἐκφράσω τὴν ἄπειρον λατρείαν καὶ τὸν ἄπειρον σεβασμόν, ὃν πρὸς Ὑμᾶς τρέφω διὰ τὴν γενναίαν καὶ πατριωτικοτάτην ἐνέργειαν Ὑμῶν. Οἱ ἀγῶνες σας, γνωστοὶ ἤδη ὄντες εἰς πολλοὺς καλοὺς πατριώτας καὶ ὡς ἐλπίζω μετ’ οὐ πολὺ εἰς ὁλόκληρον τὸ Ἔθνος, δὲν ἀμφιβάλλω ὅτι θέλουσι ἠλεκτρίσει τοὺς πάντας, ὅπως σπεύσωσι εἰς ἐνίσχυσίν Σας.
Παῦλος Μ. Μελᾶς, Ἀνθυπολοχαγὸς Πυροβολικοῦ».
Ἕνας ἐκκλησιαστικός ἄνδρας, ὁ Γερμανός Καραβαγγέλης, καὶ ἕνας διπλωματικός ὑπάλληλος, ὁ Ἴων Δραγούμης, μετατρέπουν τὴν ἀπροθυμία τῶν ἐπισήμων φορέων σὲ ἀποφασιστικότητα καὶ τὸν σκεπτικισμό τῶν κυβερνώντων σὲ τολμηρότητα καὶ ἀναλαμβάνουν πρῶτοι αὐτοὶ νὰ ἐνεργοποιήσουν τὶς ἀστείρευτες δυνάμεις τοῦ ἀλύτρωτου Ἑλληνισμοῦ καὶ νὰ τὶς ἀξιοποιήσουν.
Ὁ ἀγωνιστής Γεώργιος Πέρρος, σταλμένος τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1903 ἀπὸ τὸν Παῦλο Μελᾶ, κατόρθωσε νὰ μεταβῇ στὸ Μοναστήρι πρὸς συνάντηση τοῦ Ἴωνος Δραγούμη. Ὁ Δραγούμης ἔστειλε τότε τὸν Πέρρο στὸν Γερμανὸ Καραβαγγέλη γιὰ συνεννοήσεις. Ὅταν ὁ Πέρρος ἐπέστρεψε στὴν Ἀθήνα, ἔφερε πολύτιμες πληροφορίες στὸν Παῦλο Μελᾶ. Τὸν Ἰούνιο τοῦ ἰδίου ἔτους ὁ Παῦλος Μελᾶς καὶ ὁ Σφακιανὸς Γεώργιος Τσόντος, γνωστὸς ὡς Καπετάν-Βάρδας, ἔστειλαν ἕντεκα Κρητικοὺς ἀγωνιστὲς στὸν Μητροπολίτη Καστοριᾶς Γερμανό, οἱ ὁποῖοι, μὲ τὴ φροντίδα του, ἐνσωματώθηκαν στὴν ὁμάδα ἄλλων δέκα Μακεδόνων ἀγωνιστῶν τοῦ Καπετάν-Βαγγέλη Στρεμπενιώτη.
Ἡ ἐπανάσταση ποὺ ξέσπασε στὴν περιοχὴ τοῦ Μοναστηρίου, στὶς 20 Ἰουλίου 1903, ἡ γνωστὴ ἐπανάσταση τοῦ Ἴλιντεν, στρεφόταν ὁπωσδήποτε κατὰ τῶν Τούρκων, οἱ στόχοι της ὅμως ἦταν οἱ Ἕλληνες. Ἡ ἐπανάσταση αὐτὴ ἔδωσε τὴν εὐκαιρία στὸν Γερμανὸ νὰ κλείσῃ τὸ βουλγαρικὸ γυμνάσιο τῆς Καστοριᾶς καὶ ὡς ἀντίρροπο νὰ ἱδρύσῃ ἕνα ὀρφανοτροφεῖο γιὰ τὰ παιδιὰ τῶν ἐθνομαρτύρων, ὁπλαρχηγῶν καὶ προκρίτων, ποὺ σκότωσε τὸ Βουλγαρικό Κομιτᾶτο. Ἡ ἐπανάσταση τοῦ Ἴλιντεν ἔληξε πολὺ σύντομα ἄδοξα γιὰ τοὺς βουλγάρους. Καὶ ἐνῶ στοὺς Ἕλληνες δινόταν ἡ εὐκαιρία νὰ ὀργανωθοῦν στὴ Μακεδονία γιὰ νὰ καλύψουν ὅ,τι δὲν εἶχαν πράξει στὰ προηγούμενα χρόνια, ἄφησαν νὰ περάσῃ ἀνεκμετάλλευτη καὶ ἡ δυνατότητα αὐτή.
Ἡ στάση αὐτὴ τῆς Ἑλλάδας ἐπέτρεψε στοὺς βουλγάρους νὰ ἀνασυνταχθοῦν καὶ νὰ ἐπαναλάβουν τὴν κατὰ τοῦ Ἑλληνισμοῦ δράση τους ἐντονότερα τούτη τὴ φορά. Ἡ πικρία καὶ ἡ ἀγανάκτηση κυριεύουν καὶ πάλι τὸν Καραβαγγέλη, ποὺ διαμαρτύρεται ἀκόμη ἐντονώτερα πρὸς πᾶσα κατεύθυνση. Ἀλλὰ καὶ πάλι δὲν ἔγινε τίποτα. Ἀπογοητευμένος ὁ Γερμανὸς ἀναγκάστηκε μὲ πόνο ψυχῆς νὰ ὑποβάλλῃ ἐκ νέου τὴν παραίτησή του ἀπὸ Μητροπολίτης Καστοριᾶς. Ἡ παραίτηση καὶ αὐτὴ τὴ φορὰ δὲν ἔγινε ἀποδεκτή. Λίγο ἀργότερα ὅμως ἡ Ἑλληνικὴ Κυβέρνηση πῆρε ἐπὶ τέλους τὴν ἀπόφαση νὰ στείλῃ στὴ Μακεδονία τόν Παῦλο Μελᾶ, ἐπικεφαλῆς ἀποσπάσματος ἀπὸ 28 ἄνδρες. Ὁ Παῦλος Μελᾶς πέρασε τὰ σύνορα στὶς 27 Αὐγούστου 1904 ἕτοιμος γιὰ δράση στὸ μακεδονικὸ ἔδαφος.
Ἡ μετάβαση τοῦ Παύλου Μελᾶ θὰ πρέπει νὰ θεωρηθῇ ὡς ἀποτέλεσμα τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Γερμανοῦ, ὅπως ἔργο τοῦ Γερμανοῦ πρέπει νὰ θεωρηθῇ καὶ ὁ συντονισμὸς τῆς δράσης τῶν συγκεντρωθέντων βαθμιαίως στὴν περιοχὴ τῆς Καστοριᾶς καὶ τῶν Κορεστίων διαφόρων ἰσχυρῶν ἑλληνικῶν ἀνταρτικῶν σωμάτων. Ἡ παρουσία τοῦ Παύλου Μελᾶ δεν ἦταν μακρᾶ. Στὶς 13 Ὀκτωβρίου τοῦ 1904 στὸ χωριὸ Στάτιστα σφράγισε μὲ τὸ αἷμα του τὴ δυτικομακεδονική γῆ.
Ἀρχικὰ ὁ νεκρὸς Π. Μελᾶς τάφηκε στὶς 14 Ὀκτωβρίου 1904, πάνω ἀπὸ τὸ χωριὸ Στάτιστα, κοντᾶ σὲ ἕνα ρέμα. Στὶς 17 Ὀκτωβρίου τοῦ 1904 ὁ Γερμανὸς Καραβαγγέλης ἔστειλε τὸν Ντίνα νὰ μεταφέρῃ τὸ ἄψυχο σῶμα του στὴν Καστοριὰ γιὰ ἐνταφιασμό. Ὁ Ντίνας ἔφθασε στὸ χωριὸ καὶ ἄρχισε τὴν ἐκταφή. Ὅταν εἰδοποιήθηκε ὅτι τουρκικὸ ἀπόσπασμα ἐρχόταν στὸ χωριό, ἀφαίρεσε τὸ κεφάλι τοῦ Παύλου Μελᾶ, τὸ τύλιξε σὲ λευκὴ καθαρὴ πετσέτα, τὸ ἔβαλε στὸ δισάκι του, ἐπανενταφίασε τὸ ὑπόλοιπο σῶμα του, καὶ τὸ μετέφερε ἀρχικὰ στὸ Ζέλοβο (Ἀντάρτικο) καὶ μετὰ στὸ Πισοδέρι Φλώρινας, ὅπου μυστικὰ ἐνταφιάστηκε μπροστᾶ στὸ Ἅγιο Βῆμα τοῦ Ι.Ν. τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς ἀπὸ τὸν ἱερέα- ἐθνομάρτυρα π. Σταῦρο Τσάμη. Οἱ τοῦρκοι στὶς 23 Ὀκτωβρίου 1904, μετὰ ἀπὸ ἐξονυχιστικὲς ἔρευνες ἀνακάλυψαν τὸ ἀκέφαλο σῶμα τοῦ Μελᾶ καὶ τὸ μετέφεραν στὴν Καστοριά. Ὁ Μητροπολίτης Γερμανὸς Καραβαγγέλης κατόρθωσε νὰ πάρῃ τὸ λείψανο καὶ τελικὰ τὸ ἔθαψε στὸν προαύλιο χῶρο τοῦ Ι.Ν. τῶν Ταξιαρχῶν Καστοριᾶς.
Ὕστερα ἀπὸ τὸν θάνατο τοῦ Παύλου Μελᾶ ὁ Ἑλληνισμός ἐξεγέρθηκε, ἐσήμανε γενική ἀφύπνιση καὶ ἡ Μακεδονία γέμισε ἀπὸ ἀνταρτικὰ ἑλληνικὰ σώματα. Κρητικοί, Παλαιοελλαδίτες καὶ αὐτόχθονες Μακεδόνες πύκνωσαν τὶς τάξεις τους καὶ τὰ ἑλληνικὰ Προξενεῖα τῆς Μακεδονίας ἐπανδρώθηκαν μὲ δυναμικὰ στελέχη, πολιτικὰ καὶ στρατιωτικά. Στὴν ἀναχαίτιση τοῦ ρεύματος ἀποσκίρτησης τῶν σλαβόφωνων Ἑλλήνων στὴ βουλγαρικὴ Ἐξαρχία καὶ στὴν ἐνθάρρυνση τῶν κατοίκων τῆς Ἐπαρχίας Καστοριᾶς συνέβαλαν πολὺ καὶ οἱ τακτικές, ἐπικίνδυνες γιὰ τὴ ζωή του καὶ παράτολμες ἐπισκέψεις τοῦ Γερμανοῦ στὰ χωριὰ καὶ οἱ περιοδεῖες του.
Ὅταν ἡ Μπέλλου-Θρεψιάδη τὸν παρακαλάει νὰ τῆς ἐξηγήσῃ πῶς γινόταν νὰ περνάῃ μέσα ἀπὸ τὰ βουλγαρικὰ χωριὰ χωρὶς νὰ τὸν καταλαβαίνουν, χωρὶς καν νὰ τὸν ὑποπτεύονται ποιός εἶναι, ὥστε νὰ βγοῦν νὰ τὸν κυνηγήσουν, ὁ Γερμανός ἀπαντάει:
«Μὰ ἔπαιρνα καὶ ’γώ τὰ μέτρα μου. Πρῶτα εἶχα πάντοτε δυὸ θαυμάσια ἄλογα δικά μου στὴ Μητρόπολι. Ἔπειτα, ὅταν ἔκανα τέτοια ἐπικίνδυνα ταξίδια, ντυνόμουν κάπως διαφορετικά. Ἔρριχνα ἀπάνω μου ἕνα μαῦρο ἐγγλέζικο ἀδιάβροχο, φοροῦσα μπότες ψηλὲς ὡς τὸ γόνατο, τὸ ἀντερί μου τὸ ἐσήκωνα κι ἔπιανα τὶς ἄκρες του μέσα στὶς τσέπες μου καὶ πάνωἀπὸ τὸ καμηλαύκι μου ἔρριχνα ἕνα μαῦρο μαντήλι. Στὸν ὦμο μου κρεμόταν τὸ μάλιγχερ καὶ στὸ στῆθος μου σταυρωτὰ κάτω ἀπὸ τὸ ἀδιάβροχο διακρίνονταν οἱ φυσιγγιοθῆκες μὲ τὰ φυσέκια. Στὴ μέση φοροῦσα μία πέτσινη πλατειὰ ζώνη, ἀπ’ὅπου κρέμονταν ἀπὸ τὴ μία μεριὰ ἡ θήκη τοῦ πιστολιοῦ μου ποὺ ἦταν μεγάλο καὶ γίνονταν ἐν ἀνάγκῃ καὶ τουφέκι κι ἀπὸ τὴν ἄλλη ἕνα μαχαῖρι στὴ θήκη του. Ἔτσι ὅλοι μὲ παίρνανε γιὰ στρατιωτικὸ ἢ ἀστυνομικό…».
Ὁ Γερμανός ἦταν μόνιμος στόχος τῶν Κομιτατζήδων καὶ στὶς 12 Σεπτεμβρίου 1906 δολοφονήθηκε ὁ Μητροπολίτης Κορυτσᾶς Φώτιος, νομίζοντας ὅτι σκοτώνουν τὸν Καραβαγγέλη. Ἡ παρουσία τοῦ Γερμανοῦ στὴν Καστοριά τώρα ἀκόμα περισσότερο ἀποτελοῦσε κάρφος στὰ μάτια τῶν Βουλγάρων. Οἱ συκοφαντίες τῶν Βουλγάρων καθὼς καὶ οἱ ἀντιπρόσωποι τῶν Μεγάλων Δυνάμεων στὴν Καστοριά, ποὺ διέκειντο εὐνοϊκῶς πρὸς αὐτούς, ἐξαπατοῦσαν τοὺς Πρεσβευτές τους στὴν Κωνσταντινούπολη ἐναντίον τοῦ Γερμανοῦ, ὅπως ἀναφέρει ὁ ἴδιος σὲ ἔκθεσή του πρὸς τὸν Πατριάρχη Ἰωακείμ Γ΄.
Ὅλα αὐτὰ συντέλεσαν στὸν ἀναγκαστικὸ περιορισμὸ τοῦ Γερμανοῦ στὴν Καστοριά, γιατὶ οἱ Τοῦρκοι τῆς Καστοριᾶς, ὕστερα ἀπὸ σχετικὴ ἐντολὴ τῆς Τουρκικῆς Κυβέρνησης, ποὺ ζητοῦσε τὴν ἀνάκλησή του, τὸν ἐμπόδιζαν νὰ βγαίνῃ ἀπὸ τὴν πόλη. Ἡ τηλεγραφικὴ ἀνάκληση τοῦ Γερμανοῦ στὴν Κωνσταντινούπολη, ποὺ ἔγινε μὲ τὸ πρόσχημα τῆς ἐκλογῆς του ὡς μέλους τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, ἦταν μεγάλη ἐπιτυχία τῶν Βουλγάρων καὶ τῶν φιλοβουλγαρικῶν κύκλων καὶ βαρύ τραῦμα γιὰ τὸν Μακεδονικό Ἀγώνα. Εὐτυχῶς ὅμως ποὺ οἱ συνέπειές της δὲν ἦταν καταλυτικὲς γιὰ τὴν παραπέρα ἐξέλιξη τοῦ Ἀγῶνος. Λίγο πρὶν νὰ ἐγκαταλείψῃ ὁ Γερμανὸς τὴν Καστοριά, τοῦ εἶχε γράψει ὁ Καλαποθάκης ἀπὸ τὴν Ἀθήνα νὰ ἐξοντώσῃ μὲ κάθε θυσία τὸν κομιτατζῆ Μῆτρο Βλάχο, ποὺ ἔμενε ἀσύλληπτος. Ὁ Μῆτρος Βλάχος φονεύτηκε καὶ ὁ Γερμανὸς πῆρε τὸν δρόμο γιὰ τὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἔφθασε στὶς 5 Ἰουνίου 1907.
Ὁ τότε Μητροπολίτης Δράμας Χρυσόστομος Καλαφάτης, σὲ γράμμα του πρὸς τὸν Γερμανό, τὸ ὁποῖο τοῦ ἔστειλε ἀμέσως μετὰ τὴν ἀπομάκρυνσή του ἀπὸ τὴν Καστοριά, τοῦ ἔγραφε:
«Μὲ δάφνας ἐστεφανωμένος ἐπιστρέφεις εἰς τὴν Ἀκρόπολιν τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἡμεῖς, μαθηταὶ τῆς μεγάλης νέας Σχολῆς, ἣν Σὺ ἵδρυσες ἐν Μακεδονίᾳ, θὰ φροντίσωμεν ν’ ἀκολουθήσωμεν τὰ ἴχνη Σου. Σὺ δὲ ἀπὸ τῆς ὑψηλῆς σκοπιᾶς, εἰς ἣν ἐκλήθης, θὰ συνεχίσῃς ἤδη ὑπὸ ἄλλην μορφὴν τὸ Ἐθνοσωτήριον ἔργον Σου».
Καὶ ὄντως ὁ Γερμανὸς συνέχισε τὸ ἔργο του μέ αὐτοθυσία καὶ ἡρωϊσμό, ὡς Μητροπολίτης Ἀμασείας, ὑπὲρ τοῦ Ποντιακοῦ Ἑλληνισμοῦ καὶ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, τοῦ ὁποίου ἀναδείχθηκε κορυφαῖος Ἱεράρχης, διατελέσας Τοποτηρητὴς τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, ἐνῶ δυὸ φορές παραιτήθηκε τὴν τελευταία στιγμὴ τοῦ Πατριαρχικοῦ ἀξιώματος ἄν καὶ ἦτο βεβαία ἡ ἐκλογή του.
Καταδικασμένος σὲ θάνατο ἀπὸ τοὺς Κεμαλικούς, ἐκλέγεται Μητροπολίτης Ἰωαννίνων, ἀφοῦ προηγουμένως ἐκθρονίζεται ἀπὸ τοὺς Βενιζελικούς ὁ βασιλικός Ἰωαννίνων Σπυρίδων, ποὺ μὲ τὴ σειρά του δυὸ χρόνια μετὰ θὰ ξαναγυρίσῃ στὴν Ἤπειρο καὶ οἱ Βασιλικοί θὰ ἐξορίσουν τὸν Γερμανὸ στὴν Εὐρώπη, ὡς Μητροπολίτη Ἀμασείας καὶ Ἔξαρχο Κεντρώας Εὐρώπης, μὲ ἕδρα τὴ Βιέννη. Καὶ ἐδῶ ἐργάζεται ἀγόγγυστα ὑπὲρ τῆς διασώσεως τῆς ἑλληνικότητος τῶν Κοινοτήτων τῆς Αὐστρίας, Οὑγγαρίας καὶ Ἰταλίας, περιφρονημένος ἀπὸ τὴν Ἑλληνική Κυβέρνηση, ποὺ τὸν ἀφήνει νὰ πεθάνῃ τὸ 1935 ἐνδεὴς καὶ οὔτε τὴ μεταφορὰ τῆς σοροῦ του στὴν Ἀθήνα δὲν ἐπιτρέπει.
Πικραμένος, ἀλλὰ καὶ ὑπερήφανος, γράφει στὴ διαθήκη του:
«Δὲν χρεωστῶ εἰς οὐδένα οὐδὲ ὀβολόν. Εἰς τὸ Ἔθνος προσέφερα ὅ,τι ἦτο δυνατὸν εἰς Ἱεράρχην τοῦ ’2l. Δὲν δέχομαι εἰς τὴν κηδείαν μου οὔτε Ἀντιπρόσωπον τοῦ Κράτους, οὔτε τῆς Ἐκκλησίας».
Καὶ τὰ ὀστά του παραμένουν στὴ Βιέννη μέχρι τὸ 1959, ὅταν μὲ πρωτοβουλία καὶ ἐνέργειες τῆς Ἑταιρείας Μακεδονικῶν Σπουδῶν μεταφέρονται ἐπισήμως μέσῳ Θεσσαλονίκης στὴν Καστοριά καὶ τὸ Ἑλληνικὸ Κράτος τιμᾶ μὲ κάθε ἐπισημότητα τὴ μνήμη καὶ τὸ ἔργο του, ἀποκαθιστῶντας τον στὴ θέση ποὺ τοῦ ἁρμόζει στὴ νεώτερη ἑλληνικὴ ἱστορία καὶ στὸ Πάνθεον τῶν ἡρώων τῆς Ἑλλάδος.
Χρονολόγιον
- 16 Ἰουνίου 1866 γέννηση τοῦ Στυλιανοῦ Καραβαγγέλη στὴ Στύψη τῆς Λέσβου.
- Τὸ 1868 μετακομίζει ἡ οἰκογένεια Καραβαγγέλη στὸ Ἀδραμύττι τῆς Μικρᾶς Ἀσίας.
- Τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1882 ὁ Στυλιανός ἐγγράφεται στὴν Ἱ. Θεολογικὴ Σχολὴ Χάλκης· προστάτης του εἶναι ὁ Παῦλος Σκυλίτσης Στεφάνοβικ, θεῖος τῆς Ἕλενας Βενιζέλου.
- 3 Ἰουλίου 1888 ὁ Στυλιανός παίρνει τὸ πτυχίο του, χειροτονεῖται Διάκονος ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Διονύσιο Ε΄ καὶ μετονομάζεται σὲ Γερμανό.
- 1888-1891 σπουδάζει στὴ Λειψία.
- 24 Ἀπριλίου 1891 ἀναγορεύεται Διδάκτωρ τῆς Φιλοσοφίας.
- Τὸν Αὔγουστο τοῦ 1891 ἐκλέγεται Καθηγητὴς στὴν Ἱ. Θεολογικὴ Σχολὴ Χάλκης.
- 6 Μαρτίου 1894 χειροτονεῖται σὲ Πρεσβύτερο ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Νεόφυτο Η΄.
- 20 Φεβρουαρίου 1896 χειροτονεῖται Ἐπίσκοπος Χαριουπόλεως ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Ἄνθιμο Ζ΄.
- 21 Ὀκτωβρίου 1900 ἐκλέγεται Μητροπολίτης Καστορίας.
- 5 Φεβρουαρίου 1908 ἐκλέγεται Μητροπολίτης Ἀμασείας.
- 27 Ὀκτωβρίου 1922 ἐκλέγεται Μητροπολίτης Ἰωαννίνων.
- l5 Ἀπριλίου 1924 ἐκλέγεται Μητροπολίτης Οὑγγαρίας και Ἔξαρχος Κεντρώας Εὐρώπης.
- 12 Αὐγούστου 1924 ἐκλέγεται Μητροπολίτης Ἀμασείας καὶ τοποθετεῖται στὴ Μητρόπολη Κεντρώας Εὐρώπης, μὲ ἕδρα τὴ Βιέννη, ὡς Ἔξαρχος Κεντρώας Εὐρώπης.
- 11 Φεβρουαρίου 1935 πεθαίνει στὴ Βιέννη.
- 15 Φεβρουαρίου 1935. Γίνεται ἡ ταφή του στὸ Κεντρικὸ Κοιμητήριο τῆς Βιέννης.
- 12 Ἰουνίου 1959 τὰ ὀστά του μεταφέρονται μέσῳ Θεσσαλονίκης στὴν Καστοριά, κατόπιν πρωτοβουλίας τῆς Ἑταιρείας Μακεδονικῶν Σπουδῶν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου