του Κώστα Γρίβα
Μάλλον θα κομίζαμε γλαύκας εις Αθήνας, αν επισημαίναμε ότι μία από τις μεγάλες παθογένειες της Ελλάδας είναι η έλλειψη υψηλής στρατηγικής. Η έλλειψη αυτή εδράζεται πάνω σε μια διάχυτη στην κοινωνία φαταλιστική άποψη περί ανύπαρκτης, «τελειωμένης», Ελλάδας και αυτή με τη σειρά της στηρίζεται πάνω σε μια άτυπη αντίληψη περί «τέλους της Ιστορίας», που κυριαρχεί στις ελληνικές ελίτ. Δηλαδή στην πίστη ότι τα έθνη έχουν παρακμάσει ως διεθνοπολιτικά υποκείμενα και ότι πλέον ο έλεγχος στο παγκόσμιο σύστημα ασκείται και θα ασκείται από τις απρόσωπες δυνάμεις της παγκοσμιοποίησης ή από μεταεθνικά γεωπολιτικά σχήματα όπως είναι η ΕΕ.
Άρα, η Ελλάδα καλώς έχει επιλέξει την γεωπολιτική αυτοεξάλειψή της, αφού «αυτό είναι το σωστό» ή έστω το «αναπόφευκτο». Όμως, ο πραγματικός κόσμος δεν έχει καμία σχέση με αυτές τις φαντασιώσεις. Το πραγματικό παγκόσμιο σύστημα είναι σκληρά, αδυσώπητα και ανελέητα εθνοκεντρικό και ανταγωνιστικό. Για την ακρίβεια, είναι πολύ περισσότερο εθνοκεντρικό και ανταγωνιστικό από ό,τι ήταν στο παρελθόν. Ο ανταγωνισμός αυτός μάλλον θα ενταθεί παρά θα κοπάσει, γιατί πολύ απλά βρισκόμαστε σε μια εξαιρετικά μεταβατική περίοδο της ιστορίας. Αυτή θα αναδείξει τους ηγεμόνες του δεύτερου μισού του 21ου αιώνα και θα προσδιορίσει ποιοι θα επιζήσουν και ποιοι θα περάσουν στην ιστορική μνήμη.
Έτσι, αν η Ελλάδα θέλει να επιβιώσει, πολλώ δε μάλλον να ευημερήσει, οφείλει να εναρμονιστεί με τον ιστορικό χρόνο και να αντιληφθεί τον πραγματικό κόσμο, μέσα στον οποίο υπάρχει και λειτουργεί. Όμως, αυτό δεν αρκεί. Μια ακαδημαϊκού τύπου κατανόηση της πραγματικότητας δεν αρκεί για να βγάλει την Ελλάδα από το τέλμα που έχει βυθιστεί. Χρειάζεται και κάτι περισσότερο. Ένα μακρόπνοο στρατηγικό όραμα. Ένας μακρινός ιδεατός στόχος. Μια νέα Μεγάλη Ιδέα.
Μέλος των 20 ισχυρότερων;
Αυτή η νέα Μεγάλη Ιδέα μπορεί να είναι η στόχευση της Ελλάδας να εξελιχθεί σε μια από τις σημαντικότερες χώρες του πλανητικού συστήματος των επόμενων δεκαετιών. Να αποτελέσει, θα μπορούσαμε να πούμε, μέλος ενός άτυπου G20 που θα περιλαμβάνει, όχι τις χώρες με τα μεγαλύτερα ΑΕΠ του πλανήτη, αλλά αυτές με τη μεγαλύτερη επιρροή και σημασία.
Βέβαια, είναι δεδομένο ότι ένας παρόμοιος στόχος θα προκαλέσει τη θυμηδία και τον χλευασμό, αν όχι και την οργή, των πολυποίκιλων και ευάριθμων εθνομηδενιστών εν Ελλάδι. Εθνομηδενιστών όλων των πολιτικών αποχρώσεων και κατηγοριών, ιδιαίτερα δε αυτών που ενδύουν τον εθνομηδενισμό τους κάτω από έναν μανδύα «καταγγελτικού εθνικισμού». Και όμως, δεν είναι ένας στόχος που δεν μπορεί να επιτευχθεί.
Η Ελλάδα, με γνώμονα την κρισιμότατη γεωγραφική της θέση στο διαμορφούμενο διεθνές σύστημα, την τεράστια ιστορική και πολιτισμική της παράδοση (την καθιστά μια εν υπνώσει αλλά υπαρκτή πολιτισμική υπερδύναμη), αλλά και για μια σειρά από δευτερεύοντες παράγοντες, έχει μια βάση έδρασης, πάνω στην οποία θα μπορούσε να στηρίξει την προσπάθεια της να επιτύχει έναν παρόμοιο στόχο.
Και βέβαια η επίτευξη αυτού του στόχου δεν είναι αυτοσκοπός. Μια παρόμοια στόχευση μπορεί να λειτουργήσει σαν το γύρισμα του κλειδιού στη μίζα για να επανεκκινήσει η ελληνική γεωπολιτική μηχανή, αλλά και σαν φάρος για να την κατευθύνει προς το μέλλον. Όμως, το ταξίδι είναι αυτό που μετράει περισσότερο, παρά ο τελικός προορισμός.
Για να διεκδικήσει μια παρόμοια θέση η Ελλάδα θα πρέπει να μάθει να ξαναλειτουργεί εθνοκεντρικά.
Θα πρέπει να αναπτύξει κάποια στοιχειώδη υψηλή στρατηγική, έτσι ώστε να μπορεί να ελίσσεται ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις. Να εκμεταλλεύεται τις συνέργειες και τις συνεργασίες μεταξύ τους, αλλά και τα ήρεμα νερά που προκύπτουν μεταξύ των ανταγωνισμών τους. Θα πρέπει, με δυο λόγια, να μάθει να σκέφτεται για τον εαυτό της. Και το κυριότερο να θυμηθεί ότι πρέπει να προστατεύει τον εαυτό της.
Αντίσταση στον τουρκικό ηγεμονισμό
Σημείο έναρξης αυτής της μακρόπνοης πολιτικής μπορεί και πρέπει να είναι μια αποφασιστική προσπάθεια της Ελλάδας να υπερασπίσει τη γεωπολιτική της υπόσταση, ακεραιότητα και συνέχεια έναντι της απόπειρας ακρωτηριασμού που δέχεται από την Τουρκία στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Κι αυτό, όχι μόνο γιατί το Αιγαίο και η Ανατολική Μεσόγειος είναι από τα πιο κρίσιμης σημασίας σημεία του πλανήτη. Η κυρίαρχη θέση σε αυτά θα αποτελέσει ένα από τα κλειδιά για να εξελιχθεί κάποιος σε πρωταγωνιστή των διεθνών εξελίξεων στο μέλλον.
Η αποφασιστική αντίσταση κατά της Τουρκίας είναι έτσι και αλλιώς θεμελιώδες ζήτημα για την ίδια την επιβίωση της Ελλάδας σε βάθος χρόνου, ανεξαρτήτως του τι διακυβεύεται. Έχουμε φτάσει σε τέτοιο σημείο που αν υποχωρήσουμε και εδώ δια κάποιου «συμβιβασμού» τότε δύσκολα θα βρούμε σύντομα κάποιο σημείο στήριξης. Θα κινδυνεύσουμε να εγκλωβιστούμε σε έναν ολισθηρό δρόμο «υποχωρήσεων», «συμβιβασμών» και «επίδειξης ρεαλισμού» που περίπου αναπόφευκτα θα οδηγήσει στη γεωπολιτική εξάλειψη της Ελλάδας.
Με άλλα λόγια, έχουμε φθάσει στο σημείο χωρίς επιστροφή. Οφείλουμε να το καταλάβουμε. Αν, όμως, επιδείξουμε μια πολιτική αποφασιστικής και ανυποχώρητης αντίστασης και καταφέρουμε και αντιμετωπίσουμε επιτυχώς τον τουρκικό ηγεμονισμό, τότε θα έχουμε κάνει το πρώτο βήμα σε μια πορεία εθνικής αναγέννησης. Έτσι θα κινηθούμε προς έναν πρωταγωνιστικό ρόλο στην ευρύτερη περιοχή και σημαντικό ρόλο στο διεθνές σύστημα.
Η ίδια δε η ύπαρξη της Τουρκίας δίπλα μας αποτελεί δυνάμει στοιχείο αναβάθμισης της Ελλάδας. Όπως ο γράφων έχει υποστηρίξει σε προηγούμενο άρθρο του στο SLpress, στις διεθνείς σπουδές σήμερα έχει εμφανιστεί μια νέα αντίληψη για το τι σημαίνει Μεσαία Δύναμη (Middle Power). Μια Μεσαία Δύναμη, λοιπόν, δεν αναγορεύεται ως τέτοια χάρη στα μεγέθη της, αλλά για τη θέση που βρίσκεται, για τις ευρύτερες δυνατότητές της και κυρίως για το αν γειτνιάζει με μια φιλόδοξη αναθεωρητική χώρα, της οποίας μπορεί να λειτουργήσει ως ρυθμιστικός παράγοντας. Και η Τουρκία είναι ακριβώς μια τέτοια χώρα.
Αδιαίρετη ενότητα Ελλάδα-Κύπρος
Και όταν λέμε ότι η Ελλάδα μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο και να εξελιχθεί σε μέλος ενός άτυπου γεωπολιτικού G20 του πλανήτη, εννοούμε την «πλήρη» Ελλάδα, αυτήν που προκύπτει από τη σύνθεση των δύο κρατικών συνιστωσών του Ελληνισμού. Του ελλαδικού κράτους και της Κυπριακής Δημοκρατίας. Αυτά τα δύο, ναι μεν είναι ξεχωριστά κράτη, πλην όμως είναι και τα οργανικά στοιχεία μιας αδιαίρετης γεωπολιτικής ενότητας τεράστιων δυνατοτήτων.
Άρα, η επίθεση που δέχεται σήμερα η Κύπρος είναι ξεκάθαρα και αναντίρρητα επίθεση στην Ελλάδα εν συνόλω. Και η αντιμετώπιση της Τουρκίας θα πρέπει να ξεκινήσει από εκεί. Το πώς θα γίνει αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Όμως, αυτό είναι ένα τακτικό πρόβλημα για το οποίο υπάρχουν λύσεις. Για να εξεταστούν, όμως, αυτές οι λύσεις πρέπει να υπάρχει ένας στρατηγικός στόχος, ένα όραμα, το οποίο οι τακτικές επιλογές θα υπηρετούν. Και αυτό το όραμα μπορεί να είναι η διεκδίκηση από την Ελλάδα ενός πρωταγωνιστικού ρόλου στην ευρύτερη περιοχή μας.
Αυτή η προσπάθεια μπορεί να αποτελέσει τον καταλυτικό παράγοντα που θα οδηγήσει στην ανάπτυξη πολιτικών και στρατηγικών εθνικής αναγέννησης και προκοπής σε όλα τα πεδία. Φυσικά, θα είναι μια δύσκολη πορεία και κανείς δεν εγγυάται την επιτυχία της. Όμως, από μόνη της, μια παρόμοια προσπάθεια θα επιτρέψει στην Ελλάδα να διεκδικήσει εκ νέου τον εαυτό της και τον έλεγχο της μοίρας της. Να ανακαλύψει ξανά τις δυνατότητές της και να επενδύσει σε αυτές. Και αυτά είναι πολύ σημαντικά. Το εν υπνώσει γεωπολιτικό δυναμικό της Ελλάδας είναι τεράστιο και αν έλθουν στην επιφάνεια ακόμη και κομμάτια του, οι θετικές συνέπειες μπορεί να είναι μεγάλες.
Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι η διεκδίκηση αυτού του πρωταγωνιστικού ρόλου ενδέχεται να μην είναι πολυτέλεια, αλλά υπαρξιακή αναγκαιότητα για τη χώρα μας στα χρόνια που έρχονται. Κι αυτό, πολύ απλά, γιατί η Ελλάδα βρίσκεται σε μια τόσο μεγάλης σημασίας περιοχή του διεθνούς συστήματος που μόνο με δύο τρόπους μπορεί να συμμετάσχει στο νέο μεγάλο παιχνίδι για την παγκόσμια ηγεμονία που στήνεται στην ευρασιατική σκακιέρα. Ή ως παίκτης-διεκδικητής ή ως θήραμα. Η επιλογή είναι δική της.
από το «https://slpress.gr/»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου