Μόνο
ένας πραγματικός μηδενιστής μπορεί να τελειώσει ένα βιβλίο με αυτόν τον
τρόπο: «Ο Θεός ασχολείται μαζί μας στην πραγματικότητα, μας σκέφτεται
κάθε ώρα και στιγμή, και μας δίνει οδηγίες εξαιρετικά ακριβείς, μερικές
φορές. Αυτά τα ξεσπάσματα αγάπης που φουσκώνουν στα στήθη μας μέχρι που
μας κόβουν την ανάσα, αυτές οι στιγμές φώτισης, αυτές οι στιγμές
έκστασης, οι ανεξήγητες βάσει της βιολογικής μας φύσης ως απλών
πρωτευόντων, είναι εξόχως πρόδηλα σημάδια. Και καταλαβαίνω, σήμερα, την
οπτική του Χριστού, την επανειλημμένη δυσαρέσκειά του μπροστά στην
σκληρότητα των καρδιών: έχουν όλα τα σημάδια και δεν τα λαμβάνουν υπόψη.
Πρέπει στ’ αλήθεια να δώσω τη ζωή μου κι από πάνω γι’ αυτούς τους
βρομιάρηδες; Πρέπει στ’ αλήθεια να γίνω τόσο ξεκάθαρος; Φαίνεται πως
ναι» (Σεροτονίνη, 316).
Ο προβοκάτορας συντηρητικός Ουελμπέκ
κατάλαβε τα σημάδια. Ο ήρωας του ομολογεί ότι «υποκύψαμε σε
ψευδαισθήσεις ατομικής ελευθερίας, ζωής με ανοιχτούς ορίζοντες, με
απεριόριστες δυνατότητες; Μπορεί, ήταν στο πνεύμα της εποχής αυτές οι
ιδέες· δεν τις τυποποιήσαμε, δεν μας άρεσε αυτό· αρκεστήκαμε να
συμμορφωθούμε, να τις αφήσουμε να μας καταστρέψουν· και μετά, για πολύ,
πολύ καιρό, να μας κάνουν να υποφέρουμε» (Σεροτονίνη, 316)
Η πορεία απόσυρσης και αποσύνθεσης του
ήρωα διαδραματίζεται σε ένα παραδείσιο νορμανδικό τοπίο, από αυτά που
τόσο ζηλεύουν να επισκεφθούν στη Γαλλία οι «ψαγμένοι» τουρίστες· είναι
ένα τοπίο που με την σκοτεινιά, την υγρασία και την ομίχλη, αλλά και με
την καθημερινότητα της αποβιομηχάνισης και της κρίσης της γεωργίας που
φέρνουν οι Βρυξέλλες της παγκοσμιοποίησης, αντανακλά την ερημιά της
ψυχής, την πορεία προς την κόλαση του ήρωα.
Οι δημοσιογράφοι της εποχής μας είδαν στο
κεφάλαιο του βιβλίου που περιγράφει μία πολύ βίαιη αγροτική εξέγερση,
μία προεικόνιση των «κίτρινων γιλέκων». Σε πολλά, κατά καιρούς, πέφτει
μέσα ο Ουελμπέκ (σε άλλα του βιβλία προεικονίζει την ισλαμική
τρομοκρατία ή την επιδίωξη της αθανασίας μέσω του μετανθρώπου). Τα
σημάδια τα αντιλαμβάνεται ο Ουελμπέκ, αλλά δεν κάνει κοινωνιολογία ή
πολιτική, κάνει κάτι πολύ περισσότερο: «κάτι διαφορετικό φάνηκε τότε στο
πρόσωπό του, κάτι σαν γενικευμένος πόνος· γύρισε ανάποδα την κάνη, την
έβαλε κάτω απ’ το σαγόνι του και πάτησε την σκανδάλη» (Σεροτονίνη, 238).
Ο ήρωας της αγροτικής εξέγερσης, φίλος παιδικός του ήρωα, που στην
κορύφωση της σύγκρουσης με τα ΜΑΤ αυτοκτονεί, είναι ένας απόγονος
αριστοκρατικής οικογένειας που επίλεξε να ζήσει την αγροτική ζωή στην
περιφέρεια, αηδιασμένος από τις καριέρες της εποχής μας. Συμβολοποιεί
την έσχατη παράδοση, βίαιη και επιθετική, της παλιάς Ευρώπης απέναντι
στην επελαύνουσα νέα εποχή. Η ενοποίηση του κόσμου, ως αποτέλεσμα του
εμπορίου και της τεχνικής, δεν μπορεί να γιατρέψει τον καθημερινό
θάνατο. Ο ήρωας του βιβλίου παρατηρεί αυτή την έσχατη παράδοση, μέσα σε
ένα σουπερμάρκετ με εξωτικά προϊόντα όλων των ειδών σε μία πόλη της
νορμανδικής περιφέρειας και, μπροστά σε αυτό το οξύμωρο, αναστενάζει:
«μετά από μία ώρα σουλάτσο, κι ενώ το καρότσι μου ήταν ήδη πάνω απ’ το
μισό γεμάτο, δεν μπόρεσα να μην ξανασκεφτώ τη δυνητική Μολδαβή που θα
μπορούσε, θα’ πρεπε να’ χε κάνει ευτυχισμένο τον Αιμερίκ [: ο φίλος του
που αυτοκτονεί], και που πέθαινε τώρα, σε μια σκοτεινή άκρη της
Μολδαβίας, χωρίς να’ χει καν υποψιαστεί την ύπαρξη αυτού του παραδείσου.
Τάξη κι ομορφιά, το λιγότερο που μπορούσες να πεις. Γαλήνη κι αρχοντιά
ηδονή, πραγματικά. Καημένη Μολδαβή· και καημένε Αιμερίκ» (Σεροτονίνη,
248).
Η μάχη για τις αγροτικές ποσοστώσεις, η
μάχη για την εθνική ανεξαρτησία οδηγεί στην αυτοκτονία της εξέγερσης,
διότι είναι πιο δυνατή η νέα εποχή (του εμπορίου και του τουρισμού),
αλλά η Μολδαβή δεν θα αγαπήσει ποτέ τον Γάλλο- ο κόσμος δεν μπορεί ποτέ
να ενοποιηθεί μέσω της αγάπης. Μία απογοήτευση, που τελικά εκβάλλει σε
μία υπονόηση εσχατολογικής ελπίδας: «εγώ είχα μπει σε μία νύχτα χωρίς
τέλος, ωστόσο παρέμενε βαθιά μέσα μου κάτι, πολύ λιγότερο από ελπίδα, ας
πούμε μια αβεβαιότητα. Θα μπορούσαμε εξίσου να πούμε πως ακόμα κι όταν
κανείς έχει χάσει προσωπικά το παιχνίδι, όταν έχει παίξει το τελευταίο
του χαρτί, παραμένει σε κάποιους- όχι σε όλους- η ιδέα πως κάτι στον
ουρανό θ’ αναλάβει ξανά δράση, θ’ αποφασίσει αυθαίρετα να κάνει μια νέα
μοιρασιά, να ξαναρίξει τα ζάρια, και τούτο, ακόμη κι όταν δεν έχει
νιώσει ποτέ κανείς, σε καμία στιγμή της ζωής του, ούτε την παρέμβαση
ούτε καν την παρουσία οποιασδήποτε θεότητας» (Σεροτονίνη, 278).
Η απελπισία είναι βαθειά. Είναι ένα
αξεπέραστο έρεβος. Ο άνθρωπος χωρίς πίστη ζει μέσα στον κυκεώνα των
λιμπιντικών αναζητήσεων ως υπομνήσεων αθανασίας. Τα αντικαταθλιπτικά του
ήρωα συνδυάζονται με την αγωνία για την εξασθένηση της λίμπιντο, σκιές
προηγούμενων σχέσεων κατατρώγουν το είναι του, φαντασιώνεται ευθανασία ή
ακόμα και δολοφονίες. Σχεδιάζει την ίδια του την αυτοκτονία και
αποτυχαίνει. Ο ντοστογιεφσκικός Ουελμπέκ δεν χάνει την ευκαιρία να
δείξει τη σαπίλα της ευρωπαϊκής ζωής: από τους καριερίστες νέους μέχρι
τις δήθεν πολιτισμικές εκπομπές και αφιερώματα, από τη βιομηχανική
κτηνοτροφία ως νέου τύπου Άουσβιτς μέχρι τις εκπομπές μαγειρικής που
κατακλύζουν την τηλεόραση (διολίσθηση στο στοματικό στάδιο ενός
ολόκληρου πολιτισμού, όπως λέει). Ο ζόφος είναι αδιαπέραστος, μη
συνεκτικός, μία συνεχιζόμενη διάβρωση. Στο βιβλίο αυτό η χριστιανική
προσδοκία είναι πιο πραγματική από όσο ποτέ άλλοτε, διότι η αποτυχία του
μεταμοντέρνου ανθρώπου της Δύσης είναι υπερπραγματική.
Μισέλ Ουελμπέκ, Σεροτονίνη, Γ. Καράμπελας (μετάφραση), εκδόσεις της Εστίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου