Τετάρτη 28 Αυγούστου 2019

Η Ιμιοποίηση της χώρας προ των πυλών


του Πολυχρόνη Καρσαμπά

Σε πρόσφατο άρθρο μας με τον τίτλο «Ένα προφητικό κείμενο του 1984 για τα ελληνοτουρκικά» αναφερθήκαμε στην ενδελεχή ανάλυση και πρόβλεψη του  Καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης και πρώην πρύτανη του Παντείου Πανεπιστημίου κ. Γιώργου  Κοντογιώργη, που χρονολογείται το 1984 και περιέχεται στο βιβλίο του «Πολιτικό Σύστημα και Πολιτική», όπου προείδε τον γεωπολιτικό- γεωστρατηγικό σχεδιασμό της Τουρκίας και προδιάγραψε την πορεία των πραγμάτων μέχρι και σήμερα,  όπου η Ελλάδα και η Κύπρος, μέσω της επιλογής της πολιτικής κατευνασμού, δορυφοροποιούνται από την Τουρκία και διαμορφώνεται ένα είδος  «δορυφορικής συμπληρωματικότητας»,  με κύριο γνώρισμα τη συνεταιρική συμμέτοχη της γειτονικής χώρας στα πράγματα της Ελλάδας και της Κύπρου, αλλά και στον ορυκτό τους πλούτο.
Ο κ. Κοντογιώργης, αναφερόμενος μεταγενέστερα στο ίδιο θέμα, και κυρίως στη μεταβολή της στρατηγικής της Τουρκίας εν σχέσει με την Ελλάδα,  αναφέρει ότι «από τη δεκαετία του 2000, έγινε προφανές, ότι δεν αρκεί στην Τουρκία η
«Φινλανδοποίηση της Ελλάδας. Θέλει την «Iμιοποίησή» της. Η Τουρκία, εάν, όπως όλα δείχνουν, επιθυμεί να παίξει έναν ισχυρό περιφερειακό ρόλο, στον οποίο την ωθούν οι εσωτερικές της δυνάμεις, οφείλει να διαμορφώσει γύρω της έναν ζωτικό χώρο. Γνωρίζει επίσης ότι, χωρίς τον έλεγχο της Ελλάδας, το εγχείρημα αυτό θα είναι δύσκολο, διότι η τελευταία αποτελεί τον αναγκαίο σύνδεσμο με τη Δύση, που διαμορφώνει τον γεωπολιτικό χάρτη της περιοχής».
Tο Παλιό Ανατολικό Ζήτημα, φαινόταν ότι είχε κλείσει οριστικά με τη Συνθήκη της Λωζάννης. Προάγγελος αυτής της συνθήκης ήταν η Μυστική Συμφωνία Σάικς–Πικό  (Sykes–Picot Agreement), η οποία  ήταν μυστικό σύμφωνο που συνήφθη τον Μάιο του 1916, ανάμεσα στη Μεγάλη Βρετανία και τη Γαλλία με τη συναίνεση και της Ρωσίας. Με το σύμφωνο αυτό μοιράζονταν εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στη σημερινή Τουρκία, τη Μέση Ανατολή, το Ιράκ και τη Συρία σε σφαίρες επιρροής και ελέγχου της Μεγάλης Βρετανίας, της Γαλλίας και αρχικά και της Ρωσίας. Συγκεκριμένα, το εν λόγω σύμφωνο προέβλεπε ότι, μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, στη σφαίρα επιρροής της Ρωσίας θα περιέρχονταν η  επαρχία του Ερζερούμ, του Βαν, της Τραπεζούντας και του Μπιλίς, στη σφαίρα επιρροής της Γαλλίας θα περιέρχονταν ο Λίβανος, τα παράλια της Συρίας, τα Άδανα, η  Κιλικία, το Γκαζίαντεπ, η  Ούρφα, το Μαρντίν, το Ντιγιάρμπακιρ και η Μοσούλη και στη σφαίρα επιρροής της Μεγάλης Βρετανίας θα περιέρχονταν η νότια Μεσοποταμία, με τη Βαγδάτη και τα λιμάνια της Χάιφας και της Άκρας (σημερινό Ισραήλ) και τέλος η Παλαιστίνη, θα ετίθετο υπό διεθνές καθεστώς. Επίσης προέβλεπε ότι, στις περιοχές που θα ανήκαν στη βρετανική και στη γαλλική σφαίρα επιρροής, θα σχηματιζόταν μια συνομοσπονδία αραβικών κρατών, ή ένα ανεξάρτητο αραβικό κράτος.

Όμως, όπως φαίνεται, το Ανατολικό ζήτημα δεν έκλεισε με τη συνθήκη της Λωζάνης, αλλά βιώνουμε, στη σημερινή εποχή, το Νέο Ανατολικό Ζήτημα.
Στο πλαίσιο του Πλανητικού Πολέμου που διεξάγεται στην εποχή μας μεταξύ Η.Π.Α. και Κίνας, και των περιφερειακών μεγάλων Δυνάμεων της εποχής μας (Γερμανία-ΕΕ, Ρωσία κλπ), αλλά και των μεγάλων συγκρούσεων που διαδραματίζονται σήμερα στη Μέση Ανατολή, ακριβώς στην καρδιά της Συμφωνίας Σάικς-Πικό, δηλαδή στη Συρία, τον Λίβανο και το Ιράκ, είναι προφανές ότι, η Sykes–Picot Agreement είναι νεκρή, και βαδίζουμε σε μια ανακατανομή  των «ζωνών επιρροής»  στην περιοχή, ανάλογη με τη Συμφωνία Σάικς-Πικό. Σύμφωνα δε με τους όρους αυτής της νέας υπό διαμόρφωση Συμφωνίας, θα γίνει διαμοιρασμός των σφαιρών επιρροής της Μεγάλης Βρετανίας, της Ρωσίας και των ΗΠΑ, σε όλα τα εδάφη της Μέσης Ανατολής.
Η αιτία της ανατροπής του ισχύοντος status quo στη νοτιοανατολική Μεσόγειο και της ανακατανομής των σφαιρών επιρροής, είναι ο ανταγωνισμός ισχύος μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων σχετικά με τον έλεγχο της ενέργειας, αφού «όποιος ελέγχει την ενέργεια, ελέγχει και τον κόσμον όλο.
Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται η απόφαση των Η.Π.Α. για την εξόρυξη του Ελληνικού και Κυπριακού ορυκτού πλούτου, αλλά και η χρεωκοπία Ελλάδος και Κύπρου, ώστε οι χώρες  αυτές, και κυρίως η Ελλάδα, να απωλέσουν μέρος της Εθνικής κυριαρχίας τους και  να καταστούν, για την επόμενη εκατονταετία,  όμηροι του χρέους. Χρεωκοπία την οποία ανέλαβαν να διεκπεραιώσουν εξ ολοκλήρου οι ελληνικές κυβερνήσεις. Γι’ αυτό και οι όροι του Ελληνικού Μνημονίου αφορούσαν στην υποθήκευση του Εθνικού μας Πλούτου.
Στο ίδιο  πλαίσιο εντάσσεται η εξόρυξη του ορυκτού πλούτου Ισραήλ και Αιγύπτου, αλλά και η σχεδιαζόμενη δημιουργία του κράτους του Κουρδιστάν, στο οποίο αξίζει να κάνουμε ειδική μνεία.

Η πατρίδα των Κούρδων,  το 1923, με τη Συνθήκη της Λοζάνης, διαμοιράστηκε  στα τέσσερα, ανάμεσα  σε Τουρκία, Ιράν, Συρία και Ιράκ. Η σχεδιαζόμενη από Η.Π.Α. και Ισραήλ δημιουργία του Κράτους των Κούρδων, βάζει την ταφόπλακα στη Συνθήκη της Λοζάνης. Το νέο κράτος των Κούρδων, θα είναι το όγδοο σε πλούτο πετρελαίου στον ΟΠΕΚ, γεγονός που σημαίνει την αναδιαμόρφωση του παγκόσμιου ενεργειακού χάρτη. Τα κοιτάσματα του Κουρδιστάν βρίσκονται πιο κοντά στην επιφάνεια  της γης,  γι’ αυτό η εξόρυξή τους είναι εύκολη. Υπολογίζεται ότι στο έδαφος του ήδη ανεξάρτητου κομματιού στο Βόρειο Ιρακ υπάρχουν 45 εκατ. βαρέλια πετρέλαιο, δηλαδή περισσότερο απ’ ό,τι στο Κατάρ και στην Αλγερία. Το 31% του πετρελαίου όλου του Ιράκ βρίσκεται σε κουρδικά εδάφη. Το ανεξάρτητο Κουρδιστάν δεν θα βασίζεται μόνο στον πετρελαϊκό του πλούτο, αλλά και στο φυσικό αέριο και στο εύφορο έδαφός του, που το διασχίζει ένα από τα μεγαλύτερα ποτάμια της Μεσοποταμίας, ο Τίγρης. Τέλος, η δημιουργία του ανεξάρτητου Κουρδικού κράτους, αποτελεί για το κράτος του Ισραήλ το απαραίτητο ανάχωμα στην περικύκλωσή του από τους αραβικούς πληθυσμούς.

Ήδη, βάσει του Ιρακινού Συντάγματος του 2005, και του Δημοψηφίσματος του 2017, αυτονομήθηκε το Κουρδικό κράτος του Βόρειου Ιράκ, ενώ ετοιμάζεται η αυτονόμηση από τη Συρία του Δυτικού Κουρδιστάν ή  Ροζάβα, στη Βόρεια και Βορειοδυτική Συρία. Το επόμενο κράτος του Κουρδιστάν που θα απελευθερωθεί, θα είναι το Τουρκικό ή Βόρειο Κουρδιστάν, το οποίο αποτελεί το 15-30% του πληθυσμού της Τουρκίας.
Αξίζει τέλος να αναφερθεί η δήλωση που είχε κάνει στις 19 Οκτωβρίου 2008, ο τότε αρχηγός ΓΕΝ της Τουρκίας ναύαρχος Μετίν Ατάτς: «Εκτιμώ ότι η Ανατολική Μεσόγειος θα καταστεί εστία προστριβών και συγκρούσεων, λόγω της πετρελαϊκής σπουδαιότητας που θα αποκτήσει προσεχώς. Εξ αιτίας των πετρελαίων που διαθέτει, θα μετατραπεί σ’ ένα δεύτερο Αραβικό Κόλπο. Η Τουρκία πρέπει να επαγρυπνεί και να αντιδράσει».
Κατόπιν των ανωτέρω, εξηγείται εναργώς, το γιατί, στο πλαίσιο των γεωστρατηγικών σχεδιασμών του, ο Ερντογάν, μιλάει σήμερα για την αναθεώρηση της συνθήκης της Λοζάνης, αντιλαμβανόμενος τον σχεδιαζόμενο  διαμελισμό της Τουρκίας και την εξασθένισή της από τους παγκόσμιους Επικυρίαρχους .
Ο Καθηγητής Γ. Κοντογιώργης, που ήδη από το 2009 αναφέρεται στη στρατηγική Ιμιοποίησης της Ελλάδος από την Τουρκία,   την 16/10/2016, σε συνέντευξή του τονίζει επί του συγκεκριμένου θέματος τα εξής:
Ο Ερντογάν επενδύει στο μέλλον. Οι κινήσεις του αυτές εγγράφονται σε μια στρατηγική μακράς πνοής για την Τουρκία, την οποία υπαγορεύει η ιστορία, η εσωτερική της δυναμική και το γεωπολιτικό περιβάλλον. Το 1980 έγραφα ότι η Τουρκία επεδίωκε τη «φινλανδοποίηση» της Ελλάδας. Από τη δεκαετία του 2000 έγινε προφανές ότι αυτό δεν της αρκεί. Θέλει την «ιμιοποίησή» της. Η Τουρκία, εάν, όπως όλα δείχνουν, επιθυμεί να παίξει έναν ισχυρό περιφερειακό ρόλο, στον οποίο την ωθούν οι εσωτερικές της δυνάμεις, οφείλει να διαμορφώσει γύρω της έναν ζωτικό χώρο. Γνωρίζει επίσης ότι χωρίς τον έλεγχο της Ελλάδας το εγχείρημα αυτό θα είναι δύσκολο, διότι η τελευταία αποτελεί τον αναγκαίο σύνδεσμο με τη Δύση, που διαμορφώνει τον γεωπολιτικό χάρτη της περιοχής.  

Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι η Τουρκία δεν δύναται και πάντως δεν θα προλάβει να πραγματοποιήσει τη φιλοδοξία της αυτή, διότι θα εκραγεί εσωτερικά. Αυτό, αν δεν αποτελεί αυταπάτη, είναι δικαιολογία που τροφοδοτεί την απραξία μας. Κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις η φιλοδοξία της Τουρκίας είναι δυνατό να πραγματοποιηθεί, όπως άλλωστε δείχνουν οι εξελίξεις μέχρι σήμερα. Ας μην ξεχνάμε την Κύπρο, τα Ίμια και τώρα τον διεμβολισμό της στρατηγικής συνεργασίας ΗΠΑ-Ρωσίας στο Συριακό, μεταξύ των άλλων. Να προσθέσω επίσης ότι ο Ερντογάν δείχνει να γνωρίζει πως ένας τρόπος να ηγεμονεύσεις είναι να προετοιμάσεις ψυχολογικά τον «άλλο» να αποδεχτεί την ηγεμονία σου. Ο Ερντογάν καλλιεργεί τον φόβο στους Έλληνες και αυτοί σιγά-σιγά τον αφομοιώνουν, τον μεταβάλλουν σε δεύτερη φύση τους. Ήδη ένα μέρος της άρχουσας πολιτικής και πνευματικής τάξης της χώρας στοχάζεται νεο-οθωμανικά. Δεν χρειάζεται η εφαρμογή του «συνδρόμου της Στοκχόλμης». Αρκεί η βίωση της απειλής, το κατάλληλο περιβάλλον, για να επιζητήσει κάποιος τη θαλπωρή του επίδοξου βιαστή του. Για την ώρα συμπεριφέρεται κατά δόσεις ως επίδοξος βιαστής, προετοιμάζοντας ψυχολογικά το έδαφος και συγχρόνως επενδύοντας σε βάσεις ισχύος ώστε να γίνει πιστευτός ότι το εννοεί. Η ανακίνηση της Συνθήκης της Λωζάννης σε αυτό αποσκοπεί.
Συνεχίζοντας, ο κ. Κοντογιώργης και απαντώντας στο ερώτημα, εάν εγείρει η Άγκυρα εδαφικές διεκδικήσεις έναντι της Ελλάδος,  απαντά ότι:
Η Άγκυρα δεν ενδιαφέρεται για ένα νησί, παρόλο που υπό προϋποθέσεις αυτό δεν πρέπει να αποκλειστεί από τις προθέσεις της. Όπως λ.χ. το Καστελόριζο. Την ενδιαφέρει όλη η Ελλάδα και υπό μια άλλη έννοια το Ανατολικό Αιγαίο. Το δόγμα της Άγκυρας διατυπώθηκε ήδη το 1957 σε μια διδακτορική διατριβή Τούρκου που υποστηρίχθηκε στο Παρίσι. Όταν την ανακάλυψα στη βιβλιοθήκη, τη διακίνησα σε πολλούς από τους άρχοντές μας. Όλοι με αντιμετώπισαν με τον ίδιο συγκαταβατικό τρόπο. Χρειάστηκε να φτάσουμε στην επίσημη διακήρυξή του, δύο δεκαετίες αργότερα, για να δείξουν έκπληξη για το θράσος της ή ακόμη και να το διασκεδάσουν. Σήμερα ο ελληνοτουρκικός διάλογος διεξάγεται ακριβώς με βάση το δόγμα αυτό. Και η στρατηγική της Άγκυρας οδεύει σταθερά στην εμπραγμάτωσή του. Η Τουρκία έχει πειστεί ότι δύναται να πραγματοποιήσει το σύνολο των επιδιώξεών της έναντι της Ελλάδας. Έχει μάλιστα δείξει ότι είναι ικανή να αφομοιώνει τις εσωτερικές φυγόκεντρες εντάσεις και συγχρόνως να ακολουθεί με ακρίβεια την εξωτερική της φιλοδοξία.
Επίσης στο ερώτημα για τη στάση του Ελληνικού Πολιτικού Συστήματος απέναντι στον αναθεωρητισμό και τις επεκτατικές βλέψεις της Τουρκίας αναφέρει ότι:
Η Ελλάδα αντιμετωπίζει ζητήματα εθνικής ασφάλειας που δημιούργησε η Μικρασιατική Καταστροφή. Τα ζητήματα αυτά, με την καταβύθισή της στην τωρινή κρίση, έγιναν ασφυκτικά, σε βαθμό που επιτρέπει στους γείτονες να αναβιώνουν όλα τα εθνικιστικά τους σύνδρομα. Προκαλεί απορία το γεγονός ότι η ελληνική πολιτική τάξη δεν δείχνει να την αφορά το όλο ζήτημα. Δεν δηλώνει καν πρόθεση να αλλάξει στο παραμικρό. Είναι η μόνη ευρωπαϊκή χώρα που δεν διαθέτει τράπεζα δεδομένων/τεκμηρίωσης και έναν ισχυρό δημόσιο οργανισμό στάθμισης και επεξεργασίας πολιτικών ή προβολής προβλημάτων και λύσεων στο μέλλον. Ουδέν πράττει για τη σφυρηλάτηση μιας ισχυρής παρουσίας της χώρας στο διεθνές πεδίο, ενώ η άμυνά της έχει αφεθεί στο έλεος της τύχης. Αξίζει να θυμόμαστε τις ημέρες που έρχονται ότι οι ήττες του ελληνισμού οργανώθηκαν στην Αθήνα, όχι στο μέτωπο, ούτε στα διπλωματικά σαλόνια. Θα μας χρειαστεί.

Τέλος, στο ερώτημα «ποια θεωρεί ότι πρέπει να είναι  η εξωτερική στρατηγική της Ελλάδας απαντά  τα εξής:
Πρώτον, να οπλιστεί με υπευθυνότητα και γνώση σε ό,τι αφορά τη θέση της στον κόσμο και ειδικότερα στη διαμόρφωση της εξωτερικής της πολιτικής. Πράγμα που σημαίνει ότι η πολιτική τάξη οφείλει να διαμορφώσει τις υποδομές (το θεσμικό κ.λπ. περιβάλλον) που θα της επιτρέψουν να επεξεργάζεται πολιτικές μακράς πνοής εν επιγνώσει των συνεπειών τους. Να αντιληφθεί ότι οι διακρατικές σχέσεις είναι σχέσεις δύναμης και τίποτε άλλο: σε διπλωματικό, οικονομικό, πολιτισμικό και οπλικό επίπεδο.
Δεύτερον, να υφάνει στρατηγικές συμμαχίες με τις δυνάμεις που διαμορφώνουν τον γεωπολιτικό χάρτη της ευρύτερης περιοχής. Οφείλει να αναζητήσει τρόπους που θα κάνουν συμβατά τα συμφέροντα της χώρας με τα δικά τους συμφέροντα. Είμαι βαθιά πεπεισμένος ότι σήμερα, περισσότερο από ποτέ, η Ελλάδα μπορεί να γίνει στρατηγικός εταίρος στην περιοχή της Δύσης και, υπό μια έννοια, της Ρωσίας και της Κίνας. Και, εννοείται, με τις δυνάμεις του άμεσου γεωπολιτικού της χώρου.
Τρίτον, στον τομέα των άμεσων συσχετισμών, αρκετά πριν η Ελλάδα εισέλθει στην καταστροφική κρίση που τη μαστίζει, είχε απολέσει το συγκριτικό πλεονέκτημα της ισχύος έναντι της Τουρκίας υπαιτιότητι της πολιτικής τάξης. Ο αποδεκατισμός των δυνατοτήτων της χώρας, στο οικονομικό, στο ευρωπαϊκό και στο διεθνές πεδίο, έχει οδηγήσει σε μια δραματική ανατροπή των συσχετισμών σε βάρος της.
Τέταρτον, η εξέλιξη αυτή, ωστόσο, συνοδεύτηκε από μια συστηματική προσπάθεια να πληγεί στον πυρήνα της η θεμέλια βάση της εσωτερικής, κοινωνικής και πολιτισμικής, συνοχής της χώρας. Στο πλαίσιο αυτό, η πολιτική τάξη θεωρεί ότι μια ισχυρή συνείδηση κοινωνίας που θα βασίζεται στις εθνικές της αναφορές αποτελεί μείζονα κίνδυνο για την ηγεμονία της και γι’ αυτό πρέπει να κατασταλεί. Μέτρο για την καταστολή αυτή αποτελεί η παιδεία του έθνους της κοινωνίας, δεδομένου ότι αυτό απειλεί το έθνος του κράτους. Λαός και πολιτική τάξη στην Ελλάδα βαδίζουν σε αντίρροπες πορείες, δεν συναντώνται, καθώς τα πεπραγμένα της τελευταίας βρίσκονται μακράν του εθνικού συμφέροντος. Εξού και κάθε αναφορά σε αυτό, δηλαδή στο συμφέρον της κοινωνικής συλλογικότητας, στιγματίζεται συλλήβδην ως εθνικισμός, ενώ η αξίωση της κοινωνίας των πολιτών να έχει λόγο στα πράγματα ταξινομείται ως λαϊκισμός. Με απλούστερη διατύπωση, η διαμόρφωση μιας στρατηγικής για τη χώρα διέρχεται πρωταρχικά από τη σφυρηλάτηση της κοινωνικής της συνοχής στη βάση ενός κοινού οράματος, η οποία έχει ως προαπαιτούμενα τη συμφωνία σε μια κοινή πολιτισμική παιδεία και τη συνάντηση της πολιτικής με την κοινωνική συλλογικότητα. Για την ώρα, η προϋπόθεση αυτή δεν είναι ορατή, καθώς ηγεμονεύει στον πολιτικό ορίζοντα η στρατηγική της αποτροπής μιας συνάντησης της κοινωνίας και της πολιτικής στη βάση του έθνους της κοινωνίας, η στρατηγική της κομματοκρατίας. Στρατηγική που απογειώθηκε κατά τη «σημίτεια» περίοδο, για να κορυφωθεί με την άνοδο της συριζαίας Αριστεράς στην εξουσία. Εάν η στρατηγική αυτή εδραιωθεί, θα αποτελέσει, κατά τη γνώμη μου, την κατακλείδα της εθνικής παραίτησης της χώρας και από κοντά της ιδεολογικής νομιμοποίησης της «Ιμιοποίησής» της.

Δυστυχώς για τη χώρα, η Τουρκία έχει ήδη πραγματοποιήσει τον τρίτο Αττίλα, εισβάλλοντας στην ΑΟΖ της Κύπρου και διενεργώντας γεωτρήσεις, που παγιοποιούν την νέα κατοχή εθνικού χώρου της Κύπρου, με την Ελλάδα να παρακολουθεί αμέτοχη και χωρίς καμία αντίσταση, τη διάσπαση του υψίστης γεωστρατηγικής σημασίας  άξονα Ελλάδας Κύπρου, τον οποίο   έπληξε η Τουρκία με επιτυχία το 1974 με την εισβολή και κατοχή της Βόρειας Κύπρου, επιβεβαιώνοντας ότι το δόγμα Καραμανλή «Η Κύπρος κείται μακράν», είναι ακόμα το ισχύον στο Ελλαδικό κράτος.
Ο ενδοτισμός και η εθνική εθελοδουλεία  της Ελληνικής Πολιτικής Τάξης, την έχει οδηγήσει  στην εκ των προτέρων αποδοχή του αναθεωρητισμού της Τουρκίας και στην αποδοχή της ιμιοποίησης της χώρας, την οποία προετοιμάζει, με τους λαγούς της, που δηλώνουν ότι «έχει και η Τουρκία δικαιώματα στο Αιγαίο, λόγω του μεγάλου μήκους των ακτογραμμών της» (Κατρούγκαλος), ότι «δεν θα πρέπει να είμαστε μοναχοφάηδες» (Κοτζιάς),  ότι «έρχονται νέα Ίμια» (Σημίτης) και ότι «αν και το Αιγαίο είναι ένα και ελληνικό, θα πρέπει να συνεκμεταλλευτούμε τους πόρους του (δηλαδή τους υδρογονάνθρακες) με τους Τούρκους και να συμπεριφερθούμε σαν να μην υπάρχουν τα νησιά του Αιγαίου, αφού αυτά είναι που κάνουν τους Τούρκους να αισθάνονται «ασφυξία» και προχωρούν σε προκλήσεις»  (Μίκης Θεοδωράκης).
Το Ελληνικό Πολιτικό Σύστημα προσποιείται ότι δεν αντιλαμβάνεται πως είναι μονόδρομος για την Τουρκία, στον Γεωπολιτικό της σχεδιασμό να επιβιώσει, καθιστάμενη περιφερειακή δύναμη, να λάβει μερίδιο από τον ορυκτό πλούτο του Αιγαίου και της Νοτιονατολικής Μεσογείου, αλλά και τη συγκυριαρχία  στο Αιγαίο,  απ’ όπου θα διέρχονται ο αγωγοί  του East Med προς την Ευρώπη.
Τέτοια συγκυριαρχία στο Αιγαίο και συνεκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου της Ελλάδος, μπορεί να προκύψει μόνο σαν αποτέλεσμα ήπιας πολεμικής εμπλοκής και της σύναψης διεθνούς συμφωνίας. Κανένα κράτος στον πλανήτη δεν είναι δυνατόν να παραχωρήσει εθνική και εδαφική κυριαρχία οικειοθελώς!!
Γι’ αυτό η πολεμική εμπλοκή, ήπιας έντασης και μικρής διάρκειας, είναι αναπόφευκτη.
Δυστυχώς για τη χώρα, ήδη  η κρατική εταιρεία πετρελαίων της Τουρκίας, υπέβαλε αίτημα προς το αρχηγείο του τουρκικού ναυτικού, προκειμένου να κάνει σεισμικές έρευνες σε περιοχή που ξεκινά από τα νότια της Ρόδου και φτάνει πέρα από το Καστελόριζο, ανάμεσα στον 28ο και τον 29ο μεσημβρινό, και η Ελληνική Κυβέρνηση αρκείται  στην πραγματοποίηση δηλώσεων και τη «χάραξη κόκκινων γραμμών» στο Αιγαίο.
Δυστυχώς για τη χώρα, οι  αναφορές του Ερντογάν στις νίκες όλης  της ιστορίας του τουρκικού έθνους τον Αύγουστο, όπως η μάχη του Manzikert (1071), η μάχη του Marj Dabiq (1516), τη σφαγή της 30ης Αυγούστου κατά τη διάρκεια του «πολέμου της ανεξαρτησίας” (1922) και την εισβολή στην Κύπρο (1974), έμειναν και μένουν αναπάντητες , αναμένοντας το μοιραίο, δηλαδή τη συμπλήρωσή τους στο σήμερα.
Δυστυχώς για τον Ελληνισμό, ήδη ο Αναστασιάδης κάθεται στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με τους Τουρκοκυπρίους, συμμετέχοντας αδιαμαρτύρητα και χωρίς όρους, την 2/8/2019, σε άτυπη συνάντηση με τον Ακιντζί και νομιμοποιώντας  de facto την προέλαση των Τούρκων σε νεκρή ζώνη και ΑΟΖ της Κύπρου, υπό την εποπτεία του Γενικού Γραμματέα του Ο.Η.Ε. Αντόνιο Γκουτέρες, ο οποίος δήλωσε ότι χαιρετίζει τις πρωτοβουλίες που συμβάλλουν στην αποκλιμάκωση της έντασης, παραβλέποντας ότι δεν πρόκειται για ένταση, αλλά για εισβολή της εγγυήτριας δύναμης (Τουρκίας)  και προσβολή της εθνικής κυριαρχίας του κράτους της Κύπρου στην Α.Ο.Ζ. της.

Στην ίδια κατεύθυνση, πάντα με την πρωτοβουλία και την εποπτεία του Ο.Η.Ε.  προγραμματίζεται Τριμερής Συνάντηση στην Νέα Υόρκη παρουσία του Γ.Γ. του Ο.Η.Ε. μετά το πέρας της Γενικής Συνέλευσης, στα τέλη Σεπτεμβρίου.
Επόμενος σταθμός μετά την τριμερή στη Νέα Υόρκη είναι μια κοινή άτυπη Πενταμερής σύσκεψη των εμπλεκομένων μερών στο Κυπριακό, με την παρουσία της Τουρκίας, της Ελλάδας και του Ηνωμένου Βασιλείου, για να αποφασιστεί η διαδικασία επανέναρξης των διαπραγματεύσεων, καθ’ ήν στιγμή Ελλάδα και Κύπρος, οφείλουν, σεβόμενες τα εθνικά κυριαρχικά τους δικαιώματα, να απαιτήσουν, πριν την έναρξη οποιασδήποτε διαπραγματευτικής διαδικασίας την επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, την άμεση αποχώρηση των Τουρκικών πλοίων από την Α.Ο.Ζ. της Κύπρου και τον σεβασμό των Ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων κατά την διάρκεια των διαπραγματεύσεων.

Δυστυχώς για την πολιτική τάξη της χώρας, που έχει ήδη συνθηκολογήσει,  πριν καν η Τουρκία προχωρήσει στην προσβολή της Εθνικής της κυριαρχίας, το διακύβευμα δεν είναι τα πετρέλαια, αλλά μια κομβική θέση του ελληνισμού στα πράγματα της Ανατολικής Μεσογείου και μάλιστα η ύπαρξη της ίδιας Ελληνικής κρατικής οντότητας στο μέλλον, αφού εάν ηττηθεί τώρα και απωλέσει τον άξονα Ελλάδος- Κύπρου και την κυριαρχία στο Αιγαίο, θα μετατραπεί σε χώρα μειωμένης εθνικής κυριαρχίας, κάτι σαν φόρου υποτελής στον Σουλτάνο και θα συρρικνωθεί σταδιακά μέχρι την οριστική αφομοίωσή της από την Τουρκία.
Σε τελική ανάλυση το διακύβευμα δεν είναι τα πετρέλαια, αλλά η ίδια η υπόσταση   και η αυθυπαρξία  του Νεοελληνικού κράτους και στο βάθος του ελληνισμού.

*Ο κ. Καρσαμπάς είναι δικηγόρος
από το «https://www.capital.gr/»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου