Του Κώστα Ράπτη από το capital.gr
Το 1976 ο Γάλλος δημογράφος και ανθρωπολόγος Εμανουέλ Τοντ προέβλεψε, στηριγμένος στην ανάλυση ποσοτικών δεδομένων, την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, η οποία και επήλθε πράγματι μετά από μιάμιση δεκαετία.
Το 2002 ο ίδιος επανήλθε με το βιβλίο του “Μετά την Αυτοκρατορία”, για να προβεί σε εξίσου δυσοίωνες προβλέψεις για το μέλλον των Ηνωμένων Πολιτειών. Σε μια συγκυρία κατά την οποία ο πλανήτης ζούσε τη “μονοπολική στιγμή” του και ο Τζόρτζ Μπους τζούνιορ ετοιμαζόταν για την εισβολή στο Ιράκ, ο Τοντ έκανε λόγο για ραγδαία εξάντληση της αμερικανικής ισχύος.
Ο Γάλλος καθηγητής κατέγραφε μία σειρά αρνητικών τάσεων, όπως η υποχώρηση της κοινωνικο-οικονομικής ενσωμάτωσης των Αφρο-Αμερικανών, η ανάπτυξη μιας “βουλιμικής” οικονομίας που τρέφεται από την καλή θέληση των ξένων επενδυτών και η άσκηση εξωτερικής πολιτικής με όρους που διασκορπίζουν τα αποθέματα “μαλακής ισχύος” της χώρας.
Τα όσα παρακολουθούμε τα τελευταία 24ωρα μοιάζει να επαληθεύουν χαρακτηριστικά τις εκτιμήσεις αυτές. Δεν πρόκειται μόνο για το θέαμα των φλεγόμενων αμερικανικών πόλεων ή ενός προέδρου ο οποίος καταφεύγει στο μπούνκερ του Λευκού Οίκου, αλλά και για εξελίξεις που καταγράφει περισσότερο διακριτικά η ειδησεογραφία: από την ακύρωση της Συνόδου της G7 που καλούσε ο Ντόναλντ Τραμπ, λόγω της άρνησης της Άγκελα Μέρκελ να παραστεί δια ζώσης, μέχρι την αποστολή πετρελαιοφόρων του Ιράν στη Βενεζουέλα, σε μια έμπρακτη περιφρόνηση των αμερικανικών κυρώσεων απέναντι και στις δύο αυτές χώρες.
Άλλα σημάδια παρακμής εξαπλώνονται βαθύτερα στον χρόνο, ώστε να αποτελούν αντικείμενο διαρκούς προσοχής: λ.χ. η αμερικανική ιδιαιτερότητα των mass shootings, που μαστίζουν τη χώρα τακτικά ή η κρίση των οπιοιειδών, που οδήγησε σε πτώση του προσδόκιμου επιβίωσης της λευκής εργατικής τάξης.
Μια χώρα που αδυνατεί να διαχειριστεί αποτελεσματικά τα του οίκου της, όπως έδειξε και η πανδημία του κορονοϊού, δύσκολα μπορεί να λειτουργήσει ως διεθνής ηγέτης.
Το να αποδοθούν όλα αυτά αποκλειστικά στην παρουσία του Τραμπ στην ηγεσία των ΗΠΑ συνιστά σύγχυση ανάμεσα στο αίτιο και στο σύμπτωμα και παραγνωρίζει την αδυναμία άλλων πολιτικών φορέων να εγγυηθούν αποκατάσταση της προτέρας ακμής.
Το rioting έχει βέβαια μεγάλη ιστορία στις ΗΠΑ, από την ταραγμένη βραδιά της δολοφονίας του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ το 1968 μέχρι το Λος Άντζελες το 1992, υπενθυμίζοντας πόσο βαθιά προσδιορίζουν οι φυλετικές διαιρέσεις κάθε όψη της αμερικανικής ζωής (λ.χ. από την κρίση των επισφαλών στεγαστικών δανείων μέχρι τις ασύμμετρες επιπτώσεις της πανδημίας του κορονοϊού). Ωστόσο το κύμα διαδηλώσεων και ταραχών που ξέσπασε μετά τον φόνο του Αφροαμερικανού Τζορτζ Φλόιντ από αστυνομικούς στη Μινεάπολη παρουσιάζει ενδιαφέροντα νέα στοιχεία: την μεγάλη γεωγραφική εξάπλωση, την εμφανέστερη παρουσία των γυναικών, την “συνάντηση” στον δρόμο Αφρο-Αμερικανών με ισπανόφωνους, αλλά και πολλούς λευκούς της νέας γενιάς με το υπονομευμένο μέλλον.
Το φυσικό αντανακλαστικό του Ντόναλντ Τραμπ (παρά τις επιφυλάξεις συμβούλων όπως ο γαμπρός του Τζάρεντ Κούσνερ) είναι να οδηγήσει τα πράγματα στην πόλωση, αποφεύγοντας τη συζήτηση περί της διάχυτης αστυνομικής αυθαιρεσίας που βρίσκεται στη ρίζα αυτού του ξεσπάσματος οργής, απειλώντας με στρατιωτικοποίηση της προσπάθειας επαναφοράς στην τάξη, καταγγέλλοντας την δράση “τρομοκρατικών στοιχείων”, παρουσιάζοντας τους πολιτικούς του αντιπάλους ως ομήρους της “Ριζοσπαστικής Αριστεράς” και ποντάροντας στην ανάγκη των κοινωνικών μεσοστρωμάτων για ασφάλεια. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για συνδυασμό αμηχανίας μπροστά στις εξελίξεις και κυνικού εκλογικού υπολογισμού, ώστε να “μπετοναριστεί” η βάση του Τραμπ και να πληγεί το πολιτικό “κέντρο”. Άλλωστε, από την αντίθετη πλευρά, η πολιτική των Δημοκρατικών να αναμένουν την πτώση του Τραμπ ως ώριμο φρούτο δεν αρκεί για την συστράτευση των οργισμένων διαδηλωτών, που είναι πιθανό να οδηγηθούν σε μεγαλύτερη αποξένωση από το πολιτικό παιχνίδι. Από μία ειρωνεία της τύχης, μάλιστα, το χρίσμα των Δημοκρατικών έχει εξασφαλίσει (ακριβώς χάρη στις επιλογές Αφρο-Αμερικανών ψηφοφόρων μεγαλύτερης ηλικίας σε πολιτείες σαν την Βόρειο Καρολίνα) ο Τζο Μπάιντεν που δύσκολα μπορεί να εμπνεύσει την οργισμένη νέα γενιά. Σε στιγμές τέτοιας όξυνσης της κρίσης, η λογική του “μικρότερου κακού” χωρίς οραματική πνοή δεν αρκεί.
Η επιστροφή στις διαπιστώσεις του Τοντ μπορεί να είναι διαφωτιστική. Ο Γάλλος καθηγητής αντικρίζει τις ΗΠΑ ως μία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία των ημερών μας, όπου η υπερχρέωση και η χρηματοπιστωτικοποίηση της οικονομίας συμβαδίζει αλληλοτροφοδοτούμενη με την ολοένα και μεγαλύτερη στρατιωτικοποίηση των σχέσεων με τον υπόλοιπο κόσμο, προκειμένου αυτός να συνεχίσει να ικανοποιεί δια της κυριαρχίας του δολαρίου τις ανάγκες της υπερδύναμης.
Το ότι η αμερικανική υπεροπλία (που δοκιμάζεται, επισημαίνει ο Τοντ, μόνο σε αρκούντως αδύναμους αντιπάλους) φοβίζει ολοένα και λιγότερους παίκτες της διεθνούς σκηνής έχει τη σημασία του. Όμως το ότι τα ρήγματα στο εσωτερικό της παραμελημένης αμερικανικής κοινωνίας, αντιμετωπίζονται με ολοένα και μεγαλύτερη στρατιωτικοποίηση της αστυνόμευσης, ήτοι με επανεισαγωγή της βίας που οι ΗΠΑ έχουν εξαπολύσει ανά την υφήλιο, ωσάν ο πληθυσμός να ανήκε σε κατεχόμενη χώρα είναι ακόμη περισσότερο διαβρωτικό.
Το 1976 ο Γάλλος δημογράφος και ανθρωπολόγος Εμανουέλ Τοντ προέβλεψε, στηριγμένος στην ανάλυση ποσοτικών δεδομένων, την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, η οποία και επήλθε πράγματι μετά από μιάμιση δεκαετία.
Το 2002 ο ίδιος επανήλθε με το βιβλίο του “Μετά την Αυτοκρατορία”, για να προβεί σε εξίσου δυσοίωνες προβλέψεις για το μέλλον των Ηνωμένων Πολιτειών. Σε μια συγκυρία κατά την οποία ο πλανήτης ζούσε τη “μονοπολική στιγμή” του και ο Τζόρτζ Μπους τζούνιορ ετοιμαζόταν για την εισβολή στο Ιράκ, ο Τοντ έκανε λόγο για ραγδαία εξάντληση της αμερικανικής ισχύος.
Ο Γάλλος καθηγητής κατέγραφε μία σειρά αρνητικών τάσεων, όπως η υποχώρηση της κοινωνικο-οικονομικής ενσωμάτωσης των Αφρο-Αμερικανών, η ανάπτυξη μιας “βουλιμικής” οικονομίας που τρέφεται από την καλή θέληση των ξένων επενδυτών και η άσκηση εξωτερικής πολιτικής με όρους που διασκορπίζουν τα αποθέματα “μαλακής ισχύος” της χώρας.
Τα όσα παρακολουθούμε τα τελευταία 24ωρα μοιάζει να επαληθεύουν χαρακτηριστικά τις εκτιμήσεις αυτές. Δεν πρόκειται μόνο για το θέαμα των φλεγόμενων αμερικανικών πόλεων ή ενός προέδρου ο οποίος καταφεύγει στο μπούνκερ του Λευκού Οίκου, αλλά και για εξελίξεις που καταγράφει περισσότερο διακριτικά η ειδησεογραφία: από την ακύρωση της Συνόδου της G7 που καλούσε ο Ντόναλντ Τραμπ, λόγω της άρνησης της Άγκελα Μέρκελ να παραστεί δια ζώσης, μέχρι την αποστολή πετρελαιοφόρων του Ιράν στη Βενεζουέλα, σε μια έμπρακτη περιφρόνηση των αμερικανικών κυρώσεων απέναντι και στις δύο αυτές χώρες.
Άλλα σημάδια παρακμής εξαπλώνονται βαθύτερα στον χρόνο, ώστε να αποτελούν αντικείμενο διαρκούς προσοχής: λ.χ. η αμερικανική ιδιαιτερότητα των mass shootings, που μαστίζουν τη χώρα τακτικά ή η κρίση των οπιοιειδών, που οδήγησε σε πτώση του προσδόκιμου επιβίωσης της λευκής εργατικής τάξης.
Μια χώρα που αδυνατεί να διαχειριστεί αποτελεσματικά τα του οίκου της, όπως έδειξε και η πανδημία του κορονοϊού, δύσκολα μπορεί να λειτουργήσει ως διεθνής ηγέτης.
Το να αποδοθούν όλα αυτά αποκλειστικά στην παρουσία του Τραμπ στην ηγεσία των ΗΠΑ συνιστά σύγχυση ανάμεσα στο αίτιο και στο σύμπτωμα και παραγνωρίζει την αδυναμία άλλων πολιτικών φορέων να εγγυηθούν αποκατάσταση της προτέρας ακμής.
Το rioting έχει βέβαια μεγάλη ιστορία στις ΗΠΑ, από την ταραγμένη βραδιά της δολοφονίας του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ το 1968 μέχρι το Λος Άντζελες το 1992, υπενθυμίζοντας πόσο βαθιά προσδιορίζουν οι φυλετικές διαιρέσεις κάθε όψη της αμερικανικής ζωής (λ.χ. από την κρίση των επισφαλών στεγαστικών δανείων μέχρι τις ασύμμετρες επιπτώσεις της πανδημίας του κορονοϊού). Ωστόσο το κύμα διαδηλώσεων και ταραχών που ξέσπασε μετά τον φόνο του Αφροαμερικανού Τζορτζ Φλόιντ από αστυνομικούς στη Μινεάπολη παρουσιάζει ενδιαφέροντα νέα στοιχεία: την μεγάλη γεωγραφική εξάπλωση, την εμφανέστερη παρουσία των γυναικών, την “συνάντηση” στον δρόμο Αφρο-Αμερικανών με ισπανόφωνους, αλλά και πολλούς λευκούς της νέας γενιάς με το υπονομευμένο μέλλον.
Το φυσικό αντανακλαστικό του Ντόναλντ Τραμπ (παρά τις επιφυλάξεις συμβούλων όπως ο γαμπρός του Τζάρεντ Κούσνερ) είναι να οδηγήσει τα πράγματα στην πόλωση, αποφεύγοντας τη συζήτηση περί της διάχυτης αστυνομικής αυθαιρεσίας που βρίσκεται στη ρίζα αυτού του ξεσπάσματος οργής, απειλώντας με στρατιωτικοποίηση της προσπάθειας επαναφοράς στην τάξη, καταγγέλλοντας την δράση “τρομοκρατικών στοιχείων”, παρουσιάζοντας τους πολιτικούς του αντιπάλους ως ομήρους της “Ριζοσπαστικής Αριστεράς” και ποντάροντας στην ανάγκη των κοινωνικών μεσοστρωμάτων για ασφάλεια. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για συνδυασμό αμηχανίας μπροστά στις εξελίξεις και κυνικού εκλογικού υπολογισμού, ώστε να “μπετοναριστεί” η βάση του Τραμπ και να πληγεί το πολιτικό “κέντρο”. Άλλωστε, από την αντίθετη πλευρά, η πολιτική των Δημοκρατικών να αναμένουν την πτώση του Τραμπ ως ώριμο φρούτο δεν αρκεί για την συστράτευση των οργισμένων διαδηλωτών, που είναι πιθανό να οδηγηθούν σε μεγαλύτερη αποξένωση από το πολιτικό παιχνίδι. Από μία ειρωνεία της τύχης, μάλιστα, το χρίσμα των Δημοκρατικών έχει εξασφαλίσει (ακριβώς χάρη στις επιλογές Αφρο-Αμερικανών ψηφοφόρων μεγαλύτερης ηλικίας σε πολιτείες σαν την Βόρειο Καρολίνα) ο Τζο Μπάιντεν που δύσκολα μπορεί να εμπνεύσει την οργισμένη νέα γενιά. Σε στιγμές τέτοιας όξυνσης της κρίσης, η λογική του “μικρότερου κακού” χωρίς οραματική πνοή δεν αρκεί.
Η επιστροφή στις διαπιστώσεις του Τοντ μπορεί να είναι διαφωτιστική. Ο Γάλλος καθηγητής αντικρίζει τις ΗΠΑ ως μία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία των ημερών μας, όπου η υπερχρέωση και η χρηματοπιστωτικοποίηση της οικονομίας συμβαδίζει αλληλοτροφοδοτούμενη με την ολοένα και μεγαλύτερη στρατιωτικοποίηση των σχέσεων με τον υπόλοιπο κόσμο, προκειμένου αυτός να συνεχίσει να ικανοποιεί δια της κυριαρχίας του δολαρίου τις ανάγκες της υπερδύναμης.
Το ότι η αμερικανική υπεροπλία (που δοκιμάζεται, επισημαίνει ο Τοντ, μόνο σε αρκούντως αδύναμους αντιπάλους) φοβίζει ολοένα και λιγότερους παίκτες της διεθνούς σκηνής έχει τη σημασία του. Όμως το ότι τα ρήγματα στο εσωτερικό της παραμελημένης αμερικανικής κοινωνίας, αντιμετωπίζονται με ολοένα και μεγαλύτερη στρατιωτικοποίηση της αστυνόμευσης, ήτοι με επανεισαγωγή της βίας που οι ΗΠΑ έχουν εξαπολύσει ανά την υφήλιο, ωσάν ο πληθυσμός να ανήκε σε κατεχόμενη χώρα είναι ακόμη περισσότερο διαβρωτικό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου