Παρασκευή 12 Ιουνίου 2020

Το ’21 και ο καημός της Ρωμιοσύνης

Από το Άρδην τ. 74, Μάρτιος-Απρίλιος 2009 το εισαγωγικό κείμενο του Γιώργου Καραμπελιά στο Αφιέρωμα Το ανολοκληρωτο ’21.
Το 1821 είναι η επιτομή της ρωμιοσύνης. Η λεβεντιά, ο ηρωισμός, η έφοδος των ξυπόλητων προς τον ουρανό. Και ταυτόχρονα οι εμφύλιοι, η αδυναμία της σύνθεσης, η αδυναμία της ολοκλήρωσης. Ο καημός της ρωμιοσύνης. Ο Σολωμός Σολωμού αγέρωχος, και τραγικά μόνος, μαζί με τον λαό του και την ιστορία του, και από γύρω εμποράκηδες, ναινέκοι, πολιτικοί της κακιάς ώρας, πουλημένοι κονδυλοφόροι. Βέβαια, τότε ήταν η στιγμή της μεγάλης ανάτασης και σήμερα της μεγάλης παρακμής. Ωστόσο, πάντα είναι καιρός να ρίχνουμε λίγο από το φως του ’21 στα σκοτάδια της εποχής του εθνομηδενισμού, μήπως και δυναμώσει εκείνη η φλογίτσα που τρεμοσβήνει, αλλά σιγοκαίει ακόμα.

Ιωάννης Μακρυγιάννης : O Στυλοβάτης της ελληνικής επανάστασης του ...
«Δεν έχομε ελπίδα από τους ξένους»

Γι’ αυ­τό αρ­χί­ζου­με αυ­τό το α­φι­έ­ρω­μα με τον Θε­ό­δω­ρο Κο­λο­κο­τρώ­νη, τον Στρα­τη­γό Μα­κρυ­γιά­ννη, τον Νι­κη­τα­ρά, τον α­γω­νι­στή Δή­μο Τσέ­λιο, που δι­η­γούν­ται πώς άρ­χι­σαν ό­λα, για τη Φι­λι­κή Ε­ται­ρεί­α και την Ε­πα­νά­στα­ση και τη βα­θειά α­πό­φα­ση των Ελ­λή­νων να λευ­τε­ρω­θού­νε μό­νοι τους. Λέ­γει ο Κο­λο­κο­τρώ­νης: «Εἶ­δα τό­τε ὅ­τι, ὅ,τι κά­μο­με, θὰ τὸ κά­μο­με μο­να­χοὶ καὶ δὲν ἔ­χο­με ἐλ­πί­δα καμ­μί­α ἀ­πὸ τοὺς ξέ­νους». Και αλ­λού:

Μί­α φο­ρᾶν, ὅ­ταν ἐ­πή­ρα­με τό Ναύ­πλιο, ἦλ­θεν ὁ ‘­Α­μιλ­τον νά μέ ἰ­δεῖ. Μοῦ εἶ­πε ὅ­τι: «Πρέ­πει οἱ Ἕλ­λη­νες νά ζη­τή­σουν συμ­βι­βα­σμό, καί ἡ Ἀγ­γλί­α νά με­σι­τεύ­σει». Ἐ­γώ τοῦ ἀ­πο­κρί­θη­κα, ὅ­τι: «Αὐ­τό δέν γί­νε­ται πο­τέ, ἐ­λευ­θε­ρί­α ἤ θά­να­τος. Ἐ­μεῖς, κα­πι­τᾶν ‘­Α­μιλ­τον, πο­τέ συμ­βι­βα­σμό δέν ἐ­κά­μα­με μέ τούς Τούρ­κους. Ἄλ­λους ἔ­κο­ψε, ἄλ­λους σκλά­βω­σε μέ τό σπα­θί καί ἄλ­λοι, κα­θώς μεῖς, ἐ­ζού­σα­με ἐ­λεύ­θε­ροι ἀ­πό γε­νε­ά εἰς γε­νε­ά. Ὁ βα­σι­λεύς μας ἐ­σκο­τώ­θη, καμ­μί­α συν­θή­κη δέν ἔ­κα­με, ἡ φρου­ρά του εἶ­χε παν­το­τι­νό πό­λε­μο μέ τούς Τούρ­κους καί δυ­ό φρού­ρια ἦ­τον πάν­το­τε ἀ­νυ­πό­τα­κτα». Μέ εἶ­πε: «Ποί­α εἶ­ναι ἡ βα­σι­λι­κή φρου­ρά του, ποί­α εἶ­ναι τά φρού­ρια;» – «Ἡ φρου­ρά τοῦ βα­σι­λέ­ως μας εἶ­ναι οἱ λε­γό­με­νοι Κλέ­φται, τά φρού­ρια ἡ Μά­νη καί τό Σού­λι καί τά βου­νά». Ἔ­τσι δέν μέ ὁ­μί­λη­σε πλέ­ον.
Ο Μα­κρυ­γιά­ννης το ί­διο μή­νυ­μα βά­ζει στο στό­μα του Τούρ­κου μπέ­η:
Πασ­σά­δες καὶ Μπέ­η­δες, θὰ χα­θοῦ­με. Θὰ χα­θοῦ­με! ὁ μπέ­γης τοὺς λέ­ει, ὅ­τι ἐ­τοῦ­τος ὁ πό­λε­μος δὲν εἶ­ναι μή­τε μὲ τὸν Μό­σκο­βον, μή­τε μὲ τὸν Ἐγ­γλέ­ζο, μή­τε μὲ τὸν Φραν­τζέ­ζο. Ἀ­δι­κή­σα­μεν τὸν ρα­γιὰ καὶ ἀ­πὸ πλού­τη καὶ ἀ­πὸ τι­μὴ καὶ τὸν ἀ­φα­νί­σα­με, καὶ μαύ­ρι­σαν τὰ μά­τια του καὶ μᾶς σή­κω­σε ντου­φέ­κι.

Νικηταράς: Ο ήρωας που κατέληξε επαίτης
Και ο εν­τε­λώς α­γράμ­μα­τος Νι­κη­τα­ράς:
Ὁ Ἀ­να­γνω­στα­ρᾶς πα­ρα­πο­νι­έ­ται ἀ­πὸ τοὺς Ρού­σους εἰς τὸν Κα­πνί­ση, ὑ­πα­σπι­στὴ τοῦ Αὐ­το­κρά­το­ρος, δια­τὶ νὰ μᾶς πα­ρα­τή­σει ἡ Ρου­σί­α. Τώ­ρα μᾶς ἄ­φη­σαν οἱ Ἄγ­γλοι. [ ] Ἔρ­χε­ται ἀ­πάν­τη­ση ἀ­πὸ τὸν αὐ­το­κρά­το­ρα νὰ πᾶ­με εἰς τὴν Ρου­σί­α νὰ μᾶς δώ­σει γῆν, ὅ­λα τὰ κα­λά, ζῶ­α καὶ εἰς δέ­κα χρό­νους νὰ ἐ­πι­στρέ­ψο­με ὅ,τι μᾶς ἔ­δω­σε. Στέλ­νο­με τὸν Ἀ­να­γνω­στα­ρᾶ, Χρυ­σο­σπά­θη, εὑ­ρί­σκουν τὴν Ἑ­ται­ρεί­α. Ὁ Κα­πο­δί­στριας τοὺς λέ­γει, σύρ­τε ὀ­πί­σω, ἐ­δῶ ζοῦν ἀρ­κοῦ­δες, κρού­σταλ­λα πολ­λά. Ἦ­τον στο­χα­σμὸς νὰ πᾶ­με ἀ­ποι­κί­ες. Ὁ Ἀ­να­γνω­στα­ρᾶς μοῦ λέ­γει: δὲν ζοῦ­με ἐ­κεῖ. Σχέ­δια πε­ρὶ ἐ­πα­να­στά­σε­ως. Νὰ ζή­σου­με εἰς βου­νὰ μὲ γέ­νεια.
Ο Κο­λο­κο­τρώ­νης, μά­λι­στα, έρ­χε­ται να α­παν­τή­σει και σε ό­λους ε­κεί­νους τους σκυ­λευ­τές της ι­στο­ρί­ας μας που έ­φθα­σαν να αρ­νούν­ται και την ί­δια την η­με­ρο­μη­νί­α της 25ης Μαρ­τί­ου. Κι αυ­τοί δεν εί­ναι άλ­λοι α­πό κον­δυ­λο­φό­ρους των ε­φη­με­ρί­δων και των πα­νε­πι­στη­μί­ων, δεν εί­ναι άλ­λοι α­πό ε­κεί­νους που δι­οι­κούν τα σω­μα­τεί­α των εκ­παι­δευ­τι­κών, α­πό ε­κεί­νους που α­να­λαμ­βά­νουν να α­πο­στρα­βώ­σουν τα παι­διά μας, κα­θώς και τους α­φε­λείς που τους πι­στεύ­ουν. Δι­α­βά­ζου­με σε ι­στο­σε­λί­δα γνω­στού α­πό τα τη­λε­πα­ρά­θυ­ρα ει­δι­κού πε­ρί τα εκ­παι­δευ­τι­κά «μαρ­ξι­στή-λε­νι­νι­στή» στο «Αφι­έ­ρω­μα» που έ­χει για την 25η Μαρ­τί­ου, σε άρ­θρο του εκ­παι­δευ­τι­κού Α­λέ­κου Χατ­ζη­κώ­στα:

Κα­τ’ αρ­χήν να θυ­μί­σου­με ό­τι η ε­πι­λο­γή της θρη­σκευ­τι­κής ε­ορ­τής του Ευ­αγ­γε­λι­σμού της Θε­ο­τό­κου ως ε­πί­ση­μης ε­πε­τεί­ου της ε­πα­νά­στα­σης έ­γι­νε α­πό την πο­λι­τεί­α το 1838 (­!) για να ε­ξυ­πη­ρε­τή­σει συγ­κε­κρι­μέ­νους πο­λι­τι­κούς-ι­δε­ο­λο­γι­κούς στό­χους, καλ­λι­ερ­γών­τας πα­ράλ­λη­λα “ε­θνι­κούς μύ­θους” που δι­α­τη­ρούν­ται και α­να­πα­ρά­γον­ται μέ­χρις σή­με­ρα δυ­στυ­χώς και α­πό τα σχο­λι­κά βι­βλί­α. (1)


Α­παν­τά… λοι­πόν ο Κο­λο­κο­τρώ­νης το 1836 στη δι­ή­γη­σή του, α­πό τον τά­φο του: «καὶ εἰς τὰ (18)20 μὲ ἦλ­θαν γράμ­μα­τα ἀ­πὸ τὸν Ὑ­ψη­λάν­τη διὰ νὰ εἶ­μαι ἕ­τοι­μος, κα­θὼς καὶ ὅ­λοι οἱ ἐ­δι­κοί μας. 25 Μαρ­τί­ου ἦ­τον ἡ ἡ­μέ­ρα τῆς γε­νι­κῆς ἐ­πα­να­στά­σε­ως». Αλ­λά βέ­βαι­α εί­ναι γνω­στό πως και αυ­τός υ­πήρ­ξε… «ε­θνι­κι­στής» και «σφα­γέ­ας της Τρι­πο­λι­τσάς».

«…Γυρεύω τις αιτίες που μ’ αφήνουνε μισό»

Γύρω απ’ αυτό το «μυστήριο» περιστρέφεται η ιστορία μας, εδώ και έναν αιώνα. Πώς και γιατί δεν μπορέσαμε να ολοκληρώσουμε αυτό που αρχίσαμε στις 25 Μαρτίου εκείνου του «αθάνατου ’21»; Πώς και γιατί καραβοτσακιστήκαμε στη Σμύρνη το 1922;


Και οι αιτίες πάνε πολύ βαθιά πίσω, πάνε στο Ματζικέρτ και το 1204, πάνε στην Τουρκοκρατία και τη Φραγκοκρατία, που μας σκόρπισε στους πέντε ανέμους, στα Βαλκάνια, τη Μικρά Ασία, τα νησιά. Κι από τότε ποτέ δεν κατορθώσαμε να ξαναμαζέψουμε το γένος μας. Όταν μετά το 1700 ο ελληνισμός θ’ αρχίσει και πάλι να αναπτύσσεται, αυτή η διάσπαρτη ανάπτυξη θα συνεχιστεί.
Οι έμποροι και οι βιοτέχνες δεν θα μπορέσουνε ποτέ να ελέγξουν την ίδια την παραγωγή, αλλά θα διωχθούν από την ανασφάλεια, τις λεηλασίες και τη διείσδυση της αναπτυσσόμενης Δύσης στην τοκογλυφία, τη ναυτιλία, τις παροικίες. Η σημασία της εμπορικής –και εν πολλοίς μεταπρατικής– υφής της ελληνικής αστικής τάξης, όπως διαμορφώνεται στη διάρκεια των δύο τελευταίων αιώνων της Τουρκοκρατίας, έχει επισημανθεί από αρκετούς ιστορικούς και στοχαστές. Ιδιαίτερα ο Κορδάτος, ο Στογιάνοβιτς και ο Μοσκώφ θα επιμείνουν στη σημασία της υφής της ελληνικής αστικής τάξης, που είχε ως συνέπεια την αδυναμία ολοκλήρωσης της επαναστατικής διαδικασίας, ή την πραγματοποίηση μιας παμβαλκανικής επανάστασης. Οι Έλληνες έμποροι και τοκογλύφοι-τραπεζίτες της Μολδοβλαχίας δεν μπορούσαν να πάρουν μαζί τους την αγροτιά, που τους έβλεπε ως εκμεταλλευτές. Εξ ού και η τελική σύγκρουση Υψηλάντη – Βλαδιμηρέσκου στην επανάσταση της Μολδοβλαχίας. Ωστόσο, η σημασία αυτής της διαμόρφωσης παραμένει τραγικά υποβαθμισμένη, τόσο σε ό,τι αφορά στην ιστορία και τις τύχες της ελληνικής επανάστασης, όσο –ακόμα περισσότερο– σε ό,τι αφορά στην ιστορία και τα χαρακτηριστικά του ελληνικού διαφωτισμού. Και παραμένει μέχρι σήμερα το τυφλό σημείο στη μελέτη της ιστορίας της επανάστασης του 1821. Η μελέτη της ελληνικής επανάστασης δεν έχει ακόμα ενσωματώσει τις συνέπειες της μεταπρατικής και διάσπαρτης (2) υφής της ελληνικής αστικής ανάπτυξης, που από τη μία πλευρά έφερνε σε επαφή –και συχνά σε εμπορικό και πολιτικό ανταγωνισμό– τον ελληνισμό με τις πιο ανεπτυγμένες χώρες της Ευρώπης και δημιουργούσε έναν «ευρωπαϊκό τρόπο ζωής» και συνήθειες στα ανώτερα και μορφωμένα στρώματα των Ελλήνων (3), και από την άλλη δεν μπορούσε να διεισδύσει και να μετασχηματίσει σε βάθος τις παραγωγικές και ιδεολογικές δομές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Η «υπερανάπτυξη» της ελληνικής αστικής τάξης, κυρίως στον τομέα του εμπορίου και του δανεισμού χρήματος, και μάλιστα εκτός της ελληνικής χερσονήσου και της νοτίου Ελλάδας, κατά το μεγαλύτερο μέρος της, καθώς και της πνευματικής παραγωγής, δεδομένου ότι κανένα σοβαρό σχολείο του ελληνικού διαφωτισμού δεν υπήρχε στην επαναστατημένη Ελλάδα, οδήγησε στην εξαιρετική κατάτμηση των επαναστατικών δυνάμεων και τροφοδότησε τους χωρίς τέλους εμφυλίους της Ελληνικής Επανάστασης, καθώς και την προσφυγή στην ξένη προστασία.
Από τη μια πλευρά ήταν η αγροτική κοινωνία της Πελοποννήσου και κατ’ εξοχήν της Στερεάς, με μόνο σοβαρό αστικό στοιχείο τους καραβοκύρηδες των νησιών, χωρίς όμως οργανική σχέση με την οικονομία της λοιπής Ελλάδας, πέρα από τον τομέα των μεταφορών, που έβλεπε ως φυσικούς αρχηγούς της τους καπεταναίους, τους κοτζαμπάσηδες και αποφασιστικό ενοποιητικό στοιχείο την Ορθοδοξία και την Εκκλησία απέναντι στους αλλόθρησκους Αγαρηνούς καταπιεστές.
Και παράλληλα μια επαναστατική οργάνωση, γεννημένη στην Οδησσό με αφετηρία την «αστικοδημοκρατική» ιδεολογία των μικρεμπόρων και των διανοουμένων, και η οποία στην πορεία «συντηρητικοποιήθηκε» με τη μεταφορά του κέντρου της στην Κωνσταντινούπολη˙ μια μεγάλη αστική τάξη που ταξίδευε στο Λονδίνο, το Άμστερνταμ και τη Λειψία για τις υποθέσεις της και είχε το επίκεντρό της στη Σμύρνη, την Κωνσταντινούπολη και τη… Βιέννη, και μια «διανόηση» ανεπτυγμένη εξαιρετικά για τις συνθήκες της τότε Ελλάδας και γαλουχημένη με τα ιδεώδη της γαλλικής επανάστασης, του δυτικού διαφωτισμού, και παράλληλα την αρχαιολατρία και την εμμονή στην Ορθοδοξία.
Δίπλα τους, οι χιλιάδες των Ευρωπαίων φιλελλήνων, που έφερναν μαζί με την ανεκτίμητη βοήθειά τους, ήθη, ιδεολογίες και επιρροές της Δυτικής και Κεντρικής Ευρώπης –βλέπε τη συνάντηση του λόρδου Μπάιρον, του πιο εξεζητημένου ίσως ποιητή της Δύσης, με τους αγωνιστές του Μεσολογγίου. Τέλος, πολιτικοί της εμβέλειας και της πείρας των Φαναριωτών –με τον Μαυροκορδάτο επικεφαλής– και του πρώην υπουργού Εξωτερικών του Τσάρου της Ρωσίας, του Καποδίστρια.
Η συνάντηση όλων αυτών των ετερόκλητων δυνάμεων, που είχαν ως μόνο ενοποιητικό στοιχείο «του Χριστού την πίστη την αγία και της πατρίδος την ελευθερία», στον βαθμό που πραγματοποιήθηκε στο περιορισμένο εντέλει έδαφος της επαναστατημένης Ελλάδας είχε εκρηκτικές και βαθύτατα αποσταθεροποιητικές συνέπειες. Απουσιάζει μια τάξη που θα μπορούσε να ενοποιήσει την επαναστατημένη χώρα. Γι’ αυτό και η ηγεσία θα περνάει αλληλοδιαδόχως από τη μία δύναμη στην άλλη, για να καταλήξει με το πέρας της επανάστασης στην προστασία και τους Βαυαρούς, ως τον «από μηχανής θεό» που θα κυβερνούσε το νεογέννητο κράτος. Μια εμπορική και μεταπρατική άρχουσα τάξη, μια διανόηση εξαρτημένη από τη Δύση, δεν μπορούσαν να προσφέρουν τίποτε καλύτερο από μια όσο γίνεται πιο «ισορροπημένη» κατανομή της ξένης προστασίας ανάμεσα στην Αγγλία, τη Γαλλία, τη Ρωσία, την Αυστρία, κ.λπ.

Η μόνη πιθανότητα για μια διαφορετική εξέλιξη τόσο της επανάστασης, όσο και του ελληνικού κράτους στη συνέχεια, θα ήταν η επέκταση και η επιτυχία της επανάστασης σε ένα ευρύτερο θέατρο, που θα περιλάμβανε και σημαντικότερα κέντρα –οικονομικά και πνευματικά– του ελληνισμού, όπως την οραματιζόταν ο Ρήγας και η Φιλική. Αυτό όμως δεν κατέστη δυνατό, τόσο εξαιτίας της διασποράς των ελληνικών πληθυσμών μέσα σε αλλογενείς πληθυσμούς, όσο και γιατί καμία από τις μεγάλες δυνάμεις δεν επιθυμούσε ένα ισχυρότερο ελληνικό κράτος, που θα έβαζε σοβαρή υποψηφιότητα για την υποκατάσταση της σκωληκόβρωτης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και θα αποτελούσε έναν σοβαρό ανταγωνιστή/συνομιλητή των Μεγάλων Δυνάμεων στην περιοχή.

Το «συναμφότερον» του ελληνικού τρόπου

Και όμως, μέχρι σήμερα αυτή η αδυναμία των εσωτερικών κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων για αυτοκυβέρνηση, αυτό το εκρηκτικό παλίμψηστο της επαναστατημένης Ελλάδας, δεν έχει αναγνωριστεί ως τέτοιο από τη συντριπτική πλειοψηφία των ιστορικών μας, οι οποίοι συντάσσονται με τη μία ή την άλλη πλευρά, ανάλογα με την τρέχουσα πολιτική τους τοποθέτηση.
Συνήθως οι «προοδευτικοί» ιστορικοί, ιδιαίτερα μαρξιστικής παιδείας, συντάσσονται με το στρατόπεδο των «καπεταναίων», στο οποίο βλέπουν την «αστικοδημοκρατική» πτέρυγα της επανάστασης. Και θα ξιφουλκούν κατά της «αντίδρασης», του Γρηγόριου του Ε΄, του Παλαιών Πατρών Γερμανού, των Υδραίων, του Μαυροκορδάτου, αλλά και του Καποδίστρια. (Αρκεί κανείς να διαβάσει τον πατέρα της μαρξιστικής ιστοριογραφίας, τον Γιάννη Κορδάτο).


Όμως, τα πράγματα περιπλέκονται όταν χρειάζεται να ερμηνεύσουν τη συμμαχία του Κολοκοτρώνη με τους πρόκριτους της Πελοποννήσου, ή το γεγονός ότι η μόνη στιγμή που η αστική τάξη ανέλαβε την ηγεμονία της επανάστασης ήταν με τους αγγλόφιλους Υδραίους, κ.λπ. Γιατί, αν αποπειρώνταν να εξηγήσουν αυτά τα φαινόμενα, θα έπρεπε να αναγνωρίσουν πως δεν υπήρχε στο εσωτερικό της Ελλάδας καμία κοινωνική δύναμη με ξεκάθαρη στρατηγική και την απαραίτητη συνοχή που θα μπορούσε να διεξαγάγει την επανάσταση. Οι καπεταναίοι ήταν πολεμιστές και αγωνιστές, αλλά ταυτόχρονα και «πρόκριτοι» πολεμικού τύπου, και γι’ αυτό συχνά συμμαχούσαν με τους κοτζαμπάσηδες ή και τους Φαναριώτες, ενώ δεν διέθεταν οι ίδιοι την παιδεία και την πολιτική προπαίδεια που θα τους επέτρεπε να διεξαγάγουν έναν περίπλοκο και σύνθετο αγώνα, που βρισκόταν στο επίκεντρο των γεγονότων της ευρωπαϊκής ιστορίας της εποχής.


Επιπλέον, τα συνεκτικότερα ιδεολογικά στοιχεία της επανάστασης ήταν η Ορθοδοξία και η θέληση της απελευθέρωσης από τον τουρκικό ζυγό, γι’ αυτό και ο κομβικός ρόλος της Ορθοδοξίας στην εκδήλωση και τη διεξαγωγή της Επανάστασης (η 25η Μαρτίου, ο απαγχονισμός του Πατριάρχη, ο αγιασμός των όπλων και η εμψύχωση των επαναστατών). Τα λοιπά ιδεολογικά στοιχεία, η δημοκρατικότητα, η επιλογή του αντιπροσωπευτικού συστήματος, η θέληση για κοινωνικές μεταρρυθμίσεις και κυρίως για τη διανομή της γης, η αναφορά στους ένδοξους προγόνους και η έγνοια για τη γλώσσα και την παιδεία υπήρχαν και ήταν σημαντικά, αλλά διαπλέκονταν ή υποτάσσονταν στα δύο κυρίαρχα ιδεολογικά στοιχεία, του «Χριστού την πίστη την αγία και της πατρίδος την ελευθερία».


Οι «συντηρητικοί» ιστορικοί, από την πλευρά τους, θα εκθειάζουν κατά περίπτωση ή ταυτόχρονα τους εκκλησιαστικούς ηγέτες, τύπου Παλαιών Πατρών Γερμανού, πολιτικούς όπως τον Κωλέτη και τον Μαυροκορδάτο, τους Υδραίους Κουντουριώτηδες, τον Καποδίστρια, αλλά και τον Κολοκοτρώνη ή τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, υποβαθμίζοντας ή αποσιωπώντας τόσο την έκταση των εμφυλίων διαμαχών, την κοινωνική τους διάσταση, δηλαδή τη θέληση της αγροτιάς για κοινωνική δικαιοσύνη, όσο και την υποταγή των συντηρητικών πολιτικών στα κελεύσματα και τις επιθυμίες των Μεγάλων Δυνάμεων. Παράλληλα, ενώ προβάλλουν τον εθνικό ρόλο της Εκκλησίας, αποκρύπτουν την ταύτιση του ανώτερου κλήρου με τους κοτζαμπάσηδες και τους συντηρητικότερους πολιτικούς σε πολλές περιπτώσεις.


Όσο, τέλος, για τους νεώτερους ιστορικούς του «εθνομηδενιστικού» στρατοπέδου, αυτοί πλέον εξαλείφουν το ίδιο το επαναστατικό γεγονός και μεταβάλλουν σε κύριο ζήτημα του υπόδουλου ελληνισμού και της επανάστασης όχι πλέον το αίτημα της απελευθέρωσης από τους Τούρκους αλλά, όπως δείξαμε, την «αντιπαλότητα» διαφωτισμού και Εκκλησίας!
Ο π. Γεώργιος Μεταλληνός εξετάζει ακριβώς αυτό το συναμφότερον, αυτή τη διαλεκτική σχέση ανάμεσα στις δυνάμεις της συντήρησης του ελληνισμού και αυτές που ήθελαν την επαναστατική αλλαγή του. Ο Νίκος Σβορώνος και ο Κώστας Μοσκώφ περιγράφουν και αναλύουν εκτενώς την οικονομική και κοινωνική δομή του ελληνικού χώρου και τα οικονομικά αίτια της έκρηξης της επανάστασης του 1821. Ο Λεωνίδας Στρίγγος, από το παλιό ΚΚΕ, επισημαίνει τον πρωταρχικά εθνικοαπελευθερωτικό χαρακτήρα της επανάστασης, ενώ ο Γιώργος Καραμπελιάς, με ένα απόσπασμα από το υπό έκδοσιν βιβλίο του, εξετάζει τη σχέση μεταξύ της διάσπαρτης ανάπτυξης και του Διαφωτισμού, μεταξύ των ανώτερων τάξεων, των λογίων και του λαού στα πλαίσια της επανάστασης. Και πάντα μνημονεύοντας Ανδρέα Κάλβο, Διονύσιο Σολωμό και Ρήγα.


Το ανολοκλήρωτο εικοσιένα

Και βέβαια δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε πως η διαμάχη για το ’21, που το κάνει τόσο ζωντανό ακόμα και στις μέρες μας, δεν γίνεται μόνο περί «τεθνεώτων» και «ζώντων», αλλά και υπέρ των «επερχομένων γενεών». Διότι το ’21 παραμένει όντως ανολοκλήρωτο. Διότι, δύο αιώνες μετά, όχι μόνο δεν έχουμε ξεπεράσει τον «καημό της ρωμιοσύνης», ώστε να γίνουμε πραγματικά αυτόνομοι, αλλά κινδυνεύουμε να επιστρέψουμε κάτω από το πέλμα του οθωμανισμού, στη σύγχρονη εκδοχή του, τον νεο-οθωμανισμό.
Εκείνο το φωτάκι του ’21, τρεμοσβήνει και θέλουν να το σβήσουν. Γι’ αυτό και παραμένουν τόσο επίκαιροι ο Κολοκοτρώνης, και ο Μακρυγιάννης. Γι’ αυτό και οι εθνομηδενιστές θέλουν να αμαυρώσουν την εικόνα τους, διότι αποτελούν σύμβολα αντίστασης για το σήμερα. Τα κείμενά τους δεν πρέπει να τα δει ο αναγνώστης «επετειακά», αλλά να σκύψει στην ουσία τους, το αίτημα της ελευθερίας, της αυτεξουσιότητας, και του θάρρους, αυτού του θάρρους που τόσο χρειαζόμαστε σήμερα.


“Σχέ­δια πε­ρὶ ἐ­πα­να­στά­σε­ως. Νὰ ζή­σου­με εἰς βου­νὰ μὲ γέ­νεια!” (Νικήτας Σταματελόπουλος).


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

  1. Αλ. Χατζηκώστας, «η επανάσταση του ’21: ορισμένοι μύθοι και η πραγματικότητα», στο Αφιέρωμα του Χρήστου Κάτσικα, «Υποστηρικτικά κείμενα για βασικές πλευρές της τουρκοκρατίας και της επανάστασης του 1821», http://www.alfavita.gr/fakeloi/1821.php.
  2. Η έλλειψη ασφάλειας και προστασίας της βιομηχανικής και εμπορικής δραστηριότητας στο εσωτερικό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας απαγόρευε τη συγκέντρωση του κεφαλαίου και, αντίθετα, ευνοούσε, τη διασπορά του. Έτσι, η εμπορική δραστηριότητα μιας εμπορικής οικογένειας διασπειρόταν σε πολλές πόλεις και περιοχές, τόσο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όσο και πόλεων έξω από αυτή, που διασφάλιζαν την επιβίωση της εμπορικής δραστηριότητας. Ένα μέλος της οικογένειας βρισκόταν στα Βαλκάνια, ένα άλλο στην Αυστρία ή την Ολλανδία, ένα τρίτο στη Ρωσία ή την Αίγυπτο, κ.ο.κ. [Traian Stoianovich, «Ο κατακτητής ορθόδοξος Βαλκάνιος έμπορος», στο Σπύρος Ασδραχάς (επιμ.) Η οικονομική δομή των Βαλκανικών χωρών (15ος-19ος αιώνες), Μέλισσα, Αθήνα 1979, σσ. 320-323, και Traian Stoianovich, «The Conquering Balkan Orthodox Merchant», στο Traian Stoianovich, Between East and West, The Balkan and the Mediterranean Worlds, Economies and Societies, Traders, Towns, and Households, τόμος 2, Aristide Caratzas, Publisher, Νιου Ροσέλ, Νέα Υόρκη 1992, σσ. 52-55]. Το τελικό αποτέλεσμα αυτής της πραγματικότητας, δεδομένης της Οθωμανικής ανασφάλειας, ήταν πως ένα μεγάλο μέρος του κεφαλαίου έμενε τελικώς στις χώρες-καταφύγια. Οι μεγαλύτεροι Έλληνες έμποροι ήταν οι έμποροι της Βιέννης, της Τεργέστης, της Ρωσίας, της Αλεξάνδρειας αργότερα, και αυτό μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα. Οι Μοσχοπολίτες έμποροι θα πλουτίσουν την Αυστροουγγαρία, όπως ο γνωστός ευεργέτης Σίμων Σίνας, που θα χριστεί και βαρώνος της Αυστρίας, ενώ στην Ελλάδα θα έρθει μόνο ένα μέρος του κεφαλαίου τους, ως κληροδοτήματα και ευεργεσίες.
  3. Χαρακτηριστικός είναι ο τρόπος ζωής των ανώτερων στρωμάτων των Ελλήνων ραγιάδων, που χτίζουν αρχοντικά εμπνευσμένα –αν όχι κάποτε και αντίγραφα– από τα δυτικά πρότυπα της Βιέννης, της Λειψίας και της Βενετίας, τα επιπλώνουν και τα εξοπλίζουν ανάλογα, και όχι μόνο στην Κωνσταντινούπολη, το Βουκουρέστι και τη Σμύρνη, αλλά και στην Ύδρα, την Καστοριά ή τα Αμπελάκια. Τα καστοριανά αρχοντικά θα είναι γεμάτα με τοιχογραφίες βιεννέζικης τεχνοτροπίας, ενώ η «μαντάμ Τυανίτη» θα διατηρεί στην Κωνσταντινούπολη ένα φιλολογικό σαλόνι ανάλογο των Παρισινών, στον 18ο αιώνα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου