Η άσκηση της ιατρικής διέπεται από τις τέσσερις θεμελιώδεις αρχές της βιοηθικής: ωφελέειν, μη-βλάπτειν, σεβασμός της αυτονομίας και δικαιοσύνη. Το ωφελέειν (beneficence) υπαγορεύει την ηθική υποχρέωση του ιατρού να δρα προς όφελος του ασθενούς, ενώ το μη–βλάπτειν (nonmaleficence) επιτάσσει την αποχή από ενέργειες που τον βλάπτουν. Η αρχή του σεβασμού της αυτονομίας (respect for autonomy) εγγυάται το δικαίωμα του ασθενούς να αποδεχθεί ή να αρνηθεί οιαδήποτε θεραπεία. Τέλος, η αρχή της δικαιοσύνης (justice) επιβάλλει την ίση περίθαλψη όλων των ανθρώπων, ανεξαρτήτως φύλου, φυλής, εθνικότητος και κοινωνικής τάξης, και τη δίκαιη κατανομή των διαθεσίμων πόρων (διανεμητική δικαιοσύνη, distributive justice)[1],[2].
Η αρχή της δικαιοσύνης είναι γενικώς αποδεκτή. Ωστόσο, η εξειδίκευση και πρακτική έκφρασή της στο δημόσιο χώρο επιδέχεται πολλαπλών προσεγγίσεων. Υποστηρίζεται ότι σε κάθε άνθρωπο πρέπει να αποδίδεται: πρώτον, ό,τι του αξίζει (της «αξίας» ποικιλοτρόπως ερμηνευομένης), δεύτερον, ό,τι αντιστοιχεί στη συνεισφορά ή την προσπάθειά του, τρίτον, ό,τι προκύπτει από τις ελεύθερες οικονομικές συναλλαγές στις οποίες εμπλέκεται, τέταρτον, ότι καλύπτει τις ανάγκες του[3]. Θεωρούμε ότι, προκειμένου για την υγεία και την αρρώστια, η μόνη σύμφωνη προς τη χριστιανική διδασκαλία προσέγγιση της αρχής της δικαιοσύνης είναι η τελευταία. Και τούτο διότι, κατά το Ευαγγέλιο, ο καθ’ έκαστον άνθρωπος συνιστά ένα μοναδικό, ανεπανάληπτο κι αναντικατάστατο πρόσωπο, ένα τέκνο του Θεού.
Στο καπιταλιστικό (κεφαλαιοκρατικό) σύστημα, η παραβίαση της αρχής της δικαιοσύνης είναι εγγενής και μόνιμη. Η ιατρική φροντίδα μετατρέπεται σε εμπόρευμα που πωλείται κι αγοράζεται, οπότε η πρόσβαση των ανθρώπων σ’ αυτή συναρτάται από το εισόδημά τους. Τοιουτοτρόπως, αγόμαστε στο εξής παράδοξο: ενώ η νοσηρότητα και η θνησιμότητα είναι υψηλότερες στις κατώτερες κοινωνικές τάξεις[4] – συνεπεία των μεγαλυτέρων σωματικών και ψυχολογικών εντάσεων τις οποίες υφίστανται και του χαμηλοτέρου μορφωτικού επιπέδου τους, που προδιαθέτει σε συμπεριφορές υψηλού κινδύνου (κάπνισμα, αλκοολισμός, κακή διατροφή) – οι υπηρεσίες υγείας παρέχονται ευχερέστερα και πληρέστερα στις ανώτερες[5]. Στον άρρωστο άνθρωπο που χρήζει βοηθείας, δεν προσφέρεται ό,τι προβλέπουν οι κανόνες της επιστήμης και της τέχνης, αλλά ό,τι επιτρέπει η αγοραστική του δύναμη.
Η αναγνώριση των απάνθρωπων αποτελεσμάτων του άκρατου κι ανέλεγκτου καπιταλισμού στον τομέα της ιατρικής φροντίδας και, προπαντός, οι αγώνες του εργατικού κινήματος οδήγησαν, σε κάποιες προηγμένες κεφαλαιοκρατικές χώρες (Καναδάς, Ηνωμένο Βασίλειο, ηπειρωτική Ευρώπη), στη δημιουργία δημόσιων συστημάτων υγείας και στη θέσπιση της υποχρεωτικής καθολικής ασφάλισης. Στα πλαίσια του δημοσίου συστήματος υγείας, είναι δυνατό να παρέχεται δωρεάν, υψηλού επιπέδου περίθαλψη σε όλα τα μέλη της κοινωνίας, ανεξάρτητα από την οικονομική τους κατάσταση. Ακόμη και στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, χώρα με μακρά παράδοση ατομικισμού, εισήχθη τη δεκαετία του 1960, επί προεδρίας L. Johnson, η Medicare, για την περίθαλψη των ηλικιωμένων[6]. Μισόν αιώνα αργότερα, η νομοθετική προσπάθεια του προέδρου B. Obama για την ιατροφαρμακευτική κάλυψη δεκάδων εκατομμυρίων ανασφάλιστων μέχρι τούδε Αμερικανών προσκρούει στις σφοδρές αντιδράσεις, αφενός των επιχειρηματικών συμφερόντων που λυμαίνονται το χώρο της υγείας, των φαρμακευτικών κι ασφαλιστικών εταιρειών, αφετέρου των συντηρητικών μεσαίων κι ανωτέρων στρωμάτων της αμερικανικής κοινωνίας, τα οποία αρνούνται πεισματικά και την παραμικρή φορολογική επιβάρυνση για τη χρηματοδότηση της φροντίδας των «αποτυχημένων» και των «τεμπέληδων». Στις αντιδράσεις αυτές, πρωτοστατούν, βεβαίως, οι προτεσταντικές σέχτες και η χριστιανική φονταμενταλιστική Δεξιά[7].
Όμως, σήμερα, τα δημόσια συστήματα υγείας, παγκοσμίως, διέρχονται σοβαρή κρίση, λόγω της υποχρηματοδότησής τους από τις κυβερνήσεις και της συνακόλουθης υποβάθμισης της ποιότητας των παρεχομένων υπηρεσιών. Επιπλέον, σε χώρες θεσμικά καθυστερημένες, όπως η Ελλάδα, μαστίζονται από τη διαφθορά και τη σπατάλη. Αντίθετα, ο ιδιωτικός τομέας της υγείας ανθεί και γιγαντώνεται.
Ο εκχρηματισμός της σχέσης ιατρού-αρρώστου ισοδυναμεί με εκφύλισή της. Η εν λόγω σχέση, παραδοσιακά και εκ της φύσεώς της, είναι μία σχέση εμπιστοσύνης, κατά την οποία ο ασθενής αποθέτει ό,τι πολυτιμότερο έχει, την ψυχή και το σώμα του, αυτό τούτο το είναι του, στα χέρια του ιατρού. Ο ιατρός, ως κάτοχος εξειδικευμένων γνώσεων και δεξιοτήτων, καλείται να τιμήσει την εμπιστοσύνη του αρρώστου και να τον καθοδηγήσει στο ενίοτε δύσβατο μονοπάτι της ίασης ή της ανακούφισης. Πρόκειται, ασφαλώς, για κηδεμονία (πατερναλισμός)[8]. Μολονότι το πατερναλιστικό μοντέλο έχει δεχθεί καταλυτική κριτική, ιδίως από τους Αγγλοσάξονες συγγραφείς, οι οποίοι προκρίνουν την αυτονομία του ασθενούς σαν την ισχυρότερη αρχή της βιοηθικής, θεωρούμε ότι, στην ήπια εκδοχή του (συναπόφαση), ανταποκρίνεται περισσότερο από κάθε άλλο στις βαθύτερες ανάγκες του αρρώστου[9].
Η παρεμβολή του χρήματος ως διαμεσολαβητή στη συνάντηση ιατρού-αρρώστου αποδομεί την εμπιστοσύνη, ψυχραίνει την επαφή, αποσαθρώνει τη συνεργασία, υπονομεύει την εγκαθίδρυση κλίματος φιλίας και αγαπητικής προσφοράς, εν τέλει καταστρέφει όλες τις προϋποθέσεις για μια ζωντανή θεραπευτική σχέση.
Η σχέση ιατρού-αρρώστου, ακόμη κι αν ιδωθεί σαν σχέση παραγωγού-καταναλωτή εμπεριέχει ως δομικό της χαρακτηριστικό την ανισοτιμία. Η ιατρική γνώση, λόγω του όγκου της, του επιστημονικού χαρακτήρα της και της ταχύτητας με την οποία εξελίσσεται παραμένει αρκετά ερμητική για το ευρύ κοινό. Ο άρρωστος δεν είναι ο οποιοσδήποτε πελάτης, που έχει τη δυνατότητα να συγκρίνει και να επιλέγει από ένα σύνολο ομοειδών προϊόντων. Είναι, εκ των πραγμάτων, υποχρεωμένος να εμπιστευθεί έναν παροχέα υπηρεσίας, ο οποίος, δικαιωματικά, κατέχει τη θέση του ειδήμονα, της αυθεντίας. Ο ιατρός καθορίζει τις διαγνωστικές εξετάσεις που θα εκτελεσθούν και τη θεραπεία που θα χορηγηθεί. Ο άρρωστος, απλώς, συγκατατίθεται. Είναι, λοιπόν, δυνατό, στα πλαίσια μιας εμπορευματικού τύπου σχέσης, ο ιατρός να εκμεταλλεύεται τον ασθενή, χαράσσοντας τη διαγνωστική και θεραπευτική στρατηγική με γνώμονα όχι το καλό του ασθενούς, αλλά το δικό του οικονομικό κέρδος.
Η εμπλοκή του παράγοντα κέρδος δεν αφορά μόνο στο μικρο-επίπεδο ιατρός-άρρωστος, αλλά και στο μακρο-επίπεδο ιατροφαρμακευτικό τεχνολογικό σύμπλεγμα-κοινωνία. Η έρευνα χειραγωγείται από τις εταιρείες παραγωγής φαρμάκων και εξοπλισμού. Η κοινωνία, ανύποπτη, ενθουσιασμένη από τους διθυράμβους των μαζικών μέσων ενημέρωσης, σπεύδει να «αξιοποιήσει» τα καινούρια επιτεύγματα, μη αναλογιζόμενη τα αλλότρια προς τον επιστημονικό ορθολογισμό ελατήρια που υποκρύπτονται. Στον καπιταλισμό, η γνώση και η διαδικασία κατάκτησής της δεν είναι ελεύθερες κι ανεξάρτητες, αλλά υπηρετούν τη μεγιστοποίηση του κέρδους των κεφαλαιοκρατών.
Στον καπιταλισμό, το ιατρικό επάγγελμα έχει φορτιστεί με σημασίες ξένες προς την ουσία του και την πανάρχαια παράδοσή του. Συγκεκριμένα, έχει ταυτισθεί με τον πλουτισμό, την πολυτελή ζωή, την ισχύ και την κοινωνική ανέλιξη. Πρόκειται για την απόλυτη στρέβλωση. Ο ιατρός εκπληρώνει μία αποστολή. Όπως τονίζει ο πρωτοπρεσβύτερος Βασίλειος Θερμός, «στον ιατρό συναντούμε κάτι που ισχύει και στον κληρικό· αναλαμβάνει ένα ρόλο, προκειμένου έτσι να υπηρετήσει κάποιες αξίες»[10]. Η άσκηση της ιατρικής επιστήμης και τέχνης είναι, πράγματι, ένα εξαιρετικά επίπονο έργο. Προϋποθέτει ατελείωτες ώρες μελέτης και πρακτικής εξάσκησης και την ανάληψη τεράστιας ευθύνης. Επισωρεύει άγχος, ένταση, σωματική και πνευματική κόπωση. Επιπροσθέτως, απαιτεί ευφυΐα, μνήμη, κρίση, διαίσθηση, συνδυαστική ικανότητα και συνεχή εγρήγορση. Ωστόσο, τα παραπάνω επ’ ουδενί δικαιώνουν την υπεροψία των ιατρών και την εκ μέρους τους αναζήτηση υλιστικών αντισταθμισμάτων. Η μόνη γνήσια κι αληθινή αναπλήρωση είναι η συναίσθηση ότι επιτελούν «το πρώτο από τα έργα της ελεημοσύνης»[11]. «Έχετε ποτέ σκεφθεί ότι ο Κύριος έστειλε τους μαθητές του όχι μόνο να κηρύττουν αλλά και να θεραπεύουν τους ασθενείς; Αν ο Κύριος θεωρούσε την θεραπεία των ασθενών έργο τόσο σημαντικό, ώστε το έβαζε σε μια σειρά με το κήρυγμα του Ευαγγελίου, τότε αυτό σημαίνει ότι είναι ένα από τα σπουδαιότερα ανθρώπινα έργα… Γιατί οι αρρώστιες είναι ο μεγαλύτερος πόνος και το μεγαλύτερο πρόβλημα της ανθρωπότητος… Μακάριος είναι εκείνος ο ιατρός που ασχολείται με την επιστήμη του κινούμενος από την αγάπη προς τους ασθενείς· που έγινε γιατρός όχι για να ζει καλά και ωραία, αλλά επειδή ήθελε να βοηθήσει τον συνάνθρωπό του. Μακάριος είναι, γιατί κάνει ένα από τα δύο έργα των μαθητών του Χριστού…»[12]
Πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι η ιατρική αξιώνει από τον ιατρό ολοκληρωτική αφιέρωση κι αυτοανάλωση. Όποιος επιλέγει την ιατρική ως επάγγελμα, οφείλει να γνωρίζει τα βάρη που αναλαμβάνει και να είναι διατεθειμένος για μεγάλες προσωπικές θυσίες. Όπως υποστηρίζει ο πατήρ Φιλόθεος Φάρος, «για την επίτευξη πραγματικής ιάσεως ο ιατρός χρειάζεται να δώσει ένα κομμάτι από την ψυχή του…Όταν η αιμορροούσα που ήταν άρρωστη για δώδεκα χρόνια άγγιξε το ιμάτιο του Χριστού για να γίνει καλά και έγινε καλά παραχρήμα, ο Χριστός ‘επιγνούς εν εαυτώ την εξ αυτού δύναμιν εξελθούσαν, επιστραφείς τω όχλω έλεγε τις μού ήψατο’ (Μαρκ. 5,30). Αν ήταν απαραίτητο για το Χριστό να χάσει ένα μέρος από τη δύναμη του για να ιατρεύσει, δεν μπορεί να είναι αλλιώς για κανέναν άλλο…»[13] Συνάμα, το ιατρικό επάγγελμα είναι για τον άνθρωπο που το επιτελεί ευλογία, σπάνια ευκαιρία αυτοπραγμάτωσης, πηγή άφατης ευτυχίας. Όχι μόνο για τη μακαριότητα που αποφέρει η έμπρακτη εξωτερίκευση της προς το συνάνθρωπο αγάπης, αλλά και για την ιδιαίτερη ομορφιά που χαρακτηρίζει το γνωστικό αντικείμενο και για την ικανοποίηση της διανοητικής περιέργειας που προσφέρει.
Ένα θεμιτό, καίτοι μεταπτωτικό, κίνητρο του ιατρού θα μπορούσε να είναι η προσδοκία της δόξας, το κύρος, η τιμή που απολαμβάνει μέσα στην κοινωνία. Στη Σοφία Σειράχ γράφεται: «τίμα ιατρόν προς τας χρείας αυτού τιμαίς αυτού… επιστήμη ιατρού ανυψώσει κεφαλήν αυτού, και έναντι μεγιστάνων θαυμασθήσεται»[14]. Ο Όμηρος αναφωνεί: «ιητρός γαρ ανήρ πολλών αντάξιος άλλων»[15]. Η εκτίμηση, ο σεβασμός, η υπόληψη αποτελούν, παλαιόθεν, ακατάλυτες αμοιβές για τον ιατρό. Όμως, η πρωταρχική κινητήρια δύναμή του είναι η αγάπη για τον πάσχοντα: ην γαρ παρη φιλανθρωπίη, πάρεστι και φιλοτεχνίη[16].
Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι τόσο στην Ανατολή όσο και στη Δύση, η γέννηση του νοσοκομείου είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη χριστιανική φιλανθρωπία. Από το πτωχείον που ίδρυσε ο Μέγας Βασίλειος στην Καισάρεια της Καππαδοκίας, μέχρι το φημισμένο μεσαιωνικό νοσοκομείο Hotêl-Dieu στο Παρίσι, και τους εξελιγμένους ξενώνες της Κωνσταντινούπολης, με ξακουστότερο αυτόν της Μονής του Παντοκράτορος, τα ευρωπαϊκά νοσοκομεία αναπτύσσονται πάντοτε εντός του μοναστηριακού ή ευρύτερα εκκλησιαστικού πλαισίου[17]. Δηλαδή, εν τη γενέσει του το νοσοκομείο είναι συνυφασμένο με την ανιδιοτέλεια και την αυτοθυσιαστική διακονία των εργαζομένων σε αυτό. Η αγοραπωλησία των ιατρικών φροντίδων είναι απολύτως ξένη προς τον σκληρό πυρήνα της έννοιας του νοσοκομείου ως hospitale.
Εν κατακλείδι, υποστηρίζουμε ότι η ιατρική δύναται να ασκηθεί ελεύθερα και σύμφωνα προς το πνεύμα του Ευαγγελίου και τη βαθύτερη ουσία της, μόνον στα πλαίσια ενός αμιγώς δημοσίου συστήματος υγείας και εισηγούμαστε την πλήρη κατάργηση κάθε ιδιωτικής ή κερδοσκοπικής δραστηριότητας στον τομέα των ιατρικών υπηρεσιών. Στην εποχή της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, όταν το κράτος πρόνοιας υποσκάπτεται και συρρικνώνεται, είναι αναγκαίος περισσότερο από οποτεδήποτε άλλοτε ο σθεναρός αγώνας για τη διάσωση και επέκτασή του.
[Αναδημοσίευση από το περιοδικό «Σύναξη», τεύχος 114 (2010), σσ. 57-62].
* Ιατρός, πτ. Φιλοσοφίας, Δρ. Ιατρικής, ΜΑ Ιστορίας της Φιλοσοφίας
[1] Beauchamp TL, Childress JF: Principles of Biomedical Ethics. 6th ed, Oxford University Press, New York, 2009.
[2] Engelhardt HT: The Foundations of Bioethics. 2nd ed, Oxford University Press, New York, 1996.
[3] Beauchamp TL, Childress JF, ένθα ανωτέρω.
[4] Stringhini S, Sabia S, Shipley M, Brunner E, Nabi H, Kivimaki M, Singh-Manoux A: Association of socioeconomic position with health behaviors and mortality. Journal of the American Medical Association 2010, 303:1159-66.
[5] Mackenbach JP, Stirbu I, Roskam A-JR, et al. Socioeconomic inequalities in health in 22 European countries. New England Journal of Medicine 2008, 358:2468-2481.
[6] Blumenthal D, Morone J: The lessons of success-revisiting the Medicare story. New England Journal of Medicine 2008, 359:2384-9.
[7] Tumulti K: The Five Big Health-Care Dilemmas. TIME, Friday, June 05, 2009.
[8] Beauchamp TL, Childress JF, ένθα ανωτέρω.
[9] Charles C, Gafni A, Whelan T: Decision-making in the physician-patient encounter: revisiting the shared treatment decision-making model. Social Science and Medicine 1999, 49:651-61.
[10] Πρωτοπρεσβύτερος Θερμός Βασίλειος: Ιατροκεντρική εκφύλιση της σχέσεως ιατρού-ασθενούς στο Εκκλησία και ασθένεια, Πρακτικά διεθνούς ιατροθεολογικού συνεδρίου, Θήβα, 5-7 Σεπτεμβρίου 2003, σελ. 281, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 2008.
[11] Αγίου Λουκά, Αρχιεπισκόπου Κριμαίας: Λόγοι και ομιλίες, τόμος Γ΄, σελ. 37, εκδ. Ορθόδοξη Κυψέλη, Θεσαλονίκη.
[12] Αυτόθι.
[13] Πατήρ Φιλόθεος Φάρος: Τα Αδιέξοδα της σύγχρονης Δυτικής Ιατρικής και η ανάγκη επαναπροσδιορισμού του νοήματος της Υγείας και της Νόσου. Διάλεξη στα πλαίσια του 11ου Πανελληνίου Συνεδρίου της Ελληνικής Εταιρείας Ομοιοπαθητικής Ιατρικής, Αθήνα, 2001, αναρτημένη στον δικτυακό τόπο www.homeopathy.gr
[14] Σοφία Σειράχ 38, 1-3.
[15] Ιλιάς, Λ 514.
[16] Ιπποκράτους, Παραγγελίαι, 6.
[17] Miller TS: Η Γέννησις του Νοσοκομείου στην Βυζαντινή Αυτοκρατορία, Απόδοσις στα Ελληνικά Ν. Κελερμένος, Ιερά Μητρόπολις Θηβών και Λεβαδείας, Αθήναι 1998.
* Ἰατρός, πτυχ. Φιλοσοφίας, Δρ. Ἰατρικῆς, ΜΑ Ἱστορίας τῆς Φιλοσοφίας
Πρώτη έντυπη δημοσίευση στο περιοδικό Σύναξη (Απρίλιος – Ιούνιος 2010, τχ 114.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου