Χάρτης της αρχαίας Μακεδονίας και οι περιοχές της που ανήκουν σε Ελλάδα, Σκόπια και Βουλγαρία
Από τις αρχές του 20ού αιώνα μέχρι τον μεσοπόλεμο
Του Γιώργου Καραµπελιά* δημοσιεύτηκε στο Άρδην τ. 114
Το σλαβικό αρχικώς και εν συνεχεία τριτοδιεθνιστικό αφήγημα για το Μακεδονικό ζήτημα, επιμένει σε μια «Μακεδονία» που δεν περιορίζεται στην ιστορική μακεδονική περιοχή, αλλά συμπεριλαμβάνει μια γεωγραφική περιοχή πολύ μεγαλύτερη, πάνω στην οποία εδράζεται και η αντίληψη για περισσότερες της μίας «Μακεδονίες». Αυτή η νέα αντίληψη για τη Μακεδονία υπήρχε σε ένα βαθμό και κατά τον 19ο αιώνα αλλά εδραιώθηκε και κυριάρχησε μετά τους βαλκανικούς πολέμους και κυρίως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Όπως γράφει και ο Douglas Dakin:
Στις αρχές του (20ού) αιώνα ο όρος «Μακεδονία» υποδήλωνε συνήθως τα τρία τουρκικά βιλαέτια ή επαρχίες της Θεσσαλονίκης, του Μοναστηριού και του Κοσσόβου. Αυστηρότερα αναφερόταν στο βιλαέτι της Θεσσαλονίκης και εκείνα τα τμήματα των βιλαετίων του Μοναστηρίου και του Κοσσόβου στα οποία το 1902 διόρισε η Οθωμανική διοίκηση έναν Γενικό Επιθεωρητή για να εφαρμόσει ένα μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα. Δεν υπήρχε κάποιος άλλος κοινά αποδεκτός ορισμός της Μακεδονίας. Κατά τη σύγχρονη περίοδο η Μακεδονία δεν αποτελούσε ποτέ μια φυλετική ή πολιτική ενότητα και πριν από το 1902 δεν αντιμετωπιζόταν ποτέ και ως διοικητική ενότητα…. Η περιοχή δεν αποτελούσε ποτέ μια «φυσική περιοχή» με την γενικότερα αποδεκτή έννοια του
όρου[1].
Τωόντι κατά στην πρώτη περίοδο της μεγάλης διαμάχης, κυρίως μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων κατά τον 19ο και στις αρχές του 20ού αιώνα, η διαμάχη αυτή αφορούσε την περιοχή της ιστορικής Μακεδονίας που κατά το 90% ανήκει σήμερα στο ελληνικό κράτος (δεν έχουν συμπεριληφθεί μόνο η περιοχή του Μοναστηρίου, η Στρώμνιτσα, το Πετρίτσι και ορισμένες ακόμα μικρές πόλεις).
Η αντιπαράθεση Ελλήνων και Βουλγάρων δεν αφορούσε βέβαια τα Σκόπια, τα οποία είχαν πλειοψηφικά σλαβικό βουλγαρόφωνο πληθυσμό, αλλά κατ’ εξοχήν τη νότια και «μεσαία» οθωμανική ζώνη, Εδώ συγκατοικούσαν ελληνικοί (ελληνόφωνοι και σλαβόφωνοι) τουρκικοί, και σλαβικοί, κυρίως βουλγαρικοί, ή έστω βουλγαρόφρονες πληθυσμοί, μαζί με πολλούς Βλάχους, Σαρακατσάνους, Αλβανούς, και Εβραίους.
Καθώς, μετά τον Κριμαϊκό Πόλεμο, η ρωσική πολιτική εγκαταλείπει την αναφορά στους ορθόδοξους πληθυσμούς των Βαλκανίων και προσανατολίζεται κατ’ εξοχήν προς τους σλαβικούς πληθυσμούς και μόνο, ιδιαίτερα τους Βουλγάρους, στους οποίους μάλιστα προσπαθεί να εμφυσήσει και μια ισχυρή εθνική σλαβική συνείδηση, ενισχύεται ταχύτατα ο βουλγαρικός εθνικισμός. Οι Βούλγαροι μετά τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου το 1878, και εκείνη του Βερολίνου που ακολούθησε, όχι μόνο θα κατορθώσουν να αποκτήσουν δύο βουλγαρικά ημιαυτόνομα κράτη (τα πριγκιπάτα της Βουλγαρίας και της Ανατολικής Ρωμυλίας) αλλά θα αποδυθούν σε έναν ανελέητο αγώνα να υπερακοντίσουν την πλειοψηφική ελληνική επιρροή στα εδάφη της ιστορικής Μακεδονίας.
Το «Μακεδονικό ζήτημα», σε αυτή την πρώτη περίοδο, αφορούσε λοιπόν την απόπειρα των Βουλγάρων να επικρατήσουν μετά την Ανατολική Ρωμυλία (όπου ήδη είχαν επιδοθεί σε διώξεις του ελληνικού πληθυσμού στη Φιλιππούπολη τον Πύργο και αλλού) και στη Μακεδονία, και έτσι να διασφαλίσουν στην πράξη αυτά που είχαν χάσει μετά τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, αποκτώντας και την πολυπόθητη έξοδο στο Αιγαίο. Επειδή όμως οι Βούλγαροι αποτελούσαν μειοψηφία στην ιστορική Μακεδονία, όπου οι μεγαλύτερες εθνικές και θρησκευτικές ομάδες ήταν οι πατριαρχικοί Έλληνες (ελληνόφωνοι και σλαβόφωνοι) και οι μουσουλμάνοι (Τούρκοι και Αλβανοί κυρίως) εφηύραν, κυριολεκτικώς, το «μακεδονικό ζήτημα». Δηλαδή ανέπτυξαν μια στρατηγική σύμφωνα με την οποία οι «Μακεδόνες», δηλαδή οι Έλληνες, μουσουλμάνοι, Σλάβοι, Εβραίοι κ.λπ., κάτοικοι της Μακεδονίας θα έπρεπε να ενωθούν σε έναν κοινό αγώνα για να απελευθερωθούν από την Οθωμανική κυριαρχία και να δημιουργήσουν ένα ανεξάρτητο πολυεθνοτικό μακεδονικό κράτος.
Το ανεξάρτητο μακεδονικό κράτος, αποτελούσε εκείνη την περίοδο το όχημα του βουλγαρικού εθνικισμού, διότι μέσω αυτού επλήττοντο οι δύο κυρίαρχες εθνικές ομάδες της Μακεδονίας. Αρχικώς οι Οθωμανοί Τούρκοι και οι μουσουλμάνοι Αλβανοί που κυριαρχούσαν στρατιωτικά και πολιτικά και προφανώς δεν επιθυμούσαν την αποκοπή της Μακεδονίας από την Οθωμανική αυτοκρατορία και κατά δεύτερο λόγο οι Έλληνες – ενώ αποκρούονταν και οι σερβικές διεκδικήσεις που χαρακτήριζαν τους Σλάβους της περιοχής ως παλαιο-σέρβους ή «νοτιο-σέρβους».
Οι Έλληνες, παρότι «ραγιάδες», κυριαρχούσαν πολιτιστικά και οικονομικά στη Μακεδονία, έχοντας στις παρακαταθήκες τους και την μακρόχρονη ιστορική τους παρουσία σε αυτή, και προφανώς δεν επιθυμούσαν τη δημιουργία κάποιου ανεξάρτητου μακεδονικού κράτους, αλλά την ένωσή τους με το ελληνικό κράτος. Εξάλλου ένα μεγάλο μέρος των σλαβόφωνων της περιοχής είχε ελληνική εθνική συνείδηση και συντάχθηκε με το πατριαρχείο και τους Έλληνες στον μακεδονικό αγώνα, (οι περιβόητοι γραικομάνοι, όπως τους αποκαλούσαν οι Βούλγαροι) ενώ και το σλαβικό ιδίωμα που χρησιμοποιούσαν περιλάμβανε μεγάλο αριθμό ελληνικών λέξεων, καταδεικνύοντας τη συνάφεια των διαφορετικών πληθυσμιακών ομάδων και κάποτε την ιδία την εθνοτική προέλευση ενός μεγάλου μέρους αυτού του πληθυσμού.
Δηλαδή ο «μακεδονισμός» υπήρξε το στρατήγημα μιας εθνοτικής ομάδας στο εσωτερικό της ιστορικής Μακεδονίας, για να επικρατήσει έναντι των κυρίαρχων εθνικών ομάδων, των Τούρκων και των Ελλήνων. Γι’ αυτό και οι λεγόμενες μακεδονικές οργανώσεις (η εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση και η «εξωτερική», που υποστήριζε μέχρι τέλους την Βουλγαρική γενεαλογία των σλαβοφώνων οι λεγόμενοι Βερχοβιστές) δεν εμφανίζονται αρχικώς ως βουλγαρικές οργανώσεις. Παρότι στη Βουλγαρία βρίσκεται η αφετηρία και η έδρα τους, προσπαθούν να ενσωματώσουν στο εσωτερικό τους όχι μόνο τους Σλάβους αλλά και Έλληνες αγρότες, ιδιαίτερα τους σλαβόφωνους ελληνικής εθνικής συνείδησης Μακεδόνες.
Ο υπολογισμός των Βουλγάρων μακεδονιστών, –βάσιμος σε μεγάλο βαθμό–, ήταν πως εάν η Μακεδονία αποκόβονταν τόσο από την Οθωμανική αυτοκρατορία, όσο και από τον ελληνισμό και το Πατριαρχείο (εξ ου και η δημιουργία της βουλγαρικής Εξαρχίας το 1870), θα μπορούσε να αποτελέσει, τουλάχιστον σε μια πρώτη περίοδο, έναν χώρο διεκδικήσιμο από τη Βουλγαρία, όπως είχε συμβεί με την Ανατολική Ρωμυλία. Για τους Βουλγάρους λοιπόν, τότε, όπως και σήμερα εξάλλου, δεν υπήρχε ένα μακεδονικό «εθνος», αλλά μόνο, a termine, ένας μακεδονικός «λαός», με πολυεθνοτικά χαρακτηριστικά, δηλαδή οι κάτοικοι της Μακεδονίας, όπου κατ’ αυτούς κυριαρχούσαν οι Βούλγαροι.
Προφανώς δε, για να ενισχύσουν την σλαβική συνιστώσα της μακεδονικής περιοχής έτειναν να επεκτείνουν όσο το δυνατόν περισσότερο την μακεδονική επικράτεια ώστε να συμπεριλάβει όλα τα βόρεια, κατεχόμενα ακόμα από τους Οθωμανούς, εδάφη των Βαλκανίων, έστω και εάν τα Σκόπια π.χ. ήταν πρωτεύουσα του Κοσσόβου.
Πάντως, σε όλη αυτή την ιστορική περίοδο, καθώς οι Έλληνες θα αρχίσουν να αντιδρούν απέναντι στα βουλγαρικά σχέδια και θα αρχίσει ο Μακεδονικός αγώνας, η μακεδονική διαμάχη θα αφορά κατ’ εξοχήν την αντίθεση Ελλήνων και Βουλγάρων, με επίδικο αντικείμενο και βασικό χώρο αντιπαράθεσης την ιστορική Μακεδονία. Εξάλλου παράλληλα θα αρχίσουν και οι Σέρβοι να παρεμβαίνουν όλο και πιο ενεργά στη διαμάχη, υποστηρίζοντας πως οι Σλάβοι της ευρύτερης μακεδονικής περιοχής ήταν στην πραγματικότητα μια «παλαιοσερβική» ή «νοτιοσερβική» κοινότητα η οποία δεν είχε σχέση με τους Βουλγάρους «που αποτελούσαν ένα ταταρικό φύλο».
Οι υποστηρικτές μιας αυτόνομης σλαβομακεδονικής εθνότητας σε αυτή την πρώτη περίοδο ήταν ιδιαίτερα λιγοστοί και θα αρχίσουν να ακούγονται για πρώτη φορά μετά την αποτυχία της βουλγαρόφωτης εξέγερσης του Ήλιντεν το 1903. Τότε, αμέσως μετά, τον Δεκέμβριο του 1903, εκδόθηκε από τον Κρίστε Μισίρκωφ, το θεωρούμενο ως μανιφέστο των Σλαβομακεδόνων, βιβλίο, Μακεδονικές υποθέσεις (Za makedonckite raboti)[2] που υποστήριζε την ανάγκη για τη διαμόρφωση μια ενιαίας σλαβικής μακεδονικής γλώσσας. Μεταξύ άλλων ο Μισίρκωφ υποστηρίζει πως οι σλαβομακεδόνες κινδυνεύουν να πέσουν θύματα του ανταγωνισμού των Βουλγάρων, των Σέρβων και των Ελλήνων και επομένως θα πρέπει να συγκροτήσουν μια αυτόνομη ταυτότητα, έστω και αν αυτή δεν είχε προϋπάρξει στο παρελθόν.
Απέναντι σε κείνους που υποστηρίζουν πως «η Μακεδονία δεν αποτελεί ούτε γεωγραφική, ούτε εθνογραφική ούτε ιστορική ενότητα», και δεν έχει επιδράσει στις τύχες των γειτονικών λαών, «αλλά υπήρξε η κονίστρα του πολιτικού και πολιτιστικού αγώνα μεταξύ των διαφόρων βαλκανικών εθνοτήτων», ο Μισίρκωφ απαντά με το αφοπλιστικό επιχείρημα πως «ό,τι δεν υπήρξε στο παρελθόν μπορεί να δημιουργηθεί αργότερα, αρκεί να το απαιτούν ιδιαίτερα οι ιστορικές περιστάσεις»[3]! Και συνεχίζει «…Το όνομα Μακεδόνες χρησιμοποιούνταν αρχικά από τους Μακεδόνες σλάβους ως γεωγραφικός όρος για την ένδειξη της καταγωγής τους. Αυτό το όνομα είναι γενικά γνωστό στους Μακεδόνες Σλάβους και όλοι ονομάζονται μ’ αυτό. Καθώς ισχύει αυτό και επιπλέον η διαμόρφωση της εθνότητας είναι διαδικασία πολιτικού μηχανισμού, υπάρχουν όλες οι προϋποθέσεις η Μακεδονία να αποτελέσει αυτόνομη εθνογραφική περιοχή…»[4]
Τόσο ασθενείς ήταν ακόμα οι προϋποθέσεις της ύπαρξης αυτού του νεόκοπου «έθνους», ώστε ο ίδιος ο Μισίρκωφ λίγα χρόνια αργότερα, το 1907 επέστρεψε στον βουλγαρισμό, το 1919 μετά τη νέα ήττα της Βουλγαρίας στον πόλεμο έγινε και πάλι για λίγο Μακεδονιστής, για να επιστρέψει στον βουλγαρισμό αμέσως μετά[5]! Δηλαδή ο μακεδονισμός του ίδιου του Μισίρκωφ εξαρτούνταν από τις διακυμάνσεις του «πολιτικού μηχανισμού». Ωστόσο είχε επισημάνει ένα βασικό στοιχείο για τη δημιουργία νεόκοπων «εθνών», την κατασκευή τους από την πολιτική βούληση άλλων εθνών και δυνάμεων. Έτσι θα δημιουργηθούν αρκετά «πολιτικά» έθνη στην Αφρική επί τη βάσει του αποικιοκρατικού χωρισμού των αφρικανικών εδαφών.
Στην περίπτωση των «Σλαβομακεδόνων», αυτό θα συμβεί κατ’ εξοχήν μέσα από τον ανταγωνισμό μεταξύ των Σέρβων και των Βουλγάρων. Η αδυναμία τόσο των μεν, όσο και των δε, κυρίως των Βουλγάρων, να κυριαρχήσουν οριστικά πάνω σε αυτούς τους σλαβικούς πληθυσμούς και επί πλέον ο ανταγωνισμός με την Ελλάδα, και η ύπαρξη σλαβόφωνων ελληνικής συνείδησης, δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για να εμφανιστεί σε ένα αυξανόμενο ποσοστό των Σλάβων της ευρύτερης Μακεδονίας μια χωριστική ταυτότητα, την οποία αρχικώς ο Στάλιν και εν συνεχεία ο Τίτο ως οι εμβρυουλκοί του θα μεταβάλουν σε ένα χρήσιμο «πολιτικό έθνος».
Η αποτυχία του βουλγαρισµού
Για
να συγκεντρωθούν όμως όλες αυτές οι ευτυχείς προϋποθέσεις έπρεπε
αρχικώς να αποτύχει ο βουλγαρισμός, και το μεγαλύτερο μέρος των σλαβικών
πληθυσμών της περιοχής να παραμείνει εκτός του βουλγαρικού κράτους.Και αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην αδηφαγία και τα αλλεπάλληλα λάθη των Βουλγάρων ηγετών. Κατ’ αρχάς, μετά τον Α΄ Βαλκανικό πόλεμο, οι Βούλγαροι θεωρώντας εαυτούς στρατιωτικά παντοδύναμους δεν αρκέστηκαν στα εδαφικά κέρδη τα οποία είχαν αποκομίσει, καταλαμβάνοντας ένα μεγάλο μέρος της Μακεδονίας, μέχρι τη Χαλκιδική, καθώς και το σύνολο της δυτικής και της ανατολικής Θράκης, αλλά θέλησαν να αποσπάσουν από την Ελλάδα και τη Σερβία όλα τα εδάφη που είχε παραχωρήσει στους Βουλγάρους η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, καθώς και τη Θεσσαλονίκη.
Το αποτέλεσμα ήταν να στραφούν εναντίον της Βουλγαρίας όλες οι Βαλκανικές χώρες (Ελλάδα, Σερβία, Ρουμανία) ακόμα και η Τουρκία, η Βουλγαρία να συντριβεί κατά τον Β΄ Βαλκανικό πόλεμο και έτσι να χάσει το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής Μακεδονίας, αλλά και την Ανατολική Θράκη, την οποία ανακατέλαβε η Τουρκία.
Έτσι εκτός από τη λεγόμενη «Μακεδονία του Πιρίν», η Σερβία κατέλαβε το μεγαλύτερο μέρος των σλαβικών οθωμανικών εδαφών αλλά και ένα μέρος ελληνικών πόλεων (όπως το Μοναστήρι) που ο Βενιζέλος παραχώρησε στη Σερβία στα πλαίσια μιας πολιτικής εξευμενισμού της για να επιτύχει την ενσωμάτωση της λοιπής Μακεδονίας στο ελληνικό κράτος.
Αμέσως μετά η Βουλγαρία, ακολουθώντας αναθεωρητική πολιτική, συντάχθηκε με την Γερμανία και την Οθωμανική αυτοκρατορία στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, με συνέπεια να χάσει και την κατεχόμενη από αυτήν Δυτική Θράκη προς όφελος της Ελλάδας και προφανώς να παγιωθεί η Σερβική κυριαρχία στη σημερινή περιοχή των Σκοπίων.
Θα ακολουθήσει μία περίοδος κατά την οποία στην ηττημένη Βουλγαρία θα ενισχυθούν οι τάσεις για μια «επαναστατική» επιστροφή του Μακεδονισμού στο προσκήνιο.
Η Διεθνής θα επικρίνει μάλιστα το Βουλγαρικό Κομμουνιστικό Κόμμα ότι τήρησε στάση ουδετερότητας στην ανατροπή της Αγροτικής Κυβερνήσεως Σταμπουλίνσκυ (9.6.1923), και ο Γραμματέας της Κομιντέρν Καρλ Ράντεκ θα διατυπώσει τη νέα «μακεδονική γραμμή» της Διεθνούς στη συνεδρίαση της Εκτελεστικής Επιτροπής, στις 12-13 Ιουνίου 1923, στη Μόσχα:
«Σε όλη τη σύγχρονη ιστορία της Βουλγαρίας το Μακεδονικό Ζήτημα παίζει ένα μεγάλο ρόλο. Η Μακεδονία, στην οποία ζουν χωρικοί, για τους οποίους είναι δύσκολο να λεχθεί αν είναι Σέρβοι ή Βούλγαροι, αποτελεί ένα παλαιό αντικείμενο διένεξης μεταξύ Βουλγαρίας και Σερβίας… Αυτές οι οργανώσεις (οι μακεδονικές) είναι από κοινωνική άποψη οργανώσεις μικρών και φτωχών χωρικών. Έχουν ένα επαναστατικό παρελθόν, έχουν αγωνιστεί εναντίον της κυριαρχίας των Τούρκων γαιοκτημόνων, εναντίον της σερβικής μπουρζουαζίας, έχουν παράνομες επαναστατικές οργανώσεις. Υπάρχουν εδώ και καιρό συμπάθειες για τη ρωσική επανάσταση.
Οι μακεδονικές οργανώσεις ήταν ένας κοινωνικός παράγοντας, με τον οποίο θα μπορούσαμε να συνδεθούμε… Το Κόμμα δεν έχει κάνει τίποτα και είναι χαρακτηριστική η παραμέληση του Μακεδονικού ως ζητήματος τακτικής [6].
Έτσι αντί του όρου «βουλγαρικός λαός», όπως αναφερόταν σε προγενέστερες διακηρύξεις της Τρίτης Διεθνούς, εισάγεται το 1923-24 ο όρος «μακεδονικός λαός», «μακεδονικός πληθυσμός, χωρίς διάκριση εθνότητας». Πρόθεση της ΚΔ ήταν όλες οι εθνότητες της Μακεδονίας να διαμορφώσουν μία γηγενή μακεδονική συνείδηση ως ένας «λαός» από πολιτική άποψη και να επιδιώκουν την δημιουργία μίας «Ενιαίας και Ανεξάρτητης Μακεδονίας», για την υπονόμευση των βαλκανικών «αστικών» κρατών[7].
Έτσι το ισχυρότατο Κ.Κ. Βουλγαρίας θα συμμαχήσει με την Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση(ΕΜΕΟ) και να αποπειραθεί μάλιστα την επαναστατική ανατροπή της Βουλγαρικής κυβέρνησης. Εξάλλου το ελληνικό κομμουνιστικό κόμμα ήταν ιδιαίτερα ασθενές και εθεωρείτο αμελητέα ποσότητα ενώ αντίθετα εθεωρείτο άμεσα εφικτή μια επανάσταση στη Βουλγαρία[8], με τη συνεργασία των Βουλγάρων «Μακεδόνων», η οποία θα πυροδοτούσε μια γενικευμένη έκρηξη στο σύνολο των Βαλκανίων.
Συναφώς, η σοβιετική ηγεσία στήριζε ανοικτά τον «μακεδονισμό» των Βουλγάρων κομμουνιστών – που, με τον Μπλαγκόεφ, τον Δημητρώφ, τον Κολάρωφ, πρωταγωνιστούσαν στο στερέωμα του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος και συνοδοιπορούσαν με τους μπολσεβίκους ήδη από το 1914.
Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, κάτι ανάλογο θα συμβεί για ένα διάστημα με τον Τίτο, επίσης εμβληματική μορφή του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, που επεδίωκε, με τη σύμφωνη γνώμη του Στάλιν και του Δημητρώφ, να ενώσει τα Βαλκάνια –και την ενιαία «Μακεδονία»– σε μια Σοσιαλιστική Βαλκανική Ομοσπονδία. Και προφανώς μια πιθανή έξοδος στη Θεσσαλονίκη θα ήταν καλοδεχούμενη…
* Απόσπασμα από ευρύτερη υπό έκδοση μελέτη του
[1] Douglas Dakin, The Greek Struggle In Macedonia 1897-1913, ΙΜΧΑ, Θεσσαλονίκη 1993, σ. 3. (μετφρ. Γ.Κ.)
[2] Κρίστε Μισίρκωφ, Μακεδονικές υποθέσεις, εκδ. Πετσίβα, Αθήνα 2003.
[3] Krste Misirkov, Za makedonckite raboti, Σόφια 1903, σσ. 100-101. Πρτθ, στο Σπυρίδων Σφέτας, Η διαμόρφωση της Σλαβομακεδονικής ταυτότητας, Βάνιας, Θεσ/νίκη 2003 σσ. 73-74.
[4] K. Misirkov, ό.π., σσ 107-8, Σφέτας, ό.π., σ. 74.
[5] Σφέτας, ό.π.
[6] Σπύρος Σφέτας, «Η Γένεση του “Μακεδονισμού” στον Μεσοπόλεμο», http://www.imma.edu.gr/imma/history/13.html
[7] Σπύρος Σφέτας «Η Γένεση του “Μακεδονισμού” στον Μεσοπόλεμο».
[8] Βλ. σχετικά, Χέλμουτ Γκρούμπερ, Επανάσταση στην Ευρώπη (1917-1923), Κομμούνα, Αθήνα 1985, Μέρος ΙV, «1923, Το τέλος της παγκόσμιας επανάστασης, ο Βουλγαρικός Ιούνης και ο Γερμανικός Οκτώβρης», σσ. 239-304· Joseph Rothschild, The Communist Party of Bulgaria: Origins and Development 1883-1936, Columbia UP, Νέα Υόρκη 1959.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου