Σάββατο 29 Δεκεμβρίου 2018

Τα χίλια πρόσωπα του Μανιχαϊσμού: Παυλικιανοί, Εικονομάχοι, Βογόμιλοι

Όπως είχαμε γράψει στο Α΄ Μέρος, σε αυτό το Β΄ Μέρος του άρθρου μας, θα δούμε ότι ο ενιαίος άξονας της αντίθεσης που είχαν οι αιρετικές κοινότητες Παυλικιανών και Βογόμιλων με το Βυζαντινό κράτος, ήταν η μανιχαϊκή τους θρησκευτική ρίζα που τους επέβαλε μια ανυποχώρητη πολεμική στάση ενάντια στις δομές του κράτους, και ειδικά ενός κράτους που υιοθετούσε διαφορετική θρησκευτική ιδεολογία. Και βεβαίως το πρόβλημα δεν ξεκινά τον 7ο αιώνα, αλλά παρουσιάζεται ήδη από τα τέλη του 3ου και επί ειδωλολατρίας.
 


1. Τι ήταν ο Μανιχαϊσμός;[1]
Ιδρυτής του Μανιχαϊσμού, ήταν ο Μάνης (216-277 μ.Χ.), γεννημένος στη Σελεύκεια, επί του ποταμού Τίγρη. Ο Μανιχαϊσμός ήταν μια θρησκεία που στηρίχτηκε στη δυαρχική μυθολογία της ιρανικής θρησκευτικής σκέψης και έτσι, υιοθετούσε στο σύστημά της δύο Αρχές, απόλυτα διαχωρισμένες και κινούμενες η μία ενάντια στην άλλη. Η μία περιελάμβανε το απόλυτα Καλό και η άλλη το απόλυτα Κακό. Το φως είναι καλό και ταυτίζεται με τον Θεό. Το σκοτάδι είναι κακό και ταυτίζεται με την ύλη.
Αυτή η υπερκόσμια σύγκρουση εκδηλώθηκε και στον κόσμο και φυσικά στον άνθρωπο, του οποίου η ψυχή από τη φύση της ήταν συνδεδεμένη με το αγαθό, ενώ το σώμα και η ύλη, με το κακό. Καθώς και το καλό και το κακό είναι δύο δυνάμεις με την ίδια ακριβώς ηλικία, ο Μανιχαϊσμός έλυσε με αυτό τον απλό τρόπο το πρόβλημα της προέλευσης του κακού.
Σύμφωνα με την μανιχαϊκή διδασκαλία, υπάρχουν τρεις φάσεις της ιστορίας: η χρυσή, η μέση και η έσχατη. Στην έσχατη εποχή θα συμβεί ο «Μεγάλος Πόλεμος» μεταξύ των δυνάμεων του καλού και του κακού. Ο κόσμος θα πάρει φωτιά και έτσι, θα καταστραφεί και θα εξαγνισθεί. Οι πιστοί του φωτός θα σωθούν, ενώ η ύλη, οι εκδηλώσεις και οι πιστοί της θα φυλακιστούν για πάντα σε έναν τεράστιο λάκκο και έτσι θα πραγματοποιηθεί ο -οριστικός αυτή τη φορά- διαχωρισμός του καλού από το κακό.
Γενικά, ο Μανιχαϊσμός αποτελούσε ένα συνονθύλευμα στοιχείων απ’ όλα τα σημαντικά θρησκεύματα της εποχής του: τον Γνωστικισμό, τον Ζωροαστρισμό, τον Βουδισμό, και τον Χριστιανισμό. Πολλοί θεώρησαν τον Μανιχαϊσμό ως Χριστιανική αίρεση, επειδή από το Χριστιανισμό, πέρα από τα δευτερεύοντα στοιχεία, ο Μάνης είχε υιοθετήσει τη βασική πίστη, ότι ο Ιησούς είναι ο Σωτήρας του κόσμου, αν και έβλεπε το πρόσωπο του Χριστού με μια δική του θεολογική ματιά.
Χαρακτηριστικό, στον Μανιχαϊσμό, ήταν ότι περιελάμβανε μία τάξη τελείων με αυστηρή ασκητική και ηθική ζωή και μία τάξη μονίμων κατηχουμένων για την οποία οι απαιτήσεις ήταν λιγότερες. Για παράδειγμα, οι τέλειοι ούτε εργάζονταν ούτε τεκνοποιούσαν, διότι αυτά τα είχαν αναλάβει οι κατηχούμενοι[2]. Μάλιστα, ο Αμμώνιος, πρεσβύτερος Αλεξανδρείας, τον 5ο αιώνα γράφει ότι η Καινή Διαθήκη, «ου κωλύει το εργάζεσθαι ... ίνα την προαίρεσιν ανασειράση των Μανιχαίων των μη εγχείρω χρωμένων τινί»[3].
Σύμφωνα πάντως με τον πρώην μανιχαϊστή, ιερό Αυγουστίνο, «η ηθική αυστηρότης [του Μανιχαϊσμού] ταχέως εξέλιπε, διότι αύτη ήτο απλούς λόγος» εξαρτώμενος περισσότερο από την αυτογνωσία του ατόμου[4].
Ο Μάνης, θεωρούσε ως αποστολή του, την επικράτηση της θρησκείας του σε όλο τον κόσμο, αντικαθιστώντας τα υπάρχοντα θρησκεύματα, και όπως ο ίδιος διακήρυξε, οι Ιερές Γραφές όλων των άλλων θρησκειών, «ενσωματώνονται εκλεκτικώς εις τας ιδικάς του»[5].
Τελικά, όσο κι αν προσπαθούσαν οι Μανιχαίοι να παρουσιάζονται ως Χριστιανοί, «οι θεολόγοι της Εκκλησίας έκαναν σαφές ότι το σύστημα του Μανιχαϊσμού δεν εκφράζει τη χριστιανική πίστη»[6]. Τελικά, «ο ίδιος ο μανιχαϊσμός ποτέ δεν απόκτησε μεγάλη δύναμη μέσα στην Αυτοκρατορία»[7] καθώς «η εχθρική προς τον κόσμο διδασκαλία τους δε μπόρεσε να επιβληθεί απέναντι στη δύναμη του ανερχόμενου Χριστιανισμού … [ο οποίος] μπορούσε να ικανοποιεί απαιτητικά πνεύματα καλύτερα από τον ... ψευτοεπιστημονικό μύθο»[8] και «οι Μανιχαίοι τελικά δεν μπόρεσαν να πείσουν, με φιλοσοφικά επιχειρήματα, τους διανοούμενους ότι ο δυϊσμός τους ήταν μια σοβαρή πρόταση οντολογίας και κοσμολογίας»[9].
 
2. Ο Μανιχαϊσμός αντιτίθεται προς το κράτος μόνο όταν δεν αποτελεί ο ίδιος κρατική θρησκεία
Γνωρίζουμε ότι, «η διδασκαλία του [Μανιχαϊσμού] ... ήταν εχθρική προς τον κόσμο και το κράτος»[10]. Όμως, όπως διευκρινίζει ο Peter Antes, αυτό δεν σημαίνει ότι δε μπορούσε να γίνει «κρατική θρησκεία» ή να αναλάβει «κρατικά καθήκοντα», και πράγματι, σε κάποιες χώρες, βρήκε κατά καιρούς υποστήριξη «από μερικούς ηγεμόνες»[11].
Ο Μανιχαϊσμός φαίνεται να είχε πρόβλημα με το κράτος μόνο στην περίπτωση που αυτό, υιοθετούσε θρησκευτική ιδεολογία άλλη εκτός του Μανιχαϊσμού.
Για παράδειγμα, ο Ιωάννης Μαλάλας αναφέρει ότι γύρω στις αρχές του 6ου αιώνα, ο Πέρσης βασιλιάς διέταξε τον θάνατο των Μανιχαίων της περιοχής του[12]. Δυστυχώς όμως δεν αναφέρει την αιτία, και έτσι το γεγονός μοιάζει ανεξήγητο για τον αναγνώστη. Αν επρόκειτο για νομοταγείς και φιλήσυχους πολίτες, για ποιον λόγο να γίνει κάτι τέτοιο;
Όμως, ο χρονογράφος Θεοφάνης, επειδή αναφέρει το ίδιο ακριβώς γεγονός, μας δίνει μιαν απάντηση: οι Μανιχαίοι, προσπαθώντας να διευρύνουν την επιρροή τους, έπαιξαν το πιο επικίνδυνο παιχνίδι που θα μπορούσαν στα πλαίσια μιας αυτοκρατορίας, και ασχολήθηκαν με την διαδοχή του αυτοκράτορα, πράγμα που τους εξέθετε ως συνωμότες.
Προσεγγίζουν λοιπόν οι Μανιχαίοι τον Φθασουαρσάν, τον τρίτο γιο του βασιλιά των Περσών, και αφού τον προσηλυτίζουν στον Μανιχαϊσμό, του λένε:
«Ο πατέρας σου έχει γεράσει και αν συμβεί αυτός να πεθάνει, οι αρχιμάγοι ένα από τ’ αδέρφια σου θα κάνουν βασιλιά για να κρατηθεί το θρήσκευμά τους. Εμείς όμως μπορούμε με την προσευχή μας να πείσουμε τον πατέρα σου ν' αφήσει την βασιλεία και να κάμει εσένα βασιλιά για να στεριώσεις παντού το δόγμα των Μανιχαίων»[13].
Φυσικά, όταν αυτό μαθεύτηκε εκλήφθηκε ως συνωμοσία, και οι Μανιχαίοι διώχθηκαν σκληρά από τον Πέρση βασιλιά.
Βλέπουμε πως ο Μανιχαϊσμός μπορεί και λειτουργεί με τρόπο υπόγειο καθώς δεν έχει πρόβλημα να προσεταιριστεί τον ηγεμόνα ενός ιμπεριαλιστικού κράτους όπως το Περσικό. Μάλιστα, φαίνεται ότι στην περιοχή εκείνη επικρατούσε κάποιο άλλο θρήσκευμα το οποίο αναμενόταν να διατηρηθεί, όμως οι Μανιχαίοι επιδιώκουν να επικρατήσει το δικό τους. Όταν προσέγγισαν τον μελλοντικό ηγεμόνα και του υποσχέθηκαν την βασιλεία, με ποιον τρόπο πίστευαν ότι θα «στέριωνε το δόγμα των Μανιχαίων»; Θα ήταν άραγε δυνατόν με ειρηνικό τρόπο να «πείσει» όλους τους οπαδούς του άλλου δόγματος να αποδεχτούν τον Μανιχαϊσμό; Διότι αν αυτό ήταν δυνατόν, γιατί ήθελαν να είναι «δικός τους» ο ηγεμόνας και γιατί ζήτησαν να στεριώσει αυτός «το δόγμα των Μανιχαίων»;
Φαίνεται πάντως ότι η έχθρα τους προς τα οργανωμένα κράτη ήταν όχι απόλυτη αλλά με προϋποθέσεις.
 
3. Οι αιτίες διώξεων της αρχικής μορφής του Μανιχαϊσμού
Για να κατανοήσουμε τις αιτίες των διωγμών των πρώτων Μανιχαίων από το ρωμαϊκό κράτος, θα πρέπει να έχουμε στον νου μας το προηγούμενο συμπέρασμα:
Ο Μανιχαϊσμός φαίνεται να είχε πρόβλημα με το κράτος μόνο στην περίπτωση που αυτό, υιοθετούσε θρησκευτική ιδεολογία άλλη εκτός του Μανιχαϊσμού.
Γνωρίζουμε ότι στα 296-297 μ.Χ. περίπου, ο Διοκλητιανός εξαπέλυσε τις πρώτες διώξεις των Μανιχαίων στα πλαίσια της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Μία από τις αιτίες φαίνεται πως ήταν η προέλευσή του Μανιχαϊσμού από τα εχθρικά προς την αυτοκρατορία εδάφη και η υποψία συνεργασίας με τον εχθρό:
«Το παράδειγμα του Μανιχαϊσμού, που εμφανιζόταν ως ‘’νέα’’ θρησκεία, πρέπει να είχε ενισχύσει ιδιαίτερα την πεποίθηση του Διοκλητιανού, ότι τέτοια θρησκευτικά ρεύματα αποτελούσαν πολιτικό κίνδυνο για το αυτοκρατορικό καθεστώς (στους κόλπους των Μανιχαίων υπήρχαν και κατάσκοποι της Περσίας, με την οποία ο Διοκλητιανός, την εποχή εκείνη, βρισκόταν σε εμπόλεμη κατάσταση)»[14].
Τα ίδια πολιτικά αίτια του διωγμού υιοθετεί και ο De Ste. Croix, G. E. M.:
«Αναμφίβολα, η μεγαλύτερη αυστηρότητα με την οποία αντιμετωπίστηκαν οι Μανιχαίοι οφειλόταν στο ότι θεωρούνταν πράκτορες μιας εχθρικής δύναμης, και όχι μόνο παραβάτες της θρησκείας»[15].
Επιπλέον όμως, υπήρξε ένα φαινόμενο που σε εκείνη ειδικά την εποχή δεν θα μπορούσε ποτέ να γίνει ανεκτό από οποιοδήποτε κράτος:
«Στην Αφρική παρουσιάστηκε το φαινόμενο άρνησης προσφοράς στρατιωτικών υπηρεσιών από κάποιους πρώην χριστιανούς, που κατέληξαν μανιχαϊστές. Το γεγονός αυτό προκάλεσε την έκδοση διατάγματος από τον Διοκλητιανό (31 Μαρτίου 297), με το οποίο απαγορευόταν ο Μανιχαϊσμός». Έτσι με «το διάταγμα κατά των Μανιχαίων», φρόντισε για την «κάθαρση του στρατού»[16].
Όπως συμπληρώνει ο καθ. Απόστολος Γλαβίνας:
«Από το 295 περίπου είχε αρχίσει κάποια κίνηση στο ρωμαϊκό στρατό εναντίον των Χριστιανών στρατιωτών. Αφορμή γι' αυτό αποτέλεσε πιθανώς η άρνηση Χριστιανών της Αφρικής, που είχαν ενστερνισθεί μοντανιστικές και μανιχαϊκές ιδέες, να προσφέρουν στρατιωτικές υπηρεσίες. Το 296 εκδόθηκε διάταγμα εναντίον των Μανιχαίων με το αιτιολογικό ότι οι Μανιχαίοι αποτελούσαν κίνδυνο για την αυτοκρατορία. Το γεγονός ότι στους κόλπους του Μανιχαϊσμού, που προερχόταν από την Ανατολή και είχε πολλά μέλη από τις ακραίες ανατολικές επαρχίες της αυτοκρατορίας, υπήρχαν πράκτορες των Περσών, που δεν τα πήγαιναν καλά με τους Ρωμαίους, οδήγησε, προφανώς, τον αυτοκράτορα στην έκδοση αυτού του διατάγματος κατά της ‘νέας θρησκείας’ των Μανιχαίων»[17].
Αν λοιπόν οι θρησκευτικές θέσεις των Μανιχαίων περιλάμβαναν την αποχή από το στράτευμα για οποιονδήποτε λόγο (είτε λόγω δόγματος «μη-βίας» είτε λόγω άρνησης εκτέλεσης εντολών από ένα μη μανιχαϊκό κράτος), αυτό αποτελούσε για κάθε βασίλειο ή αυτοκρατορία της εποχής, το σοβαρότερο παράπτωμα που θα μπορούσε να διαπράξει μια ομάδα ανθρώπων: οι πράξεις εσχάτης προδοσίας τιμωρούνταν αυστηρά διότι έθεταν σε μεγάλο κίνδυνο το πολίτευμα, την εδαφική ακεραιότητα και την ζωή των πολιτών του κράτους.
Ως προς αυτό λοιπόν, η σύγκριση των διώξεων Μανιχαίων και πρωτοχριστιανών είναι εντελώς παραπλανητική: Εάν οι χιλιάδες άνθρωποι που κατά τους πρώτους αιώνες ο Χριστιανισμός τους προσέλκυσε ευρισκόμενους μέσα στο στράτευμα, αρνούνταν κατόπιν να δημιουργήσουν γραμμές άμυνας, αυτό θα σήμαινε αποδυνάμωση του στρατού, απώλεια εδαφών και ολοκληρωτικό αφανισμό τεράστιου αριθμού αμάχων από τις βαρβαρικές ορδές εξαιτίας τους. Στην περίπτωση αυτή θα ήταν αδύνατον οι ειδωλολάτρες να νιώσουν οποιαδήποτε συμπάθεια για τους διωγμούς των Χριστιανών. Αντιθέτως όμως, βλέπουμε ότι και οι πιο εχθρικοί παγανιστές, όπως, «ο Λουκιανός, ο Μάρκος Αυρήλιος, ο Γαληνός και ο Κέλσος ήταν, παρά τις απόψεις τους, εντυπωσιασμένοι από το θάρρος των χριστιανών απέναντι στο θάνατο και στο μαρτύριο. Και αυτό το θάρρος πρέπει να αποτέλεσε την πρωταρχή πολλών προσηλυτισμών»[18]. Αυτό δεν θα μπορούσε να συμβεί αν οι Χριστιανοί αρνούνταν τη στράτευση, διότι θα θεωρούνταν προδότες και υπαίτιοι μεγάλων καταστροφών, οπότε η συνέπεια γι’ αυτούς θα ήταν όχι η συμπάθεια, αλλά η επιπλέον αιματοχυσία[19].
[Σημείωση: δεν θα αναλύσουμε εδώ σε βάθος τις αυτονόητες δυσκολίες που γεννά το ζήτημα της συμμετοχής ενός Χριστιανού σε πόλεμο. Πάντως, όπως γράφει ο Μελέτιος Κουράκλης, είναι δεδομένο ότι:
 «Η Εκκλησία των τριών πρώτων αιώνων [...] ποτέ και σε καμία περίπτωση δεν αποδοκίμασε τη στρατιωτική ιδιότητα, και δεν εξανάγκασε σε παραίτηση όσα μέλη της έγιναν χριστιανοί, ενώ υπηρετούσαν στο στράτευμα»[20].
Μάλιστα, στις μεμονωμένες φωνές που εμφανίστηκαν ενάντια στην στράτευση των Χριστιανών, με κυριότερη αυτή του Τερτυλλιανού, πάντα δημιουργούσαν αμηχανία τα εδάφια της Καινής Διαθήκης, τα οποία, ενώ παρουσιάστηκε πολλές φορές η ευκαιρία, δεν καταδίκασαν την ιδιότητα του στρατιωτικού[21] παρά τη δεδομένη απαγόρευση του φόνου:
Ήδη ο Ιωάννης ο Βαπτιστής στην επαφή του με τους στρατιώτες που ζητούσαν την συμβουλή του για το πώς θα επιτύχουν τη Σωτηρία, δεν έκανε λόγο για το ασύμβατο της ιδιότητάς τους με την πίστη (Λουκ. 3,14).
Επίσης, ο Εκατόνταρχος της Καπερναούμ όχι μόνο δεν αποδοκιμάζεται, αλλά ενώ ομολογεί ότι «έχει στρατιώτες στη διοίκησή του», το οποίο σημαίνει ότι έχει ήδη δώσει και θα δώσει στο μέλλον, διαταγές ζωής και θανάτου,  ο Ιησούς, αφού πρώτα θαύμασε την πίστη του, κατόπιν δεν έκανε λόγο για το ασύμβατο της ιδιότητάς του με την πίστη αυτή (Ματθ. 8,5-10).
Αλλά και στο βιβλίο των Πράξεων, βλέπουμε ότι ο Εκατόνταρχος της Καισάρειας, παρά τις εντολές ζωής και θανάτου που αναμφίβολα έδινε αφού παρέμενε στο στράτευμα, αναφέρεται ως «ευσεβής» και στην ίδια περικοπή αναφέρεται ότι και ένας στρατιώτης θα μπορούσε επίσης να είναι ευσεβής (Πραξ. 10,1-7).
Αυτή η στάση κρατήθηκε και από τους Πατέρες και εκκλησιαστικούς συγγραφείς όλων των αιώνων, εκτός από μεμονωμένες περιπτώσεις.
Το βέβαιο είναι πάντως, ότι για την Ορθόδοξη Εκκλησία, τα μόνα κίνητρα που θα μπορούσαν να γίνουν κατανοητά ως προς τη συμμετοχή ενός Χριστιανού στον πόλεμο, είναι η αδυναμία του να μείνει απαθής μπροστά στα δεινά των ανθρώπων[22], και η επιθυμία του να φέρει την ειρήνη για φίλους και εχθρούς[23] (εφόσον αυτή δεν μπορεί να επιτευχθεί με άλλον τρόπο) αποτρέποντας ταυτόχρονα μια ολοκληρωτική καταστροφή. Για τον λόγο αυτό, θεωρούνται εντελώς απαράδεκτα κίνητρα η εκδίκηση, το μίσος προς τον εχθρό[24] ή η έννοια του «Ιερού Πολέμου»[25]. Η Ορθόδοξη Εκκλησία ποτέ δεν αποδέχτηκε, παρά τις πιέσεις των αυτοκρατόρων, ως μάρτυρες της πίστεως τους νεκρούς στρατιώτες[26]. Άλλωστε, ο Μ. Βασίλειος για όσους είχαν συμμετάσχει σε πόλεμο, όριζε στον 13ο Κανόνα του τριετή αποχή από την Θεία Κοινωνία διότι είχαν «τας χείρας μη καθαρούς». Και φυσικά, καμία αφορμή, αιτία ή δικαιολογία, δεν μπορεί να εμποδίσει την εσωτερική σύγκρουση της χριστιανικής συνείδησης, η οποία πάντα θα τύπτεται από το παράδειγμα του αναίμακτου βίου των Ορθοδόξων Μαρτύρων της πίστεως[27]. ]
 
4. Τα χίλια πρόσωπα του Μανιχαϊσμού: Παυλικιανοί, Εικονομάχοι, Βογόμιλοι
Είναι πραγματικότητα, πως για τις αιρέσεις που θα μας απασχολήσουν στο παρόν άρθρο, ο κύριος άξονας γύρω από τον οποίο περιστρέφονταν, ήταν ο Μανιχαϊσμός. Η θρησκεία αυτή, είτε στην αρχική μορφή της, είτε μέσα από την επιρροή της σε μεταγενέστερες αιρέσεις, πολεμά την Ορθοδοξία από την πρώτη στιγμή, και εξίσου πολεμά την αυτοκρατορία που την υιοθέτησε ως παράγοντα ενότητας του κράτους. Όλες αυτές οι θρησκευτικές ομάδες (που οι Προτεστάντες θεωρούν «συγγενικές» με τα δόγματά τους), όπως ο Παυλικιανισμός, η Εικονομαχία και ο Βογομιλισμός αποτελούν παρακλάδια  του Μανιχαϊσμού:
«Ο Παυλικιανισμός που προήλθε από τον αρχαίο Μανιχαϊσμό ... και οι Βογόμιλοι εκπροσωπούν μια δυαλιστική διδασκαλία [...] επιδιώκουν μια καθαρά πνευματική θρησκευτικότητα ... απορρίπτουν με φανατισμό κάθε εξωτερική λατρεία, κάθε εκκλησιαστική τελετουργία και ολόκληρη τη χριστιανική εκκλησιαστική τάξη»[28].
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, «ο μανιχαϊστικός δυαλισμός επιβίωσε ως πηγή πολλών αιρέσεων των Παυλικιανών τον 7ο αι. μ.Χ. [και] των Βογόμιλων το 10 αι. μ.Χ.»[29] και οι περισσότεροι ερευνητές αποδίδουν στον Μανιχαϊσμό, είτε την εμφάνιση του Παυλικιανισμού, είτε την «... αναζωπύρωση του βογομιλισμού. Η αίρεση αυτή, μίγμα Μανιχαϊσμού και Παυλικιανισμού, με έντονες αντικρατικές και αντιεκκλησιαστικές τάσεις, ήδη από τα μέσα του 10ου αι. είχε εξαπλωθεί στη Βουλγαρία»[30].
Εκτός από τον Ostrogorsky, και ο Ράνσιμαν μιλά για την «νεο-Μανιχαϊκή ομάδα των Παυλικιανών»[31], αλλά και ο Καραγιαννόπουλος αναφέρει πως, «οι Βογόμιλοι ήταν απόγονοι παλαιοτέρων Παυλικιανών που εγκαταστάθηκαν στη Θράκη […] [και] όπως και οι Παυλικιανοί … είχαν επηρεασθεί από τους Μανιχαίους»[32].
Αλλά και «οι εικονομάχοι ... επιχείρησαν να προωθήσουν τον ενυπάρχοντα στην κοσμοαντίληψή τους μανιχαϊσμό»[33] και δεν είναι τυχαίο που «η εικονομαχία εξαπλώθηκε με κέντρο τα βυζαντινά θέματα της Μ. Ασίας, τα όμορα με τη Μέση Ανατολή του αρχέγονου ζωροαστρισμού και του νεοφανούς ισλαμισμού, καθώς εκεί κυρίως είχε εξαπλωθεί η αίρεση των κατεξοχήν εικονομάχων Παυλικιανών»[34]. Στο «ιδεολογικό υπόβαθρο των εικονομάχων [...] το κύριο νεύρο παραμένει ο Μανιχαϊσμός, η άκρα υποτίμηση της ύλης, ο οξύς διαχωρισμός αισθητού και νοητού»[35]. Η «ζωτικής σημασίας Μ. Ασία, όπου ο πληθυσμός των Παυλικιανών ήταν αυξημένος, αποτελούσε την εστία εξάπλωσης του Μανιχαϊσμού εν γένει και ειδικότερα του ανεικονισμού»[36].
Αυτή η σύνδεση του Μανιχαϊσμού με τους Παυλικιανούς και τους Βογόμιλους, είναι προφανής και στις πηγές.
Ο Θεοφάνης κάνει λόγο περί των «Μανιχαίων, των νυν Παυλικιανών καλουμένων»[37], και βεβαίως, ο Πέτρος Σικελιώτης, ονόμασε το έργο του για την ιστορία των Παυλικιανών ως, «Ιστορία χρειώδης έλεγχος τε και ανατροπή αιρέσεως των Μανιχαίων» (PG 104, 1239-1304) ενώ ο Μ. Φώτιος, ονόμασε το δικό του έργο για τους Παυλικιανούς, «Διήγησις περί της Μανιχαίων αναβλαστήσεως» (PG 102,15-262).
Επίσης, σύμφωνα με τον Γεώργιο Μοναχό, οι Εικονομάχοι καλούνται επίσης και Παυλικιανοί:
«... έτη κδ΄ εβασίλευσε Κωνσταντίνος ο Καβαλινός [ενν. ο Εικονομάχος Κων/νος Ε΄ ο Κοπρώνυμος] … ου γαρ Χριστιανός -μη γένοιτο- αλλά Παυλικιανός»[38].
Και η Άννα Κομνηνή γράφει:
«Δύο δόγματα κάκιστα και φαυλότατα, γνωστά στην Εκκλησία από παλιά, είχαν αναμειχθεί μεταξύ τους: η ασέβεια, θα ‘λεγε κανείς, των Μανιχαίων, την οποία έχουμε ονομάσει και αίρεση των Παυλικιανών, και η αχρειότητα των Μασσαλιανών. Αυτό είναι το δόγμα των Βογομίλων»[39].
Όπως καταλαβαίνουμε λοιπόν, είναι εντελώς αβάσιμος ο ισχυρισμός ότι οι αιρέσεις αυτές αποτέλεσαν δήθεν «προοδευτικά κινήματα» ενάντια στην… «δεισιδαιμονία» της Ορθοδοξίας. Η απόρριψη των εκδηλώσεων εξωτερικής λατρείας από μέρους τους, δεν οφειλόταν σε προσπάθεια «μεταρρύθμισης» της Εκκλησίας, αλλά στον θρησκευτικό πολιτισμό του Μανιχαϊσμού! Ας το δουν αυτό οι Προτεστάντες ως ευκαιρία αυτογνωσίας, ώστε να καταλάβουν ότι οι λατρευτικές τάσεις του μανιχαϊστικού δυαλισμού που υιοθέτησαν, ουδεμία σχέση έχουν με τον Χριστιανισμό.
 
5. Τα πρώιμα μαρτύρια των Ορθοδόξων από Αρειανιστές, Ειδωλολάτρες και Μανιχαίους (4ος αιώνας)
Θα πρέπει ίσως να θυμίσουμε ότι επί Μ. Κων/νου (324-337), η Ορθοδοξία δεν χρησιμοποιήθηκε ακόμα ως ιδεολογία ενότητας του κράτους. Απλά αναγνωρίστηκε ως μία ακόμα επιτρεπόμενη θρησκεία. Η πορεία της προδιαγράφτηκε, όταν μετά την αποτυχία του ειδωλολάτρη Ιουλιανού, όπως γράφει ο Ostrogorsky, η νίκη του Χριστιανισμού έμοιαζε πλέον «ιστορική αναγκαιότητα»[40]. Ο Μ. Θεοδόσιος (379-395) ήταν αυτός αξιοποίησε την πίστη της πλειοψηφίας ως κρατική ιδεολογία, αφού λογικά θα μπορούσε να λειτουργήσει και ως παράγοντας ενότητας.
Και βέβαια, θα πρέπει να θυμίσουμε ότι επί 50 περίπου χρόνια, πριν ακόμα από τον θάνατο του Μ. Κων/νου και μέχρι τον ερχομό του Μ. Θεοδοσίου, οι Ορθόδοξοι υπέφεραν τα πάνδεινα από τις μειοψηφίες των Αρειανιστών, των Ειδωλολατρών και των Μανιχαίων οι οποίοι με την υποστήριξη αιρετικών αυτοκρατόρων τους επιτέθηκαν.
Όταν δηλαδή ο Μ. Θεοδόσιος υιοθέτησε την Ορθοδοξία ως κρατική ιδεολογία και εκπόνησε νομοθεσίες ενάντια στην δημόσια λατρεία των αιρετικών και των ειδωλολατρών, στην ουσία έβαζε τέλος στο διαρκές σφαγείο της Ορθοδοξίας από τις αιρετικές μειοψηφίες (οι νομοθεσίες σκλήρυναν οριστικά μετά την προσπάθεια του Αρβογάστη το 393, ο οποίος προσπάθησε με τα υπολείμματα των ειδωλολατρών της Δύσης να επιτεθεί στην Ανατολή και να πάρει την εξουσία από τον Θεοδόσιο[41]).
Κατά συνέπεια, ο 4ος αιώνας (για τον οποίο δυστυχώς υπάρχει μεγάλη άγνοια από τους πολεμίους της Εκκλησίας), δεν ήταν παρά μια συνέχεια των μαρτυρίων που υπέστη η Ορθοδοξία κατά τους τρεις πρώτους αιώνες, και τα οποία συνεχίζονταν μετά από ένα μικρό διάλειμμα  λίγων ετών.
Η διήγηση του Γρηγορίου του Θεολόγου για τα βάσανα των Ορθοδόξων επί αρειανιστή Κωνσταντίου (337-361) και ειδωλολάτρη Ιουλιανού (361-363), είναι χαρακτηριστική:
«Πάλιν όμως αναλαμβάνει πονηρά βασιλεία την διακυβέρνησιν της χώρας [ενν. τον Κωνστάντιο], και πάλιν το κακόν αναζή ... και λύκοι άγριοι ... σπαράσσουν την Εκκλησίαν [...] και βασιλεύς δίνει ελευθερίαν ενεργείας εις την ασέβειαν και νομοθετεί αντίθετα προς την ορθήν πίστιν [...] Ποίος θα ημπορούσε να διεκτραγωδήση επαξίως τα τότε δεινοπαθήματα, τας εξορίας, τας δημεύσεις των περιουσιών, τας ατιμώσεις, τας συγκεντρώσεις εις τας έρημους [...] Τα ακόμη χειρότερα αυτών, τας κακώσεις, τας θανατώσεις, τας διαπομπεύσεις επισκόπων, φιλοσόφων, ανδρών, γυναικών, γερόντων; [...] Πάλιν όμως ο μιαρός [ενν. τον Ιουλιανό] ... επιτίθεται εναντίον των αληθινών Χριστιανών και γίνεται πολύ φοβερώτερος από εκείνον [...] Θέλετε να υποκινήσω τα δάκρυα με την περιγραφήν των όσων εγίνοντο εις το θέατρον και μάλιστα εις το πιο ανεκτόν και καλλίτερον εις δεινοπαθήματα;»[42].
Και βεβαίως, αδιάψευστος μάρτυρας για τις πράξεις του αρειανιστή προκατόχου του είναι και ο ίδιος ο ειδωλολάτρης αυτοκράτορας Ιουλιανός. Στην επιστολή του «προς τους Βοστρηνούς» γράφει:
«Είχα τη γνώμη ότι οι αρχηγοί των Γαλιλαίων θα είχαν μεγαλύτερη ευγνωμοσύνη σ' εμένα παρά στον προκάτοχο μου στη διοίκηση [προκάτοχός του ήταν ο αρειανιστής Κωνστάντιος Β΄, 337-361], γιατί επί βασιλείας του έτυχε πολλοί απ' αυτούς να εξοριστούν, να καταδιωχτούν και να φυλακιστούν και μάλιστα πολλές φορές να σφαγεί μεγάλος αριθμός απ' αυτούς τους λεγόμενους αιρετικούς, όπως στα Σαμόσατα, στην Κύζικο, στην Παφλαγονία, στη Βιθυνία, στη Γαλατία και σε πολλά άλλα μέρη, όπου ολόκληρες κωμοπόλεις λεηλατήθηκαν και καταστράφηκαν»[43].
Ο καθ. Ιω. Καραγιαννόπουλος σημειώνει για τις ταραχές επί Κωνσταντίου:
«Ο Κωνστάντιος … έμεινεν άκαμπτος και αποφασισμένος διά παντός τρόπου να επιβάλη την αυτοκρατορικήν θέλησίν του … Κατά τα τέλη του θέρους 355 απέστειλεν εις Αλεξάνδρειαν τον νοτάριον Διογένην διά να καθαιρέση και εξορίση τον [Μέγα] Αθανάσιον […] Διάδοχος … εις τον θρόνον της Αλεξανδρείας ωρίσθη ο [Αρειανιστής] Γεώργιος εκ Καππαδοκίας … αι ταραχαί … εξηκολούθησαν … Τον Οκτώβριον 357 οι φίλοι του Αθανασίου εξεδίωξαν τον Γεώργιον και κατέλαβον τας εκκλησίας της πόλεως. Μόνον η ένοπλος επέμβασις του δουκός Σεβαστιανού τους εξεδίωξεν εκείθενΣκληραί καταδιώξεις ηκολούθησαν. Εξερράγησαν ταραχαί, εις τας οποίας έλαβον μέρος και οι πολυάριθμοι ειδωλολάτραι της πόλεως …»[44].
Τα παραπάνω, δεν περιγράφουν μόνο τα δεινά των Ορθοδόξων, αλλά και την συνεργασία των αλλόδοξων μεταξύ τους. Και αυτό που παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον, είναι η διήγηση του ιστορικού Σωκράτη, που δείχνει το πώς έμεινε στη μνήμη των Ορθοδόξων η αιματηρή αυτή επέμβαση:
«Μετά γαρ τα έβδομα του Πάσχα παρθένοι εις δεσμωτήριον εβάλλοντο· επίσκοποι ήγοντο υπό στρατιωτών δεδεμένοι· ορφανών και χηρών ηρπάζοντο οικίαι τε και άρτοι· έφοδοι κατά των οικιών εγίνοντο· και νυκτός οι Χριστιανοί κατεφέροντο· επεσφραγίσθησαν οικίαι· και αδελφοί κληρικών υπέρ των αδελφών εκινδύνευον. Και δεινά μεν ταύτα, δεινότερα δε τα μετά ταύτα τετολμημένα. […] ο παμπόνηρος αυτός [δηλ. ο αρειανιστής Επίσκοπος Γεώργιος] παροξύνει τον στρατηλάτην Σεβαστιανόν, Μανιχαίον όντα. Και λοιπόν αυτός μετά πλήθους στρατιωτών, όπλα και ξίφη γυμνά και τόξα και βέλη φερόντων, ώρμησεν εν αυτή τη Κυριακή κατά των λαών […] Τα δε σώματα των τετελευτηκότων ουδέ τοις ιδίοις κατά την αρχήν αποδοθήναι συνεχώρησαν»[45].
Η παρατήρηση του Σωκράτη είναι εξαιρετικής σημασίας: ο αρειανιστής επίσκοπος ξέρει καλά σε ποιον να απευθυνθεί και γιατί. Η φράση, «παροξύνει τον στρατηλάτην Σεβαστιανόν, Μανιχαίον όντα» δεν αφήνει την παραμικρή αμφιβολία ότι για τον Σωκράτη, ένας από τους λόγους για τους οποίους ο στρατός χτύπησε τόσο βίαια τον άμαχο πληθυσμό, ήταν η εχθρική προς την Ορθοδοξία, πίστη του αξιωματούχου στον Μανιχαϊσμό.
Μάλιστα, με αφορμή τα γεγονότα εκείνα, ο Μέγας Αθανάσιος γράφει:
«Παρά Μανιχαίοις γαρ έλεος ουκ έστιν»[46].
Βεβαίως, οι διώξεις δεν ήταν μόνο αυτές. Μετά τον Κωνστάντιο και τον Ιουλιανό, ήρθε η σειρά και άλλων να διώξουν την Εκκλησία. Όπως γράφει ο Ιωάννης Δαμασκηνός:
«Οίδα Ουάλεντα βασιλέα χριστιανόν ονομαζόμενον και την ορθόδοξον πίστιν διώξαντα, Ζήνωνά τε και Αναστάσιον ...»[47].
Ο Ουάλεντας ή Βάλης, (364-378) ήταν και αυτός αρειανιστής ο οποίος, σύμφωνα με τον Ιωάννη Αναστασίου:
«Προστάτευε την ειδωλολατρία και ήθελε οι χριστιανοί υπήκοοί του ν’ αναγκαστούν ν’ ακολουθήσουν τον αρειανισμό που ο ίδιος υποστήριζε. Έτσι τα 13 χρόνια που κυβερνούσε ήταν για τους Ορθοδόξους εποχή τρόμου και καταπιέσεως και για την καταπίεση αυτή χρησιμοποιούσε και τους ειδωλολάτρες»[48].
Τα παραπάνω, δείχνουν για ποιον λόγο είχαμε σημειώσει στο Α΄ Μέρος του άρθρου μας, ότι τα «μονόπλευρα κείμενα, κατάφεραν να κάνουν τον κόσμο να ξεχάσει ότι στο Βυζάντιο, η ‘διαφορετικότητα’ δεν ήταν θεωρητικού τύπου, αλλά συχνά αφορούσε ολόκληρες κοινότητες … που έπαιρναν με αιματηρή βία όσα διεκδικούσαν, πάντα εις βάρος της ζωής και της περιουσίας κάποιων άλλων».
Ελπίζουμε ότι αυτό έγινε πλέον σαφές, και θα γίνει ακόμα σαφέστερο στην επόμενη ενότητα που αφορά -όπως λέει ο Δαμασκηνός- τον έτερο «διώξαντα την ορθόδοξον πίστιν», τον Αναστάσιο Α΄.
 
6. Ο «ασεβής» και «μανιχαιόφρων» Αναστάσιος Α΄ (491-518): μια πρώιμη, εικονομαχική περίοδος διώξεων της Ορθοδοξίας
Ο Θεόδωρος Αναγνώστης, εκκλησιαστικός χρονικογράφος του 6ου αι., γράφει:
«Μανιχαίοι δε και Αρειανοί έχαιρον Αναστασίω. Μανιχαίοι μεν ως της μητρός αυτού ζήλω ούσης αυτών, Αρειανοί δε ως Κλέαρχον, τον θείον προς μητρός Αναστασίου ομόδοξον έχοντες»[49].
[Σημείωση: ως διά «μαγείας», βλέπουμε ότι παρά την δήθεν «Ιερά Εξέταση» που οι Προτεστάντες φαντασιώνονται για το Βυζάντιο, Αρειανοί και Μανιχαίοι εξακολουθούν να υπάρχουν μέχρι και στην πρωτεύουσα του Βυζαντίου και υποστηρίζουν τον «δικό τους» αυτοκράτορα… Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνει όσα γράψαμε στο Α΄ Μέρος ότι ακόμα και οι αυστηρότερες νομοθεσίες, δεν αποτελούν παρά μέτρα προληπτικά και δεν σημαίνουν «εξαφάνιση» των αιρετικών]
Η βασιλεία του Αναστασίου Α΄ αποτελεί εκτός άλλων και μία πρώιμη εικονομαχική περίοδο:
«Σύμφωνα με τη χρονογραφία του Θεοφάνη η πρώτη ατελέσφορη απόπειρα εισαγωγής του ανεικονισμού στο Βυζάντιο γίνεται στα τέλη του Ε΄ αιώνα από τον αυτοκράτορα Αναστάσιο τον Α΄ ... σύμφωνα με τον ίδιο ιστορικό η κίνηση αυτή συνδέεται καθαρά με το Μανιχαϊσμό»[50].
Η σημαντική μαρτυρία του Θεοφάνη έχει ως εξής:
«Μανιχαίον δε τινα ζωγράφον ... Αναστάσιος ήγαγενος αλλότρια των εκκλησιαστικών αγίων εικόνων ετόλμησε γράψαι φασματώδη εν τω παλατίω Ελενιανών και εν τω αγίω Στεφάνω Αυρηλιανών γνώμη του βασιλέως χαίροντος τοις Μανιχαίοις όθεν και στάσις του λαού γέγονε μεγάλη»[51].
Πράγματι, η μαρτυρία αυτή είναι εντυπωσιακή!
Και δεν έχει αξία μόνο ως ιστορικό τεκμήριο για μια πρώιμη προσπάθεια αυθαίρετης κατάργησης των Ιερών Εικόνων, αλλά κατακρημνίζει και τις φαντασιακές συνδέσεις της Εικονομαχίας με δήθεν «προοδευτικά» κινήματα. Η Εικονομαχία, και στην περίπτωση αυτή (όπως και στον 8ο αιώνα), επιβάλλεται από τον Αυτοκράτορα γνώμη του βασιλέως»), χωρίς καμία δικαιολογία και παρά τη θέληση του λαού, και δεν αποτελεί τίποτε άλλο παρά μια Μανιχαϊκή, και άρα, αντιχριστιανική, θρησκευτική δοξασία!
Όπως σημειώνει ο Κωνσταντίνος Γεωργιάδης:
«Η σχετική απόπειρα του φιλομανιχαίου Αναστασίου του Α΄ χρονολογείται στα 499 ... οπότε είναι κατά δύο αιώνες περίπου παλαιότερη της πρώτης απαγόρευσης των ιερών εικόνων στον ισλαμικό κόσμο ... Μέσα από τη σημαντική αυτή μαρτυρία του Θεοφάνη ... αποδεικνύεται και πάλι ότι η εικονομαχία στο Βυζάντιο προήλθε κατεξοχήν από το Μανιχαϊσμό»[52].
Όσο για τις πράξεις του Αναστασίου Α΄, δείχνουν ξεκάθαρα πως ο Μανιχαϊσμός συνεργαζόταν αρμονικά με άλλες αιρέσεις προκειμένου να επιτεθεί στην Ορθοδοξία, δημιουργώντας προβλήματα στο κράτος και τον λαό.
Σύμφωνα με τον Ιωάννη Καραγιαννόπουλο:
«Η θρησκευτική του πολιτική [του Αναστασίου] ωδήγησεν εις σειράν αναταραχών και ερίδων, αι οποίαι εταλαιπώρησαν όχι μόνον την εκκλησίαν αλλά και το κράτος»[53]. Ιδιαίτερα μετά τη λήξη του βυζαντινο-περσικού πολέμου, «τα πραγματικά αισθήματα του αυτοκράτορος εξεδηλώθησαν ελευθέρως και η στάσις του έναντι των ορθοδόξων εγένετο σκληροτέρα»[54]. «Ο Αναστάσιος κατέλυε το άσυλον των ορθοδόξων ναών … ανεγνώριζε τούτο εις τους μονοφυσιτικούς ναούς», ενώ είχε δώσει ελευθερία σε μια ομάδα μονοφυσιτών να αλλοιώνουν με δικές τους προσθήκες την δογματική μορφή ύμνων που ψάλλονταν μέσα στην Αγία Σοφία, ενώ και ο ίδιος υποστήριζε απροκάλυπτα τις επιθέσεις κατά του Ορθοδόξου Πατριάρχη Μακεδονίου Β΄[55]. Παρά τις λαϊκές αντιδράσεις, ο Αναστάσιος δεν σταματά αλλά συνεχίζει να προκαλεί με διώξεις κατά των Ορθοδόξων[56]. Η συμπεριφορά του είναι τόσο ακραία που ο Αναστάσιος επιτιμάται ακόμα και από τη σύζυγό του, «ως γενόμενος πολλών κακών αίτιος διά τους Χριστιανούς»[57]. Ο λαός ξεκινά διαδηλώσεις που γίνονται ανεξέλεγκτες, ο Αναστάσιος, όμως, καταφέρνει με τέχνασμα να παραστήσει τον διαλλακτικό, συγκεντρώνει τα πλήθη στον Ιππόδρομο για να ακούσει δήθεν τα αιτήματά τους, και μόλις ο λαός ησυχάζει, εξαπολύει κύμα συλλήψεων και εκτελέσεων «που εκράτησαν πολλάς ημέρας»[58], ενώ  από τους συλληφθέντες, πολλούς «ερευμάτισε», δηλαδή τους έπνιξε μέσα στον Βόσπορο[59].
Για άλλη μια φορά πιστεύουμε πως έγινε φανερό, ότι η θρησκευτική διαφορετικότητα δεν αποτελούσε κίνημα θεωρητικό, αλλά διεκδικούσε με τη βία την αυτοκρατορία εις βάρος της πλειοψηφίας. Αυτό εξηγεί την κρατική δυσπιστία απέναντι στον Μανιχαϊσμό και σε κάθε παραλλαγή του που εμφανίστηκε στην αυτοκρατορία, όπως οι Παυλικιανοί ή οι Βογόμιλοι. Όπως θα δούμε, από την πρώτη στιγμή και από το σύνολο των βυζαντινών πηγών, οι Παυλικιανοί αναγνωρίζονται όχι ως κάτι νέο, αλλά ως αναβίωση των Μανιχαίων.
 
7. Η πρώτη περίοδος των Παυλικιανών (650-717): οι Παυλικιανοί εμφανίζονται στα βυζαντινά εδάφη ως σύμμαχοι των εχθρών του κράτους, Αράβων
Όπως έχουμε πει, μια σημαντική ανάγκη του μελετητή της ιστορίας, είναι να κατανοήσει σχέσεις αιτίας-αποτελέσματος στα γεγονότα.
Αυτό όμως δεν μπορεί να ικανοποιηθεί από τις ιδεολογικοποιημένες ερμηνείες που παρουσιάζουν μονίμως τους Παυλικιανούς ως θύματα. Αν οι άνθρωποι αυτοί ήταν αξιόπιστοι και νομοταγείς απέναντι στην πολιτεία που ανήκαν, δεν ταιριάζει με τη λογική ότι το κράτος δαπανά πολύτιμους πόρους για να διώξει τόσο καλούς υπηκόους του.
Όταν λοιπόν, κατά την εξιστόρηση της πρώτης εμφάνισης των Παυλικιανών, μέχρι την Εικονομαχία, έχουμε αναφορές σε δίκες και καταδίκες των αρχηγών ή των οπαδών τους, θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι αυτές δεν οφείλονται ούτε στην Εκκλησία(!), ούτε φυσικά σε κάποια εμμονή με το θρησκευτικό γράμμα, αλλά σε τακτικές εξασφάλισης της κρατικής ασφάλειας και προστασίας των εδαφών και των πολιτών.
Ο Μανιχαϊσμός λοιπόν, παίρνει τη μορφή του Παυλικιανισμού από έναν Αρμένιο που ονομαζόταν Κωνσταντίνος (και μετονομάστηκε κατόπιν σε Σιλουανός). Ο Κων/νος- Σιλουανός, «ζών εις την Μανάναλιν, ανήκεν εις αίρεσιν έχουσαν Μανιχαϊκόν χαρακτήρα»[60]. Ο Πέτρος Σικελιώτης γράφει ότι το μέρος αυτό, «και μέχρι του νυν Μανιχαίους εκτρέφει»[61] και για τον Κων/νο- Σιλουανό αναφέρει: «ο γουν του Μάνεντος μαθητής Κωνσταντίνος»[62].
Άρα, για τους βυζαντινούς θεολόγους και ιστορικούς, οι Παυλικιανοί δεν αποτελούν κάτι νέο, αλλά (όπως και οι Εικονομάχοι και οι Βογόμιλοι), δεν είναι τίποτε άλλο από παρακλάδια της μη χριστιανικής θρησκείας, του Μανιχαϊσμού (βλέπε και παραπάνω, στην ενότητα: Τα χίλια πρόσωπα του Μανιχαϊσμού).
Έτσι λοιπόν, για την αίρεση που ίδρυσε ο Σιλουανός, οι βυζαντινοί χρονογράφοι δεν έχουν καμία αμφιβολία και «ομιλούν περί ανανεώσεως του κακού», κρίνοντας από «της εκ μανιχαίων καταγωγής αυτούεν συνδυασμώ προς τας μανιχαϊκάς του ιδέας»[63]. Είναι σαφής άλλωστε η «μανιχαϊκή επίδρασις εις την δυαρχίαν των Παυλικιανών εις την αποδοχήν παρ’ αυτών δύο θεών, αγαθού και πονηρού»[64].
Οι Παυλικιανοί λοιπόν, υπό τον Κων/νο- Σιλουανό εμφανίζονται στο βυζαντινό έδαφος ανάμεσα στα έτη 655-661 μ.Χ. επί αυτοκράτορα Κώνστα (641-668)[65]. Μετά τον Κώνστα, στα 668 αναλαμβάνει ο γιος και διάδοχός του, ο Κωνσταντίνος Δ΄ Πωγωνάτος.
Μαθαίνουμε λοιπόν ότι ο Πωγωνάτος ενδιαφέρεται για τη δράση του Κων/νου- Σιλουανού και στέλνει μια δύναμη υπό τον αξιωματούχο Συμεών για να εξετάσει την κατάσταση. Τελικά, ο Συμεών καταδικάζει και εκτελεί τον Σιλουανό.
Αυτή η περιγραφή όμως, δεν μας εξηγεί τα αιτία αυτής της καταδίκης. Έτσι, ως προς την ενέργεια του Πωγωνάτου, θα πρέπει να εξετάσουμε προσεκτικά τα γεγονότα που προηγήθηκαν:
α) η πληροφορία για την παρουσία και τη δράση των Παυλικιανών φτάνει στον ίδιο τον αυτοκράτορα[66]. Αυτό δεν είναι κάτι απλό. Για να φτάσει μια πληροφορία στον αυτοκράτορα, σημαίνει ότι για κάποιον λόγο θεωρείται ιδιαιτέρως σημαντική.
β) Επιπλέον, ο αυτοκράτορας μόλις το πληροφορείται, κινείται αμέσως, και στέλνει έναν πολιτικό αξιωματούχο της αυλής για ν’ αναλάβει δράση κατά της αίρεσης[67].
Αυτά θα πρέπει να μας βάλουν σε υποψίες ότι πρόκειται για μια κατάσταση αρκετά σοβαρή.
Πληροφορούμαστε λοιπόν, ότι η αιτία για την οποία ο Κων/νος-Σιλουανός με τους Παυλικιανούς μπαίνουν στα βυζαντινά εδάφη για πρώτη φορά, είναι οι διώξεις από τους αρμένιους μονοφυσίτες επί πατριαρχίας του Ναρσή Γ΄[68].
[Σημείωση: Ο Ράνσιμαν που αναφέρεται στο γεγονός αυτό, έχει την εντύπωση ότι ο Ναρσής ήταν Χαλκηδόνιος[69]. Φυσικά αυτό θα ήταν εντελώς παράδοξο για Πατριάρχη των Αρμενίων, όταν ξέρουμε ότι οι μονοφυσίτες δεν ήθελαν ούτε ν’ ακούν για την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο της Χαλκηδόνας. Προφανώς ο Ράνσιμαν κάνει λάθος διότι τα πράγματα έχουν ως εξής:
«Τα πρώτα έτη της πατριαρχείας αυτού [του Ναρσή Γ΄] ήσαν πλήρη δεινών διά τας συνεχείς εισβολάς των Αράβων […] Οι Άραβες ελεηλάτησαν την Αρμενίαν, υποτάξαντεςπολλούςηγεμόνας, ους κατέστησαν φόρου υποτελείς. Ένεκα δε της υποταγής ταύτης εξοργισθείς ο αυτοκράτωρ Κώνστας, εξεστράτευσεν αμέσως κατά των Αρμενίων».[70].
 Όμως, «γνωστής γενομένης της προελάσεως αυτού, ο πατριάρχης Ναρσής και πολυάριθμοι επίσκοποι μετέβησαν προς συνάντησιν και εξευμένισιν αυτού. Δεν υπήρχε δε άλλο μέσον εξιλασμού ή να συγκαλέση σύνοδον προς παραδοχήν των αποφάσεων της εν Χαλκηδόνι Οικουμενικής Συνόδου, ας τινας οι Αρμένιοι κατ' ουδένα τρόπον ησπάζοντο [...] Αλλά μόνον ο πατριάρχης και τινες επίσκοποι υπέγραψαν εκ φόβου [...] απέτυχεν όμως αμέσως η παραδοχή αύτη, διότι ο αυτοκράτωρ [...] ηναγκάσθη να επανέλθη εις την πρωτεύουσάν του»[71].
Άρα, σύμφωνα με τα γεγονότα, ο Ναρσής Γ΄ ήταν σαφώς Αντιχαλκηδόνιος.]
 Κατά τη διάρκεια λοιπόν της δίωξης αυτής από τους μονοφυσίτες του Ναρσή, οι Παυλικιανοί συμμαχούν με τους Άραβες.
Όπως γράφει ο Ράνσιμαν:
«Οι Παυλικιανοίείχαν διωχθεί από τονΝαρσή και τράπηκαν σε φυγή για να κρυφτούν […] Ήδη είχαν ζητήσει τη βοήθεια των απίστων/αλλοδόξων (Μουσουλμάνων)»[72] (δηλαδή, «των Αράβων»[73]).
Δεν είναι δυνατόν λοιπόν, να αποσιωπούμε το γεγονός ότι ο Κων/νος- Σιλουανός και οι Παυλικιανοί, περνούν για πρώτη φορά στο βυζαντινό έδαφος ως σύμμαχοι των Αράβων, οι οποίοι από την εποχή του Ηρακλείου (610-641) ήταν ορκισμένοι εχθροί του Βυζαντίου! Και όχι μόνο αυτό, αλλά οι αιρετικοί εγκαθίστανται κιόλας μέσα από τα βυζαντινά σύνορα, ο Σιλουανός αναλαμβάνει δράση προσηλυτισμού η οποία φυσικά ήταν παράνομη, και καταφέρνει «πολλούς των εγχωρίων πλανήσας»[74], σε μια ευαίσθητη συνοριακή περιοχή που ταρασσόταν διαρκώς από αραβικές επιθέσεις.
Ας σταματήσουν λοιπόν οι ιδεολογικοποιημένες ερμηνείες που φαντασιώνονται είτε «Ιερές Εξετάσεις» είτε «αναίτιες» διώξεις. Αυτό που έπραξαν οι Παυλικιανοί, είναι ακριβώς και το σοβαρότερο πρόβλημα που απασχολεί την αυτοκρατορία στην περιοχή, τουλάχιστον μέχρι τον 7ο αιώνα:
«Το βυζαντινόν κράτος εξετίθετο εις … μέγαν κίνδυνον. Καθ’ όλην την μεθόριον ζώνην προς την Περσίαν, από της Αιγύπτου μέχρι της Αρμενίας, επεκράτουν οι αιρετικοί μονοφυσίται […] Προσθέσατε εις τούτο ότι αι ανατολικαί αύται προς τα σύνορα της Περσίας επαρχίαι κατωκούντο επίσης και υπό Μανιχαίων, Νεστοριανών Ποίαν στάσιν άραγε ήθελε τηρήσει ο αιρετικός ούτος λαός των ανατολικών επαρχιών Θα παρέμενε πιστός εις την ενότητα του βυζαντινού κράτους, ή θα κατεπρόδιδεν εκ των νώτων τον εθνικόν βυζαντινόν στρατόν;»[75].
Άρα λοιπόν, το γεγονός ότι φτάνει μέχρι τον αυτοκράτορα η είδηση για την παρουσία μιας αιρετικής ομάδας με μανιχαϊκό υπόβαθρο, η οποία έχει ήδη συμμαχήσει με τους Άραβες και διευρύνει διαρκώς με προσηλυτισμό το μέγεθος της, σημαίνει ότι οι παρεμβάσεις της πολιτείας σε όλη την περίοδο αυτή γίνονται για να ελεγχθούν και να αποτραπούν προβλήματα που σχετίζονται με την ασφάλεια του κράτους[76].
 
8. Πρώτο σχόλιο για την «πραότητα» των Παυλικιανών που αλληλοσκοτώνονται για την αρχηγία, και δημιουργούν αιρέσεις μέσα στην αίρεση!
Στο σημείο αυτό, καλό θα ήταν να κάνουμε ένα πρώτο σχόλιο για τις υπερβολές των ιστορικών σχετικά με την ποιότητα της «ηθικής» των Παυλικιανών.
Γνωρίζουμε τουλάχιστον τρεις συγκρούσεις των Παυλικιανών μεταξύ τους:
Η πρώτη έγινε επί του αρχηγού τους Παύλου (τέλη 7ου αιώνα), ο οποίος αναθέτοντας την αρχηγεία της αίρεσης στον γιο του Γεγνέσιο, δημιούργησε ρήγμα με τον άλλο του γιο τον Θεόδωρο, με αποτέλεσμα τα δύο αδέλφια να ερίζουν μέχρι το τέλος της ζωής τους για την αρχηγία[77].
Η δεύτερη, έγινε ανάμεσα στα παιδιά του Γεγνεσίου, Ζαχαρία και (του υιοθετημένου) Ιωσήφ, οι οποίοι επίσης μάλωναν για την αρχηγεία και έφτασαν μάλιστα στο σημείο να προσπαθήσουν να σκοτώσουν ο ένας τον άλλο, διότι δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν ποιος από τους δύο «έλαβεν την ενέργειαν του Πνεύματος εν εαυτώ»[78]! Τελικά, οι Παυλικιανοί χωρίστηκαν σε δύο ομάδες η μία πήγε με τον Ζαχαρία και η άλλη με τον Ιωσήφ-Επαφρόδιτο, και το μίσος μεταξύ τους ήταν τόσο μεγάλο, ώστε να αναγκαστούν να μεταβούν σε διαφορετικές περιφέρειες η κάθε μία[79]!
Η τρίτη διαμάχη για την αρχηγεία έγινε επί Σεργίου, ο οποίος θέλει να εκδιώξει τον επίσης Παυλικιανό Βαάνη είτε για λόγους συμπεριφοράς[80] είτε για λόγους ετεροδιδασκαλίας[81], και έτσι η αίρεση χωρίστηκε πάλι σε δύο ομάδες, τους Σεργιώτες και τους Βαανιώτες, με διαφορετικό αρχηγό η κάθε μία[82]. Μάλιστα, το μίσος μεταξύ τους ήταν τέτοιο που οι Σεργιώτες «ήρξαντο αποκτέννειν [<=> αποκτείνω = σκοτώνω, φονεύω] τους Βανιώτας όπως εξαλείψωσιν εξ εαυτών τον ονειδισμόν αυτών»[83]!
Τα παραπάνω δείχνουν ξεκάθαρα ότι οι εξιδανικεύσεις με στόχο την παραγωγή ιδεολογικοποιημένων συμπερασμάτων, αποτελούν πολύ σαθρό έδαφος για να στηριχτεί κανείς…
 
9. Η δεύτερη περίοδος των Παυλικιανών (717-780): οι αυτοκράτορες της Α΄ περιόδου της Εικονομαχίας συμμαχούν μαζί τους
Η «χρυσή» εποχή των Παυλικιανών, ήταν αναμφίβολα η εποχή της Εικονομαχίας.
Όπως γράφει ο Κωνσταντίνος Γεωργιάδης:
«Για τους πατέρες της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου η εικονομαχία δεν προκύπτει εξαιτίας μιας συλλογικής βούλησης του βυζαντινού λαού για την πολιτιστική του αναγέννηση, στην οποία θα πρωτοστατούσαν ο αυτοκράτορας και η ιεραρχία της Εκκλησίας. Αντίθετα ένα συνοθύλευμα ετερόκλητων κοινωνικών ομάδων, καθεμιά εκ των οποίων στρεφόταν κατά των ιερών εικόνων για τους δικούς της λόγους (μεταξύ αυτών πρωτοστατούν Παυλικιανοί [...] βρήκαν καταφύγιο στην αυλή του απαίδευτου αυτοκράτορα Λέοντα του Γ΄ και έθρεψαν ιδεολογικά τον ίδιο και το γιο του Κωνσταντίνο [...] δίχως να ευθύνεται στο ελάχιστο το ίδιο το κληρικολαϊκό σώμα της βυζαντινής αυτοκρατορίας, το ομόθυμο έως τότε υπέρ των ιερών εικόνων»[84]. Μάλιστα, το γεγονός ότι τα εικονομαχικά διατάγματα εκδόθηκαν ξαφνικά, ενώ μέχρι τότε «οι εικόνες χρησιμοποιούνταν ευρύτατα και δίχως ουδεμία αντίδραση όχι μόνο σε ναούς αλλά και σε δημόσια κτίρια, στο ίδιο το νόμισμα και σε άλλα δημόσια αγαθά»[85], δείχνει πόσο μεγάλο ήταν το ψεύδος που έθρεψαν διαφωτιστές και προτεστάντες σχετικά με το δήθεν «προοδευτικό κίνημα» της Εικονομαχίας, που δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μανιχαϊκή θρησκευτικότητα
Έτσι λοιπόν, όπως και οι Μανιχαίοι επί Αναστασίου Α΄, έτσι και οι Παυλικιανοί, αποτέλεσαν τους καλύτερους συμμάχους των εικονομάχων αυτοκρατόρων, ιδιαίτερα της Α΄ περιόδου (717-780) όπου βασίλευσαν οι Λέοντας Γ΄ ο Ίσαυρος (717-741), ο Κων/νος Ε΄ (741-775) και ο Λέοντας Δ΄ (775-780).
Παραδόξως, η Αικ. Χριστοφιλοπούλου γράφει ότι, «ο Λέων Γ΄συγκρούσθηκε με τους αιρετικούς παυλικιανούς»[86].
Όμως, ισχύει μάλλον το αντίθετο:
- «Γνωρίζομε ότιο Λέων ο Ίσαυρος, αρνήθηκε να διώξη τους Παυλικιανούς»[87].
- «Ο Λέων Γ΄ έδειξε μετριοπάθεια απέναντι στους Παυλικιανούς»[88].
Μάλιστα, ο Ιωάννης Αναστασίου μας αποδεικνύει την υποστήριξη του Λέοντα στους Παυλικιανούς με πλήρη στοιχεία:
Ο Λέοντας Γ΄ κάλεσε στην Κων/πολη τον αρχηγό των Παυλικιανών Γεγνέσιο-Τιμόθεο, προφανώς μετά από καταγγελία (την οποία ο Γεγνέσιος ονομάζει «συκοφαντία»[89]). Αυτός όμως, «παρεπέμφθη δι’ ανάκρισιν εις τον Πατριάρχην, χωρίς να εξετασθή παρά του αυτοκράτορος»[90], ενώ το αθωωτικό αποτέλεσμα της εξέτασης, μας υποχρεώνει «να δεχθώμεν ή ότι ο πατριάρχης ήτο αφελής ή σκοπίμως έκαμε τυπικήν ανάκρισιν με τον σκοπόν ν’ απαλλάξη τον Γεγνέσιον των κατηγοριών και να δώσει εις τον βασιλέα την ευχέρειαν να χορηγήσει εις αυτόν ελευθερίαν»[91]. Προφανώς λοιπόν, την ανάκριση, που «ήτο χαλαρά και απέβλεπεν εις εύκολον απαλλαγήν του Γεγνεσίου» διενήργησε εικονομάχος Πατριάρχης που βρισκόταν σε συνεννόηση με τον Λέοντα[92].
Ο Κων/νος Ε΄, γιος του Λέοντα, ήταν επίσης υποστηρικτής των Παυλικιανών:
«Δεν υπάρχει λόγος να αμφισβητήσωμεν την εμπιστοσύνην του Κων/νου [ενν του Ε΄] προς τους Παυλικιανούς [...] Είχεν ανάγκην πολεμιστών και εποίκων διά τα οχυρά, τα οποία έκτιζεν εις Θράκην και ούτω σκεπτόμενος και βλέπων το επισφαλές της περιοχής αυτής μετέφερε τους Παυλικιανούς. Την ‘’τιμωρίαν’’ περί της οποίας ο Gibbon ομιλεί δεν την βλέπομεν. Αν ακολουθήσωμεν τον Νικηφόρον, δυνάμεθα να ομιλήσωμεν περί εύνοιας, διότι ούτος, ως και ανωτέρω ελέχθη, λέγει ότι ο βασιλεύς ‘’φιλοτίμως’’ εχάρισεν εις αυτούς ό,τι εχρειάζοντο»[93].
Γενικά λοιπόν, «οι εικονομάχοι αυτοκράτορεςόχι μόνον δεν κατεδίωξαν τους Παυλικιανούς, αλλά και τους επροστάτευσαν»[94].
Όσο για τις διώξεις των Ορθοδόξων από τους μανιχαϊστές Εικονομάχους, είναι γνωστές:
Ο Λέοντας Γ΄, όσους αντιδρούσαν στην θρησκευτική του πολιτική, τους τιμωρούσε με εξορίες, δημεύσεις περιουσιών, μαστιγώσεις και ακρωτηριασμούς[95]. Επίσης, σύμφωνα με τον Θεοφάνη έκλεισε πολλά σχολεία και απαγόρευσε την Ορθόδοξη παιδεία[96].
Φυσικά την μεγαλύτερη κτηνωδία όλων την επέδειξε ο Κων/νος Ε΄. Τα εγκλήματά του ήταν αμέτρητα και φρικιαστικά και μέρος αυτών έχουμε αναφέρει πάλι. Το μίσος του για τους Ορθοδόξους και ιδιαίτερα για τους μοναχούς και τον μοναχισμό ήταν τέτοιο, που «ηπείλησεν εκ θεμελίων την ύπαρξίν του»[97]. Μάλιστα, οι πηγές της εποχής αναφέρουν (καθ’ υπερβολή) ότι επί της βασιλείας του, «το Βυζάντιον ευρέθη κενόν μοναχών και ότι τόσον εις την Κωνσταντινούπολη, όσον και εις τας επαρχίας το ... γένος των μοναχών εξερριζώθη»[98].
Επίσης, ο Λέοντας Δ΄, αν και περισσότερο μετριοπαθής στην αρχή, προς το τέλος της βασιλείας του εφάρμοσε διώξεις[99], φυλακίσεις και βασανιστήρια στους εικονόφιλους[100]. Η πορεία των πραγμάτων έδειξε ότι αν δεν προλάβαινε ο θάνατος τον Λέοντα, οι Ορθόδοξοι θα υπέφεραν και πάλι μεγάλα μαρτύρια[101].
Για την συνεργασία των Εικονομάχων με τους Παυλικιανούς γενικά, δεν έχουμε αμφιβολία, αφού κατά την Εικονομαχία, «η αίρεσις επλατύνθη»[102]. Αλλά και για τη συμμετοχή των Παυλικιανών στις διώξεις των Ορθοδόξων, δεν θα πρέπει να έχουμε αμφιβολία.
Για παράδειγμα, σε στάση που δημιουργήθηκε ενάντια στον Μιχαήλ Α΄ (811-813), ανάμεσα στους αιρετικούς υποκινητές, «υπήρχον και Παυλικιανοί, οι οποίοι διά της προφάσεως ταύτης διέσπειραν δυσπιστίαν προς τον αυτοκράτορα, προβάλλοντες την μορφήν του Κων/νου Ε΄ ως ηρωϊκήν»[103].
Πώς είναι δυνατόν, να έχουν οι Παυλικιανοί το θάρρος να συμμετέχουν σε στάση (που ήταν πράξη εσχάτης προδοσίας και σήμαινε θάνατο) κατά του αυτοκράτορα Μιχαήλ με σκοπό να υπερασπιστούν τη μνήμη του σφαγέα Κων/νου Ε΄, και να πιστέψουμε ότι επί της βασιλείας του ο Κοπρώνυμος δεν χρησιμοποίησε τους Παυλικιανούς για να εδραιώσει το καθεστώς του έναντι των Ορθοδόξων;
Άλλωστε, και τα στοιχεία για την συνεργασία των Παυλικιανών με τον Εικονομάχο Νικηφόρο Α΄ (802-811) το αποδεικνύουν. Όπως γράφει ο Θεοφάνης:
«Των Μανιχαίων, των νυν Παυλικιάνων καλουμένων ... φίλος ην διάπυρος»[104], και βεβαίως, «ευνοϊκές ήταν οι διαθέσειςτου Νικηφόρου Α΄ (802-811) προς τους Παυλικιανούςμετά την βοήθεια που του πρόσφεραν στον αγώνα κατά του σφετεριστή πατρικίου Βαρδάνη, στρατηγού του θέματος των Ανατολικών»[105].
Άρα, καθόλου δεν αποκλείεται η συμμετοχή των Παυλικιανών στις διώξεις του Νικηφόρου, ο οποίος επέτρεπε όσους είχαν εικονομαχικά φρονήματα να σέρνουν σε δίκες τους Ορθοδόξους, να χρησιμοποιούν ως στρατώνες τα μοναστήρια, να έχουν τους μοναχούς υπηρέτες τους και να κλέβουν τα αγαθά τους ή τα ιερά σκεύη από τους ναούς κ.λπ.[106].
Άλλωστε η ευκολία με την οποία οι Εικονομάχοι προσεγγίζουν τους ανυπόταχτους Παυλικιανούς[107], δείχνει μια πολύ καλή συνεργασία μεταξύ τους, που δεν οφείλεται ούτε στην… εξυπνάδα των Εικονομάχων (δηλ. οι Ορθόδοξοι ήταν όλοι ανόητοι;), ούτε στο ότι ήταν «πονόψυχοι» και συγκίνησαν τους Παυλικιανούς (διότι, μάλλον δεν ταιριάζει η έννοια «πονόψυχος» με τα βασανιστήρια, τους ακρωτηριασμούς ή τους αποκεφαλισμούς των Ορθοδόξων…). Η συνεργασία αυτή οφείλεται φυσικά στο κοινό μανιχαϊκό τους υπόβαθρο, και στο κοινό τους μίσος για την Ορθοδοξία. Μάλιστα, μερίδα λογίων θεώρησε πιθανό, ότι ο Κων/νος Ε΄ ίσως ήταν Παυλικιανός[108]!
Αλλά και κάτι ακόμα υπάρχει που μας βεβαιώνει για την συμμετοχή των Παυλικιανών στις διώξεις των Ορθοδόξων:
Μια σημαντική μαρτυρία του Πέτρου Σικελιώτη μας δείχνει ότι αμέσως μετά το τέλος της Α΄ περιόδου της Εικονομαχίας (αρχής γενομένης επί Ειρήνης της Αθηναίας [797-802] η οποία δεν δίωξε τους Παυλικιανούς[109]) οι Παυλικιανοί βρίσκονται σε κατάσταση αμόκ ενάντια στους Ορθοδόξους:
«Ο [αρχηγός των Παυλικιανών] Σέργιος κατηγορείται ότι απέσπασε βρέφη από τας αγκάλας των μητέρων των και άλλα εξ αυτών εθανάτωσεν, άλλα δε απεμπόλησεν εις τους Άραβας. Πολλούς νέους και νέας αποχωρίσας των γονέων, παρέδωκεν εις τους εχθρούς, καθώς και αδελφούς απ' αδελφών και φίλους από φίλων χωρίσας, απέστειλεν εις την χώραν, την υπό των Αράβων κατεχομένην ... Ακόμη πολλούς έκαμε ν' αποθάνουν εις φύλακας και δεσμά και άλλους κατέστησε πτωχούς εκ πλουσίων διά των λεηλασιών, τας οποίας οι Παυλικιανοί διενήργουν»[110]!
Πώς είναι δυνατόν αυτά τα «άκακα αρνάκια» οι Παυλικιανοί να μπαίνουν σε ένα προστατευτικό περιβάλλον όπως των Εικονομάχων, και μετά από 60 χρόνια ηρεμίας, αντί να δείξουν τον «καλό» εαυτό τους (μια που ήταν δήθεν τόσο «ειρηνικοί»), αντιθέτως μετατρέπονται σε μια ανελέητη, ληστρική πανώλη;
 
10. Η τρίτη περίοδος των Παυλικιανών (780-871): εκτεταμένες λεηλασίες από τους Παυλικιανούς και η τελική ήττα τους
Όσα γράψαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο για τα συμβάντα επί Σεργίου, αρχηγού των Παυλικιανών, αποτελούν την καλύτερη εισαγωγή για το τρίτο μέρος της ιστορίας των Παυλικιανών, που ίσως να είναι και το πιο ιδεολογικοποιημένο από τους πολεμίους της Εκκλησίας. Όμως, η μαρτυρία του Πέτρου Σικελιώτη δεν εξυπηρετεί τις ιδεοληψίες τους:
«Ο δε υπέρμαχος του διαβόλου Σέργιος, διδαχθείς ... την αίρεσιν [...] γίνεται νέος κήρυξ της πλάνης [...] Εν όλοις γαρ τριακοντατέσσαρσι χρόνοις επικρατήσας από Ειρήνης της Αυγούστης μέχρι Θεοφίλου του βασιλέως [...] ελυμήνατο πλείστον μέρος της του Χριστού Εκκλησίας, τους μεν γαρ ηλλοτρίωσε της προσκαίρου ζωής, των ιδίων στερήσας, και προ καιρού θανατώσας [...] πολλούς ομοζύγους διαζεύξας, τας κοίτας αυτών διά των μαθητών αυτού εμίανεν, πολλά βρέφη των μητρικών αποσπάσας μαζών δια των μαθητών αυτού, τα μεν εθανάτωσε, τα δε των γονέων στερήσας ... Αγαρηνοίς απεμπόλησε, πολλούς ευειδείς νεανίσκους και νεανίδας μονογενείς γονέων αποχωρήσας εις δουλείαν βαρβάροις παρέδωκε, πολλούς αδελφούς και αδελφάς, συγγενείς τε και φίλους αλλήλων διέστησε, και των ιδίων ξενώσας, αλλοδαπή γη παρέπεμψεν, ων οδυρμός και θρήνος μέχρις ουρανίων αψίδων ανήκται, πολλούς μονάζοντας και μοναζούσας Χριστώ την παρθενίαν αναθεμένους διά των οικείων μαθητών διέφθειρε [...] πολλούς εν δεσμοίς και φυλακαίς θανατωθήναι πεποίηκε»[111].
Βλέπουμε λοιπόν ότι οι Παυλικιανοί, επί Σεργίου (ανάμεσα στα έτη από το 800 έως το 835[112]) και για 34 ολόκληρα χρόνια αρχής γενομένης επί Ειρήνης της Αθηναίας, δημιούργησαν τεράστια προβλήματα στην αυτοκρατορία, και μάλιστα, αμέσως μετά την ήρεμη γι’ αυτούς περίοδο της Εικονομαχίας. Άρα λοιπόν, επί Μιχαήλ Ραγκαβέ (811-813) οι Παυλικιανοί είχαν ήδη μια δεκαετία που είχαν μετατρέψει το Βυζάντιο σε ένα απέραντο σφαγείο Ορθοδόξων!
Κατά συνέπεια, ας σταματήσει πια αυτή η παραπληροφόρηση και ηρωοποίηση  Μανιχαίων, Παυλικιανών, Εικονομάχων και Βογόμιλων.
- Μετά από όλα όσα είδαμε, δεν μπορεί να είναι τυχαίο ότι ήδη από τον 4ο αιώνα, ο Μέγας Αθανάσιος γράφει κατά τη διάρκεια των διώξεων επί Κωνσταντίου:
«Παρά Μανιχαίοις γαρ έλεος ουκ έστιν»[113].
 - Δεν μπορεί να είναι τυχαίο ότι οι μανιχαιόφρονες Παυλικιανοί (όπως προαναφέραμε) είναι ικανοί να αλληλοσκοτώνονται για την αρχηγία και να χωρίζονται σε ομάδες που φτάνουν στην αλληλοεξόντωση.
- Δεν μπορεί να είναι τυχαίο ότι διαβάζουμε, «των αιχμαλωτιζομένων πολλήν παρείχεν την εξουσίαν συναναγκάζειν, εις την αυτήν αυτοίς καταπίπτειν αθεότητα»[114], το οποίο σημαίνει ότι τους «αιχμαλώτους, τους οποίους συνελάμβανον, ηνάγκαζον να αρνηθούν την Ορθοδοξίαν και να γίνουν Παυλικιανοί»[115].
- Δεν μπορεί να είναι τυχαίο ότι η Άννα Κομνηνή γράφει:
«Κατέλαβαν τους πιο δύσβατους δρόμους και τα στενά περάσματα ... κι άρχισαν να λεηλατούν ... όλη την ύπαιθρο. Τέτοιοι είναι από τη φύση τους οι Μανιχαίοι: πολεμοχαρείς στο έπακρο και πάντα διψασμένοι σαν σκυλιά για ανθρώπινο αίμα»[116].
Όσο κι αν θεωρήσουμε υπερβολικές τις παραπάνω εκφράσεις, εντούτοις οι μαρτυρίες για την συμπεριφορά των Μανιχαίων και των Παυλικιανών ανά τους αιώνες, θα μπορούσαν να σημαίνουν ότι «η λαϊκή δυαρχία των Παυλικιανών και των Βογομίλων ... [που] αντικαθρέφτιζε το ανικανοποίητο των οπαδών της δυαρχίας αυτής από την κοινωνική οικονομική και πολιτική οργάνωση της Αυτοκρατορίας», δεν αποκλείεται να αποτελούσε έναν πόλο έλξης περιθωριακών, και μπορεί «ανάμεσα στους αρχηγούς [να] υπήρχαν ιδεολόγοι αλλά στην πλειοψηφία τους οι οπαδοί του κινήματος ήταν κυρίως φτωχοί χωρικοί, καλλιεργητές και κακοποιοί»[117].
Από εδώ και κάτω, για να μπορέσουμε να επικεντρωθούμε στα σημαντικότερα σημεία της ιστορίας των Παυλικιανών, που είναι η εποχή του Μιχαήλ Ραγκαβέ και της Θεοδώρας, θα αναφέρουμε με συντομία τα υπόλοιπα ιστορικά γεγονότα:
Ο Νικηφόρος Α΄ (802-811) που ανήλθε στον θρόνο μετά την Ειρήνη Αθηναία, επίσης δεν δίωξε τους Παυλικιανούς, για στρατιωτικούς[118] και θρησκευτικούς λόγους (ως ομοϊδεάτες[119]).
Ο Λέοντας Ε΄ (813-820) ήταν ένας από τους αξιωματούχους που ανέλαβαν δίκες κατά των Παυλικιανών επί Μιχαήλ Ραγκαβέ (811-813). Όπως γράφει ο Ιωάννης Αναστασίου, «φαίνεται ότι και ως Αυτοκράτωρ ο Λέων εδίωξε τους Παυλικιανούς, αν και τούτο δεν είναι σαφές […] άλλοι λόγοι μας κάμνουν να πιστεύωμεν, ότι οι διωγμοί εσυνεχίσθησαν επί Λέοντος […] τα πράγματα ήλλαξαν μετά τον διωγμόν επί Μιχαήλ και οι Παυλικιανοί, καταφυγόντες πλησίον των Αράβων και λεηλατούντες τας Βυζαντινάς επαρχίας, φανερώς πλέον κατέστησαν εχθροί του κράτους και επομένως o Λέων έπρεπεν ως τοιούτους να τους καταδιώκει»[120].
(Βεβαίως, η μαρτυρία του Πέτρου Σικελιώτη αναφέρει ότι οι Παυλικιανοί άρχισαν να λεηλατούν και να τρομοκρατούν το Βυζάντιο όχι επί Μιχαήλ [811-813] αλλά τουλάχιστον 10 χρόνια πριν, από την εποχή της Ειρήνης της Αθηναίας[121]).
Κατόπιν, επί Μιχαήλ Β΄ (820-829) και Θεοφίλου (829-842), η καταστρεπτική τακτική των Παυλικιανών είχε πλέον οριστικοποιηθεί, και όπως φαίνεται, δίωξαν και οι δύο τους Παυλικιανούς καθώς «συνειργάζοντο μετά των Αράβων και κατέστρεφον εδάφη της αυτοκρατορίας»[122].
(Τα γεγονότα επί Θεοδώρας θα τα αναφέρουμε παρακάτω ξεχωριστά).
Τελικό χτύπημα στην στρατιωτική δύναμη των Παυλικιανών, έδωσε ο Βασίλειος Α΄ ο Μακεδών (867-886). Οι Παυλικιανοί με αρχηγό τον Χρυσόχειρα λεηλατούσαν και κατέστρεφαν την Μ. Ασία[123]. Ο Βασίλειος, «διά της εκστρατείας του 872 κατέστρεψε την χώραν των Παυλικιανών, κατέλαβε και κατέστρεψεν οχυρά αυτής, αλλά δεν ηδυνήθη να … να δώσει καίριον πλήγμα κατά του Χρυσόχειρος […] [και έτσι] το επόμενον έτος (873) ο Χρυσόχειρ εξήλθεν εις νέαν ληστρικήν επιδρομήν κατά των χωρών της αυτοκρατορίας»[124]. Τελικά, σε μια νέα επιχείρηση το έτος 876, ο Βασίλειος κατορθώνει να χτυπήσει καίρια τους Παυλικιανούς, σκοτώνει τον Χρυσόχειρα[125], και κατόπιν, τα υπολείμματα των Παυλικιανών εξακολούθησαν μεν να ζουν στην αυτοκρατορία ήταν όμως αδύναμοι να διεξάγουν επιχειρήσεις[126].
Από εκεί και πέρα, αρχίζει η ιστορία των Βογόμιλων, καθώς «ο Ιωάννης Τσιμισκής (969-976) αποφάσισε να μετοικίσει πολλούς Παυλικιανούς στην Θράκη, αλλά μετέφερε το πρόβλημα και στην Βαλκανική, όπου αναπτύχθηκε η συγγενής αίρεση των Βογομίλων»[127].
 
11. Μιχαήλ Α΄ Ραγκαβές και Παυλικιανοί: οι δίκες των αιρετικών, ο Πατριάρχης Νικηφόρος, ο χρονογράφος Θεοφάνης και ο Θεόδωρος Στουδίτης
Μια από τις ιστορίες που κυκλοφορεί ανάμικτη με ιδεολογικοποιημένες ερμηνείες, αφορά τις δίκες των Παυλικιανών από τον Μιχαήλ Ραγκαβέ (811-813).
Σύμφωνα με τον Θεοφάνη, οι δίκες έγιναν με πρόταση του Πατριάρχη Νικηφόρου, αυτή την πρόταση την υιοθέτησε ο Μιχαήλ Α΄, τότε ο Θεόδωρος Στουδίτης εναντιώθηκε στις δίκες αυτές διότι θεωρούσε ανεπίτρεπτο να εκτελούνται αιρετικοί, όμως ο χρονογράφος Θεοφάνης κατηγορεί τον Στουδίτη για τη στάση του αυτή.
Οφείλουμε όμως να βάλουμε τα πράγματα σε μια σειρά, ώστε η ιστορία να μην διαδίδεται σαν παραμύθι, αλλά να μπορούν να εδραιωθούν από αυτήν σαφείς σχέσεις αιτίας-αποτελέσματος.
Σύμφωνα λοιπόν με ειδική μελέτη που εκπόνησε ο Θεόδωρος Κορρές για το ζήτημα αυτό, η παραπάνω διήγηση παρουσιάζει σημαντικά προβλήματα:
Πρώτον, είναι αλήθεια ότι ο Μιχαήλ, «δεν αισθανόταν προφανώς το θρόνο του ασφαλή [και] έσπευσε να εξαγοράσει την υποστήριξη και δημοτικότητα που του έλειπαν μοιράζονταςτα χρήματα του δημοσίου ταμείου»[128]. Είναι λοιπόν δεδομένο ότι «η διάθεση συνδιαλλαγής [του Μιχαήλ] προς όλες τις κατευθύνσεις, που φαίνεται ότι υπαγορευόταν από το φόβο απροόπτων εξελίξεων με άσχημες επιπτώσεις για τη σταθερότητα του θρόνου τουεκτεινόταν τόσο στην εξωτερική του όσο και στην εσωτερική του πολιτική»[129].
Δεν είναι λοιπόν εύκολο να δεχτούμε ότι εντελώς ξαφνικά, ο Μιχαήλ κάνει στροφή 180 μοιρών και «έρχεται σε σύγκρουση με την μέχρι τότε πολιτική του», μόνο και μόνο για να κάνει το «χατήρι» του Πατριάρχη Νικηφόρου[130]. Ειδικά όταν ο Μιχαήλ γνωρίζει καλά πως ένα-δυο χρόνια πριν, επικρατούσε ακόμα η εικονομαχική πολιτική και έτσι, ένας ξαφνικός διωγμός φιλο-εικονομάχων αιρετικών «θα προκαλούσε ισχυρές αντιδράσεις», ειδικά μετά από την «πολλών ετών σταθερά ουδέτερη, και κάποτε ευμενή, πολιτική του [εικονομαχικού] κράτους έναντι των Παυλικιανών»[131]. Άρα, μια εντολή διώξεων, «θα επέφερε το αντίθετο αποτέλεσμα από εκείνο που επεδίωκε η πολιτική συνδιαλλαγής του Μιχαήλ»[132].
Και συνεχίζει ο Θεόδωρος Κορρές:
«Η απόδοσητης μεταστροφής του Μιχαήλ αποκλειστικά και μόνο στην επιρροή που ασκούσε επάνω του η εκκλησία θα αποτελούσε σφάλμα». Όσο και αν ήταν πολιτικά αδύναμος και θα μπορούσε πιθανώς να υποκύψει σε κάποια αιτήματα του Πατριάρχη και των ομοφρόνων του, αυτό «δεν σημαίνει ότι θα υποτασσόταν σε κάθε υπόδειξη τους και δε θα αντιδρούσε, αν νόμιζε πως τα αιτήματα της εκκλησίας ήταν αντίθετα προς τα συμφέροντα του κράτους. Παρά την αδυναμία του, ο Μιχαήλ δεν έπαυε να είναι αυτοκράτορας και να διαθέτει τη δύναμη της κοσμικής του εξουσίας […] Αλλά και η εκκλησία ήταν πολύ προσεκτική στην προβολή αιτημάτων και αξιώσεων που θα μπορούσαν να προκαλέσουν την αντίδραση του αυτοκράτορα, ιδιαίτερα τις στιγμές αυτές … [που] το ζήτημα της εικονομαχίας εξακολουθούσε να παραμένει ανοικτό»[133].
Έτσι, σύμφωνα με τον Κορρέ, ο πιθανότερος λόγος που ο Μιχαήλ αποφάσισε να διεξάγει δίκες κατά των Παυλικιανών δεν ήταν η εισήγηση του Πατριάρχη, αλλά γεγονότα πολύ σοβαρότερα.
Οι απανωτές αποτυχίες του αυτοκράτορα στο μέτωπο με τους Βούλγαρους, έδωσαν την αφορμή και έτσι, «δυσαρεστημένοι από το καθεστώς εικονομάχοι, βοηθούμενοι από τους Παυλικιανούς και Αθιγγάνους που εξακολουθούσαν όπως φαίνεται να ταυτίζουν τα συμφέροντά τους με την εικονομαχία, θεώρησαν πως ήταν καιρός να ανατρέψουν τον αυτοκράτορα»[134]. Έτσι, «μετά τη συμμετοχή τους στο κίνημα και τη φανερή σύμπραξή τους με τους εικονομάχους, τόσο ο αυτοκράτορας, όσο και η εκκλησία είχαν κάθε λόγο να επιδιώκουν την τιμωρία τους. Έτσι η καταδίκη των αιρετικών φαίνεται πως δεν ήταν αποτέλεσμα των ‘εισηγήσεων’ του πατριάρχη, αλλ’ αντίθετα καρπός συνεργασίας κράτους και εκκλησίας»[135].
Βεβαίως, για να ισχύουν τα παραπάνω, ο Θεόδωρος Κορρές σημειώνει την εξής προϋπόθεση:
«Οι πληροφορίες για το κίνημα κατά του Μιχαήλ μας δίνουν, νομίζω, τη δυνατότητα να εξηγήσουμε τη στροφή του αυτοκράτορα κατά των αιρετικών, αν βέβαια δεχθούμε ότι τα γεγονότα του κινήματος προηγούνται χρονικά των διωγμών των Παυλικιανών και Αθιγγάνων στη Φρυγία και τη Λυκαονία, που αναφέρει νωρίτερα ο Θεοφάνης. Δεν είναι άλλωστε η μόνη φορά που ο Θεοφάνης παραθέτει στοιχεία χρονικώς διάφορα στην ίδια ενότητα της χρονογραφίας του»[136].
Πριν κλείσουμε όμως την ενότητα αυτή, θα επιμείνουμε στην φράση του κ. Κορρέ που μιλάει για «συνεργασία κράτους και εκκλησίας». Θα λέγαμε ότι η φράση δεν είναι εύστοχη, διότι «Εκκλησία» δεν είναι μόνος του ο Πατριάρχης, ούτε μόνοι τους οι ομόφρονές του. «Εκκλησία» είναι εξίσου και όλοι εκείνοι που με επικεφαλής τον Θεόδωρο Στουδίτη διαφωνούν με τις διώξεις των Παυλικιανών! (τις πεποιθήσεις του Θεοδώρου, τις έχουμε αναλύσει επαρκώς σε άλλο άρθρο). Έτσι λοιπόν, για να μείνουμε στην ορθή διάσταση των εκφράσεων, θα πρέπει να μιλήσουμε για μια συμφωνία του Πατριάρχη Νικηφόρου με τον Μιχαήλ στο θέμα των διώξεων των Παυλικιανών.
Το ερώτημα όμως είναι: θα ήταν παράλογη μια τέτοια συμφωνία;
Αν οι Παυλικιανοί με τους ομοϊδεάτες τους συμμετέχουν σε στάση κατά του αυτοκράτορα και είναι έτοιμοι να ξεκινήσουν και πάλι μια περίοδο εικονομαχίας, τότε αντιλαμβανόμαστε πολύ καλά ποιον λόγο έχει ο Πατριάρχης να συμφωνήσει στις δίκες, καθώς η Α΄ περίοδος της Εικονομαχίας, συμπεριλαμβανομένου και του αυτοκράτορα Νικηφόρου, έπνιξαν την Εκκλησία σε ποταμούς αίματος, μέσα σ’ ένα απέραντο σφαγείο πιστών, κληρικών και μοναχών, που προηγούμενό του, όπως έλεγε και ο Θεοφάνης, η Εκκλησία είδε μόνο επί Διοκλητιανού! Άρα, ποιος λογικός άνθρωπος δεν θα συμφωνούσε να δικαστούν και να καταδικαστούν οι ένοχοι της στάσης, ώστε να αποτραπεί μια πιθανότητα εξέγερσης των Εικονομάχων με απρόβλεπτες συνέπειες;
Πέρα όμως και από αυτό, η μαρτυρία του Πέτρου Σικελιώτη μας λέει ξεκάθαρα ότι επί Σεργίου ο οποίος, «τριακοντατέσσαρσι χρόνοις επικρατήσας από Ειρήνης της Αυγούστης μέχρι Θεοφίλου του βασιλέως [περ. 800-835 μ.Χ.]», η αίρεση των Παυλικιανών «ελυμήνατο πλείστον μέρος της του Χριστού Εκκλησίας»[137], και οι αιρετικοί τρομοκρατούσαν, έσφαζαν και λεηλατούσαν τον άμαχο πληθυσμού, κάνοντας δουλεμπόριο ανδρών, γυναικών ακόμα και βρεφών, με τους Άραβες! Τέτοιου είδους ενέργειες όμως, σε κάθε περίπτωση καθιστούσαν τους Παυλικιανούς εχθρούς του κράτους.
Κατά συνέπεια, δεν υφίσταται ζήτημα, μήπως ο Πατριάρχης Νικηφόρος και ο Χρονογράφος Θεοφάνης που συμφωνούσαν με τις δίκες των Παυλικιανών ήταν «κακοί», ενώ όσοι ήταν με την πλευρά του Θεοδώρου Στουδίτη, ήταν οι «καλοί».
Η διαφορά τους βρισκόταν μόνο, στο πως ερμήνευαν ο Πατριάρχης και ο Θεοφάνης από τη μία, και Θεόδωρος Στουδίτης από την άλλη, την κοινότητα των Παυλικιανών. Για τον Θεόδωρο έπρεπε να αντιμετωπιστούν ως αιρετικοί πολίτες, όμως, για τον Θεοφάνη και τον Πατριάρχη, έπρεπε να αντιμετωπιστούν ως κανονικοί εχθροί του κράτους και ως εγκληματίες που τίθενται στην αρμοδιότητα των δικαστικών αρχών για τις παρανομίες και τα εγκλήματά τους.
[Σημείωση: Ο Θεοφάνης, ούτε πολεμοχαρής ήταν, ούτε κινήθηκε από μίσος και αυτό προκύπτει από την μελέτη της Χρονογραφίας του στην οποία εμείς δεν βρήκαμε άλλη περίπτωση όπου ο Θεοφάνης να παίρνει τόσο επιθετική στάση. Μάλιστα, ενώ στην περίπτωση των Παυλικιανών ψέγει τους «κακούς συμβουλάτορες» επειδή δεν συμφώνησαν με την καταδίκη των αιρετικών[138], σε άλλο σημείο κατηγορεί τους ίδιους ακριβώς «συμβουλάτορες» επειδή «εμπόδισαν την ειρήνη»[139], σε μια στιγμή που κατά τη γνώμη του Θεοφάνη, μπορούσαν να την πετύχουν και να σωθούν πολλοί άνθρωποι. Και γράφει ο Θεοφάνης:
«Ο Θεός χαίρεται όταν σώζονται οι περισσότεροι και όχι οι λιγότεροι και είναι σαφώς σημάδι απόλυτης τρέλας το να υποστηρίζει κανείς μεγάλη ζημία χάριν μικρού κέρδους. Επιπλέον, αυτός που δεν φροντίζει για τους του οίκου του έχει αρνηθεί την πίστη του, σύμφωνα με τον [Απόστολο] Παύλο»[140] (επικαλούμενος βεβαίως το Α΄ Τιμ. 5,8 : «Αν όμως κάποιος δε φροντίζει για τους συγγενείς του, κι ιδιαίτερα για κείνους που μένουν στο ίδιο σπίτι μαζί του, αυτός έχει αρνηθεί την πίστη κι είναι χειρότερος κι από έναν άπιστο»).
Όπως φαίνεται, ο Θεοφάνης φοβάται μια επανεμφάνιση της Εικονομαχίας αν δεν σταματήσει κάποιος τους Παυλικιανούς και όσους άλλους αιρετικούς στασιάζουν μακαρίζοντας τον εικονομάχο «Διοκλητιανό» Κων/νο Ε΄:
«Εκείνοι που δεν είχαν φροντίσει να επικριθούν οι δαιμονικές δοξασίες που επικρατούσαν μεταξύ πολλών, δηλαδή οι ευρέως διαδεδομένες αιρέσεις των εχθρών του θεού, των Παυλικιανών, των Αθιγγάνων, των Εικονοκλαστών και των Τετραδιτών ... άρχισαν να βγάζουν τη γλώσσα τους κατά των θείων εικόνων και του μοναχικού σχήματος και να μακαρίζουν τον θεοβδέλυκτο και τρισάθλιο Κωνσταντίνο ... Όσοι απ' αυτούς ήσαν στη βασιλίδα Πόλη έπαιρναν όπλα για να ανατρέψουν την ορθόδοξη πίστη ακόμη και μετά από Οικουμενική Σύνοδο»[141].]
Όπως λοιπόν μας λέει ο Πέτρος Σικελιώτης, οι δίκες των Παυλικιανών διεξάγονται σε όλη τη ρωμαϊκή επικράτεια και επιβάλλεται ποινή θανάτου για τους αμετανόητους. Ο λόγος όμως για τον οποίο δικάζονται είναι επειδή:
«πολυμερώς τα των Χριστιανών η τοιαύτη αίρεσις ελυμήνατο[142]».
Και συνεχίζει:
«ήλθεν ουν το πρόσταγμα του βασιλέως και εις Αρμενιακούς προς Θωμάν τον Επίσκοπον Νεοκαισαρείας, και τον Παρακονδάκην έξαρχον όντα ....»[143].
Έτσι λοιπόν ξεκινούν οι δίκες για τους αιμοσταγείς αιρετικούς.
Ο Μ. Φώτιος, διαχωρίζει σαφέστατα τα καθήκοντα των εκκλησιαστικών προσώπων[144]. Οι συλλήψεις των Παυλικιανών γίνονται φυσικά από την Πολιτεία («η πολιτική χειρ εύρισκέν τε και συνελάμβανεν»). Όσοι συλλαμβάνονται περνούν από δίκη. Αυτοί που συμμετέχουν στο δικαστήριο, βρίσκονται εκεί κατόπιν εντολής της πολιτείας («βασιλικόν δεξάμενοι θέσπισμα») και ο ρόλος τους είναι να εξετάζουν τους συλληφθέντες και να διαχωρίζουν τους αθώους από τους ενόχους («συνεδριάζειντους υπαιτίους των αναιτίων φυλοκρινούντες»). Το δικαστήριο γίνεται με τη συμμετοχή «τινών λογίων» (νομομαθείς;), του Έξαρχου, δηλαδή του διοικητή της περιοχής («Παρακονδάκης επώνυμος εξάρχων»[145]) και ενός Επισκόπου («Θωμάς ... Νεοκαισαρείας Επίσκοπος»). Κατόπιν, «οι πολιτικοί νόμοι» εφαρμόζονταν μόνο σε όσους δεν δέχονται να εγκαταλείψουν την αίρεση ενώ από τους υπόλοιπους άλλοι δέχονταν μόνο Εκκλησιαστικά Επιτίμια και άλλοι απλώς έφευγαν («τους μεν απέλυον»).
Η συμμετοχή του Επισκόπου εκεί ήταν απαραίτητη, αφού μόνο κάποιος με θεολογική γνώση θα μπορούσε να ξεχωρίσει ποιοι ήταν οι Παυλικιανοί και ποιοι όχι ώστε να μην καταδικαστούν αθώοι.
Μάλιστα, οι Παυλικιανοί έχουν και την ευκαιρία να υποκριθούν ότι απαρνούνται τον Παυλικιανισμό και κατόπιν να απαλλαγούν από τις δικές μόνο με μερικά εκκλησιαστικά επιτίμια. Και οφείλουμε να γνωρίζουμε ότι ήταν επιτρεπόμενη τακτική για τους Παυλικιανούς να υποκρίνονται ότι αρνούνται την πίστη τους:
«Οι Μανιχαίοι επέτρεπον εις τους οπαδούς αυτών την άρνησιν, διά να αποφύγουν τον διωγμόν. Τούτο υπενθυμίζουν ο Γεώργιος Μοναχός και ο Φώτιος [...] Ηδύναντο, λοιπόν, όταν συνελαμβάνοντο, να χρησιμοποιούν την αλληγορίαν, να ψευσθούν ‘κατ' οικονομίαν’ διά να σωθούν από τα δεινά των διωγμών [...] Επίσης εφήρμοζον και το σύστημα της προσκαίρου επιστροφής εις την ορθοδοξίαν, λόγω του κινδύνου, και κατόπιν απέβαλον ταύτην πάλιν, επανερχόμενοι εις τον Παυλικιανισμόν ... άνευ διατυπώσεων»[146].
Άρα, θα μπορούσε κανείς να πει κανείς ότι παρά τα εγκλήματά τους, από το κράτος δινόταν μια μεγάλη ευκαιρία στους Παυλικιανούς ένα ξεφύγουν χωρίς επιπτώσεις.
Όμως, οι αιρετικοί συνεχίζουν την αιματηρή τακτική τους και δολοφονούν τον Επίσκοπο και τον Έξαρχο: «κατασφάζουσιν τον ειρημένον έξαρχον ... κατασφάζουσιν ... τον αρχιερέαν»[147]. Μετά την ενέργειά τους αυτή, οι Παυλικιανοί φοβούμενοι τα αντίποινα, φεύγουν από τα εδάφη της αυτοκρατορίας, συμμαχούν με τους Άραβες, φτιάχνουν ανεξάρτητη πολιτεία, και αφού συγκεντρώνονται εκεί ομοϊδεάτες τους από διάφορες περιοχές, σταματούν πλέον να αποτελούν απλή ληστρική ομάδα, και εξομοιώνονται οριστικά με τους εξωτερικούς εχθρούς του κράτους[148].
Μετά την παραπάνω ιστορική ανάλυση, θεωρούμε άδικο να παρουσιάζονται οι δίκες των Παυλικιανών ως «Ιερά Εξέταση». Δεν μπορούμε να κρυβόμαστε πίσω από το γεγονός ότι την εποχή εκείνη, η διαφορετική πίστη υπαγόρευε και μια σειρά από πολιτικές πράξεις που συμβάδιζαν απόλυτα με την πίστη αυτή. Οι σφαγές, οι λεηλασίες και οι συνωμοσίες των Παυλικιανών ενάντια στους Ορθοδόξους αφαιρούν μια για πάντα τις ψευδεπίγραφες ταμπέλες της δήθεν αθωότητάς τους και μας βεβαιώνουν ότι «αίρεση», σήμαινε και μια σειρά από πολιτικές επιλογές…
 
12. Η βασίλισσα Θεοδώρα και οι… «100.000» Παυλικιανοί
Ας εξετάσουμε τώρα το γνωστό θέμα του λεγόμενου «μεγάλου διωγμού της Θεοδώρας» ενάντια στους Παυλικιανούς, και ας ξεκινήσουμε με μια απαραίτητη υπενθύμιση. Διαβάζοντας την σειρά των βυζαντινών αυτοκρατόρων, δεν θα δούμε πουθενά να αναγράφεται ως αυτοκράτειρα η Θεοδώρα. Στους καταλόγους αυτοκρατόρων η σειρά έχει ως εξής: Λέοντας Ε΄ (813-820), Μιχαήλ Β΄ (820-829), Θεόφιλος (829-842) και κατόπιν, Μιχαήλ Γ΄ (842-867), και αργότερα, Βασίλειος Α΄ ο Μακεδών (867-886).
Μετά από τον Θεόφιλο λοιπόν, ακολουθεί ο Μιχαήλ Γ΄, και όταν από εδώ και πέρα θα αναφερόμαστε σε όσα έγιναν «επί Θεοδώρας» (και όχι «από τη Θεοδώρα») ας το κρατάμε στο νου μας αυτό, για να το εξηγήσουμε αργότερα
Πράγματι λοιπόν, «επί Θεοδώρας» γίνεται μια μεγάλη πολεμική επιχείρηση κατά των Παυλικιανών. Όμως μερικοί το κατηγορούν αυτό, αντί να το θεωρούν αυτονόητο!
Διότι, ήδη καταγράψαμε ότι από το 800 μ.Χ., οι Παυλικιανοί τρομοκρατούν και λεηλατούν το εσωτερικό της Αυτοκρατορίας, το 812 επί Μιχαήλ Α΄ Ραγκαβέ συμμετέχουν σε στάση κατά του αυτοκράτορα, κατόπιν δολοφονούν τον Έξαρχο Παρακονδάκη και τον Επίσκοπο Θωμά, ακολούθως καταφεύγουν έξω από τα σύνορα και συμμαχούν με τους Άραβες, μετατρέπονται σε εχθροί του κράτους και βεβαίως, οι επόμενοι αυτοκράτορες Λέοντας Ε΄ (813-820), Μιχαήλ Β΄ (820-829) και Θεόφιλος (829-842), πολεμούν τους Παυλικιανούς επειδή «συνειργάζοντο μετά των Αράβων και κατέστρεφον εδάφη της αυτοκρατορίας»[149].
Και σα να μην έφταναν όλ’ αυτά, έχουμε και τη φυγή του στρατηγού Καρβέα, ο οποίος παίρνει μαζί του δύναμη 5.000 Παυλικιανών, και αφού αποχωρίζεται από το βυζαντινό στράτευμα, ενώνεται με τους υπόλοιπους Παυλικιανούς εκτός των συνόρων, συμμαχώντας με τους Άραβες. Μάλιστα, ο Ιωάννης Αναστασίου διευκρινίζει ότι ο Καρβέας είχε φύγει ήδη επί Θεοφίλου[150], και οφείλεται στην ασάφεια των πηγών, το γνωστό λάθος ότι ο Καρβέας πήρε τους Παυλικιανούς και έφυγε, επειδή «επί Θεοδώρας» σκοτώθηκε ο πατέρας του[151]. Ναι μεν αυτό το γεγονός είναι αληθινό, όμως οι επιθέσεις στους Παυλικιανούς συνέβησαν αργότερα, αφού πρώτα είχε αυτονομηθεί ο Καρβέας και είχε συμμαχήσει με τους Άραβες[152].
Δεν είναι λοιπόν δυνατόν, να λέμε ότι «επί Θεοδώρας» έγιναν «διώξεις αιρετικών» τη στιγμή που επρόκειτο για πολεμική επιχείρηση τεράστιας έκτασης. Είναι ανεπίτρεπτο κατά τη γνώμη μας, να χρησιμοποιούνται εκφράσεις που έστω και στο ελάχιστο, μπορεί να θυμίζουν «Ιερά Εξέταση». Εδώ πρόκειται για κανονικό πόλεμο με δεκάδες χιλιάδες εχθρούς του κράτους και συμμάχους των Αράβων. Ας μπει επιτέλους ένα τέλος σε αυτά τα μυθώδη σενάρια περί «μισαλλοδοξίας». Οι Παυλικιανοί δεν ήταν εκφραστές μιας απλής «γνώμης», αλλά με το σπαθί ερήμωναν τα εδάφη και αφάνιζαν τον άμαχο πληθυσμό. Κατόπιν όλων αυτών, υπάρχει σοβαρή βάση για να συζητηθεί, αν έπρεπε ή όχι «επί Θεοδώρας» να γίνουν οι επιχειρήσεις αυτές ενάντια στους αιρετικούς; Δηλαδή τι έπρεπε να γίνει; Ν’ αφήσει η πολιτεία τους Παυλικιανούς να κατακρεουργήσουν πρώτα όλους τους κατοίκους του Βυζαντίου;
Και βεβαίως, ως προς τον αριθμό των «θυμάτων», αξίζει να αναφέρουμε ότι ο αριθμός 100.000 είναι μάλλον εξωπραγματικός:
«Ασφαλώς είναι φανταστικός ο αριθμός των θανατωθέντων, ως ανερχόμενος εις 100.000»[153].
«Οι Βυζαντινοί συγγραφείς ομιλούν περί 100.000 ούτω φονευθέντων. Ο αριθμός όμως ούτος κρίνεται υπερβολικός και απίστευτος»[154].
Και ας προχωρήσουμε τώρα στην ερμηνεία της υποσημείωσης που προαναφέραμε, σχετικά με τη φράση ότι αυτά έγιναν «επί Θεοδώρας» και όχι «από τη Θεοδώρα».
Το γεγονός ότι δεν βλέπουμε την Θεοδώρα να καταχωρίζεται ως αυτοκράτειρα, οφείλεται στο γεγονός ότι μετά την βασιλεία του Θεοφίλου (829-842) ακολουθεί στους καταλόγους ο γιος του Μιχαήλ Γ΄ (842-867).
Ο Ιωάννης Αναστασίου γράφει ότι «μετά τον θάνατον του Θεοφίλου, την κηδεμονίαν του ανηλίκου υιού του Μιχαήλ, ανέλαβεν η σύζυγός του Θεοδώρα»[155].
Όμως, δεν είναι ακριβώς έτσι.
Επειδή ο Μιχαήλ ήταν σε νηπιακή ηλικία, λίγο πριν πεθάνει ο Θεόφιλος, όρισε κυβερνητική επιτροπή τεσσάρων συγκηδεμόνων, και τοποθέτησε «ως επιτρόπους του ανηλίκου υιού του Μιχαήλ Γ΄ και βοηθούς της χήρας αυτοκρατείρας Θεοδώρας τον θείον της μάγιστρον Μανουήλ και τον λογοθέτην του δρόμου Θεόκτιστον. Μεγάλην επιρροήν όμως εις τα κυβερνητικά πράγματα ήσκει και ο αδελφός της Θεοδώρας Βάρδας. Από απόψεως συνταγματικού δικαίου το όλον σχήμα ήτο κατά τούτο ιδιότυπον, ότι η κυβέρνησις της χώρας εγίνετο εν ονόματι της Θεοδώρας και του Μιχαήλ, ενώ νομικώς η Θεοδώρα ουδεμίαν είχε θέσιν, αφού επίτροποι του υιού της είχον ορισθή οι Μανουήλ και Θεόκτιστος»[156].
Άρα λοιπόν δεν αποφασίζει μόνη της η Θεοδώρα, αλλά υπάρχει μια κυβέρνηση που συναποφασίζει, αποτελούμενη επιπλέον από τον Βάρδα, τον Μανουήλ και τον Θεόκτιστο[157].
Θα μπορούσε βεβαίως κάποιος να πει ότι η κυβέρνηση αποφάσιζε ομόφωνα, άρα για την απόφαση επίθεσης στους Παυλικιανούς συμφώνησε και η Θεοδώρα. Όμως, αυτό δεν ισχύει. Για παράδειγμα, στο ζήτημα της αναστύλωσης των εικόνων το έτος 843, γνωρίζουμε ότι, «την πλέον ακραίαν εικονολατρικήν θέσιν υπεστήριζεν η ιδία [η Θεοδώρα]»[158], όμως ο Βάρδας, στο θέμα των εικόνων «ήτο μετριοπαθής»[159] και σύμφωνα με τις πηγές, «στο έργο της αναστήλωσης των εικόνων δεν φαίνεται να έλαβε ενεργό μέρος»[160].
Κατά συνέπεια, για να λάβουν ισχύ οι αποφάσεις του επιτροπικού συμβουλίου, δεν ήταν αναγκαίο να υπάρξει απόλυτη ομοφωνία και έτσι, θα μπορούσε κάλλιστα η Θεοδώρα να μην συμφωνεί με τις επιθέσεις στους Παυλικιανούς, χωρίς όμως να μπορεί να τις σταματήσει. Άλλωστε, ο Ιωάννης Αναστασίου σημειώνει ότι κάποιοι ιστορικοί θεώρησαν πως «την κατεύθυνσιν εις τους διωγμούς δεν έδωσεν η Θεοδώρα»[161].
Μάλιστα, θα ήταν λογικό να ισχυριστούμε πως εισηγητής μιας σκληρής επίθεσης ενάντια στους Παυλικιανούς ήταν ο Βάρδας, αφού γνωρίζουμε ότι ανέλαβε την αυτοκρατορία το 856, και τότε, «την υπό του Βάρδα διακυβέρνησιν της χώρας χαρακτηρίζει νέα δραστηριότης κατά των Αράβων και των Παυλικιανών»[162].
Όπως και να’ χει όμως το ζήτημα, είναι αδύνατο να κατηγορήσει κάποιος με βεβαιότητα την Θεοδώρα ότι διέταξε ή ότι συμφώνησε με τις επιθέσεις κατά των Παυλικιανών. Το γεγονός ότι η βιβλιογραφία συχνά αναφέρει μόνο το όνομα της, αυτό γίνεται επειδή «η κυβέρνησις της χώρας εγίνετο εν ονόματι της Θεοδώρας»[163]. Ιδιαίτερα όμως σε αυτά τα πρώτα χρόνια, που σύμφωνα με τον Ιωάννη Αναστασίου έγινε και η επίθεση στους Παυλικιανούς[164], οι αποφάσεις λαμβάνονταν από την κυβερνητική ομάδα. Άρα, όσα λέγονται εναντίον της Θεοδώρας στηρίζονται όχι σε στοιχεία αλλά σε εικασίες.
 
13. Οι Βογόμιλοι: ληστρικές επιθέσεις, προδοσίες και συμμαχίες με τους εχθρούς του κράτους
Όπως είπαμε παραπάνω, η ιστορία των Βογόμιλων αρχίζει όταν «ο Ιωάννης Τσιμισκής (969-976) αποφάσισε να μετοικίσει πολλούς Παυλικιανούς στην Θράκη» και έτσι «μετέφερε το πρόβλημα και στην Βαλκανική, όπου αναπτύχθηκε η συγγενής αίρεση των Βογομίλων»[165].
Σύμφωνα με τα πιστεύω τους, οι Μανιχαίοι υπό το ένδυμα των Βογόμιλων «απέφευγαν την εργασία και κήρυτταν την ανυπακοή στις αρχές και την κοινωνική αναρχία»[166]. Ως προς τη θρησκεία τους δεν είχαν «λατρεία και εξωτερικά σύμβολα … [ενώ]  οι κοινωνικές αντιλήψεις τους ήταν εναντίον του βασιλιά, στον οποίο δεν ορκίζονταν, εναντίον της πατρίδας τους, δεν δέχονταν την υπεροχή των αρχόντων, δεν ήθελαν να πληρώνουν φόρους και δεν αναγνώριζαν τα δικαστήρια»[167].
Εκεί στη Θράκη λοιπόν, οι Μανιχαίοι οργανώθηκαν στην περιοχή της Φιλιππούπολης, όπου βεβαίως δεν εγκαταστάθηκαν ειρηνικά, αλλά εις βάρος των Ορθοδόξων. Όπως γράφει η Άννα Κομνηνή:
«Πάσα γαρ η Φιλιππούπολις πλήν ολίγων όντες Μανιχαίοι των τε αυτόθι Χριστιανών ετυράννουν και τα τούτων διήρπαζον, μικρά φροντίζοντες ή ουδέν των αποστελλομένων παρά βασιλέως»[168].
Έτσι λοιπόν, στην Φιλιππούπολη, «υπό τον όρον να φυλάττωσι τα όρια του κράτους εδόθη εις αυτούς πλήρης θρησκευτική ελευθερία [...] [και] τοσούτον κατεπιέσθη η ορθοδοξία, ώστε εξέλιπε σχεδόν το ορθόδοξον δόγμα και αύτη έτι η εξάρτησις από του Βυζαντίου απέβη ονομαστική»[169].
Οι Βογόμιλοι, άλλωστε, είχαν αποδειχτεί πολίτες «αμφίβολης νομιμοφροσύνης»[170], και φαίνεται ακόμα πως «προβλεπόταν … ειδική κρατική υπηρεσία για την επίβλεψη των Μανιχαίων» και άρα αντιμετωπίζονταν μάλλον ως «βυζαντινοί πολίτες που τελούσαν υπό κάποιον κρατικόν έλεγχο»[171].
Ο λόγος ήταν ο εξής:
Τέτοιες θρησκευτικές μειονότητες, εγκατεστημένες στα σύνορα, ήταν συνηθισμένο «να προσεγγίζουν τους από την άλλη πλευρά των συνόρων πληθυσμούς, συνήθως ομοεθνείς των, στους οποίους μετέδιδαν τις δικές τους θρησκευτικές δοξασίες δημιουργώντας με την πάροδο του χρόνου ατμόσφαιρα αμφισβητήσεως [...] [η] αυτοκρατορική κυβέρνηση ... φοβόταν σύμπραξη των δικών της αιρετικών με τους παραμονεύοντες στην συνοριακή γραμμή του Δουνάβεως εχθρικούς ξένους λαούς, που καιροφυλακτούσαν να εισβάλουν στα δικά της εδάφη. Γι' αυτό και η βυζαντινή διοίκηση δεν άφηνε ανεξέλεγκτες τις θρησκευτικές αυτές συνοριακές μειονότητες και η Πολιτεία άλλοτε κατέφευγε σε αυστηρά μέτρα και άλλοτε (σπανιότερα) απηύθυνε δελεαστικές προτάσεις στην ηγεσία τους»[172].
Επίσης, οι Βογόμιλοι αποδέχονταν τη στράτευση μόνο υπό «ωρισμένο νομικό καθεστώς, το οποίο περιελάμβανε την αυτονόητη υποχρέωση να στρατευθούν σε ιδιαίτερο σώμα με δική τους αρχηγική ηγεσία»[173].
Παρά ταύτα όμως, το πρώτο χτύπημα από την αναξιοπιστία των Βογόμιλων, δόθηκε κατά τον δύσκολο αγώνα του Βυζαντίου κατά των Νορμανδών, όπου ενώ ήταν «υποχρεωμένοι να μετάσχουν όπως είχε συμφωνηθή», οι «2.800 Μανιχαίοι αποχώρησαν πριν ακόμη αρχίση η μάχη του Δυρραχίου (1081)»[174]!
Έτσι λοιπόν, «η αναχώρηση του Αλεξίου για την Κων/λη έδωσε την ευκαιρία στους Μανιχαίους στρατηγούς από τη Φιλιππούπολη, τον Ξαντά και τον Κουλέοντα να εγκαταλείψουν το στρατόπεδο και να επιστρέψουν με το τμήμα τουςστην πατρίδα τους. Οι επανειλημμένες εκκλήσεις του Αλεξίου να επιστρέψουν έμειναν χωρίς αποτέλεσμα»[175].
            Δεν ήταν όμως μόνο αυτό:
            «Πριν καλά - καλά προλάβει ο βυζαντινός αυτοκράτορας να αποσοβήσει τον κίνδυνο από τους Νορμανδούς, βρέθηκε σε εμπόλεμη κατάσταση με τους Πατζινάκες [ή Πετσενέγκους]. Ο κίνδυνος από τους Πατζινάκες απειλούσε την αυτοκρατορία σαν δαμόκλειο σπάθη τις τελευταίες δεκαετίες και τελικά έλαβε μεγαλύτερες διαστάσεις όταν οι Βογόμιλοι από τις ανατολικές περιοχές της βαλκανικής χερσονήσου υποστήριξαν τα προελαύνοντα στίφη των Πατζινάκων. Η απειλή κορυφώθηκε όταν οι Πατζινάκες, ύστερα από μακρές και αμφίρροπες πολεμικές αναμετρήσεις, έφθασαν το 1090 μπροστά στα τείχη της βυζαντινής πρωτεύουσας»[176].
Έτσι λοιπόν, όταν «οι Πετσενέγκοι επωφελήθηκαν από τη βυζαντινονορμανδική σύγκρουση για να εισβάλουν το 1084 στα εδάφη της αυτοκρατορίας» είχαν έτοιμη «τη συμπαράσταση των αιρετικών της Θράκης και της Βουλγαρίας (Βογόμιλοι)»[177] (σύμφωνα με άλλη εκδοχή, οι Βογόμιλοι «της Θράκης επαναστάτησαν και κάλεσαν σε βοήθεια τους Πατζινάκους»[178]).
            Άρα λοιπόν, οι Βογόμιλοι όχι μόνο καταπίεσαν τους Ορθοδόξους στην περιοχή της Φιλιππούπολης, όχι μόνο πρόδωσαν τον Αλέξιο σε μία από τις πιο επικίνδυνες μάχες με τους Νορμανδούς, αλλά επιπλέον, συμμάχησαν με τα τουρκικά φύλα των Πετσενέγκων, και μαζί τους κατέσφαξαν την βυζαντινή επικράτεια, φτάνοντας μέχρι τα τείχη της βυζαντινής πρωτεύουσας!
Όταν λοιπόν ο Αλέξιος αποφασίζει να συλλάβει τους Βογόμιλους μαζί με τον ηγέτη τους Βασίλειο, δεν μπορεί να μιλάμε για θρησκευτική μισαλλοδοξία! Οι Βογόμιλοι ήταν υπαίτιοι για προδοσία και σφαγές που έφτασαν μέχρι τα τείχη της βυζαντινής πρωτεύουσας. Οι ιδέες τους δεν ήταν θεωρητικές, αλλά στοίχιζαν αίμα αθώων αμάχων.
Αλλά και πάλι ο Αλέξιος, από τους συλληφθέντες, από την πρώτη στιγμή ενδιαφέρεται να βρει τους αθώους, και τους αφήνει ελεύθερους. Κατόπιν, όσους αποδέχονταν τα ιδεώδη των Βογόμιλων, τους έβαζε στη φυλακή φροντίζοντας όμως να έχουν επάρκεια σε ρούχα και τροφή, και όσους κατά το διάστημα της φυλάκισής τους αποκήρυτταν τον Βογομιλισμό, πάλι τους άφηνε ελεύθερους[179]. Τελικά, η ποινή της εκτέλεσης, εφαρμόστηκε μόνο στον αρχηγό τους Βασίλειο.
            Όταν λοιπόν οι Βογόμιλοι επεκτείνονται, το πρόβλημα δεν είναι θρησκευτικό αλλά πολιτικό. Από τις θρησκευτικές ιδέες των Βογόμιλων (όπως και των Μανιχαίων, ή των Παυλικιανών) απορρέει και μια συγκεκριμένη πολιτική συμπεριφορά που έχει σοβαρό αντίκτυπο και στην γεωγραφική έκταση της αυτοκρατορίας αλλά και στον απλό λαό.
            Η εχθρική στάση απέναντι στο κράτος δεν επηρεάζει κανέναν όταν αυτή μένει στο επίπεδο απόψεων. Όταν όμως εκδηλώνεται με προδοτικές ενέργειες και συμμαχίες με τον εχθρό, ο οποίος διεισδύει στα εδάφη της αυτοκρατορίας και σφάζει και λεηλατεί, τότε οι «απόψεις» αυτές στοιχίζουν σε ανθρώπινες ζωές.
Έτσι λοιπόν, «η άρνηση των Βογομίλων να επανδρώσουν τον βυζαντινό στρατό στον αγώνα εναντίον τού Νορμανδού Ροβέρτου Γυισκάρδου έκανε σαφέστερο τον κίνδυνο από τη διάδοση της αιρέσεως. Γι’ αυτό και ο Αλέξιος Α΄ Κομνηνός πρωτοστάτησε στην αποκάλυψη της αιρετικής δίδασκαλίας και στην επίσημη συνοδική καταδίκη τους»[180]. Πράγματι, «ίσως το επεισόδιο αυτό να εξηγεί κάπως την αυστηρότατη στάση του Αλεξίου κατά των Βογόμιλων και αιρετικών»[181].
 
14. Επίλογος
Πιστεύουμε, ότι τα παραπάνω στοιχεία θα μπορέσουν να πείσουν, τουλάχιστον τους καλοπροαίρετους αναγνώστες, ότι τα προβλήματα που δημιουργούσαν οι διάφορες αιρέσεις στο Βυζάντιο και οι μάχες που διεξάγονταν ανάμεσα σε αυτές και το κράτος, δεν είχαν καμία σχέση με κάποιου είδους… θρησκευτική λογοκρισία.
Πολλές φορές το επαναλάβαμε, και δεν θα κουραστούμε να το κάνουμε πάλι:
Τα μονόπλευρα κείμενα που κυκλοφορούν στο διαδίκτυο και όχι μόνο, δυστυχώς παραχαράσσουν το Βυζάντιο και αποσιωπούν σκανδαλωδώς ότι η αιρετική «διαφορετικότητα» δεν ήταν θεωρητικού και φιλοσοφικού τύπου, αλλά εκδηλωνόταν σχεδόν πάντα με αιματηρή βία και διεκδικούσε τα δικά της πρωτεία εις βάρος της ζωής και της περιουσίας κάποιων άλλων.
 Δείξαμε στο Α΄ μέρος του άρθρου μας πως όλα τα χρόνια που η Εκκλησία είχε την Πολιτεία εναντίον της, δεχόταν τις εξορίες, τις φυλακίσεις και τις σφαγές, χωρίς να αλλάξει στο παραμικρό την επίσημη δογματική και διοικητική της έκφραση, όπως αυτή ορίζεται ανέκαθεν στους Ιερούς της Κανόνες. Για την αντιμετώπιση των αιρέσεων, η Εκκλησία είχε το δογματικό της έργο, όπως λέει ο μέγας Φώτιος τον 9ο αιώνα:
«Πώς λοιπόν ήταν δυνατό να συγκρατηθεί η τόσο μεγάλη ορμή της ασέβειας του Ευτυχούς και του Απολιναρίου, του Ουαλεντίνου και του Μανιχαίου, και να ανασταλεί η νόσος ... αν ο θείος ζήλος της ιερής Χαλκηδόνιας σύναξης δεν είχε ανακηρύξει ολοκάθαρα και με πνεύμα Θεού δύο αδιαίρετες φύσεις κατά την καθ' υπόσταση ένωση του Χριστού; Όντας τέτοια η μανία της αιρετικής ορμής, αν ο πύργος της ευσέβειας δεν ανέστρεφε το ρεύμα, τίποτε δεν θα εμπόδιζε να καταποντισθούν πολλοί στην πλάνη»[182].
Και φυσικά, η Εκκλησία δεν έχει στρατό, αλλά δέχεται τα μαρτύρια, όπως έλεγε και ο Χρυσόστομος τον 4ο αιώνα:
«Όταν πάρη την εξουσία κάποιος δυσσεβής και μας καταδιώκει με κάθε τρόπο και μας περιβάλλει με αναρίθμητες συμφορές, τότε ευδοκιμούν και γίνονται λαμπρότερα τα της πίστεώς μας, τότε είναι καιρός για βραβεία και τρόπαια, τότε υπάρχει αφορμή για στεφάνια και ηρωισμούς και για κάθε ανδραγαθία»[183].  «Οι βασιλείς δηλαδή αυτό μόνο κέρδισαν με την επιβουλή εναντίον μας, το να γνωρίσουν όλοι τη θηριωδία τους […] με τον θυμό τους εναντίον των μαρτύρωνπεριέβαλαν τον εαυτό τους με αμέτρητα χλευάσματα»[184].
Τα μαρτύρια που υπέστησαν οι Ορθόδοξοι από Μανιχαίους, Αρειανιστές, Ειδωλολάτρες, Παυλικιανούς, Εικονομάχους και Βογόμιλους δείχνουν για ποιον λόγο το κράτος, προσπαθούσε να ελέγξει τις αιρέσεις, όχι επειδή είχε πρόβλημα με τις «ιδέες» που εξέφραζαν οι αιρέσεις αυτές, αλλά επειδή είχε πρόβλημα με το γεγονός ότι αυτές οι «ιδέες» οδηγούσαν με μαθηματική ακρίβεια σε πράξεις που στοίχιζαν σε απώλεια εδαφών και αίμα αθώων.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου