.
του π. Δημητρίου Μπόκου
Ὁ ὁ­δη­γὸς ἀ­νέ­βη­κε σβέλ­τα στὴ θέ­ση του καὶ ἔ­βα­λε μπρὸς τὴ μη­χα­νή. Οἱ τε­λευ­ταῖ­οι ἐ­πι­βά­τες ἀ­νέ­βη­καν βι­α­στι­κά, βάλ­θη­καν νὰ ψά­χνουν τὶς θέ­σεις τους. Προ­πα­ρα­μο­νὴ Χρι­στου­γέν­νων, ἡ κί­νη­ση στὸ ζε­νίθ.
Ἔ­σκυ­ψε νὰ ση­κώ­σει τὴ βα­λί­τσα της, μὰ ὁ ἄν­τρας της τὴν πρό­λα­βε. Τὴν τα­κτο­ποί­η­σε στὸν χῶ­ρο τῶν ἀ­πο­σκευ­ῶν καὶ γύ­ρι­σε κε­φά­τος κον­τά της.
– Ἄν­τε λοι­πόν, κα­λό σου τα­ξί­δι, τῆς χα­μο­γέ­λα­σε ἀ­πο­χαι­ρε­τών­τας την. Σὲ λίγο πάλι ραν­τε­βοῦ ἐ­δῶ.
Χα­μο­γέ­λα­σε κι ἐ­κεί­νη μὲ τὸ ζό­ρι, ἀν­τάλ­λα­ξαν ἕ­να βι­α­στι­κό, ψυ­χρὸ φι­λὶ κι ἀ­νέ­βη­κε στὴ θέ­ση της. Ἔ­φευ­γε γιὰ τὴν Ἀ­θή­να ἐ­κτά­κτως. Γιὰ δυ­ὸ μέ­ρες μο­νά­χα.


Νὰ δώ­σει ἕ­να χέ­ρι βο­ή­θειας στὴν κό­ρη τους, ποὺ ἔμ­παι­νε γιὰ μιὰ μι­κρο-ἐ­πέμ­βα­ση στὸ νο­σο­κο­μεῖ­ο. Τί­πο­τε ἀ­νη­συ­χη­τι­κό, θά ’βγαι­νε αὐ­θη­με­ρόν, μὰ κά­ποι­ος ἔ­πρε­πε νὰ κρα­τή­σει τὰ μι­κρά, ὥ­σπου νὰ ξα­νάρ­θει ἡ μά­να τους.

Τὸ με­γά­λο λε­ω­φο­ρεῖ­ο ξε­κί­νη­σε. Πρὶν στρί­ψουν γιὰ τὸν με­γά­λο δρό­μο, εἶ­δε ξα­νὰ μὲ τὴν ἄ­κρη τοῦ μα­τιοῦ της τὸν ἄν­τρα της. Τῆς κού­νη­σε τὸ χέ­ρι του. Κού­νη­σε κι ἐ­κεί­νη ἐ­λα­φρὰ μὰ ἀ­νό­ρε­χτα τὸ κε­φά­λι της. Μιὰ με­λαγ­χο­λι­κὴ δι­ά­θε­ση τὴν πλημ­μύ­ρι­ζε.
Μὲ τὸ ποὺ χά­θη­κε τὸ λε­ω­φο­ρεῖ­ο ἀ­π’ τὰ μά­τια του, ὁ ἄν­τρας ἔ­βγα­λε τὸ κι­νη­τό. Ἔ­ψα­ξε τὴ λί­στα μὲ τὰ νού­με­ρα, ἔ­κα­νε μιὰ κλή­ση.
– Εἶ­μαι ἐ­λεύ­θε­ρος! εἶ­πε εὔ­θυ­μα κα­θὼς ἄ­νοι­ξε ἡ γραμ­μή. Τί θά ’λε­γες γιὰ τὸ βρα­δά­κι στὶς ὀ­κτώ;
– Ὀ­κέ­υ. Στὸ γνω­στὸ ση­μεῖ­ο ἀ­πό­ψε στὶς ὀ­κτώ, ἀ­πάν­τη­σε λα­κω­νι­κὰ μιὰ γυ­ναι­κεί­α φω­νὴ καὶ ἔ­κλει­σε βι­α­στι­κὰ ἡ γραμ­μή.
Ἔ­τρι­ψε τὰ χέ­ρια χα­ρού­με­νος. Ὅ­λα τοῦ ’ρχόν­του­σαν βο­λι­κά. Τὸ ἔ­κτα­κτο τα­ξι­δά­κι τῆς γυ­ναί­κας του ἦ­ταν λα­χεῖ­ο ἀ­πρό­σμε­νο. Σχεδὸν δυ­ὸ με­ροῦ­λες ἐ­λεύ­θε­ρος μὲ τὸ τε­λευ­ταῖ­ο αἰ­σθη­μα­τά­κι του δὲν ἦ­ταν καὶ λί­γο. Θὰ εἶ­χαν ὅ­λη τὴν ἄ­νε­ση καὶ τὸν χρό­νο δι­κό τους. Ἀ­πί­θα­να!
Ἔ­ρι­ξε μιὰ μα­τιὰ στὸ ρο­λό­ι του. Ἦ­ταν ἀ­κό­μα πέν­τε. Εἶ­χε τὴν εὐ­και­ρί­α νὰ πά­ει σπί­τι νὰ φρε­σκα­ρι­στεῖ λι­γά­κι. Μὲ ἀ­πο­γει­ω­μέ­νη τὴ δι­ά­θε­ση καὶ τὴν καρ­διά του νὰ πε­τα­ρί­ζει σὰν εἰ­κο­σά­χρο­νος, χώ­θη­κε στὸ ἁ­μά­ξι καὶ πά­τη­σε τὸ γκά­ζι σφυ­ρί­ζον­τας. Πόσο ἔξυπνα τὰ βόλευε ὅλα!
.
Ὁ γκρί­ζος Δε­κέμ­βρης ἔ­φε­ρε τὶς πρῶ­τες στα­γό­νες στὸ με­γά­λο παρ­μπρίζ. Ὁ ὁ­δη­γὸς ἔ­βα­λε μπρὸς τοὺς ὑ­α­λο­κα­θα­ρι­στῆ­ρες. Οἱ σι­γα­νὲς κου­βέν­τες τῶν ἐ­πι­βα­τῶν βομ­βοῦ­σαν στ’ αὐ­τιά της, μὰ ἡ γυ­ναί­κα ἔ­βλε­πε ἀ­φη­ρη­μέ­νη ἀ­πὸ τὸ τζά­μι. Τὸ λε­ω­φο­ρεῖ­ο ἦ­ταν γε­μά­το καὶ πνι­κτι­κό. Τὸ φῶς λι­γό­στευ­ε γρή­γο­ρα καὶ τὸ το­πί­ο γι­νό­ταν ὅ­λο καὶ θο­λό­τε­ρο. Ὁ ὁ­δη­γὸς ἄ­να­ψε τὰ μι­κρὰ φῶ­τα πο­ρεί­ας. Ἔ­νοι­ω­σε νὰ πνί­γε­ται πε­ρισ­σό­τε­ρο. Τὸ σκο­τά­δι δὲν τὴν πο­λι­ορ­κοῦ­σε μό­νο ἀ­π’ ἔ­ξω, εἰ­σορ­μοῦ­σε καὶ μέ­σα της.
Ἀ­πὸ και­ρὸ τώ­ρα εἶ­χε ἀν­τι­λη­φθεῖ τὶς ὕ­πο­πτες κι­νή­σεις τοῦ ἄν­τρα της καὶ τὰ φί­δια τὴν ἔ­ζω­σαν ἀ­πὸ παν­τοῦ. Προ­σπά­θη­σε νὰ πα­ρα­μεί­νει ὅ­σο πιὸ ψύ­χραι­μη μπο­ροῦ­σε. Δὲν τοῦ ἔ­κα­με νύ­ξη πο­τὲ γιὰ τί­πο­τε. Δὲν εἶ­χε πα­ρά­πο­νο βέ­βαι­α πὼς δὲν τὴν πρό­σε­χε, μὰ κα­τά­λα­βε, σι­γου­ρεύ­τη­κε σχε­δόν, πὼς ἔ­τρε­χε καὶ κά­τι ἄλ­λο πα­ράλ­λη­λα. Πά­λε­ψε νὰ μὴν κα­ταρ­ρεύ­σει ἀ­πὸ τὸ σόκ, μὰ ἔ­χα­σε κά­θε ἐμ­πι­στο­σύ­νη στὸν ἄν­τρα της. Ὅ­λα μέ­σα της ἀ­να­πο­δο­γύ­ρι­σαν. Ἔ­νοι­ω­σε προ­δο­μέ­νη καὶ ἡ πί­κρα τὴ δι­α­πό­τι­σε ὣς τὰ κα­τά­βα­θα.
Καὶ τώ­ρα δι­αι­σθα­νό­ταν μὲ ἀ­κρί­βεια τί θὰ συ­νέ­βαι­νε στὴν ἀ­που­σί­α της. Δὲ σκέ­φτη­κε πο­τὲ φυ­σι­κὰ νὰ τὸν ἀ­στυ­νο­μεύ­σει καὶ οὔ­τε τὸ ἤ­θε­λε, μάν­τευ­ε ὅ­μως κα­θα­ρὰ τὶς κι­νή­σεις του. Κα­τα­λά­βαι­νε πο­λὺ κα­λὰ ὅ­τι τοῦ ἄ­φη­νε μὲ τὸ τα­ξί­δι της ἐ­λεύ­θε­ρο τὸ πε­δί­ο γιὰ δρά­ση. Τί λοι­πὸν κι ἂν ἔρ­χον­ταν σὲ δυ­ὸ μέ­ρες Χρι­στού­γεν­να; Για­τί νὰ γυ­ρί­σει πί­σω καὶ γιὰ ποι­όν;
Οἱ ζο­φε­ρὲς σκέ­ψεις ἔ­φε­ραν πό­νο στὸ κε­φά­λι της καὶ σφί­ξι­μο στὴν καρ­διά. Τὰ μά­τια της γέ­μι­σαν ξαφ­νι­κὰ δά­κρυ­α. Φο­βή­θη­κε πὼς θὰ γί­νει ἀν­τι­λη­πτὴ ἀ­π’ τὸν συ­νε­πι­βά­τη της καὶ ἔ­στρε­ψε ὅ­σο μπο­ροῦ­σε τὸ πρό­σω­πό της πρὸς τὸ τζά­μι. Ἀ­μή­χα­νη ἄ­νοι­ξε τὴν τσάν­τα της, ἀ­να­ζή­τη­σε τὸ κι­νη­τό της. Προ­σποι­ή­θη­κε πὼς θὰ τη­λε­φω­νή­σει γιὰ νὰ κρύ­ψει τὴν τα­ρα­χή της. Ψα­χού­λε­ψε μὲ τρε­μά­με­να δά­χτυ­λα τὰ πλῆ­κτρα, ἡ ὀ­θό­νη φω­τί­στη­κε, μὰ ποι­ὸν νὰ πά­ρει καὶ μὲ τί δι­ά­θε­ση νὰ μι­λή­σει;
Ἀ­πρό­σκλη­τη τό­τε καὶ ξαφ­νι­κὴ μὲς στὸ θο­λό της βλέμ­μα καὶ στὸ σκο­τει­νι­α­σμέ­νο της μυα­λὸ ξε­φύ­τρω­σε ἡ μορ­φὴ τοῦ γέ­ρον­τα πνευ­μα­τι­κοῦ της, ποὺ ἐ­δῶ καὶ τρί­α χρό­νια εἶ­χε ἀ­να­παυ­θεῖ. Ἐ­νό­σῳ ζοῦ­σε, ἔ­τρε­χε κον­τά του πάν­τα σὲ κά­θε της πρό­βλη­μα. Μὰ τώ­ρα;
Σὰν νὰ τὴν ἔ­σπρω­ξε ἀ­νε­ξή­γη­τη πα­ρόρ­μη­ση, σχη­μά­τι­σε αὐ­θόρ­μη­τα ὅ­πως πα­λιὰ τὸ νού­με­ρό του κι ἔ­φε­ρε τὸ τη­λέ­φω­νο στ’ αὐ­τί. Ἕ­νας λυγ­μὸς βα­θὺς καὶ σι­γα­νός, πα­ρὰ φω­νή, βγῆ­κε πνι­χτὰ ἀ­π’ τὸ λα­ρύγ­γι της.
– Βο­ή­θη­σέ με, ἀ­γα­πη­μέ­νε μου γέ­ρον­τα! Χά­νο­μαι! Δεῖ­ξε μου τὸ δρό­μο! Ἡ νύ­χτα μὲ κα­τα­πί­νει!
– Για­τί κλαῖς, κα­λή μου; Ποι­ὸν ζη­τᾶς; ἀν­τή­χη­σε ἀ­μέ­σως μιὰ ζε­στὴ βε­λού­δι­νη φω­νὴ στ’ αὐ­τί της, μὰ πι­ό­τε­ρο τὴν ἄ­κου­σε μὲς στὴν καρ­διά της.
Πά­γω­σε ὁ­λό­κλη­ρη. Ποι­ὸς τῆς μι­λοῦ­σε; Ὁ γέ­ρον­τας πνευ­μα­τι­κός της; Μὰ δὲν ζοῦ­σε πιά. Πῶς γί­νε­ται νὰ ἀ­παν­τᾶ στὴν κλή­ση της; Μὴν ἔ­πα­θε πα­ρά­κρου­ση; Κοί­τα­ξε μὲ μά­τια δι­ε­σταλ­μέ­να τὸ τη­λέ­φω­νο. Στὴ φω­τει­νὴ ὀ­θό­νη του λαμ­πύ­ρι­ζε μὲ χρώ­μα­τα θε­σπέ­σια ὄ­χι τὸ νού­με­ρο ποὺ κά­λε­σε, μὰ ἡ γα­λή­νια μορ­φὴ τοῦ γέ­ρον­τα, ὅ­πως τὴν ἤ­ξε­ρε πάν­το­τε.
Μὰ πῶς μπο­ροῦ­σε νὰ συμ­βαί­νει αὐ­τό; Τὴν κοί­τα­ζε μὲ τὸ γλυ­κό του βλέμ­μα καὶ τῆς χα­μο­γε­λοῦ­σε. Στὴν παρήγορη θέα του ἄ­νε­μος δυ­να­τός, ἕ­να κύ­μα εὐ­φρό­συ­νο στρο­βί­λι­σε βί­αι­α τὸ βα­ρύ της ψυ­χο­πλά­κω­μα, τὸ σκόρ­πι­σε στὴ στιγ­μὴ σὰν σύν­νε­φο κα­κό. Μιὰ γλυ­κειὰ ἀ­να­κού­φι­ση ἁ­πλώ­θη­κε ὣς τὸ τε­λευ­ταῖ­ο κύτ­τα­ρο τοῦ εἶ­ναι της. Ἡ κα­λή της δι­ά­θε­ση ξε­χεί­λι­σε. Ἀ­φέ­θη­κε στὴ μα­γεί­α τοῦ μυ­στη­ρί­ου ποὺ τὴν ἀγ­κά­λι­α­ζε κι ἂς μὴν κα­τα­λά­βαι­νε τί­πο­τε.
– Τί σοῦ συμ­βαί­νει, κό­ρη μου; ρώ­τη­σε σι­γα­νὰ ὁ γέ­ρον­τας.
– Τὰ ξέ­ρεις, δὲν χρει­ά­ζε­ται νὰ σοῦ τὰ πῶ, πα­τέ­ρα μου, ἀ­πάν­τη­σε ἐκ­στα­τι­κά, σι­γα­νὰ κι ἐ­κεί­νη, μὴν τυ­χὸν καὶ γί­νει ἀν­τι­λη­πτή. Βλέ­πεις τὸ ξε­στρά­τι­σμα τοῦ ἄν­τρα μου. Πη­χτὸ σκο­τά­δι ἁ­πλώ­θη­κε στὴ ζω­ή μου. Μὲ τί κου­ρά­γιο πιὰ νὰ ζῶ; Τὰ ὄ­νει­ρά μου σβή­σα­νε. Μέ­σα μου σω­ρι­ά­στη­καν ἐ­ρεί­πια.
– Μὰ καὶ σὺ ξε­στρά­τι­σες, κό­ρη μου! Ὄ­χι μό­νο ὁ ἄν­τρας σου.
– Ἐ­γώ; Μὰ πῶς ξε­στρά­τι­σα καὶ πό­τε; μί­λη­σε δι­πλὰ σο­κα­ρι­σμέ­νη τώ­ρα.
Πάν­τα ξε­στρα­τι­σμέ­νη ἤ­σου­να κι ἔ­ξω ἀ­π’ τὸ δρό­μο τοῦ Θε­οῦ, ἀ­πάν­τη­σε μὲ ἤ­ρε­μη φω­νὴ ὁ γέ­ρον­τας. Ζοῦ­σες κι ἐσὺ γιὰ τὸ δικό σου ὄ­νει­ρο μονάχα. Πές μου, ἀλήθεια, πό­τε ἀ­γά­πη­σες τὸν ἄν­τρα σου ἐ­σύ; Πάν­τα! …θὰ μοῦ πεῖς, …ἀλ­λὰ μὴ βι­ά­ζε­σαι. Ἀ­γά­πα­γες αὐ­τὸ ποὺ σοῦ ’δι­νε, ὄ­χι αὐ­τόν. Ἦ­ταν γιὰ σέ­να τὸ κομ­μά­τι ποὺ ἔ­λει­πε ἀπ’ τὸ σχέδιό σου. Τὸ ταιριαστὸ συμ­πλή­ρω­μα σ’ ἕνα μον­τέ­λο ποὺ φιλοτέχνησες ἐσύ. Αὐ­τὸ ἀ­γά­πα­γες, τὴ βό­λε­ψή σου ἀπὸ τὴν παρουσία του. Καὶ τώ­ρα κλαῖς γιὰ τὴν ὡ­ραί­α σου βι­τρί­να ποὺ ρα­γίζει. Με­τρᾶς τὸ κό­στος τὸ δικό σου μόνο.
Αὐ­τὸν δὲν τὸν ἀ­γά­πη­σες ἀληθινὰ πο­τέ σου. Νά, ποὺ σοῦ ἔ­γι­νε ἀ­μέ­σως ἀ­πε­χθής, ὅ­ταν ἀρ­νή­θη­κε νὰ συμ­πλη­ρώ­νει τὸ πὰζλ τῆς φαν­τα­σί­ω­σής σου.
.
Ἡ γυ­ναί­κα δὲν μί­λα­γε. Δὲν εἶ­χε δύ­να­μη ν’ ἀρ­θρώ­σει λέ­ξη. Ἔ­νοι­ω­θε ν’ ἀ­δειά­ζουν τὰ σω­θι­κά της. Ὁ γέ­ρον­τας συ­νέ­χι­σε.
– Μὴ βλέ­πεις τί περ­νᾶς ἐ­σύ, ἀλ­λὰ τί θ’ ἀ­πο­γί­νει ἐ­κεῖ­νος τώ­ρα. Και­ρὸς νὰ δεῖς τὸν ἄν­τρα σου. Ξέ­χνα τὸν ἑ­αυ­τό σου. Κι ὅ,τι ζη­τή­σεις ἀ­πὸ τὸν Θε­ό, κοίταξε νά ’ναι γιὰ ’κεῖ­νον, ὄ­χι γιὰ εὐ­χα­ρί­στη­ση δι­κή σου. Σκο­πός σου τώ­ρα μὴ χα­θεῖ αὐ­τός, πλά­σμα μο­να­δι­κό, μὲ ἀ­νε­κτί­μη­τη ἀ­ξί­α, φτι­αγ­μέ­νο μὲ ἀ­προ­σμέ­τρη­το με­ρά­κι ἀ­πὸ τὰ χέ­ρια τοῦ Θε­οῦ. Εἶ­ναι ὁ δι­κός σου ἄν­θρω­πος, τὸ ξέχασες; Δὲν σοῦ τὸν ἐμ­πι­στεύ­τη­κε ὁ Θε­ός;
Δὲν θὰ ρω­τή­σει κά­πο­τε τί ἔ­κα­νες γι’ αὐ­τόν; Ἂν δὲν πο­νᾶς ἐ­σὺ γι’ αὐ­τόν, ποι­ὸς θὰ τὸν δεῖ μὲ κα­λο­σύ­νη; Πά­λε­ψε τώ­ρα ἐ­σὺ λοι­πὸν νὰ μὴ χα­θεῖ στὴν ἄ­βυσ­σο. Ἄ­σε τὰ φυ­σι­κά σου αἰ­σθή­μα­τα στὴν ἄ­κρη. Και­ρὸς ν’ ἀ­γα­πή­σεις τὸν ἄν­τρα σου!
Ἡ ἅ­για φω­τει­νὴ μορ­φὴ πῆρε νὰ ­σβήνει ἀ­π’ τὴν ὀ­θό­νη, μὰ στὴν καρ­διά της ἔ­λαμ­πε ὁ­λο­ζών­τα­νη. Γιὰ πόση ὥ­ρα ἔ­μει­νε ἀ­κί­νη­τη, δε­μέ­νη μὲ ἀ­ό­ρα­τα δε­σμὰ μα­γεί­ας ὑ­περ­κό­σμιας; Φο­βό­τανε νὰ κου­νη­θεῖ, μὴ δι­ώ­ξει τὴ μα­κά­ρια αἴ­σθη­ση ποὺ σὰν ἱμάτιο παμφώτεινο τὴν πε­ρι­τύ­λι­γε. Ἀ­χτί­δα ἱλαρὴ στὴ θλίψη της τὰ λό­για τοῦ γέ­ρον­τα, τῆς φα­νέ­ρω­σαν ὅ­σα δὲν ὑ­πο­πτευ­ό­ταν. Γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ ἔ­βλε­πε ἀνοιχτὴ τὴν ψυ­χή της κα­θα­ρά, σὰν ἀ­νοιγ­μέ­νο τρι­αν­τά­φυλ­λο. Ἐν­τυ­πω­σι­ά­στη­κε βα­θιά.
Τὸ χέ­ρι της δει­λὰ-δει­λὰ γλί­στρη­σε στὴν τσάν­τα της. Ἀ­να­ζή­τη­σε τὸ κομ­πο­σχοί­νι της, δῶ­ρο μι­κρὸ μὰ ἀ­νε­κτί­μη­το ἀ­π’ τὸν πνευ­μα­τι­κό της. Τὸ πέ­ρα­σε χα­ϊ­δεύ­ον­τάς το ἁ­πα­λὰ στὰ δά­χτυ­λά της. Στὸν πρῶ­το κόμ­πο στά­θη­κε… Ἀρ­γὰ-ἀρ­γὰ μὰ στα­θε­ρὰ ψι­θύ­ρι­σε:
«Κύ­ρι­ε, Ἰ­η­σοῦ Χρι­στέ, ἐ­λέ­η­σον τὸν δοῦ­λον σου …».
Τὸ εἶ­πε, τὸ ξα­να­εῖ­πε…, κόμ­πο-κόμ­πο…, ἀρ­γὰ-ἀρ­γά… Ν’ ἀ­νοί­ξει δρό­μο ἡ προ­σευ­χή της πά­σχι­ζε δει­λά, σὰν τὸ μι­κρὸ ρυά­κι μὲς ἀ­π’ ἀ­γρι­ο­χόρ­τα­ρα καὶ πέ­τρες. Μὰ λί­γο-λί­γο ἀ­τσα­λώ­θη­κε. Σὰν τὸ μω­σα­ϊ­κὸ ρα­βδί, τὸν βρά­χο τῆς ψυ­χῆς της χτύ­πη­σε τὸν ἄ­νυ­δρο μὲ δύ­να­μη. Καὶ τὸ ρυά­κι φού­σκω­σε, πο­τά­μι ἔ­γι­νε καὶ χεί­μαρ­ρος ὁρ­μη­τι­κὸς ξε­πή­δη­σε ἀ­πὸ τὴν ἔ­ρη­μο ἐν­τός της. Τὴ συ­νε­πῆ­ρε ὁ­λά­κε­ρη. Ἡ σκέ­ψη της ὑ­ψώ­θη­κε γορ­γή. Δι­έ­τρε­ξε βου­νὰ καὶ δρό­μους ποὺ ἀ­δη­φά­γα ἡ σκο­τει­νιὰ κα­τά­πι­νε ξο­πί­σω τους, στρι­φο­γύ­ρι­σε ἀ­τί­θα­ση, ἀ­να­ζή­τη­σε ἐ­πί­μο­να τὸν ἄν­τρα της. Μὲ ἀ­ε­τοῦ πα­νί­σχυ­ρα φτε­ρὰ ἡ προ­σευ­χή της πέ­τα­ξε ὣς ἐ­κεῖ­νον, τὸν ἀγ­κά­λια­σε μυ­στι­κά. Μιὰ γλυ­κειὰ νο­σταλ­γί­α πρω­τό­γνω­ρη κέν­τη­σε σὰν πό­νος σι­γα­νὸς τὴν καρ­διά της. Πό­θη­σε νὰ ἦ­ταν τώ­ρα κον­τά του. Γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ ἔ­νοι­ω­σε πὼς εἶ­χε τὴ δύ­να­μη ν’ ἀ­γα­πή­σει τὸν ἄν­τρα της.
Τὸ σκο­τά­δι τῆς νύ­χτας ἔ­ξω πύ­κνω­νε, μὰ ἡ ψυ­χή της μέ­σα γέ­μι­ζε φῶς.
Τυ­λιγ­μέ­νη σὲ γλυ­κειὰ θαλ­πω­ρὴ συ­νέ­χι­ζε ἀ­δι­ά­λει­πτα: «…ἐ­λέ­η­σον τὸν δοῦ­λον σου…».
.
Στὶς ὀ­κτὼ ἀ­κρι­βῶς, κε­φά­τος, μὲ ντύ­σι­μο κομ­ψό, προ­σεγ­μέ­νο γιὰ τὴν πε­ρί­στα­ση, ὁ ἄν­τρας σή­κω­νε τὸ χέ­ρι του νὰ χτυ­πή­σει τὸ κου­δού­νι στὴν ἐ­ξώ­πορ­τα τοῦ ραν­τε­βοῦ του. Ἔ­κα­με νὰ τὸ ἀγ­γί­ξει, μὰ δί­στα­σε. Ἀ­δι­ό­ρα­τη ἀ­βε­βαι­ό­τη­τα δι­α­πέ­ρα­σε ἀ­προσ­δό­κη­τα τὴν ψυ­χή του. Τί ἦ­ταν αὐ­τό; Δὲν τό ’θε­λε τό­σο πο­λὺ νὰ ἔλθει ὣς ἐδῶ; Για­τί δι­στά­ζει τώρα αὐτός, ὁ τόσο ἀνυπόμονος; Τὸ χέ­ρι του ἔ­μει­νε γιὰ λί­γο με­τέ­ω­ρο καὶ κα­τέ­βη­κε. Τί τοῦ συ­νέ­βαι­νε; Ξαφ­νι­κὰ δὲν ἔ­νοι­ω­θε σί­γου­ρος γι’ αὐ­τὸ ποὺ πή­γαι­νε νὰ κά­μει.
Στά­θη­κε συλ­λο­γι­σμέ­νος μὴ μπο­ρών­τας νὰ κα­τα­λά­βει τὸν ἑ­αυ­τό του. Μιὰ πα­ρόρ­μη­ση μέ­σα του τὸν ἔ­σπρω­ξε νὰ χτυ­πή­σει καὶ πάλι, μὰ τὸ χέ­ρι του ἔ­μει­νε ξανὰ στὸν ἀ­έ­ρα ἀ­βέ­βαι­ο. Ἡ θλιμ­μέ­νη μορ­φὴ τῆς γυ­ναί­κας του πέ­ρα­σε ξαφνικὰ σὰν ἀ­στρα­πὴ ἀ­πὸ τὸ βλέμμα του. Ἀ­λή­θεια, για­τί νὰ τῆς τὸ κά­νει αὐ­τό; Ἕ­να δυ­σά­ρε­στο αἴ­σθη­μα τὸν κυ­ρί­ευ­σε. Ἔ­νοι­ω­σε ἄ­σχη­μα γιὰ πρώ­τη φο­ρά. Κά­ποι­ες ἐ­νο­χὲς σή­κω­σαν κε­φά­λι μέ­σα του. Μὰ για­τί νὰ τοῦ συμ­βαί­νουν τώ­ρα αὐ­τά; Χω­ρὶς νὰ μπο­ρεῖ νὰ τὸ ἐ­ξη­γή­σει, κα­τά­λα­βε πὼς δὲν ἦ­ταν σὲ θέ­ση νὰ προ­χω­ρή­σει στὸ σχέδιό του. Κά­τι μυ­στη­ρι­ῶ­δες, ἀ­νε­ξή­γη­το μέ­σα του τὸν ἀ­πω­θοῦ­σε ἀ­π’ τὸν σκο­πό του.
Γύ­ρι­σε ἀρ­γὰ-ἀρ­γά, ἄρ­χι­σε νὰ ἀ­πο­μα­κρύ­νε­ται σκυ­φτός. Τὸ κι­νη­τό του χτύ­πη­σε. Τὸν ἔ­ψα­χνε ἡ λε­γά­με­νη τοῦ ραν­τε­βοῦ του. Δὲν ἀ­πάν­τη­σε. Χω­ρὶς νὰ τὸ θέ­λει, χω­ρὶς νὰ προ­σπα­θεῖ, ὅ­λο καὶ πιὸ ἐ­πί­μο­να, ὅ­λο καὶ πιὸ ζων­τα­νά, ζω­γρα­φι­ζό­ταν μέ­σα του ἡ μορ­φὴ τῆς γυ­ναί­κας του. Πό­θη­σε νὰ ἦ­ταν τώ­ρα κον­τά της. Και­ρὸ εἶ­χε νὰ τὸ νοι­ώ­σει αὐ­τό. Τὸν εἶχε ἀγγίξει κάτι θεϊκό. Ἡ χάρη τῆς προσευχῆς της ἀόρατη τοὺς ἔφερνε σ’ ἀντάμωμα μυστικό.
Ἀρ­γὰ τὸ βρά­δυ τῆς πα­ρα­μο­νῆς, σὲ ὥ­ρα πιὰ πο­λὺ προ­χω­ρη­μέ­νη, ἀ­φί­χθη­κε τὸ τε­λευ­ταῖ­ο λε­ω­φο­ρεῖ­ο τῆς γραμ­μῆς. Σκυ­φτά, προ­σε­κτι­κὰ ἡ γυ­ναί­κα κα­τέ­βη­κε τὰ σκα­λο­πά­τια, μὰ πρὶν τὸ πό­δι της ἀγ­γί­ξει τὸ ἔ­δα­φος, ἕ­να χέ­ρι ἔ­πια­νε ἁπαλὰ τὸ δι­κό της. Σή­κω­σε χα­ρού­με­νη τὸ πρό­σω­πό της κι ἦ­ταν σὰ νά ’­βλε­πε τὸν ἄν­τρα της γιὰ πρώ­τη φο­ρά. Μὲ λαμ­πε­ρὸ χα­μό­γε­λο ἀγ­κα­λι­ά­στη­καν σφι­χτά, φι­λή­θη­καν, σὰ νά ’τα­νε τὸ πρῶ­το ραν­τε­βοῦ τους.
Στὸν παγωμένο χει­μω­νι­ά­τι­κο ἀ­γέ­ρα κάτω ἀπὸ τοὺς θόλους τοῦ σταθμοῦ ἀν­τη­χοῦ­σαν χα­ρμονικὰ τὰ γιορτινὰ τραγούδια καὶ τὰ χριστουγεννιάτικα κά­λαν­τα. Ἀ­πὸ τὰ στο­λι­σμέ­να δέν­τρα λάμ­ψεις σκορ­πί­ζον­ταν χι­λιά­δες. Μὰ τὴ γι­ορ­τὴ τὴν εἶ­χαν μέ­σα τους αὐ­τοί, φού­σκω­νε τὴν καρ­διά τους ἡ χα­ρὰ τῆς Γέν­νη­σης. Καὶ ξε­χυ­νό­ταν ἀ­π’ τὰ ζε­στά τους πρό­σω­πα τρι­γύ­ρω κι ἀ­πὸ τὰ μά­τια τους τὰ φω­τει­νά.
Πολ­λὰ δὲν εἶ­παν. Μὲ ὑ­γρὴ μα­τιά, …«Κα­λὰ Χρι­στού­γεν­να, κα­λή μου!»,εἶπε μονάχα ἐκεῖνος, …«Κα­λὰ θὰ εἶ­ναι σί­γου­ρα, γλυ­κέ μου!»,ψιθύρισε ἐκείνη… κι ἀγ­κα­λι­α­σμέ­νοι ὅ­πως ἦ­ταν προ­χώ­ρη­σαν.
Κι ὅ­σοι τοὺς ἔβλεπαν τὴν ὥρα αὐτὴ νὰ περ­πα­τοῦν… μέ­σα στὸ θεῖ­ο φῶς τῆς ἅ­γιας νύ­χτας, γιὰ χρόνια εἶχαν νὰ μιλοῦν… γιὰ μιὰ ἱ­στο­ρί­α ἀ­θό­ρυ­βης, μὰ ὡ­στό­σο… ἀληθινῆς καὶ παν­το­δύ­να­μης ἀ­γά­πης…


 https://antexoume.wordpress.com/