Πέμπτη 27 Δεκεμβρίου 2018

Οι Παυλικιανοί και οι Βογόμιλοι: Η Προτεσταντική υποκρισία, και απαντήσεις σχετικά με τη θρησκεία, το κράτος και τις αιρέσεις στο Βυζάντιο

Το άρθρο γράφτηκε με αφορμή τις συνηθισμένες προτεσταντικές επιθέσεις ενάντια στην Ορθόδοξη Εκκλησία, με πρόσχημα την δήθεν «αλλοίωσή» της μέσα στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Ενώ λοιπόν θ’ αναφερθούμε και ειδικά στις κοινότητες των Παυλικιανών και των Βογόμιλων και τη δράση τους στο Βυζάντιο (κυρίως στο Β΄ Μέρος του άρθρου), σίγουρα το θέμα είναι ευρύτερο και θα πρέπει επίσης να κατανοήσουμε και να εξετάσουμε:
α) τον λόγο για τον οποίο παρουσιάζεται αλλοιωμένη η ιστορία των κοινοτήτων αυτών,
β) από πότε και από ποιους πηγάζει η αλλοίωση, και
γ) τα επιχειρήματα που χρησιμοποιούνται για το σκοπό αυτό.
Εκτός αυτού, η προσπάθεια κάποιων να φανούν ως «καλοί» οι Προτεστάντες και να στιγματιστούν ως «κακοί» οι Ορθόδοξοι, μας αναγκάζουν να εξετάσουμε επίσης, κατά πόσο ευσταθούν αυτοί οι ιδεολογικοποιημένοι διαχωρισμοί. Κατά συνέπεια, το άρθρο μας θα ενσωματώσει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες, ώστε να γίνει πιο καθαρή η συνολική εικόνα σχετικά με τη Θρησκεία, το Κράτος και τις Αιρέσεις στο Βυζάντιο.

 
1. Η συνεχής διαστρέβλωση της Βυζαντινής ιστορίας
Είναι προφανές από το περιεχόμενό τους, ότι τα περισσότερα άρθρα μας, στόχο
έχουν να απαντήσουν σε ψέματα. Τα ψέματα αυτά -που σήμερα πλέον διαδίδονται εύκολα μέσω του διαδικτύου-  πάρα πολύ συχνά δομούνται με τον υπερτονισμό μίας πλευράς ενός ζητήματος, ενώ την ίδια στιγμή, μια άλλη πλευρά, που αν την γνωρίζαμε θα άλλαζε εκ θεμελίων την άποψή μας, αποσιωπάται.
Όταν όμως αυτή η άλλη πλευρά αποσιωπάται για μεγάλο χρονικό διάστημα, κάποια στιγμή το τραίνο της πραγματικής ιστορίας εκτροχιάζεται, και βεβαίως, ένα μέρος των χρηστών του διαδικτύου (και όχι μόνο), είτε για λόγους άγνοιας, είτε για λόγους ιδεολογικού συμφέροντος, ακολουθεί το εκτροχιασμένο τραίνο στην απατηλή διαδρομή του.
Σε ένα βιβλίο του σχετικό με το επάγγελμα του ιστορικού, ο Marc Bloch έγραφε:
«Είτε του αρέσει είτε όχι […] συλλογίζεται με όρους του ‘’γιατί’’ και του ‘’διότι’’. Ο ιστορικός δεν μπορεί να αποφύγει αυτόν τον κοινό νόμο του πνεύματος […] Η εδραίωση σχέσεων αιτίου και αιτιατού συνιστά μια ενστικτώδη ανάγκη στην ιστορική κατανόηση»[1].
Όταν λοιπόν η πραγματική αυτή σχέση αιτίας - αποτελέσματος θαφτεί, τότε η ερμηνεία ενός ιστορικού γεγονότος γίνεται ιδεολογικό παιχνίδι στα χέρια οποιουδήποτε.
Δυστυχώς, τα σχετικά παραδείγματα είναι αρκετά. Πολλά ιστορικά ζητήματα έχουν υποστεί παραμόρφωση για καθαρά ιδεολογικούς λόγους. Αν σκεφτούμε ότι σήμερα, στην δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα, επιβιώνουν ακόμα ξεπερασμένα σενάρια ενάντια στο Βυζάντιο ηλικίας 200 χρόνων, τότε αντιλαμβανόμαστε πως αυτό που προέχει για κάποιους άθεους, νεοπαγανιστές, ή προτεστάντες bloggers, δεν είναι η ιστορική επιστήμη αλλά η προώθηση ιδεοληψιών, έστω και με επιλήψιμο τρόπο (ψέμα, συκοφαντία, αποκρύψεις στοιχείων)[2].
 
2. Ο Διαφωτισμός και ο Προτεσταντισμός, επιτίθενται στο Βυζάντιο, όχι με ιστορικά επιχειρήματα αλλά με επινοήσεις μύθων
Το πώς ξεκίνησε το πρόβλημα της παραμόρφωσης της Βυζαντινής Ιστορίας εδώ και τουλάχιστον δύο αιώνες, το έχουμε αναφέρει ξανά και μας θυμίζει το ρητό, «ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου»:
Ο Προτεσταντισμός, αρχικά, εναντιώθηκε στην παπική εκκλησία, ο μεταγενέστερος Διαφωτισμός το ίδιο, κι έτσι, άθεοι, θεϊστές και προτεστάντες, «συμμάχησαν» κατά του «κοινού εχθρού» παρά τις διαφορές τους σε άλλα ζητήματα. Επειδή οι δυνάμεις αυτές απέκτησαν δύναμη στη Δύση, οι πένες των λογίων τους βάφτισαν τα έτη από την ύστερη αρχαιότητα μέχρι τον 15ο αιώνα με παραπλανητικούς όρους, ως «Μεσαίωνα» και «σκοταδισμό»[3] και τα χρόνια από εκεί και πέρα τα χαρακτήρισαν -κάνοντας μόνοι τους την αξιολόγηση- ως εποχή της «προόδου» και των «φώτων»[4].
Το κακό ήταν ότι εκείνη την εποχή, οι δυτικοί αν και υποτιμούσαν το Βυζάντιο, (βλ. Βολταίρος, Μοντεσκιέ κ.ά.), δεν είχαν ιδέα γι αυτό, δεν το είχαν γνωρίσει από τις πρωτότυπες ελληνόφωνες πηγές τις οποίες δεν ήξεραν καλά-καλά να διαβάζουν (βλέπε Γίββων[5]) και έτσι μαζί με τον δικό τους Μεσαίωνα παρέσυραν και το Βυζάντιο στην ίδια κατηγορία.
Κατόπιν, βάλθηκαν ν’ ανακαλύψουν αντικληρικαλισμό ακόμα και στη χώρα μας, τη στιγμή που οι μαρτυρίες έδειχναν ακριβώς το αντίθετο, αφού ο λαός μας επαναστάτησε για να επαναφέρει όχι μόνο την ελευθερία του, αλλά και τη «λαμπρότητα της Χριστού Εκκλησίας, η οποία μετά του ιερού αυτής Κλήρου κατεδιώκετο και κατεφρονείτο»[6]!
Το χειρότερο ήταν ότι την απουσία επιχειρημάτων για ορθόδοξη αντικληρικαλική παράδοση, την αντικαθιστούσαν με ιδεολογικοποιημένες ερμηνείες της βυζαντινής πραγματικότητας. Έτσι, οι Διαφωτιστές, παρέα με τους Προτεστάντες, για να μας «αποδείξουν» ότι ο υποτιθέμενος αυτός «αντικληρικαλισμός» ξεκινά από «πολύ παλιά», κάθε είδους θρησκευτική ομάδα (Μανιχαϊστές, Εικονομάχους, Παυλικιανούς, Βογόμιλους) που στην ιστορία του Βυζαντίου είτε εναντιώθηκε στο Κράτος, είτε απέρριπτε την Ορθοδοξία, την ταύτιζαν με δήθεν «προοδευτικό» κίνημα των κατώτερων τάξεων ενάντια στις ανώτερες, εννοώντας την άρχουσα τάξη και την... Εκκλησία! Βεβαίως, αυτή η άποψη δεν μπορεί να στηριχθεί στις πηγές. Καταρχάς, όταν οι βυζαντινοί μιλούν για τάξεις δεν περιλαμβάνουν σε αυτές τον Κλήρο ή την Εκκλησία.
Ο Μιχαήλ Ψελλός γράφει:
«Εν τρισί δε τούτοις της φυλακής αυτοίς ισταμένης, δημοτικώ πλήθει, και συγκλητική τάξει, και συντάγματι στρατιωτικώ, της μεν τρίτης ήττον φροντίζουσι»[7].
Στο βυζάντιο λοιπόν αναγνωρίζονται μόνο τρεις τάξεις: οι συγκλητικοί, ο στρατός και ο λαός. Επιπλέον όμως, αν επρόκειτο πράγματι για κινήματα «προλεταρίων» ενάντια στους πλουσίους, δεν θα μπορούσαν να ενσωματωθούν στην αίρεση τα μέλη της άρχουσας τάξης! Διότι, όπως γράφει η Άννα Κομνηνή για τους Βογόμιλους:
«Και γαρ ενεβάθυνε το κακόν και εις οικίας μεγίστας»[8].
Στην πραγματικότητα λοιπόν, ούτε «… η θέαση των αιρετικών, ως απλών ανθρώπων που ζουν σε ειδυλλιακές κοινότητες αγροτών που θυμίζουν τους αποστολικούς χρόνους, [ούτε η θέαση] της Εγελειανής ερμηνείας του γερμανικού αγροτικού κινήματος του 16ου αιώνα, ως μια εξέγερση του αγροτικού προλεταριάτου ... μπορούν να στηριχθούν στις πηγές»[9].
Παρ’ όλ’ αυτά, η μυθοπλασία επηρέασε και «δικούς μας» ιστορικούς, με αποτέλεσμα να υποστεί η Βυζαντινή Ιστοριογραφία μία κατ’ εξακολούθηση διαστρέβλωση. Επάνω σε αυτό, και με αφορμή το έργο του Κων/νου Παπαρρηγόπουλου, θα παραθέσουμε μια εξαιρετική ανάλυση από τον π. Αντώνιο Πινακούλα:
«Ο χαρακτήρας, το περιεχόμενο και ο φορέας της Εικονομαχίας απασχολούν τον ιστορικό [ενν. τον Παπαρρηγόπουλο] σε πολλά σημεία της συγγραφής του […] Στην απόπειρα εκείνη δεν βλέπει μόνο τη θρησκευτική πλευρά, αλλά προσπαθεί να αναδείξει και τις κοινωνικές και πολιτικές της διαστάσεις […] και θεωρεί συνέχεια της τη δραστηριότητα των Παυλικιανών … για να φθάσει στον Προτεσταντισμό, τον Διαφωτισμό και τη σύγχρονη του πολιτική και κοινωνική κατάσταση […] Ο Παπαρρηγόπουλος αναφέρει την αρχή της περιστολής των πολλών εξωτερικών θρησκευτικών τύπων, την αρχή του περιορισμού των πολλών προνομίων του κλήρου, την αποδέσμευση από τη δεισιδαιμονίατην προώθηση της ελεύθερης συνείδησης και έρευνας. Επίσης ασχολείται με τις αντιδράσεις κατά της Εικονομαχίας και αναφέρει ως αιτίες της την αμάθεια του πλήθους και τα συμφέροντα των κληρικών και των μοναχών. Στις σχετικές σελίδες του έργου του Παπαρρηγόπουλου δεν είναι δύσκολο να δει ο καθένας ότι τα αναφερόμενα στην Εικονομαχία ελάχιστη σχέση έχουν με το ίδιο το ιστορικό γεγονός και περισσότερο αφορούν την πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα που δημιουργήθηκε στον τόπο μας με την εισαγωγή του προγράμματος του Διαφωτισμού και την εφαρμογή του από το ελληνικό κράτος»[10].
Πράγματι, το απόσπασμα αυτό παρουσιάζει με τρόπο γλαφυρό τις δυτικές εμμονές του 19ου αιώνα σχετικά με το Βυζάντιο (τις οποίες δυστυχώς, συναντάμε ακόμα και σήμερα στο διαδίκτυο). Φυσικά, μετά από συνεχή μελέτη των πηγών επί χρόνια, οι νεώτεροι ιστορικοί όπως ο Διονύσιος Ζακυθηνός,  απέρριψαν όλα εκείνα τα ανεδαφικά συμπεράσματα:
«Κατά την σκοτεινήν εποχήν της προπαρασκευής και τους πρώτους χρόνους της έριδος η [Εικονομαχική] κίνησις ουδέν το ‘’ορθολογικόν’’, το ‘’φιλελεύθερον’’, το ‘’ανακαινιστικόν’’, το ‘’επαναστατικόν’’ παρουσιάζει. Όλως τουναντίον, μεταβάλλεται εις φορέα πνεύματος αυστηρόν και ροπών αντιπνευματικών»[11].
Ακούγεται πράγματι παράδοξο, να μιλάνε κάποιοι για δήθεν καταπολέμηση της δεισιδαιμονίας από τους Εικονομάχους ή για τον «ορθολογισμό» τους, όταν οι πηγές αναφέρουν:
«[ο αυτοκράτορας Λέων Ε΄] περιεργαζόμενος κατά των του Θεού κριμάτων, και λέγων προς τινας ομοφρόνας αυτού, ότι τίνος ένεκεν, φησί, ταύτα πως έχουσιν οι Χριστιανοί κατακυριευόμενοι υπό των εθνών; Εμοί δοκεί διά το προσκυνείσθαι τας εικόνας, και άλλο ουδέν»[12].
Το συμπέρασμα είναι προφανές: αν η τιμή προς τις Ιερές Εικόνες μπορεί να θεωρηθεί «δεισιδαιμονία», τότε σε τι διαφέρουν οι δήθεν «ορθολογικές» απόψεις των Εικονομάχων, που έλεγαν ότι η αυτοκρατορία «κατακυριεύεται υπό των εθνών», εξαιτίας των… Ιερών Εικόνων;! Αυτή η άποψη των Εικονομάχων, για ποιον λόγο δεν καταδικάζεται ως «δεισιδαιμονία»;
Τελικά, όλες αυτές οι παραδοξολογίες, που εξήραν την δήθεν «προοδευτικότητα» της Εικονομαχίας ή του Παυλικιανισμού κ.λπ., διατυπώνονταν από ιστορικούς που παρουσιάζονταν όχι τόσο να μελετούν τα δεδομένα, αλλά μάλλον να «εθελοτυφλούν στη μαρτυρία των ιστορικών πηγών» εξαιτίας μιας «a priori αρνητικής προκατάληψης έναντι του βυζαντινού πολιτισμού»[13].
Τα κίνητρα των Εικονομάχων ήταν θρησκευτικά, και όχι κοινωνικά, όπως φαντάζονται οι Προτεστάντες. Διότι, δεν χρειαζόταν οι αυτοκράτορες να είναι εικονομάχοι για να μεταρρυθμίσουν την κοινωνία! Ούτε φυσικά χρειάζονταν θεολογικές προφάσεις για να κατάσχουν την δήθεν «μεγάλη» εκκλησιαστική περιουσία[14]. Άλλωστε, κατά την Εικονομαχία, «τα επιχειρήματα των μοναχών δεν είναι ποτέ οικονομικά»[15]. Και αν ήταν «κοινωνικό κίνημα», που είναι η θεωρητική του τεκμηρίωση στις πηγές; Που είναι η οι ενδείξεις της προετοιμασίας του; Και όταν τελειώνει η Εικονομαχία, γιατί ο λαός πανηγυρίζει; Και αφού ήταν «κοινωνικό κίνημα» πως είναι δυνατόν να διαπιστώνουν οι ερευνητές ότι «εκπλήσσει η ταχύτης και η ομαλότης, μεθ’ ης επήλθεν η μεταβολή [ενν. από την Εικονομαχία στην αναστύλωση των Εικόνων]»[16]; Δηλαδή, όλο αυτό το δήθεν «κίνημα», ξεκινούσε και επιβαλλόταν από πάνω προς τα κάτω, με κύριους φορείς τους Εικονομάχους αυτοκράτορες και όχι τη λαϊκή βάση (βλ. και σχετικό άρθρο).
Χρειάστηκε πολύ δουλειά για να μπορέσουν συμπεράσματα όπως του Παπαρρηγόπουλου να αμφισβητηθούν και να διατυπωθούν περισσότερο «προσγειωμένες» ιστορικές θέσεις:
«Η γνώμη, λοιπόν, κατά την οποίαν ο Παυλικιανισμός αποτελεί κίνημα καθάρσεως της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας και επιστροφής εις την αποστολικήν απλότητα, πρέπει ν’ απορριφθή. Προτεστάνται ιστορικοί, ευρίσκοντες εις τον Παυλικιανισμόν στοιχεία ομοιάζοντα προς την ιδικήν των ομολογίαν, υπό ρωμαντικού πνεύματος κινούμενοι, εξιδανίκευσαν τους Παυλικιανούς»[17].
Οι Προτεστάντες, βλέποντας θρησκευτικές ομάδες να απορρίπτουν τις εξωτερικές εκδηλώσεις λατρείας, έσπευδαν να εφευρίσκουν συγγένειες μαζί τους. Δεν είχαν αντιληφθεί ότι η απόρριψη των εικόνων, των ιερών λειψάνων ή των αγίων, δεν ήταν απόρροια κάποιας «επιστροφής» στον «γνήσιο» χριστιανισμό, αλλά ήταν συνέπεια της υιοθέτησης στοιχείων του εντελώς ξένου προς τον Χριστιανισμό, Μανιχαϊσμού:
«Το ιδεολογικό υπόβαθρο των εικονομάχων [...] μπορεί να εξηγηθεί από τάσεις ανατολικών αντιλήψεων [...] το κύριο νεύρο παραμένει ο Μανιχαϊσμός, η άκρα υποτίμηση της ύλης, ο οξύς διαχωρισμός αισθητού και νοητού»[18].
Πράγματι, «οι εικονομάχοι ... επιχείρησαν να προωθήσουν τον ενυπάρχοντα στην κοσμοαντίληψή τους μανιχαϊσμό»[19], και τις ίδιες ακριβώς ρίζες είχε και η «νεο-Μανιχαϊκή ομάδα των Παυλικιανών»[20].
Δεν υπήρχαν λοιπόν «κοινωνικά κινήματα», αλλά μόνο θρησκευόμενα πρόσωπα και συμπαγείς θρησκευτικές ομάδες με μανιχαϊκούς προσανατολισμούς και αντι-ορθόδοξες εμμονές, που προσπαθούσαν να αναλάβουν για λογαριασμό τους τα ηνία της αυτοκρατορίας.
 
3. Το ιστορικό βίας και μισαλλοδοξίας του Προτεσταντισμού, αναδεικνύει ως υποκριτική την πολεμική τους προς το Βυζάντιο
Όπως γνωρίζουμε από την καθημερινότητά μας, πολλές φορές έχει σημασία όχι μόνο ο τρόπος με τον οποίο ασκείται μια κριτική, αλλά και ο φορέας της. Θα μπορούσε άραγε η ιστορία του Προτεσταντισμού και του ιδρυτή της να τους δικαιώσει ως «αυστηρούς κριτές» της υποτιθέμενης βυζαντινής «μισαλλοδοξίας»;
Καταρχάς, είδαμε πόσο εύκολα σπεύδουν οι Προτεστάντες να δηλώσουν συμπάθεια για διάφορα μανιχαϊκά κινήματα στο Βυζάντιο, τα οποία εξυμνούν με έναν γλυκερό λόγο και διακηρύττουν πόσο τους θυμίζουν τον «προοδευτικό» Προτεσταντισμό. Βεβαίως, όλα αυτά είναι ανεδαφικά: ούτε εκείνα τα κινήματα είχαν κάποιον αγαθό χαρακτήρα, ούτε φυσικά ο Προτεσταντισμός και ο ιδρυτής του Λούθηρος αποτελούσαν κάποιους «ειρηνικούς» φορείς θρησκευτικών μηνυμάτων, αλλά αντιθέτως, υπήρξαν εκφραστές ακραίας βίας και μισαλλοδοξίας.
Επτά περίπου χρόνια μετά την δημοσίευση των περίφημων 95 θέσεων του Λούθηρου κατά της παπικής εκκλησίας (στις 31/10/1517), ένας πρόδρομος των ιδεών του Αναβαπτισμού, ο προτεστάντης Τόμας Μίντσερ, θεωρώντας τον Λούθηρο συντηρητικό, θέλησε να προχωρήσει σε πιο ριζοσπαστικές κινήσεις όπως η βίαιη κοινωνική αναδιάρθρωση. Ο Μίντσερ και οι οπαδοί του, παρασύροντας με τα κηρύγματά τους σε βίαιο ξεσηκωμό ένα τεράστιο πλήθος από τις οικονομικά καταπιεσμένες τάξεις, τους οδήγησαν στον γνωστό «Πόλεμο των Χωρικών» (1524).
Ο Λούθηρος, που έβλεπε ότι το θρησκευτικό του υποκατάστημα οδεύει στην καταστροφή, για να κερδίσει την εύνοια των φεουδαρχών, τους οποίους είχε ανάγκη για να στηρίξουν τη θρησκεία του (και εκείνοι βεβαίως τον χρησιμοποιούσαν ως μοχλό πίεσης ενάντια στην παπική ηγεμονία), αποδοκίμασε το κίνημα του Μίντσερ και των χωρικών. Δυστυχώς όμως, δεν σταμάτησε εκεί… Με έναν λόγο γεμάτο εμπάθεια και μίσος, προέτρεψε τον οποιονδήποτε πολίτη, να επιχειρήσει να σταματήσει τους χωρικούς ακόμα και με δολοφονίες:
«Κάθε άνθρωπος, εις βάρος του οποίου μπορεί να αποδειχθεί ότι είναι στασιαστής/υποκινητής εξέγερσης, βρίσκεται έξω από τον νόμο του Θεού και της Αυτοκρατορίας, και έτσι, ο πρώτος που έχει τη δυνατότητα να τον σκοτώσει, πράττει καλώς. Διότι, αν ένας άνθρωπος είναι απροκάλυπτα επαναστάτης, κάθε άνθρωπος είναι δικαστής και δήμιος του, όπως ακριβώς όταν μια πυρκαγιά ξεκινά, ο πρώτος που τη σβήνει είναι και ο καλύτερος […] Γι’ αυτό, αφήστε όποιον μπορεί, να χτυπήσει, να σκοτώσει και να μαχαιρώσει, στα κρυφά ή στα φανερά, έχοντας πάντα κατά νου πως τίποτε δεν μπορεί να είναι πιο φαρμακερό, επιζήμιο ή διαβολικό από έναν επαναστάτη»[21].
Δυστυχώς, τα κείμενα του Λούθηρου απέδειξαν πόσο υποκριτικές ήταν οι διακηρύξεις του περί ηθικής, ενάντια στα παπικά συγχωροχάρτια, όταν εκείνος, για να προστατέψει τα δικά του συμφέροντα, παρότρυνε τους οπαδούς του στην κατάλυση της νομιμότητας, στην αυτοδικία και στον φόνο. Τελικά, «ο ίδιος ο Λούθηρος, κατήγγειλε τον πόλεμο των χωρικών … [οι οποίοι] αποτελούσαν μια απείθαρχη μάζα, που το μεγαλύτερο μέρος της ήταν οπλισμένο με επαγγελματικά εργαλείασκοτώθηκαν 130.000 χωρικοί, βαπτίζοντας τη μεταρρύθμιση στο αίμα»[22].
Κατόπιν, ακολούθησε το κίνημα των προτεσταντών του Αναβαπτισμού. Ο Αναβαπτισμός είναι άλλη μία περίπτωση θαμμένη κάτω από τόνους γλυκανάλατης καλολογίας, που μιλά μονίμως για «διωγμένους προοδευτικούς», για «κοινωνικούς μεταρρυθμιστές» κ.λπ. κ.λπ., αποσιωπώντας κάθε κακοήθεια που προέκυψε από το κίνημα αυτό. Για παράδειγμα διαβάζουμε από τον Ουμπέρτο Έκο:
«Οι αναβαπτιστές του Munster ονομάζουν την πόλη τους Νέα Ιερουσαλήμ, αναγγέλλουν το τέλος του κόσμου για πριν απ' το Πάσχα, θεωρούν τον αρχηγό τους, τον Giovanni di Leida, Mεσσία των τελευταίων ημερών, υποστηρίζουν και πάλι τη θεωρία των τριών εποχών και χωρίς να το έχουν προγραμματίσει, πεθαίνουν σε μια τρομακτική σφαγή που μοιάζει να βγήκε από τη φαντασία του οραματιστή της Πάτμου, με τα ποτάμια να κοκκινίζουν απ' το αίμα και οι κάτοικοι της πόλης να αποδεκατίζονται όπως ο πληθυσμός της γης την ημέρα της τελικής κρίσης»[23].
Εδώ φυσικά, ο συγγραφέας αντλεί όχι από τα πραγματικά στοιχεία, αλλά μάλλον από τη φαντασία του…
Καταρχάς, δεν δικαιούται να γράφει για την «πόλη τους», διότι η πόλη δεν ήταν δική τους! Οι Αναβαπτιστές την κατέλαβαν με τη βία, αφού πρώτα δίωξαν τους ετερόδοξους κατοίκους της πόλης, με τα όπλα στα χέρια (1534)! Και αφού εφάρμοσαν ένα καθεστώς ανάλογο με την περίοδο της «Τρομοκρατίας» στην Γαλλική Επανάσταση, τα «πιστεύω» τους επιβλήθηκαν με ισχύ νόμου στην πόλη και δεν τολμούσε κανείς πλέον να τα παραβεί. Και κακώς γράφει ο Έκο ότι, «δεν είχαν προγραμματίσει τη σφαγή τους». Διότι, είναι φυσικό επόμενο, όταν με έναν θρησκευτικό στρατό έχεις καταλάβει ολόκληρη πόλη και έχεις εκδιώξει τους κατοίκους παίρνοντας τις περιουσίες τους, ότι θα έλθει κάποια στιγμή ο στρατός για να στην πάρει πίσω, θα σε πολιορκήσει, και όταν εσύ μάχεσαι επί τουλάχιστον δύο χρόνια και έχεις προκαλέσει πάρα πολλά θύματα στους αντιπάλους σου, όταν θα ηττηθείς η τιμωρία σου θα είναι σκληρή και παραδειγματική.
Για όλα αυτά όμως, ο Έκο δεν αναφέρει λέξη, αν και ως λογοτέχνης θα έπρεπε επίσης να ξέρει ότι οι Αναβαπτιστές έκαιγαν κάθε βιβλίο που έβρισκαν, εκτός από την Αγία Γραφή!
[Δυστυχώς, τέτοιας μορφής, μονόπλευρα κείμενα, κατάφεραν να κάνουν τον κόσμο να ξεχάσει ότι και στο Βυζάντιο, η «διαφορετικότητα» δεν ήταν θεωρητικού τύπου, αλλά συχνά αφορούσε ολόκληρες κοινότητες (βλ. Παυλικιανοί) που έπαιρναν με αιματηρή βία όσα διεκδικούσαν, πάντα εις βάρος της ζωής και της περιουσίας κάποιων άλλων].
Όπως λοιπόν γράφει ο Robert Service για τον Αναβαπτισμό:
«Κατά τον 16ο αιώνα μ.Χ., δημιουργήθηκαν κινήματα με στόχο την υλοποίηση των περί ισότητας οραμάτων. Η χριστιανική σέκτα των Αναβαπτιστών στη Γερμανία και την Ελβετία του 16ου αιώνα έθεσε αυτές τις ιδέες σε εφαρμογή καταργώντας την ατομική περιουσία. Για το σκοπό αυτόν, εγκαθίδρυσαν ένα εξουσιαστικό καθεστώς στο Μίνστερ [...] ξεκίνησαν το έργο της αναμόρφωσης ενός ολόκληρου τρόπου ζωής και ανέλαβαν να εφαρμόσουν αυστηρά τη δική τους ερμηνεία επί του λόγου του Θεού. Υπήρξαν φανατικά μη ανεκτικοί ... Βάναυσες τιμωρίες αποθάρρυναν τυχόν εξερευνητικές τάσεις εντός της κοινότητας τους»[24].
Έτσι, η γερμανική «πόλις Μύνστερ απέβη η ακρόπολις του αναβαπτισμού ... [και] περιήλθεν εις την εξουσίαν των Αναβαπτιστών, οι οποίοι εζήτουν να μεταβάλωσιν αύτην εις την 'ουράνιον Ιερουσαλήμ', διά της εκδιώξεως των αντιφρονούντων και κατακαύσεως όλων των βιβλίων, πλην της Αγίας Γραφής»[25].
Μετά την κατάληψη αυτή, οι Αναβαπτιστές, «από διάφορες περιοχές προσέτρεχαν στο Μύνστερ» το οποίο έλεγαν ότι, «ο Θεός ... επέλεξε ... ως την ιερή του πόλη»[26]. Η ακραία διδασκαλία τους ότι «η βασιλεία του Θεού βρίσκεται προ των πυλών της ζωής των ανθρώπων και ότι ήταν αναγκαίο να εξοντωθούν όλοι εκείνοι που καλλιεργούσαν τον αθεϊσμό»[27] οδήγησε σε μια ακραία κατάσταση «εσωτερικής τρομοκρατίας»[28] όπου τα φρονήματα των Αναβαπτιστών εφαρμόζονταν με την βία. Φυσικά, ακολούθησε πολιορκία και σφοδρές μάχες με τις αντίπαλες δυνάμεις, έγινε ανακατάληψη της πόλης, οι Αναβαπτιστές ηττήθηκαν και τιμωρήθηκαν σκληρά, και έτσι το «προοδευτικό» όραμά τους να σκοτώσουν όλους τους άλλους χριστιανούς και να κάψουν κάθε τι άλλο πλην της Αγίας Γραφής, δεν ευδοκίμησε...
Επανερχόμενοι στον Λούθηρο, τον βρίσκουμε, μετά τη σφαγή των 130.000 χωρικών, να συνεχίζει στον ίδιο βίαιο και μισαλλόδοξο τόνο, και να ασχολείται με την σκληρή τιμωρία των Εβραίων, οι οποίοι δεν φάνηκαν πρόθυμοι να ακολουθήσουν την Μεταρρύθμιση:
«Τι θα κάνουμε εμείς οι Χριστιανοί με ... τους Εβραίους; ... Θα σας δώσω την ειλικρινή συμβουλή μου: Πρώτον, να μπει φωτιά στις Συναγωγές ή τα σχολεία τους ... Δεύτερον, συμβουλεύω τα σπίτια τους επίσης να ισοπεδωθούν και να καταστραφούν»[29].
Μάλιστα, «οι Ναζί ανέφεραν τον Λούθηρο ως πρόδρομο του αντισημιτισμού τους»[30], ενώ ο «πρωθυπουργός του Ισραήλ Menachem Begin, τον Ιούνιο του 1981, εθεώρησε τον Λούθηρο ως συμμέτοχο της ευθύνης για το χιτλερικό ολοκαύτωμα»[31](βλ. και σχετικό άρθρο).
Επειδή λοιπόν η υποκρισία πρέπει να έχει και κάποια όρια, ας εξετάσουν οι Προτεστάντες πρώτα το δικό τους παρελθόν, και ας αποφύγουν τους αφελείς διδακτισμούς περί Βυζαντίου, του οποίου την ιστορία είτε δεν γνωρίζουν, είτε την παραχαράσσουν συνειδητά.
 
4. Τι συνέβη τελικά με τους Παυλικιανούς και τους Βογόμιλους; Μια περιληπτική παρουσίαση του ζητήματος
Είδαμε παραπάνω όχι μόνο ότι «η εδραίωση σχέσεων αιτίου και αιτιατού συνιστά μια ενστικτώδη ανάγκη στην ιστορική κατανόηση»[32], αλλά κατανοήσαμε και πόσο κακά αποτελέσματα έχουν κείμενα όπως του Ουμπέρτο Έκο που αποσιωπούν σημαντικές πλευρές των ιστορικών ζητημάτων.
Δυστυχώς, στο ζήτημα των Παυλικιανών ή των Βογόμιλων, βλέπουμε το πρόβλημα να επαναλαμβάνεται, και έτσι συναντάμε διαρκώς αναφορές στις «διώξεις» τους, χωρίς ποτέ να βλέπουμε το «γιατί». Στις ακραίες, δε, ιδεολογικοποιημένες ερμηνείες, ο ισχυρισμός είναι ότι «διώχθηκαν» απλώς επειδή διαφωνούσαν στα θρησκευτικά ζητήματα και τελικά, ο αναγνώστης καλείται να υιοθετήσει ένα εντελώς ακατανόητο σενάριο:
Του δημιουργείται η εντύπωση ότι οι Παυλικιανοί και οι Βογόμιλοι κάθονταν αμέριμνοι στην ησυχία τους, και μια ολόκληρη αυτοκρατορία, εν μέσω σοβαρότατων διπλωματικών ζητημάτων, δαπανά χωρίς κανέναν λόγο τεράστια ποσά για τη μετακίνηση, τον εξοπλισμό και τους μισθούς του στρατού, για να τους κυνηγήσει και να εμπλακεί σε μάχες μαζί τους επειδή παρουσιάζουν απόκλιση ως προς το ορθόδοξο δόγμα!
Λυπούμαστε, αλλά αυτά αποτελούν σενάρια επιστημονικής φαντασίας.
Όπως θα δούμε αναλυτικά και τεκμηριωμένα στο Β΄ Μέρος του άρθρου, ο ενιαίος άξονας του προβλήματος των κοινοτήτων αυτών με το Βυζαντινό κράτος (και το αντίστροφο), ήταν η μανιχαϊκή τους θρησκευτική ρίζα και η ανυποχώρητη πολεμική τους ενάντια στις δομές του κράτους, και ειδικά ενός κράτους που υιοθετούσε διαφορετική θρησκευτική ιδεολογία. Και βεβαίως το πρόβλημα δεν ξεκινά τον 7ο αιώνα, αλλά ήδη από τα τέλη του 3ου και επί ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Είναι απολύτως δεδομένο ότι στο Βυζάντιο άπαξ και πλήρωνες τους φόρους σου, δεν πρόδιδες το κράτος και δεν δημιουργούσες στάσεις κατά της πολιτείας, κανείς δεν πείραζε τη φυσική σου υπόσταση. Είδαμε ξεκάθαρα στον «Βίο Πορφυρίου Γάζης» (βλ. σχετικό άρθρο) ότι κατά τον 5ο αιώνα, παρ’ όλο που οι παγανιστές διέπρατταν εγκλήματα κατά των χριστιανών, ο αυτοκράτορας αντί να ενδιαφερθεί και να αστυνομεύσει αμέσως την περιοχή, διαρκώς σκεφτόταν ότι αν επενέβαινε θα δυσαρεστούσε τους ειδωλολάτρες και θα σταματούσε η ροή των εισπράξεων[33]! Το κράτος δηλαδή, όπως και όλα τα κράτη, ενδιαφέρεται πρώτα για τα πρακτικά ζητήματα. Πώς θα ήταν λοιπόν δυνατόν, οι Παυλικιανοί να κάθονται ήσυχοι και πιστοί στο στράτευμα και το κράτος, πληρώνοντας τους φόρους τους, και το κράτος να κυνηγά τους καλύτερους υπηκόους του;!
Στο Βυζάντιο άλλωστε, πάντα υπήρχαν αιρετικοί. Δεν υπήρξε ούτε μία περίοδος στη ζωή της αυτοκρατορίας που να μην υπάρχουν αιρετικοί. Και μόνο οι Ιεροί Κανόνες της Εκκλησίας και τα Πατερικά συγγράμματα που διαρκώς αναφέρονται σε αυτούς, αρκούν για να το αποδείξουν σε όποιον το αμφισβητεί.
Αν τα πράγματα ήταν αλλιώς, τότε, για παράδειγμα, πως συνέβη και «μέγιστον επεγείρεται νέφος αιρετικών [ενν. Βογόμιλων]»[34], στην εποχή του Αλεξίου Κομνηνού (1081-1118); Πως ταιριάζει η μαρτυρία αυτή με τις παραδοξολογίες περί «Ιεράς Εξετάσεως», όταν μιλάμε για την πρωτεύουσα του κράτους που σύμφωνα με την φαντασία κάποιων, θα έπρεπε διά αυστηρού ελέγχου να κατοικούν εκεί αποκλειστικά και μόνο Ορθόδοξοι; Εάν εφάρμοζαν οι βυζαντινοί την θανατική ποινή στους αιρετικούς και μόνο επειδή υπήρχαν, τότε όλοι αυτοί που βρέθηκαν; Και που ήταν η «Ιερά Εξέταση»; Μήπως «κοιμόταν» και περίμενε μέχρι να γεμίσει η Κων/πολη αιρετικούς και να γίνουν «μέγιστον νέφος»; Ή μήπως δεν υπήρξε ουδεμία «Ιερά Εξέταση» στο Βυζάντιο, και τελικά, οι διώξεις των (διόλου «αθώων» όπως θα δούμε) Βογόμιλων, που κατέληξαν χαριστικά, μόνο στην εκτέλεση του αρχηγού τους Βασιλείου, είχαν άλλη αιτία και μάλιστα πολιτική; Πράγματι, όπως θα δούμε, η κοινότητα των Βογόμιλων διέπραξε το σοβαρότερο αδίκημα που μπορούσε κάποιος να διαπράξει την εποχή εκείνη (το οποίο μάλιστα εκδικαζόταν από τον ίδιο τον αυτοκράτορα[35]), καθώς βρέθηκαν κατ’ επανάληψη ένοχοι για εσχάτη προδοσία και σύμπραξη με τον εχθρό.
Ένα απόσπασμα του Ιωάννη Βογιατζίδη, με αφορμή την εκ πρώτης όψεως «παράδοξη» εκκλησιαστική πολιτική του Ιουστινιανού, θα μας δώσει να καταλάβουμε τη σημασία των απείθαρχων αιρετικών κοινοτήτων για το βυζαντινό κράτος και τον τρόπο με τον οποίο η Πολιτεία επιχειρούσε να διαχειριστεί τις αντιθέσεις:
«Το 533 δεν διστάζει ο Ιουστινιανός … να εκφράση … την διαβεβαίωσιν περί αναγνωρίσεως της Δ΄ οικουμενικής εν Χαλκηδόνι συνόδου, ήτις είχεν αναθεματίσει τους μονοφυσίτας […] Ευθύς πάλιν ο Ιουστινιανός εντός του … έτους 535 ανέχεται επί του πατριαρχικού θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως Άνθιμον Α΄ φίλον των μονοφυσιτών […] Το 527, έχομεν … σαφή του Ιουστινιανου ομολογίαν ορθοδοξίας […] [και] μετά πάροδον δυο ετών, τω 529, ο αυτοκράτωρ εμφανίζεται, από διώκτου των μονοφυσιτών, προστάτης αυτών»[36].
Σύμφωνα με τον Βογιατζίδη αυτές οι φαινομενικά αντιφατικές κινήσεις του Ιουστινιανού, αποτελούν μια μελετημένη πολιτική η οποία σε όλους τους αιώνες πραγματοποιείται με τη μέθοδο «μια στο καρφί και μια στο πέταλο» για να μπορέσουν οι αυτοκράτορες να διατηρήσουν την ενότητα και την ασφάλεια ενός κράτους με ευαίσθητες ισορροπίες.
Εδώ θα πρέπει να προσέξουμε και το εξής: όσον αφορά στο Βυζάντιο, θα πρέπει να αντιλαμβανόμαστε μια μεγάλη διαφορά ανάμεσα στην απλή εμφάνιση ενός νόμου ενάντια σε κάποια αίρεση, και στην πραγματοποίηση των διώξεων που ο νόμος αυτός συνεπάγεται. Δηλαδή, για να είμαστε απόλυτα βέβαιοι ότι έγιναν διώξεις αιρετικών, αυτό θα πρέπει να μαρτυρείται σαφώς από τις πηγές. Διαφορετικά, ένας σκέτος νόμος, δεν μπορεί να συνδεθεί υποχρεωτικά με διώξεις.
Όπως σημειώνει η Πολύμνια Αθανασιάδη:
«Οι νομικοί κώδικες […] αποτελούν για τον ιστορικό της ύστερης αρχαιότητας πηγή εξίσου προβληματική με τα φιλολογικά κείμενα. Ένας λόγος είναι ότι […] η δημοσίευση ενός νόμου δεν συνεπάγεται και την εφαρμογή του»[37].
Και ο Pierre Chuvin αναφέρει (με αφορμή τον παγανισμό), ότι «τα διατάγματα», ακόμα κι αν απαγόρευαν αυστηρά την δημόσια παρουσία σε κάποιες λατρείες, «αυτό δεν ήταν αρκετό για να εξαφανιστούν» και συνέχιζαν να επιβιώνουν με χαρακτήρα ιδιωτικό.
Και συνεχίζει:
«Σύμφωνα με ένα ευφυολόγημα ‘’το μόνο που αποδείκνυαν [οι νόμοι] ήταν ότι οι καταχρήσεις που υποτίθεται ότι διόρθωναν ήταν γνωστές στην κεντρική διοίκηση’’. Αν και πρόκειται για αστεϊσμό, και παρ’ ότι δεν πρέπει να υπερτονίζεται η αναποτελεσματικότητα των ρωμαϊκών νόμων, είναι πάντως αλήθεια ότι η κυβέρνηση συναντούσε μεγάλες δυσκολίες στην επιβολή της άμεσης και καθολικής εφαρμογής του νόμου»[38]. Επιπλέον, αν κάποιες αιρετικές ομάδες ήθελαν να αποφύγουν την κρατική πίεση, υπήρχε ως διέξοδος και η «αποχώρηση σε ενδοχώρες όσο το δυνατόν πιο απομακρυσμένες από το βλέμμα της αυτοκρατορικής εξουσίας»[39].
Εκτός αυτού, «η βυζαντινή κοινωνία υπήρξε ανέκαθεν ανεκτική στη συλλογική εκτροπή την προερχόμενη κυρίως από τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Οι οπαδοί, λόγου χάρη, των Βογομίλων δεν υπέστησαν ιδιαίτερες και συστηματικές διώξεις και κυρώσεις, τουλάχιστον περισσότερο απ' όσο αφήνουν να διαφανεί οι πηγές μας οι οποίες, βέβαια, ρόλο έχουν, όπως ήδη είπαμε, να υπερτονίζουν όλες τις πτυχές και τις παραμέτρους της αυτοκρατορικής ανοχής. Στο Βυζάντιο δεν συναντούμε, πράγματι, την πεισματική αναζήτηση των εκτρεπομένων ακόμη και σε ατομικό επίπεδο, ακόμη και σε τρίτη γενιά, και στον καθ' οιονδήποτε τρόπο κολασμό τους, έστω και συμβολικό, που χαρακτήριζε τη δυτική χριστιανοσύνη»[40].
Κατά συνέπεια, δεν θα πρέπει να δεχόμαστε ως δεδομένη την σύνδεση νομοθεσίας και διώξεων. Οι απαγορεύσεις, όπως φαίνεται από την επιβίωση των αιρέσεων σε όλη τη διάρκεια της βυζαντινής αυτοκρατορίας, αποτελούσαν περισσότερο προληπτικά μέτρα για την αποφυγή ταραχών, αφού ήταν βέβαιο ότι οι μειοψηφικές αιρετικές ομάδες και οι ηγέτες τους, θα διεκδικήσουν για τον εαυτό τους έως και την διοίκηση της αυτοκρατορίας (όπως και έγινε επί Κωνσταντίου, Βάλη, Αναστασίου Α΄, Εικονομάχων κ.λπ.).
Όταν όμως βλέπουμε την κεντρική διοίκηση να ασκεί διώξεις (συλλήψεις, φυλακίσεις, εξορίες, θανατώσεις), αυτό σημαίνει ότι υπήρχε σοβαρότατος κίνδυνος για την κρατική ασφάλεια, ακόμα και αν δεν αναφέρεται ρητά από τις πηγές. Το βυζαντινό κράτος ασκεί διώξεις  με στόχο κάποια συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπων, επειδή έχει προηγηθεί εξ’ αυτών έμπρακτη άρνηση υπακοής στους θεσμούς (όπως π.χ. σε ολόκληρο το ρεύμα του μανιχαϊσμού) και όχι μια απλή διαφωνία ως προς το γράμμα της πίστης της πλειοψηφίας. Άλλωστε, η διαφωνία ως προς το γράμμα της πίστης υπήρχε πάντα στο Βυζάντιο. Όμως, ο λόγος για τον οποίο οι απείθαρχες αυτές ομάδες πιέζονται από το κράτος, είναι είτε επειδή προξενούν ταραχές, είτε επειδή επαναστατούν, είτε επειδή έχουν αποσχιστικές τάσεις και σε κάθε περίπτωση κινδυνεύει η κρατική ενότητα. Σε όλες τις περιπτώσεις αυτές, το κράτος (και όχι η Εκκλησία) τιμωρεί παραδειγματικά την προδοσία, διότι, αν σε μία συνοριακή περιοχή του κράτους, οι κοινότητες που κατοικούν εκεί αρνούνται για οποιονδήποτε λόγο να υπακούσουν στους νόμους της πολιτείας, αρνούνται να στρατευτούν ή απειλούν να συνεργαστούν με τον εχθρό, αυτό σημαίνει μεγάλα δεινά όχι μόνο για τον απλό λαό που θα υποδουλωθεί, αλλά και για το Κράτος που θα χάσει εδάφη, φόρους και πλουτοπαραγωγικές πηγές.
Αυτά τα προβλήματα, τα οποία περιεκτικά μας παρουσιάζει ο Ιωάννης Βογιατζίδης για την εποχή του Ιουστινιανού, απασχόλησαν για αιώνες τη ζωή της αυτοκρατορίας:
«Το βυζαντινόν κράτος εξετίθετο εις … μέγαν κίνδυνον. Καθ’ όλην την μεθόριον ζώνην προς την Περσίαν, από της Αιγύπτου μέχρι της Αρμενίας, επεκράτουν οι αιρετικοί μονοφυσίται […] Προσθέσατε εις τούτο ότι αι ανατολικαί αύται προς τα σύνορα της Περσίας επαρχίαι κατωκούντο επίσης και υπό Μανιχαίων, Νεστοριανών, αιρετικών, έτι δε Ιουδαίων και Σαμαρειτών. Ποίαν στάσιν άραγε ήθελε τηρήσει ο αιρετικός ούτος λαός των ανατολικών επαρχιών μετά την κήρυξιν του περσικού πολέμου; Θα παρέμενε πιστός εις την ενότητα του βυζαντινού κράτους, ή θα κατεπρόδιδεν εκ των νώτων τον εθνικόν βυζαντινόν στρατόν; Ιδού πρόβλημα το οποίον αναμφιβόλως ετέθη προ του Ιουστινιανού … […] [και είναι δυνατόν] να βοηθήσει εις κατανόησιν της περιόδου ταύτης της βυζαντινής Ιστορίας, από του πέμπτου μέχρι του εβδόμου μ. Χ. αιώνος»[41].
Όπως θα δούμε αναλυτικά, οι κοινότητες των Παυλικιανών και των Βογόμιλων, αποτελούσαν μονίμως και εκ θρησκευτικής πεποιθήσεως (μανιχαϊσμός), ένα ξένο σώμα στην αυτοκρατορία (όχι μόνο στη βυζαντινή, αλλά και στη ρωμαϊκή), ήταν ανυπάκουοι ως προς τους θεσμούς του κράτους, συμμετείχαν διαρκώς σε στάσεις, επαναστάσεις και συνωμοσίες, ως στράτευμα ήταν πάντα επίφοβοι ως προς την πίστη τους στην πολιτεία, λιποτακτούσαν ή συμμαχούσαν εύκολα με τον εξωτερικό εχθρό, διέπρατταν σε κάθε ευκαιρία λεηλασίες και αιματηρές πράξεις βίας κατά του ανυπεράσπιστου λαού του βυζαντίου, και βεβαίως, για τα εδάφη που κατείχαν υπήρχε ένας διαρκής φόβος ότι θα πέσουν στα χέρια των εχθρών και θα αποσχιστούν από την αυτοκρατορία.
Άρα, η ιστορική πραγματικότητα που αφορά τις συμπαγείς κοινότητες Παυλικιανών και Βογομίλων δεν σχετίζεται με τίποτε άλλο παρά με απείθαρχες, ενίοτε ληστρικές ομάδες, που λόγω των μανιχαϊστικών πεποιθήσεών τους, εναντιώνονταν με σφοδρότητα κατά των κρατικών και εκκλησιαστικών θεσμών και δομών, και η διαχείρισή τους ήταν πάντα μια πολύ δύσκολη υπόθεση. Φυσικά, όλα αυτά θα παρουσιαστούν στο Β΄ Μέρος, τεκμηριωμένα, με στοιχεία από τις πηγές και τη βιβλιογραφία.
 
5. Θρησκεία και Κράτος στο Βυζάντιο: άλλο η θρησκευτική πίστη, και άλλο η κρατική ιδεολογία
Θεωρούμε ότι το θέμα του άρθρου, μας υποχρεώνει να ασχοληθούμε και με την ερμηνεία της θρησκευτικής πίστης, σε αντίθεση με την κρατική ιδεολογία, αφού στο σημείο αυτό βρίσκουμε τις περισσότερες παρανοήσεις και παραχαράξεις ως προς την βυζαντινή πραγματικότητα.
Θα πρέπει να κατανοήσουμε πως το όλο πρόβλημα, ξεκινά από το γεγονός ότι στα χρόνια εκείνα «η εκκλησιαστική συνείδησις συγχωνεύει εν εαυτή τας πολιτικάς ιδέας»[42].
Έτσι και στο βυζαντινό κράτος, η πίστη της πλειοψηφίας έγινε όχι φυσικά «πίστη» του κράτους (τα κράτη δεν είναι φυσικά πρόσωπα), αλλά έγινε ιδεολογία ενότητας του κράτους. Κάτι σαν ένας γενικός νόμος τον οποίο οφείλουν όλοι υποχρεωτικά, όχι να τηρούν, αλλά να μην τον καταπατούν με ανοιχτές, δημόσιες εκδηλώσεις. Το κράτος δηλαδή, δεν ενδιαφερόταν και ούτε μπορούσε να σε κάνει πιστό σε κάποια θρησκεία. Την Πολιτεία, αυτό που την  ενδιέφερε, ήταν να είσαι από μέσα σου ό,τι θες ή να το εκφράζεις το πολύ σε προσωπικές συζητήσεις, αρκεί να μην προσπαθούσες να προσηλυτίσεις και άλλους στη θρησκεία σου, δημιουργώντας ανοιχτές, δημόσιες αμφισβητήσεις, ή αναταραχές και επαναστατικά κινήματα με σκοπό να επιβάλλεις μια διαφορετική κρατική ιδεολογία.
Νομίζουμε ότι τα αποσπάσματα των διακεκριμένων βυζαντινολόγων που θα παραθέσουμε, θα μας βεβαιώσουν ότι οι προτεσταντικές ερμηνείες που κατηγορούν την Εκκλησία για τις πρακτικές του βυζαντινού κράτους, είναι ακραίες και βεβαίως στρατευμένες.
Σύμφωνα με τον καθηγητή Βυζαντινού Δικαίου, Σπύρο Τρωιάνο:
«Η ευνοϊκή στάση των αυτοκρατόρων από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο και ύστερα απέναντι στην Εκκλησία δεν ήταν αποτέλεσμα μόνο των προσωπικών πεποιθήσεων και του θρησκευτικού συναισθήματος των ηγεμόνων - ιδίως στους πρώτους αιώνες - αλλά και της διαπίστωσης ότι η νέα πίστη είναι δυνατό να εξελιχθεί σε ένα από τα βασικά στοιχεία συνοχής του πληθυσμού της αυτοκρατορίας, της οποίας η εθνική ανομοιογένεια αποτελούσε μόνιμο κίνδυνο. Αλλά το στοιχείο αυτό λειτουργεί ως παράγοντας συνοχής, μόνον αν υπάρχει δογματική ενότητα, αλλιώς πολλαπλασιάζει την ένταση και των αφανών ακόμη διασπαστικών τάσεων. Για το λόγο αυτό το ζωηρό ενδιαφέρον πολλών αυτοκρατόρων για τα δογματικά θέματα της Εκκλησίας δεν είχε ως αφετηρία τις προσωπικές θεολογικές απόψεις του κάθε μονάρχη -με σπάνιες ίσως εξαιρέσεις-, αλλά την αγωνία για τη διατήρηση της κρατικής ενότητας»[43].
Και όπως συμπληρώνει ο Ιωάννης Βογιατζίδης:
«Δεν έλειπεν από το βυζαντινόν κράτος η επίγνωσις των περί μειονοτήτων προβλημάτων» και «άπαξ το κράτος έπαυσε να είναι εθνικόν ρωμαϊκόν κράτος και εξητμίσθη η εθνική αυτού συνείδησις [από την εποχή του Καρακάλα (212 μ.Χ.), όπως υποστηρίζει ο Βογιατζίδης], τότε κατ' ανάγκην έπρεπε την θέσιν της ρωμαϊκής ταύτης συνειδήσεως άλλο τι να καταλάβη». «Εκκλησιαστικώς μεν ορθοδοξία σημαίνει ‘’εν και το αυτό φρονείν πάντας τους χριστιανούς περι την ορθήν και αμώμητον πίστιν και μη είναι σχίσμα’’» κάτω όμως από το «εκκλησιαστικόν ... τούτο ένδυμα ... πρέπει να αναζητήσωμεν την πολιτικήν σημασίαν της ορθοδοξίας» η οποία για το κράτος αποτελεί πλέον «το δόγμα της κρατικής ενότητος»[44].
Η Ορθόδοξη Εκκλησία, πορευόταν μέσα στο νέο αυτό σχήμα με βάση το «απόδοτε ουν τα Καίσαρος Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ» (Ματθ. 22,21). Βεβαίως οι εκκλησιαστικοί ρήτορες πάντα προσπαθούσαν να μεταβάλουν την κοινωνία προς την πλευρά του Ευαγγελίου, όμως αυτό δεν εξαρτάτο από αυτούς. Οι Πατερικές ομιλίες κάνουν σαφές ότι δεν ήταν ποτέ δυνατόν να υπάρχει μια αυτοκρατορία γεμάτη με πιστούς! Οι Πατέρες διαρκώς απευθύνονταν σε ανθρώπους που -όπως και σήμερα- αδιαφορούσαν εντελώς για τις εντολές της θρησκείας. Όμως, η ισχύ, ήταν πάντα με την πλευρά του Κράτους, και η Εκκλησία ως Σώμα Χριστού, που περιελάμβανε ταυτόχρονα και ένα μεγάλο μέρος των πολιτών, έπρεπε να ορίσει με ακρίβεια τα όρια του «Καίσαρος». Αυτά τα όρια, τελικά κατανοήθηκαν ως ταυτόσημα με τα όρια της παραδοθείσας, αποστολικής πίστης. Έτσι, και ο πλέον ισχυρός, και ο πλέον φονικός αυτοκράτορας, μπορεί να κατάφερε να ασκήσει διώξεις στην Εκκλησία ή να επέμβει διοικητικά και να προκαλέσει από αλλαξοπατριαρχίες μέχρι εξορίες, διωγμούς ή εκτελέσεις, δεν κατάφερε όμως ΠΟΤΕ, να μεταβάλλει το Δόγμα ή τα Μυστήρια της Εκκλησίας. Εκεί λοιπόν ήταν η κόκκινη γραμμή ανάμεσα στο Κράτος και την Εκκλησία[45].
Όπως σημειώνει ο Ιωάννης Δαμασκηνός:
«Ου πείθομαι βασιλικοίς κανόσι διατάττεσθαι την εκκλησίαν, αλλά πατρικαίς παραδόσεσιν εγγράφοις τε και αγράφοις»[46].
Δηλαδή:
«Δεν δέχομαι να κυβερνιέται η εκκλησία με βασιλικούς νόμους, αλλά μόνο με την πατερική παράδοση, τη γραφτή και την άγραφη».
Εύστοχα και περιεκτικά επισημαίνει ο γνωστός βυζαντινολόγος Νικόλαος Τωμαδάκης:
«Οι μεγάλοι ρήτορες της Εκκλησίας απέβλεπον όχι τόσον εις δογματικάς συζητήσεις, όσον εις την διαμόρφωσιν αγνής κοινωνίας χριστιανικής, όπου το δίκαιον δεν θα ηδύνατο να συνθλιβή μεταξύ των συμφερόντων του Κράτους και των πλουσίων [...] Απεναντίας οι διοικούντες το Κράτος (το οποίον δεν πρέπει να βλέπωμεν πάντοτε με τα όμματα των μοναχών - συγγραφέων) πρώτιστον σκοπόν είχον την συντήρησιν και αύξησιν της κρατικής δυνάμεως και συνοχής. Ως εκ τούτου η εσωτερική τάξις και ησυχία έπρεπε ν' ασφαλίζωνται απέναντι οιασδήποτε κινήσεως η οποία θα είχεν ως λόγον δογματικήν απόκλισιν ή θα υπεκρύπτετο υπό τας πτυχάς αιρέσεως και θεολογικής διαστάσεως ή διοικητικής ακαταστασίας της Εκκλησίας. Δεν είναι επομένως η Εκκλησία εκείνη η οποία διά του δόγματος περιώρισε την σκέψιν, όσον η Πολιτεία η οποία χάριν της συντηρήσεώς της επέβαλε το ομόδοξον δια να στηρίξη επ' αυτού την ησυχίαν και την τάξιν»[47].
Τα παραπάνω λοιπόν, δείχνουν ξεκάθαρα ότι η Πολιτεία και όχι η Εκκλησία ήταν ο φορέας της εξουσιαστικής εφαρμογής του «Ομοδόξου» για την επίτευξη της κρατικής ενότητας. Και βέβαια, δεν θα πρέπει να ξεχνούν οι Προτεστάντες, ότι στο Βυζάντιο, την θέση της κρατικής ιδεολογίας, κατέλαβαν αρκετές φορές θρησκευτικά συστήματα με τα οποία, οι ίδιοι οι Προτεστάντες (αντιτριαδιστές και μη) αποδέχονται, ότι έχουν δογματική συγγένεια (Αρειανισμός, Μανιχαϊσμός, Εικονομαχία, Παυλικιανισμός)!
 
6. Απάντηση στην συκοφαντία ότι η Εκκλησία δεν ανέπτυξε παπικές τακτικές διώξεων επειδή, τάχα, η πολιτεία έκανε «για χάρη της» το έργο αυτό
Έχουμε ξαναγράψει ότι η Βυζαντινή Πολιτεία ουδέποτε ήταν «Θεοκρατία» και αυτό αποδεικνύεται πρωτίστως από τους νόμους της, που σε καμία περίπτωση δεν ταυτίζονταν με το περιεχόμενο του Ευαγγελίου. Η ρωμαϊκή-βυζαντινή νομοθεσία προέβλεπε και πράγματα εντελώς αντίθετα από την χριστιανική πίστη: θεωρούσε ανεκτή την πορνεία, τις εξωσυζυγικές σχέσεις, τα διαζύγια, την θανατική ποινή, την παλλακεία μέχρι τον 9ο αιώνα κ.ά. Τίποτε από αυτά όμως δεν προβλεπόταν ή επιτρεπόταν από τους Ιερούς Κανόνες. Μια σύγκριση των νόμων της πολιτείας και των ιερών κανόνων της Εκκλησίας, παρουσιάζει χαώδη διαφοροποίηση: ακόμη και για πράξεις κοινές, που εμπίπτουν δηλαδή και στο πολιτειακό και στο εκκλησιαστικό δίκαιο (όπως π.χ. αίρεση, μοιχεία, αιμομιξία, βιασμός), ενώ οι νόμοι της πολιτείας επιβάλλουν από ραβδισμούς, μέχρι εξορία και καταναγκαστικά έργα ή θανατική ποινή, οι Ιεροί Κανόνες επιβάλλουν απλώς νηστείες, γονυκλισίες, αποχή από τη Θεία Κοινωνία, καθαίρεση σε κληρικούς και ως έσχατη τιμωρία τον αφορισμό (βλ. περί βυζαντινής δήθεν «Θεοκρατίας»).
Οι Προτεστάντες βέβαια, έχουν μια πρόχειρη δικαιολογία και γι’ αυτό. Μας λένε ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία «στάθηκε τυχερή», επειδή σε αντίθεση με τους παπικούς, δεν είχε βρεθεί στη θέση να νομοθετεί και να επιβάλλει πολιτειακές αποφάσεις. Έτσι, «από τύχη» δεν υπήρξε Ορθόδοξη «Ιερή Εξέταση» στα πρότυπα της παπικής, αφού η πολιτεία, ο αυτοκράτορας και ο στρατός έκαναν για χάρη της την «βρώμικη δουλειά»!
Αν αυτόν τον ισχυρισμό τον διατυπώσουμε με άλλα λόγια, είναι σαν να λέμε ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία αν δεν ήταν «τυχερή», και αν ο στρατός ή ο αυτοκράτορας δεν ήταν με το μέρος της, τότε θα έκανε μόνη της την «βρώμικη δουλειά»
Εδώ όμως είναι που οι συκοφάντες πέφτουν μόνοι τους στην παγίδα.
Διότι κατηγορούν τους Ορθοδόξους επειδή νομίζουν ότι στο Βυζάντιο, ως κυρίαρχη ιδεολογία της Πολιτείας υπήρξε μόνο η Ορθοδοξία! Κι όμως, η πολιτεία, ο στρατός και ο αυτοκράτορας δεν ήταν πάντα με το μέρος της Ορθοδοξίας!
Αντιθέτως:
- Η Εκκλησία διώχθηκε από Αρειανιστές και Μανιχαϊστές κατά την βασιλεία των αιρετικών αυτοκρατόρων Κωνσταντίου (337-361), και Βάλη (364-378).
- Η Εκκλησία διώχθηκε κατά την βασιλεία του ειδωλολάτρη Ιουλιανού (361-363).
- Η Εκκλησία διώχθηκε κατά την βασιλεία του Αρειανιστή και Μανιχαϊστή αυτοκράτορα Αναστασίου Α΄ (491-518).
- Η Εκκλησία διώχθηκε κατά την βασιλεία των εικονομάχων αυτοκρατόρων επί 120 χρόνια (727-843).
- Η Εκκλησία διώχθηκε κατά την βασιλεία του φιλολατίνου αυτοκράτορα  Μιχαήλ Η΄ (1259-1282).
Ρωτάμε λοιπόν:
Δεδομένου ότι οι Προτεστάντες πασχίζουν να αναδείξουν ως «συγγενικά» τους, κάποια δόγματα που εμφανίστηκαν στο Βυζάντιο όπως π.χ. των Εικονομάχων. Μπορούν άραγε να μας πουν, όταν η Ορθοδοξία διωκόταν από τα «συγγενικά» τους δόγματα, ο στρατός, η πολιτεία και ο αυτοκράτορας, ποιανού τη «βρώμικη δουλειά» έκαναν;!
Επίσης:
Η Ορθόδοξη Εκκλησία (αν και περιελάμβανε την πλειοψηφία των πιστών) διωκόταν μέσα στην βυζαντινή αυτοκρατορία επί 200 ολόκληρα χρόνια από τα «συγγενικά» των Προτεσταντών δόγματα! Αφού είχε δήθεν τον «άθλιο» χαρακτήρα που της καταλογίζουν, τότε γιατί δεν φρόντισε ώστε κατά τη διάρκεια όλων αυτών των χρόνων που διωκόταν να εισάγει διατάξεις που θα φρόντιζαν για την ασφάλεια της φυσικής της παρουσίας και την προστασία της δογματικής της Θεολογίας από τους αιρετικούς (π.χ. να θεσμοθετήσει με Ιερούς Κανόνες τη δημιουργία εκκλησιαστικού στρατού, δυνάμεων ασφαλείας ή ομάδων βασανισμού);!
 Συμπέρασμα:
Δυστυχώς, η άγνοια της ιστορίας οδηγεί σε παγίδες και σφάλματα.
Κανείς δεν μπορεί να ισχυρίζεται ότι η Εκκλησία, αν δεν είχε την πολιτεία με το μέρος της, θα εφάρμοζε τις πρακτικές της παπικής Ιεράς Εξέτασης, διότι όλα αυτά τα χρόνια που είχε την Πολιτεία εναντίον της, δεχόταν τις εξορίες, τις φυλακίσεις και τις σφαγές, χωρίς να αλλάξει στο παραμικρό την επίσημη δογματική και διοικητική της έκφραση, όπως αυτή ορίζεται ανέκαθεν στους Ιερούς της Κανόνες.
Αγαπητοί Προτεστάντες, αν η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν διέφερε σε τίποτε από την παπική, αυτό δεν θα έμενε κρυφό! Θα φαινόταν από τα αποτελέσματα της στρεβλής διαποίμανσης. Όμως, η ιστορία σας διαψεύδει περίτρανα:
«Ο ανατολικός χριστιανισμός δε γνώρισε φαινόμενα του δυτικού χριστιανισμού, όπως είναι η Μεταρρύθμιση, η Αναγέννηση και ο Διαφωτισμός»[48].
Και αυτό δεν συνέβη τυχαία. Όπως σημειώνει ο Χρήστος Γιανναράς, «δίχως άλλο, οι άνθρωποι είναι το ίδιο αμαρτωλοί σε Ανατολή και Δύση», όμως το γεγονός «που διαφοροποιεί ριζικά τη δυτική θρησκευτικότητα από την ανατολική Εκκλησία, είναι ακριβώς ότι στη Δύση η αδυναμία και αμαρτία των ανθρώπων προσάρμοσε στα μέτρα της τους ίδιους τους θεσμούς»[49].
Η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν αποδέχτηκε ποτέ την δυνατότητα ύπαρξης «καθαρής Εκκλησίας», αφού κάτι τέτοιο δεν δίδαξε ούτε ο Χριστός, ούτε οι Απόστολοι, ούτε οι Πατέρες. Ο Ιησούς δίδαξε ότι στην Εκκλησία, το καλό και το κακό θα συνυπάρχουν έως το τέλος (Ματθ. 13,30), ενώ στον πυρήνα των Δώδεκα μαθητών που επιλέχθηκαν από τον ίδιο τον Ιησού, υπήρξε και ο Ιούδας που με την ελευθερία του αυτεξουσίου του μεταστράφηκε. Ο ίδιος ο Παύλος δηλώνει ότι από τους «αμαρτωλούς […] πρώτος ειμί εγώ» (Α΄ Τιμ. 1,15), και ο Ιωάννης μας λέει ότι, «εάν είπωμεν ότι αμαρτίαν ουκ έχομεν, εαυτούς πλανώμεν και η αλήθεια ουκ έστιν εν ημίν» (Α' Ιωάν. 1,8).
Όμως, παρά την αναπόφευκτη αναξιότητα ανθρώπων της Εκκλησίας, είναι σημαντικό ότι η Εκκλησία ως Σώμα Χριστού δεν αλλοιώθηκε, και «… οι βατικάνειες απομιμήσεις στην ορθόδοξη Ανατολή έμειναν πάντοτε συμπτώματα περιπτωσιακά και περιστατικά - ποτέ δεν θεσμοποιήθηκαν»[50].
Το γεγονός ότι «υπήρξαν και στην Ανατολή Πατριάρχες με κοσμικές και πολιτικές φιλοδοξίες» δεν οδήγησε σε «θεσμοποιημένες απαιτήσεις οργανωμένης εξουσίας, [ή σε] απαιτήσεις ‘αλάθητου’», κι αν υπήρξε στην Ανατολή «καταδίωξη των αιρετικών ή διαφωνούντων, σε επίπεδο πολιτικών ή ιδεολογικών σκοπιμοτήτων», εντούτοις, «ποτέ δεν θεσμοποιήθηκε με μηχανισμούς καταστολής, όπως η Ιερή Εξέταση, ο Index Librorum Prohibitorum, η νομιμοποιημένη χρήση βασανιστηρίων ως ανακριτικής μεθόδου στις δίκες των αιρετικών»[51].
Άρα λοιπόν, το γεγονός ότι στους παπικούς ασκήθηκαν όλ’ αυτά από μηχανισμούς της Εκκλησίας, ούτε το Βυζάντιο αφορά, ούτε εξομοιώνει την Ανατολή με τη Δύση. Για τους Ορθοδόξους Πατέρες μάλιστα, αυτή ήταν και η μεγάλη διαφορά Ορθόδοξης πίστης και Κρατικής ιδεολογίας:
«Το κράτος ... δεν μπορεί να ταυτιστεί ποτέ με την Εκκλησία, χωρίς μία απόλυτη κένωση των εξουσιαστικών δομών του που το επιβάλλουν με τη βία πάνω στην κοινωνία. Η προσέγγιση, η οποία έχει επέλθει με την πορεία του χρόνου -θετική σε κάθε περίπτωση για τον Ιωάννη [τον Χρυσόστομο]- δεν αίρει με κανέναν τρόπο την απόσταση μεταξύ τους»[52].
Αυτή η απόσταση ανάμεσα στο κράτος και την Εκκλησία επιβεβαιώνεται διαρκώς από τους αγίους πατέρες της Εκκλησίας. Η «πολιτική ευπραξία» και η «εκκλησιαστική κατάστασις» είναι δύο διαφορετικά πράγματα, όπως τον 8ο αιώνα, γράφει ο Ιωάννης Δαμασκηνός:
«Ουκ ελάλησαν ημίν τον λόγον οι βασιλείς, αλλά απόστολοι και προφήται, ποιμένες τε και διδάσκαλοι. Βασιλέων εστίν η πολιτική ευπραξία η δε εκκλησιαστική κατάστασις, ποιμένων και διδασκάλων»[53].
Δηλαδή:
«Τον θείο λόγο δεν μας τον κήρυξαν αυτοκράτορες αλλά απόστολοι και προφήτες, ποιμένες και διδάσκαλοι. Έργο των ηγεμόνων είναι η καλή διοίκηση των πολιτικών πραγμάτων, τα εκκλησιαστικά πράγματα είναι έργο ποιμένων και διδασκάλων».
Η Εκκλησία ποτέ δεν μεταμορφώθηκε σε Κράτος, ακόμα και όταν διωκόταν. Οι Ιεροί Κανόνες ουδέποτε επέβαλαν βίαιους εκχριστιανισμούς, ή τη δημιουργία στρατού ή αστυνομικής δύναμης ή ανακριτικών οργάνων βασανισμού των αιρετικών. Κι αυτό εκφράστηκε από τους μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας σε όλες τις εποχές.
Ο Μ. Αθανάσιος γράφει:
«… οι μακάριοι μάρτυρες εν τοις κατά καιρούς διωγμοίς ... διωκόμενοι μεν έφευγον και λανθάνοντες εκαρτέρουν ευρισκόμενοι δε εμαρτύρουν ... τοιαύτα του Σωτήρός εστι τα παραγγέλματα και τοιαύται των αγίων αι πράξεις ... πόθεν έμαθον αυτοί το διώκειν; ... από δε του διαβόλου ... το δε διώκειν διαβολικόν εστιν»[54].
Και σύμφωνα με τη γνωστή ρήση του Θεόδωρου Στουδίτη, τον 9ο αιώνα:
«Και τι λέγομεν περί του μη επιτρέπειν κτένεσθαι [κτείνω=φονεύω] αιρετικούς; ουδέ γε κατεύχεσθαι αυτών συγκεχώρηται ημίν»[55].
[Όπως θα δούμε αναλυτικά, στη γνωστή διαφωνία του χρονογράφου Θεοφάνη με τον Θεόδωρο Στουδίτη, όπου ο πρώτος κατηγορεί τον δεύτερο επειδή διαφωνεί με τις πολιτικές δίκες των Παυλικιανών που οδηγούν κάποιους από αυτούς στον θάνατο (επί Μιχαήλ Α΄), τα πράγματα δεν είναι καθόλου όπως κάποιοι επιθυμούν να τα παρουσιάσουν. Οι Παυλικιανοί εκείνη την χρονική περίοδο, υπό την πνευματική αρχηγία του Σέργιου, αποτελούσαν μια μόνιμη γάγγραινα για το βυζάντιο, και είχαν κλείσει μια εικοσαετία περίπου διαπράττοντας σφαγές, λεηλασίες, απαγωγές και εξανδραποδισμούς, χωρίς να διακρίνουν άνδρες, γυναίκες, παιδιά ή ακόμα και βρέφη.
Δεν υπάρχει κανένα ζήτημα λοιπόν, μήπως ο ένας ήταν «κακός» και ο άλλος «καλός», αλλά η διαφορά βρισκόταν στο πως ερμήνευαν ο Θεοφάνης και ο Θεόδωρος την κοινότητα των Παυλικιανών. Για τον Θεόδωρο έπρεπε να αντιμετωπιστούν ως αιρετικοί πολίτες, για τον Θεοφάνη όμως έπρεπε να αντιμετωπιστούν ως κανονικοί εχθροί του κράτους ή ως εγκληματίες που τίθενται στην αρμοδιότητα των δικαστικών αρχών για τις παρανομίες τους και όχι για τα πιστεύω τους. Και βεβαίως, για την ορθότητα μιας σκέψης και μιας απόφασης, ας μην κρίνουμε αβίαστα από την πολυθρόνα μας, αλλά ας λαμβάνουμε υπόψη και αυτούς που είχαν υποστεί το σφαγείο των αιμοσταγών αιρετικών]
Όσο για την δήθεν ταύτιση εκκλησίας-κράτους διαμέσου της «ιεροσύνης» των αυτοκρατόρων, οι Πατέρες έχουν διαφορετική γνώμη. Όπως λέει ο Μάξιμος Ομολογητής:
«Και είπας· τι ουν; ουκ έστι πας βασιλεύς χριστιανός και ιερεύς; Και είπον ουκ εστιν, ουδέ γαρ παρίσταται θυσιαστηρίω»[56].
Και ο Ιωάννης Δαμασκηνός:
«Ου δέχομαι βασιλέα τυραννικώς την ιερωσύνην αρπάζοντα. Ού βασιλείς έλαβον εξουσίαν δεσμείν και λύειν» [57].
Αλλά και το γνωστό ευφυολόγημα περί «ελέω θεού» εκλογής του αυτοκράτορα, σε τίποτα δεν βοηθά τους Προτεστάντες. Ακόμα και οι αιρετικοί αυτοκράτορες, συγγενικοί ως προς τα δόγματα με τους Προτεστάντες, ακριβώς με το ίδιο επιχείρημα εκλέγονταν. Ο αιρετικός Αναστάσιος Α΄ (491-518) «κατά την αγόρευση του διακηρύσσει … παρακαλώ τον αυτοκράτορα Θεό να με αναδείξει στην εκτέλεση των καθηκόντων μου τέτοιον που ελπίζατε ν’ αποδειχθώ όταν με εκλέγατε αυτοκράτορα»[58]!
Το «ελέω θεού», για τους βυζαντινούς δεν σήμαινε τίποτε περισσότερο απ’ το ότι έλπιζαν σε μία αγαθή διακυβέρνηση. Όμως, δεν αποδέχονταν τα προσωπικά τερτίπια του αυτοκράτορα σαν «θεόσταλτα»! Η βυζαντινή κοινωνία ποτέ δεν έπαψε να θεωρεί ότι υπάρχουν δύο μορφές ηγεμόνα της αυτοκρατορίας, ο Βασιλιάς και ο Τύραννος:
«Ποια είναι η διαφορά μεταξύ του βασιλέως και του τυράννου; … το Βυζάντιο … έχει μια κοινή περί της νομιμότητας αντίληψη ‘‘Εστι γαρ βασιλέως μεν τρόπος ο νόμος, τυράννου δε νόμος ο τρόπος’’. [δηλαδή] Ο βασιλέας βάζει τον νόμο πάνω από τη βούλησή του Εάν συμβαίνει το αντίθετο, τότε έχουμε την περίπτωση του τυράννου»[59].
 
7. Επίλογος Α΄ Μέρους
            Εδώ κλείνει το Α΄ Μέρος του άρθρου μας, το οποίο ήταν εκτενές, όμως υπήρχε ανάγκη να καλύψει με απαντήσεις όλο το εύρος των προτεσταντικών συκοφαντιών στα ζητήματα Κράτους, Εκκλησίας και Αιρέσεων.
Πιστεύουμε ότι και ο πλέον κακοπροαίρετος θα μπορέσει να καταλάβει, ότι το να καταδικάζει κάποιος την Εκκλησία για τις ενέργειες του βυζαντινού κράτους σχετικά με τη διατήρηση της κρατικής ενότητας και ασφάλειας, αποτελεί συκοφαντία χειρίστου είδους.
Ένας τέτοιος ισχυρισμός θα ήταν το ίδιο παράλογος, σα να έλεγε κάποιος σήμερα ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία φταίει που υπάρχει αστυνομία, στρατός, όπλα, αμυντικά συστήματα, δυνάμεις καταστολής κ.λπ., τα οποία φροντίζουν για την ασφάλεια του κράτους και των πολιτών στην Ελλάδα.
Αν παρ’ όλ’ αυτά οι Προτεστάντες επιμένουν να ιδεολογικοποιούν την ιστορία, καλό είναι να κατανοήσουν ότι, ευφυολογήματα ενάντια στην πίστη τους μπορεί να εφεύρει ο καθένας. Για παράδειγμα:
Ποια είναι η κυρίαρχη χριστιανική εκδοχή στην Αμερική; Ασφαλώς, ο Προτεσταντισμός. Άρα λοιπόν, για την ιμπεριαλιστική πολιτική της χώρας αυτής μπορούμε να πούμε ότι ευθύνεται ο Προτεσταντισμός, για τα χιλιάδες θύματα αμάχων στους πολέμους των Αμερικανών ανά τον πλανήτη ευθύνεται ο Προτεσταντισμός, και βεβαίως, για το γεγονός ότι στη χώρα αυτή ισχύει ακόμα και σήμερα η θανατική ποινή, ευθύνεται και πάλι ο Προτεσταντισμός.
Βλέπετε αγαπητοί Προτεστάντες πόσο εύκολο είναι να κατασκευαστούν «επιχειρήματα»;
 
Εμείς, πάντως, παρά το γεγονός ότι οι επιθέσεις των Προτεσταντών βασίζονται σε συλλογισμούς στρατευμένους και ακραίους, προσπαθήσαμε να δώσουμε τις πραγματικές διαστάσεις σε όλα αυτά τα ζητήματα.
            Πλέον, στο Β΄ και τελευταίο Μέρος του άρθρου, θα επικεντρωθούμε στο ζήτημα των Παυλικιανών και των Βογόμιλων, αναλύοντας τεκμηριωμένα και με λεπτομέρεια όλα τα γεγονότα, από τις ίδιες τις πηγές της εποχής.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου