Δευτέρα 15 Οκτωβρίου 2018

Ναζισμός, το κρυφό πρόσωπο της νεωτερικότητας



George Grosz – The Pillars of Society (λεπτ.) 1926
του Αλέξανδρου Μπριασούλη
Υπάρχει κάτι το παράδοξο και συνάμα ανησυχητικό στον τρόπο με τον οποίο η ιδεολογία του ναζισμού στοιχειώνει τη σημερινή πολιτική πραγματικότητα: καμία άλλη ιδεολογία της νεώτερης και σύγχρονης ιστορίας δεν επιβιώνει στο κοινωνικό φαντασιακό με τόση αισθητική και ιστορική πιστότητα.
Παρά την ολοσχερή του ήττα στο στρατιωτικό επίπεδο, ο ναζισμός επιμένει να διασχίζει το χρόνο σαν μέσα σε μια χρονοκαψούλα, σαν μία συμπαγής οντότητα που διεκδικεί την ύπαρξή της με τρόπο ολοκληρωτικό και καθολικό. Κάτι τέτοιο δεν ισχύει για ιδεολογίες όπως ο κομμουνισμός ή ο αναρχισμός, οι οποίες, αν και συνεχίζουν να οργανώνονται με βάση τα δικά τους «ιερά» κείμενα και τους
δικούς τους «προφήτες», προσαρμόζονται στις εξελίξεις και τα προβλήματα της κάθε εποχής. Μια τέτοια διαδικασία, απαραίτητη σε κάθε πολιτικό ή θρησκευτικό οργανισμό που θέλει να παραμείνει ζωντανός, ο ναζισμός φαίνεται να μην την έχει ανάγκη, όχι μόνο σε ιδεολογικό, αλλά και σε συμβολικό ή καθαρά αισθητικό επίπεδο. Ούτε καν ο ιταλικός φασισμός, ο οποίος τα τελευταία χρόνια δείχνει να ανακάμπτει στη γειτονική χώρα, δεν έχει καταφέρει να διατηρήσει αλώβητη την παραδοσιακή του εικονογραφία και τη συμβολική του δυναμική.
Σε μια εποχή όπου ιδεολογίες και κόμματα όλων των αποχρώσεων έχουν ανάγκη από συνεχή επικοινωνιακά και γραφιστικά λίφτινγκ για να επιβιώσουν μέσα σ’ ένα μιντιακό τοπίο ταχύτατων αλλαγών, η ναζιστική αισθητική αποδεικνύεται εξίσου λειτουργική και αποτελεσματική όσο και τη δεκαετία του ’30. Αυτή η επιπλέον παραφωνία καθιστά το φαινόμενο «ναζισμός» ακόμα πιο αντιφατικό και σκανδαλώδες μέσα στο σημερινό τοπίο των δημόσιων αντιπαραθέσεων.
Σε προηγούμενη ανάρτηση αναφερθήκαμε στην πολύ κοινή και συνεχώς αυξανόμενη τάση του σύγχρονου δημόσιου βίου και της σημερινής πολιτικής, αυτής της ad hoc επαναοικιοποίησης συμβόλων, ηθών και διαφόρων πολιτισμικών πρακτικών του παρελθόντος με σκοπό την νοηματοδότηση των σύγχρονων ιδεολογικών και κοινωνικών συγκρούσεων. Εκεί είχαμε υποστηρίξει ότι αυτές οι προσπάθειες είναι καταδικασμένες να παραμείνουν στείρες εξαιτίας της ουσιαστικής άγνοιας για το νόημα και τη βαθύτερη φύση αυτών των συμβόλων, αλλά και εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο οι διάφορες κοινωνικές ομάδες επιχειρούν αυτήν την επαναοικιοποίηση.
Η μεταμοντέρνα νοοτροπία του «anything goes», δηλαδή της ελεύθερης από -και ανα- συναρμολόγησης ιδιωτικών αφηγήσεων σαμποτάρει εκ των προτέρων κάθε δυνατότητα ένωσης κάτω από ένα κοινό πρόταγμα, προωθώντας στην ουσία την επ’ άπειρον διαίρεση της κοινωνίας ταυτόχρονα με τον σχιζοφρενικό διαμελισμό της ίδιας της προσωπικότητας. Μπροστά σ’ αυτό το «αδιέξοδο», το πνεύμα της σύγχρονης αποδόμησης απαντά με το βαρύ πυροβολικό όλης της νεωτερικής εποχής, την υπόσχεση της προόδου.
Μπροστά στον κίνδυνο της στασιμότητας, οφείλουμε κυρίως να μην απογοητευτούμε, να μην χάσουμε την ελπίδα ότι η πολυπόθητη λύση ίσως και να μας περιμένει πίσω από την επόμενη γωνία, αρκεί εμείς να είμαστε πρόθυμοι να υποστούμε μια ακόμα μεταμόρφωση, να αποδεχτούμε μια ακόμα τεχνολογική ή πολιτική μεταρρύθμιση, να στρατευθούμε σ’ έναν ακόμα αγώνα.
Οφείλουμε τέλος πάντων να αγκαλιάσουμε οτιδήποτε νέο επειδή ακριβώς είναι τέτοιο. Εντατικοποιώντας λοιπόν κι επιταχύνοντας τη διασπαστική του δράση, παράγοντας συνεχώς νέους συνδυασμούς δομών ή ταυτοτήτων, το σύγχρονο ουτοπικό πνεύμα προβάλλει ξανά και ξανά τα ιδεολογικά του προϊόντα με διαφορετικά κάθε φορά προσωπεία και χρησιμοποιώντας την ίδια την δραστηριότητά του ως εγγύηση για το ορθό του εγχειρήματος: αφού η γενική πρόοδος αποτελεί το αδιαμφισβήτητο καλό, κάθε αλλαγή είναι πρέπει να είναι ευπρόσδεκτη αφού δεν μπορεί παρά να μας φέρνει όλο και πιο κοντά στον τελικό στόχο.
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα χαρούμενου φεστιβισμού και επιθετικού σχετικισμού που χαρακτηρίζει τις δυτικές κοινωνίες, o ναζισμός αποτελεί κυριολεκτικά την πέτρα του σκανδάλου. Παρά την ομόφωνη κατακραυγή για τα εγκλήματά του, καταφέρνει να επιβιώνει ανενόχλητος, σαν ζωντανό απολίθωμα, και χωρίς να έχει ανάγκη να κρύψει το αληθινό του πρόσωπο. Κι αν καταφέρνει κάτι τέτοιο, είναι γιατί το ιστορικό, αποκρουστικό του πρόσωπο είναι κάτι το απαραίτητο, τόσο στους αφελείς οπαδούς όσο και στους ορκισμένους εχθρούς του. Αν για τους πρώτους η πιστότητα της αναπαράστασης μπορεί να λειτουργεί ως υπόσχεση επιτυχίας ή συνταγή ψυχικής πλήρωσης, για το νεωτερικό αφήγημα ο ναζισμός λειτουργεί ως ανάθεμα, ως το άκρον άωτον του Κακού, μια έννοια με σχεδόν μεταφυσική υπόσταση, τόσο αντίθετη με το πνεύμα της προόδου που να ορίζει αυτόματα και από την ανάποδη την ίδια την ουσία των λεγόμενων ουμανιστικών αξιών.
Την πρακτική αξία αυτής της λειτουργίας των «αρχαιολογικών» μορφών του φασισμού την είχε διαβλέψει ήδη από την δεκαετία του ’70 ο Παζολίνι. Στα χέρια της εξουσίας, υποστήριζε ο Ιταλός κινηματογραφιστής και διανοούμενος, τα φαντάσματα του παρελθόντος αποτελούν ένα αποτελεσματικό σκιάχτρο προκειμένου να ξεπλένεται ηθικά η ίδια και να χειραγωγεί την εκλογική μάζα προς τη σωστή κατεύθυνση.
Βέβαια, θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι, πέρα από οποιαδήποτε κοινωνιολογική ή πολιτική ερμηνεία, είναι πρωτίστως η πρωτοφανής βιαιότητα του ιστορικού φαινομένου και το βαθύ τραύμα που άφησε στον ψυχισμό της ευρωπαϊκής συνείδησης που καθιστά ακόμα και σήμερα πολύ δύσκολη μια ψύχραιμη αντιμετώπισή του.
Είναι πραγματικά πολύ ενδιαφέρον το γεγονός ότι κανείς απ’ όλους αυτούς που υποστηρίζουν σήμερα ότι τα πάντα είναι κατασκευή και αφήγηση, δεν τολμά να επιδοθεί σε μια συστηματική και ουσιαστική αποδόμηση του ναζιστικού φαινομένου. Ίσως γιατί κάθε προσπάθεια αποδόμησης φέρνει μαζί της αναπόφευκτα και την άκρως επικίνδυνη σχετικοποίηση και, ως γνωστόν, ο ναζισμός είναι κάτι το πολύ σοβαρό για να καταλήξει αντικείμενο μεταμοντέρνων γλωσσικών παιγνίων.
Μόνη τρανταχτή εξαίρεση απέναντι στη γενικευμένη απροθυμία αποδόμησης μιας ιδεολογίας εμφανώς κατασκευασμένης και σαθρής, αποτελεί η επίθεση στην ρατσιστική του θεωρία και πιο συγκεκριμένα στον αντισημιτισμό. Όπως όμως γνωρίζουμε όλοι, αυτή η στοχευμένη αντιπροπαγάνδα δεν καταφέρνει να εμποδίσει την εξάπλωση των αντισημιτικών ιδεών, ούτε πολύ περισσότερο να εξουδετερώσει την γοητεία που ασκεί η ναζιστική ρητορική. Κι αυτό για τον απλό λόγο ότι ο αντισημιτισμός δεν αποτελεί ίδιον του ναζισμού, αλλά μέρος μιας ευρύτερης ευρωπαϊκής «κληρονομιάς», την οποία οι ναζιστές χρησιμοποίησαν εντέχνως προκειμένου να προωθήσουν την πολιτική τους.
Επιλέγοντας να αφήσει στο σκοτάδι τα ουσιαστικά χαρακτηριστικά του ναζισμού, η σύγχρονη δυτική κοινωνία προδίδει την απροθυμία της να κατανοήσει εις βάθος και να απομυθοποιήσει ένα φαινόμενο το οποίο προτιμά να το τοποθετεί στην ασφαλή κατηγορία του τερατώδους, κάποιου πράγματος δηλαδή που κανονικά δεν θα έπρεπε να υπάρχει σ’ αυτό που θεωρούμε ως δικό μας κόσμο.
Δεν είναι τυχαίο ότι όλες οι απόπειρες κατανόησης της ανόδου και της επικράτησης του ναζισμού εκκινούν από το ρητορικό ερώτημα, «Μα πώς είναι δυνατόν σε μια πολιτισμένη χώρα…» Καμία κοινωνιολογικού ή ψυχολογικού τύπου ερμηνεία δεν έχει κάνει μέχρι στιγμής αυτό το ερώτημα να σταματήσει να προφέρεται.
Αν ο ναζισμός σκανδαλίζει ακόμα και σήμερα (και μάλιστα σήμερα πολύ περισσότερο απ’ ότι την εποχή που πρωτοεμφανίστηκε ή τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια), είναι γιατί επιμένει να διαφεύγει απ’ όλα τα συνήθη ερμηνευτικά σχήματα του επιστημονικού ορθολογισμού. Δεν είναι τόσο το μέγεθος της βίας που δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό, όσο οι ίδιες οι ιδεολογικές της προϋποθέσεις, το ιδεολογικό της υπόβαθρο που μοιάζει να προέρχεται από τα βάθη των αιώνων και που αντιφάσκει με την θεμελιώδη ιδέα της γενικής προόδου, θέτοντας σε αμφισβήτηση ό,τι χαρακτηρίζει την εικόνα που ο νεωτερικός άνθρωπος έχει φτιάξει για τον εαυτό του.
Δεν είναι η βία που δεν συγχωρούμε στον ναζισμό, αλλά το τεράστιο κύμα ανορθολογισμού που ξεσήκωσε και το οποίο έδειξε ξεκάθαρα πόσο σαθρά ήταν τελικά τα θεμέλια της αισιόδοξα ρασιοναλιστικής σύλληψης του ανθρώπινου όντος. Γι’ αυτό κι η εμμονή των σύγχρονων ιστορικών, όπως πχ ο περίφημος Ίαν Κέρσω, σε μια καθαρά ορθολογιστική και ουδέτερη ανάλυση του φαινομένου μοιάζει περισσότερο με προσπάθεια εξορκισμού του κακού, παρά με προσπάθεια κατανόησης.
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, ο ναζισμός εμφανίζεται πάντα σαν κάτι μυστηριώδες, σαν κάτι το εξωτερικό και αλλότριο από αυτό που θά ‘πρεπε να ήταν η φυσιολογική ανθρώπινη κατάσταση. Αποτέλεσμα μιας τέτοιας οπτικής είναι το να παραμένουν για πάντα στο σκοτάδι όλοι εκείνοι οι συγγενικοί δεσμοί που, σαν άυλος ομφάλιος λώρος, ενώνουν υπόγεια το ναζισμό με το νεωτερικό πνεύμα, δεσμοί που καλύπτονται πίσω από την ίδια την μυθικο-θρησκευτική πρόσοψη της ναζιστικής ιδεολογίας.
Αν η ιστορική επιστήμη επιμένει να παίρνει στα σοβαρά αυτήν την παγανιστική πρόσοψη ως ουσία της ναζιστικής ιδεολογίας, το κάνει προκειμένου να παρουσιάσει τον ναζισμό σαν ένα απομεινάρι του σκοτεινού παρελθόντος, το οποίο δεν έχει καμία σχέση με το σημερινό επίπεδο του πολιτισμού και που οφείλουμε επιτέλους να ξεφορτωθούμε για να πάμε μπροστά. Αυτό όμως το φθηνό τέχνασμα, που μας βοηθά να επιβεβαιώνουμε με το ζόρι την ηθική υπεροχή μας, δεν καταφέρνει τίποτε άλλο παρά να παρέχει πολιτική νομιμοποίηση σ’ ένα ιδεολογικό έκτρωμα και τους οπαδούς του ενώ καταδικάζει, απ’ την άλλη, τους εχθρούς του ναζισμού σε συνεχείς εκπλήξεις και απογοητεύσεις.
Αν η εθελοτυφλία της Ευρώπης του μεσοπολέμου σε σχέση με την άνοδο του ναζισμού μπορεί έως ένα βαθμό να εξηγηθεί από την έλλειψη ιστορικής απόστασης, η οποία καθιστά πολύ δύσκολη την αντικειμενική κρίση, η αυτοτύφλωση των σημερινών ειδικών πάσης φύσεως δικαιολογείται πολύ λιγότερο. Αν και πολλές συγκριτικές μελέτες έχουν προσπαθήσει να καταγράψουν κατά καιρούς τις «εκλεκτικές συγγένειες» του ναζισμού με διάφορα πολιτικά ή πολιτισμικά φαινόμενα της ευρωπαϊκής κουλτούρας (όπως πχ η παραδοσιακά αντιδραστική ιδεολογία της γερμανικής μικροαστικής τάξης ή ο παρακμιακός, γοτθικός αισθητισμός του ρομαντισμού), λίγοι κάνουν τον κόπο να πάρουν στα σοβαρά τους μεγάλους προφήτες της μεγάλης μυθιστορηματικής παράδοσης οι οποίοι κατέγραψαν με εξαιρετική διαύγεια τις μεταμορφώσεις που υπέστη η ανθρώπινη προσωπικότητα μέσα στον κλίβανο της μοντέρνας μεγαλούπολης.
Ιδίως το μυστηριώδες αίνιγμα της εμφάνισης της ψυχολογίας του ναζισμού φωτίζεται άπλετα από τη μεγαλοφυΐα του Ντοστογιέφσκι, κυρίως στο βιβλίο εκείνο που εγκαινιάζει την περίοδο των σπουδαίων έργων του, τις Σημειώσεις από το Υπόγειο[1]. Στον μονόλογο του Υπογείου ο Ρώσος συγγραφέας ξεδιπλώνει μαεστρικά τις πιο απόκρυφες πτυχές της μοντέρνας ψυχολογίας, έτσι ακριβώς όπως τη βιώνουμε όλοι σήμερα. Το απομονωμένο, συμπλεγματικό άτομο που θρέφει συνειδητά την μνησικακία του μαζί με όνειρα θεαματικής αντεκδίκησης και εγωιστικής αυτοϊκανοποίησης αποτελεί όχι μόνο το μοντέλο του σύγχρονου κυνισμού, αλλά και του ψυχολογικού εκείνου τύπου που εκμεταλλεύτηκε η ναζιστική προπαγάνδα προκειμένου να αλώσει τις προσωπικότητες των Γερμανών.
Αν ο σύγχρονος άνθρωπος αισθάνεται όχι σαν ο ρουσσωικός «άνθρωπος της Φύσης», αλλά σαν «θιγμένος ποντικός»[2] (υπάρχει άραγε πιο εύστοχη περιγραφή για τις μεγαλοπρεπείς πόζες που έπαιρνε ο Χίτλερ και άλλα στελέχη του ναζιστικού κόμματος μπροστά στον φωτογραφικό φακό;), είναι γιατί αισθάνεται την υπερηφάνεια του να συντρίβεται επάνω στον τοίχο της απρόσωπης αναγκαιότητας των φυσικών νόμων και την ελευθερία του να απειλείται από τις αδιάσειστες επιστημονικές αλήθειες: «Εχθρός δεν υπάρχει, μα πόνος υπάρχει. Είστε πλέον σκλάβοι των δοντιών σας».[3]
Μπροστά σε αυτήν την απόλυτη έλλειψη νοήματος και το μελλοντικό «κρυστάλλινο παλάτι» που οικοδομείται για να στεγάσει την νέα, τελειοποιημένη ανθρωπότητα, ο ήρωας του Υπογείου δηλώνει απερίφραστα ότι προκειμένου να διαφυλάξει την ελευθερία του, και από καθαρό καπρίτσιο, θα διαλέξει το κακό. Μόνο το κακό θα του επιτρέψει να απαντήσει στην ταπείνωση που του επιβάλλουν οι φυσικοί νόμοι και θα ικανοποιήσει ταυτόχρονα το πάθος του για κοινωνική υπεροχή.
Η συναισθηματική αναπηρία του κομπλεξικού υπαλληλάκου που δεν μπορεί να βρει ανακούφιση σε πραγματικές ανθρώπινες σχέσεις, ξεσπάει έτσι σε μια ερωτική σχεδόν εμμονή με την ανθρωπότητα, εμμονή που εκφράζεται με σκηνοθεσίες φανταστικών θριάμβων, κατά τις οποίες ο ήρωας φαντασιώνεται ότι κατατροπώνει τους αντιπάλους του, ενώ η σωσμένη ανθρωπότητα του φιλά συγκινημένη τα πόδια.
Στο Υπόγειο ο Ντοστογιέφσκι δεν περιγράφει απλά μια στρεβλή προσωπικότητα, αλλά φωτίζει και την πηγή που ποτίζει το δέντρο της μοναχικής αλαζονείας. Πρόκειται για όλες εκείνες τις ουτοπικές θεωρίες που γεννήθηκαν από την επικράτηση του επιστημονικού θετικισμού και οι οποίες υποσχέθηκαν την λύση όλων των κοινωνικών προβλημάτων καθώς και την βελτίωση του ίδιου του ανθρώπινου είδους.
Αυτή η υπόσχεση, ακόμα και αν εκφράστηκε το 19ο αιώνα με ένα τυπικά επιστημονικό λεξιλόγιο, έχει ένα μεταφυσικό σκέλος, καθαρά θρησκευτικής προέλευσης. Ο ιστορικός René Alleau στην έρευνά του για τις πνευματικές ρίζες του ναζισμού στον γερμανικό χώρο,[4] εντοπίζει τις πρώτες εμφανίσεις οραματιστών προφητών στις θρησκευτικές εξεγέρσεις του 16ου αιώνα.
Ακόμα και η πιο συντηρητική λουθηρανική εξέγερση εναντίον του ρωμαιοκαθολικισμού μοιράζεται με την λαϊκή κίνηση των Αναβαπτιστών την ίδια βασική πεποίθηση: οι αυθεντικές πνευματικές αξίες του Χριστιανισμού προδόθηκαν από την ανώτατη εξουσία, η οποία και εμποδίζει την δημιουργία ενός επί γης παραδείσου, κοινού για όλους τους πιστούς. Οι άνθρωποι οφείλουν λοιπόν να πάρουν τα πράγματα στα χέρια τους και να δημιουργήσουν οι ίδιοι τις κατάλληλες συνθήκες για την έλευση της Δευτέρας Παρουσίας.
Εμφανίστηκαν έτσι οι πρώτοι θεόπνευστοι πολιτικοί ηγέτες που ενσάρκωσαν την πραγματική θεϊκή θέληση και ξεσήκωσαν το λαό σε ένοπλες επαναστάσεις με σκοπό την ανατροπή της καθεστηκυίας τάξης. Για πρώτη φορά στην ιστορία διαχωρίστηκαν στην συνείδηση των ευρωπαϊκών λαών η πολιτική εξουσία από την αυθεντία των επίσημων εκκλησιαστικών και πνευματικών θεσμών. Η θέληση αυτή να ιδρυθεί εδώ και τώρα η Νέα Ιερουσαλήμ εκφράζει ένα αίσθημα καθαρά νεωτερικό, την ανυπομονησία για την καταστροφή του παλιού κόσμου και την εγκαθίδρυση της Βασιλείας των Ουρανών.
Αυτό το αίσθημα ανυπομονησίας που, εκτός των άλλων, γεννήθηκε από την σταδιακή αντικατάσταση του ιδεώδους της vita contemplativa από την vita activa κατά τη διάρκεια της Αναγέννησης, έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην μετατροπή της πολιτικής σε μια νέα, κοσμική θρησκεία, η οποία και ενσωμάτωσε στην προπαγανδιστική της ρητορική τα παλιά θεολογικά σχήματα. Κορυφαίο σημείο καμπής και χαρακτηριστικότερη έκφραση αυτού του φαινομένου υπήρξε βέβαια η γαλλική επανάσταση του 1789, στην οποία και παρατηρούμε για πρώτη φορά in nuce το φαινόμενο της μεταμόρφωσης μιας επανάστασης σε ολοκληρωτικό καθεστώς.
Πολλά από τα χαρακτηριστικά που θα συναντήσουμε αργότερα σε παροξυσμική μορφή στον ναζισμό, τα εντοπίζουμε εδώ, με κυριότερο απ’ όλα τη θέληση να εξαγνιστεί το σύνολο της κοινωνίας με τρόπο συστηματικό, σχεδόν ιατρικό, και ανηλεή. Για πρώτη φορά στην ιστορία, ο εξαγνισμός αυτός δεν αφορά μόνο τα επίσημα δόγματα της εξουσίας, της δομές και τα εμβλήματά της, αλλά τον ίδιο τον πολιτισμικό και πνευματικό κορμό μιας κοινωνίας, όπως και τη ψυχή του κάθε πολίτη ξεχωριστά.
Έτσι, η εμπειρία της Ιεράς Εξέτασης θα ξαναχρησιμοποιηθεί προκειμένου να στηθεί ο μηχανισμός των επαναστατικών δικαστηρίων που θα αναλάβουν, μέσω της εργαλειοποίησης της θανατικής ποινής, την κάθαρση της κοινωνίας από τα βλαβερά στοιχεία που εμποδίζουν την ιστορική πρόοδο. Η ίδια διαδικασία κάθαρσης θα εφαρμοστεί επίσης σε πολιτιστικά μνημεία (η λεηλασία πολλών καθεδρικών ναών προαναγγέλλει το κάψιμο των βιβλίων και των πινάκων της πρωτοπορίας), αλλά και σε καθαρά αφηρημένες έννοιες όπως ο χώρος και ο χρόνος. Τίποτα δεν πρέπει να θυμίζει ότι υπήρξε το παρελθόν, ούτε καν το ημερολόγιο με τις γιορτές του, το οποίο πέφτει κι αυτό θύμα της μεταρρύθμισης.
Τα ναζιστικά αντίποινα, στα οποία όχι μόνο εκτελούνταν οι κάτοικοι ενός χωριού, αλλά ισοπεδώνονταν το ίδιο το χωριό μαζί με όλο το γύρω τοπίο, εκφράζουν την ίδια θέληση να ελεγχθεί ακόμα και η μνήμη των μελλοντικών γενεών, η μεταμόρφωση δηλαδή του παρόντος σε παρελθόν.
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα πολιτικοποίησης των πάντων προετοιμάστηκε επιμελώς εκείνο το κατασκεύασμα που συνόδευσε παντού στην Ευρώπη την άνοδο των νέων δημοκρατιών, το μοντέρνο κράτος. Εάν ο Νίτσε κατηγορείται, και ίσως δίκαια μέχρι ενός σημείου, ως υπεύθυνος για τις ηθικές εκείνες προϋποθέσεις που κατέστησαν δυνατή την επώαση της ιδεολογίας του ναζισμού, τότε υπεύθυνος για την πολιτική σκαλωσιά πάνω στην οποία χτίστηκε ο ολοκληρωτικός κρατικός μηχανισμός θα έπρεπε να θεωρηθεί ο Χέγκελ.
Η έννοια του Κράτους ως απόλυτου φορέα του ιστορικού γίγνεσθαι, στην αποτελεσματικότητα του οποίου οφείλουν να υποταχθούν τα πάντα, ήρθε να αντικαταστήσει στις δυτικές κοινωνίες τον υπερβατικό ρόλο της εκκλησίας και να εξαπλωθεί, μέσω της γραφειοκρατίας, σε όλες τις εκφάνσεις του κοινωνικού βίου. «Μία από τις πιο παράδοξες πτυχές της επανάστασης του σύγχρονου αθεϊσμού», σχολιάζει σχετικά ο René Alleau, «είναι ότι, προσπαθώντας να καταπολεμήσει τις θρησκευτικές προκαταλήψεις και την έλλειψη ανοχής, καλλιέργησε την λατρεία του Κόμματος και του Αρχηγού και την ταπεινωτική υποταγή στην πιο αιματηρή ιδεολογική αφαίρεση που εφεύρε ποτέ ο άνθρωπος, το απολυταρχικό κράτος, το οποίο διέπραξε περισσότερα εγκλήματα από οποιαδήποτε βάρβαρη ειδωλολατρεία».[5]
Δεν είναι ο ναζισμός που εφεύρε το ολοκληρωτικό κράτος, είναι η εγελιανή ιδέα του κράτους που περιείχε εν σπέρματι την ακραία μορφή που ενσάρκωσε ο ναζισμός. Το ότι ο ναζισμός είναι μια μόνο στιγμή στην εξέλιξη του κράτους γίνεται φανερό από το γεγονός ότι η επεκτατική του πολιτική του Β’ Π. Π. ήταν αποτέλεσμα σχεδιασμών που φαίνεται ότι είχαν δρομολογηθεί ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα. Ο R. Alleau, αναφερόμενος στην έρευνα του Γάλλου ιστορικού André Chéradame[6] που δημοσιεύτηκε το 1917 με αντικείμενο το παγγερμανικό σχέδιο του Πρωσσικού Επιτελείου Στρατού, παραθέτει το παρακάτω απόσπασμα: «Το Σχέδιο του 1911 προέβλεπε:
1) Τη δημιουργία μιας μεγάλης συνομοσπονδίας της κεντρικής Ευρώπης υπό γερμανική κυριαρχία, η οποία θα περιλαμβάνει την Ολλανδία, το Βέλγιο, το Λουξεμβούργο, την Ελβετία και τα γαλλικά εδάφη μεταξύ του Belfort και του ποταμού Somme, και ανατολικά την Πολωνία, τις βαλτικές χώρες και στο νότο την Αυστροουγγαρία.
2) Την απόλυτη υποταγή στην μεγάλη συνομοσπονδία όλων των βαλκανικών χωρών και την μετατροπή τους σε κράτη-δορυφόρους της Γερμανίας.
3) Την πολιτική και στρατιωτική χειραγώγηση της Τουρκίας, η οποία θα επεκτεινόταν κατόπιν στην Αίγυπτο και στο Ιράν. Η ανεξαρτησία της Τουρκίας θα ήταν μόνο επιφανειακή και θα επέτρεπε την τοποθέτηση μεγάλου αριθμού Γερμανών υπαλλήλων σε όλον τον οθωμανικό διοικητικό μηχανισμό, με πρόσχημα τις μεταρρυθμίσεις. Η γερμανική Συνομοσπονδία της Κεντρικής Ευρώπης θα πρέπει να αποτελέσει μία τεράστια «Zollverein», δηλαδή μια τελωνειακή ένωση. Με όχημα τις ειδικές εμπορικές συνθήκες που θα επιβληθούν στην Τουρκία και στις βαλκανικές χώρες, η Μεγάλη Γερμανία θα μπορέσει να εκμεταλλευτεί οικονομικά προς όφελός της τεράστιες εδαφικές εκτάσεις
[7]

Βλέπουμε εδώ καθαρά όχι μόνο τις γενικές γραμμές του σχεδίου διαχωρισμού της Ευρώπης σε δύο κομμάτια που εφάρμοσαν οι ναζί κατακτητές (οι αξιόπιστοι «σύμμαχοι» απ’ τη μια και οι προς στυγνή οικονομική εκμετάλλευση πληθυσμοί από την άλλη -πολιτική που βλέπουμε εξάλλου να εφαρμόζεται και στην σημερινή «δημοκρατική» Ευρωπαϊκή Ένωση…) αλλά και λεπτομέρειες όπως την προσάρτηση των εδαφών της βορειοανατολικής Γαλλίας για την εγκατάσταση Γερμανών πολιτών. Αυτή η συνέχεια στην εξωτερική πολιτική ενός έθνους που επιβίωσε για πενήντα χρόνια και τριών διαφορετικών πολιτευμάτων (μοναρχία, δημοκρατία, ναζισμός), είναι αρκετή, νομίζουμε, για να διαλύσει τη διαδεδομένη άποψη ότι ο Β’ Π. Π. ήταν απλά το έργο μιας κλίκας τρελών με μόνο κίνητρο το μίσος.
Αν, αντιθέτως, υπάρχει ένα χαρακτηριστικό του ναζισμού που μοιάζει να δικαιολογεί μια ψυχολογικού τύπου ερμηνεία του, αυτή είναι σίγουρα η μαζική και σε επίπεδα υστερίας προσωπολατρία του γερμανικού έθνους προς τον ίδιο τον Χίτλερ. Το φαινόμενο αυτό είναι βέβαια όντως ψυχολογικής, ή μάλλον ψυχοπαθολογικής, φύσης, όπως είναι επίσης γεγονός ότι η ναζιστική προπαγάνδα χρησιμοποίησε κατά κόρον μια θρησκευτικού τύπου φρασεολογία προκειμένου να διεγείρει τις μάζες. Φτάνει όμως αυτή η διαπίστωση για να συμπεράνουμε ότι τα ανορθολογικά στοιχεία του ναζισμού αποτελούν απλά μια αναβίωση του θρησκευτικού παρελθόντος της Ευρώπης; Αρκεί η αναφορά στον «χαρισματικό ηγέτη» για να εξηγήσουμε την μυστηριώδη γοητεία του Χίτλερ;
Νομίζουμε πως όχι, κι αυτό γιατί σε αντίθεση με τις πραγματικά μεγάλες προσωπικότητες της ιστορίας, ο Χίτλερ δεν ήταν ούτε χαρισματικός, ούτε κατ’ ελάχιστο «γοητευτικός».
Αν επιμένουμε να τον χαρακτηρίζουμε έτσι, είναι γιατί κρίνουμε εκ του αποτελέσματος, γιατί επηρεαζόμαστε από το μέγεθος της καταστροφής. Στην πραγματικότητα, κι αν κρίνουμε βασιζόμενοι σε αυτά που γνωρίζουμε για την προσωπική του ζωή, διαπιστώνουμε ότι ο Χίτλερ δεν είχε καμία από εκείνες τις ποιότητες που πάντα χαρακτήριζαν τις σπουδαίες ιστορικές μορφές: μεγάλη αυτοπεποίθηση, υψηλό δείκτη ευφυίας ή εξαιρετικές ικανότητες σε κάποιο τομέα ή γνωστικό αντικείμενο.
Σε αντίθεση με την προσωπικότητα εκείνη που χάρη στον σπάνιο συνδυασμό των ποιοτήτων της υψώνεται πέρα από τη μάζα, ο Χίτλερ, τόσο κοινωνικά όσο και ψυχολογικά, υπήρξε ένας τυπικός εκπρόσωπος του μέσου όρου των χαμηλών στρωμάτων της αυστριακής κοινωνίας, ζώντας σχεδόν στο περιθώριο και με ανύπαρκτη συναισθηματική ζωή. Όλα τα προτερήματά του εμφανίστηκαν ξαφνικά και σαν από θαύμα τη στιγμή που ο Χίτλερ έκανε την είσοδό του στην πολιτική σκηνή. Το σύνηθες αφήγημα υποστηρίζει ότι τότε ο Χίτλερ ανακάλυψε την πραγματική κλίση του, όμως είναι πολύ δύσκολο να φανταστούμε το πώς κάποιος που μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν έχει καταφέρει να κάνει ούτε ένα φίλο ή που περιόριζε τις σχέσεις του με το άλλο φύλο σε σποραδικές επισκέψεις στους οίκους ανοχής της Βιέννης, κατάφερε σε διάστημα λίγων μηνών να συνεπαίρνει τα πλήθη με το ρητορικό του ταλέντο και να προκαλεί ερωτικά ρίγη στις γυναίκες.
Πέρα από τις όποιες εικασίες μπορούμε να κάνουμε για την προέλευση αυτών των «ταλέντων»[8], η πιο λογική υπόθεση που θα μπορούσε να εξηγήσει την ξαφνική εμφάνιση αυτής της χαρισματικής προσωπικότητας του Χίτλερ ήταν ότι επρόκειτο για ένα δημιούργημα της διαφημιστικής εκστρατείας που αποκαλούμε προπαγάνδα και όχι για μια μυστηριώδη επιφοίτηση.
Η μαγνητική έλξη που εξασκούσε το πρόσωπο του Χίτλερ στα πλήθη δεν προερχόταν από μια εσωτερική ακτινοβολία, αλλά ήταν αποτέλεσμα μιας επαγγελματικά στημένης σκηνοθεσίας, στην οποία ο ίδιος ο Χίτλερ έπαιζε τον ρόλο του ως ηθοποιός. Γι’ αυτό τον λόγο, αυτή η έλξη δεν πρέπει να συγκρίνεται με τον ενθουσιασμό που μπορεί και εμπνέει ένας πραγματικός ηγέτης, αλλά με φαινόμενα μαζικής ύπνωσης, σαν κι αυτά που απεικονίζονται στην προφητική ταινία Μετρόπολις.
Η σαγήνη που εξασκούσε η μορφή και ο λόγος του Χίτλερ μοιάζει με εκείνη της θηλυκής μαριονέτας-ρομπότ, η οποία λειτουργούσε ως ένα είδος συμπυκνωτή νευρώσεων και εκμαυλιστή του πλήθους της δυστοπικής μεγαλούπολης. Αν ο χαρισματικός ηγέτης οφείλει την δημοφιλία του στις ιδιότητές του εκείνες που τον ξεχωρίζουν από το πλήθος, ο Φύρερ-ρομπότ μαγεύει τις μάζες χάρη στην απρόσωπη, μηχανική του τελειότητα με την οποία μπορεί να ταυτιστεί ο οποιοσδήποτε ανώνυμος και καταπιεσμένος ανθρωπάκος. Ο Φύρερ-ρομπότ μοιάζει με όλους και με κανένα, είναι μόνο εικόνα, κι έτσι όλοι μπορούν να προβάλλουν επάνω του τις επιθυμίες τους και τα κρυφά κόμπλεξ τους.
Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο η μορφή του Χίτλερ αποτελεί τον προάγγελο των σύγχρονων πολιτικών και των λεγόμενων διασημοτήτων, των ειδώλων που κατασκευάζονται από ομάδες ειδικών σύμφωνα με τις τεχνικές της επιστήμης της προπαγάνδας: καταιγιστική χρησιμοποίηση αρχετυπικών εικόνων, μουσικής και εννοιών με απώτερο σκοπό τον έλεγχο των κατώτερων ενστίκτων και τελικά τη χειραγώγηση της προσωπικότητας.
Ένας τέτοιος μηχανισμός μπορεί να λειτουργήσει αποτελεσματικά μόνο μέσα στα πλαίσια της μοντέρνας, μαζικής κοινωνίας όπου ο διαμεσολαβητικός ρόλος των ΜΜΕ έχει αντικαταστήσει ολοκληρωτικά κάθε παραδοσιακό κοινοτικό ή πνευματικό δεσμό που έδινε νόημα στην ανθρώπινη ύπαρξη. Η ανάσυρση της μεσαιωνικής αισθητικής ή η ρητορική περί τευτονικού ιπποτικού πνεύματος από την κομματική προπαγάνδα, δεν ήταν παρά τα μέσα με τα οποία οι αρχιτέκτονες του ναζιστικού εφιάλτη εξερέθισαν το αίσθημα ανεστιότητας και ταπείνωσης των ηττημένων Γερμανών έτσι ώστε να τους εξαχρειώσουν ηθικά και πολιτικά.
Όσοι διαπράττουν το λάθος να παίρνουν όλη αυτή την προπαγανδιστική ρητορική στην ονομαστική της αξία, είναι καταδικασμένοι να μπερδεύουν τα μέσα με τους σκοπούς της ναζιστικής πολιτικής. Νομίζουν ότι βλέπουν σ’ αυτήν μια επικίνδυνη, αλλά σίγουρα απλοϊκή και γραφική προσπάθεια επαναφοράς ενός μακρινού και ανορθολογικού παρελθόντος, ενώ στην πραγματικότητα επρόκειτο για μια επιστημονικά οργανωμένη απόπειρα να ξαναοργανωθεί η κοινωνία σε νέα θεμέλια και πάνω στις αξίες ενός αυστηρά μηχανιστικού ορθολογισμού.
Η συστηματική καλλιέργεια της σκληρότητας καθώς και ο επαγγελματισμός που χαρακτηρίζει την διάπραξη θηριωδιών είχαν ως μοναδικό στόχο τον βίαιο παραμερισμό των ηθικών αντανακλαστικών και την επιβολή μιας νέας αντι-ηθικής, η οποία και θα επέτρεπε την μετατροπή της κοινωνίας σε απέραντο εργοστάσιο και τον πλήρως πραγμοποιημένο άνθρωπο σε απλή πρώτη ύλη.
Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι τα στρατόπεδα συγκέντρωσης όπως το Άουσβιτς είχαν ένα πολύ συγκεκριμένο, πρακτικό λόγο ύπαρξης: χτισμένα δίπλα σε τεράστια βιομηχανικά συγκροτήματα, έπρεπε να προμηθεύουν νυχθημερόν τα γερμανικά εργοστάσια με εργατικά χέρια. Θα ήταν πολύ περιοριστικό να πούμε ότι μια τόσο βαθιά μεταμόρφωση της ίδιας της έννοιας του ανθρώπου έχει ως αιτία το καπιταλιστικό οικονομικό σύστημα. Αντιθέτως, θα υποστηρίζαμε ότι η ίδια η θέληση να μετατραπεί ο άνθρωπος σε εξάρτημα και εργαλείο είναι η ακραία συνέπεια της υλιστικής μεταφυσικής που διατρέχει όλο το νεωτερικό πολιτισμό.
Ήταν η σταδιακή απολυτοποίηση του cogito ergo sum και η μηχανιστική σύλληψη του σύμπαντος που οδήγησε στην αυτοθεοποίηση του Εγώ και στην ανάγκη του να μετατρέψει τον Άλλο από πρόσωπο σε μηχανή και την κοινωνία σε εργοστάσιο ή σε κάστρο του Ντε Σαντ.
Η άλωση του νεωτερικού πνεύματος από το αίσθημα του μηδενισμού ισοδυναμούσε με την κατάφαση του μοντέρνου ανθρώπου στον σατανικό πειρασμό, έτσι όπως τον εξέφρασε ο Ντοστογιέφσκι στους Αδελφούς Καραμαζώφ: «Εκεί όπου πατάει ο άνθρωπος, εκεί είναι θεϊκό το μέρος». Ο Ζακ Ελλύλ είχε διαισθανθεί ήδη από το 1945, τη στιγμή δηλαδή που η Ευρώπη πανηγύριζε την συντριβή των γερμανικών στρατευμάτων, ότι ο ναζισμός, αν και ηττημένος στρατιωτικά, είχε κερδίσει τον ιδεολογικό πόλεμο[9].
Η ναζιστική βιαιότητα είχε αναγκάσει τις δυτικές δημοκρατίες, προκειμένου να την κερδίσουν στο πεδίο της μάχης, να την μιμηθούν. Από ‘κει και πέρα, ο δρόμος ήταν ανοιχτός για το Κακό. Ο Γάλλος στοχαστής είχε κατανοήσει ότι οι μέθοδοι της ναζιστικής πολιτικής θα αποτελούσαν πλέον κληρονομιά όλων των δυτικών εθνών: ο ολοκληρωτικός πόλεμος εναντίον του άμαχου πληθυσμού, η παντοδυναμία του κράτους και της τεχνικής σε όλες της πτυχές της κοινωνικής ζωής, καθώς και η σφυρηλάτηση μιας καμουφλαρισμένης οικονομικής δικτατορίας, θα ήταν στη μεταπολεμική εποχή τα βασικά εργαλεία διαχείρισης των κοινών.
«Όλοι μιλούν σήμερα για ελευθερία, κανείς όμως δεν θέλει να τη ζήσει», γράφει ο Ελλύλ αναφερόμενος στην γενική αλλαγή νοοτροπίας που επέφερε ο ναζισμός στις ευρωπαϊκές κοινωνίες. Ο πλήρης εξανδραποδισμός του δημόσιου λόγου από τις μεθόδους της διαφημιστής προπαγάνδας και από τα παντοδύναμα ΜΜΕ -που παρατηρείται σήμερα στην διαχείριση όλων των κοινωνικών ή πνευματικών ζητημάτων- αποτελεί ίσως την πιο τρανταχτή απόδειξη για το ότι η υποδούλωση του ανθρώπου έχει ξεπεράσει το οικονομικό πεδίο και, με δόλωμα τις «χρυσές αλυσίδες», εξαπλώνεται πλέον στον εσωτερικό, πνευματικό του κόσμο.
Η μετατροπή του σύγχρονου πολίτη σε μια νευρωτική μαριονέτα, η οποία όμως είναι πεπεισμένη ότι απολαμβάνει το μέγιστο βαθμό ελευθερίας που γνώρισε ποτέ ο άνθρωπος, αποτελεί το απόλυτο τέχνασμα και την ύστατη πιρουέτα του σατανικού μηχανισμού που εγκαινίασε ο ναζισμός κι ο οποίος ακόμα και σήμερα προελαύνει ακάθεκτος.

[1] Φ. Ντοστογιέφσκι, Υπόγειο, Ινδικτος 2010.
[2] ό.π., σελ. 32.
[3] 3ό.π., σελ. 38.
[4] René Alleau, Hitler et les sociétés secrèts, Editions Tallandier, 2014 Paris.
[5] ό. π., σελ. 267.
[6] André Chéradame, Le plan pangermaniste démasqué. Le redoutable piège berlinois de «la partie nulle», εκδόσεις Plon-Nourrit 1917.
[7] R. Alleau, σελ. 158-163.
[8] Ο R. Alleau υποστηρίζει ότι ο Χίτλερ εκπαιδεύτηκε σε πνευματιστικές μεθόδους ύπνωσης μέσα στους αποκρυφιστικούς κύκλους του μεσοπολεμικού Μονάχου και πιο συγκεκριμένα στην διαβόητη μυστική εταιρία Thule Gesellschaft, μέλη της οποίας αποτελούσαν όλα τα κορυφαία στελέχη του μετέπειτα NSDAP, όπως και ο ιστορικός ιδρυτής του κόμματος Anton Drexler. Βλ. Hitler et les sociétés secrèts, σελ. 215 – 233.
[9] Jacques Ellul – Victoire d’Hitler ? Άρθρο δημοσιευμένο στην εφημερίδα Réforme, το Σάββατο 23 Ιουνίου 1945.

από το «http://www.respublica.gr/»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου