π. Θωμάς Βαμβίνης
[...] Ο κόσμος μας, όπως κυρίως τόν περιγράφουν τά Μ.Μ.Ε καί
όπως τόν αντιλαμβανόμαστε στήν καθημερινή τριβή μας μέ τούς συνανθρώπους
μας καί μέ τίς λειτουργίες ή δυσλειτουργίες τών διαφόρων θεσμών τής
κοινωνίας μας, δείχνει ότι συχνότερα κινείται μέ «καύσιμο υλικό» τό ψέμα
καί όχι τήν αλήθεια· τό ψέμα καί μέ τήν μορφή τού αναληθούς ή
παραπλανητικού λόγου καί μέ τήν μορφή τού λανθασμένου (ψευδούς) τρόπου
ζωής· ενός τρόπου χωρίς αλήθεια, χωρίς διάκριση καλού καί κακού, χωρίς
τιθάσευση όλων τών ψυχικών καί σωματικών δυνάμεων στήν «ενάρετη πορεία»
πρός τήν ενυπόστατη αλήθεια, τό ενυπόστατο αγαθό.
Δέν είναι υπερβολή νά πούμε ότι οι σημαντικότερες
πολιτικές καί οικονομικές δομές τού κόσμου μας θεμελιώνονται πάνω σέ
αρχές πού καθορίστηκαν από τίς απάνθρωπες καί αντιχριστιανικές απόψεις
τού Νίτσε καί όχι από τόν πόνο άλλων φιλοσόφων, κοινωνικών
μεταρρυθμιστών ή σωφρόνων ηγετών, καί προπαντός όχι από τήν διδασκαλία
καί τήν ζωή τού Χριστιανισμού.
Παντού κερδίζει τίς μάχες καί πλεονεκτεί «η θέληση γιά
δύναμη». Τό Κράτος μέ μέριμνα γιά τόν πολίτη, μέ μέριμνα γιά τούς
αδύναμους σωματικά, διανοητικά ή απλώς καί μόνον οικονομικά, εξασθενεί.
Καί νά θέλη νά μεριμνήση γι’ αυτούς, εμποδίζεται από τούς ισχυρούς
δανειστές του, τούς «δημιουργούς» τού νέου κόσμου, οι οποίοι τό εξωθούν
στό νά αποβάλη τίς «αντιαναπτυξιακές» ευαισθησίες του. Ιδιαίτερα η αγάπη
(μέ ηθικό, εννοείται, καί όχι θεολογικό περιεχόμενο, ανέφικτο άλλωστε
γιά τούς έξω από τήν ζωή τής Εκκλησίας) αντιμετωπίζεται ως μιά
αντιπαραγωγική έννοια, πού δέν βοηθά στήν ανέλιξη τής οικονομικής
ισχύος, οπότε δέν επιτρέπεται στό περιεχόμενό της νά εμποτίζη νόμους καί
αποφάσεις πού ρυθμίζουν τήν ζωή τού σύγχρονου κόσμου. Έτσι, η
αλληλεγγύη αφήνεται στίς ενοριακές κοινότητες τών Χριστιανών καί στίς
ιδιωτικές πρωτοβουλίες κάποιων ακόμη «περιθωριακών» ή κάποιων
«ονειροπόλων ισχυρών» πού κατορθώνουν νά κρατούν αλώβητη τήν ανθρωπιά
τους μέσα στήν ψυχρότητα τής νοοτροπίας πού καθορίζει τήν δομή καί τήν
λειτουργία τής σύγχρονης οικονομίας.
Σέ ισχυρά κράτη, σέ κατόχους τού χρήματος, αλλά καί σέ
θρησκείες ξένες πρός τήν Ορθόδοξη Χριστιανική αποκάλυψη, υπάρχει δίψα
γιά δύναμη, γιά κυριαρχία καί επιβολή στούς άλλους. Μέσα σ’ αυτήν τήν
δίψα βρίσκεται η αιτία τών περισσοτέρων αδικιών καί τών μεγαλυτέρων
εγκλημάτων πού γίνονται στόν σύγχρονο κόσμο. Σ’ αυτήν ριζώνει κάθε
μορφής τρομοκρατία. Μέσα σ’ αυτήν τήν δίψα δέν μπορεί νά επιβιώση η
διάκριση καλού καί κακού, δέν μπορεί νά γίνη συζήτηση γιά τήν αλήθεια,
καί οι χριστιανικές αρετές, ιδιαίτερα η ευσπλαχνία, θεωρούνται
«διαφθορά» τής ανθρώπινης θέλησης.
Ένας παλιός Γερμανός πολιτικός είπε γιά τήν ευρωπαϊκή
πολιτική τών Χριστιανοδημοκρατών τής Γερμανίας ότι ούτε ευρωπαϊκή είναι
ούτε χριστιανική. Πιθανώς νά έβλεπε, ως Γερμανός, καθαρότερα από άλλους
ετεροεθνείς αναλυτές τής σύγχρονης γερμανικής πολιτικής, ότι στίς
μεθόδους καί τίς στοχεύσεις της επιβιώνουν μέ μανδύα
χριστιανοδημοκρατικό χαρακτηριστικές αντιχριστιανικές απόψεις τού Νίτσε.
Οι υπερβολές τού Νίτσε, ανάμεικτες μέ πολλές διεισδυτικές παρατηρήσεις
του γιά τήν τραγικότητα τής ανθρώπινης εμπάθειας, φαίνεται ότι ελκύουν
τήν προσοχή καί τήν συμπάθεια πολλών «συνετών κατά σάρκα», όχι μόνο στήν
Γερμανία, κυρίως όμως στούς «υπερβόρειους λαούς», γιά τούς οποίους ο
Νίτσε φιλοσοφούσε τόν αντιχριστιανισμό του.
Είναι χρήσιμο νά θυμηθούμε κάποιες απόψεις του τίς
οποίες αισθανόμαστε, οι μή «υπερβόρειοι» Έλληνες, ως τό θεωρητικό
υπόβαθρο πολιτικών πού μάς επιβάλλονται έξωθεν, οι οποίες μάς πιέζουν
καί εξαχρειώνουν τόν ελεύθερο χαρακτήρα μας.
Γιά τόν Νίτσε δέν υπάρχει καλό ή κακό μέ τήν κοινή ηθική
έννοια. Υπάρχει μόνο «δίψα γιά δύναμη», η οποία πρέπει διαρκώς νά
ικανοποιείται μέ τήν ενεργοποίηση όλων τών πρωτόγονων ενστίκτων μας. Στό
βιβλίο του: Ο Αντίχριστος, γράφει:
«Τί είναι καλό; Ό,τι ανυψώνει στόν άνθρωπο τό αίσθημα τής δύναμης, τή θέληση γιά απόκτηση δύναμης, τήν ίδια τή δύναμη.Τί είναι κακό; Ό,τι γεννιέται από τήν αδυναμία.Τί είναι ευτυχία; Τό αίσθημα ότι η δύναμη μεγαλώνει —ότι μιά αντίσταση εξουδετερώνεται».
Καί παρακάτω συμπληρώνει:
«Τί είναι τό πιό θλιβερό από οποιοδήποτε ελάττωμα; Η ενεργός συμπόνοια όλων τών αποτυχημένων καί τών αδύναμων: ο Χριστιανισμός».
Ο Νίτσε δέν ανέχεται τήν χριστιανική ευσπλαχνία. Γράφει:
«Ο Χριστιανισμός ονομάζεται θρησκεία τής ευσπλαχνίας. Η ευσπλαχνία έρχεται σέ αντίθεση πρός τά τονωτικά συναισθήματα πού αυξάνουν τή ζωτικότητά μας· προκαλεί κατάπτωση. Χάνουμε δύναμη όταν νιώθουμε ευσπλαχνία. Μέ τήν ευσπλαχνία αυξάνεται καί πολλαπλασιάζεται η απώλεια δύναμης πού δημιουργείται στή ζωή απ’ τόν πόνο. Η ευσπλαχνία κάνει μεταδοτικό τόν πόνο».
Καταλαβαίνει ότι «η ευσπλαχνία κάνει μεταδοτικό τόν
πόνο», καί μέ δικά μας λόγια, ότι η αληθινή αγάπη έχει πόνο. Βλέπει όμως
τόν πόνο χωρίς ελπίδα καί χωρίς «ζωτική δύναμη», γιατί τόν έχει
αποξενώσει από τήν ανακαινιστική δύναμη τού σταυρού. Ο Νίτσε δέν
πιστεύει στόν σταυρό. Δέν πιστεύει ούτε στόν Θεό ούτε στόν άνθρωπο.
Οιστρηλατείται μόνον από τόν επινοημένο από τόν ίδιο υπεράνθρωπο.
Ο Νίτσε ήθελε νά υποβάλη σέ επαναξιολόγηση όλες τίς
«αλτρουιστικές καί εξισωτικές αξίες, όπως ο οίκτος, η αυτοθυσία καί τά
ίσα δικαιώματα. Γιά τόν Νίτσε, η νεοτερική πολιτική στηρίζεται σέ μεγάλο
βαθμό σέ μιά κοσμική κληρονομιά τών χριστιανικών αξιών (ερμηνεύει τή
σοσιαλιστική διδασκαλία τής ισότητας, παραδείγματος χάριν, μέ όρους μιάς
εκκοσμίκευσης τής χριστιανικής πίστης στήν ισότητα όλων τών ψυχών
ενώπιον τού Θεού)» (Keith Ansell-Pearson, από τήν Εισαγωγή στό βιβλίο τού
Νίτσε: Γενεαλογία τής ηθικής).
Η Νίτσε απορρίπτει τόν «διεφθαρμένο» από τήν
εκκοσμικευμένη χριστιανική συμπόνοια σοσιαλισμό. Ανησυχεί, μάλιστα,
γιατί διαπιστώνει σέ φιλοσόφους, αλλά ακόμη καί σέ λογοτέχνες καί
καλλιτέχνες (τούς οποίους φαίνεται ότι συμπαθούσε πιό πολύ απ’ τούς
φιλοσόφους) «επικίνδυνη συσσώρευση ευσπλαχνίας». Αυτήν τήν κατ’ αυτόν
«αρρώστια» θέλει νά τήν θεραπεύση, γι’ αυτό γράφει:
«Μέσα στήν ανθυγιεινή σύγχρονη κατάσταση, τίποτε δέν είναι πιό ανθυγιεινό απ’ τήν ευσπλαχνία. Νά γίνουμε γιατροί σ’ αυτή τήν περίπτωση, νά γίνουμε ανελέητοι, νά βάλουμε τό νυστέρι —αυτό είναι τό καθήκον μας, αυτός είναι ο τρόπος μέ τόν οποίο αγαπάμε εμείς τόν άνθρωπο, γι’ αυτό είμαστε φιλόσοφοι, εμείς οι Υπερβόρειοι!».
Στίς μέρες μας οι «Υπερβόρειοι» μάς δείχνουν (σέ όλους
τούς λαούς τού Νότου) τήν ανελέητη νιτσεϊκή τους αγάπη. Μάς αγαπούν μέ
τόν τρόπο τους. Μόνον πού ο τρόπος τους περιγράφεται μέ μεγάλη ακρίβεια
στό βιβλίο τού Νίτσε: Ο Αντίχριστος. Είναι μιά αγάπη πού θά ταιριάζη
πιθανώς στό πνεύμα τού Αντιχρίστου. «Αγάπη» ανελέητη, στόν αντίποδα τής
χριστιανικής ευσπλαχνίας.
Μέ αυτού τού είδους τήν αγάπη δέν έχει καμμιά σχέση η
αλήθεια, η οποία γιά τούς Χριστιανούς (Υπερβόρειους καί Νότιους) είναι ο
Χριστός. Αυτό τό γνώριζε καλά καί ο Νίτσε, γι’ αυτό έγραφε:
«Όσο ο ιερέας θά θεωρείται ένα ανώτερο είδος ανθρώπου… δέν υπάρχει απάντηση στό ερώτημα: τί είναι αλήθεια; Η αλήθεια ήδη στηρίζεται στό κεφάλι της, δηλαδή αντιστρέφεται…».
Θεωρούσε τήν Χριστιανική θεολογία καί τήν
εκκλησιαστική πράξη ως αντιστροφή τής αλήθειας.
Τό σύστημα τού Νίτσε ήταν άσχετο μέ τήν ευαγγελική
αγάπη, γι’ αυτό δέν μπορούσε νά ανεχθή τήν ευαγγελική αλήθεια, τόν
Χριστό καί τόν λόγο Του. Παρά τόν αντιχριστιανισμό του, όμως, η σύγχρονη
χριστιανοδημοκρατική Ευρώπη φαίνεται ότι πολιτεύεται κατά τό σύστημά
του. Τό θέμα είναι εμείς, ως λαός καί ως Κράτος, παρά τά βάσανά μας,
«αληθεύοντες» νά μήν τούς μοιάσουμε στό ανελέητο τής «αγάπης» τους.
Νίτσε και Καζαντζάκης
Ο Νίκος Καζαντζάκης γράφει για το Φ. Νίτσε (στην Αναφορά στο Γκρέκο - το αντιγράφουμε από εδώ):
Μια μέρα εκεί που διάβαζα σκυμμένος στη Βιβλιοθήκη της Άγιας
Γενεβιέβης, μια κοπέλα με ζύγωσε κι έγειρε από πάνω μου. Κρατούσε
ανοιχτό ένα βιβλίο κι είχε βάλει το χέρι της κάτω από τη φωτογραφία ενός
αντρός που ‘χε το βιβλίο, για να κρύψει τ’ όνομά του, και με κοίταζε με
κατάπληξη.
-Ποιος είναι αυτός; με ρώτησε δείχνοντάς μου την εικόνα.
Σήκωσα τους ώμους: -Πώς θέλετε να ξέρω; Είπα.
-Μα είστε εσείς, έκαμε η κοπέλα, εσείς, απαράλλαχτος. Κοιτάχτε το
μέτωπο, τα πυκνά φρύδια, τα βαθουλά μάτια. Μονάχα που αυτός είχε χοντρά
κρεμαστά μουστάκια, κι εσείς δεν έχετε.
Κοίταξα αλαφιασμένος: -Ποιος είναι λοιπόν; Έκανα προσπαθώντας ν’ αναμερίσω το χέρι της κοπέλας, να δω τ’ όνομα.
-Δεν τον γνωρίζετε; Πρώτη φορά τον βλέπετε;
Ο Νίτσε! Ο Νίτσε! Είχα ακούσει τ’ όνομά του, μα δεν είχα ακόμα τίποτα διαβάσει δικό του.
-Δε διαβάσατε τη Γένεση της Τραγωδίας, το Ζαρατούστρα του; Για τον Αιώνιο Γυρισμό, για τον Υπεράνθρωπο;
-Τίποτα, τίποτα, απαντούσα ντροπιασμένος, τίποτα.
-Περιμένετε! Είπε κι έφυγε η κοπέλα πεταχτή.
Σε λίγο μου ‘φερνε το Ζαρατούστρα.
-Να, είπε γελώντας, να λιονταρίσια θροφή για το μυαλό σας – αν έχετε μυαλό. Κι αν το μυαλό σας πεινάει.
Ετούτη στάθηκε μια από τις πιο αποφασιστικές στιγμές της ζωής μου.
Εδώ, στη Βιβλιοθήκη της Άγιας Γενεβιέβης, με τη μεσολάβηση μιας άγνωστης
φοιτήτριας, μου ‘χε στήσει καρτέρι η μοίρα μου. Εδώ με περίμενε,
φλογερός, αιματωμένος, μεγάλος πολεμιστής, ο Αντίχριστος. Στην αρχή με
κατατρόμαξε. Τίποτα δεν του ‘λειπε: αναίδεια κι αλαζονεία, μυαλό
απροσκύνητο, λύσσα καταστροφής, σαρκασμός, κυνισμός, ανόσιο γέλιο, όλα
τα νύχια, τα δόντια και τα φτερά του Εωσφόρου.
Μα με είχε συνεπάρει η ορμή του κι η περηφάνια, με είχε μεθύσει ο
κίντυνος και βυθίζουμουν μέσα στο έργο του με λαχτάρα και τρόμο, σα να
‘μπαινα σε βουερή ζούγκλα, γεμάτη πεινασμένα θεριά και ζαλιστικά
σερνικολούλουδα. Βιάζουμουν να τελειώσουν τα μαθήματα στη Σορβόννη, να
βραδιάσει, να γυρίσω σπίτι, να ‘ρθει η σπιτονοικοκυρά να ανάψει το τζάκι
και ν’ ανοίξω τα βιβλία του –πυργώνουνταν όλα απάνω στο τραπέζι μου–
και να αρχίζω μαζί του το πάλεμα.
Σιγά σιγά είχα συνηθίσει τη φωνή του, την κομμένη ανάσα του, τις
κραυγές του πόνου του. Δεν ήξερα, τώρα το μάθαινα, πως κι ο Αντίχριστος
αγωνίζεται κι υποφέρει όπως κι ο Χριστός και πως κάποτε, στις στιγμές
του πόνου τους, τα πρόσωπά τους μοιάζουν. Ανόσιες μου φάνταζαν
βλαστήμιες τα κηρύγματά του, κι ο Υπεράνθρωπός του δολοφόνος του Θεού.
Κι όμως μια μυστική γοητεία είχε ο αντάρτης ετούτος, μαυλιστικό ξόρκι
τα λόγια του, που ζάλιζε και μεθούσε κι έκανε την καρδιά σου να
χορεύει. Αλήθεια, ένας χορός διονυσιακός ο στοχασμός του, ένας όρθιος
παιάνας που υψώνεται θριαμβευτικά στην πιο ανέλπιδη στιγμή της
ανθρώπινης κι υπερανθρώπινης τραγωδίας. Καμάρωνα, χωρίς να το θέλω, τη
θλίψη του, την παλικαριά του και την αγνότητα και τις στάλες τα αίματα
που περιράντιζαν το μέτωπό του, σαν να φορούσε και τούτος, ο
Αντίχριστος, αγκάθινο στεφάνι.
Σιγά σιγά, χωρίς να το ‘χω διόλου συνειδητά στο νου μου, οι δυο
μορφές, Χριστός κι Αντίχριστος, έσμιγαν. Δεν ήταν λοιπόν ετούτοι οι δυο,
προαιώνιοι οχτροί, δεν είναι ο Εωσφόρος αντίμαχος του Θεού, μπορεί ποτέ
το Κακό να μπει στην υπηρεσία του Καλού και να συνεργαστεί μαζί του; Με
τον καιρό όσο μελετούσα το έργου του αντίθεου προφήτη, ανέβαινα από
σκαλί σε σκαλί σε μια μυστική παράτολμη ενότητα. Το Καλό και το Κακό,
έλεγα, είναι οχτροί, να το πρώτο σκαλοπάτι της μύησης.
Το Καλό και το Κακό είναι συνεργάτες, αυτό είναι το δεύτερο, το πιο
αψηλό σκαλοπάτι της μύησης. Το Καλό και το Κακό είναι ένα! Αυτό ‘ναι το
πιο αψηλό, όπου ως τώρα μπόρεσα να φτάσω σκαλοπάτι. […] Λιονταρίσια η
τροφή που με τάισε ο Νίτσε στην πιο κρίσιμη, την πιο πεινασμένη στιγμή
της νιότης. Θράσεψα, δεν μπορούσα πια να χωρέσω στο σημερινό άνθρωπο,
όπως εκατάντησε, μήτε στο Χριστό, όπως τον κατάντησαν.
Α! φώναζα αγαναχτισμένος, η παμπόνηρη θρησκεία που μετατοπίζει τις
αμοιβές και τιμωρίες σε μελλούμενη ζωή, για να παρηγορήσει τους
σκλάβους, τους κιότηδες, τους αδικημένους, και να μπορέσουν να βαστάξουν
αγόγγυστα τη σίγουρη ετούτη επίγεια ζωή και να σκύβουν υπομονετικά το
σβέρκο στους αφεντάδες! Τι οβραίικη Αγία Τράπεζα η θρησκεία ετούτη, που
δίνεις μια πεντάρα στην επίγεια ζωή κι εισπράττεις αθάνατα εκατομμύρια
στην άλλη! Τι απλοϊκότητα, τι πονηριά, τι τοκογλυφία! Όχι, δεν μπορεί να
‘ναι λεύτερος που ελπίζει Παράδεισο ή που φοβάται την Κόλαση.
Ντροπή πια να μεθούμε στις ταβέρνες της ελπίδας! Ή κάτω στα υπόγεια
του φόβου. Πόσα χρόνια και δεν το ‘χα καταλάβει, κι έπρεπε να ‘ρθει ο
άγριος ετούτος προφήτης να μου ανοίξει τα μάτια! […] Κι άξαφνα η
Εκκλησία του Χριστού, όπως την κατάντησαν οι ρασοφόροι, μου φάνταξε μια
μάντρα, όπου μερόνυχτα βελάζουν, ακουμπώντας το ένα στο άλλο, χιλιάδες
πρόβατα κυριεμένα από πανικό κι απλώνουν το λαιμό κι αγλείφουν το χέρι
και το μαχαίρι που τα σφάζει. Κι άλλα τρέμουν γιατί φοβούνται πως θα
σουβλίζουνται αιώνια στις φλόγες, κι άλλα βιάζουνται να σφαχτούν για να
βόσκουν στους αιώνες των αιώνων σε αθάνατο ανοιξιάτικο χορτάρι.[…]
"Ν": Κλείνοντας αυτή την ανάρτηση, δε μπορώ να μην ανεβάσω το παρακάτω, που είδα σε αυτό το φόρουμ:
Για ένα μεγάλο διάστημα δεν μπόρεσα να διαβάσω τίποτε καινούργιο...
Κατέφυγα σε παλιά, γνώριμα, πολυδιαβασμένα βιβλία. Ίσως γιατί ένοιωθα την ανάγκη να μην αλλοτροιωθώ, ίσως γιατί ένοιωθα την ανάγκη να μείνω όρθια, ίσως γιατί ένοιωθα την ανάγκη να παλέψω, ίσως γιατί ένοιωθα την ανάγκη να συγκρουστώ, ίσως γιατί ένοιωθα την ανάγκη να ρωτήσω....
Και σε τέτοιους καιρούς, οι πιστοί φίλοι είναι πάντα εκεί, δίπλα στο προσκεφάλι σου, για να σε καθοδηγούν:
ΤΑΔΕ ΕΦΗ ΖΑΡΑΤΟΥΣΤΡΑ - ΦΡΕΙΔΕΡΙΚΟΥ ΝΙΤΣΕ
.... "Μόνοι, αδερφοί μου να διώξετε μακριά τους σκύλους, τους σάπιους ποδογλύφτες και όλο το εξημμένο σκυλολόι που τρέφεται από τον ιδρώτα κάθε ήρωα..."
..."Αλοίμονο θα΄ρθει ο καιρός του πιο αξιοπεριφρόνητου ανθρώπου που δεν θα μπορεί πια να περιφρονεί ο ίδιος τον εαυτό του..."
... "Να μετατρέψεις το έτσι συμβαίνει στο έτσι θέλησα. Αυτό ονομάζω λύτρωση..."
Και όταν ο Νίτσε κοιμάται στο προσκεφάλι μου γιατί κουράστηκε να μ ενθαρρύνει, πάντα υπάρχει ο δικός μας, ο μοναδικός Ελληνας...ΑΣΚΗΤΙΚΗ - ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ
... "Δεν είμαι καταφύγι. Δεν είμαι πατέρας, δεν είμαι γιός, δεν είμαι πνεύμα. Είμαι ο στρατηγός σου.
Δεν είσαι δούλος μου, ούτε παιχνίδι στις παλάμες μου. Δεν είσαι φίλος μου, δεν είσαι παιδί μου. Είσαι ο σύντροφός μου στη μάχη
Κράτα γερά τα στενά που σου εμπιστεύτηκα. Μην τα προδώσεις. Χρέος έχεις και μπορείς στο δικό σου τομέα να γίνεις ήρωας.
Αγάπα την ευθύνη. Πες: έχω χρέος να σώσω τη γης. Αν δεν σωθεί εγώ φταίω...."
..." - Που πάμε; Θα νικήσουμε ποτέ;
- ΣΩΠΑ. ΟΙ ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ ΔΕΝ ΡΩΤΟΥΝΕ"
Είμαι σίγουρη πως όλοι σας έχετε διαβάσει και τα δύο αυτά βιβλία... Μήπως είναι καιρός να τα κατεβέσετε και σεις όπως και εγώ από τη βιβλιοθήκη και να τα βάλετε για λίγο στο προσκεφάλι σας;
Εμένα μου δίνουν δύναμη.....
*****
Το
σχόλιό μας (αν και μάλλον δε χρειάζονται σχόλια): Η παραπάνω ανάρτηση
με εξέπληξε και κάπως με έκανε να πονέσω. Σε τι ακριβώς ενθαρρύνουν και
δυναμώνουν την καταπληγωμένη ψυχή αυτά τα αναγνώσματα;
Κλικ εδώ, παρακαλώ! |
Ορίστε η δύναμη
που δίνουν οι υπερανθρώπινες φαντασιώσεις, με τις οποίες τρέφονται οι
δυστυχείς αναγνώστες μανιφέστων του μηδενισμού. Εμάς μας δίνουν δύναμη
το Ευαγγέλιο, οι βιογραφίες των αγίων μας
- καθόλου πιο "αδύναμων" από τους φανταστικούς υπερανθρώπους των δύο
ανωτέρω στοχαστών (ο Θεός να τους αναπαύσει, ΑΝ Τον καταδέχονται στην
καρδιά τους), αλλά με πολύ μεγάλη αγάπη - και τα Μυστήρια της αγίας Εκκλησίας μας.
Ποια
δύναμη; Τη δύναμη της αγάπης. Αυτήν, που πολλοί πληγωμένοι συνάνθρωποί
μας δεν πιστεύουν καν ότι υπάρχει... Όχι τη δύναμη της εξουσίας και της
δίψας για την εξουσία.
Ας διαλέξει κάθε συνάνθρωπός μας, κάθε αδελφός μας, ποια από τις δυο δυνάμεις θα κάνει καλύτερη τη ζωή του και τον κόσμο όλο...
Κλείνω
με αγάπη προς όλους και χωρίς διάθεση να κρίνω κανένα. Ο Χριστός είναι
μια πρόσκληση - ακόμα και για τον "Αντίχριστο" (όπως χαρακτήρισε ο ίδιος
τον εαυτό του) Νίτσε, και τον κάθε Νίτσε.
Και:
ΣΩΤΗΡΗΣ ΓΟΥΝΕΛΑΣ: μια ορθόδοξη κριτική στον Νίτσε
Νίτσε και Φρόυντ περί Χριστιανικής αγάπης
Ο Καλός Άθεος
Ο θάνατος του Θεού και του πλησίον
Νίτσε και Φρόυντ περί Χριστιανικής αγάπης
Ο Καλός Άθεος
Ο θάνατος του Θεού και του πλησίον
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου