Πέμπτη 22 Απριλίου 2021

Το δράμα των προσφύγων του Πόντου

 

Παναγιώτα Μπάτσιου – Άντσου

 Ο ΚΥΡ ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΑΜΨΟΥΝΤΑ.
ΤΟ ΔΡΑΜΑ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ1

Στα 1930 μια ασκητική μορφή σε ημιπαράλυτη σχεδόν κατάσταση, από τις κακουχίες και τα μαρτύρια στη Ρωσία, εγκαθίσταται μόνιμα πια στο χωριό Σίψα (Ταξιάρχες) της Δράμας. Νωρίτερα, είχε ήδη περιπλανηθεί σε διάφορα χωριά της Μακεδονίας μας. Μοναδική του περιουσία κάποια εκκλησιαστικά βιβλία στη γεωργιανή γλώσσα, λιγοστά φτωχικά άμφια και εικονίσματα. Ποιος φανταζόταν ποτέ ότι αυτό το άσημο χωριουδάκι θα γινόταν γνωστό σ’ όλη την Ελλάδα από την παρουσία του μετέπειτα Μακάριου Γέροντα!

Οι κάτοικοι του χωριού, πρόσφυγες στην πλειονότητά τους από διάφορα μέρη του Πόντου, έτρεξαν όλοι, μικροί και μεγάλοι, να πάρουν την ευχή του νεαρού Μοναχού.

Μερικοί προθυμοποιήθηκαν να τον φιλοξενήσουν στα σπίτια τους.2. εκείνος όμως αρνείτο επίμονα, λέγοντας πως θα φιλοξενηθεί στο σπίτι του ανθρώπου που δεν έσπευσε να τον προϋπαντήσει. Πράγματι, συζητώντας οι χωριανοί το θέμα μεταξύ τους και από στόμα σε στόμα, ανακάλυψαν πως μόνον ένας δε νοιάστηκε να πάρει την ευχή του καλόγερου, ο ανυπότακτος και τραχύς στο χαρακτήρα Αναστάσης Σπυριδόπουλος. Έτσι μετά από επιμονή των γειτόνων, πήγε, κάπως καθυστερημένα, κι ο Αναστάσης να γνωρίσει το νιοφερμένο και σπάνιο επισκέπτη. Δεν επέστρεψε όμως μονάχος. Στις πλάτες του σήκωνε -εικόνα που επαναλαμβανόταν συχνά αργότερα- τον καχεκτικό και φιλάσθενο μοναχό. Η επιλογή του Γέροντα ήταν το πρώτο δείγμα, για τους χωριανούς, του διορατικού του χαρίσματος, καθώς ο Ανα­στάσης ήταν ο μόνος ανύπαντρος σε ώριμη ηλικία, χωρίς ιδιαίτερα οικογενειακά βάρη, κι ως εκ τούτου, η παρουσία του καλόγερου δεν είχε να ενοχλήσει κανένα. Ο Αναστάσης κι η οικογένειά του αργότερα έζησαν πολλά θαυμαστά γεγονότα, χάρη στο Γέροντα Γεώργιο Καρσλίδη

Είναι λοιπόν η πολυκύμαντη ζωή του κυρ-Αναστάση Σπυριδόπουλου και ολόκληρης της οικογένειάς του -καθώς το δράμα αυτής της οικογένειας είναι αντιπροσωπευτικό της περιπέτειας του Ποντιακού Ελληνισμού κατά τον ξεριζωμό του από τις πατρογονικές του εστίες- που θα μας απασχολήσει παρακάτω. Προσπάθησα πρόσωπα και γεγονότα να τα τοποθετήσω, κατά το δυνατό, στο ιστορικό τους πλαίσιο. Έτσι, για να μη λησμονούν οι μεγαλύτεροι και για να γνωρίζουν οι νεώτεροι άγνωστες πτυχές της πρόσφατης ιστορίας μας. Ο κυρ-Αναστάσης λοιπόν γεννήθηκε το 1902 στο Κεμπισλή της Σαμψούντας. Αν η προσωπική του ιστορία δεν ήταν όμοια με του κάθε Ρωμιού στη συμφορά του Πόντου και της Μικρασίας, δεν θα ‘κανα τον κόπο να την καταγράψω, καθώς ο λόγος μου μάλιστα είναι αρκετά άκομψος και άμουσος. Σύμφωνα με την αφήγησή του, ήταν ο μεγαλύτερος από τα τέσσερα αδέλφια του, τρία αγόρια κι ένα κορίτσι. Ο πατέρας του, όταν η βία και η καταπίεση των Τούρκων έγινε αφόρητη για το ελληνικό στοιχείο του Πόντου, μαζί με άλλα παλληκάρια της περιοχής βγήκε στα βουνά για αντίσταση3. Από κει, αργότερα, πέρασε στη Ρωσία και τα ίχνη του χάθηκαν για αρκετά χρόνια.

Έτσι, μια ολόκληρη φαμίλια έμεινε απροστάτευτη. Κι η μάνα όμως του κυρ – Αναστάση δεν άντεξε πολύ. Καθώς η ευθύνη βάρυνε διπλά τους ώμους της, μετά την απουσία του συζύγου της, λύγισε και σύντομα έφυγε απ’ τον κόσμο αυτό, εγκαταλείποντας απορφανισμένα τ’ ανήλικα. Πίσω, απόμεινε η πεθερά της, ανήμπορη γερόντισσα κι αυτή, ανίκανη ν’ αναλάβει τη φροντίδα και την κηδεμονία ανήλικων παιδιών. Έτσι η Ελένη, άκληρη θεία του κυρ-Ανα­στάση, ανέλαβε την ανατροφή δύο ανεψιών της, της Μαρίας εννέα χρόνων και του Αχιλλέα πέντε. Ο δωδεκάχρονος αδελφός, ο Παύλος οδηγήθηκε στο Αμερικάνικο Ορφανοτροφείο, όπου όμως πέθανε σε δύο χρόνια από επιδημική νόσο.

Ο Αναστάσης, παιδί στην εφηβεία του, δέχθηκε το προστατευτικό χέρι ενός γείτονα Τούρκου οικογενειάρχη. Για ν’ αποφύγει τον κίνδυνο, ντύθηκε έτσι, που να φαίνεται σωστό τουρκόπουλο, ώστε να μην κινεί την υποψία των Τούρ­κων4. Το ελληνόπουλο βολεύτηκε αρκετά καλά στη νέα του οικογένεια. Ο πατέρας της οικογένειας, βλέποντας την προκοπή του νέου, αποφάσισε να τον κρατήσει για πάντα κοντά του. Τον δέσμευσε αρραβωνιάζοντάς τον με μια από τις κόρες του. Ο Αναστάσης, αφού κέρδισε την εμπιστοσύνη της φιλόξενης οικογένειας, ανέλαβε την ευθύνη για τα ζωντανά της. Στο ξύπνημα της πρώτης του νιότης, δεν είχε κανένα παράπονο από την οικογένεια στην οποία εμβολιάστηκε, αντίθετα, συχνά αισθανόταν και τυχερός σε σχέση με τα αδέλφια του ή και άλλα ελληνόπουλα.

Δεν ξεχνούσε, όμως, ποτέ ότι ανήκει σε μια άλλη φυλή, σ’ αυτή που τόσα δεινά υπέστη εξαιτίας της τουρκικής βαρβαρότητας. Αισθανόταν, όσο περνούσε ο καιρός στο τούρκικο υποστατικό, η φορεσιά του να του βαραίνει το σώμα και την ψυχή. Τα γεγονότα αυτής της περιόδου δεν μπορούσαν να αφήσουν ασυγκίνητο το νεαρό ελληνόπουλο. Το 1919 ο Κεμάλ Ατατούρκ κήρυξε την Αμισό πρωτεύουσα του κράτους του. Στο μεταξύ, στίφη Τουρκαλβανών από το Κοσσυφοπέδιο και τα Βαλκάνια εγκαταστάθηκαν σ’ αυτές τις περιοχές του Πόντου, σαν πιο “ικανά” για την καταπίεση κι εξόντωση των Ελλήνων. Ακολούθησαν μοναδικές βιαιότητες σε βάρος του Ποντιακού Ελληνισμού, ομαδικές σφαγές και ομαδικές αποστολές (οκτώ μόνον από τη Σαμψούντα) για τα Αμελέ-Ταπουρού. Δεν μπορούσε λοιπόν ο Αναστάσης να ξεχάσει ότι πάνω απ’ όλα ήταν Έλληνας.

Μια μέρα, καθώς έβοσκε τα ζώα στα λιβάδια, αντίκρυσε να περνούν Έλληνες αντάρτες. Απ’ αυτούς πληροφορήθηκε και γι’ άλλες φρικιαστικές πράξεις των Νεοτούρκων. Το μίσος θέριεψε μέσα του, ξέχασε το βόλεμά του στην αλλόθρησκη κι αλλόφυλη οικογένεια και πήρε κι αυτός τα βουνά. Οι συγκρούσεις με τους τσέτεςσυχνά γίνονταν αιματηρές. Τη νύχτα, μερικοί που αποτελούσαν και το σύνδεσμο, με επιφύλαξη κατέβαιναν, προκειμένου να πάρουν ενδιαφέρουσες πληροφορίες, να προμηθευτούν τροφές και να μάθουν νέα για τους δικούς τους.

Άλλοτε πάλι, έστηναν καρτέρι σε περάσματα, που οδηγούσαν σε χωριά μ’ ελληνικό πληθυσμό, για να εμποδίσουν τους Τούρκους στρατιώτες να προβούν σε βιαιότητες.

Κάθε φορά, που κάποιος από την ομάδα των Ελλήνων ανταρτών επέστρεφε από χωριό, με λαχτάρα τον περιτριγύριζαν οι άλλοι, να μάθουν νέα για τους δικούς τους. Έτσι, κάποια μέρα, ο Ανα­στάσης πληροφορήθηκε από συντρόφους του ότι το χωριό του το κατέλαβε τουρκικός στρατός κι ότι το σπίτι του, στο έμπα του χωριού, πάνω στο δρόμο, το ‘καναν παρατηρητήριο. Άλλα εκατό περίπου χωριά της περιοχής Αμισού πυρπολήθηκαν και οι κάτοικοι εξορίστηκαν6. Πληροφορήθηκε λοιπόν ο Αναστάσης πως οι Τούρκοι στρατιώτες αγγάρεψαν τη γιαγιά του, που είχε περάσει τα ογδόντα, ν’ αναλάβει το μαγειριό και να περιποιείται τη φρουρά που έκανε κατάληψη του υποστατικού της. Ο Αναστάσης οργίστηκε πολύ, πόνεσε κι ανησύχησε για την τύχη της γιαγιάς. Γνώριζε καλά που μπορεί να φτάσει η τουρκική αναλγησία και θηριωδία. Αργότερα, όταν οι Τούρκοι εγκατέλειψαν το Κεμπισλή, αποφάσισε διασχίζοντας βουνά και λαγκάδια να επιστρέψει για λίγο στο σπίτι του με κάθε προφύλαξη. Είχε πεθυμήσει τόσο πολύ τη γιαγιά και το σπίτι, που απόμεινε αδειανό, καθώς σκόρπισε η οικογένεια με τις αλλεπάλληλες κακοτυχιές!

Κάθε φορά που ο μπάρμπα Α­ναστάσης έφθανε σ’ αυτό το σημείο της αφήγησής του, άλλαζε όψη, το βλέμμα του γινόταν άγριο κι εκδικητικό, καθώς πόνος, πίκρα κι απέχθεια γίνονταν ένα μέσα του για το βάρβαρο μιλέτι και κατέκλυζαν το είναι του. Τόσο γλαφυρός και πειστικός ήταν ο λόγος του, που και τα παιδιά του παρακολουθώντας τον ένοιωθαν πια τα ίδια συναισθήματα για τους εγκληματίες, που ακόμη και στο τέλος του εικοστού αιώνα δεν πλήρωσαν για τις γενοκτονίες τους.

Έφρασε κάποτε στο χωριό του το παλληκάρι, που είχε ωριμάσει στη φωτιά του ελληνικού αντάρτικου μέσα στις στερήσεις και τις ασύμμετρες για την ηλικία του δυσκολίες. Αδυνατούσε όμως να πιστέψει στην εικόνα που αντίκρυ­σε. Τίποτε δεν του θύμιζε τον τόπο που τον ανάστησε, καθώς τίποτε δεν άφησαν όρθιο. Παντού σωριασμένα ερείπια κι αποκαΐδια. Δεν υπήρχε πια ψυχή που να μαρ­τυράει τη ζωή σ’ αυτό το χωριό. Μόνο λίγα μαυροπούλια ολόγυρα, που έσκουζαν πένθιμα. Ερημιά παντού. Τούρκοι διαβήκαν… Στο σπίτι του, που το θύμιζαν τα λιγοστά μαυρισμένα από τις πύρινες φλόγες ντουβάρια και τα μπάζα κατάχαμα, το χορτάρι ήταν ίσα μ’ ένα μπόι ψηλό. Ώρα αρκετή έψαχνε ο Ανάστασης μ’ αγωνία στα χαλάσματα του σπιτιού του, μήπως βρει τη γιαγιά, έστω και νεκρή.

Ήταν ο θηλυκός υπερήλικας ακρίτας που ‘μελλε με το μαρτύριό της ν’ αγωνιστεί για τα ιερά και όσια της φυλής της, της φυλής μας, για ό,τι δημιούργησε με ιδρώτα κι αίμα, για ό,τι αγάπησε πολύ. Κάποτε, ο εγγονός της απόκαμε από το ψάξιμο κι έκανε να φύγει απογοητευμένος. Εκείνη όμως τη στιγμή αντίκρυσε στητό το μπαστούνι της γιαγιάς μπροστά στο μαγειριό, δίπλα στο φούρνο. Παραμέρισε βιαστικά κι ανυπόμονα τα χορτάρια, που τον εμπόδιζαν να δει καταγής. Το θέαμα ήταν απάνθρωπο, φρικιαστικό. Η γιαγιά κοίτονταν κατάχαμα νεκρή και το μπαστούνι της μπηγμένο βαθιά στο στήθος, στο μέρος της καρδιάς.

Η οδύνη του νεαρού εγγονού δεν περιγράφεται. Ξέσπασε σ’ ένα μακρόσυρτο μοιρολόι στη λαλιά των προγόνων του, σαν εκείνο που θύμιζε τους κομμούς στις τραγωδίες και που δε διαφέρει καθόλου απ’ το μανιάτικο ή το ηπειρώτικο, αφού εκφράζουν την ίδια ψυχή, την ελληνική. Ξέμπηξε το ραβδί από το τραυματισμένο στήθος της γιαγιάς, έσκαψε πρόχειρα κι έρριξε λίγες φτιαριές στο κουφάρι της, έστησε δύο μισοκαμμένα ξύλα σε σχήμα σταυρού πάνω στον τύμβο της «καλομάνας», σταυροκοπήθηκε κι έφυγε. «Θόλωσε το μυαλό μου», έλεγε και ξανάλεγε ενθυμούμενος αυτή τη σκηνή, κι ένας βαθύς αναστεναγμός ξέφευγε από τα χείλη του. Είχε στεγνώσει πια από αισθήματα, μόνον ο γδικιωμός για τον εχθρό, που τόσο άναντρα και βάρβαρα συμπεριφέρθηκε, αισθανόταν να διαποτίζει τα μέλη του. Επέστρεψε στους συντρόφους του, στους συναγωνιστές του. Μα κι εκεί, ανάλογες ιστορίες απανθρωπιάς και φρίκης άκουσε και για τους Έλληνες των άλλων χωριών. Τον Οκτώβριο του 1920 ο Κεμάλ Ατατούρκ διέταξε την απέλαση των Ελλήνων υπηκόων της περιοχής με ατμόπλοιο. Εκτός από ομαδικές σφαγές7, που ακολούθησαν, οι αποστολές στα Αμελέ Ταπουρού, που οργανώθηκαν για τους Έλληνες μόνον της Αμισού (Σαμψούντας), ήταν οκτώ.

Ο Αναστάσης φορώντας τη στολή σκοτωμένου Τούρκου κατάφερε να φτάσει στη Σαμψούντα. Χρησιμοποιώντας πλαστή ταυτότητα, που τον παρουσίαζε νεώτερο απ’ ό,τι ήταν, αναμείχθηκε με τα παιδιά του Αμερικάνικου Ορφανοτροφείου και με καράβι αποβιβάστηκε στον Πειραιά. Από εκεί τον έστειλαν στο Μεσολόγγι. Εκεί, οι κάτοικοι τον αγκάλιασαν, τον συνέτρεξαν προσπαθώντας ν’ απαλύνουν την πίκρα και τον πόνο της προσφυγιάς. Φτωχικά βέβαια, αλλά πάντως βολεύτηκε. Από το νου του όμως δεν ξεκόλλαγε ποτέ η σκέψη του πατέρα και των δύο αδελφών του, ίσως και να ζούσαν. Πού να βρίσκονταν όμως;

Ήταν φιλόξενη για τον πρόσφυγα η γη του Μεσολογγίου, αισθανόταν όμως μόνος. Μια μέρα, πήγε σε ένα γειτονικό καφενέ, για να παρακολουθήσει το δελτίο αναζητήσεων μέσω του Ερυθρού Σταυρού. Εκείνη η μέρα στάθηκε σημαντική για τον Αναστάση, γιατί ξαφνικά άκουσε ότι τον αναζητούσε ο πατέρας του. Ο κυρ Γιάννης Σπυριδόπουλος είχε φτάσει νωρίτερα στην Ελλάδα κι είχε εγκατασταθεί στη Σίψα (Ταξιάρχες) της Δράμας. Ανάμεικτα συναισθήματα κυρίεψαν την ψυχή του, κυρίως όμως η λαχτάρα να σμίξει με το πατέρα του, που ήταν χαμένος εδώ και τόσα χρόνια. Ήταν η πρώτη φορά που αισθάνθηκε οικείο το περιβάλλον, όταν, φτάνοντας στη Σίψα, δε συνάντησε μόνον τον πατέρα του, μα και αρκετούς φίλους και συγγενείς από την Πατρίδα. Από την πρώτη στιγμή προσπάθησε να λύσει το μυστήριο για την τύχη των χαμένων αδελφών, καθώς η θεία του, που είχε αναλάβει τη φροντίδα τους, έφτασε κι εκείνη με τον ξεριζωμό των Ποντίων κι εγκαταστάθηκε στην περιοχή της Δράμας.

Η κυρα-Ελένη πάλι, όταν έσμιξαν, του διηγήθηκε τη δική της Οδύσσεια στις ώρες της συμφοράς του ποντιακού Ελληνισμού. Στην είδηση πως τουρκικό στράτευμα καταφθάνει στην περιοχή, πολλοί Έλληνες από χωριά της Αμισού τρομοκρατημένοι ξεκίνησαν μάλλον για το άγνωστο. Κι έβλεπε κανείς ένα ανθρώπινο ποτάμι να ξεχύνεται στ’ απρόσιτα μονοπάτια της Σαμψούντας, να σμίγει παρακάτω με Πόντιους και από τις άλλες περιοχές. Καθώς η ί πείνα, η δίψα και η κούραση, αλλά και οι επιδημίες θα τους θέριζαν στο δρόμο, λίγοι θα ‘φταναν ζωντανοί στη μητέρα Ελλάδα. Ποιος να φανταζόταν ποτέ πως των Εβραίων τα παθήματα στη γη των Φαραώ θα ‘ταν μηδαμινά μπροστά στα μαρτύρια των Ελλήνων του Πόντου και της Μικρασίας!

Στην ουρά της φάλαγγας λοιπόν και η κυρα-Ελένη με το δικό της νεογέννητο στην αγκαλιά -τον άνδρα της τον είχαν σκοτώσει οι Τούρκοι νωρίτερα- ένα μποχτσά με τ’ αναγκαία στην πλάτη της και τα δύο ανήψια μπροστά ξάνοιγε το βήμα της, για να προλάβει το καραβάνι των κυνηγημένων. Τ’ αδέλφια όμως του Αναστάση κουράστηκαν, προτού αποχαιρετήσουν τα τελευταία σπίτια του χωριού, κι άρχισαν τη γκρίνια και το κλάμα. Τότε ήταν που η θεία τους μπροστά στον κίνδυνο του εχθρού άνοιξε την καγκελόπορτα ενός τούρκικου αρχοντικού κι έκλεισε μέσα στην αυλή τα δύο ανήλικα. Ήταν το αρχοντικό ενός Τούρκου φημισμένου γιατρού. Η Ελένη περπάτησε λιγοστά χιλιόμετρα με το νεογέννητο στην αγκαλιά και λεχώνα καθώς ήταν, ένοιωσε σύντομα την εξάντληση από την πείνα και το δρόμο. Δεν είχε γάλα να βυζάξει το νεογέννητοεκείνο με τη σειρά του έκλαιγε ασταμάτητα τόσο, που κινδύνευσε να τους προδώσει σε εχθρούς που παραφύλαγαν στα περάσματα, όπως ήταν η χαράδρα του διαβόλου. Τότε, οι συγχωριανοί της, χωρίς ηθικό δισταγμό, άρπαξαν βίαια απ’ τα χέρια της μάνας το παιδί και το ‘θαψαν ζωντανό λίγα μέτρα παράμερα, αφήνοντάς την απαρηγόρητη σ’ όλη της τη ζωή.

Σ’ όλα τα κατοπινά χρόνια ο κυρ-Αναστάσης και η θεία του έσμιγαν τον πόνο και το δάκρυ τους μ’ ένα σύντομο θρήνο, που πάντα σχεδόν είχε την ίδια κατάληξη.

– Βάϊ, γιαβρούμ, Μαρία, που να βρί(γ)εσαι, ντο να εφτάς; Μνημόνευε την αδελφή του, που είχε κάποια ηλικία και δε θα ‘πρεπε να ‘χε ξεχάσει τις ρίζες της. Η κυ­ρα-Ελένη πάλι έκλεινε τον κομμό με το δικό της καημό.

 Ουΐ ναϊλί εμέν. εγώ συγχώρη­σιν κι έχω, πώς εβάσταξα να λέπω το παιδίμ’ με την ψην να θάφνατο8.

Τα χρόνια κυλούσαν φτωχικά και ήρεμα στο χωριό. Ο κυρ-Ανα­στάσης έκανε τη δική του οικογένεια. Την γαλήνη όμως του σπιτικού του ήρθε να ταράξει το μεταναστευτικό κύμα της δεκαετίας του εξήντα. Ήταν ο τυφώνας που σάρωσε την ελληνική ύπαιθρο κι ερήμωσε τα χωριά μας9. Έτσι, η μισή οικογένεια του κυρ-Αναστά­ση βρέθηκε στη Γερμανία. Η κόρη του Κυριακή10 -συμμαθήτρια και φίλη μου απ’ τα παιδικά χρόνια- εργαζόταν στο Μόναχο, όταν έλαβε ένα γράμμα από τον πατέρα της. Μεταξύ άλλων έγραφε και τα εξής: «… Η χαρά μου είναι απερίγραπτη… βρήκα την αδελφή μου μετά από 52 χρόνια! Κάποια από τα οκτώ παιδιά της εργάζονται στο Βερολίνο. Από συζήτηση που είχαν στο εργοστάσιό τους με παιδιά συμπατριωτών μου από την Ξάνθη, βεβαίωσαν πως η μητέρα τους είναι Ελληνίδα από το Κεμπισλή της Σαμψούντας. Όλες οι πληροφορίες μαρτυρούν πως πρόκειται για τη χαμένη μου αδελφή. Συ, κάνε κάτι να συναντηθείτε με τα ξαδέλφια σου…»

Ο πατέρας της Κυριακής λοιπόν φρόντισε και βρήκε τις διευθύνσεις των ανεψιών του στη Γερμανία και της αδελφής του στην Τουρκία.

Αντάλλαξε φωτογραφίες και προετοίμασε το έδαφος για το αντάμωμα των συγγενών.

Κι η Μαρία, η αδελφή του κυρ-Αναστάση; Ήταν αυτή που μεγάλωσε με τα τραύματα της παιδικής της ηλικίας, ανάμεσα σ’ ανθρώπους που ξεκλήρισαν τη δική της φαμίλια κι’ είχαν τόσο διαφορετική κουλτούρα και ψυχοσύνθεση!

Ποιος είπε, πως ο χρόνος θα μπορούσε να σβήσει ποτέ το σκηνικό με τα φρικιαστικά οπτικοακουστικά εφέ της καταστροφής και του ξεριζωμού σε Πόντο και Μικρασία απ’ όσους έζησαν τα γεγονότα εκείνων των ημερών; Άλλωστε, αυτό θ’ αποτελέσει την κατάθεση της προσωπικής τους μαρτυρίας και του μαρτυρίου της φυλής μας μπροστά στο θρόνο του Αρνίου. Μόνο ένας Όμηρος θα περιέγραφε αυτή την εικόνα της καταστροφής τόσο εύστοχα, αλλά και λακωνικά στην Ιλιάδα11 (Χ, 62):

... Υιούς τ’ ολλυμένους, ελκυθείσας τε θύγατρας και θαλάμους κεραϊζομένους, και νήπια τέκνα βαλλόμενα προτί γαίη...

Η Μαρία12 λοιπόν δεν ξέχασε ποτέ πως ήταν Ελληνίδα Χριστιανή. Οι θετοί γονείς της την πάντρεψαν μ’ έναν Τούρκο με τον οποίο απέκτησε οκτώ παιδιά. Σ’ ολόκληρη τη ζωή της κρατούσε μυστικό το θέμα της καταγωγής της, ώσπου πάτησε τα εξήντα. Τ’ αγόρια της έγιναν άντρες και πηγαινοέρχονταν στις φάμπρικες της Γερμανίας. Τότε μόνον η μάνα τους θεώρησε κατάλληλη τη στιγμή, καθώς έμαθαν πια τις δικές τους ρίζες τα παιδιά της, να μοιραστεί μαζί τους τη λαχτάρα για τους δικούς της. Τα παιδιά της Μαρίας, με βάση τις πληροφορίες της μητέρας τους, βρήκαν κάποια άκρη και άρχισαν την αλληλογραφία με τους συγγενείς. Το σμίξιμο όμως των συγγενών δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, γιατί ο κυρ-Αναστάσης στο μεταξύ πέθανε στη Σίψα, κι ο Τούρκος γαμπρός του, πληροφορούμενος την αλληλογραφία της γυναίκας του με τους δικούς της, έγινε θεριό ανήμερο. Άρπαξε λοιπόν το τσεκούρι κι όρμησε να σκοτώσει τη γυναίκα, που τόσα χρόνια του στάθηκε πιστή σύντροφος και του χάρισε οκτώ παιδιά. Θα είχε ολοκληρώσει το ανόσιο έργο του, αν δεν τον συγκρατούσε κάποιος από τους γιους του.

Μετά το περιστατικό ο σύζυγος της κυρα-Μαρίας απομακρύνθηκε σ’ ένα καμμένο, ελληνικό άλλοτε χωριό, όπου και πέθανε ολομόναχος. Δεν συγχώρησε ποτέ τη γκιαούρισσα, τη Μαρία Σπυριδοπούλου από το Κεμπισλή της Αμισού, την αδελφή του κυρ-Αναστάση, τη μάνα του, Χουσεΐν Ακάν, που με τ’ αδέλφια του εργάζονταν εδώ και χρόνια στο (Δυτικό) Βερολίνο.

  • 1.   Μια αληθινή ιστορία, δείγμα ελάχιστης ευγνωμοσύνης για τις ηρωικές θυσίες των Ελλήνων του Πόντου, καθώς η 19 Μαΐου είναι ημέρα μνήμης της γενοκτονίας τους (1914-1922).
  • 2.   Μερικά αναφέρονται στη βιντεοκασσέτα για το Γέροντα Γεώργιο Καρσλίδη, που ετοιμάζεται.
  • 3.   Τα Αμελέ Ταπουρού ήταν τάγματα εργασίας, στρατόπεδα συγκέντρωσης, όπου οι Τούρκοι δήμιοι βασάνιζαν συστηματικά το μάχιμο στοιχείο της Ελληνικής Ανατολής. Από το 1914, σύμφωνα με σχέδιο οργανωμένο από Γερμανούς μισέλληνες, οι Τούρκοι άρχισαν την επιστράτευση πολλών Ποντίων ηλικίας 21-45 ετών, που τους έστελναν για καταναγκαστικά έργα στο εσωτερικό της Ανατολής. Το σχέδιο, καθώς οι συνθήκες ήταν απάνθρωπες, απέβλεπε στην έμμεση εξόντωση των ανδρών. Οι δραπέτες τιμωρούνταν με σκληρό βασανισμό και κρεμάλα. Προκειμένου να σωθεί ο Χριστιανικός πληθυσμός από τον αφανισμό, οι Έλληνες του Πόντου κατάφεραν να συγκροτήσουν ανταρτικά σώματα (12.000-15.000 περίπου άνδρες συνολικά), όπου κατέφευγαν συχνά και δραπέτες από τα Αμελέ Ταπουρού.
  • 4.   Το 1917 συνελήφθησαν 300 περίπου πρόκριτοι και έμποροι της Αμισού, που στάλθηκαν στην Ανατολία για τα τάγματα εργασίας. 100 περίπου χωριά της περιοχής Αμισού πυρπολήθηκαν και οι κάτοικοί τους εξορίστηκαν. Τα γεγονότα τρομοκράτησαν το ελληνικό στοιχείο του Πόντου.
  • 5.   Τσέτες: Τούρκοι αντάρτες συγκροτημένοι σε συμμορίες, δρούσαν εναντίον του ελληνικού στρατού, άτακτου και τακτικού από το 1915-1922.
  • 6.   Τα γεγονότα πρέπει να συνέβησαν γύρω στα 1917-19.
  • 7.   Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία οι Πόντιοι που εξοντώθηκαν με τις σατανικές μεθόδους των Τούρκων από το 1914-22 ξεπερνούν τις 350.000.
  • 8.   Αλλοίμονό μου! δε θα βρω συγχώρηση, πώς άντεξα να βλέπω το παιδί μου να το θάβουν ζωντανό!
  • 9.   Ο Γέροντας Γεώργιος Καρσλίδης είχε προβλέψει πολύ νωρίτερα αυτή τη μετανάστευση, μια αφαίμαξη με πολλές και ποικίλες συνέπειες.
  • 10. Ευχαριστώ την Κυριακή Σπυριδοπούλου, που μου έδωσε πληροφορίες απαραίτητες για την ιστορία του πατέρα της.
  • 11. Η μετάφραση: Τ’ αγόρια μου να σφάζονται, τις κόρες μου να σέρνουν, να μας πατούνται η θάλαμος και στον φρικτόν αγώνα να σκαν τα βρέφη κατά γης.
  • 12. Η κυρα-Μαρία δε γνώριζε τίποτε για την τύχη του μικρού της αδελφού Αχιλλέαείχαν αποχωριστεί από τα παιδικά τους χρόνια, αμέσως μετά τον ξεριζωμό. 

 “ΘΕΟΔΡΟΜΙΑ”
ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΔΙΔΑΧΗΣ
ΤΕΥΧΟΣ 7 . ΙΟΥΛΙΟΣ – ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2000

ΠΗΓΗ: www.impantokratoros.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου