Από το σήμερα, στο 2060: Οι μεταναστευτικές ροές, ως μια σκάρτη απάντηση των ευρωελίτ, στην υποτιθέμενη έλλειψη εργατικού δυναμικού
Ο Karl Marx και η κοσμοπολιτική ελεημοσύνη των καπιταλιστικών ελίτ, η
οποία ενδύεται την μορφή του «διεθνισμού», σχεδόν ολόκληρης της
αριστεράς, πάσης μορφής και εσοδείας.
του Τάσου ΑναστασόπουλουΕνώ η τουρκική κυβέρνηση έχει ανοίξει τις πύλες της μεταναστευτικής κόλασης, φορτώνοντας, κατά το τρίμηνο Ιουνίου – Αυγούστου 2019, την χώρα μας, με περισσότερους από 15.000 μετανάστες, οι ροές των οποίων, μάλιστα, συνεχίζονται, με αυξανόμενους ρυθμούς, έχοντας στόχο να αποσπάσει περισσότερα και μεγαλύτερα κονδύλια, από τα ταμεία της παραπαίουσας «Ευρωπαϊκής Ένωσης», είναι απαραίτητη και χρήσιμη μια προοπτική ματιά, στην κατάσταση, που επικρατεί, στον αποκαλούμενο, ως ευρωπαϊκό χώρο, προκειμένου να διαπιστώσουμε την παρούσα και την μακροπρόθεσμη
πραγματική, ή υποτιθέμενη, αναγκαιότητα αυτών των μεταναστευτικών ροών, για την αγορά εργασίας και τον πληθυσμό, που σήμερα καλύπτει τον συρρικνούμενο (εν όψει του πολύπαθου Brexit), σε μέγεθος και πολύ περισσότερο, σε ισχύ, χώρο της «Ε.Ε.».
Παρά τα όσα λέγονται και γράφονται, στην πραγματικότητα, οι ελλείψεις, στο ευρωπαϊκό εργατικό δυναμικό, με δεδομένη την πολύ πιθανή δημογραφική συρρίκνωση, την οποία θα υποστεί ο πληθυσμός της «Ευρωπαϊκής Ένωσης, μέχρι το 2060, ο οποίος υπολογίζεται ότι, χωρίς τις μεταναστευτικές ροές, θα φθάσει, από τους 517.000.000 κατοίκους, που είναι σήμερα, στους 466.000.000 (ενώ με αυτές, υπολογίζεται ότι θα φθάσει τους 520.000.000 κατοίκους), είναι, πολύ περισσότερο, προϊόν των, επί μέρους, ανομοιογενειών των οικονομιών των ευρωπαϊκών οικονομιών και της τεχνολογικής καθυστέρησής τους, παρά αποτέλεσμα της (μη υπαρκτής) ολιγαριθμίας του εργατικού δυναμικού, κάθε μιας από αυτές.
Βέβαια, η πρώτη σκέψη, την οποία κάνει κάποιος, που διαβάζει τους , παραπάνω, υπολογισμούς, είναι ότι η δραστική μείωση, αλλά και η μεγάλη γήρανση του πληθυσμού της «Ευρωπαϊκής Ένωσης» (στην οποία συμπεριλαμβάνεται η, υπό αποχώρηση, Βρετανία και εφ’ όσον δεχθούμε ότι αυτό το ευρωμόρφωμα, μέχρι το 2060, δεν θα αποσυντεθεί, στα εξ ων συνετέθη, κάτι, που δεν είναι, καθόλου, βέβαιο) οδηγούν, εξ ορισμού, μέσω της δραστικής μείωσης του εργατικού δυναμικού και στις αντίστοιχες μεγάλες ελλείψεις, στον χώρο της αγοράς εργασίας.
Αυτή η σκέψη έχει την λογική της βάση, αλλά τα πράγματα δεν είναι έτσι, όπως φαίνονται, παρά το γεγονός ότι, ο αριθμός των 238.900.000 εργαζομένων, στην «Ε.Ε.», θα πέσει, στους 215.000.000 εργαζομένους, το 2060, με αποτέλεσμα 116 μη εργαζόμενοι να εξαρτώνται, από 100 εργαζόμενους και παρά το γεγονός ότι, μακροπρόθεσμα -το 2060-, υπολογίζεται ότι αυτή η αναλογία θα φθάσει, σε επίπεδα μεγαλύτερα των 136 προς 100, ενώ το μέσο όριο ηλικίας, από τα 81 έτη, που είναι σήμερα, υπολογίζεται ότι, το 2060, θα αγγίξει και πιθανόν να ξεπεράσει, τα 90 έτη και το 1/3 του πληθυσμού θα είναι, άνω των 65 ετών, ενώ, το 2015, οι 65ρηδες έφθαναν, στο ποσοστό του 19% και το 1960, στο 13%.
Όλα αυτά είναι, επίσης και σενάρια τρόμου, τα οποία διοχετεύονται, προκειμένου να πεισθεί (και για την ακρίβεια, να πειθαναγκασθεί) ο πληθυσμός των χωρών της «Ευρωπαϊκής Ένωσης» να αποδεχθεί την αναγκαιότητα των μεταναστευτικών ροών και την μείωση των συνταξιοδοτικών και των λοιπών κοινωνικών παροχών, μαζύ με την αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης, όπως και την παράλληλη μεγιστοποίηση της απόσυρσης του κράτους, από την οικονομία και την -υποτιθέμενη (επ’ αόριστον), ως προσωρινή- μεγέθυνση της ανεργίας και της υποαπασχόλησης.
(Στην Ελλάδα, ο βομβαρδισμός του πληθυσμού, με αυτά τα προπαγανδιστικά σενάρια πειθαναγκασμού, έχει λάβει τεράστιες διαστάσεις, αφού, το 2018, η αντιστοίχιση των εξαρτώμενων μη εργαζόμενων, με το εργατικό δυναμικό, σε έναν πληθυσμό 10.761.000 κατοίκων, να φθάνει στα επίπεδα των 4.769.000 δυναμένων να εργασθούν, ήτοι με εξαρτώμενους μη εργαζόμενους, στα 5.992.000, γεγονός το οποίο παραπέμπει, σε μια αναλογία, περίπου, 125 εξαρτώμενων μη εργαζόμενων, προς 100 εργαζομένους και ενώ, το 2060, η αναλογία των εξαρτώμενων μη εργαζόμενων, με τους εργαζομένους, υπολογίζεται ότι θα φθάνει, στους 169, προς 100).
Δεν είναι έτσι τα πράγματα. Οι υπολογισμοί αυτοί είναι σκάρτοι.
Και είναι σκάρτοι οι, εν λόγω, υπολογισμοί, επειδή, απλούστατα, δεν λαμβάνουν υπόψη τους, την δυναμική πραγματική (αλλά και την δυνητική) ενσωμάτωση των νέων τεχνολογιών, στην παραγωγική διαδικασία, με πρώτη, καλύτερη και κυριότερη, την ενσωμάτωση της σύγχρονης και της επιγενόμενης στις επόμενες δεκαετίες, της τεχνολογίας, που στηρίζεται στην ρομποτική, την βιοτεχνολογία και τις συναφείς επιστήμες.Αυτή η αδυναμία κατανόησης της διαδικασίας ενσωμάτωσης (πραγματικής και δυνητικής) της τεχνολογικής προόδου, ως εφαρμοσμένης τεχνολογίας, στην διαδικασία της παραγωγής και της οικονομίας, ως δυναμικών και αλληλοτροφοδοτούμενων μεγεθών, που συνθέτουν, σε κάθε εποχή, είναι, μόνον, αυτό, που αποκαλούμε ανάπτυξη, δεν αποτελεί «προνόμιο», μόνο των σύγχρονων μελετητών, οι οποίοι, άλλωστε, δεν είναι ουδέτεροι, ως προς τις προβλέψεις και τις παρατηρήσεις, στις οποίες προβαίνουν, για το παρόν και το μέλλον. Κάθε άλλο.
Εξετάζοντας όλες τις ιστορικές περιόδους, παρατηρούμε ότι όλοι οι σχετικοί mainstream μελετητές απέτυχαν να προβλέψουν την δυναμική της τεχνολογικής προόδου, όχι ως, επί μέρους, αλλά και εν συνόλω, επιτευγμάτων, αλλά, ως, συν τω χρόνω, ενσωματωμένης και εφαρμοσμένης τεχνολογίας, στην παραγωγή. Γι’ αυτό, πάντοτε, οι κατεστημένοι μελετητές έπεφταν έξω, στις μακροπρόθεσμες (και πολλές φορές και στις μεσομακροπρόθεσμες) προβλέψεις τους, για την εξέλιξη των παραγωγικών και των μακροοικονομικών μεγεθών, στις εθνικές οικονομίες, αλλά και στην παγκόσμια οικονομία, ως σύνολο.
Μπορούμε, με ασφάλεια, να πούμε ότι, εάν δεν συμβεί κάτι το καταστροφικό, από την ανθρωπογενή δραστηριότητα, εάν, δηλαδή, δεν γίνει ένας εκτεταμένος πόλεμος, στον πλανήτη (κάτι που, βέβαια, δεν μπορεί να αποκλεισθεί), ή, εάν η Γη δεν κτυπηθεί από έναν αστεροειδή, ή από άλλο διαστημικό φυσικό φαινόμενο – κάτι, που δεν προβλέπεται να συμβεί –, οι προβλέψεις αυτές των ειδικών δεξαμενών σκέψης δεν έχουν καμμία ουσιαστική πιθανότητα να πραγματοποιηθούν, τουλάχιστον, ως προς τα δραματικοποιημένα αποτελέσματα και συμπεράσματά τους.
Έτσι, πέρα από τις όποιες προβλεπτικές αστοχίες των μελετητών, είναι απαραίτητο να αντιληφθούμε ότι τα σενάρια αυτά, τα οποία απαιτούν την μακροπρόθεσμη προσμέτρηση και έτσι, την ενσωμάτωση των ευάριθμων – έως πολυάριθμων – μεταναστευτικών ροών, στις ευρωπαϊκές κοινωνίες, αποτελεί μια κοινωνική και πολιτική επιλογή των ελίτ των κοινωνιών αυτών, η οποία έχει ένα συγκεκριμένο ταξικό περιεχόμενο, το οποίο συγκεκριμενοποιείται, στην μεσοπρόθεσμη μείωση του μισθωτικού και του λοιπού εργασιακού κόστους και στον μακροπρόθεσμο έλεγχό του, με την δημιουργία μεγάλων, ή έστω, κατά περίπτωση, ικανών μεγεθών δεξαμενών άεργου, άνεργου και υποαπασχολούμενου εφεδρικού εργατικού δυναμικού, εντάσσοντας την όλη παραγωγική διαδικασία, μέσα στα ιεραρχικά και αξιακά πλαίσια του σύγχρονου γραφειοκρατικού καπιταλισμού των τεχνοδομών των μεγάλων επιχειρήσεων.
Αλλά αυτά τα πλαίσια, που θέτουν οι σύγχρονες γραφειοκρατικές ελίτ των μεγάλων επιχειρήσεων, όπως έχει περιγράψει, αναφερόμενος, στις πρακτικές της καπιταλιστικής τάξης της εποχής του, ο Karl Marx, καθιστούν την μετανάστευση, ως το μέσον, για την διαιώνιση της (τουλάχιστον, ανεπαρκώς, αμειβόμενης μισθωτής) δουλείας, αφού, στο πεδίο της πραγματικής παραγωγής, σε συνθήκες μη -ή οριακής- σπανιότητας της εργατικής δύναμης οι μετανάστες ανταγωνίζονται τους εντόπιους εργάτες και μισθωτούς, αλλά και -σε έναν όχι ασήμαντο- βαθμό, τους ελεύθερους επαγγελματίες.
Κάπως, έτσι, τουλάχιστον, σε μεσοπρόθεσμη και μεσομακροπρόθεσμη βάση, οι μεταναστευτικές ροές οδηγούν τους μισθούς και τα εισοδήματα, σε επίπεδα τα οποία είναι μικρότερα, από εκείνα, που ήσαν, κατά την χρονική περίοδο, από την έναρξή τους (οι οποίες όσο πιο ανεξέλεγκτες είναι, τόσο περισσότερο μπαχαλοποιούν τις κοινωνικές ισορροπίες, σε κάθε χώρα, που τις υφίσταται). Και με αυτόν τον τρόπο, πάλι όπως έχει γράψει ο Karl Marx, οι μετανάστες και οι ροές τους, προς την χώρα υποδοχής τους, σε συνθήκες μη – ή οριακής- σπανιότητας της εργατικής δύναμης, είναι το πιο αποτελεσματικό όπλο του κεφαλαίου, εφ’ όσον, στις συνθήκες αυτές, ο παράγοντας της ενσωμάτωσης της εφαρμοσμένης τεχνολογίας, στην παραγωγική διαδικασία, παίζει έναν δευτερεύοντα ρόλο.
Με το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008 και την βαθιά οικονομική ύφεση, που την ακολούθησε, είναι σε αυτό το τέλμα, που εγκλωβίστηκαν οι οικονομίες των χωρών της «Ευρωπαϊκής Ένωσης», οι οποίες αντιμετωπίζουν, συνάμα, το πρόβλημα του ζουρλομανδύα του ευρώ και της ζώνης του, που καθιστά τα ευρωπαϊκά (όχι, όμως και τα γερμανικά) προϊόντα ακριβά, αλλά και της υποβάθμισης της ευρωπαϊκής παραγωγής, στην διεθνή οικονομία, η οποία, παράλληλα, συρρικνώνεται, ως διεθνές εμπόριο, εξ αιτίας της αναπτυξιακής δυναμικής των αποκαλούμενων, ως αναδυόμενων οικονομιών του παλαιού τρίτου κόσμου και της όξυνσης των διεθνών εμπορικών, οικονομικών και πολιτικών ανταγωνισμών.
(Για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης είναι χρήσιμο να αναφέρουμε ότι οι γερμανικές εξαγωγές, το 2017, έφθασαν, στα 1169,97 δισ, €, έναντι 1269,09 δισ. €, το 2016. Αντίστοιχα, το σύνολο των εξαγωγών των οικονομιών της «Ευρωπαϊκής Ένωσης», το 2017, έφθασε, στα 1707,16 δισ. €, έναντι 1756,72 δισ. €, το 2016. Δεν είναι, μόνον, ότι οι «ευρωενωσιακές» εξαγωγές, ως σύνολο, συρρικνώνεται. Είναι και το ότι η μερίδα των γερμανικών εξαγωγών, μέσα σε αυτό το σύνολο, μεγαλώνει, συν το γεγονός ότι οι γερμανικές εξαγωγές, αντιστοιχούν, πλέον, στο 74,34%).
Αυτό το γεγονός έχει επανεμφανίσει, μέσα στα πλαίσια λειτουργίας του σύγχρονου γραφειοκρατικού καπιταλισμού των μεγάλων επιχειρήσεων, ένα παλαιό πρόβλημα που εμφανίστηκε και στα πλαίσια λειτουργίας του κλασικού καπιταλισμού και το οποίο εντοπίζεται, στην δυστοκία ενσωμάτωσης της τεχνολογικής προόδου, μέσα στην παραγωγική διαδικασία, επειδή η, χαμηλού κόστους, παραγωγή, που έχει κινητήριο δύναμη και την φθηνή εργατική δύναμη των αναδυόμενων οικονομιών του τρίτου κόσμου, καθίσταται επικερδέστερη της παραγωγής, η οποία στηρίζεται περισσότερο, στα επιτεύγματα της τεχνολογίας.
Κάπου εδώ είναι που οι σύγχρονες ευρωελίτ, επιθυμούν και στηρίζουν την μετανάστευση, ακόμη και αν αυτή καθίσταται ανεξέλεγκτη. Είναι η μεσοπρόθεσμη (η οποία, όμως, λόγω των λειτουργικών αντιφάσεων χρονικά, όλο και μακραίνει, καθιστάμενη μεσομακροπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη) πτώση του εργατικού κόστους και των εισοδημάτων του ευρύτερου πληθυσμού, προκειμένου να αντισταθμισθούν οι απώλειες, που προκύπτουν, από τις αντιπαραθέσεις, στο πεδίο των διεθνών ανταγωνισμών, αλλά και της συρρίκνωσης της παγκοσμιοποίησης, που ωθεί τις ελίτ αυτές, στην αποδοχή των μεταναστευτικών ροών. Και αυτή η αποδοχή δεν προβλέπεται να παύσει, στο προβλεπτό μέλλον.
Και εδώ, ερχόμαστε, στην ίδια την ουσία του σύγχρονου μεταναστευτικού προβλήματος, το οποίο είναι, προφανέστατα, υποκινούμενο, από τις ελίτ των χωρών εκκίνησης των προσφύγων και των μεταναστών, αλλά και από τις διεθνείς ελίτ, που δημιουργούν τα διάφορα παράνομα, ημινόμιμα και νομιμοφανή δίκτυα μετακίνησης, μεταφοράς και εγκατάστασης αυτών των τεράστιων μαζών, στις διάφορες χώρες υποδοχής. Τα πράγματα, μάλιστα, μακροπρόθεσμα τείνουν να γίνουν χειρότερα, με δεδομένη την, επίσης, ασφαλή πρόβλεψη ότι το μεγαλύτερο μέρος της αύξησης του παγκόσμιου πληθυσμού θα προέρχεται, από την γειτονική, στην ευρωπαϊκή ήπειρο, Αφρική και το υπόλοιπο, από την, επίσης, γειτονική Ασία.
Εννοείται ότι αυτές οι ροές πρέπει όχι, μόνο, να ελεγχθούν, αλλά και να σταματήσουν, χωρίς, βέβαια, αυτό να σημαίνει ότι αυτοί οι άνθρωποι, που πρέπει να ενθαρρυνθούν να μείνουν, στους τόπους τους, με την κατεύθυνση διεθνούς οικονομικής και λοιπής βοήθειας, στους τόπους αυτούς.
Σε αυτό το σημείο, με δεδομένη την σύγχρονη προπαγάνδα, για την αλληλεγγύη στα θύματα, που ωθούνται, στις ανεξέλεγκτες μεταναστευτικές ροές, από τις χώρες του παλαιού τρίτου κόσμου, προς την ευρωπαϊκή ήπειρο (αλλά και τις άλλες αναπτυγμένες χώρες), μια προπαγάνδα, στην οποία πρωτοστατεί η επικαλούμενη έναν «διεθνισμό», τον οποίο ταυτίζει με τον κοσμοπολιτισμό, αριστερά, σε όλες, σχεδόν, τις εκδοχές της (πάσης μορφής και εσοδείας), θυμάμαι, για μία ακόμη φορά, τον Karl Marx και τις επισημάνσεις του, για την ελεημοσύνη και μειδιώ, με τα καμώματα αυτής της κατεστημένης αριστεράς, η οποία είναι ο καλύτερος προπαγανδιστής των επιδιώξεων των σύγχρονων καπιταλιστικών ελίτ, στην προσπάθειά τους να χαμηλώσουν, δραστικά, το κόστος της παραγωγής, μέσα από την μείωση του κόστους εργασίας.
«Ο σοσιαλισμός», έχει γράψει ο Karl Marx, «αντιπαθεί την ελεημοσύνη, εξ αιτίας της ταπείνωσης, στην οποία υποβάλλουν τα άτομα, που έχουν ανάγκη και γιατί ενσταλάζουν, μέσα τους, το μίσος. Και επιπλέον, γιατί, σε μια χώρα όπου υπάρχει κοινωνική δικαιοσύνη, οι ελεημοσύνες είναι περιττές. Και όσοι αρέσκονται, στον ρόλο του καλού Σαμαρείτη, ας μην ξεχνούν ότι δεν θα υπήρχαν καλοί Σαμαρείτες, αν δεν υπήρχαν ληστές. Οι σωτήρες και οι ελευθερωτές, ίσως, είναι λαμπροί, για μυθιστορήματα και αγιογραφίες, μια, όμως, που δεν είναι δυνατόν να υπάρχουν, χωρίς αμαρτωλούς και θύματα, είναι κακά κοινωνικά συμπτώματα».
Φυσικά, ο Karl Marx (αφήνοντας την έννοια του σοσιαλισμού, στην άκρη) έχει, επί της ουσίας, δίκιο, με δεδομένη την ασφαλή πρόβλεψη ότι, μέχρι το 2060 και υπό τις καλύτερες συνθήκες, ο παγκόσμιος πληθυσμός θα μεγεθυνθεί, από τα 7,5 δισεκατομμύρια ανθρώπους, στα 9,6 διασεκατομμύρια.
Το πρόβλημα είναι, πού θα βρει το δίκιο αυτό…
από το «https://tassosanastassopoulos.blogspot.com/»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου