Ομιλία με θέμα: «Από τον Αυξεντίου και το όραμα της Ένωσης στον αγώνα
για αποτροπή της τουρκοποίησης. Ανάγκη για πανεθνική εγρήγορση!»
πραγματοποίησε ο Πανιερώτατος Μητροπολίτης Πάφου κ. Γεώργιος στο
Αμφιθέατρο »Μ. Θεοδωράκης» του Δημαρχείου Παπάγου- Χολαργού.
Η ομιλία πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια εκδηλώσεων που ήταν αφιερωμένες στον ήρωα του κυπριακού αγώνα και υπαρχηγό της της ΕΟΚΑ Γρηγόρη Αυξεντίου.
Ακολουθεί ολόκληρη η ομιλία του Πανιερωτάτου:
Ευχαριστώ, ιδιαίτερα τον Δήμο Παπάγου – Χολαργού, τους Ιερείς και το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο του Ιερού Ναού Παναγίας Φανερωμένης Χολαργού, την Ομοσπονδία Κυπριακών Οργανώσεων Ελλάδος και την Ένωση Κυπρίων Ελλάδος για την ευκαιρία που μου δίνουν να είμαι σήμερα μαζί σας, μέρα έντονα φορτισμένη με το εθνικό συναίσθημα, λόγω της επετείου της ηρωικής θυσίας του Γρηγόρη Αυξεντίου, για να σας μιλήσω για την Κύπρο, την ιδιαίτερη πατρίδα μου· την ιστορία και τις ταλαιπωρίες της· τα οράματα και τους αγώνες της, αλλά και τα
φοβερά αδιέξοδα και τους τρομερούς κινδύνους που την απειλούν. Και να αναζητήσω, μαζί σας, έξοδο από την κρίση και τρόπους επιβίωσης του Ελληνισμού σ’αυτή.
Από την αρχή θα ήθελα να δηλώσω ότι αντιλαμβάνομαι πλήρως την αδυναμία μου να αξιολογήσω σωστά τον Γρηγόρη Αυξεντίου.
Είναι αδύνατο ένας μέσος άνθρωπος να αποτιμήσει ένα γίγαντα, γιατί του λείπει η μονάδα μέτρησης, του διαφεύγουν οι πραγματικές του διαστάσεις.
Το να επιχειρείς να αποτιμήσεις έναν ημίθεο, όπως τον Αυξεντίου, μοιάζει με παραλογισμό. Δεν μας συνήθισε η Ιστορία με τέτοιες μορφές, γιατί με εξαιρετική φειδώ τις χαρίζει στο έθνος μας.
Γι’αυτό και θα επιχειρήσω πρώτα μια σύντομη κατάδυση στο πέραν των τριανταπέντε αιώνων Ελληνικό παρελθόν της Κύπρου, περιγράφοντας το ιστορικό υπέδαφος που μας τον χάρισε και στο οποίο ο Αυξεντίου ευδοκίμησε και μεγαλούργησε.
Από τον 15ο αιώνα π.Χ. έχουμε μόνιμη εγκατάσταση των Μυκηναίων στην Κύπρο. Το αποδεικνύουν και οι αρχαιολογικές έρευνες. Έκτοτε η Κύπρος παρέμεινε Ελληνική, χωρίς ποτέ να αποβάλει τον ελληνικό χαρακτήρα της.
Είναι γνωστές οι αναφορές του Ομήρου, στη μεν Ιλιάδα, στον βασιλιά της Πάφου Κινύρα που δώρησε στον Αγαμέμνονα, κατά την εκστρατεία της Τροίας, περίφημο θώρακα, στη δε Οδύσσεια, στον Δμήτορα Ιασίδη, περίφημο Αχαιό που τον θέλει βασιλιά όλης της Κύπρου.
Η παράδοση θέλει ήρωες του Τρωικού πολέμου να ιδρύουν πόλεις βασίλεια στην Κύπρο: Ο Τεύκρος τη Σαλαμίνα, ο Αγαπήνορας την Πάφο, ο Κηφέας την Κερύνεια, και άλλοι, άλλες. Αργότερα ο Αθηναίος Κίμωνας εκστρατεύει και ελευθερώνει την Κύπρο από τους Πέρσες(461 π.Χ.)
Σπουδαία προσωπικότητα της Κύπρου στον εθνικό τομέα-μιλούν ως τη μεγαλύτερη στους 35 ελληνικούς της αιώνες-, υπήρξε, τον 4ο π.Χ. αιώνα, ο Ευαγόρας, βασιλιάς της Σαλαμίνας, που εμπέδωσε το εθνικό φρόνημα σε όλη την Κύπρο και εργάστηκε για τη συνένωση των Πανελλήνων. Λίγο αργότερα, οι Κύπριοι βασιλείς θέτουν τον στόλο τους στη διάθεση του Μ.Αλεξάνδρου και συμβάλλουν αποφασιστικά στην άλωση της Τύρου.
Μετά τον θάνατο του Αλεξάνδρου η Κύπρος υπάγεται στο κράτος των Πτολεμαίων και αργότερα υποτάσσεται, όπως και η υπόλοιπη Ελλάδα, στους Ρωμαίους. Στην περίοδο της Ρωμαιοκρατίας, και συγκεκριμένα το 45 μ.Χ., η Κύπρος δέχτηκε την επίσκεψη των αποστόλων Παύλου, Βαρνάβα και Μάρκου και εκχριστιανίστηκε με ταχύτατους ρυθμούς.
Ακολούθησαν τα ευτυχισμένα ελεύθερα χρόνια, όχι βέβαια χωρίς περιπέτειες κατά καιρούς, λόγω της γειτνίασης των Αράβων και των Αραβικών επιδρομών, κατά τα οποία η Κύπρος αποτελούσε τμήμα της Βυζαντινής μας αυτοκρατορίας.
Η Εκκλησία της αναγνωρίστηκε αυτοκέφαλος από την Γ΄Οικουμενική Σύνοδο, το 431, αργότερα δε, περί τα τέλη του 5ου αιώνα, ο Αρχιεπίσκοπός της, δέχτηκε βασιλικά προνόμια, από τον αυτοκράτορα, γενόμενος στην πραγματικότητα εκπρόσωπός του, στο άκρο αυτό της Βυζαντινής αυτοκρατορίας.
Μέχρι σήμερα ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου φέρει πορφυρούν μανδύα, βασιλικό σκήπτρο αντί πατερίτσας και υπογράφει με κιννάβαρι, κόκκινο δηλαδή μελάνι, όπως ο αυτοκράτορας.
Το 1191, τερματίστηκε ο ελεύθερος βίος μας και περιπέσαμε, για οκτώ ολόκληρους αιώνες, σε διαδοχικές επαχθείς δουλείες σε Ναΐτες, Λουζινιανούς, Ενετούς, Τούρκους και Άγγλους.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, που κράτησε τρεις αιώνες, από το 1570 μέχρι το 1878, έγιναν πάμπολες εξεγέρσεις των Κυπρίων, που πνίγονταν όμως στο αίμα. Έστω και αποτυχημένες όμως, είχαν τη σημασία τους.
Κράτησαν το εθνικό αίσθημα ζωντανό και μετέδιδαν αναλλοίωτο και ανόθευτο τον πόθο για ένωση με τη μητέρα πατρίδα, την Ελλάδα, από γενιά σε γενιά. Σ’όλες τις εξεγέρσεις πρωτοστατούσε η Εκκλησία, η οποία ως ο μόνος θεσμικός φορέας των υποδούλων είχε αναλάβει και την παιδεία του λαού.
Στη μεγάλη προσπάθεια του ξεσηκωμού του 1821 για ελευθερία δεν ήταν δυνατό να μείνει πίσω η Κύπρος. Η θέση της, όμως, στο κέντρο του σουλτανικού κράτους, δεν της επέτρεπε ένοπλη εξέγερση.
Μια εξέγερση θα καταπνιγόταν αμέσως στο αίμα από δυνάμεις που θα αποβιβάζονταν από τη Μ.Ασία, την Αίγυπτο, τη Συρία. Γι’ αυτό και η Κύπρος βοήθησε στον αγώνα με χρήματα, τρόφιμα και οπλισμό.
Παρέμειναν παροιμιώδεις οι καθημερινές εικονικές κηδείες από τον Καθεδρικό Ναό Αγίου Ιωάννου στη Λευκωσία. Μέσα στα φέρετρα μεταφέρονταν όπλα, τα οποία μέσα από υπόγεια σήραγγα, περνούσαν στο απέναντι Παγκύπριο Γυμνάσιο και απ’ εκεί στα βόρεια παράλια όπου προσήγγιζαν πλοία, που τα μετέφεραν στην επαναστατημένη Ελλάδα. Αναφέρεται ότι ο ίδιος ο Κανάρης δυο φορές προσήγγισε στην κατεχόμενη, σήμερα, Λάπηθο γι’ αυτό τον σκοπό.
Η Κύπρος πλήρωσε βαρύ τίμημα για τη συμμετοχή της αυτή στον αγώνα της παλιγγενεσίας. Την 9η Ιουλίου 1821 ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός απαγχονίστηκε και οι τρεις Μητροπολίτες της αποκεφαλίστηκαν. Σ’ ένα εξαήμερο, από τις 9 μέχρι τις 14 Ιουλίου, 486 κληρικοί και λαϊκοί, προύχοντες του λαού, σφαγιάστηκαν από τους Τούρκους.
Το 1878 η Κύπρος παραχωρήθηκε από την Τουρκία στην Αγγλία. Είμαι σίγουρος πως αν δεν γινόταν αυτή η αλλαγή, στους νικηφόρους πολέμους του 1912-13, το ελληνικό ναυτικό, σ’ εκείνη τη μεγαλειώδη εξόρμησή του, θα ελευθέρωνε και την Κύπρο, όπως έκαμε και για άλλα, πολλά, Τουρκοκρατούμενα, τότε, νησιά.
Είναι γεγονός ότι κάμαμε λάθος εκτιμήσεις για τους νέους κατακτητές μας. Νομίσαμε πως πολύ σύντομα οι Άγγλοι θα παραχωρούσαν την Κύπρο στην Ελλάδα, όπως έκαμαν προηγουμένως, στα 1864, με τα Επτάνησα.
Διαψευστήκαμε όμως. Και στο πρόσωπό τους συναντήσαμε την πιο στυγνή δουλεία, στυγνότερη ακόμα και από την Τουρκική. Και η σημερινή κακοδαιμονία μας, στους Άγγλους και στη διαιρετική πολιτική τους οφείλεται.
Ο Αρχιεπίσκοπος Σωφρόνιος, υποδεχόμενος τους Άγγλους, υπενθύμισε σ’αυτούς ότι «ο Κυπριακός λαός θέλει διατελεί αφοσιωμένος εις την νέαν αυτού κυβέρνησιν… χωρίς να αρνηθή την καταγωγήν και τους πόθους αυτού.
«Συνεχείς πρεσβείες του Σωφρονίου αλλά και του Κυρίλλου του Β’ καθώς και του Κυρίλλου του Γ’ στην Αγγλία, υπενθύμιζαν την ελληνικότητα της Κύπρου και ζητούσαν την παραχώρησή της στην Ελλάδα.
Ο Αρχιεπίσκοπος Λεόντιος, για 14 χρόνια Τοποτηρητής του Αρχιεπισκοπικού θρόνου, αγωνίστηκε με νύχια και με δόντια και κράτησε την παιδεία στα χέρια της Εκκλησίας, διατηρώντας άσβεστο τον πόθο της Ένωσης, σε μιαν περίοδο που οι Άγγλοι άρχισαν να επιδιώκουν τον αφελληνισμό των Κυπρίων.
Όταν όλα τα ειρηνικά μέσα εξαντλήθηκαν και όταν όλες οι Αγγλικές υποσχέσεις, σε ώρες δύσκολες για την Αυτοκρατορία, όπως κατά τη διάρκεια των δύο παγκόσμιων πολέμων, ότι θα ικανοποιούνταν οι πόθοι του Κυπριακού λαού διαψεύστηκαν, η Εκκλησία, με επικεφαλής τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο Γ’ ηγήθηκε του απελευθερωτικού μας αγώνα με σύνθημα και στόχο την Ένωση και μόνο την Ένωση με τη μητέρα Ελλάδα.
Από το 1931 που είχε εκδηλωθεί ένα επαναστατικό κίνημα εναντίον των Άγγλων, τα λεγόμενα Οκτωβριανά του 1931, είχε ενταθεί, παρά τα αυξημένα καταπιεστικά μέτρα, η προπαρασκευή του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα.
Σε όλες τις πόλεις και τα χωριά είχαν δημιουργηθεί από την Εκκλησία οι ΟΧΕΝ ( Ορθόδοξες Χριστιανικές Ενώσεις Νέων και Νεανίδων) που προετοίμαζαν τον αγώνα.
Το 1950 διεξήχθη το Ενωτικό Δημοψήφισμα, στο οποίο 96% του Κυπριακού Ελληνισμού ζήτησαν την Ένωση με την Ελλάδα. Το 4% που δεν ψήφισε ήταν οι κυβερνητικοί υπάλληλοι στους οποίους δεν επετράπει να ψηφίσουν.
Από τότε άρχισε η μυστική εκπαίδευση νέων στα όπλα κι ένας διάχυτος ενθουσιασμός διαπερνούσε μικρούς και μεγάλους. Στους τοίχους πολλών χωριών μας βρίσκονται ακόμα, έστω και ξεθωριασμένα, γραμμένα κάποια συνθήματα, όπως «Την Ελλάδα θέλομεν κι ας τρώγωμεν πέτρες» και «Έλληνες γεννηθήκαμε και Έλληνες θα πεθάνουμε».
Ήταν μέσα σ’αυτό το κλίμα που ανδρώθηκε η γενιά των ηρώων της ΕΟΚΑ. Αυτό ήταν το υπέδαφος στο οποίο άνθησε ο ηρωϊσμός τόσων παλληκαριών που τιμούμε σήμερα, του Αυξεντίου, του Παλληκαρίδη, του Μάτση.
Στα τέσσερα μεγαλειώδη χρόνια του επικού εκείνου αγώνα, από το 1955 μέχρι το 1959, ζωντάνεψαν όλα τα προηγούμενα επιτεύγματα της φυλής στα πρόσωπα των νέων ηρώων. Ο Αυξεντίου, με το «μολών λαβέ» που πρόταξε στους Άγγλους, μόνος και όχι με άλλους 300, ξεπέρασε τον Λεωνίδα.
Ο Μάτσης, με την ανεπανάληπτη απάντησή του στον δυνάστη «ου περί χρημάτων τον αγώνα ποιούμεθα αλλά περί αρετής», θύμισε τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο. Ο αχυρώνας του Λιοπετρίου αντικατέστησε το Χάνι της Γραβιάς.
Ο απελευθερωτικός μας αγώνας έγινε για την ένωση με την Ελλάδα. Δεν μπόρεσε, όμως, να υλοποιήσει πλήρως τον στόχο του. Άμοιροι πολιτικής παιδείας, χωρίς τη στήριξη του εθνικού κέντρου και υπό την πίεση των ισχυρών της γης, συρθήκαμε στα πλοκάμια της Αγγλικής διπλωματίας και στα νύχια της Τουρκικής βουλιμίας.
Συμβιβαστήκαμε, με μιαν ελλειμματική ανεξαρτησία με πολλά τα σπέρματα της διαίρεσης της Αγγλικής δολιότητας. Ο αγώνας εκείνος, ωστόσο, τερμάτισε την αποικιοκρατία. Δεν ήταν ούτε λίγο ούτε αμελητέο αυτό. Κι άφησε ανοικτή την προοπτική της μελλοντικής βελτίωσης της ελευθερίας που επιτεύχθηκε.
Δεν μπορέσαμε, δυστυχώς, να ανταποκριθούμε στις απαιτήσεις ούτε της Ιστορίας, ούτε της στοιχειώδους λογικής. Ενώ ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, από τη θέση του εκλελεγμένου Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, προσπαθούσε να αντιμετωπίσει τις δολοπλοκίες των Άγγλων και τις επεκτατικές, επεμβατικές βλέψεις της Τουρκίας, που είχε, εν τω μεταξύ, παρακινήσει τους Τουρκοκυπρίους σε ανταρσία, μια μικρή μειοψηφία Ελλήνων της Κύπρου, στράφηκε εναντίον του.
Το σύνθημα της Ένωσης της Κύπρου με την μητέρα Ελλάδα, μαγνήτιζε πολλούς και τότε και σήμερα. Γι’αυτό τον σκοπό διεξήχθη, όπως είπαμε, ο απελευθερωτικός μας αγώνας, και για την ευόδωσή του έγιναν τόσες θυσίες.
Η αποδοχή της λύσης της ανεξαρτησίας, από τον Μακάριο, ήταν αποτέλεσμα αδήριτης ανάγκης, ύστερα από την αφόρητη πίεση του Καραμανλή και του Αβέρωφ που απειλούσαν με πλήρη εγκατάλειψη την Κύπρο. Οι Άγγλοι απειλούσαν με διχοτόμηση κι η Τουρκία καραδοκούσε από τότε, αφού η Αγγλική πονηρία την ενέπλεξε στο θέμα, για πλήρη κατάληψη της Κύπρου.
Θα’πρεπε να επικρατήσει η λογική. Κι αυτή τη λογική χρησιμοποιούσε ο Μακάριος. Μέσα από τις παγίδες, με πολλή δεξιοτεχνία προσπαθούσε να πετύχει τον μόνιμο στόχο της Ένωσης. Η μικρή αυτή μειοψηφία δεν μπορούσε να κατανοήσει τις δυσκολίες.
Κι έγινε θύμα των εχθρών της Κύπρου, υπηρετώντας τα καταχθόνια σχέδιά τους. Καταστροφική υπήρξε η συγκυρία της επιβολής της ξενοκίνητης δικτατορίας στην Ελλάδα το 1967, που οργάνωσε μιαν άρτια μηχανή παραπληροφόρησης και υπόσκαψης του Μακαρίου στην Εθνική Φρουρά, στα σχολεία, στα σωματεία. Κατάφερε αυτή η υπόσκαψη να διεισδύσει ακόμα και στην Εκκλησία, οδηγώντας σε αδελφοκτόνο σπαραγμό.
Παρά τις ξεκάθαρες προειδοποιήσεις του Προέδρου Μακαρίου ότι η Τουρκία καραδοκούσε κι ότι θα θρηνούσαμε επί ερειπίων, το κακό δεν απεφεύχθη. Και μετρούμε σήμερα σαρανταπέντε ολόκληρα χρόνια από τότε.
Δεν θα αναφερθώ στο πραξικόπημα, γιατί δεν το αντέχω. Δεν έχω την ψυχική δύναμη να αναφερθώ σε μιαν τόσο μεγάλη προδοσία, σε έναν τέτοιον αυτοεξευτελισμό. Δεν αντέχω στη σκέψη ότι προσφέραμε άφατη αγαλλίαση στους Τούρκους και στους Άγγλους, στον Κίσιγκερ και στον Ετζεβίτ.
Δεν μπορώ να βρώ μιαν, έστω και αδύνατη, δικαιολογία για να την προτάξω στους ήρωες μας: Τον Αυξεντίου, τον Μάτση, τον Παλληκαρίδη. Τι να τους πω; Ότι την ψυχική ανάταση εκείνων, διαδέχτηκε η νάρκωση η δική μας; Θυσιάστηκαν εκείνοι, για την Κύπρο και την ελευθερία της, κι ήρθαμε εμείς, ελάχιστα χρόνια μετά, να προσφέρουμε την πατρίδα μας στην Τουρκία;
Το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974 ακολούθησε, στις 20 Ιουλίου, η Τουρκική εισβολή. Γι’αυτήν, εξάλλου, έγινε το πραξικόπημα, αυτήν εξυπηρετούσε η μεγάλη προδοσία.
Η Τουρκία, εκτός από τους φόνους, τους βιασμούς, τις υλικές καταστροφές, κατέκτησε, σε δυο αλλεπάλληλες φάσεις του ίδιου εγκλήματος, και κατακρατεί έκτοτε, το 37% του εδάφους μας.
Εκτόπισε όλους τους Έλληνες γηγενείς κατοίκους από την περιοχή και, παραγνωρίζοντας κάθε έννοια δικαίου, τουρκοποιεί τα κατεχόμενα και προγραμματίζει κατάληψη ολόκληρης της Κύπρου.
Κάτω από την πίεση των τετελεσμένων, τη δυστυχία των προσφύγων και τον εκπατρισμό, παρασυρθήκαμε στη διαδικασία των διακοινοτικών συνομιλιών, με στόχο όχι την αποκατάσταση των δικαιωμάτων του λαού μας, αλλά τον συμβιβασμό με την αρπαγή και την αδικία.
Αυτό εδραίωσε τη διεθνή προπαγάνδα της Τουρκίας για τη φύση του προβλήματός μας, παρουσιάζοντάς το σαν δικοινοτική διαφορά και όχι ως θέμα εισβολής και κατοχής και θέτοντας τον εαυτό της στο απυρόβλητο. Παίρνει μάλιστα τα εύσημα, από τον διεθνή παράγοντα, ως ενθαρρύνουσα τη λύση του προβλήματος.
Η εμπλοκή της πλευράς μας στις διαπραγματεύσεις που συνεχίζονται, έστω και με διαλείμματα, αλλά συνεχίζονται ό,τι και να συμβεί, είχε και άλλα δύο κακά αποτελέσματα για μας: Πρώτα τη σταδιακή αποδοχή όλων των κατά καιρούς διεκδικήσεων των Τούρκων, χωρίς καμιά δική τους υποχώρηση. Αντίθετα κάθε αποδοχή, εκ μέρους μας, μιας διεκδίκησής τους, οδηγούσε σε προβολή νέων διεκδικήσεων.
Από 1974 και εδώ, η Τουρκία μάς κερδίζει με το να μας φοβίζει, παρά με το να μας πολεμά. Και δεν είναι δύσκολο πια σε κανένα, να διακρίνει τον τελικό και αμετάθετο στόχο της: Την κατάκτηση και τουρκοποίηση ολόκληρης της Κύπρου.
Έδωσε όμως, αυτή η άγονη, μακροχρόνια, εμπλοκή μας στον διακοινοτικό διάλογο και το καλύτερο άλλοθι στους τρίτους, τα Ηνωμένα Έθνη, τις Μεγάλες Δυνάμεις τον διεθνή, γενικώς, παράγοντα, για να δικαιολογήσουν την αδράνειά τους.
Αφού τα πράγματα θα οδηγηθούν κάποτε σε κάποια λύση, – αυτή είναι η εντύπωση από τις συνομιλίες, – χωρίς να υπάρξουν μεγάλες αντιδράσεις, μέσω υποχωρήσεων της πλευράς εκείνης που δείχνει διατεθειμένη να «συμβιβαστεί», γιατί αυτοί να πιέσουν ή να εμπλακούν;
Οι ισχυροί, οι Μεγάλες Δυνάμεις, δεν ενδιαφέρονται για την επικράτηση του δικαίου αλλά για την ισορροπία στην περιοχή. Η ειρήνη ανάγεται σε αυτοτελή αξία κεχωρισμένη του δικαίου. Εφόσον τα ενδιαφερόμενα μέρη συμφωνήσουν για την τελική λύση, δεν υπάρχει πρόβλημα για τους τρίτους.
Εγκαταλελειμμένοι, λοιπόν, στη μοναξιά μας, ίσως και εξ υπαιτιότητός μας, γιατί δεν διεκδικήσαμε το δίκαιό μας με τρόπο πειστικό, διαπιστώνουμε σήμερα, ύστερα από σαρανταπέντε χρόνια κατοχής, ότι όλες οι παραχωρήσεις μας εκλαμβάνονται από την Τουρκία ως αδυναμία, γι’αυτό κι αυτή επανέρχεται κάθε φορά με νέες διεκδικήσεις.
Έτσι ο φαύλος κύκλος διεκδικήσεων- παραχωρήσεων διαιωνίζεται. Η πράξη έχει δείξει ότι, η Τουρκία θέλει τον διάλογο για να θέτει, μέσω των εγκάθετών της στην Κύπρο, νέες διεκδικήσεις.
Προσπαθεί να δώσει προς τα έξω την εντύπωση ότι οι μονομερείς απαιτήσεις της, αποτελούν διμερείς διαφορές μεταξύ των δύο κοινοτήτων και ότι η επίλυσή τους απαιτεί διαπραγμάτευση· δηλ. απαιτεί την υποχώρησή μας για να αποφευχθεί η σύγκρουση.
Θα πρέπει όμως, να έχουμε μάθει, από όσα μέχρι σήμερα έχουμε πάθει, ότι καμιά υποχώρηση δεν αποτελεί ανασχετικό φραγμό για τον τελικό στόχο της Τουρκίας. Ούτε κι αν παραδώσουμε τώρα τον υποθαλάσσιο πλούτο μας θα πετύχουμε κάτι. Με τις συνεχείς υποχωρήσεις δεν μπορούμε να φτάσουμε σε λύση.
Είναι λυπηρό, αλλά άξιο ιδιαίτερης προσοχής και μελέτης, το ότι η φιλοπατρία του λαού μας, παρόλο ότι παρουσιάζει, κατά καιρούς, μεγαλειώδεις εξάρσεις, όπως συνέβη κατά τον απελευθερωτικό μας αγώνα, δεν εμπνέει την καθημερινότητά του.
Ο πατριωτισμός σπανίως υπήρξε το σύνηθες δεδομένο ή το κυρίαρχο χαρακτηριστικό του. Μάλλον η αμέλεια, η αδιαφορία, η ιδιοτέλεια και κυρίως ο διχασμός χαρακτηρίζουν την καθημερινότητά μας. Οι Έλληνες αμελούν, καταχρώνται και μαλώνουν. Και αφυπνίζονται εκ των υστέρων, κάτω από τις δυσμενείς συνθήκες που παράγει αυτή η συμπεριφορά.
Από το 1974 δεχτήκαμε και δεχόμαστε καθημερινά πολλές ταπεινώσεις. Κι όμως, πολλοί αντιμετωπίζουν την κατάσταση χωρίς αξιοπρέπεια, χωρίς την ελληνική περηφάνεια.
Οι καθημερινές ανακοινώσεις για τον αριθμό των Ελλήνων Κυπρίων που επισκέπτονται τα κατεχόμενα, τα ποσά που ξοδεύουν εκεί, οι αναχωρήσεις από το παράνομο αεροδρόμιο, οι φωνές για διάνοιξη και άλλων οδοφραγμάτων, για να εξοικειωθούμε κι άλλο με την κατοχή, οι πιέσεις από κάποια κόμματα για μιαν οποιαδήποτε λύση, δίνουν μιαν αίσθηση της εθνικής αφασίας στην οποία ένα μεγάλο μέρος του λαού μας έχει περιέλθει.
Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες δεν είναι ανεξήγητο το ότι ο διεθνής παράγοντας, ο οποίος παρακολουθεί αυτή την κάμψη του ηθικού μας, πιέζει κι άλλο την πλευρά μας, αφού μάλιστα βρίσκει και σε μερίδα της ηγεσίας μας πρωτοπόρους στην άτακτη υποχώρηση.
Κι η Τουρκία περισσότερο αυξάνει τις προκλήσεις της. Αυτά, όλα όμως, θα πρέπει να μας αφυπνίσουν από τον λήθαργο.
Οφείλουμε, εμείς τουλάχιστον, όσοι και στην Κύπρο και στην Ελλάδα εξακολουθούμε να αγωνιούμε για το μέλλον του τόπου μας, να πρωτοστατήσουμε στη συνειδητοποίηση, εκ μέρους όλου του λαού μας, των θανάσιμων κινδύνων που διατρέχουμε και στη λήψη ανασχετικών μέτρων, με απώτερο στόχο την αλλαγή πλεύσης, την απαλλαγή από τον θανατηφόρο εναγκαλισμό με τις συνομιλίες που γίνονται, με τον τρόπο που γίνονται, εδώ και σαρανταπέντε χρόνια.
Το γεγονός ότι η Άγκυρα αμφισβητεί έμπρακτα- και το δείχνει καθημερινά,- τα δικαιώματα της Ελλάδας και της Κύπρου σε αέρα και θάλασσα και κάθε μέρα ανακοινώνει και νέες απαιτήσεις σε βάρος μας, επισείοντας ταυτόχρονα την απειλή του Casous belli, δεν μας συνετίζει, δυστυχώς.
Η συμπεριφορά αυτή της Τουρκίας δεν σημαίνει ότι αυτή είναι παντοδύναμη κα ότι εμείς, Ελλάδα και Κύπρος, δεν είμαστε σε θέση να υπερασπίσουμε τα δίκαιά μας.
Η Τουρκία αντιμετωπίζει σήμερα πολλά προβλήματα, η δε επεκτατική, ιμπεριαλιστική πολιτική της στην Κύπρο, στη Συρία και εναντίον των Κούρδων τα εντείνει και τα επαυξάνει. Θα πρέπει η συνεκτίμηση όλων αυτών, να μας οδηγήσει σε συστράτευση όλων των δυνάμεων μας και στη χάραξη μιας αξιόπιστης, αποτρεπτικής και αποτελεσματικής πολιτικής.
Για τη λήψη σωστής απόφασης σε ένα τέτοιο κρίσιμο θέμα, ζήτημα ζωής ή θανάτου για μας, χρειάζεται, ασφαλώς, ορθή διάγνωση. Θα φτάσουμε στην ορθή διάγνωση, εξετάζοντας με νηφαλιότητα τα γεγονότα δίπλα και γύρω μας.
Στηρίξαμε, τις ελπίδες μας στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών και απογοητευόμαστε. Όταν αυτός περιορίζεται μόνο σε ευχές και σε υποδείξεις, πολλές φορές αντίθετες του δικαίου, τούτο αποτελεί στίγμα για την ανθρωπότητα αλλά και θλιβερό, αποκαρδιωτικό, σύμπτωμα, για το μέλλον του κόσμου.
Αυτή η διάγνωση θα πρέπει να μας προσγειώσει. Να μας οδηγήσει μακριά από ψευδαισθήσεις και απατηλές προσδοκίες. Στις δικές μας δυνάμεις και στο δίκαιό μας θα πρέπει κυρίως να στηριχτούμε.
Θα πρέπει να θωρακιστούμε με τις αιώνιες αξίες της φυλής μας, να επιδιώξουμε σύμπτωση συμφερόντων με άλλες χώρες της περιοχής ή που έχουν συμφέροντα στην περιοχή, – και δημιουργούν κάποιες ελπίδες οι συναντήσεις με Αίγυπτο και Ισραήλ τον τελευταίο καιρό-, να αποδεσμευτούμε από δεσμεύσεις και υποχωρήσεις που μας επεσώρευσαν οι διαδικασίες σαρανταπέντε ετών και που ισχύουν τελικώς, μόνο για μας και όχι για τους Τούρκους. Και ομονοούντες να συμφωνήσουμε στον στόχο.
Λύση που είναι αποτέλεσμα βίας και αδικίας δεν μπορεί να επιβιώσει. Ό,τιδήποτε κι αν δεχθούμε ως συμβιβασμό, κάτω από συνθήκες πανικού και έκδηλης αδυναμίας, θα το χάσουμε οριστικά, χωρίς δυνατότητα επιστροφής στην προηγούμενη κατάσταση. Οι πανικόβλητες υποχωρήσεις ποτέ δεν περιορίζουν τη θρασύτητα του εχθρού, αλλά αντίθετα την ενισχύουν.
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας αναγνωρίζει τελευταία, ότι η πορεία που ακολουθήσαμε μέχρι σήμερα δεν οδηγεί πουθενά και προσανατολίζεται σε εγκατάλειψη της επιδίωξης λύσης Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας.
Έχω την εντύπωση όμως, πως η απαγκίστρωση από την επιδίωξη της ρατσιστικής, διαιρετικής λύσης της Δ.Δ.Ο, την οποία φαίνεται να εγκαταλείπει και η Τουρκία χάριν άλλων πιο προχωρημένων της στόχων, δεν θα πρέπει να μας οδηγήσει στην αποδοχή άλλης, χειρότερης λύσης, είτε λύσης δύο κρατών, είτε λύσης μιας συγκαλυμμένης συνομοσπονδίας, που κι αυτή, ας μην έχουμε ψευδαισθήσεις, δεν θα αποτελεί τον τελικό στόχο της Τουρκίας.
Λύση δύο κρατών, έστω και εντεταγμένων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ενέχει θανάσιμους κινδύνους. Ποιος θα εμποδίσει τη ροή εκατομμυρίων Τούρκων στο Τουρκοκυπριακό κράτος;
Και ποιος, ύστερα, θα τους εμποδίσει, αφού τους δώσουν και την υπηκοότητα και τους κάμουν Ευρωπαίους πολίτες, να περάσουν στο Ελληνοκυπριακό κράτος και να μας καταλάβουν με αυτόν τον τρόπο; Μα και η συνομοσπονδία κρύβει θανάσιμους κινδύνους για μας. Η Τουρκία θα ελέγχει και το δικό μας συνιστών κράτος.
Νομίζω πως απηχώ και τις απόψεις της πλειοψηφίας του Κυπριακού Ελληνισμού αν πω ότι εκείνο που δεν τολμήσαμε το 1983, με την ανακήρυξη του ψευδοκράτους, και το 2004, με το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, την απόσειση δηλ. όλων των μονομερών υποχωρήσεων και δεσμεύσεών μας, θα πρέπει να το τολμήσουμε τώρα.
Και να επανατοποθετήσουμε το πρόβλημά μας στις σωστές του διαστάσεις. Το Κυπριακό είναι πρόβλημα εισβολής και κατοχής. Θα πρέπει η Τουρκία να αναγκαστεί να εγκαταλείψει την Κύπρο για να αποκατασταθούν πλήρως τα κυριαρχικά δικαιώματα της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Επαναλαμβάνω και πάλιν και θα πρέπει να το συνειδητοποιήσουμε για να μπορέσουμε να το αποτρέψουμε: Αμετάθετος στόχος της Τουρκίας, είναι η κατάληψη και τουρκοποίηση ολόκληρης της Κύπρου. Με τρεις τρόπους επιδιώκει την πραγματοποίηση αυτού του στόχου της η Τουρκία:
α) Πρώτα με την αποδοχή, εκ μέρους μας, μιας λύσης που να προνοεί κατάργηση της Κυπριακής Δημοκρατίας και δημιουργία εξ υπαρχής ενός νέου κράτους. Μπορεί ο πόθος εκατό συνεχών γενεών Κυπρίων και η επιδίωξή μας, όταν ξεκινούσαμε τον αγώνα, να ήταν η ένωση με την Ελλάδα.
Σήμερα, όμως, κυριότερο όπλο μας για επιβίωση του Ελληνισμού στην Κύπρο παραμένει η Κυπριακή Δημοκρατία, το αναγνωρισμένο διεθνώς ανεξάρτητο κράτος μας.
Όσο υπάρχει η Κυπριακή Δημοκρατία συνυπάρχουν και τα ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών και οι αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης που τη θωρακίζουν και δεν μπορεί η Τουρκία να νομιμοποιήσει την κατοχή.
Όσο αδύναμοι στρατιωτικά και να’μαστε σήμερα, μπορούμε όποτε το επιδιώξουμε να συγκαλέσουμε το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, να απευθυνθούμε ως ισότιμοι με τα άλλα, κράτη- μέλη, στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ο μόνος τρόπος να απαλλαγεί η Τουρκία από τα ψηφίσματα και τις αποφάσεις αυτές είναι η διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Το νέο κράτος, που θα προκύψει θα είναι αθωράκιστο.
Για να προσφύγει στα Ηνωμένα Έθνη ή στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα θέλει τη συγκατάθεση του Τουρκοκυπριακού «συνιστώντος κρατιδίου», που δεν θα την έχει. Και κατά την πάγια τακτική τους, αμέσως μετά τη συμφωνία, οι Τούρκοι, θα αθετήσουν την υπογραφή τους.
Μη έχοντας τότε πού να προσφύγουμε, αφού με τη διάλυση του νέου κράτους θα είμαστε κοινότητα και όχι κράτος, θα γίνουμε όμηροι της Τουρκίας. Γι’αυτό και δεν θα πρέπει να παρασυρθούμε με κανένα τρόπο σε μιαν τέτοια λύση.
Όποια κι αν είναι η δομή του νέου κράτους που θα συμφωνήσουμε, θα πρέπει το κράτος αυτό να συνιστά μετεξέλιξη της Κυπριακής Δημοκρατίας. Να’ ναι συνέχειά της, να μην την αντικαθιστά.
β) Ο δεύτερος τρόπος με τον οποίο οι Τούρκοι επιχειρούν υλοποίηση του στόχου τους είναι ο εποικισμός. Οι μαρτυρίες των ίδιων των Τουρκοκυπρίων-όσων απ’αυτούς απέμειναν- είναι ότι σήμερα, πέραν του στρατού κατοχής, υπάρχουν στο κατεχόμενο μέρος της Κύπρου και εκατοντάδες χιλιάδες έποικοι.
Το 2007, ο τότε εκπρόσωπος του Γ.Γ. των Ηνωμένων Εθνών, Μάϊκλ Μώλλερ, είχε αποκαλύψει στον κ. Μιχαλάκη Λεπτό, έναν Κύπριο επιχειρηματία στην Πάφο, στην παρουσία μου, ότι ο πληθυσμός στα κατεχόμενα ήταν πέραν των 500.000.
Έκτοτε ο εποικισμός συνεχίστηκε με εντατικούς ρυθμούς. Ο εποικισμός αποτελεί, βέβαια, έγκλημα πολέμου και καταδικάζεται απ’όλα τα κράτη. Επιχειρούν όμως, οι Τούρκοι, νομιμοποίησή του, με διάφορους τρόπους.
Προβάλλουν ήδη τις δικαιολογίες ότι κάποιοι γεννήθηκαν στην Κύπρο, κάποιοι παντρεύτηκαν εκεί, κλπ. Αν συνεχίσουμε να μην αντιδρούμε δυναμικά, ως προς το θέμα αυτό, κάποια στιγμή θα έχουμε την τύχη της Αλεξανδρέττας.
Αφού φέρουν με το μέρος τους τούς ισχυρούς της γης, έχοντας την πλειοψηφία του πληθυσμού, οι Τούρκοι θα επιδιώξουν ενιαίο κράτος και δημοψήφισμα.
Ο καθηγητής Βασίλης Κατσαρός, Ομότιμος καθηγητής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης ο οποίος διετέλεσε και καθηγητής της Θεολογικής Σχολής της Εκκλησίας της Κύπρου,ως ιστορικός, μας λέει ότι το 1908 στην Αλεξανδρέττα, επαρχία τότε της Συρίας, που τελούσε υπό Γαλλική κυριαρχία, ζούσαν 8000 Τούρκοι και 2.500.000 Σύροι(Άραβες).
Οι Αγγλογάλλοι, θέλοντας να έχουν την Τουρκία με το μέρος τους σε έναν ενδεχόμενο Παγκόσμιο Πόλεμο, ανέθεσαν σ’αυτή μιαν εποπτεία στην περιοχή.
Σε 30 χρόνια, μέχρι το 1939, η Τουρκία άλλαξε τον δημογραφικό χαρακτήρα της περιοχής. Έφερε Τούρκους, έδιωξε τους ντόπιους, ζήτησε και πέτυχε δημοψήφισμα και κατέστησε την Αλεξανδρέττα επαρχία της Τουρκίας.
Αν δεν αντισταθούμε αποτελεσματικά στα εποικιστικά σχέδια της Τουρκίας θα έχουμε και εμείς την τύχη της Αλεξανδρέττας.
γ) Και τέλος, θα επιδιώξουν τον στόχο τους, με τη μέθοδο του εκφοβισμού. Θα πράξουν ότι έπραξαν στην Ίμβρο και στην Τένεδο, αναγκάζοντάς μας να φύγουμε στο εξωτερικό για εξασφάλιση ασφάλειας για τα παιδιά μας.
Η παραμονή των Ελλήνων της Ίμβρου και Τενέδου στα νησιά τους εξασφαλιζόταν με τη συνθήκη της Λωζάνης. Θα είχαν ευρείες ελευθερίες, σχολεία, αυτοδιοίκηση κλπ.
Οι Τούρκοι τότε εγκατέστησαν τις φυλακές μεγίστης ασφαλείας στην Ίμβρο. Τη μια νύκτα άφησαν να διαφύγει ένας βαρυποινίτης που σκότωσε κάποιον Έλληνα, την άλλη άφηναν άλλον που βίαζε μιαν Ελληνίδα, με αποτέλεσμα σιγά-σιγά ο Ελληνικός πληθυσμός να φύγει.
Έτσι θα επιδιώξει και στην Κύπρο η Τουρκία. Προκαλώντας προβλήματα στη γραμμή αντιπαράταξης, ή με τους Τούρκους και τους μουσουλμάνους λαθρομετανάστες που διατηρούν ως εγκάθετους στις ελεύθερες περιοχές, θα δημιουργήσουν κλίμα ανασφάλειας και πανικού στις τάξεις του λαού με μόνο τρόπο αντίδρασης την φυγή.
Η Κύπρος βρίσκεται, χωρίς αμφιβολία, αυτή τη στιγμή στην κρισιμότερη φάση της εθνικής της ζωής. Ο Ελληνισμός της Κύπρου βρίσκεται, σήμερα, σε τροχιάν αφανισμού από τον τόπο στον οποίο ζει εδώ και 35 αιώνες.
Έχουμε υποχρέωση να αντισταθούμε στην υλοποίηση των Τουρκικών στόχων και να τους ματαιώσουμε.
Είναι, νομίζω, η κατάλληλη ευκαιρία, με το αδιέξοδο στο οποίο περιήλθαν οι συνομιλίες, να σταθούμε νηφάλια και να ανασκοπήσουμε την πορεία μας. Να δούμε τα λάθη μας και να διαγράψουμε πορεία εξόδου από τα αδιέξοδα.
Στην ομιλία του, όταν παραλάμβανε το βραβείο Νόμπελ, ο μεγάλος μας ποιητής Γιώργος Σεφέρης, είχε πει ανάμεσα στ’ άλλα και τα εξής: «Οι Έλληνες περάσαμε βάσανα πολλά. Στο διάβα των αιώνων πολλοί μηδίσανε, πολλοί κατάντησαν γραικύλοι, πολλοί εξισλαμίστηκαν και γίνηκαν γενίτσαροι, αρκετοί συνεργάστηκαν με τους Φράγκους, μπολιάστηκαν με τη νοοτροπία τους και αφομοιώθηκαν από αυτούς. Όμως πάντα υπήρχαν οι Έλληνες που διατηρούσαν τη συνέχεια και την παρέδιδαν στην επόμενη γενιά!
Κι αυτοί οι Έλληνες,- τολμώ να πω ότι σ’αυτούς συγκαταλεγόμαστε κι εμείς όλοι, που βρισκόμαστε σήμερα εδώ και που αγωνιούμε για το μέλλον της Κύπρου,-πρέπει να προγραμματιστούμε. Ποτέ άλλοτε, ακόμα και χωρίς ανεξάρτητο κράτος, η Κύπρος δεν κινδύνευε όσο σήμερα.
Στις σατανικές πλεκτάνες της Τουρκίας έρχονται να προστεθούν κι άλλα πολλά: Η δημογραφική κατάρρευση, η φυγή των νέων, η παραγωγική αποσάρθρωση, η πολιτισμική παρακμή, ο δεκασμός σε όλους τους τομείς της δημόσιας αλλά και της ιδιωτικής ζωής, η απειλή αλλοίωσης της εθνικής φυσιογνωμίας και των ελεύθερων περιοχών, λόγω της ανεξέλεγκτης εισροής λαθρομεταναστών, που πιστεύω πως κι αυτοί στέλλονται με σχέδιο της Τουρκίας.
Κι αυτοί δεν μας απομυζούν μόνον οικονομικά, με τα παχυλά βοηθήματα που τους προσφέρουμε, ούτε και ρίχνουν, απλώς, τα επίπεδα μάθησης στα σχολεία μας με την παρουσία τους, ούτε, κι ακόμα, βοηθούν μόνον στην αύξηση του εγκλήματος.
Ο κίνδυνος είναι στην αλλοίωση του δημογραφικού χαρακτήρα και των ελεύθερων περιοχών και στη δημιουργία πέμπτης φάλαγγας μέσα στις τάξεις μας.
Είμαστε κολλημένοι στον τοίχο από την Ιστορία, χωρίς περιθώρια για νέα σφάλματα. Πρέπει να προγραμματιστούμε αποτελεσματικά.
Η εθνική αφύπνιση, που οδηγεί σε εθνική αυτογνωσία και ενότητα, είναι μονόδρομος, αν θέλουμε να επιβιώσουμε ως Ελληνισμός στην Κύπρο.
Η επιβίωσή μας μπορεί να είναι αποτέλεσμα μόνο της συνεχούς εγρήγορσης των φυσικών και ψυχικών μας δυνάμεων.
Μόνο η αγωνία και η συνεχής μέριμνά μας για τη συνέχιση της ιστορικής διαδρομής μας και ο πόθος μας για εθνική προκοπή μπορούν να αποτελέσουν εγγύηση για το μέλλον μας. Η Ιστορία τιμωρεί σκληρά όσους θεωρούν εξασφαλισμένη την παρουσία τους σ’ αυτήν.
Αυτή η εγρήγορση θα πρέπει να μας οδηγήσει και στη λήψη κάποιων στοιχειωδών, τουλάχιστον, προστατευτικών μέτρων.
Ένα κράτος που αυτοπεριορίζεται σε παθητική άμυνα, που εν μέσω πρωτόγνωρων εθνικών κινδύνων περιορίζει τον χρόνο της στρατιωτικής θητείας και εκμηδενίζει τις στρατιωτικές-αμυντικές δαπάνες του, είναι αδύνατο να πειθαναγκάσει έναν επιθετικό αντίπαλο σε παραίτηση από τους στόχους και τις επιδιώξεις του.
Είναι, ασφαλώς αναγκαίο και το ηθικό αγωνιστικό φρόνημα του λαού, που πρέπει να σφυρηλατηθεί στις πνευματικές, ηθικές και πολιτιστικές μας αξίες, αλλά είναι απαραίτητη και μια αμυντική υποδομή στην οποία θα στηριχτεί αυτό το φρόνημα, για να καταστεί αποτελεσματικό και να μεγαλουργήσει.
Δεν έχουμε ψευδαισθήσεις ότι είναι εύκολη υπόθεση η αλλαγή πλεύσης την οποία προτείνουμε. Δεν έχουμε, όμως άλλη λύση.
Για να υπενθυμιστεί στη διεθνή κοινότητα, ένα γεγονός που αφέθηκε από το 1974 να ξεχασθεί, ότι δηλ. στην Κύπρο έγινε εισβολή ενός ξένου κράτους που εξακολουθεί να κατακρατεί με τη βία το 40% του εδάφους μιας άλλης χώρας εδώ και 45 χρόνια, χρειάζονται αγώνες. Οι εύκολοι και ακίνδυνοι τρόποι, όμως, δεν μπορούν να κάμψουν την Τουρκική αδιαλλαξία.
Σ’αυτούς, που για να πείσουν, τάχα, την Τουρκία να επανέλθει στις συνομιλίες εξαγγέλουν νέες υποχωρήσεις, αξίζει να επισημάνουμε τα αυτονόητα. Ότι, δηλαδή, η δημοσιοποίηση προθέσεων υποχώρησης πριν αρχίσουν, ή ενώ διαρκούν οι διαπραγματεύσεις, υπονομεύει τη διαπραγματευτική μας θέση.
Και σ’αυτούς που, όποτε παρουσιαστεί μια έξαρση των Τουρκικών διεκδικήσεων, μας προτρέπουν για ρεαλισμό, μια θα πρέπει να είναι η απάντηση: Όταν ο αγώνας είναι για τα υπέρτατα, για τη θρησκευτική και εθνική επιβίωση, για το μέλλον μας και τα παιδιά μας, για την αξιοπρέπεια και την τιμή μας, ο ρεαλισμός τότε μόνο έχει τη θέση του, όταν χρειάζεται για να κερδηθεί χρόνος, με την ελπίδα καλύτερων οιωνών στη διεξαγωγή αυτού του αγώνα.
Όταν, όμως, ο ρεαλισμός οδηγεί- όπως συμβαίνει στην περίπτωσή μας- προσωρινά μεν στην ψευδαίσθηση της επίτευξης κάποιας λύσης, αλλά στο μέλλον και με μαθηματική ακρίβεια στην καταστροφή και στον θάνατο, τότε αυτό δεν είναι ρεαλισμός. Είναι αφροσύνη κα παραλογισμός.
Κι ας μη ξεχνούμε ότι και οι ξένοι, οι Μεγάλες Δυνάμεις και τα Ηνωμένα Έθνη, οι Εταίροι μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, συνάγουν συμπεράσματα, για την πολιτική τους έναντί μας, όχι με κριτήριο την ετοιμότητα υποχωρήσεων και υποκλίσεών μας προς τον κατακτητή, αλλά με κριτήριο την αποφασιστικότητά μας για αγώνα και την ικανότητα για υπεράσπιση των εθνικών μας συμφερόντων.
Ξεκινήσαμε, λοιπόν, με ενθουσιασμό τον αγώνα για την Ένωση με την Ελλάδα, έχοντας πίσω μας ως συμπαραστάτες περισσότερες από εκατό γενιές Ελλήνων, που διατήρησαν, με ποταμούς αιμάτων και εκατόμβες θυσιών, την ελληνικότητα της Κύπρου.
Και κινδυνεύουμε, από τα συμφέροντα και τα επεκτατικά σχέδια των Τούρκων και άλλων ξένων δυνάμεων, αλλά και τα δικά μας σφάλματα και τις δικές μας παραλείψεις, να είμαστε η τελευταία γενιά των Ελλήνων στην Κύπρο.
Η συνειδητοποίηση αυτού του κινδύνου θα πρέπει να οδηγήσει σε συσπείρωση όλους τους Έλληνες, όπου κι αν ζουν, στην Κύπρο, στην Ελλάδα, σ’ όλο τον κόσμο, γύρω από έναν και μοναδικό στόχο: Την αποτελεσματική αντιμετώπιση και απόκρουση αυτού του κινδύνου.
Και θα’ θελα να εκφράσω εκ μέρους όλου του Κυπριακού λαού ένα παράπονο για τη διαχρονική, εκτός ελαχίστων περιπτώσεων, στάση των Ελληνικών κυβερνήσεων, απέναντι στους κατά καιρούς αγώνες μας. Νιώσαμε πολλάκις την εγκατάλειψη, την αδιαφορία, την απόρριψη.
Δεν μιλώ για τον υπέροχο Ελληνικό λαό και για την Εκκλησία του. Αυτοί μας συμπαραστάθηκαν και μας συμπαραστέκονται με κάθε θυσία. Δεν ξεχνούμε, πέραν των άλλων, ότι είναι με τις στερήσεις του Ελληνικού λαού που σπουδάσαμε δωρεάν στα Ελληνικά Πανεπιστήμια χιλιάδες Κύπριοι.
Οι Ελληνικές Κυβερνήσεις, όμως, κράτησαν αποστάσεις ασφαλείας από το πρόβλημά μας. Δεν μιλώ για τη Χούντα. Αυτοί ούτε Έλληνες λογαριάζονται, ούτε εκπροσωπούσαν τον Ελληνικό λαό.
Όταν απεγνωσμένα κοιτούσαμε προς την Ελλάδα για απόκρουση της Τουρκικής εισβολής, ακούσαμε από πρωθυπουργικά χείλη ότι η Ελλάδα είναι μακρυά.
Όταν ζούσαμε στο όνειρο του απελευθερωτικού μας αγώνα, παρά τις θυσίες και τα δεινά του λαού μας, η Ελληνική κυβέρνηση μας πίεζε, πιεζόμενη κι εκείνη από το ΝΑΤΟ και τους Αγγλοαμερικανούς, για αποδοχή των διαιρετικών συμφωνιών της Ζυρίχης, που μας οδήγησαν τελικά στην καταστροφή.
Κι όταν παρά τα δεινά της προσφυγοποίησης ο λαός μας αγωνιζόταν για απόρριψη του σχεδίου Ανάν που μας παρέδιδε στην Τουρκία, οι εδώ ιθύνοντες μας εκφόβιζαν ότι αν δεν αποδεχόμασταν το σχέδιο δεν θα επέτρεπαν την ένταξή μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Έλληνες αδελφοί,
Δεν είμαστε απομακρυσμένοι συγγενείς που ζητούμε τη συμπάθειά σας. Είμαστε Έλληνες όπως κι εσείς. Έχουμε την ίδια φύτρα, την ίδια καταγωγή. Ανδρωθήκαμε με τα ίδια ιδανικά, λατρέψαμε την Ελλάδα ως θεά.
Μετρούμε στον τόπο μας τόσα χρόνια Ελληνικής παρουσίας όσα κι οι Αθηναίοι στην Αττική κι οι Σπαρτιάτες στην Πελοπόννησο. Ούτε και ζητούμε οικονομική βοήθεια, όπως οι Έλληνες της διασποράς, για να κρατήσουμε τη γλώσσα, τα ήθη και τα έθιμά μας.
Αυτά τα κρατήσαμε με θυσίες, μέσα στους αιώνες, αντιμετωπίζοντας ποικίλους κατακτητές. Ζητούμε τη συμπαράταξή σας και όχι τη συμπαράστασή σας για να κρατηθούμε στις ρίζες μας, να κρατήσουμε τον τόπο μας Ελληνικό. Γιατί, αλλοίμονο! Αν πέσει η Κύπρος θα’ αρχίσει το ξήλωμα της Ελλάδος. Θα έλθει η σειρά της Θράκης, του Αιγαίου, της Μακεδονίας.
Τελειώνω αναφέροντας επιγραμματικά ότι είναι μύθος να νομίζουμε ότι υποχωρώντας κι άλλο θα πείσουμε την Τουρκία να προχωρήσει σε μια βιώσιμη λύση του Κυπριακού.
Η πραγματικότητα είναι ότι με τα συνεχή «δώσε» δεν φτάνεις σε λύση, αντίθετα διεγείρεις τη βουλιμία του αντιπάλου.
Μόνο ανασύνταξη δυνάμεων και επανατοποθέτηση του προβλήματός μας στις σωστές του διαστάσεις υπόσχονται έξοδο, έστω και με πολλές θυσίες, από το αδιέξοδο.
Και συνηθίζω να το λέω στην Κύπρο και να το πιστεύω ακράδαντα. Να΄μαστε έτοιμοι. Αν, μη γένοιτο, γονατίσει η Ηγεσία, την Ιστορία θα πρέπει να τη σηκώσουμε στους ώμους μας εμείς, ο λαός!
romfea.gr
Η ομιλία πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια εκδηλώσεων που ήταν αφιερωμένες στον ήρωα του κυπριακού αγώνα και υπαρχηγό της της ΕΟΚΑ Γρηγόρη Αυξεντίου.
Ακολουθεί ολόκληρη η ομιλία του Πανιερωτάτου:
Ευχαριστώ, ιδιαίτερα τον Δήμο Παπάγου – Χολαργού, τους Ιερείς και το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο του Ιερού Ναού Παναγίας Φανερωμένης Χολαργού, την Ομοσπονδία Κυπριακών Οργανώσεων Ελλάδος και την Ένωση Κυπρίων Ελλάδος για την ευκαιρία που μου δίνουν να είμαι σήμερα μαζί σας, μέρα έντονα φορτισμένη με το εθνικό συναίσθημα, λόγω της επετείου της ηρωικής θυσίας του Γρηγόρη Αυξεντίου, για να σας μιλήσω για την Κύπρο, την ιδιαίτερη πατρίδα μου· την ιστορία και τις ταλαιπωρίες της· τα οράματα και τους αγώνες της, αλλά και τα
φοβερά αδιέξοδα και τους τρομερούς κινδύνους που την απειλούν. Και να αναζητήσω, μαζί σας, έξοδο από την κρίση και τρόπους επιβίωσης του Ελληνισμού σ’αυτή.
Από την αρχή θα ήθελα να δηλώσω ότι αντιλαμβάνομαι πλήρως την αδυναμία μου να αξιολογήσω σωστά τον Γρηγόρη Αυξεντίου.
Είναι αδύνατο ένας μέσος άνθρωπος να αποτιμήσει ένα γίγαντα, γιατί του λείπει η μονάδα μέτρησης, του διαφεύγουν οι πραγματικές του διαστάσεις.
Το να επιχειρείς να αποτιμήσεις έναν ημίθεο, όπως τον Αυξεντίου, μοιάζει με παραλογισμό. Δεν μας συνήθισε η Ιστορία με τέτοιες μορφές, γιατί με εξαιρετική φειδώ τις χαρίζει στο έθνος μας.
Γι’αυτό και θα επιχειρήσω πρώτα μια σύντομη κατάδυση στο πέραν των τριανταπέντε αιώνων Ελληνικό παρελθόν της Κύπρου, περιγράφοντας το ιστορικό υπέδαφος που μας τον χάρισε και στο οποίο ο Αυξεντίου ευδοκίμησε και μεγαλούργησε.
Από τον 15ο αιώνα π.Χ. έχουμε μόνιμη εγκατάσταση των Μυκηναίων στην Κύπρο. Το αποδεικνύουν και οι αρχαιολογικές έρευνες. Έκτοτε η Κύπρος παρέμεινε Ελληνική, χωρίς ποτέ να αποβάλει τον ελληνικό χαρακτήρα της.
Είναι γνωστές οι αναφορές του Ομήρου, στη μεν Ιλιάδα, στον βασιλιά της Πάφου Κινύρα που δώρησε στον Αγαμέμνονα, κατά την εκστρατεία της Τροίας, περίφημο θώρακα, στη δε Οδύσσεια, στον Δμήτορα Ιασίδη, περίφημο Αχαιό που τον θέλει βασιλιά όλης της Κύπρου.
Η παράδοση θέλει ήρωες του Τρωικού πολέμου να ιδρύουν πόλεις βασίλεια στην Κύπρο: Ο Τεύκρος τη Σαλαμίνα, ο Αγαπήνορας την Πάφο, ο Κηφέας την Κερύνεια, και άλλοι, άλλες. Αργότερα ο Αθηναίος Κίμωνας εκστρατεύει και ελευθερώνει την Κύπρο από τους Πέρσες(461 π.Χ.)
Σπουδαία προσωπικότητα της Κύπρου στον εθνικό τομέα-μιλούν ως τη μεγαλύτερη στους 35 ελληνικούς της αιώνες-, υπήρξε, τον 4ο π.Χ. αιώνα, ο Ευαγόρας, βασιλιάς της Σαλαμίνας, που εμπέδωσε το εθνικό φρόνημα σε όλη την Κύπρο και εργάστηκε για τη συνένωση των Πανελλήνων. Λίγο αργότερα, οι Κύπριοι βασιλείς θέτουν τον στόλο τους στη διάθεση του Μ.Αλεξάνδρου και συμβάλλουν αποφασιστικά στην άλωση της Τύρου.
Μετά τον θάνατο του Αλεξάνδρου η Κύπρος υπάγεται στο κράτος των Πτολεμαίων και αργότερα υποτάσσεται, όπως και η υπόλοιπη Ελλάδα, στους Ρωμαίους. Στην περίοδο της Ρωμαιοκρατίας, και συγκεκριμένα το 45 μ.Χ., η Κύπρος δέχτηκε την επίσκεψη των αποστόλων Παύλου, Βαρνάβα και Μάρκου και εκχριστιανίστηκε με ταχύτατους ρυθμούς.
Ακολούθησαν τα ευτυχισμένα ελεύθερα χρόνια, όχι βέβαια χωρίς περιπέτειες κατά καιρούς, λόγω της γειτνίασης των Αράβων και των Αραβικών επιδρομών, κατά τα οποία η Κύπρος αποτελούσε τμήμα της Βυζαντινής μας αυτοκρατορίας.
Η Εκκλησία της αναγνωρίστηκε αυτοκέφαλος από την Γ΄Οικουμενική Σύνοδο, το 431, αργότερα δε, περί τα τέλη του 5ου αιώνα, ο Αρχιεπίσκοπός της, δέχτηκε βασιλικά προνόμια, από τον αυτοκράτορα, γενόμενος στην πραγματικότητα εκπρόσωπός του, στο άκρο αυτό της Βυζαντινής αυτοκρατορίας.
Μέχρι σήμερα ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου φέρει πορφυρούν μανδύα, βασιλικό σκήπτρο αντί πατερίτσας και υπογράφει με κιννάβαρι, κόκκινο δηλαδή μελάνι, όπως ο αυτοκράτορας.
Το 1191, τερματίστηκε ο ελεύθερος βίος μας και περιπέσαμε, για οκτώ ολόκληρους αιώνες, σε διαδοχικές επαχθείς δουλείες σε Ναΐτες, Λουζινιανούς, Ενετούς, Τούρκους και Άγγλους.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, που κράτησε τρεις αιώνες, από το 1570 μέχρι το 1878, έγιναν πάμπολες εξεγέρσεις των Κυπρίων, που πνίγονταν όμως στο αίμα. Έστω και αποτυχημένες όμως, είχαν τη σημασία τους.
Κράτησαν το εθνικό αίσθημα ζωντανό και μετέδιδαν αναλλοίωτο και ανόθευτο τον πόθο για ένωση με τη μητέρα πατρίδα, την Ελλάδα, από γενιά σε γενιά. Σ’όλες τις εξεγέρσεις πρωτοστατούσε η Εκκλησία, η οποία ως ο μόνος θεσμικός φορέας των υποδούλων είχε αναλάβει και την παιδεία του λαού.
Στη μεγάλη προσπάθεια του ξεσηκωμού του 1821 για ελευθερία δεν ήταν δυνατό να μείνει πίσω η Κύπρος. Η θέση της, όμως, στο κέντρο του σουλτανικού κράτους, δεν της επέτρεπε ένοπλη εξέγερση.
Μια εξέγερση θα καταπνιγόταν αμέσως στο αίμα από δυνάμεις που θα αποβιβάζονταν από τη Μ.Ασία, την Αίγυπτο, τη Συρία. Γι’ αυτό και η Κύπρος βοήθησε στον αγώνα με χρήματα, τρόφιμα και οπλισμό.
Παρέμειναν παροιμιώδεις οι καθημερινές εικονικές κηδείες από τον Καθεδρικό Ναό Αγίου Ιωάννου στη Λευκωσία. Μέσα στα φέρετρα μεταφέρονταν όπλα, τα οποία μέσα από υπόγεια σήραγγα, περνούσαν στο απέναντι Παγκύπριο Γυμνάσιο και απ’ εκεί στα βόρεια παράλια όπου προσήγγιζαν πλοία, που τα μετέφεραν στην επαναστατημένη Ελλάδα. Αναφέρεται ότι ο ίδιος ο Κανάρης δυο φορές προσήγγισε στην κατεχόμενη, σήμερα, Λάπηθο γι’ αυτό τον σκοπό.
Η Κύπρος πλήρωσε βαρύ τίμημα για τη συμμετοχή της αυτή στον αγώνα της παλιγγενεσίας. Την 9η Ιουλίου 1821 ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός απαγχονίστηκε και οι τρεις Μητροπολίτες της αποκεφαλίστηκαν. Σ’ ένα εξαήμερο, από τις 9 μέχρι τις 14 Ιουλίου, 486 κληρικοί και λαϊκοί, προύχοντες του λαού, σφαγιάστηκαν από τους Τούρκους.
Το 1878 η Κύπρος παραχωρήθηκε από την Τουρκία στην Αγγλία. Είμαι σίγουρος πως αν δεν γινόταν αυτή η αλλαγή, στους νικηφόρους πολέμους του 1912-13, το ελληνικό ναυτικό, σ’ εκείνη τη μεγαλειώδη εξόρμησή του, θα ελευθέρωνε και την Κύπρο, όπως έκαμε και για άλλα, πολλά, Τουρκοκρατούμενα, τότε, νησιά.
Είναι γεγονός ότι κάμαμε λάθος εκτιμήσεις για τους νέους κατακτητές μας. Νομίσαμε πως πολύ σύντομα οι Άγγλοι θα παραχωρούσαν την Κύπρο στην Ελλάδα, όπως έκαμαν προηγουμένως, στα 1864, με τα Επτάνησα.
Διαψευστήκαμε όμως. Και στο πρόσωπό τους συναντήσαμε την πιο στυγνή δουλεία, στυγνότερη ακόμα και από την Τουρκική. Και η σημερινή κακοδαιμονία μας, στους Άγγλους και στη διαιρετική πολιτική τους οφείλεται.
Ο Αρχιεπίσκοπος Σωφρόνιος, υποδεχόμενος τους Άγγλους, υπενθύμισε σ’αυτούς ότι «ο Κυπριακός λαός θέλει διατελεί αφοσιωμένος εις την νέαν αυτού κυβέρνησιν… χωρίς να αρνηθή την καταγωγήν και τους πόθους αυτού.
«Συνεχείς πρεσβείες του Σωφρονίου αλλά και του Κυρίλλου του Β’ καθώς και του Κυρίλλου του Γ’ στην Αγγλία, υπενθύμιζαν την ελληνικότητα της Κύπρου και ζητούσαν την παραχώρησή της στην Ελλάδα.
Ο Αρχιεπίσκοπος Λεόντιος, για 14 χρόνια Τοποτηρητής του Αρχιεπισκοπικού θρόνου, αγωνίστηκε με νύχια και με δόντια και κράτησε την παιδεία στα χέρια της Εκκλησίας, διατηρώντας άσβεστο τον πόθο της Ένωσης, σε μιαν περίοδο που οι Άγγλοι άρχισαν να επιδιώκουν τον αφελληνισμό των Κυπρίων.
Όταν όλα τα ειρηνικά μέσα εξαντλήθηκαν και όταν όλες οι Αγγλικές υποσχέσεις, σε ώρες δύσκολες για την Αυτοκρατορία, όπως κατά τη διάρκεια των δύο παγκόσμιων πολέμων, ότι θα ικανοποιούνταν οι πόθοι του Κυπριακού λαού διαψεύστηκαν, η Εκκλησία, με επικεφαλής τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο Γ’ ηγήθηκε του απελευθερωτικού μας αγώνα με σύνθημα και στόχο την Ένωση και μόνο την Ένωση με τη μητέρα Ελλάδα.
Από το 1931 που είχε εκδηλωθεί ένα επαναστατικό κίνημα εναντίον των Άγγλων, τα λεγόμενα Οκτωβριανά του 1931, είχε ενταθεί, παρά τα αυξημένα καταπιεστικά μέτρα, η προπαρασκευή του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα.
Σε όλες τις πόλεις και τα χωριά είχαν δημιουργηθεί από την Εκκλησία οι ΟΧΕΝ ( Ορθόδοξες Χριστιανικές Ενώσεις Νέων και Νεανίδων) που προετοίμαζαν τον αγώνα.
Το 1950 διεξήχθη το Ενωτικό Δημοψήφισμα, στο οποίο 96% του Κυπριακού Ελληνισμού ζήτησαν την Ένωση με την Ελλάδα. Το 4% που δεν ψήφισε ήταν οι κυβερνητικοί υπάλληλοι στους οποίους δεν επετράπει να ψηφίσουν.
Από τότε άρχισε η μυστική εκπαίδευση νέων στα όπλα κι ένας διάχυτος ενθουσιασμός διαπερνούσε μικρούς και μεγάλους. Στους τοίχους πολλών χωριών μας βρίσκονται ακόμα, έστω και ξεθωριασμένα, γραμμένα κάποια συνθήματα, όπως «Την Ελλάδα θέλομεν κι ας τρώγωμεν πέτρες» και «Έλληνες γεννηθήκαμε και Έλληνες θα πεθάνουμε».
Ήταν μέσα σ’αυτό το κλίμα που ανδρώθηκε η γενιά των ηρώων της ΕΟΚΑ. Αυτό ήταν το υπέδαφος στο οποίο άνθησε ο ηρωϊσμός τόσων παλληκαριών που τιμούμε σήμερα, του Αυξεντίου, του Παλληκαρίδη, του Μάτση.
Στα τέσσερα μεγαλειώδη χρόνια του επικού εκείνου αγώνα, από το 1955 μέχρι το 1959, ζωντάνεψαν όλα τα προηγούμενα επιτεύγματα της φυλής στα πρόσωπα των νέων ηρώων. Ο Αυξεντίου, με το «μολών λαβέ» που πρόταξε στους Άγγλους, μόνος και όχι με άλλους 300, ξεπέρασε τον Λεωνίδα.
Ο Μάτσης, με την ανεπανάληπτη απάντησή του στον δυνάστη «ου περί χρημάτων τον αγώνα ποιούμεθα αλλά περί αρετής», θύμισε τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο. Ο αχυρώνας του Λιοπετρίου αντικατέστησε το Χάνι της Γραβιάς.
Ο απελευθερωτικός μας αγώνας έγινε για την ένωση με την Ελλάδα. Δεν μπόρεσε, όμως, να υλοποιήσει πλήρως τον στόχο του. Άμοιροι πολιτικής παιδείας, χωρίς τη στήριξη του εθνικού κέντρου και υπό την πίεση των ισχυρών της γης, συρθήκαμε στα πλοκάμια της Αγγλικής διπλωματίας και στα νύχια της Τουρκικής βουλιμίας.
Συμβιβαστήκαμε, με μιαν ελλειμματική ανεξαρτησία με πολλά τα σπέρματα της διαίρεσης της Αγγλικής δολιότητας. Ο αγώνας εκείνος, ωστόσο, τερμάτισε την αποικιοκρατία. Δεν ήταν ούτε λίγο ούτε αμελητέο αυτό. Κι άφησε ανοικτή την προοπτική της μελλοντικής βελτίωσης της ελευθερίας που επιτεύχθηκε.
Δεν μπορέσαμε, δυστυχώς, να ανταποκριθούμε στις απαιτήσεις ούτε της Ιστορίας, ούτε της στοιχειώδους λογικής. Ενώ ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, από τη θέση του εκλελεγμένου Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, προσπαθούσε να αντιμετωπίσει τις δολοπλοκίες των Άγγλων και τις επεκτατικές, επεμβατικές βλέψεις της Τουρκίας, που είχε, εν τω μεταξύ, παρακινήσει τους Τουρκοκυπρίους σε ανταρσία, μια μικρή μειοψηφία Ελλήνων της Κύπρου, στράφηκε εναντίον του.
Το σύνθημα της Ένωσης της Κύπρου με την μητέρα Ελλάδα, μαγνήτιζε πολλούς και τότε και σήμερα. Γι’αυτό τον σκοπό διεξήχθη, όπως είπαμε, ο απελευθερωτικός μας αγώνας, και για την ευόδωσή του έγιναν τόσες θυσίες.
Η αποδοχή της λύσης της ανεξαρτησίας, από τον Μακάριο, ήταν αποτέλεσμα αδήριτης ανάγκης, ύστερα από την αφόρητη πίεση του Καραμανλή και του Αβέρωφ που απειλούσαν με πλήρη εγκατάλειψη την Κύπρο. Οι Άγγλοι απειλούσαν με διχοτόμηση κι η Τουρκία καραδοκούσε από τότε, αφού η Αγγλική πονηρία την ενέπλεξε στο θέμα, για πλήρη κατάληψη της Κύπρου.
Θα’πρεπε να επικρατήσει η λογική. Κι αυτή τη λογική χρησιμοποιούσε ο Μακάριος. Μέσα από τις παγίδες, με πολλή δεξιοτεχνία προσπαθούσε να πετύχει τον μόνιμο στόχο της Ένωσης. Η μικρή αυτή μειοψηφία δεν μπορούσε να κατανοήσει τις δυσκολίες.
Κι έγινε θύμα των εχθρών της Κύπρου, υπηρετώντας τα καταχθόνια σχέδιά τους. Καταστροφική υπήρξε η συγκυρία της επιβολής της ξενοκίνητης δικτατορίας στην Ελλάδα το 1967, που οργάνωσε μιαν άρτια μηχανή παραπληροφόρησης και υπόσκαψης του Μακαρίου στην Εθνική Φρουρά, στα σχολεία, στα σωματεία. Κατάφερε αυτή η υπόσκαψη να διεισδύσει ακόμα και στην Εκκλησία, οδηγώντας σε αδελφοκτόνο σπαραγμό.
Παρά τις ξεκάθαρες προειδοποιήσεις του Προέδρου Μακαρίου ότι η Τουρκία καραδοκούσε κι ότι θα θρηνούσαμε επί ερειπίων, το κακό δεν απεφεύχθη. Και μετρούμε σήμερα σαρανταπέντε ολόκληρα χρόνια από τότε.
Δεν θα αναφερθώ στο πραξικόπημα, γιατί δεν το αντέχω. Δεν έχω την ψυχική δύναμη να αναφερθώ σε μιαν τόσο μεγάλη προδοσία, σε έναν τέτοιον αυτοεξευτελισμό. Δεν αντέχω στη σκέψη ότι προσφέραμε άφατη αγαλλίαση στους Τούρκους και στους Άγγλους, στον Κίσιγκερ και στον Ετζεβίτ.
Δεν μπορώ να βρώ μιαν, έστω και αδύνατη, δικαιολογία για να την προτάξω στους ήρωες μας: Τον Αυξεντίου, τον Μάτση, τον Παλληκαρίδη. Τι να τους πω; Ότι την ψυχική ανάταση εκείνων, διαδέχτηκε η νάρκωση η δική μας; Θυσιάστηκαν εκείνοι, για την Κύπρο και την ελευθερία της, κι ήρθαμε εμείς, ελάχιστα χρόνια μετά, να προσφέρουμε την πατρίδα μας στην Τουρκία;
Το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974 ακολούθησε, στις 20 Ιουλίου, η Τουρκική εισβολή. Γι’αυτήν, εξάλλου, έγινε το πραξικόπημα, αυτήν εξυπηρετούσε η μεγάλη προδοσία.
Η Τουρκία, εκτός από τους φόνους, τους βιασμούς, τις υλικές καταστροφές, κατέκτησε, σε δυο αλλεπάλληλες φάσεις του ίδιου εγκλήματος, και κατακρατεί έκτοτε, το 37% του εδάφους μας.
Εκτόπισε όλους τους Έλληνες γηγενείς κατοίκους από την περιοχή και, παραγνωρίζοντας κάθε έννοια δικαίου, τουρκοποιεί τα κατεχόμενα και προγραμματίζει κατάληψη ολόκληρης της Κύπρου.
Κάτω από την πίεση των τετελεσμένων, τη δυστυχία των προσφύγων και τον εκπατρισμό, παρασυρθήκαμε στη διαδικασία των διακοινοτικών συνομιλιών, με στόχο όχι την αποκατάσταση των δικαιωμάτων του λαού μας, αλλά τον συμβιβασμό με την αρπαγή και την αδικία.
Αυτό εδραίωσε τη διεθνή προπαγάνδα της Τουρκίας για τη φύση του προβλήματός μας, παρουσιάζοντάς το σαν δικοινοτική διαφορά και όχι ως θέμα εισβολής και κατοχής και θέτοντας τον εαυτό της στο απυρόβλητο. Παίρνει μάλιστα τα εύσημα, από τον διεθνή παράγοντα, ως ενθαρρύνουσα τη λύση του προβλήματος.
Η εμπλοκή της πλευράς μας στις διαπραγματεύσεις που συνεχίζονται, έστω και με διαλείμματα, αλλά συνεχίζονται ό,τι και να συμβεί, είχε και άλλα δύο κακά αποτελέσματα για μας: Πρώτα τη σταδιακή αποδοχή όλων των κατά καιρούς διεκδικήσεων των Τούρκων, χωρίς καμιά δική τους υποχώρηση. Αντίθετα κάθε αποδοχή, εκ μέρους μας, μιας διεκδίκησής τους, οδηγούσε σε προβολή νέων διεκδικήσεων.
Από 1974 και εδώ, η Τουρκία μάς κερδίζει με το να μας φοβίζει, παρά με το να μας πολεμά. Και δεν είναι δύσκολο πια σε κανένα, να διακρίνει τον τελικό και αμετάθετο στόχο της: Την κατάκτηση και τουρκοποίηση ολόκληρης της Κύπρου.
Έδωσε όμως, αυτή η άγονη, μακροχρόνια, εμπλοκή μας στον διακοινοτικό διάλογο και το καλύτερο άλλοθι στους τρίτους, τα Ηνωμένα Έθνη, τις Μεγάλες Δυνάμεις τον διεθνή, γενικώς, παράγοντα, για να δικαιολογήσουν την αδράνειά τους.
Αφού τα πράγματα θα οδηγηθούν κάποτε σε κάποια λύση, – αυτή είναι η εντύπωση από τις συνομιλίες, – χωρίς να υπάρξουν μεγάλες αντιδράσεις, μέσω υποχωρήσεων της πλευράς εκείνης που δείχνει διατεθειμένη να «συμβιβαστεί», γιατί αυτοί να πιέσουν ή να εμπλακούν;
Οι ισχυροί, οι Μεγάλες Δυνάμεις, δεν ενδιαφέρονται για την επικράτηση του δικαίου αλλά για την ισορροπία στην περιοχή. Η ειρήνη ανάγεται σε αυτοτελή αξία κεχωρισμένη του δικαίου. Εφόσον τα ενδιαφερόμενα μέρη συμφωνήσουν για την τελική λύση, δεν υπάρχει πρόβλημα για τους τρίτους.
Εγκαταλελειμμένοι, λοιπόν, στη μοναξιά μας, ίσως και εξ υπαιτιότητός μας, γιατί δεν διεκδικήσαμε το δίκαιό μας με τρόπο πειστικό, διαπιστώνουμε σήμερα, ύστερα από σαρανταπέντε χρόνια κατοχής, ότι όλες οι παραχωρήσεις μας εκλαμβάνονται από την Τουρκία ως αδυναμία, γι’αυτό κι αυτή επανέρχεται κάθε φορά με νέες διεκδικήσεις.
Έτσι ο φαύλος κύκλος διεκδικήσεων- παραχωρήσεων διαιωνίζεται. Η πράξη έχει δείξει ότι, η Τουρκία θέλει τον διάλογο για να θέτει, μέσω των εγκάθετών της στην Κύπρο, νέες διεκδικήσεις.
Προσπαθεί να δώσει προς τα έξω την εντύπωση ότι οι μονομερείς απαιτήσεις της, αποτελούν διμερείς διαφορές μεταξύ των δύο κοινοτήτων και ότι η επίλυσή τους απαιτεί διαπραγμάτευση· δηλ. απαιτεί την υποχώρησή μας για να αποφευχθεί η σύγκρουση.
Θα πρέπει όμως, να έχουμε μάθει, από όσα μέχρι σήμερα έχουμε πάθει, ότι καμιά υποχώρηση δεν αποτελεί ανασχετικό φραγμό για τον τελικό στόχο της Τουρκίας. Ούτε κι αν παραδώσουμε τώρα τον υποθαλάσσιο πλούτο μας θα πετύχουμε κάτι. Με τις συνεχείς υποχωρήσεις δεν μπορούμε να φτάσουμε σε λύση.
Είναι λυπηρό, αλλά άξιο ιδιαίτερης προσοχής και μελέτης, το ότι η φιλοπατρία του λαού μας, παρόλο ότι παρουσιάζει, κατά καιρούς, μεγαλειώδεις εξάρσεις, όπως συνέβη κατά τον απελευθερωτικό μας αγώνα, δεν εμπνέει την καθημερινότητά του.
Ο πατριωτισμός σπανίως υπήρξε το σύνηθες δεδομένο ή το κυρίαρχο χαρακτηριστικό του. Μάλλον η αμέλεια, η αδιαφορία, η ιδιοτέλεια και κυρίως ο διχασμός χαρακτηρίζουν την καθημερινότητά μας. Οι Έλληνες αμελούν, καταχρώνται και μαλώνουν. Και αφυπνίζονται εκ των υστέρων, κάτω από τις δυσμενείς συνθήκες που παράγει αυτή η συμπεριφορά.
Από το 1974 δεχτήκαμε και δεχόμαστε καθημερινά πολλές ταπεινώσεις. Κι όμως, πολλοί αντιμετωπίζουν την κατάσταση χωρίς αξιοπρέπεια, χωρίς την ελληνική περηφάνεια.
Οι καθημερινές ανακοινώσεις για τον αριθμό των Ελλήνων Κυπρίων που επισκέπτονται τα κατεχόμενα, τα ποσά που ξοδεύουν εκεί, οι αναχωρήσεις από το παράνομο αεροδρόμιο, οι φωνές για διάνοιξη και άλλων οδοφραγμάτων, για να εξοικειωθούμε κι άλλο με την κατοχή, οι πιέσεις από κάποια κόμματα για μιαν οποιαδήποτε λύση, δίνουν μιαν αίσθηση της εθνικής αφασίας στην οποία ένα μεγάλο μέρος του λαού μας έχει περιέλθει.
Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες δεν είναι ανεξήγητο το ότι ο διεθνής παράγοντας, ο οποίος παρακολουθεί αυτή την κάμψη του ηθικού μας, πιέζει κι άλλο την πλευρά μας, αφού μάλιστα βρίσκει και σε μερίδα της ηγεσίας μας πρωτοπόρους στην άτακτη υποχώρηση.
Κι η Τουρκία περισσότερο αυξάνει τις προκλήσεις της. Αυτά, όλα όμως, θα πρέπει να μας αφυπνίσουν από τον λήθαργο.
Οφείλουμε, εμείς τουλάχιστον, όσοι και στην Κύπρο και στην Ελλάδα εξακολουθούμε να αγωνιούμε για το μέλλον του τόπου μας, να πρωτοστατήσουμε στη συνειδητοποίηση, εκ μέρους όλου του λαού μας, των θανάσιμων κινδύνων που διατρέχουμε και στη λήψη ανασχετικών μέτρων, με απώτερο στόχο την αλλαγή πλεύσης, την απαλλαγή από τον θανατηφόρο εναγκαλισμό με τις συνομιλίες που γίνονται, με τον τρόπο που γίνονται, εδώ και σαρανταπέντε χρόνια.
Το γεγονός ότι η Άγκυρα αμφισβητεί έμπρακτα- και το δείχνει καθημερινά,- τα δικαιώματα της Ελλάδας και της Κύπρου σε αέρα και θάλασσα και κάθε μέρα ανακοινώνει και νέες απαιτήσεις σε βάρος μας, επισείοντας ταυτόχρονα την απειλή του Casous belli, δεν μας συνετίζει, δυστυχώς.
Η συμπεριφορά αυτή της Τουρκίας δεν σημαίνει ότι αυτή είναι παντοδύναμη κα ότι εμείς, Ελλάδα και Κύπρος, δεν είμαστε σε θέση να υπερασπίσουμε τα δίκαιά μας.
Η Τουρκία αντιμετωπίζει σήμερα πολλά προβλήματα, η δε επεκτατική, ιμπεριαλιστική πολιτική της στην Κύπρο, στη Συρία και εναντίον των Κούρδων τα εντείνει και τα επαυξάνει. Θα πρέπει η συνεκτίμηση όλων αυτών, να μας οδηγήσει σε συστράτευση όλων των δυνάμεων μας και στη χάραξη μιας αξιόπιστης, αποτρεπτικής και αποτελεσματικής πολιτικής.
Για τη λήψη σωστής απόφασης σε ένα τέτοιο κρίσιμο θέμα, ζήτημα ζωής ή θανάτου για μας, χρειάζεται, ασφαλώς, ορθή διάγνωση. Θα φτάσουμε στην ορθή διάγνωση, εξετάζοντας με νηφαλιότητα τα γεγονότα δίπλα και γύρω μας.
Στηρίξαμε, τις ελπίδες μας στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών και απογοητευόμαστε. Όταν αυτός περιορίζεται μόνο σε ευχές και σε υποδείξεις, πολλές φορές αντίθετες του δικαίου, τούτο αποτελεί στίγμα για την ανθρωπότητα αλλά και θλιβερό, αποκαρδιωτικό, σύμπτωμα, για το μέλλον του κόσμου.
Αυτή η διάγνωση θα πρέπει να μας προσγειώσει. Να μας οδηγήσει μακριά από ψευδαισθήσεις και απατηλές προσδοκίες. Στις δικές μας δυνάμεις και στο δίκαιό μας θα πρέπει κυρίως να στηριχτούμε.
Θα πρέπει να θωρακιστούμε με τις αιώνιες αξίες της φυλής μας, να επιδιώξουμε σύμπτωση συμφερόντων με άλλες χώρες της περιοχής ή που έχουν συμφέροντα στην περιοχή, – και δημιουργούν κάποιες ελπίδες οι συναντήσεις με Αίγυπτο και Ισραήλ τον τελευταίο καιρό-, να αποδεσμευτούμε από δεσμεύσεις και υποχωρήσεις που μας επεσώρευσαν οι διαδικασίες σαρανταπέντε ετών και που ισχύουν τελικώς, μόνο για μας και όχι για τους Τούρκους. Και ομονοούντες να συμφωνήσουμε στον στόχο.
Λύση που είναι αποτέλεσμα βίας και αδικίας δεν μπορεί να επιβιώσει. Ό,τιδήποτε κι αν δεχθούμε ως συμβιβασμό, κάτω από συνθήκες πανικού και έκδηλης αδυναμίας, θα το χάσουμε οριστικά, χωρίς δυνατότητα επιστροφής στην προηγούμενη κατάσταση. Οι πανικόβλητες υποχωρήσεις ποτέ δεν περιορίζουν τη θρασύτητα του εχθρού, αλλά αντίθετα την ενισχύουν.
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας αναγνωρίζει τελευταία, ότι η πορεία που ακολουθήσαμε μέχρι σήμερα δεν οδηγεί πουθενά και προσανατολίζεται σε εγκατάλειψη της επιδίωξης λύσης Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας.
Έχω την εντύπωση όμως, πως η απαγκίστρωση από την επιδίωξη της ρατσιστικής, διαιρετικής λύσης της Δ.Δ.Ο, την οποία φαίνεται να εγκαταλείπει και η Τουρκία χάριν άλλων πιο προχωρημένων της στόχων, δεν θα πρέπει να μας οδηγήσει στην αποδοχή άλλης, χειρότερης λύσης, είτε λύσης δύο κρατών, είτε λύσης μιας συγκαλυμμένης συνομοσπονδίας, που κι αυτή, ας μην έχουμε ψευδαισθήσεις, δεν θα αποτελεί τον τελικό στόχο της Τουρκίας.
Λύση δύο κρατών, έστω και εντεταγμένων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ενέχει θανάσιμους κινδύνους. Ποιος θα εμποδίσει τη ροή εκατομμυρίων Τούρκων στο Τουρκοκυπριακό κράτος;
Και ποιος, ύστερα, θα τους εμποδίσει, αφού τους δώσουν και την υπηκοότητα και τους κάμουν Ευρωπαίους πολίτες, να περάσουν στο Ελληνοκυπριακό κράτος και να μας καταλάβουν με αυτόν τον τρόπο; Μα και η συνομοσπονδία κρύβει θανάσιμους κινδύνους για μας. Η Τουρκία θα ελέγχει και το δικό μας συνιστών κράτος.
Νομίζω πως απηχώ και τις απόψεις της πλειοψηφίας του Κυπριακού Ελληνισμού αν πω ότι εκείνο που δεν τολμήσαμε το 1983, με την ανακήρυξη του ψευδοκράτους, και το 2004, με το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, την απόσειση δηλ. όλων των μονομερών υποχωρήσεων και δεσμεύσεών μας, θα πρέπει να το τολμήσουμε τώρα.
Και να επανατοποθετήσουμε το πρόβλημά μας στις σωστές του διαστάσεις. Το Κυπριακό είναι πρόβλημα εισβολής και κατοχής. Θα πρέπει η Τουρκία να αναγκαστεί να εγκαταλείψει την Κύπρο για να αποκατασταθούν πλήρως τα κυριαρχικά δικαιώματα της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Επαναλαμβάνω και πάλιν και θα πρέπει να το συνειδητοποιήσουμε για να μπορέσουμε να το αποτρέψουμε: Αμετάθετος στόχος της Τουρκίας, είναι η κατάληψη και τουρκοποίηση ολόκληρης της Κύπρου. Με τρεις τρόπους επιδιώκει την πραγματοποίηση αυτού του στόχου της η Τουρκία:
α) Πρώτα με την αποδοχή, εκ μέρους μας, μιας λύσης που να προνοεί κατάργηση της Κυπριακής Δημοκρατίας και δημιουργία εξ υπαρχής ενός νέου κράτους. Μπορεί ο πόθος εκατό συνεχών γενεών Κυπρίων και η επιδίωξή μας, όταν ξεκινούσαμε τον αγώνα, να ήταν η ένωση με την Ελλάδα.
Σήμερα, όμως, κυριότερο όπλο μας για επιβίωση του Ελληνισμού στην Κύπρο παραμένει η Κυπριακή Δημοκρατία, το αναγνωρισμένο διεθνώς ανεξάρτητο κράτος μας.
Όσο υπάρχει η Κυπριακή Δημοκρατία συνυπάρχουν και τα ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών και οι αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης που τη θωρακίζουν και δεν μπορεί η Τουρκία να νομιμοποιήσει την κατοχή.
Όσο αδύναμοι στρατιωτικά και να’μαστε σήμερα, μπορούμε όποτε το επιδιώξουμε να συγκαλέσουμε το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, να απευθυνθούμε ως ισότιμοι με τα άλλα, κράτη- μέλη, στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ο μόνος τρόπος να απαλλαγεί η Τουρκία από τα ψηφίσματα και τις αποφάσεις αυτές είναι η διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Το νέο κράτος, που θα προκύψει θα είναι αθωράκιστο.
Για να προσφύγει στα Ηνωμένα Έθνη ή στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα θέλει τη συγκατάθεση του Τουρκοκυπριακού «συνιστώντος κρατιδίου», που δεν θα την έχει. Και κατά την πάγια τακτική τους, αμέσως μετά τη συμφωνία, οι Τούρκοι, θα αθετήσουν την υπογραφή τους.
Μη έχοντας τότε πού να προσφύγουμε, αφού με τη διάλυση του νέου κράτους θα είμαστε κοινότητα και όχι κράτος, θα γίνουμε όμηροι της Τουρκίας. Γι’αυτό και δεν θα πρέπει να παρασυρθούμε με κανένα τρόπο σε μιαν τέτοια λύση.
Όποια κι αν είναι η δομή του νέου κράτους που θα συμφωνήσουμε, θα πρέπει το κράτος αυτό να συνιστά μετεξέλιξη της Κυπριακής Δημοκρατίας. Να’ ναι συνέχειά της, να μην την αντικαθιστά.
β) Ο δεύτερος τρόπος με τον οποίο οι Τούρκοι επιχειρούν υλοποίηση του στόχου τους είναι ο εποικισμός. Οι μαρτυρίες των ίδιων των Τουρκοκυπρίων-όσων απ’αυτούς απέμειναν- είναι ότι σήμερα, πέραν του στρατού κατοχής, υπάρχουν στο κατεχόμενο μέρος της Κύπρου και εκατοντάδες χιλιάδες έποικοι.
Το 2007, ο τότε εκπρόσωπος του Γ.Γ. των Ηνωμένων Εθνών, Μάϊκλ Μώλλερ, είχε αποκαλύψει στον κ. Μιχαλάκη Λεπτό, έναν Κύπριο επιχειρηματία στην Πάφο, στην παρουσία μου, ότι ο πληθυσμός στα κατεχόμενα ήταν πέραν των 500.000.
Έκτοτε ο εποικισμός συνεχίστηκε με εντατικούς ρυθμούς. Ο εποικισμός αποτελεί, βέβαια, έγκλημα πολέμου και καταδικάζεται απ’όλα τα κράτη. Επιχειρούν όμως, οι Τούρκοι, νομιμοποίησή του, με διάφορους τρόπους.
Προβάλλουν ήδη τις δικαιολογίες ότι κάποιοι γεννήθηκαν στην Κύπρο, κάποιοι παντρεύτηκαν εκεί, κλπ. Αν συνεχίσουμε να μην αντιδρούμε δυναμικά, ως προς το θέμα αυτό, κάποια στιγμή θα έχουμε την τύχη της Αλεξανδρέττας.
Αφού φέρουν με το μέρος τους τούς ισχυρούς της γης, έχοντας την πλειοψηφία του πληθυσμού, οι Τούρκοι θα επιδιώξουν ενιαίο κράτος και δημοψήφισμα.
Ο καθηγητής Βασίλης Κατσαρός, Ομότιμος καθηγητής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης ο οποίος διετέλεσε και καθηγητής της Θεολογικής Σχολής της Εκκλησίας της Κύπρου,ως ιστορικός, μας λέει ότι το 1908 στην Αλεξανδρέττα, επαρχία τότε της Συρίας, που τελούσε υπό Γαλλική κυριαρχία, ζούσαν 8000 Τούρκοι και 2.500.000 Σύροι(Άραβες).
Οι Αγγλογάλλοι, θέλοντας να έχουν την Τουρκία με το μέρος τους σε έναν ενδεχόμενο Παγκόσμιο Πόλεμο, ανέθεσαν σ’αυτή μιαν εποπτεία στην περιοχή.
Σε 30 χρόνια, μέχρι το 1939, η Τουρκία άλλαξε τον δημογραφικό χαρακτήρα της περιοχής. Έφερε Τούρκους, έδιωξε τους ντόπιους, ζήτησε και πέτυχε δημοψήφισμα και κατέστησε την Αλεξανδρέττα επαρχία της Τουρκίας.
Αν δεν αντισταθούμε αποτελεσματικά στα εποικιστικά σχέδια της Τουρκίας θα έχουμε και εμείς την τύχη της Αλεξανδρέττας.
γ) Και τέλος, θα επιδιώξουν τον στόχο τους, με τη μέθοδο του εκφοβισμού. Θα πράξουν ότι έπραξαν στην Ίμβρο και στην Τένεδο, αναγκάζοντάς μας να φύγουμε στο εξωτερικό για εξασφάλιση ασφάλειας για τα παιδιά μας.
Η παραμονή των Ελλήνων της Ίμβρου και Τενέδου στα νησιά τους εξασφαλιζόταν με τη συνθήκη της Λωζάνης. Θα είχαν ευρείες ελευθερίες, σχολεία, αυτοδιοίκηση κλπ.
Οι Τούρκοι τότε εγκατέστησαν τις φυλακές μεγίστης ασφαλείας στην Ίμβρο. Τη μια νύκτα άφησαν να διαφύγει ένας βαρυποινίτης που σκότωσε κάποιον Έλληνα, την άλλη άφηναν άλλον που βίαζε μιαν Ελληνίδα, με αποτέλεσμα σιγά-σιγά ο Ελληνικός πληθυσμός να φύγει.
Έτσι θα επιδιώξει και στην Κύπρο η Τουρκία. Προκαλώντας προβλήματα στη γραμμή αντιπαράταξης, ή με τους Τούρκους και τους μουσουλμάνους λαθρομετανάστες που διατηρούν ως εγκάθετους στις ελεύθερες περιοχές, θα δημιουργήσουν κλίμα ανασφάλειας και πανικού στις τάξεις του λαού με μόνο τρόπο αντίδρασης την φυγή.
Η Κύπρος βρίσκεται, χωρίς αμφιβολία, αυτή τη στιγμή στην κρισιμότερη φάση της εθνικής της ζωής. Ο Ελληνισμός της Κύπρου βρίσκεται, σήμερα, σε τροχιάν αφανισμού από τον τόπο στον οποίο ζει εδώ και 35 αιώνες.
Έχουμε υποχρέωση να αντισταθούμε στην υλοποίηση των Τουρκικών στόχων και να τους ματαιώσουμε.
Είναι, νομίζω, η κατάλληλη ευκαιρία, με το αδιέξοδο στο οποίο περιήλθαν οι συνομιλίες, να σταθούμε νηφάλια και να ανασκοπήσουμε την πορεία μας. Να δούμε τα λάθη μας και να διαγράψουμε πορεία εξόδου από τα αδιέξοδα.
Στην ομιλία του, όταν παραλάμβανε το βραβείο Νόμπελ, ο μεγάλος μας ποιητής Γιώργος Σεφέρης, είχε πει ανάμεσα στ’ άλλα και τα εξής: «Οι Έλληνες περάσαμε βάσανα πολλά. Στο διάβα των αιώνων πολλοί μηδίσανε, πολλοί κατάντησαν γραικύλοι, πολλοί εξισλαμίστηκαν και γίνηκαν γενίτσαροι, αρκετοί συνεργάστηκαν με τους Φράγκους, μπολιάστηκαν με τη νοοτροπία τους και αφομοιώθηκαν από αυτούς. Όμως πάντα υπήρχαν οι Έλληνες που διατηρούσαν τη συνέχεια και την παρέδιδαν στην επόμενη γενιά!
Κι αυτοί οι Έλληνες,- τολμώ να πω ότι σ’αυτούς συγκαταλεγόμαστε κι εμείς όλοι, που βρισκόμαστε σήμερα εδώ και που αγωνιούμε για το μέλλον της Κύπρου,-πρέπει να προγραμματιστούμε. Ποτέ άλλοτε, ακόμα και χωρίς ανεξάρτητο κράτος, η Κύπρος δεν κινδύνευε όσο σήμερα.
Στις σατανικές πλεκτάνες της Τουρκίας έρχονται να προστεθούν κι άλλα πολλά: Η δημογραφική κατάρρευση, η φυγή των νέων, η παραγωγική αποσάρθρωση, η πολιτισμική παρακμή, ο δεκασμός σε όλους τους τομείς της δημόσιας αλλά και της ιδιωτικής ζωής, η απειλή αλλοίωσης της εθνικής φυσιογνωμίας και των ελεύθερων περιοχών, λόγω της ανεξέλεγκτης εισροής λαθρομεταναστών, που πιστεύω πως κι αυτοί στέλλονται με σχέδιο της Τουρκίας.
Κι αυτοί δεν μας απομυζούν μόνον οικονομικά, με τα παχυλά βοηθήματα που τους προσφέρουμε, ούτε και ρίχνουν, απλώς, τα επίπεδα μάθησης στα σχολεία μας με την παρουσία τους, ούτε, κι ακόμα, βοηθούν μόνον στην αύξηση του εγκλήματος.
Ο κίνδυνος είναι στην αλλοίωση του δημογραφικού χαρακτήρα και των ελεύθερων περιοχών και στη δημιουργία πέμπτης φάλαγγας μέσα στις τάξεις μας.
Είμαστε κολλημένοι στον τοίχο από την Ιστορία, χωρίς περιθώρια για νέα σφάλματα. Πρέπει να προγραμματιστούμε αποτελεσματικά.
Η εθνική αφύπνιση, που οδηγεί σε εθνική αυτογνωσία και ενότητα, είναι μονόδρομος, αν θέλουμε να επιβιώσουμε ως Ελληνισμός στην Κύπρο.
Η επιβίωσή μας μπορεί να είναι αποτέλεσμα μόνο της συνεχούς εγρήγορσης των φυσικών και ψυχικών μας δυνάμεων.
Μόνο η αγωνία και η συνεχής μέριμνά μας για τη συνέχιση της ιστορικής διαδρομής μας και ο πόθος μας για εθνική προκοπή μπορούν να αποτελέσουν εγγύηση για το μέλλον μας. Η Ιστορία τιμωρεί σκληρά όσους θεωρούν εξασφαλισμένη την παρουσία τους σ’ αυτήν.
Αυτή η εγρήγορση θα πρέπει να μας οδηγήσει και στη λήψη κάποιων στοιχειωδών, τουλάχιστον, προστατευτικών μέτρων.
Ένα κράτος που αυτοπεριορίζεται σε παθητική άμυνα, που εν μέσω πρωτόγνωρων εθνικών κινδύνων περιορίζει τον χρόνο της στρατιωτικής θητείας και εκμηδενίζει τις στρατιωτικές-αμυντικές δαπάνες του, είναι αδύνατο να πειθαναγκάσει έναν επιθετικό αντίπαλο σε παραίτηση από τους στόχους και τις επιδιώξεις του.
Είναι, ασφαλώς αναγκαίο και το ηθικό αγωνιστικό φρόνημα του λαού, που πρέπει να σφυρηλατηθεί στις πνευματικές, ηθικές και πολιτιστικές μας αξίες, αλλά είναι απαραίτητη και μια αμυντική υποδομή στην οποία θα στηριχτεί αυτό το φρόνημα, για να καταστεί αποτελεσματικό και να μεγαλουργήσει.
Δεν έχουμε ψευδαισθήσεις ότι είναι εύκολη υπόθεση η αλλαγή πλεύσης την οποία προτείνουμε. Δεν έχουμε, όμως άλλη λύση.
Για να υπενθυμιστεί στη διεθνή κοινότητα, ένα γεγονός που αφέθηκε από το 1974 να ξεχασθεί, ότι δηλ. στην Κύπρο έγινε εισβολή ενός ξένου κράτους που εξακολουθεί να κατακρατεί με τη βία το 40% του εδάφους μιας άλλης χώρας εδώ και 45 χρόνια, χρειάζονται αγώνες. Οι εύκολοι και ακίνδυνοι τρόποι, όμως, δεν μπορούν να κάμψουν την Τουρκική αδιαλλαξία.
Σ’αυτούς, που για να πείσουν, τάχα, την Τουρκία να επανέλθει στις συνομιλίες εξαγγέλουν νέες υποχωρήσεις, αξίζει να επισημάνουμε τα αυτονόητα. Ότι, δηλαδή, η δημοσιοποίηση προθέσεων υποχώρησης πριν αρχίσουν, ή ενώ διαρκούν οι διαπραγματεύσεις, υπονομεύει τη διαπραγματευτική μας θέση.
Και σ’αυτούς που, όποτε παρουσιαστεί μια έξαρση των Τουρκικών διεκδικήσεων, μας προτρέπουν για ρεαλισμό, μια θα πρέπει να είναι η απάντηση: Όταν ο αγώνας είναι για τα υπέρτατα, για τη θρησκευτική και εθνική επιβίωση, για το μέλλον μας και τα παιδιά μας, για την αξιοπρέπεια και την τιμή μας, ο ρεαλισμός τότε μόνο έχει τη θέση του, όταν χρειάζεται για να κερδηθεί χρόνος, με την ελπίδα καλύτερων οιωνών στη διεξαγωγή αυτού του αγώνα.
Όταν, όμως, ο ρεαλισμός οδηγεί- όπως συμβαίνει στην περίπτωσή μας- προσωρινά μεν στην ψευδαίσθηση της επίτευξης κάποιας λύσης, αλλά στο μέλλον και με μαθηματική ακρίβεια στην καταστροφή και στον θάνατο, τότε αυτό δεν είναι ρεαλισμός. Είναι αφροσύνη κα παραλογισμός.
Κι ας μη ξεχνούμε ότι και οι ξένοι, οι Μεγάλες Δυνάμεις και τα Ηνωμένα Έθνη, οι Εταίροι μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, συνάγουν συμπεράσματα, για την πολιτική τους έναντί μας, όχι με κριτήριο την ετοιμότητα υποχωρήσεων και υποκλίσεών μας προς τον κατακτητή, αλλά με κριτήριο την αποφασιστικότητά μας για αγώνα και την ικανότητα για υπεράσπιση των εθνικών μας συμφερόντων.
Ξεκινήσαμε, λοιπόν, με ενθουσιασμό τον αγώνα για την Ένωση με την Ελλάδα, έχοντας πίσω μας ως συμπαραστάτες περισσότερες από εκατό γενιές Ελλήνων, που διατήρησαν, με ποταμούς αιμάτων και εκατόμβες θυσιών, την ελληνικότητα της Κύπρου.
Και κινδυνεύουμε, από τα συμφέροντα και τα επεκτατικά σχέδια των Τούρκων και άλλων ξένων δυνάμεων, αλλά και τα δικά μας σφάλματα και τις δικές μας παραλείψεις, να είμαστε η τελευταία γενιά των Ελλήνων στην Κύπρο.
Η συνειδητοποίηση αυτού του κινδύνου θα πρέπει να οδηγήσει σε συσπείρωση όλους τους Έλληνες, όπου κι αν ζουν, στην Κύπρο, στην Ελλάδα, σ’ όλο τον κόσμο, γύρω από έναν και μοναδικό στόχο: Την αποτελεσματική αντιμετώπιση και απόκρουση αυτού του κινδύνου.
Και θα’ θελα να εκφράσω εκ μέρους όλου του Κυπριακού λαού ένα παράπονο για τη διαχρονική, εκτός ελαχίστων περιπτώσεων, στάση των Ελληνικών κυβερνήσεων, απέναντι στους κατά καιρούς αγώνες μας. Νιώσαμε πολλάκις την εγκατάλειψη, την αδιαφορία, την απόρριψη.
Δεν μιλώ για τον υπέροχο Ελληνικό λαό και για την Εκκλησία του. Αυτοί μας συμπαραστάθηκαν και μας συμπαραστέκονται με κάθε θυσία. Δεν ξεχνούμε, πέραν των άλλων, ότι είναι με τις στερήσεις του Ελληνικού λαού που σπουδάσαμε δωρεάν στα Ελληνικά Πανεπιστήμια χιλιάδες Κύπριοι.
Οι Ελληνικές Κυβερνήσεις, όμως, κράτησαν αποστάσεις ασφαλείας από το πρόβλημά μας. Δεν μιλώ για τη Χούντα. Αυτοί ούτε Έλληνες λογαριάζονται, ούτε εκπροσωπούσαν τον Ελληνικό λαό.
Όταν απεγνωσμένα κοιτούσαμε προς την Ελλάδα για απόκρουση της Τουρκικής εισβολής, ακούσαμε από πρωθυπουργικά χείλη ότι η Ελλάδα είναι μακρυά.
Όταν ζούσαμε στο όνειρο του απελευθερωτικού μας αγώνα, παρά τις θυσίες και τα δεινά του λαού μας, η Ελληνική κυβέρνηση μας πίεζε, πιεζόμενη κι εκείνη από το ΝΑΤΟ και τους Αγγλοαμερικανούς, για αποδοχή των διαιρετικών συμφωνιών της Ζυρίχης, που μας οδήγησαν τελικά στην καταστροφή.
Κι όταν παρά τα δεινά της προσφυγοποίησης ο λαός μας αγωνιζόταν για απόρριψη του σχεδίου Ανάν που μας παρέδιδε στην Τουρκία, οι εδώ ιθύνοντες μας εκφόβιζαν ότι αν δεν αποδεχόμασταν το σχέδιο δεν θα επέτρεπαν την ένταξή μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Έλληνες αδελφοί,
Δεν είμαστε απομακρυσμένοι συγγενείς που ζητούμε τη συμπάθειά σας. Είμαστε Έλληνες όπως κι εσείς. Έχουμε την ίδια φύτρα, την ίδια καταγωγή. Ανδρωθήκαμε με τα ίδια ιδανικά, λατρέψαμε την Ελλάδα ως θεά.
Μετρούμε στον τόπο μας τόσα χρόνια Ελληνικής παρουσίας όσα κι οι Αθηναίοι στην Αττική κι οι Σπαρτιάτες στην Πελοπόννησο. Ούτε και ζητούμε οικονομική βοήθεια, όπως οι Έλληνες της διασποράς, για να κρατήσουμε τη γλώσσα, τα ήθη και τα έθιμά μας.
Αυτά τα κρατήσαμε με θυσίες, μέσα στους αιώνες, αντιμετωπίζοντας ποικίλους κατακτητές. Ζητούμε τη συμπαράταξή σας και όχι τη συμπαράστασή σας για να κρατηθούμε στις ρίζες μας, να κρατήσουμε τον τόπο μας Ελληνικό. Γιατί, αλλοίμονο! Αν πέσει η Κύπρος θα’ αρχίσει το ξήλωμα της Ελλάδος. Θα έλθει η σειρά της Θράκης, του Αιγαίου, της Μακεδονίας.
Τελειώνω αναφέροντας επιγραμματικά ότι είναι μύθος να νομίζουμε ότι υποχωρώντας κι άλλο θα πείσουμε την Τουρκία να προχωρήσει σε μια βιώσιμη λύση του Κυπριακού.
Η πραγματικότητα είναι ότι με τα συνεχή «δώσε» δεν φτάνεις σε λύση, αντίθετα διεγείρεις τη βουλιμία του αντιπάλου.
Μόνο ανασύνταξη δυνάμεων και επανατοποθέτηση του προβλήματός μας στις σωστές του διαστάσεις υπόσχονται έξοδο, έστω και με πολλές θυσίες, από το αδιέξοδο.
Και συνηθίζω να το λέω στην Κύπρο και να το πιστεύω ακράδαντα. Να΄μαστε έτοιμοι. Αν, μη γένοιτο, γονατίσει η Ηγεσία, την Ιστορία θα πρέπει να τη σηκώσουμε στους ώμους μας εμείς, ο λαός!
romfea.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου