Παρασκευή 23 Αυγούστου 2019

Η «πρόοδος» προάγει την ύβρη;

Νίκος Τσούλιας 



Όλο και περισσότερο πληθαίνουν τα στοιχεία που κατατείνουν στη μαρτυρία ότι η πρόοδος του σύγχρονου πολιτισμού –του πολιτισμού του ύστερου και παρακμασμένου καπιταλισμού– συνδέεται διαρκώς και στενότερα με την προώθηση της ύβρεως. Και πρόκειται για μια ύβρη καθολικής μορφής, αφού αναφέρεται στη σχέση του πολιτισμού με την κοινωνία, με τη φύση και με την ίδια την εικόνα του ανθρώπου.

Ας εξετάσουμε τις διάφορες όψεις αυτής της ύβρεως.

α) Ο καταναλωτισμός έχει γίνει η μεγάλη κοσμοθεωρία που εμπεριέχει σχεδόν όλες τις ιδεολογίες και τους πολιτικούς οραματισμούς. Πρόοδος εν πολλοίς σημαίνει παραγωγή περισσότερων υλικών αγαθών και περισσότερη κατανάλωσή τους από την αδηφαγία του ανθρώπου. Εδώ όμως εμφανιζόμαστε ασύγγνωστοι και αφελείς, γιατί ενώ βλέπουμε ότι με τους τρέχοντες ρυθμούς χρησιμοποίησης και καταστροφής των πρώτων υλών γρήγορα θα φτάσουμε σε αδιέξοδο, εξακολουθούμε να «σφυρίζουμε αδιάφορα» ωσάν να μην μας ενδιαφέρει η έννοια του μέλλοντος!


Η σχέση μας με τη φύση γίνεται όλο και πιο ασύμβατη λόγω της εμμονής μας για πλήρη ανάλωση κάθε φυσικού στοιχείου. Εδώ ανακύπτει και ένα μείζον ζήτημα. «Η μετατροπή της φύσης σε απλό υλικό δεν είναι τόσο μια αδικία απέναντί της όσο μια φυγή του ζώντος όντος από τον ίδιο του τον εαυτό που λαμβάνει χώρα στο πρόσωπο του ανθρώπου: μια έλλειψη της αυτογνωσίας. Σίγουρα πρέπει να σμιλέψουμε αυτή τη λέξη με τέτοιο τρόπο ώστε να περιλαμβάνει και την πράξη» [i].

Τελικά, η ίδια η φαινομενική πρόοδος λειτουργεί αντικειμενικά στην υπονόμευση και στην ακύρωση της εν δυνάμει πραγματικής προόδου! Και αυτή η εξέλιξη εμφανίζεται ως μονόδρομος αλλά και ως αδιέξοδο, γιατί ξεχνάμε μια απλή αλήθεια. «Δεν είναι η φύση, όπως άλλοτε, αλλά ακριβώς η εξουσία μας πάνω της αυτή που τώρα μας προκαλεί άγχος – καθώς φοβούμαστε για την ίδια τη φύση και τον εαυτό μας. Από υπηρέτης που ήταν για εμάς η εξουσία, έγινε πλέον αφεντικό μας» [ii]. Πρόκειται για κάθε μορφή εξουσίας, η οποία εμποδίζει τελικά και την πραγματική ελευθερία του ανθρώπου.

β) Οι ανισότητες μεταξύ λαών και κοινωνικών ομάδων γίνονται όλο και πιο έντονες. Οι άνθρωποι σήμερα όχι απλά και μόνο δεν ζουν στην ίδια ιστορικότητα, αλλά και εμφανίζονται να κινούνται σε αντιτιθέμενες κατευθύνσεις. Αλλού η φτώχεια, η ανέχεια, η παιδική θνησιμότητα, οι αρρώστιες και η έλλειψη βασικών αγαθών επεκτείνονται με ταχύτατους ρυθμούς και αλλού η κατανάλωση, η σπατάλη, οι ρύποι και τα απορρίμματα γνωρίζουν ημέρες δόξας και μεγαλείου. Μπορεί να υπάρξει φωτεινό μέλλον και πρόοδος με ένα διαρκώς και μικρότερο τμήμα της ανθρωπότητας; Σαφώς και όχι. Και η άγνοια ή, πιο ορθά, η ηθελημένη παραμέληση αυτής της κοινής πεποίθησης συνιστά ύβρη. Γιατί η γενίκευση της εξαθλίωσης αφορά τελικά όλους μας. Γιατί, «η εξαθλίωση, που είναι συνυφασμένη με το είδος μας, υποτάσσει τον έναν άνθρωπο στον άλλο και η αληθινή δυστυχία δεν είναι η ανισότητα αλλά η εξάρτηση» [iii].

γ) Ως πρόοδος εμφανίζεται όλο και περισσότερο να είναι η ανάπτυξη της «Μηχανής», των ποικίλων τεχνολογικών μέσων, ενώ η συναισθηματική και πνευματική καλλιέργεια του ανθρώπου θεωρείται έλασσον ζήτημα. Δεν είναι καθόλου τυχαίες οι αναλύσεις που κάνουν οι στοχαστές ισχυριζόμενοι ότι η ανάπτυξη των θεωρητικών σπουδών και η προαγωγή του πνεύματος δεν έχουν κάνει σπουδαία βήματα από την εποχή του αρχαιοελληνικού ορθολογισμού, ενώ στις θετικές επιστήμες και στην τεχνολογία η σημερινή κατάσταση δεν θυμίζει τίποτα από την ιστορικότητα της αρχαιότητας. Ο άνθρωπος γεύεται όλο και περισσότερα υλικά αγαθά – πάντα για το Δυτικό κόσμο – αλλά η ψυχή του αδειάζει και νιώθει όλο και πιο έντονα το υπαρξιακό κενό. «Μεγάλη πόλη, μεγάλη μοναξιά» (Magna civitas, magna solitude), έλεγε ο Έρασμος, αλλά σήμερα μάλλον πρέπει να προσθέσουμε και ένα σχετικό ανάλογο: «πολλή τεχνολογία, πολλή αλλοτρίωση».

Σ’ όλο αυτό το αλλοτριωμένο σκηνικό λοιπόν ο εξανθρωπισμός όχι απλά και μόνο δεν καλλιεργείται αλλά δεν φαίνεται να είναι ούτε καν ζητούμενο. Ο άνθρωπος ζει για να καταναλώνει, για να επεκτείνει την κυριαρχία του στη φύση και στην κοινωνία, στον άλλο άνθρωπο και στο μέλλον του με αλαζονική διάθεση και άκρατη έπαρση. Ο άνθρωπος δεν νιώθει μέρος του Κόσμου. Θεωρεί ότι ο Κόσμος όλος του ανήκει και ότι όσο πιο γρήγορα τον κατακτήσει τόσο πιο ευτυχισμένος θα είναι, χωρίς να βλέπει ότι πριονίζει το κλαδί πάνω στο οποίο κάθεται. Ο άνθρωπος ξεχνά την ίδια τη ρίζα της καταγωγής του. Γιατί, «η εμφάνιση του ανθρώπου σημαίνει την εμφάνιση της γνώσης και της ελευθερίας, και με το απολύτως δίκοπο μαχαίρι αυτού του χαρίσματος η αθωότητα του απλού υποκειμένου της αυτοεκπληρούμενης ζωής δίνει θέση στο καθήκον και την ευθύνη για τη διάζευξη μεταξύ του καλού και του κακού» [iv].

Η γνώση του ανθρώπου δεν γίνεται σοφία και δεν καλλιεργεί τις αρετές του για να μετασχηματίσει το περιεχόμενο της ζωής του, έτσι ώστε να αναζητήσει την πραγματική ελευθερία του και τη χειραφέτησή του. Αλλά μια τέτοια σχέση με τη γνώση δε συνιστά ύβρη;



[i] Μ. Χορκχάϊμερ (1986), Φιλοσοφικό σημειωματάριο, Αθήνα: ύψιλον, σ. 27

[ii] Γιόνας, Χ. (2001), Φιλοσοφικές έρευνες & μεταφυσικές εικασίες, Αθήνα: Ίνδικτος, σ. 165

[iii] Βολταίρος ( 2001 ), Φιλοσοφικό λεξικό, Αθήνα: Στάχυ, σ. 239

[iv] Γιόνας, Χ. ο.π., σ. 229



Πηγή: alfavita.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου