Παρασκευή 8 Δεκεμβρίου 2017

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ – Μάννα καὶ κόρη


Μικρά διηγήματα – ΑΠΑΝΤΑ ΤΟΜΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΣ, ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ Ν. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΜΟΣ
Ὤ, πόσον ὡραῖα ἐξυπνᾷ ὅταν ἔχῃ κοιμηθῆ τις εἰς τὸν μικρὸν κοιτῶνα μὲ τὸ βορεινὸν παράθυρον, τὸ βλέπον πρὸς βουνόν, εἰς τὴν πατρικὴν πενιχράν, καθάριον οἰκίαν, ὅπου εἶδέ ποτε τὸ πρῶτον ἄχραντον φῶς, πόσον ὡραῖα ἐξυπνᾷ μίαν πρωίαν τοῦ Ἰουνίου, ὅταν ἔχῃ ἐπανακάμψει εἰς τὸν τόπον τῆς γεννήσεώς του μετ᾿ ἀπουσίαν ἑπτά ἐτῶν! Ὁπόσαι μεταβολαὶ ἐντὸς τόσου χρόνου! Ὅλα σχεδὸν ἦσαν ὡς νέα πλάσις δι᾿ ἐμέ.
Τὴν πρωίαν ἐκείνην μ᾿ ἐξύπνησεν εὐτυχῆ σχεδὸν ὡς σατράπην, τὸν ὁποῖον χαιρετίζει λίαν πρωὶ ἡ περιπαθὴς μουσικὴ τῶν αὐλῶν καὶ τῶν ἐγχόρδων, ἡ φωνὴ τῆς μικρᾶς γειτονοπούλας μου Ξενιᾶς, πενταετοῦς παιδίσκης, ψαλλούσης μὲ
παιδικὴν δροσερὰν φωνὴν τὸ δημῶδες παλαιὸν δίστιχον:
Καράβι, καραβάκι, ποῦ πᾷς γιαλὸ-γιαλό,
μὲ κόκκινη παντιέρα καὶ μὲ χρυσὸ σταυρό;

Πῶς νὰ μὴν εἶναι ὡς νέα πλάσις δι᾿ ἐμέ, ἀφοῦ, ὅταν εἶχον ἀποδημήσει, ὄχι μόνον αὐτὴ ἦτον ἀγέννητη, ἀλλὰ καὶ ἡ μητέρα της ἀνύπανδρη; Καὶ τώρα, ὕστερον ἀπὸ τόσους αἰῶνας ἀνυπαρξίας ―ἐκτὸς ἂν ἀληθεύουν ἐκεῖνα ὅσα μυθολογεῖ ὁ θεῖος Πλάτων, ἐμπνεόμενος ἀπὸ τὸν μεγαλοφωνότατον Πίνδαρον― μία μικροσκοπική, ἀόρατος ψυχή, μία πνοὴ δημιουργὸς ἀκατάληπτος, νὰ ἐμφυσᾶται εἰς μίαν δράκα σαρκὸς ἢ χώματος καὶ νὰ μορφοῦται πλάσμα ἔμψυχον, καὶ νὰ γίνεται ψυχὴ ζῶσα· καὶ νὰ σηκώνεται λίαν πρωὶ μὲ λάμποντα γαλανὰ ὄμματα, μὲ σγουρά, ξανθὰ μαλλιά, καὶ νὰ ἵσταται ὑψηλὰ εἰς τὸ παλαιὸν μπαλκόνι, νὰ προσκολλᾶται εἰς τὰ κάγκελα, νὰ προσπαθῇ ν᾿ ἀναρριχηθῇ χωρὶς φόβον μὴ πέσῃ, καὶ νὰ τραγουδῇ: «Καράβι, καραβάκι, ποῦ πᾷς γιαλὸ-γιαλό;»
Ὑπῆρξαν, λοιπόν, τὸ πάλαι, ἢ καὶ ὑπάρχουν ἀκόμη ἄνθρωποι πιστεύοντες ὅτι ἡ θεὰ ἐκείνη τοῦ Κάτω κόσμου, ὅσων πλασμάτων ἐδέχθη ἤδη τῶν παλαιῶν ἁμαρτιῶν τὴν ποινήν, «ποινὰν παλαιοῦ πένθεος», τούτων τὰς ψυχὰς τὸν ἔνατον χρόνον «εἰς τὸν ὕπερθεν ἅλιον» ἀναδίδει πάλιν; Καὶ ὅτι ἡ ψυχὴ εἰς τὸν Ἐπάνω κόσμον δὲν μανθάνει, οὔτε σκέπτεται, ἀλλὰ μόνον ἀναμιμνῄσκεται;
Ἡ μικρὰ αὕτη παιδίσκη, καθὼς ἔμαθον, ὀλίγας ἡμέρας πρίν, ὅταν ἀπέθανεν ἓν ἀρχοντόπουλον τῆς γειτονιᾶς, τόσον ἐθαύμασε, καὶ τόσον ἐγοητεύθη ἀπὸ τὸ θέαμα τῶν λαμπρῶν ἑξαπτερύγων, τῶν λαβάρων καὶ θυμιατῶν, καὶ τῶν πολλῶν ἱερέων μὲ τὰς στολάς των καὶ τοῦ πλήθους τοῦ λαοῦ, ὥστε ἐζήλευσε καὶ μὲ πόθον ἀνέκραξε:
― Πότε θὰ πεθάνω κ᾿ ἐγώ, νὰ ᾽ρθοῦν νὰ μὲ πάρουν οἱ παπάδες, σὰν τὸν Παναγάκην!
Καὶ τὸ περιστατικὸν τοῦτο μοῦ ἐνθύμισεν ἓν ἄλλο θέαμα, εἰς τὸ ὁποῖον εἶχον παραστῆ πρὸ δεκαεπτὰ ἐτῶν ἀπὸ τὸ ἀνατολικὸν παράθυρον τοῦ χειμερινοῦ θαλάμου τῆς ἰδίας αὐτῆς πατρικῆς οἰκίας μας, συμβὰν εἰς τὴν αὐτὴν ἐκείνην οἰκίαν μὲ τὸν ὑψηλὸν ἐξώστην, ὅπου σήμερον πρωὶ ἀνερριχᾶτο ἡ μικρὰ Ξενούλα, μέλπουσα τὸ ἀφελὲς ᾆσμα, ὁποὺ μ᾿ ἔκαμε ν᾿ ἀποσείσω τὸν πρωινὸν ὕπνον.
Ἡ Ξενούλα θὰ ἦτον τώρα ἀνεψιά (ἂν τὸ ἐπέτρεπεν ἡ Περσεφόνη) τοῦ παιδίου ἐκείνου, τοῦ μικροῦ Στέλιου, ὅστις ἀπέθανε κατὰ Ἰανουάριον τοῦ ἔτους 188…, μίαν πρωίαν Σαββάτου, ὅταν ὁ ἥλιος ἤρχισε νὰ λυώνῃ τὰς χιόνας. Ἡ μητέρα της, ἡ Γαληνιώ, ἦτον ἀδελφὴ τοῦ Στέλιου. Ἡ Ζωγράφω, ἡ μάννα τῆς Γαληνιῶς, εἶχεν ἕνα υἱόν, ὕστερα εἶχε κάμει κατὰ σειρὰν πέντε κορίτσια, ἐκ τῶν ὁποίων τὰ δύο εἶχον κατέλθει νήπια εἰς τὰ βασίλεια τῆς νύμφης τοῦ Πλούτωνος, τὰ δὲ τρία ἐζοῦσαν· τελευταῖον ἔτεκεν, ὡς γεροντόπαιδον τάχα, ἂν καὶ νέα ἀκόμη, τὸν Στέλιον, περὶ οὗ ὁ λόγος.
Ὁ μαστρο-Παναγὴς ἦτον καλαφάτης, καὶ εἰργάζετο ὀλίγους μῆνας τὸ ἔτος εἰς τὸ «Καρινάγιο». Ὁ υἱός των, ὁ Γιάννης, δεκατριῶν ἐτῶν, ἐμάνθανεν ἤδη τὴν τέχνην τοῦ πατρός του. Τὰ τρία κοράσια, ἡ Γαληνιώ, ἡ μάννα σήμερον τῆς Ξενούλας, καὶ δύο ἄλλαι, ἦσαν ἀπὸ δέκα ἐτῶν καὶ κάτω. Τὸ παιδίον, ὁ Στέλιος, ἦτο βρέφος ἀκόμη. Ὁ μαστρο-Παναγής, ὅταν εἶχε δουλειές, εἰς τὸ καλαφατεῖον, ἔπαιρνε καλὸν ἡμεροκάματον, πλὴν εἶχε περισσότερα κεσάτια. Τὰ πολλὰ παιδιά, οἱ λεχωσιές, οἱ ἀρρώστιες, οἱ γιατροί, τὰ γιατρικά, τοὺς ἔκαμαν νὰ εἶναι πτωχοί. Ὣς τόσον, μὲ πολλὰ βάσανα καὶ μὲ πολλὰ χάδια, οὐχ ἧττον ἡ Ζουγράφω εἶχεν ἀναθρέψει τὸ ὑστερνόν της γέννημα. Τὸ ἐβύζαξε, τὸ ἐγαλούχησε, τὸ ἀπέκοψε· τὸ παιδίον ἦτο ἀδυνάτου κράσεως μᾶλλον. Ἔπειτα ἦλθεν ὁ χειμών, συγχρόνως ἤρχισαν τὰ κεσάτια. Ἔκαμε χιόνια πολλὰ ἐκείνην τὴν χρονιάν, βαρυχειμωνιά· τὰ χιόνια δὲν ἐπρόφθαναν νὰ λυώσουν, καὶ ἄλλα χιόνια τὰ ἐσκέπαζαν. Ἔπειτα ἐπῆλθε δυστυχία, στέρησις· ὕστερον ἀρρώστησεν ὁ Στέλιος, τὸ χαϊδεμένον παιδὶ τῆς Ζουγράφως.
Ἡ πολυβασανισμένη γυνὴ ἐμάζευε ξύλα ἀπ᾿ ἐδῶ, κλαδιὰ ἀπ᾿ ἐκεῖ· ἐζήτει ἀπὸ τὶς γειτόνισσες διάφορα βοηθήματα. Μία τῶν γειτονισσῶν ἦτον ἀρχόντισσα παλαιά, ἀπὸ καλὴν οἰκογένειαν, ἀρχίσασα τώρα νὰ πτωχεύῃ· μία ἦτο πλουσία ἐν ἐνεργείᾳ. Αἱ ἄλλαι ἦσαν πτωχαί, σχεδὸν ὅσον καὶ αὐτή. Καὶ ὅμως αὗται τὴν ἐβοηθοῦσαν τὸ κατὰ δύναμιν. Ἡ ἀρχοντοξεπεσμένη ἡ παλαιὰ ἐπεριποιεῖτο τὴν Ζωγράφω· τὴν ἐφίλευε πολλὰ πράγματα. Ἡ Ζουγράφω ἐφιλοτιμεῖτο νὰ φαίνεται χρήσιμος πρὸς αὐτὴν καὶ τῆς ἔκαμνε διαφόρους ἐκδουλεύσεις. Ἡ πλουσία, ἡ τωρινή, τὴν ἀπέπεμψε μὲ ἄδεια χέρια ἀπὸ τὸ σπίτι της καὶ ἀπὸ τὴν αὐλήν της.
*
* *

Μία ὅμως ἀπὸ τὶς γειτόνισσες, αὐτὴ καὶ ἡ κόρη της, ἦσαν ἰδιαιτέρας κατασκευῆς γυναῖκες. Ἐτρώγοντο μὲ ὅλην τὴν γειτονιάν. Τακτικὰ ἐμάλωναν κάθε μῆνα μὲ μίαν γειτόνισσαν, μὲ τὴν σειράν. Κακὸν δαιμόνιον ἐπεφοίτα εἰς τὸν ὕπνον τους, εἰς τὰ ξυπνητά τους, καὶ τὲς ἐψιθύριζεν εἰς τ᾿ αὐτιὰ ὅτι οἱ γειτόνισσες δὲν τὲς ἤθελαν τὸ καλό, αὐτῆς καὶ τῆς κόρης της, ὅτι τὰς ἐπεβουλεύοντο καὶ τὲς ἔκαμναν μάγια.
Κατ᾿ ἀρχὰς ἐμάλωσαν μὲ τὴν Παπανικόλαιναν, τὴν γηραιὰν σύζυγον σεβασμίου ἱερέως· κατόπιν ἐφιλονίκησαν μὲ τὴν οἰκίαν τὴν ἰδικήν μας· ἔπειτα ἐλογομάχησαν μὲ τὴν παλαιὰν ἀρχόντισσαν· ὕστερον ἐκήρυξαν πόλεμον ἐναντίον εἰς τὴν ἄλλην ἀρχόντισσαν, τὴν νέαν· εἶτα ἐμάλωσαν μὲ τὴν γρια-Γρηγόραιναν· τελευταῖον ἐπετέθησαν κατὰ τῆς πτωχῆς μητρὸς τόσων τέκνων, τῆς Ζουγράφως.
Ἔβγαιναν, μάννα καὶ κόρη, ἔξω, στὸ ἐπάνω τὸ λιακωτό τους, τὸ παλαιὸν καὶ ἑτοιμόρροπον, ἡ γραία Κακαβάραινα κ᾿ ἡ κόρη της τὸ Μελαχρώ, μεσημέρι καὶ βράδυ καὶ μεσάνυχτα, κ᾿ ἔλυναν τὰ κλώνια τῆς μανδήλας τους, κ᾿ ἐξεσκουφώνοντο, κ᾿ ἐτραβοῦσαν τὰ μαλλιά τους, καὶ κατηρῶντο «νὰ πέσῃ ξεπατωμὸς» στὴν γειτονιά. Κ᾿ ἔβγαζαν τῆς καθεμιᾶς καὶ τὸ παραγκώμι της. Τὴν μίαν τὴν ὠνόμαζον 〈πολυ〉 ποδαροῦσα*, τὴν ἄλλην ἑφταλουτρού*, τὴν ἄλλην γυφτοκόνισμα, τὴν ἄλλην ἀναρροῦσα* ·ξωτικό‚, τὴν ἄλλην μαυροτσούκαλο, παλαβομανίτα*. Εἶχον πλούσιον ὀνοματολόγιον. Κατεσκεύαζον καὶ λέξεις ἰδικάς των, ἀληθεῖς γλωσσοπλάστριαι, χωρὶς νὰ τὸ ἠξεύρουν. Τὸ καστρί, τὸ σφραγιδάκι, ὁ τουρκανάκατος*, τὸ ἀγαρηνὸ σκυλί, «ποὺ μυρίζει χασανιές*», ὅλ᾿ αὐτὰ ἀμφιβάλλω ἂν εὑρίσκωνται εἰς τὸ Λεξικὸν τῶν ἀθησαυρίστων.
Ἦσαν στρίγλες μὲ ὄνομα, «μὲ τὸ νάμι* τους βγαλμένο», ἐπίφοβοι ἀληθῶς γυναῖκες· τοὐλάχιστον εἰς τὴν γειτονιὰν ἐπροξένουν φόβον, ἐνῷ μερικοὶ ἄλλοι ἐκ τῆς ἀγορᾶς, κακοὶ ἀστεῖοι, συνετέλουν εἰς τὸ νὰ τὶς ξετρελαίνουν περισσότερον. Τέλος, ὅταν ἐμάλωσαν μὲ τὴν Ζουγράφω, ἀνέβησαν εἰς τὸ δῶμα, κατὰ τὴν συνήθειάν των, κ᾿ ἐτραβοῦσαν τὰ μαλλιά τους, καὶ μαζὶ μὲ τὰς τρίχας ἤρχιζαν νὰ ἐκκοκκίζουν καὶ τὸ κομβοσχοίνιον τῶν βλασφημιῶν των.
― Παναϊά μ᾿, βγάλ᾿ τς τὰ μάτια, εἶπεν ἐν ἐπιλόγῳ τὸ Μελαχρώ· βγάλ᾿ τς, Παναϊά μ᾿, τὰ μάτια.
― Τὸ ἕνα τὸ ματάκι τς νὰ βγῇ, Παναϊά μ᾿! διώρθωσεν ἐν κατακλεῖδι ἡ γραῖα. Τὸ ματάκι τς τὸ ζερβί.
Ἡ γραῖα ἤξευρε τί ἔλεγε· καὶ ὡμιλοῦσε βεβαίως συνθηματικὴν γλῶσσαν, ἥτις πρέπει νὰ ἦτο καταληπτὴ εἰς τὰς ὑποχθονίους δυνάμεις. Δύο ματάκια εἶχεν, ἀναμφιβόλως, κατ᾿ ἀλληγορικὴν ἔννοιαν ἡ Ζουγράφω, τὸν Γιάννην καὶ τὸν μικρὸν Στέλιον.
Ὕστερον ἀπὸ τόσον κρύο καὶ παγετὸν καὶ πεῖναν καὶ δυστυχίαν, τὸ ἄρρωστον μικρὸν ἐχειροτέρευσεν. Ἡ γραῖα Σουλτάνα, ἡ μήτηρ τῆς Ζουγράφως, ἔτρεξε μὲ ὅσα ψευτογιατρικὰ ἐγνώριζεν, αὐτὴ καὶ ὅλες οἱ γειτόνισσες, ἀλλὰ δὲν κατώρθωσαν τίποτε. Τελευταῖον ἐκλήθη καὶ ὁ γέρων ἰατρός, ὁ μοναδικὸς εἰς τὸ χωρίον, ἀλλ᾿ ἦτο ἀργά· δὲν ἴσχυσε νὰ σώσῃ τὸ παιδίον.
*
* *

Τί μοιρολόγι ἦτον ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον ἠκούσθη εἰς τὴν γειτονιὰν τὴν πρωίαν τοῦ Σαββάτου, Ἰανουαρίου φθίνοντος τοῦ ἔτους 188… Ἦτον ἡ Πλουσία, ἡ δευτερότοκος ἀδελφὴ τῆς Ζουγράφως, τριακοντοῦτις κόρη. Αὐτὸ τὸ ὄνομα τῆς εἶχε δώσει ὁ νουνός της, ἴσως ἀπὸ εἰρωνείαν τῆς ψυχικῆς διαθέσεως, ἐπειδὴ εἶχε γεννηθῆ ἀπὸ πάμπτωχον οἰκογένειαν. Ἀλλ᾿ ἦτο πλουσία κατὰ τὴν μακρὰν καστανὴν κόμην, πλουσία κατὰ τὴν ὑπερήφανον κορμοστασιάν, πλουσία κατὰ τὰ κεντήματα καὶ τὰς γυναικείας τέχνας. Τέλος, ἀπεδείχθη πλουσία καὶ καθ᾿ ὅλα, ὅταν εἰς τὰ 189…, ὅταν εἶχε χάσει πλέον πᾶσαν ἐλπίδα γάμου, κατὰ παραδοξοτέραν ἀκόμη ἀντειρωνείαν τῆς τύχης, εὑρέθη ὄψιμος νυμφίος δι᾿ αὐτήν, ἀπόχηρος καὶ εὐκατάστατος, ὅστις τῆς ἐχάρισεν ὡς «κοριτσιάτικο»* τὸ ἥμισυ τῆς περιουσίας του.
Αὐτὴ ἦτον ἡ μοιρολογήτρια τῆς πρωίας ἐκείνης. Δὲν ἔκλαιε τὴν μαρανθεῖσαν νεότητά της, δὲν ἔκλαιε τὴν μοῖράν της, δὲν ἔκλαιε τὸν ξενιτευμὸν τῶν ἀρρένων ἀδελφῶν της ―ὤ, αὐτὰ δὲν ἡρμηνεύοντο διὰ μεγαλοφώνων θρήνων, ἀλλὰ δι᾿ ἐνδομύχων ἀρρήτων στεναγμῶν―, ἀλλ᾿ ἔκλαιε τὸ μικρόν, τρυφερὸν πλάσμα, τὸ ὁποῖον ἦλθε νὰ παραλάβῃ εἷς ἱερεὺς μ᾿ ἕνα πενιχρὸν σταυρὸν καὶ θυμιατὸν διὰ νὰ τὸ προπέμψῃ· τὴν δράκα ἐκείνην τοῦ χώματος ἐπιστρέφουσαν εἰς τὸ χῶμα, τὴν ἐλαφρὰν ἐκείνην πνοήν, ἐπανακάμπτουσαν εἰς τὴν ζωὴν τὴν ἀείζωον, ἐκεῖ ὅπου ὅλα τὰ νήπια, ὅπως λέγει ὁ Συναξαριστής, ἀπαιτοῦσιν αὐτοδικαίως ἀπὸ τὸν Δημιουργὸν νὰ τοὺς πληρώσῃ τὰ ὀφειλόμενα: «Δικαιοκρίτα, δὸς ἡμῖν τὰ οὐράνια ἀγαθὰ ἀντὶ τῶν ἐπιγείων, ὧν ἡμᾶς ἐστέρησας».
Ἔξω, εἰς τὸν ὑψηλὸν ἐκεῖνον ἐξώστην, ὑψηλὸν διότι ἡ οἰκία εἶναι κτισμένη ἐπὶ τῶν βράχων, οἵτινες ἀρχίζουν ἐκεῖθεν νὰ πυργοῦνται εἰς ὑπέροχον λοφιὰν ὑπεράνω τῆς στέγης ―ἀντικρὺ τοῦ ἰδικοῦ μας ἀνατολικοῦ παραθύρου, εἰς αὐτὸν ἐκεῖνον τὸν ἐξώστην, ὅπου ἡ ἀδαὴς ὅλου τοῦ παρελθόντος τούτου μικρὰ παιδίσκη τραγουδεῖ τὸ «καράβι-καραβάκι» της― ἐκεῖ εἶχε λύσει τὴν μανδήλαν κ᾿ ἐτράβα τὰ μαλλιά της ἡ Πλουσία, τονίζουσα τὸ σπαρακτικὸν μοιρολόγι της. Καὶ ἡ βαθεῖα καστανὴ κόμη ἐκυμάτιζεν ἀκράτητος ἀπὸ τοὺς ὤμους εἰς τοὺς βραχίονας, καὶ μέχρι τῶν βουβώνων καὶ τῶν ἀστραγάλων, ὡς ἀπὸ κρήνην μελάνυδρον καὶ ἀπὸ πέτραν ἀκρότομον. Τὸ νεκρώσιμον ᾆσμα ἀνέβλυζεν ἀπὸ τὸ πικραμένον χλωμὸν στόμα της, καὶ διεδονεῖτο καὶ ἐστροβιλίζετο, κατερχόμενον ὡς χείμαρρος ἀπὸ τὸ ὕψος τῶν βράχων, κατακυριεῦον ὅλας τὰς ἀκοὰς καὶ τὰς ψυχὰς τῶν θεατῶν, καὶ τῆκον καρδίας καὶ ὄμματα, καθὼς ὁ ἥλιος, ὅστις ἐψήλωνε τότε, ἔτηκε τὰς χιόνας.
Τὸ νεκρὸν βρέφος ἐξέφερεν ἐντὸς φερέτρου ὁμοίου μὲ λίκνον αὐτὴ ἡ γρια-Σουλτάνα, ἡ μάμμη του. Σπαρακτικώτερον ἀκόμη μοῦ ἐφάνη ὅτι τὸν ξύλινον τῆς Ἐκκλησίας Σταυρὸν ἐδέησε νὰ τὸν λάβῃ καὶ νὰ τὸν κρατῇ ὁ μαστρο-Κ…, ὁ πατὴρ τοῦ ἐκφερομένου νεκροῦ βρέφους, ἐπειδὴ ὁ μάγκας, ὅστις τὸν εἶχε φέρει, ἀφοῦ παρέδωκε τὸ θυμιατὸν εἰς χεῖρας τοῦ παπᾶ, τὸν ἀκούμβησεν εἰς τὸν τοῖχον, ἐπὶ τῆς πεζούλας εἰς τὴν βάσιν ἑνὸς γειτονικοῦ χαμογείου κλειστοῦ (ἴσως διότι εἶδε τὴν πενιχρότητα τῆς παρασκευῆς καὶ δὲν ἤλπιζε νὰ πληρωθῇ καλὰ διὰ τὸν κόπον του), κ᾿ ἐπῆγε νὰ παίξῃ τὶς μπάλες μὲ τὰ χιόνια.
Ἐξεκίνησεν ἡ μικρὰ πομπή, προπεμπομένη ἀπὸ τὸ παθητικὸν πλούσιον μοιρολόγι τῆς ὑψηλοσώμου κόρης Πλουσίας, καὶ τὴν στιγμὴν ἐκείνην, ἐπάνω εἰς τὸ ἡλιακωτὸν τῆς γείτονος οἰκίας ἐφάνησαν, ὡς φαντάσματα τῆς ἡμέρας, ὡς στῆλαι ἀκίνητοι, νὰ ἵστανται δύο γυναῖκες· μία μαυροφόρα, καὶ μία μὲ πολίτικην μανδήλαν χρωματιστήν, χρώματος «λαδί». Ἦσαν ἡ Κακαβάραινα καὶ ἡ κόρη της ἡ Μελαχρώ. Ἐκ τούτων ἡ μὲν γραῖα ἀνείλκυε τὴν σκούφιαν, τὴν μαύρην μανδήλαν της πρὸς τὰ ἄνω, καὶ ἀνέτεινε τὴν δεξιὰν πρὸς τὸν οὐρανόν, ἡ δὲ νέα ἐμειδία πικρὸν μειδίαμα καὶ ἔσειε τὴν ἀριστερὰν χεῖρα· ἡ στάσις καὶ τῶν δύο γυναικῶν ἐνέφαινε σκληρὰν ἀπανθρωπίαν, χαιρεκακίαν, καὶ φανερὰ ἐξηύχοντο καὶ ἐπέχαιρον, διότι ἡ Παναγία εἰσήκουσε τὴν ἀράν των, κ᾿ ἔβγαλε τὸ μάτι τῆς Ζουγράφως.
*
* *

Ὅ,τι ἔμαθα ὀλίγας ἡμέρας ὕστερον, ὅτι συνέβη μίαν νύκτα εἰς τὸ Κοιμητήριον τῆς μικρᾶς πόλεως, ἐδυσκολεύθην νὰ τὸ πιστεύσω, ἀλλὰ θὰ τὸ διηγηθῶ παρακάτω ὅπως τὸ ἤκουσα. Ἡ Κακαβάραινα καὶ ἡ κόρη της, ἀπὸ πολλῶν χρόνων, εἶχον προχωρήσει πολλὰ βήματα εἰς τὴν χώραν τῶν ἀγνώστων. Εἶχον ἐξιππασθῆ, ἐπειδὴ ὁ Γιῶργός των, ὁ υἱὸς τῆς μέν, τῆς δὲ ἀδελφός, εἶχε «βγεῖ καθηγητὴς ἀπ᾿ τὸ Πανεπιστήμιο, στὴν Ἀθήνα». Ἦσαν ἐκ ταπεινοῦ γένους καὶ πάμπτωχοι. Ὁ γερο-Σταῦρος ὁ Κακαβάρης, ἀποθαμένος πρὸ ὀλίγων ἐτῶν, ἦτον ξένος, φερμένος εἰς τὸν τόπον ἀπὸ τὴν μεγάλην νῆσον, τὴν Ἔγριπον. Ἡ λαῖλαψ τοῦ πολέμου, εἰς τὴν ἀρχὴν τοῦ αἰῶνος, εἶχε σκορπίσει ὅλην τὴν οἰκογένειάν του. Ἀκολούθως, μετὰ τὴν ἀποκατάστασιν τῶν πραγμάτων, πόσοι ἔγιναν ἀναγνωρισμοί, μεταξὺ γονέων καταφυγόντων εἰς τὰς νήσους καὶ τέκνων ἀπαχθέντων εἰς τὴν μεγάλην ἤπειρον, ἀδελφῶν φυγόντων εἰς τὰ βουνὰ καὶ ἀδελφῶν κρυφθέντων μεταξὺ ἐρειπίων καὶ συντριμμάτων. Πολλοὶ ἀνεῦρον τοὺς ἀδελφούς των Τούρκους ἀγάδες, πλούτου κομιστὰς εἰς τὰ παράλια, ἄλλοι ἀνεκάλυψαν τὰς ἀδελφάς των Σουλτᾶνες, χανούμισσες εἰς τὰ χαρέμια. Εἷς ἐκ τῶν ἀναγνωρισμῶν αὐτῶν ἦτο ὁ τοῦ γερο-Σταύρου, ἀνωνύμου, (ὅστις ὕστερον προσέλαβε τὸ ὄνομα Κακαβάρης, ὄνομα τοῦ πενθεροῦ του, ἀγροίκου βοσκοῦ εἰς τὴν μικρὰν νῆσον, ὅπου τὸν εἶχε ρίψει ἡ θύελλα καὶ ἐνυμφεύθη τὴν σημερινὴν γραῖαν Κακαβάραιναν), ὅστις ἀνεγνώρισε τὸν ἀδελφόν του ὄχι Τοῦρκον, εὐτυχῶς, ἀλλὰ Δεσπότην μιᾶς τῶν μητροπόλεων ἀνὰ τὸ Αἰγαῖον. Τότε ὁ Δεσπότης προσέλαβε τὸν νέον, ὅστις ἐκυμαίνετο ·νὰ γίνῃ ναύτης‚ μεταξὺ τοῦ ἐπαγγέλματος τοῦ πατρός του τοῦ ναύτου καὶ τοῦ πάππου του τοῦ βοσκοῦ, τὸν ἐσπούδασε καὶ τὸν ἔβγαλε καθηγητὴν ἀπ᾿ τὸ Πανεπιστήμιο. Ἔκτοτε ἡ Μελαχρώ, ἥτις ἦτο κατὰ δύο ἔτη μικροτέρα, ἐξήφθη, ὑπερηφανεύθη καὶ ἤθελε νὰ γίνῃ καὶ αὐτὴ μεγάλη κυρία. Τὸ εἶδος τοῦτο τῆς τρέλας μετεδόθη βραδύτερον καὶ εἰς τὴν μητέρα της. Κατ᾿ ἀρχὰς ἡ γραῖα εἶχεν ἀντισταθῆ εἰς τὸ μίασμα, ἔπειτα, μὲ τὸν καιρόν, ἐκόλλησε καὶ αὐτή.
Ἡ Μελαχρὼ ἐφαντάζετο, ἔξαφνα, ὅτι ὁ ἀδελφός της θὰ τῆς φέρῃ ἕνα πλούσιον, εὐγενῆ ἄρχοντα ἀπὸ τὰς Ἀθήνας διὰ νυμφίον. Ὅταν ἔμαθεν ὅτι ὁ Τρικούπης ἦτο ἄγαμος, πάραυτα συνέλαβε τὸ ὄνειρον ὅτι οὗτος θὰ ἤρχετο νὰ τὴν ζητήσῃ ὡς νύμφην· εἶτα ἡ φιλοδοξία της ἔφθασε καὶ μέχρι τοῦ Διαδόχου τοῦ Θρόνου. Τὰ ὄνειρα ταῦτα τὰ ἔβλεπαν εἰς τὰ ξυπνητὰ καὶ τὰ ἐξέφεραν μεγαλοφώνως, εἰς ἐπήκοον τῆς γειτονιᾶς ὅλης. Καὶ οἱ μὲν νέοι καὶ τὰ κοράσια ἐγέλων μὲ πλατὺ στόμα, ὅταν τὰ ἤκουον. Αἱ δὲ γεροντότεραι καὶ φρονιμώτεραι γειτόνισσαι τὰς ἐπετίμων, συμβουλεύουσαι αὐτὰς νὰ μὴ ἔχωσι τοιαύτας ἰδέας. Διάφοροι ἄνθρωποι ἀγοραῖοι, μὲ τὰ κακόζηλα ἀστεῖά των, ὑπέθαλπον τὴν τρέλαν ταύτην, διὰ λόγων, διὰ πλαστῶν ἐπιστολῶν, ἐρχομένων δῆθεν ἀπὸ τὰς Ἀθήνας, ἐν αἷς περιείχοντο προτάσεις γάμου ἀπὸ φανταστικὰ ὀνόματα ἀρχόντων καὶ πριγκίπων διὰ χρυσοχάρτων προγραμμάτων μὲ ἐπιδεικτικὰ κεφαλαῖα γράμματα, τὰ ὁποῖα παρουσίαζον ὡς συναλλάγματα καὶ ἐπιταγὰς πρὸς εἴσπραξιν ἐκατομμυρίων κτλ… καὶ αἱ δύο ἦσαν ἀγράμματοι. Πρώτη ἐκ τῶν γειτόνων ἡ γραῖα Παπαντώναινα τὰς ἐνουθέτησε, νὰ μὴν τὰ πιστεύουν αὐτά, ἀλλ᾿ ἐκεῖναι ὠργίσθησαν καὶ τὴν ὕβρισαν· ἔκτοτε ἔγιναν κακαὶ μὲ ὅλην τὴν γειτονιὰν καὶ μὲ ὅλον τὸν κόσμον.
Ὅταν εἶδαν ὅτι ὁ Γιῶργός των, ὁ καθηγητής, ἀργοῦσε νὰ τὲς φέρῃ ἀπὸ τὰς Αθήνας τὸν ὀνειροπολούμενον γαμβρόν, τὸν Τρικούπην ἢ τὸν Διάδοχον, ἐθύμωσαν καὶ μὲ αὐτὸν καὶ ἤρχισαν νὰ τὸν ὑβρίζουν. Ἡ δὲ μανία των ἐπετάθη, ὅταν ἔμαθον ὅτι ὁ καθηγητὴς εἶχε νυμφευθῆ εἰς τὰς Ἀθήνας μίαν φράγκισσαν, νέαν δυτικὴν τὸ δόγμα, καταγομένην ἐκ Βαυαρίας. Ἡ γραῖα ἤρχισε νὰ τὸν καταρᾶται. Ὁ ἀχαΐρευτος, χαΐρι καὶ προκοπὴ νὰ μὴν ἰδῇ! Ἢρ πρωήρ! καθάρια τραμουντάνα*!
―Ὁ Τουρκανάκατος*, ποὺ μυρίζει χασανιές*! ἐπρόσθεσεν ἡ Μελαχρώ (ἐννοοῦσα τὸν γάμον τὸν ὁποῖον ἔκαμε). Τὸ φραγκόπουλο! ποὺ τρώει τὶς χελῶνες.
Ἕως ἐδῶ εἶχον φθάσει αἱ γυναῖκες αὗται, μάννα καὶ κόρη. Εἶχε δὲ λάβει καὶ ἄλλας διαστάσεις καὶ στροφὰς ἡ τρέλα των. Εἶχαν δεχθῆ εἰς τὴν οἰκίαν μάντεις καὶ τουρκόγυφτους, διὰ νὰ τὲς εἰποῦν τὴν μοῖραν. Εἶχον ὑπάγει εἰς μάγισσες, νὰ κάμουν μάγια, διὰ νὰ μαγεύσουν τὸν Τρικούπην, νὰ ἔλθῃ νὰ ζητήσῃ τὴν κόρην. Εἶχον ἀπομακρυνθῆ ἀπὸ τὰ θεῖα καὶ δὲν ἐπλησίαζον εἰς ναόν. Μίαν φορὰν ἠθέλησαν νὰ κάμουν μίαν λειτουργίαν εἰς ἐξωκκλήσιον. Τὰ γλυκοχαράματα εἶχαν σηκωθῆ, ἐστολίσθησαν κ᾿ ἐκίνησαν νὰ πάγουν εἰς τὸν Ἁι-Γεώργην. Ἀλλ᾿ εἰς τὸν μισὸν δρόμον ἐστάθησαν, κ᾿ ἐγύρισαν πίσω, κ᾿ ἐπαράγγειλαν εἰς τὸν παπὰν νὰ μὴ λειτουργήσῃ. Τί τὲς εἶχε συμβῆ; Αἱ γειτόνισσαι διηγοῦντο ὅτι συνήντησαν καθ᾿ ὁδὸν τὸν Στέλιον, μετὰ…… εἰς σχῆμα γνωστοῦ καλογήρου, ὅστις τὲς εἶπε «νὰ μὴ κάνουν λειτουργίες, δὲν πιάνονται».
*
* *

Ὁ Γιάννης τῆς Στάμαινας δὲν ἐφοβεῖτο οὔτε τὰ στοιχειὰ οὔτε τοὺς βρυκόλακας. Ὅταν ἐπέστρεφε τὴν μίαν μετὰ τὰ μεσάνυχτα ἀπὸ τὰ καθήκοντά του ὡς πολιτοφύλακος περιπόλου τῆς νυκτὸς ἐκείνης ―τῆς δὲ πολιτοφυλακῆς ταύτης τὰ καθήκοντα συνίσταντο εἰς ἕνα γῦρον μεταξὺ τῆς 11ης καὶ τοῦ μεσονυκτίου ἀνὰ τὰς συνοικίας τῆς μικρᾶς πολίχνης, καὶ εἰς ἕνα ὕπνον καθιστὸν συνήθως μεταξὺ τοῦ μεσονυκτίου καὶ τῆς πρώτης ὥρας, ἔξωθεν ἑνὸς κεντρικοῦ μαγαζείου τῆς ἀγορᾶς, ἐπὶ τῆς κτιστῆς μπαγκέτας τῆς φατνωμένης μὲ σανίδια― ὅταν ἐπέστρεφε, λέγω, μετὰ τὴν διάλυσιν ·λῆξιν‚ τῆς νυκτοφυλακῆς διὰ ν᾿ ἀπέλθῃ εἰς τὴν οἰκίαν του, ἠθέλησεν, ὡς προνοητικὸς ἄνθρωπος, νὰ ἐξέλθῃ ἔξω εἰς τὸν γεώλοφον πρὸς δυσμὰς τῆς πόλεως, εἰς τοὺς ἀγρούς, ὅπου εἶχε δεμένον τὸν ἡμίονόν του, διὰ νὰ ρίψῃ ἓν βλέμμα καὶ ἀλλάξῃ ἐν ἀνάγκῃ τὸ ζῷον ἀπὸ τὸ μέρος ὅπου ἔβοσκεν. Ἔφερεν ἐπ᾿ ὤμου τὴν καραβίναν του, τὴν ὁποίαν εἶχε λάβει ἀφ᾿ ἑσπέρας ἀπὸ τὴν δημαρχίαν. Τὸ μέρος, ὅπου ἔβαινεν, ἀντίκρυζε τὸ νεκροταφεῖον τῆς κωμοπόλεως. Ἦτο τὴν νύκτα τῆς Τετάρτης, περὶ τὰ τέλη Ἰανουαρίου, πέντε ἡμέρας μετὰ τὴν ταφὴν τοῦ μικροῦ Στέλιου. Ἐκεῖ βλέπει ἐμπρός του, προπορευομένας ἑκατὸν βήματα αὐτοῦ, δύο μαύρας σκιάς, νὰ βαδίζουν κατ᾿ εὐθεῖαν πρὸς τὸ κοιμητήριον. Ἦσαν δύο γυναῖκες, ἡ μία προφανῶς μαυροφόρα, ἡ ἄλλη μὲ τὸ χρῶμα τῆς νυκτός, εἰς τὸ ὁποῖον συνεχέετο τὸ ἀόριστον χρῶμα τῆς μανδήλας της.
Ὁ Γιάννης δὲν τὰς ἀνεγνώρισεν. Ἔκαμε τὸν σταυρόν του μᾶλλον ἀπὸ ἀπορίαν παρὰ ἀπὸ φόβον καὶ ἀντὶ ν᾿ ἀκολουθήσῃ τὸν πλάγιον δρόμον πρὸς τὸ μέρος, ὅπου εἶχε δέσει τὸ ζῷόν του, ἠκολούθησε τὸν εὐθὺν καὶ ἔφθασε πλησίον τοῦ νεκροταφείου. Ἦτο λάμπουσα ἀστροφεγγιά, ἡ δὲ σελήνη φθίνουσα ἔμελλε πρὸς ὄρθρον ν᾿ ἀνατείλῃ. Ὁ ἄνθρωπος εἶδε τὰς δύο μαυροφόρας, ἅμα ἔφθασαν πλησίον εἰς τὸν περίβολον, νὰ ἵστανται πρὸς στιγμὴν ἐνώπιον τῆς πύλης, ὡς νὰ ἐδίσταζον. Ὁ Γιάννης τῆς Στάμαινας ἐκρύβη ὄπισθεν προεξέχοντος ὄχθου τῆς κυρτωμένης λοφιᾶς τοῦ ὑψώματος καὶ τὰς παρετήρει μὲ ἄπληστον περιέργειαν.
Αἱ δύο σκιαὶ δὲν εἰσῆλθον διὰ τῆς πύλης, ἀλλ᾿ ἤρχισαν νὰ βαδίζωσι τὸν τοῖχον-τοῖχον, κατὰ τὴν βορεινὴν πλευρὰν τοῦ λόφου ἐκ τοῦ μέρους τῆς στερεᾶς. Ἡ ἄλλη ἡ δυτικομεσημβρινὴ πλευρὰ ἦτο πρὸς τὴν θάλασσαν. Ὅλος ὁ περίβολος τῶν νεκρῶν ἔκειτο ἐπὶ λόφου θαλασσοπλήκτου, κωνοειδοῦς, ὅπου πρὸς τὸ νότιον μέρος ἐσχηματίζετο κρημνώδης ἀκτὴ πρὸς τὴν θάλασσαν ·τὰ κύματα ἐβαυκάλιζον τὸν ὕπνον τῶν νεκρῶν‚. Ἡ πύλη ἦτο μὲν ἀνοικτὴ ἐπὶ τοῦ μανδάλου καὶ φύλαξ οὐδεὶς ὑπῆρχεν ἐντός, ·Οὔτε οἰκίσκος οὔτε ναὸς ὑπῆρχεν, ἀλλ᾿ ὁ ναὸς ἔκειτο ἐπὶ ὑψηλοτέρου ὀροπεδίου πρὸς ἀνατολάς‚, ἀλλ᾿ ἦτο βαρεῖα καὶ αὐτὸς ὁ κρότος τοῦ ἀνοίγματός της θὰ ἐφαίνετο ὅτι θὰ ἦτο ἱκανὸς νὰ ·ταράξῃ τὸν ὕπνον‚ ἐξυπνήσῃ τοὺς νεκροὺς τὰ μεσάνυκτα καὶ θὰ ἐπέβαλλε ·προεκάλει‚ ρῖγος καὶ φρικίασιν εἰς τὰ ὀστᾶ τοῦ τολμητίου.
Αἱ δύο μαῦραι σκιαὶ ἐκρύβησαν ὄπισθεν τοῦ βορεινοῦ τοίχου καὶ ὁ Γιάννης τῆς Στάμαινας ἔσπευσε δρομαῖος καὶ τὰς παρηκολούθησε. Μετ᾿ ὀλίγα βήματα τὰς ἀντίκρυσε πάλιν καὶ πάραυτα ἐμετρίασε τὸ βῆμα. Ἐκεῖναι ἐβάδισαν ἑκατοστὺν βημάτων τὸν τοῖχον-τοῖχον καὶ εἶτα ἐστάθησαν.
Εἶχον φθάσει εἰς ἓν μέρος τοῦ περιβόλου, τὸ ὁποῖον ἐφαίνετο χαμηλότερον, φθάνον μέχρι τῆς μέσης μετρίου ἀναστήματος ἀνδρός, ἐνῷ τὸ ἄλλο κτίριον ἔφθανεν ἕως τὰς μασχάλας ἢ τοὺς ὤμους. Λίθοι καὶ κονία εἶχον ἐκπέσει ἀπὸ τὴν κορυφὴν τοῦ τοίχου εἰς τὸ μέρος ἐκεῖνο καὶ ἦτο εὐκολώτατον νὰ τὸ ὑπερβῇ ἄνθρωπος καὶ νὰ εἰσέλθῃ.
Ὁ Γιάννης ἐσταμάτησε καὶ ἔβλεπε μετ᾿ αὐξούσης ἐκπλήξεως τὰ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
(Ἀνολοκλήρωτο)
(1914)
http://www.papadiamantis.org/works/58-narration/412-04-62-manna-kai-korh-1914

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου