Γράφει ο Χρήστος Μπαρμπαγιαννίδης
http://eranistis.net
Ο Νικόλαος Σκουφάς (1779-1818) ήταν ιδρυτικό μέλος της Φιλικής Εταιρείας μαζί με τον Εμμανουήλ Ξάνθο και τον Αθανάσιο Τσακάλωφ. Γεννήθηκε το 1779 και καταγόταν από το Κομπότι της Άρτας.
Η Φιλική Εταιρεία ήταν μια οργάνωση μυστική η οποία περισσότερο συσπείρωσε παρά οργάνωσε τον Ελληνισμό των τουρκοκρατούμενων, και όχι μόνο, περιοχών. Ξεκίνησε από Έλληνες των παροικιών του εξωτερικού, οι οποίοι ήταν πολύ πιο προοδευτικοί, με μεγαλύτερη παιδεία και οικονομική ευμάρεια, από τους ομογενείς τους της ελληνικής χερσονήσου. Η Φιλική Εταιρεία στηρίχτηκε πάνω σε ένα μεγάλο ψέμα, ένα ψέμα όμως που ήταν προτιμότερο από τη στυγνή αλήθεια, ένα ψέμα που ώθησε τον ξεσηκωμό των Ελλήνων και που όταν ξεκίνησαν δεν μπορούσαν πια να κάνουν πίσω. Γιατί δεν έχει σημασία αν ανάβεις το μπαρούτι με τη θέλησή σου ή χωρίς αυτήν. Η έκρηξη θα συμβεί!
Ο Νικόλαος Σκουφάς (1779-1818) ήταν ιδρυτικό μέλος της Φιλικής Εταιρείας μαζί με τον Εμμανουήλ Ξάνθο και τον Αθανάσιο Τσακάλωφ. Γεννήθηκε το 1779 και καταγόταν από το Κομπότι της Άρτας.
Η Φιλική Εταιρεία ήταν μια οργάνωση μυστική η οποία περισσότερο συσπείρωσε παρά οργάνωσε τον Ελληνισμό των τουρκοκρατούμενων, και όχι μόνο, περιοχών. Ξεκίνησε από Έλληνες των παροικιών του εξωτερικού, οι οποίοι ήταν πολύ πιο προοδευτικοί, με μεγαλύτερη παιδεία και οικονομική ευμάρεια, από τους ομογενείς τους της ελληνικής χερσονήσου. Η Φιλική Εταιρεία στηρίχτηκε πάνω σε ένα μεγάλο ψέμα, ένα ψέμα όμως που ήταν προτιμότερο από τη στυγνή αλήθεια, ένα ψέμα που ώθησε τον ξεσηκωμό των Ελλήνων και που όταν ξεκίνησαν δεν μπορούσαν πια να κάνουν πίσω. Γιατί δεν έχει σημασία αν ανάβεις το μπαρούτι με τη θέλησή σου ή χωρίς αυτήν. Η έκρηξη θα συμβεί!
Στα τέλη του 1814 ο Νικόλαος Σκουφάς
από την Άρτα, άνθρωπος τίμιος και πολύπειρος αλλά άσημος και με μικρή
παιδεία που εργαζόταν παλιότερα ως υπάλληλος εμπορικής επιχείρησης στην Οδησσό, πρώτος είχε την ιδέα να δημιουργήσει μια πολιτική εταιρεία την οποία ονόμασε «Εταιρεία των Φιλικών».
Και μόνο η ονομασία φανέρωνε πόσο λίγο γνώριζε ακόμα και τη μητρική του
γλώσσα. Με συνεργάτες του στην αρχή και άλλους άσημους άνδρες, όπως ο Αθανάσιος Τσακάλωφ και Εμμανουήλ Ξάνθος,
αποκάλυψε τον σκοπό του και τον τρόπο που αυτός ο σκοπός θα προόδευε.
Μάλιστα, σκοπίμως συνέχεαν την ύποπτη και επικίνδυνη Εταιρεία με την
ακίνδυνη Εταιρεία των Φιλομούσων, που άκμαζε στην Αθήνα και που είχε σκοπό τη διατήρηση των αρχαιοτήτων. Άρχισαν να διαδίδουν ψευδώς πως ο Ιωάννης Καποδίστριας, υπουργός του Τσάρου Αλέξανδρου
και γνωστός προστάτης της Εταιρείας των Φιλομούσων, ήταν επίσης
μυστικός προστάτης της Εταιρείας των Φιλικών. Μάλιστα οι Φιλικοί
διέδιδαν ότι η Φιλόμουσος Εταιρεία είχε τους ίδιους στόχους, δηλαδή των
ξεσηκωμό των Ελλήνων, ώστε υπό τη σκιά της πρώτης να αναπτύσσεται η
δεύτερη. Ωστόσο αυτό ήταν ένα απλό μικρό ψεματάκι, ίσως και αθώο. Εκείνο
που δυνάμωσε όμως την υπόληψή της και συντέλεσε στην επίτευξη του
σκοπού της ήταν ένα μεγάλο “παραμύθι”!
Η κοινή θρησκεία των Ρώσων και των Ελλήνων,
τα ελληνικά πλοία με ρωσική σημαία και η προστασία των εμπόρων, οι
συχνοί ρωσοτουρκικοί πόλεμοι, το άσυλο που έδιναν οι Ρώσοι σε Έλληνες,
οι παραδόσεις και οι προφητείες για το Ξανθό Γένος
που θα έσωζε των Ελληνισμό και η κατά σύμπτωση ίδρυση της Εταιρείας στη
Ρωσία, όλα αυτά βοήθησαν στη διάδοσή της. Αλλά το μεγαλύτερο τέχνασμα
των Φιλικών, όταν αντιλήφθηκαν ότι δεν ενέπνεαν τον κόσμο, ήταν πως
έθεσαν την Εταιρεία υπό το μυστηριώδες όνομα μιας άγνωστης και
ανύπαρκτης Υπέρτατης Αρχής,
ένας έξυπνος υπαινιγμός για την αυλή της Ρωσίας, δηλαδή τον Τσάρο!
Χωρίς αυτή την απάτη η Εταιρεία θα παρέμενε αυτό που ήταν, δηλαδή ένα
μηδενικό! Σε συνδυασμό και με την υψηλότατη πολιτική θέση του
Καποδίστρια στη Ρωσία και την αρχηγία λίγο αργότερα των επαναστατικών
κινημάτων από έναν στρατηγό και υπασπιστή του Τσάρου, τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, όλα αυτά δημιούργησαν τεράστιες προσδοκίες στον Ελληνισμό.
Πάντως, οποιαδήποτε και αν ήταν τα αίτια της δημιουργίας και τα
τεχνάσματα που μεταχειρίστηκαν οι ιδρυτές της για να τη διαδώσουν,
πρέπει να παραδεχτούμε πως συνέδεσαν όλους τους Έλληνες με τον
προσηλυτισμό της και προετοίμασε των αγώνα.
Η Φιλική Εταιρεία δεν είχε τίποτα το αξιοπρόσεκτο. Το καταστατικό της
ήταν ασύνετο και ανεπιτήδειο. Είχε εφτά βαθμούς: των βλάμηδων (αδελφοποιτές), των συστημένων, των ιερέων, των ποιμένων, των αρχιποιμένων, των αφιερωμένων και των αρχηγών των αφιερωμένων.
Οι δυο τελευταίοι θεωρούνταν στρατιωτικοί και καθιερώθηκαν αργότερα.
Πάντως οι κατώτεροι γνώριζαν όσα και οι ανώτεροι. Όταν γινόταν η
κατήχηση, ο βλάμης διαταζόταν να έχει έτοιμα τα όπλα του και 50 φυσίγγια
στο κιβώτιό του, περιμένοντας τις διαταγές του αρχηγού. Ο ιερέας
μάθαινε πως σκοπός της Εταιρείας ήταν η ελευθερία του έθνους. Τα ίδια
μάθαιναν και όσοι ανήκαν στις ανώτερες τάξεις, ως τον αρχηγό των
αφιερωμένων. Τη στιγμή που γινόταν η κατήχηση του αρχηγού των
αφιερωμένων ο κατηχητής του έδινε μια σπάθα και του έλεγε «η πατρίς σου σοι την δίδει δια να την μεταχειρισθής δι’ αυτήν». Το δίπλωμα είχε στην κορυφή σταυρό πάνω από την ημισέληνο, η οποία τον προσκυνούσε.
Η τάξη των ιερέων ήταν πολυάριθμη και είχαν την εξουσιοδότηση να
κατηχούν και να απονέμουν μέχρι και τον δικό τους βαθμό. Επειδή όμως οι
κατηχούμενοι έπρεπε να καταβάλουν ορισμένο χρηματικό ποσό στον κατηχητή,
πολλοί έπαιρναν τον βαθμό του ιερέα με εξαγορά. Πέρα από τη πολιτική
πλευρά της κατήχησης υπήρχε και η θρησκευτική πλευρά, ένα μείγμα
χριστιανικής και αρχαιοελληνικής ιεροτελεστίας. Ενώ λοιπόν ορκίζονταν
πάνω στο Ευαγγέλιο, ο κατηχητής έλεγε στο κατηχούμενο ότι τον δεχόταν
στην Εταιρεία με τη δύναμη που του έδωσαν οι μεγάλοι ιερείς των Ελευσίνιων Μυστηρίων!
Κάτι που εξηγείται εύκολα, διότι οι Έλληνες των ευρωπαϊκών παροικιών
ήταν πολύ πιο εξοικειωμένοι με τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό, μια που
κατοικούσαν σε χώρες με υψηλό επίπεδο παιδείας, εν αντιθέσει με τους
Έλληνες των τουρκοκρατούμενων οι οποίοι αρκούνταν στο γεγονός πως είχαν
μια κοινή σύνδεση μόνο μέσω του χριστιανισμού και λιγότερο μέσω του
ελληνισμού.
Όπως όλες οι μυστικές οργανώσεις οι Φιλικοί
είχαν σημάδια και λέξεις για να αναγνωρίζονται, ενώ για τους απόντες
χρησιμοποιούσε κρυπτογραφημένες επιστολές που γνώριζαν μόνο οι ιερείς
και οι ανώτεροί τους. Έβαζαν πλαστές υπογραφές και διάφορα σύμβολα.
Τόσες μάλιστα ήταν οι γνώσεις τους που οι κατηχούμενοι ρωτούνταν από τον
κατηχητή αν γνώριζαν καμιά εφεύρεση άγνωστη στον κόσμο. Διότι οι
ιδρυτές της Εταιρείας πίστευαν στην ύπαρξη της φιλοσοφικής λίθου και
ασχολούνταν με τη μετατροπή των ταπεινών μετάλλων σε πολύτιμα. Όπως και
να είχαν τα πράγματα, μέχρι το 1817 ελάχιστοι ήταν αυτοί που δεν
γνώριζαν για τη Εταιρεία στις ελληνικές χώρες.
Το 1818 ο Σκουφάς πήγε στην Κωνσταντινούπολη
και άρχισε τη διάδοση της Εταιρείας κάτω από τη μύτη του Σουλτάνου, που
δε διέθετε αστυνομία για να ανακαλύψει τι συνέβαινε. Αφού μύησε πολλούς
επέστρεψε στην Οδησσό και εκεί συνάντησε νέους Έλληνες που τους μύησε
και αυτούς. Αυτοί ανέλαβαν το αποστολικό τους έργο στις ελληνικές χώρες,
απ’ όπου νέοι κατηχημένοι σκορπίστηκαν μέσα και έξω από την ελληνική
χερσόνησο και άρχισαν την κατήχηση στο όνομα της Υπέρτατης Αρχής, στην
αρχή με προφυλάξεις, αλλά ύστερα από τις επιτυχίες τους με τόλμη και
απερισκεψία, έτσι ώστε πολύ σύντομα η Εταιρεία βρισκόταν στα χείλη και
στη σκέψη όλων των Ελλήνων, που πίστευαν ότι τα πάντα τα κινούσε ρωσικός
δάκτυλος!
Η Εταιρεία ελάχιστα είχε προοδεύσει στη Στερεά Ελλάδα, την Ήπειρο και τη Θεσσαλία λόγω του φόβου για τον δυνάστη Αλή Πασά. Αλλά στην Πελοπόννησο με τη χαλαρή οθωμανική εξουσία και στα νησιά όπου δεν υπήρχαν Τούρκοι,
γέμισαν με Φιλικούς που με τη ελευθεροστομία τους έθεσαν σε κίνδυνο το
έργο. Ορισμένοι μάλιστα ανησυχούσαν με αυτά που έβλεπαν και ήταν
διστακτικοί αν πραγματικά υπήρχε η Αρχή που πίστευαν.
Το 1819 κατηχήθηκε και ο ηγεμόνας της Μάνης, ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης από τον Καμαρινό,
που είχε έρθει από την Οδησσό. Ο Μαυρομιχάλης του έδωσε γράμματα τα
οποία έλεγαν πως είναι αφοσιωμένος στον αγώνα και ζητούσε εξοπλισμό για
τους Μανιάτες, και τον έστειλε στην Αγία Πετρούπολη
στον Καποδίστρια και στον Τσάρο, που υπέθετε ότι υποκινούσαν τον αγώνα.
Όταν ο Καποδίστριας διάβασε τις επιστολές, εξεπλάγη (υποθέτω πως
φρίκαρε!) και συνέταξε επιστολές που θα ειδοποίούσαν εγγράφως τον
Μαυρομιχάλη πως δεν είχε ούτε αυτός ούτε βέβαια ο Τσάρος καμιά σχέση με
τα επαναστατικά σχέδια, τα οποία άλλωστε δεν ενέκρινε. Ο Καμαρινός
αντιλήφθηκε την απάτη και γύρισε στις ελληνικές περιοχές για να πει την
αλήθεια, φέρνοντας μαζί του τις απαντήσεις του Καποδίστρια. Όμως, όταν
τα ανώτατα στελέχη της Εταιρείας πληροφορήθηκαν την πρόθεση του
ειλικρινούς Καμαρινού, που θα ανέτρεπε τα σχέδιά τους και θα γινόταν
γνωστό το ψέμα, δολοφόνησαν τον Καμαρινό στη διάρκεια του ταξιδιού του
και έτσι το θέμα του αρχηγού της Εταιρείας παρέμεινε στο σκοτάδι, όπως
και πριν.
Εν τω μεταξύ, στις αρχές του 1820 οι μυημένοι πρόκριτοι της Πελοποννήσου αποφάσισαν, έπειτα από σύσκεψη, να στείλουν στη Ρωσία τον Ιωάννη Παπαρρηγόπουλο για να αναζητήσει την υψηλή και άγνωστη Αρχή,
να της γνωστοποιήσει τις αποφάσεις τους για τον επικείμενο αγώνα και να
της ζητήσει διαταγές και οδηγίες. Του έδωσαν δυο έγγραφα υπογεγραμμένα
από τους ίδιους που το πρώτο έδινε συστάσεις για τον κομιστή και
εξηγούσε τον σκοπό της αποστολής του. Το δεύτερο ήταν λευκό για να
γράψει ο Παπαρρηγόπουλος ό,τι νόμιζε σωστότερο, όταν θα ανακάλυπτε την
αληθινή Αρχή, τα σχέδια και τους πόρους της.
Ο Αλή Πασάς, που φοβόταν τους Τούρκους μη του επιτεθούν για τις
αυτονομιστικές του τάσεις και επειδή ήθελε να σχετιστεί με τη Ρωσία,
κάλεσε στην Πρέβεζα τον Παπαρρηγόπουλο, τον οποίο γνώριζε καθώς ήταν διερμηνέας του Ρώσου πρόξενου στην Πάτρα. Εκείνος πήγε στον Αλή αλλά δε δέχτηκε την πρότασή του. Αλλά με τη μεσολάβηση του αρχιεπισκόπου Γερμανού, μέλος των Φιλικών, ο Παπαρρηγόπουλος πείστηκε και ειδοποίησε τον Αλή
πως τάχα η Ρωσία ήταν πιθανό να τον βοηθήσει, αν συνέχιζε να
αντιστέκεται στον σουλτάνο. Ο Αλή γεμάτος ελπίδες έστειλε οδηγίες για
την αποστολή του Παπαρρηγόπουλου στην Αγία Πετρούπολη, ο οποίος γινόταν
ταυτόχρονα και απόστολος των Πελοποννησίων και του πανίσχυρου δυνάστη!
Οι προτάσεις των προκρίτων περιληπτικά ήταν οι εξής:
Α. Η Αρχή να διορίσει εφορεία οι οποία θα ενεργεί σύμφωνα με τις διαταγές της.
Β. Να διατάξει όλους να υπακούουν στην εφορεία, να αναφέρουν ό,τι γνωρίζουν και να μη κάνουν τίποτα χωρίς την άδειά της.
Γ.
Να ανοίξει κοινό ταμείο στην Πελοπόννησο για να συγκεντρώνει τις
εισφορές, απ’ το οποίο δε θα ξοδεύεται τίποτα χωρίς την άδεια της Αρχής.
Δ. Να διαταχτεί κάποιος Υδραίος για να φροντίζει για την ασφάλεια της αλληλογραφίας της Αρχής και της εφορείας.
Όσο όμως προόδευε η Εταιρεία οι ανώτατοι φιλικοί ένιωθαν την ανάγκη να
βρουν έναν πραγματικό αρχηγό που θα ήταν ικανός να εμπνεύσει σεβασμό και
θάρρος. Έστειλαν λοιπόν τον Εμμανουήλ Ξάνθο στην Αγία Πετρούπολη να βρει τον Καποδίστρια και, αν τον δει πρόθυμο, να του προσφέρει την αρχηγία. Όταν έφτασε εκεί, ο Καποδίστριας
όχι μόνο δεν τον δέχτηκε φιλικά, αλλά και τον έδιωξε κακήν κακώς,
θεωρώντας ότι συνεργούσε στην καταστροφή του έθνους του. Τότε ο Ξάνθος
στράφηκε αλλού και βρήκε αυτό που ήθελε!
Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης
ζούσε στη Ρωσία, μέλος σημαντικής οικογένειας και γιος ηγεμόνα που είχε
καταδιωχτεί από την Πύλη. Πολέμησε με τον Ρωσικό στρατό και είχε χάσει
το δεξί του χέρι στη μάχη της Δρέσδης.
Είχε τον τίτλο του πρίγκιπα και τον βαθμό του στρατηγού, αγαπούσε την
πατρίδα του και έδειχνε μεγάλο ενδιαφέρον για την απελευθέρωση των
Ελλήνων. Όλα αυτά τα στοιχεία οδήγησαν στον Ξάνθο να του προσφέρει τη γενική αρχηγία της Εταιρείας
και έχοντας και τη σύμβαση που προοριζόταν για τον Καποδίστρια και πως ο
γενικός αρχηγός θα έπρεπε να συμβουλεύεται την εφορεία, του την έδωσε
και τον χειροτόνησε επίτροπο της Αρχής. Ο Υψηλάντης όταν πήρε την εξουσία και έμαθε ποιοι ήταν αυτοί που αποτελούσαν την Αρχή,
δηλαδή κανένας, σφετερίστηκε την ανώτατη διοίκηση και παραμέρισε τους
αρχηγούς της Εταιρείας που του είχαν δώσει την εξουσία και θεώρησε
άγραφο χαρτί την πράξη που είχε υπογράψει, προσποιούμενος πάντοτε ότι
ενεργούσε με εντολές ανωτέρων του και παραπλανώντας εκείνους που δεν
γνώριζαν το μυστήριο της ανύπαρκτης Αρχής. Ανέλαβε τη γενική αρχηγία στις 20 Ιουνίου 1820 και από τότε άρχισε να ενεργεί όπως εκείνος νόμιζε καλύτερα.
Εν τω μεταξύ, ο Παπαρρηγόπουλος έφτασε στην Αγία Πετρούπολη δε βρήκε τον Υψηλάντη, αλλά έμαθε πως η Ρωσία θα πολεμούσε την Πύλη
και ενθάρρυνε τον Αλή να συνεχίσει την αντίσταση κατά του Σουλτάνου και
να ελπίζει σε Ρωσική βοήθεια. Τελικά, θα συναντήσει τον Υψηλάντη στην
Οδησσό και θα του αποκαλύψει τον σκοπό της αποστολής του. Όταν ρώτησε
ποια είναι η Αρχή,
ο Υψηλάντης του είπε πως ήταν μυστική και ότι έπρεπε να του δώσει τα
γράμματα και να του πει τις σκέψεις του. Ο ίδιος θα μεταβίβαζε τα πάντα
στην Αρχή, η οποία θα έδινε τις διαταγές. Ο Παπαρρηγόπουλος του έδωσε τις επιστολές και τον κατατόπισε για όλα τα πράγματα. Ο Υψηλάντης
ξαφνιάστηκε, όταν έμαθε ότι δεν υπάρχει ούτε μυστικά οργανωμένος
στρατός, ούτε πολεμοφόδια, ούτε χρήματα και δίσταζε να δεχτεί αυτά που
του έλεγε ο Παπαρρηγόπουλος, ο οποίος θέλοντας να τον βγάλει από τους
δισταγμούς και τις αμφιβολίες του, έγραψε στο χαρτί, που είχαν υπογράψει
εν λευκώ οι πρόκριτοι της Πελοποννήσου,
όσα θεώρησε ότι θα βοηθήσουν τον πληρεξούσιο να αντιληφθεί τις
ψευδολογίες στις οποίες στήριζε τις ελπίδες του και ριψοκινδύνευε την
ύπαρξη του έθνους. Ακόμα όμως και αυτό δεν έβγαλε τον Υψηλάντη από την
πλάνη του.
Ωστόσο, το φθινόπωρο του 1820 ο Παπαρρηγόπουλος
επέστρεψε στην Πάτρα και έδωσε τα γράμματα του Υψηλάντη στον επίσκοπο
Παλαιών Πατρών Γερμανό, ως πληρεξουσίου επιτρόπου της Αρχής, με τα οποία
δεχόταν τα αιτήματα των Πελοποννησίων, έδινε την άδεια δημιουργίας
γενικής εφορείας που θα διοικούσε την Εταιρεία έχοντας εξουσία σε όλους
τους αδελφούς και επέτρεπε την ίδρυση γενικού ταμείου για τις εισφορές
από την Πελοπόννησο, το Αιγαίο και τα Επτάνησα. Οι Πελοποννήσιοι πήραν
θάρρος και άρχισαν να προετοιμάζονται.
Από την άλλη, ο Υψηλάντης, αφού ζήτησε άδεια από τη ρωσική κυβέρνηση,
πήγε στη Βεσσαραβία, όπου συζήτησε με πολλά μέλη της Εταιρείας. Γενικά,
οι απόστολοι της Εταιρείας διέδιδαν στους Έλληνες πως θα ερχόταν μεγάλη
βοήθεια από το εξωτερικό, ενώ ενθάρρυναν τον Υψηλάντη ότι τα πάντα ήταν
έτοιμα στην Ελλάδα και το μόνο που ήθελαν ήταν ένας αρχηγός! Ο Υψηλάντης
πίστευε όσα του έλεγαν γιατί ήταν αυτά που μάλλον ήθελε να ακούσει. Αν
κανείς του έλεγε την αλήθεια για την κατάσταση στις ελληνικές περιοχές,
δεν τον πίστευε. Έτσι, σχεδίαζε να κατέβει κρυφά στην Ελλάδα, στη Μάνη,
και να ξεκινήσει την ημέρα του Ευαγγελισμού που θα προμήνυε και την πολιτική λύτρωση του ελληνικού έθνους. Αλλά πείστηκε από ορισμένους να ξεκινήσει από τη Μολδοβλαχία.
Επιγραμματικά λοιπόν, ο μόνος πραγματικός αρχηγός, αν μπορούμε να τον
ονομάσουμε, της Εταιρείας θα ανάψει τη φλόγα της επανάστασης στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες,
με σκοπό να κατέβει στην ελληνική χερσόνησο με τον μικρό στρατό που
έφτιαξε κυρίως με δικά του έξοδα και τη βοήθεια βαλκάνιων πολεμάρχων. Η
διάδοση στην Πελοπόννησο ότι κατεβαίνει ο Υψηλάντης με πλήθος στρατού
και πως από πίσω ακολουθεί ο Τσάρος,
θα ωθήσει τους Έλληνες να ξεσηκωθούν και να γεννηθεί το έπος της
ελληνικής επανάστασης, ενώ παράλληλα ξεσηκώνεται ο Αλή Πασάς εναντίον
του Σουλτάνου
και θα χρησιμοποιήσει το μεγαλύτερο μέρος του οθωμανικού στρατού για να
υποταχτεί ο αποστάτης, βοηθώντας, άθελά του, τον ελληνικό αγώνα.
Ο τίμιος Υψηλάντης, μια τραγική φυσιογνωμία, αν και αφελής και ευκολόπιστος, μετά τη σβέση της επανάστασης στη Μολδοβλαχία,
θα πεθάνει άδοξα σε ηλικία μόλις 38 ετών στις φυλακές της Βιέννης το
1828. Ανιδιοτελής, φλογερός αλλά και ονειροπόλος, προθυμοποιήθηκε να
καλύψει την έλλειψη της μυστηριώδους Αρχής με την επισημότητα της
οικογένειάς του και τη λαμπρότητα της θέσης του, που τη θυσίασε, ενώ
δαπάνησε όλη την περιουσία του. Η μνήμη του θα μείνει αιώνια για όσα
επιχείρησε, που παρά τις πολιτικές και πολεμικές ελλείψεις του
αναπληρώθηκαν από τον ζήλο του για τον αγώνα.
Ενδεικτική βιβλιογραφία και πηγές
- Σπυρίδων Τρικούπης, Ιστορία της ελληνικής επανάστασης, Εκδ. Νέα Σύνορα –Α.Α.Λιβάνη
- Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών
- Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, Εκδ. Ελληνικά Γράμματα
- https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A6%CE%B9%CE%BB%CE%B9%CE%BA%CE%AE_%CE%95%CF%84%CE%B1%CE%B9%CF%81%CE%B5%CE%AF%CE%B1
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου