Του ΚΩΣΤΑ ΒΕΡΓΟΠΟΥΛΟΥ
Στον απολογισμό του 2013, η Κριστίν Λαγκάρντ, διευθύντρια του ΔΝΤ, συνιστά φορτικά στην Ευρωζώνη και στη Γερμανία να ενισχύσει με τα πλεονάσματά της την εσωτερική ζήτηση, ώστε να εξισορροπήσουν τα ευρω-ελλείμματα, να σταθεροποιηθεί η ευρωπαϊκή χρηματοπιστωτική και δημοσιονομική αρχιτεκτονική.
Στον απολογισμό του 2013, η Κριστίν Λαγκάρντ, διευθύντρια του ΔΝΤ, συνιστά φορτικά στην Ευρωζώνη και στη Γερμανία να ενισχύσει με τα πλεονάσματά της την εσωτερική ζήτηση, ώστε να εξισορροπήσουν τα ευρω-ελλείμματα, να σταθεροποιηθεί η ευρωπαϊκή χρηματοπιστωτική και δημοσιονομική αρχιτεκτονική.
Παρόμοια
σύσταση προς το Βερολίνο παρουσίασε πρόσφατα ο Αμερικανός υπουργός Τζακ
Λιου, παρ’ όλο που αποπέμφθηκε από το Γερμανό ομόλογό του Σόιμπλε, με
την επεξήγηση ότι «αυτό πράττει η Γερμανία και δεν έχει ανάγκη έξωθεν
συμβούλων».
Ωστόσο, ο «Εκόνομιστ» επιβεβαιώνει ότι η καθοδική πορεία της ευρωπαϊκής οικονομίας, ιδίως μετά το 2008, οφείλεται κυρίως στη φθίνουσα εσωτερική ζήτηση είτε για κατανάλωση είτε για επενδύσεις. Στη διάρκεια 2008-2013, η εσωτερική ζήτηση παρέμεινε ουσιαστικά στάσιμη είτε στη Γερμανία (0,9%) είτε στην Ευρωζώνη (0,2%). Κύρια αίτια ήταν η καθήλωση μισθών και κόστους εργασίας, τόσο στην Ευρωζώνη όσο και στη Γερμανία.
Αμεση συνέπεια από τη στασιμότητα της εσωτερικής αγοράς ήταν η συρρίκνωση επενδύσεων και σχηματισμού κεφαλαίου, με αποτέλεσμα την καθήλωση της παραγωγικότητος της εργασίας. Στην περίοδο 2000-2013, ο σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου συρρικνώθηκε κατά 13,2% στην Ευρωζώνη και -8,8% στη Γερμανία, με συνέπεια την καθήλωση της παραγωγικότητος σε επίσης μηδενικούς ετήσιους ρυθμούς: 0,18% στην Ευρωζώνη, -0,6% στη Γερμανία.
Προφανώς, η γενικευμένη πολιτική λιτότητος, με περικοπές δαπανών και εισοδημάτων, δεν «εξυγιαίνει» την οικονομία ούτε την καθιστά ανταγωνιστικότερη, αλλά στην πραγματικότητα την καταβυθίζει σε αύξουσα νοσηρότητα, που σύρει επίσης προς τα κάτω τις άλλες περιοχές του πλανήτη. Ενώ η κρίση που έχει ξεσπάσει από το 2008 έχει ως κύριο χαρακτηριστικό της τη νομισματοπιστωτική ξηρασία, με συνέπεια τη συρρίκνωση των ευρωπαϊκών αγορών, η κυβερνητική επιλογή της λιτότητος, ως θεραπευτικής αγωγής, όχι μόνον δεν αναπληρώνει το έλλειμμα ρευστότητος, αλλά το επιδεινώνει ακόμη περισσότερο. Η λιτότητα δεν αντιμάχεται την κρίση, αλλά αντίθετα της ανοίγει το δρόμο για ακόμη πιο καταστροφικές συνέπειες.
Στη χώρα μας, η πραγματικότητα είναι ακόμη πιο εφιαλτική. Ενώ η οικονομία ασφυκτιά από έλλειμμα ζήτησης και αγορών, η ακολουθούμενη πολιτική λιτότητος αφαιρεί από την οικονομία πρόσθετες ποσότητες ζήτησης και ρευστότητος, ώστε η αρχική κρίση δεν ελαφρύνεται, αλλά κακοφορμίζει όλο και περισσότερο. Στο διάστημα 2008-2013, κύριο πρόβλημα ήταν η χρηματοπιστωτική ασφυξία της οικονομίας. Εντούτοις, η κυβερνητική πολιτική, αντί να αυξήσει την προσφορά ρευστότητος, χρήματος και μέσων πληρωμών, τη μείωσε κατά 30%.
Στο αυτό διάστημα, η εσωτερική ζήτηση είτε για κατανάλωση είτε για επενδύσεις συρρικνώθηκε ακόμη περισσότερο, κατά 40%. Οι επενδύσεις και ο σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου περικόπηκαν κατά 85%, με αποτέλεσμα να σβήνουν όχι μόνον οι νοσηρές επιχειρήσεις και θέσεις εργασίας, αλλά και οι υγιείς.
Το ελληνικό μερίδιο στη συνολική ρευστότητα της Ευρωζώνης, από 2,5% περιορίσθηκε σε 1,7%, με συνέπεια η χώρα μας να είναι σήμερα πρώτη στη μαζική ανεργία, όπως και πρώτη στη συσσώρευση αργούντος παραγωγικού δυναμικού. Ενώ αυτό παρουσιάζεται ως δήθεν «εξορθολογισμός», θα ήταν ακριβέστερο να ονομάζεται με το όνομά του: αχρήστευση παραγωγικών και ανθρώπινων πόρων, με υποθετικό πρόσχημα τη βελτίωση παραγωγικότητος, που όμως δεν παύει να επιδεινώνεται. Αστοχία φυσιολογική και αναμενόμενη: η παραγωγικότητα δεν βελτιώνεται με περικοπές του κόστους εργασίας, αλλά μόνον με επιτάχυνση επενδύσεων, πράγμα που παντελώς και προκλητικά παρασιωπάται σήμερα όχι μόνο στη χώρα μας, αλλά και σε ολόκληρο τον ευρωπαϊκό χώρο.
Πέραν τούτου, ακόμη και αν η ύφεση εμφανίζεται σήμερα σε επιβράδυνση, η οικονομία παραμένει σε θανατηφόρα καταστολή εξαιτίας τουλάχιστον τριών πρόσθετων λόγων: α) της πραγματοποίησης πρωτογενούς πλεονάσματος, που προϋποθέτει πρόσθετη αφαίρεση ρευστότητος από την οικονομία υπέρ των δανειστών της, β) των τραπεζικών ανακεφαλαιοποιήσεων που αφαιρούν πρόσθετη ρευστότητα από την οικονομία υπέρ των τραπεζών, χωρίς όμως ανταπόδοση, αφού η πιστωτική επέκταση προς την οικονομία παραμένει μέχρι σήμερα αρνητική και γ) του σχεδίου των Ευρωπαίων ηγετών για τη λεγόμενη τραπεζική ενοποίηση, το οποίο στην ουσία προκαλεί πρόσθετη ανασφάλεια όχι μόνον στις τράπεζες, αλλά και στα αντίστοιχα κράτη, με συνέπεια η ρευστότητα να διαρρέει από τις «ανασφαλείς» τράπεζες και χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας προς αυτές του ευρωπαϊκού κέντρου.
Στην ουσία, δεν υπάρχει ούτε μία αιτία αποσταθεροποίησης των χωρών της ευρωπαϊκής περιφέρειας που να μην είναι προϊόν πολιτικών επιλογών και αποφάσεων των ευρωπαϊκών αρχών. Οποιο πρόβλημα είχε αρχικά προκύψει από τη διεθνή κρίση χρησιμοποιήθηκε ως πρόσχημα, για να διογκωθεί στη συνέχεια και να καταστεί μη διαχειρίσιμο με ευρωπαϊκές αποφάσεις και ευθύνες, με τη συνενοχή των ελληνικών κυβερνήσεων.
Δεν πρόκειται μόνον για την απεμπόληση της αρχής αλληλεγγύης μεταξύ Ευρωπαίων εταίρων, αλλά για κάτι ακόμη χειρότερο: το σημερινό ευρωπαϊκό πλαίσιο όχι μόνον δεν θωρακίζει τους εταίρους έναντι των κινδύνων της παγκοσμιοποίησης, αλλά επιτρέπει στα ισχυρά μέλη να τρέφονται με τις σάρκες των αδυνάμων. Ωστόσο, όταν παύει να υπάρχει νέο πρόσθετο προϊόν και οι άρχοντες τρέφονται από το υστέρημα των αρχομένων, αυτό το πλαίσιο δεν είναι λειτουργικό, υπονομεύει τη δυνατότητα αναπαραγωγής του στο μέλλον και συνεπώς φέρει ημερομηνία λήξης.
Ηλεκτρονική Διεύθυνση: kvergo@gmail.com
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία – www.enet.gr
Ωστόσο, ο «Εκόνομιστ» επιβεβαιώνει ότι η καθοδική πορεία της ευρωπαϊκής οικονομίας, ιδίως μετά το 2008, οφείλεται κυρίως στη φθίνουσα εσωτερική ζήτηση είτε για κατανάλωση είτε για επενδύσεις. Στη διάρκεια 2008-2013, η εσωτερική ζήτηση παρέμεινε ουσιαστικά στάσιμη είτε στη Γερμανία (0,9%) είτε στην Ευρωζώνη (0,2%). Κύρια αίτια ήταν η καθήλωση μισθών και κόστους εργασίας, τόσο στην Ευρωζώνη όσο και στη Γερμανία.
Αμεση συνέπεια από τη στασιμότητα της εσωτερικής αγοράς ήταν η συρρίκνωση επενδύσεων και σχηματισμού κεφαλαίου, με αποτέλεσμα την καθήλωση της παραγωγικότητος της εργασίας. Στην περίοδο 2000-2013, ο σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου συρρικνώθηκε κατά 13,2% στην Ευρωζώνη και -8,8% στη Γερμανία, με συνέπεια την καθήλωση της παραγωγικότητος σε επίσης μηδενικούς ετήσιους ρυθμούς: 0,18% στην Ευρωζώνη, -0,6% στη Γερμανία.
Προφανώς, η γενικευμένη πολιτική λιτότητος, με περικοπές δαπανών και εισοδημάτων, δεν «εξυγιαίνει» την οικονομία ούτε την καθιστά ανταγωνιστικότερη, αλλά στην πραγματικότητα την καταβυθίζει σε αύξουσα νοσηρότητα, που σύρει επίσης προς τα κάτω τις άλλες περιοχές του πλανήτη. Ενώ η κρίση που έχει ξεσπάσει από το 2008 έχει ως κύριο χαρακτηριστικό της τη νομισματοπιστωτική ξηρασία, με συνέπεια τη συρρίκνωση των ευρωπαϊκών αγορών, η κυβερνητική επιλογή της λιτότητος, ως θεραπευτικής αγωγής, όχι μόνον δεν αναπληρώνει το έλλειμμα ρευστότητος, αλλά το επιδεινώνει ακόμη περισσότερο. Η λιτότητα δεν αντιμάχεται την κρίση, αλλά αντίθετα της ανοίγει το δρόμο για ακόμη πιο καταστροφικές συνέπειες.
Στη χώρα μας, η πραγματικότητα είναι ακόμη πιο εφιαλτική. Ενώ η οικονομία ασφυκτιά από έλλειμμα ζήτησης και αγορών, η ακολουθούμενη πολιτική λιτότητος αφαιρεί από την οικονομία πρόσθετες ποσότητες ζήτησης και ρευστότητος, ώστε η αρχική κρίση δεν ελαφρύνεται, αλλά κακοφορμίζει όλο και περισσότερο. Στο διάστημα 2008-2013, κύριο πρόβλημα ήταν η χρηματοπιστωτική ασφυξία της οικονομίας. Εντούτοις, η κυβερνητική πολιτική, αντί να αυξήσει την προσφορά ρευστότητος, χρήματος και μέσων πληρωμών, τη μείωσε κατά 30%.
Στο αυτό διάστημα, η εσωτερική ζήτηση είτε για κατανάλωση είτε για επενδύσεις συρρικνώθηκε ακόμη περισσότερο, κατά 40%. Οι επενδύσεις και ο σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου περικόπηκαν κατά 85%, με αποτέλεσμα να σβήνουν όχι μόνον οι νοσηρές επιχειρήσεις και θέσεις εργασίας, αλλά και οι υγιείς.
Το ελληνικό μερίδιο στη συνολική ρευστότητα της Ευρωζώνης, από 2,5% περιορίσθηκε σε 1,7%, με συνέπεια η χώρα μας να είναι σήμερα πρώτη στη μαζική ανεργία, όπως και πρώτη στη συσσώρευση αργούντος παραγωγικού δυναμικού. Ενώ αυτό παρουσιάζεται ως δήθεν «εξορθολογισμός», θα ήταν ακριβέστερο να ονομάζεται με το όνομά του: αχρήστευση παραγωγικών και ανθρώπινων πόρων, με υποθετικό πρόσχημα τη βελτίωση παραγωγικότητος, που όμως δεν παύει να επιδεινώνεται. Αστοχία φυσιολογική και αναμενόμενη: η παραγωγικότητα δεν βελτιώνεται με περικοπές του κόστους εργασίας, αλλά μόνον με επιτάχυνση επενδύσεων, πράγμα που παντελώς και προκλητικά παρασιωπάται σήμερα όχι μόνο στη χώρα μας, αλλά και σε ολόκληρο τον ευρωπαϊκό χώρο.
Πέραν τούτου, ακόμη και αν η ύφεση εμφανίζεται σήμερα σε επιβράδυνση, η οικονομία παραμένει σε θανατηφόρα καταστολή εξαιτίας τουλάχιστον τριών πρόσθετων λόγων: α) της πραγματοποίησης πρωτογενούς πλεονάσματος, που προϋποθέτει πρόσθετη αφαίρεση ρευστότητος από την οικονομία υπέρ των δανειστών της, β) των τραπεζικών ανακεφαλαιοποιήσεων που αφαιρούν πρόσθετη ρευστότητα από την οικονομία υπέρ των τραπεζών, χωρίς όμως ανταπόδοση, αφού η πιστωτική επέκταση προς την οικονομία παραμένει μέχρι σήμερα αρνητική και γ) του σχεδίου των Ευρωπαίων ηγετών για τη λεγόμενη τραπεζική ενοποίηση, το οποίο στην ουσία προκαλεί πρόσθετη ανασφάλεια όχι μόνον στις τράπεζες, αλλά και στα αντίστοιχα κράτη, με συνέπεια η ρευστότητα να διαρρέει από τις «ανασφαλείς» τράπεζες και χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας προς αυτές του ευρωπαϊκού κέντρου.
Στην ουσία, δεν υπάρχει ούτε μία αιτία αποσταθεροποίησης των χωρών της ευρωπαϊκής περιφέρειας που να μην είναι προϊόν πολιτικών επιλογών και αποφάσεων των ευρωπαϊκών αρχών. Οποιο πρόβλημα είχε αρχικά προκύψει από τη διεθνή κρίση χρησιμοποιήθηκε ως πρόσχημα, για να διογκωθεί στη συνέχεια και να καταστεί μη διαχειρίσιμο με ευρωπαϊκές αποφάσεις και ευθύνες, με τη συνενοχή των ελληνικών κυβερνήσεων.
Δεν πρόκειται μόνον για την απεμπόληση της αρχής αλληλεγγύης μεταξύ Ευρωπαίων εταίρων, αλλά για κάτι ακόμη χειρότερο: το σημερινό ευρωπαϊκό πλαίσιο όχι μόνον δεν θωρακίζει τους εταίρους έναντι των κινδύνων της παγκοσμιοποίησης, αλλά επιτρέπει στα ισχυρά μέλη να τρέφονται με τις σάρκες των αδυνάμων. Ωστόσο, όταν παύει να υπάρχει νέο πρόσθετο προϊόν και οι άρχοντες τρέφονται από το υστέρημα των αρχομένων, αυτό το πλαίσιο δεν είναι λειτουργικό, υπονομεύει τη δυνατότητα αναπαραγωγής του στο μέλλον και συνεπώς φέρει ημερομηνία λήξης.
Ηλεκτρονική Διεύθυνση: kvergo@gmail.com
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία – www.enet.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου