Σε
συνέχεια της πρόσφατης δημοσιοποίησης της εξαμηνιαίας έκθεσης του
αμερικανικού Υπουργείου Οικονομικών προς το Κογκρέσο («Report to
Congress on International Economic and Exchange Rate
Policies»), ανταπόκριση των Harriet Torry από το Βερολίνο και Ian Taley
από την Ουάσιγκτον στην ηλεκτρονική έκδοση της εφημερίδας WALL STREET
JOURNAL, επισημαίνει ότι το Βερολίνο απέρριψε τις επικρίσεις της
Ουάσιγκτον ως «ακατανόητες, καθώς κλιμακώνονται οι εντάσεις μεταξύ των
δύο μακροχρόνιων συμμάχων».Τίτλος της
ανταπόκρισης «Berlin Dismisses U.S. Criticism of Economy». Ως γνωστόν η
έκθεση υποστηρίζει μεταξύ άλλων ότι η εμμονή της Γερμανίας σε μια
πολιτική στήριξης των εξαγωγών δυσχεραίνει την κατάσταση των
προβληματικών χωρών της ΕΕ
Συγκεκριμένα, όπως επεσήμαναν Γερμανοί αξιωματούχοι, η διεθνής ζήτηση για προϊόντα της εγχώριας βαριάς βιομηχανίας (κυρίως αυτοκίνητα και μηχανήματα) καθορίζεται αποκλειστικά από παράγοντες της αγοράς. Από την πλευρά του, ο Αμερικανός Υπουργός Οικονομικών Jacob Lew, δήλωσε, αναπαράγοντας τον επικριτικό τόνο της έκθεσης, στο πλαίσιο ομιλίας του σε συνέδριο για ξένες επενδύσεις στην Ουάσιγκτον, πως «είναι σημαντικό να συμβάλουν περισσότερο στη ζήτηση χώρες με πλεόνασμα ενόσω χώρες με ελλείμματα υφίστανται δημοσιονομική προσαρμογή».
Παράλληλα, διεθνείς αναλυτές όπως ο Matt Goodman, συνεργάτης του Center for Strategic and International Studies, δηλώνουν ότι «το αμερικανικό Υπουργείο Οικονομικών επιθυμεί να διατηρηθεί το διεθνές επίκεντρο του ενδιαφέροντος σε ό,τι αυτό θεωρεί πως συνιστά συνεχή κίνδυνο για την παγκόσμια ανάπτυξη λόγω επίμονων ανισοτήτων». Με τη σειρά του, ο Jeffrey Shafer, πρώην βοηθός Υπουργός Οικονομικών για διεθνείς σχέσεις επί προεδρίας Clinton, επεσήμανε ότι η Ουάσιγκτον ασκεί επί δεκαετίες πιέσεις στη Γερμανία για μείωση της εξάρτησής της από τις εξαγωγές και τα μεγάλα εμπορικά πλεονάσματα. Όπως μάλιστα δήλωσε χαρακτηριστικά ο Shafer, «το αμερικανικό Υπουργείο Οικονομικών πρέπει να ενδιαφέρεται ούτως ώστε τα ελλείμματα των χωρών στην περιφέρεια της ευρωζώνης να μην μειώνονται εις βάρος των ΗΠΑ, αλλά εις βάρος ενός μικρότερου πλεονάσματος της γερμανικής οικονομίας».
http://online.wsj.com/news/articles/SB10001424052702304073204579169454159735052
Με αφορμή το ίδιο θέμα, η σύνταξη της εφημερίδας WALL STREET JOURNAL, σε κύριο άρθρο της με τίτλο «America Blames Germany», υποστηρίζει ότι το Αμερικανικό Υπουργείο Οικονομικών «υπονομεύει την οικονομική φήμη των ΗΠΑ επικρίνοντας την επιτυχία της Γερμανίας».
Και αυτό, γιατί όπως τονίζει η σύνταξη της WSJ, σήμερα η Γερμανία απολαμβάνει τα αποτελέσματα των επιτυχών μεταρρυθμίσεων της όταν πριν από μια δεκαετία περίπου, η κυβέρνηση του Gerhard Schroder βοήθησε την ανάπτυξη των ιδιωτικών εταιρειών, καθιστώντας ευκολότερες τις προσλήψεις και απολύσεις προσωπικού, ενώ παράλληλα, οι μεγάλες γερμανικές εταιρείες προσανατολίστηκαν στο εξωτερικό, στην Κίνα και άλλες χώρες.
Σήμερα, συνεχίζει η WSJ, η Γερμανία, ενθαρρύνοντας τις γειτονικές της χώρες να υιοθετήσουν ανάλογες αλλαγές στην οικονομική τους πολιτική, επικεντρώνει την αντιμετώπιση της κρίσης στο σωστό πρόβλημα της ευρωζώνης. Ως αποτέλεσμα, το τοπίο της κρίσης αρχίζει να αλλάζει σιγά-σιγά. Προς επίρρωση του ισχυρισμού αυτού, η σύνταξη της WSJ επισημαίνει ότι η μείωση των μισθών στην Ελλάδα καθιστά ελκυστικότερες τις ελληνικές εξαγωγές, αν και ο πρόσφατος περιορισμός του εμπορικού ελλείμματος στην ελληνική οικονομία οφείλεται περισσότερο στην απότομη συρρίκνωση των εισαγωγών στη χώρα.
http://online.wsj.com/news/articles/SB10001424052702304073204579169481740473564
Ωστόσο, εκ διαμέτρου αντίθετη άποψη έχει η σύνταξη της εφημερίδας NEW YORK TIMES, η οποία σε κύριο άρθρο της με τίτλο «Germany’s Blind Spot» επισημαίνει ότι το πρόβλημα με τη γερμανική εμμονή στις εξαγωγές έχει υψηλό κόστος για τις γειτονικές της χώρες, αλλά και τη δική της οικονομία.
Συγκεκριμένα, τονίζει η ΝΥΤ, το γεγονός ότι η χώρα εξάγει πολύ περισσότερα απ’ όσα εισάγει και πράττει ελάχιστα για να ενθαρρύνει την ανάπτυξη της εγχώριας ζήτησης, έχει καταστήσει πολύ δύσκολο για χώρες όπως η Ελλάδα και η Γαλλία το να αυξήσουν τις εξαγωγές τους και να αναζωογονήσουν τις οικονομίες τους. Παράλληλα, σύμφωνα με το ΔΝΤ, φέτος η Γερμανία αναμένεται να παρουσιάσει ανάπτυξη μόνο 0.5%, σε μεγάλο βαθμό διότι η καταναλωτική ζήτηση αυξάνεται με αργούς ρυθμούς και οι επενδύσεις μειώνονται.
Υπάρχουν πολλά που η Γερμανία θα μπορούσε να πράξει για να αυξήσει την εγχώρια ζήτηση, όπως το να καταφύγει στο δανεισμό και στην αύξηση της κατανάλωσης με στόχο την ενίσχυση των επενδύσεων, να μειώσει τη φορολογία για τους πολίτες των χαμηλότερων εισοδηματικών στρωμάτων με στόχο την αύξηση των καταναλωτικών τους δαπανών, καθώς επίσης και να προβεί σε επιθετικά βήματα για την αύξηση του πληθυσμού, παρέχοντας περισσότερα οικογενειακά επιδόματα και περισσότερες υπηρεσίες βρεφονηπιακής φροντίδας. «Είναι υπέρ του συμφέροντος των Γερμανών πολιτών να έχουν μια πιο ισορροπημένη οικονομία, όπως αυτό άλλωστε θα ήταν υπέρ των εταίρων της Γερμανίας, στην Ευρώπη και αλλού», καταλήγει η ΝΥΤ.
http://www.nytimes.com/2013/11/01/opinion/why-germany-needs-to-bolster-domestic-demand.html?pagewanted=print
Συγκεκριμένα, όπως επεσήμαναν Γερμανοί αξιωματούχοι, η διεθνής ζήτηση για προϊόντα της εγχώριας βαριάς βιομηχανίας (κυρίως αυτοκίνητα και μηχανήματα) καθορίζεται αποκλειστικά από παράγοντες της αγοράς. Από την πλευρά του, ο Αμερικανός Υπουργός Οικονομικών Jacob Lew, δήλωσε, αναπαράγοντας τον επικριτικό τόνο της έκθεσης, στο πλαίσιο ομιλίας του σε συνέδριο για ξένες επενδύσεις στην Ουάσιγκτον, πως «είναι σημαντικό να συμβάλουν περισσότερο στη ζήτηση χώρες με πλεόνασμα ενόσω χώρες με ελλείμματα υφίστανται δημοσιονομική προσαρμογή».
Παράλληλα, διεθνείς αναλυτές όπως ο Matt Goodman, συνεργάτης του Center for Strategic and International Studies, δηλώνουν ότι «το αμερικανικό Υπουργείο Οικονομικών επιθυμεί να διατηρηθεί το διεθνές επίκεντρο του ενδιαφέροντος σε ό,τι αυτό θεωρεί πως συνιστά συνεχή κίνδυνο για την παγκόσμια ανάπτυξη λόγω επίμονων ανισοτήτων». Με τη σειρά του, ο Jeffrey Shafer, πρώην βοηθός Υπουργός Οικονομικών για διεθνείς σχέσεις επί προεδρίας Clinton, επεσήμανε ότι η Ουάσιγκτον ασκεί επί δεκαετίες πιέσεις στη Γερμανία για μείωση της εξάρτησής της από τις εξαγωγές και τα μεγάλα εμπορικά πλεονάσματα. Όπως μάλιστα δήλωσε χαρακτηριστικά ο Shafer, «το αμερικανικό Υπουργείο Οικονομικών πρέπει να ενδιαφέρεται ούτως ώστε τα ελλείμματα των χωρών στην περιφέρεια της ευρωζώνης να μην μειώνονται εις βάρος των ΗΠΑ, αλλά εις βάρος ενός μικρότερου πλεονάσματος της γερμανικής οικονομίας».
http://online.wsj.com/news/articles/SB10001424052702304073204579169454159735052
Με αφορμή το ίδιο θέμα, η σύνταξη της εφημερίδας WALL STREET JOURNAL, σε κύριο άρθρο της με τίτλο «America Blames Germany», υποστηρίζει ότι το Αμερικανικό Υπουργείο Οικονομικών «υπονομεύει την οικονομική φήμη των ΗΠΑ επικρίνοντας την επιτυχία της Γερμανίας».
Και αυτό, γιατί όπως τονίζει η σύνταξη της WSJ, σήμερα η Γερμανία απολαμβάνει τα αποτελέσματα των επιτυχών μεταρρυθμίσεων της όταν πριν από μια δεκαετία περίπου, η κυβέρνηση του Gerhard Schroder βοήθησε την ανάπτυξη των ιδιωτικών εταιρειών, καθιστώντας ευκολότερες τις προσλήψεις και απολύσεις προσωπικού, ενώ παράλληλα, οι μεγάλες γερμανικές εταιρείες προσανατολίστηκαν στο εξωτερικό, στην Κίνα και άλλες χώρες.
Σήμερα, συνεχίζει η WSJ, η Γερμανία, ενθαρρύνοντας τις γειτονικές της χώρες να υιοθετήσουν ανάλογες αλλαγές στην οικονομική τους πολιτική, επικεντρώνει την αντιμετώπιση της κρίσης στο σωστό πρόβλημα της ευρωζώνης. Ως αποτέλεσμα, το τοπίο της κρίσης αρχίζει να αλλάζει σιγά-σιγά. Προς επίρρωση του ισχυρισμού αυτού, η σύνταξη της WSJ επισημαίνει ότι η μείωση των μισθών στην Ελλάδα καθιστά ελκυστικότερες τις ελληνικές εξαγωγές, αν και ο πρόσφατος περιορισμός του εμπορικού ελλείμματος στην ελληνική οικονομία οφείλεται περισσότερο στην απότομη συρρίκνωση των εισαγωγών στη χώρα.
http://online.wsj.com/news/articles/SB10001424052702304073204579169481740473564
Ωστόσο, εκ διαμέτρου αντίθετη άποψη έχει η σύνταξη της εφημερίδας NEW YORK TIMES, η οποία σε κύριο άρθρο της με τίτλο «Germany’s Blind Spot» επισημαίνει ότι το πρόβλημα με τη γερμανική εμμονή στις εξαγωγές έχει υψηλό κόστος για τις γειτονικές της χώρες, αλλά και τη δική της οικονομία.
Συγκεκριμένα, τονίζει η ΝΥΤ, το γεγονός ότι η χώρα εξάγει πολύ περισσότερα απ’ όσα εισάγει και πράττει ελάχιστα για να ενθαρρύνει την ανάπτυξη της εγχώριας ζήτησης, έχει καταστήσει πολύ δύσκολο για χώρες όπως η Ελλάδα και η Γαλλία το να αυξήσουν τις εξαγωγές τους και να αναζωογονήσουν τις οικονομίες τους. Παράλληλα, σύμφωνα με το ΔΝΤ, φέτος η Γερμανία αναμένεται να παρουσιάσει ανάπτυξη μόνο 0.5%, σε μεγάλο βαθμό διότι η καταναλωτική ζήτηση αυξάνεται με αργούς ρυθμούς και οι επενδύσεις μειώνονται.
Υπάρχουν πολλά που η Γερμανία θα μπορούσε να πράξει για να αυξήσει την εγχώρια ζήτηση, όπως το να καταφύγει στο δανεισμό και στην αύξηση της κατανάλωσης με στόχο την ενίσχυση των επενδύσεων, να μειώσει τη φορολογία για τους πολίτες των χαμηλότερων εισοδηματικών στρωμάτων με στόχο την αύξηση των καταναλωτικών τους δαπανών, καθώς επίσης και να προβεί σε επιθετικά βήματα για την αύξηση του πληθυσμού, παρέχοντας περισσότερα οικογενειακά επιδόματα και περισσότερες υπηρεσίες βρεφονηπιακής φροντίδας. «Είναι υπέρ του συμφέροντος των Γερμανών πολιτών να έχουν μια πιο ισορροπημένη οικονομία, όπως αυτό άλλωστε θα ήταν υπέρ των εταίρων της Γερμανίας, στην Ευρώπη και αλλού», καταλήγει η ΝΥΤ.
http://www.nytimes.com/2013/11/01/opinion/why-germany-needs-to-bolster-domestic-demand.html?pagewanted=print
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου