Τετάρτη 27 Σεπτεμβρίου 2017

Όταν η «αιώνια λιακάδα» του γερμανικού κατεστημένου σκοτεινιάζει…


Του Γιώργου Ρακκά 
δημοσιεύθηκε στην σελίδα anixneuseis.gr
Οι κλαυθμοί, λυγμοί και οδυρμοί για την άνοδο μιας σκληρής ακροδεξιάς στις γερμανικές εκλογές, που πραγματοποιήθηκε από μια μάλλον πληβειακή εκλογική κινητοποίηση όπως αποτυπώνεται στην γεωγραφία των εκλογικών αποτελεσμάτων, δεν ωφελούν, ούτε χρησιμεύουν σε τίποτα –πέραν μιας ναρκισσιστικής αυτοαναφορικότητας που θέτει ως μέτρο του πολιτικά ορθού την δημόσια έκφραση αναθεμάτων σε κάθε δυνατό τόνο και έκφραση.
Αν δεν βγει κανείς από την ριζοσπαστικά φιλελεύθερή του σαπουνόφουσκα και κοιτάξει πως μετατρέπει η παγκοσμιοποίηση τις κοινωνίες σε ‘κοιλάδες των
δακρύων’, οπισθοδρομώντας σε καθεστώτα εντατικής εκμετάλλευσης και κερδοφορίας, τσακίζοντας τους μηχανισμούς της λαϊκής κυριαρχίας, και διαλύοντας κάθε έννοια πολιτιστικής συνοχής, τότε δεν θα κατανοήσει ποτέ το γιατί αυτή η άνοδος φάνταζε εδώ και πολύ καιρό αναπόφευκτη, μιας και το αντιδραστικό ρεύμα είχε προ πολλού εξασφαλίσει ρόλο προνομιακού συνομιλητή με εκείνους που αυτό ακριβώς το καθεστώς έχει ρημάξει, και βρίσκονται στις χαμηλότερες κλίμακες, στα ‘υπόγεια’ της γερμανικής κοινωνίας.
Πράγμα που συνέβη, μπροστά στα μάτια μας τα τελευταία χρόνια, ενόσω η αριστερά «πετούσε αετό» στην αιώνια λιακάδα του δικαιωματισμού, κλείνοντας το μάτι σε αυτό ακριβώς το καθεστώς άγριας λεηλασίας, και μεμονωμένες φωνές από αυτήν, όπως της Σάρα Βάνεγκεχτ, υπήρξαν εν τέλει πολύ ‘λίγες’ όσο συγκροτημένες κι αν είναι, για να αποτρέψουν την ολοκληρωτική ενσωμάτωση μέσα στο σύστημα.
Το AfD, λοιπόν, βγήκε δεύτερο στην Ανατολική Γερμανία, που αποτελεί την ‘σκοτεινή πλευρά’ του γερμανικού θαύματος –και πρώτο στην Σαξονία. Η ιστορική προοπτική των τελευταίων 20 ετών φωτίζει τα αίτια του αποτελέσματος: Το κυβερνών CDU, και συγκεκριμένα ο Σόιμπλε ήταν εκείνος που διαπραγματεύτηκε τους επαχθείς όρους της επανένωσης, τσακίζοντας τις κοινωνικές υποδομές της Πρώην Λαϊκής Δημοκρατίας με την διαβόητη Τρόιχαουντ –τον προπάτορα του δικού μας υπερταμείου. Η κυβέρνηση Σοσιαλδημοκρατών-Πρασίνων ήταν εκείνη που προκάλεσε την πλήρη απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων, με τις περίφημες μεταρρυθμίσεις Hertz στις αρχές της δεκαετίας του 2000. Οι πολιτικές αυτές μετέβαλαν την Ανατολική Γερμανία σε «έρημη χώρα», οι περισσότεροί της νέοι την εγκατέλειψαν αφήνοντας πίσω, μόνον τους no-future της γενιάς τους, οι μεγαλύτεροι λύγισαν μέσα στην κατάθλιψη της ανεργίας, και την δυσπραγία μιας πρόνοιας που διαρκώς συρρικνώνεται.
Άμεση συνέπεια αυτών των πολιτικών, οι οποίες οδήγησαν το γερμανικό κράτος και το κεφάλαιο στο να ηγεμονεύσει εντός της Ευρώπης, και δημιούργησαν το πλαίσιο ευημερίας για τα δυτικο γερμανικά μεσοστρώματα, ήταν να περιθωριοποιήσουν ολάκερες περιοχές της ‘γερμανικής ενδοχώρας’ που κείται στα Ανατολικά. Αφού πρώτα την ξεζούμισαν, βεβαίως, στο πλαίσιο της πρώτης φάσης ‘άγριας συσσώρευσης’ της γερμανικής επέκτασης, για να ακολουθήσουν τα κράτη της ανατολικής Ευρώπης και εκείνα της βόρειας Βαλκανικής.
Η τελευταία πράξη αυτού του κοινωνικού δράματος, και η θρυαλλίδα ανόδου της ακροδεξιάς παίχτηκε με την μερκελική Willkommenskultur, την πολιτική που επικροτεί και εκθειάζει το παγκοσμιοποιητικό μπλοκ σε όλες του τις εκφράσεις, από τον Σόρος μέχρι την… Βανέσα Ρέντγκρεηβ. Χρησιμοποιώντας ως πρώτη ύλη τα εκατομμύρια των προσφύγων που συνωστίζονται από την Συρία και την λοιπή Μέση Ανατολή, την Βόρεια Αφρική και την Κεντρική Ασία στον προθάλαμο της Ευρώπης, το γερμανικό κράτος και το κεφάλαιο θα αποπειραθούν να «αλλάξουν λαό»: Να αποσύρουν τους ‘ρημαγμένους’ στα αζήτητα της γερμανικής πολιτικής και κοινωνικής ζωής, εισάγοντας ένα δυναμικό πολυπολιτισμικό πλήθος που «θα λύσει το δημογραφικό», θα αποσυμπιέσει προσωρινά τα ταμεία, και, το κυριότερο θα αποτελέσει την μελλοντική κάστα εργαζόμενων μηδαμινών διεκδικήσεων και προοπτικών, καθώς θα παραμείνουν εγκλωβισμένοι στα δικά τους πολιτισμικά γκέτο:
Ο ολοκληρωτικός κοινωνικός διαχωρισμός που επιτυγχάνεται μέσω του πολυπολιτισμικού μετασχηματισμού[1], επιδιώκεται πλέον ανοιχτά καθώς θρυμματίζει την ενότητα της λαϊκής κυριαρχίας, απελευθερώνοντας τις ελίτ από την δέσμευση να υπηρετούν έστω και προσχηματικά την εντολή που τους παραδίδει η κοινωνία, η οποία πλέον κομματιάζεται: Είναι το σημείο όπου η προοπτική της ομοσπονδιακής Ευρώπης των περιφερειών που προωθούν οι άρχουσες τάξεις, συμπίπτει έστω αυθόρμητα και συγκυριακά με εκείνην του ευρωπαϊκού Ισλάμ, το οποίο συγκροτείται εξ ίσου περιφερειακά, σε αναφορά με την υπερεθνική θρησκευτική κοινότητα της ούμμα, για την οποία είχαν την οικονομίστικη αυταπάτη ότι θα μπορούσαν να ενσωματώσουν σχετικά εύκολα στην νέα παγκοσμιοποιημένη πραγματικότητα.
Σήμερα γνωρίζουμε ότι κάτι τέτοιο δεν μπορεί να γίνει, όπως γνωρίζουμε επίσης και ότι αυτή η πολιτική της Μέρκελ αποτέλεσε το ‘σημείο τελικής ρήξης’ πλατιών κοινωνικών στρωμάτων με το πολιτικό κατεστημένο, ρήξη που τροφοδότησε και την άνοδο του AfD το οποίο δεν είναι απλώς ‘ακροδεξιό’, αλλά γυρεύει ακόμα και να εξωραΐσει ορισμένες πλευρές του ναζιστικού καθεστώτος.
Η ιστορική σημασία ένταξης ενός τέτοιου σχηματισμού στο γερμανικό κοινοβούλιο δεν έχει συζητηθεί όσο της πρέπει, σε μια δημόσια σφαίρα όπου όπως είπαμε κυριαρχούν θεαματικές, και γι’ αυτό κροκοδείλιες εκφράσεις αναθεμάτων. Όμως, αυτό που καταδεικνύεται από την επιτυχία του ΑfD δεν είναι τίποτε λιγότερο από την οριστική διάρρηξη της γερμανικής μεταπολεμικής συναίνεσης, το τέλος ενός καθεστώτος που αναζητούσε σημείο ισορροπίας δια της ενσωμάτωσης των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, και όχι δια του αποκλεισμού και της υποκατάστασης των αναλώσιμων όπως κάνει σήμερα ο κοινωνικός δαρβινισμός του γερμανικού οικονομικού φιλελευθερισμού: Τα φαντάσματα, λοιπόν, εισβάλουν στο παρόν ακριβώς γιατί διερράγησαν οι δικλείδες ασφαλείας που τα εξανάγκαζαν να μείνουν στο χρονοντούλαπο της ιστορίας από μια πολιτική διαχείριση που δημιουργεί ένα εκρηκτικό μείγμα κοινωνικών και πολιτιστικών αντιθέσεων, το οποίο σχίζει την κοινωνία στα δύο, για να ξεπηδήσει όλη εκείνη η δυναμική του αρνητικού που φωλιάζει στο ιστορικό της υπόστρωμα.
Αυτό που συνέβη στις χτεσινές εκλογές, είναι ότι επισημάνθηκε και εκλογικά η ύπαρξη δύο παράλληλων κόσμων που διατηρούν αντίστροφες προοπτικές: Επιτάχυνση της παγκοσμιοποίησης, ή επιβράδυνσή της και ενδυνάμωση του εθνικού κράτους; Η ‘γερμανική Ευρώπη’ της ευρωπαϊκής Γερμανίας εναντίον της παρατημένη ενδοχώρας της Ανατολής. Το ότι  μάλιστα η αντίθεση εκφράζεται δια του AfD, με τα χαρακτηριστικά που προείπαμε, και καταγράφεται επιπλέον ως ανερχόμενη, την ίδια στιγμή που όλες οι εκφράσεις του κατεστημένου μετρούν απώλειες, έχει θέσει σε συναγερμό τις ιθύνουσες τάξεις του γερμανικού θαύματος.
Προφανώς και μιλάμε για την Γερμανία, το πολιτικό της σύστημα, το πολύπλοκο οικοδόμημα της εξουσίας, σχεδιασμένο έτσι ώστε να εξασφαλίζει πάντοτε ένα σημείο ισορροπίας. Το AfD δεν ανέρχεται ως διεκδικητής της εξουσίας, αλλά ως κόμμα διαμαρτυρίας που επιθυμεί να παίξει τον ρόλο καταλύτη και να αντιστρέψει την ατζέντα των γερμανικών ελίτ, αφού τους πιέζει να εγκαταλείψουν τον μέχρι χθες ηγεμονικό κοσμοπολίτικο φιλελευθερισμό των αγορών. Έπειτα από την παγκοσμιοποιητική Belle Époque των δεκαετιών 1990 και 2000, η ευρωπαϊκή πολιτική τάξη σκοτεινιάζει, γιατί πλέον η άνοδος του γενικού κοινωνικού και πολιτικού κόστους της ίδιας της παγκοσμιοποίησης, απειλεί να θρυμματίσει τις ίδιες τις συναινέσεις πάνω στις οποίες είναι εγκαθιδρυμένο το παρόν σχέδιο διακυβέρνησης. Άρα τι θα κάνει;
Η αναδίπλωση που απαιτείται, προς μορφές οικονομικού και κοινωνικού προστατευτισμού, οι οποίες θα επουλώσουν κάποια από τα ρήγματα της παγκοσμιοποίησης, και θα στείλουν ξανά την άκρα δεξιά στο πολιτικό περιθώριο,  δεν είναι εύκολη: Είναι το ίδιο το γερμανικό κεφάλαιο που έχει ανάγκη την εισαγωγή ξένων εργατικών χεριών, ή την «ήπια μεταχείριση» (sic!) απέναντι στην Ελλάδα ώστε να ξεζουμίσει τις υποδομές της. Εκείνο που εν τέλει ποντάρει σε μια ομοσπονδιακή Ευρώπη, καθώς γνωρίζει καλά πως αυτή θα είναι πολύ περισσότερο ‘γερμανική’ από την σημερινή. Υπάρχει, δηλαδή, ένα πραγματικό πρόβλημα μετάβασης, που εδράζεται στην αντιφατικότητα των οικονομικών και των πολιτικών συμφερόντων που διαποτίζει τον ‘οικονομικό γίγαντα’ της Ευρώπης. Και αυτό ακριβώς αποτυπώνει ο χάρτης των χτεσινών εκλογικών αποτελεσμάτων: Την ταυτόχρονη ύπαρξη ενός κοινωνικού μπλοκ που απαιτεί την επιτάχυνση της παγκοσμιοποίησης για την υπέρβαση της κρίσης, και ενός άλλου που απαιτεί την εγκατάλειψή της για την αποκατάστασή του από αυτήν.
Μια αντίφαση προοπτικών που ενδέχεται να καταγραφεί ακόμα και στην σύνθεση του ίδιου του κυβερνητικού σχηματισμού, στην περίπτωση που επιβεβαιωθεί το σενάριο ‘τζαμάικα’– Χριστιανοδημοκράτες / χριστιανοκοινωνιστές, Φιλελεύθεροι, Πράσινοι. Οι τελευταίοι, ως το κόμμα των οργανικών διανοούμενων και των διευθυντών της παγκοσμιοποίησης, αξιώνουν αυτήν την επιτάχυνση για την οποία μιλήσαμε· οι φιλελεύθερο, αλληθωρίζουν προς την ατζέντα του AfD, και καθ όλη την διάρκεια της προεκλογικής περιόδου γύρεψαν να την αποσπάσουν, για να του πάρουν από τα χέρια του την τρίτη θέση· το μεγάλο κόμμα του Συνασπισμού, ισορροπεί πάνω σε τεντωμένο σχοινί ανάμεσα στην ‘σκληρή ατζέντα’ του Σόιμπλε, και την παγκοσμιοποιητική της Μέρκελ.
Η κρίση στο εσωτερικό των ελίτ βαθαίνει. Πολλαπλασιάζονται οι τάσεις αστάθειας και αβεβαιότητας, πίσω από την φαινομενική επιβεβαίωση της μερκελικής παντοδυναμίας. Πρόκειται για συνθήκες μέσα στις οποίες αρέσκεται να καταφεύγει σε αποδιοπομπαίους τράγους, μετακυλώντας την έντασή της πάνω τους. Και ένας από αυτούς είμαστε εμείς, που τελούμε σήμερα υπό γερμανικό diktat, και άρα επηρεαζόμαστε έμμεσα από τις χτεσινές εκλογικές εξελίξεις.  Το αποτέλεσμά τους, έτσι, σαφέστατα συνηγορεί υπέρ της εφαρμογής ακόμα σκληρότερων όρων κυριαρχίας επάνω μας.
[1] Μπορούμε να λύσουμε το μυστήριο της ταύτισης πολυπολιτισμικής και ανοιχτής κοινωνίας στον σημερινά κυρίαρχο λόγο, μόνον αν αναλογιστούμε την δραματική έλλειψη ιστορικής και κοινωνικής συνείδησης που χαρακτηρίζει την εποχή μας: Στο 99% των περιπτώσεων ανάδυσης πολυπολιτισμικών κοινωνιών μέσα στην ιστορία, αυτές συγκροτούνται από την κατάκτηση ενός πολιτισμού από έναν άλλον: Η συνύπαρξη είναι εκείνην που σφυρηλατείται μεταξύ του Κυρίου και του Δούλου. Η δε Αμερική των αρχών του 20ου αιώνα, παρουσιάζεται στο πλαίσιο της κυρίαρχης άποχης μ’ έναν πολυπολιτιστικό ρομαντισμό, που αφηγείται ότι οι μετανάστες θα πραγματοποιήσουν την εποποιία της ταχείας εκβιομηχάνισης και του καπιταλιστικού εκσυγχρονισμού. Στην πραγματικότητα βέβαια, η αμερικάνικη κοινωνία των αρχών του 20ου αιώνα, τελούσε υπό κάθεστώς άγριας και εντατικής εργασιακής εκμετάλλευσης, το οποίο συνοδευόταν από έντονο πολιτιστικό κατακερματισμό, ιδίως του πολυεθνικού προλεταριάτου, σκληρές διαπολιτισμικές συγκρούσεις μεταξύ των φατριών του, αλλά και την ανάδυση ισχυρών ρατσιστικών αντανακλαστικών. Ο βαθμός «ανοιχτότητας» που επιδεικνύει ο εκάστοτε πολιτισμός στον ‘πολιτισμικά άλλο’ εξαρτάται από το ίδιο το περιεχόμενο των αξιών του, το τι δηλαδή πρεσβεύει, και όχι από το εάν είναι έτοιμος να σχετικοποιήσει ή ακόμα και να αμφισβητήσει τις αξίες του για να ενσαρκώσει κάποιον ιδανικό ‘τροχονόμο’ της διαφορετικότητας…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου