Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 2020

Η υφαρπαγή φυσικών πόρων και ο ιμπεριαλισμός σερβίρονται ως «Παγκόσμια Σίτιση»


Του Colin Todhunter *

από το Counterpunch

Αγροκτήματα και αγρότες χάνονται με μεγάλη ταχύτητα εξαιτίας της υπερσυγκέντρωσης της αγροτικής ιδιοκτησίας στα χέρια πλούσιων και ισχυρών κερδοσκόπων γης και μεγάλων αγροεταιρειών. Σε αυτόν τον αγώνα κυριαρχίας στη αγροτική γη, οι μικροκαλλιεργητές ποινικοποιούνται και οδηγούνται ακόμα και σε εξαφάνιση χάνοντας γρήγορα και συστηματικά την πρόσβασή τους σ’ αυτήν.

Το 2014, το Ινστιτούτο Όκλαντ διαπίστωσε ότι οι θεσμικοί επενδυτές, συμπεριλαμβανομένων των αμοιβαίων κεφαλαίων υψηλού κινδύνου, των ιδιωτικών επενδυτικών κεφαλαίων και των ασφαλιστικών ταμείων, είναι πρόθυμοι να εκμεταλλευτούν την παγκόσμια γεωργική γη ως μια νέα και ιδιαίτερα ελκυστική κατηγορία επενδυτικών αγαθών. Για αυτές τις επενδυτικές οντότητες, σημασία έχουν οι οικονομικές αποδόσεις και όχι η επισιτιστική ασφάλεια.

Ας εξετάσουμε το παράδειγμα της Ουκρανίας. Η οργάνωση Grain διαπίστωσε ότι το 2014 οι μικροί καλλιεργητές εκμεταλλεύονταν το 16% της αγροτικής γης στη χώρα, αλλά παρείχαν το 55% της γεωργικής της παραγωγής, συμπεριλαμβανομένων: του 97% της πατάτας, του 97% του μελιού, του 88% των λαχανικών, του 83% των φρούτων και των μούρων και του 80% του γάλακτος. Είναι σαφές ότι τα μικρά αγροκτήματα της Ουκρανίας είχαν εντυπωσιακά μεγάλες αποδόσεις.

Η ανατροπή της κυβέρνησης της Ουκρανίας στις αρχές του 2014 προετοίμασε το έδαφος, ώστε ξένοι επενδυτές και δυτικές αγροεταιρείες να αποκτήσουν τον έλεγχο του τομέα των γεωργικών προϊόντων διατροφής. Οι μεταρρυθμίσεις που επιβλήθηκαν στο πλαίσιο του προγράμματος δανειακής στήριξης της Ε.Ε. προς την Ουκρανία το 2014 περιλάμβαναν την απορρύθμιση του αγροτικού τομέα, η οποία στόχευε στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων των μεγάλων ξένων αγροεταιρειών. Παράλληλα, σχεδιάστηκαν αλλαγές στις πολιτικές διαχείρισης των φυσικών πόρων και της αγροτικής γης με σκοπό να διευκολυνθεί η εξαγορά τεράστιων εκτάσεων από ξένες εταιρείες.

Ο Frederic Mousseau, διευθυντής πολιτικής στο Ινστιτούτο Όκλαντ, δήλωνε τότε ότι η Παγκόσμια Τράπεζα και το ΔΝΤ είχαν σκοπό να διευκολύνουν με κάθε τρόπο την πρόσβαση μεγάλων δυτικών εταιρειών στις αγορές ξένων χωρών και ότι ένας κρίσιμος αλλά εν πολλοίς αγνοημένος παράγοντας που υπαγόρευε αυτήν την επιλογή είναι τα μεγάλα διακυβεύματα που αφορούν τον έλεγχο του τεράστιου αγροτικού τομέα της Ουκρανίας, του τρίτου μεγαλύτερου εξαγωγέα καλαμποκιού και πέμπτου μεγαλύτερου εξαγωγέα σιταριού στον κόσμο. Όπως πρόσθετε, τα τελευταία χρόνια, περισσότερα από 1,6 εκατομμύρια εκτάρια ουκρανικής γης είχαν περιέλθει στην ιδιοκτησία μεγάλων ξένων εταιρειών

Δυτικές αγροεταιρείες επωφθαλμιούσαν τον αγροτικό τομέα της Ουκρανίας εδώ και αρκετό καιρό, πολύ πριν από το πραξικόπημα. Η χώρα κατέχει το ένα τρίτο όλων των αρόσιμων γαιών στην Ευρώπη. Άρθρο της Oriental Review το 2015 σημείωνε ότι από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 οι Ουκρανο-Αμερικανοί που είχαν τα ηνία του Αμερικανο-Ουκρανικού Επιχειρηματικού Συμβουλίου συνέβαλαν καθοριστικά στην παράδοση της ουκρανικής γεωργίας σε ξένο έλεγχο.

Τον Νοέμβριο του 2013, η Ουκρανική Αγροτική Συνομοσπονδία συνέταξε τροποποιητική νομοθετική διάταξη που θα ωφελούσε τα παγκόσμια αγροεταιρικά συμφέροντα επιτρέποντας την ευρεία χρήση γενετικά τροποποιημένων σπόρων. Όταν, το 2013, εισήχθησαν νόμιμα στην ουκρανική αγορά γενετικά τροποποιημένες καλλιέργειες, κατέλαβαν, σύμφωνα με εκτιμήσεις, ποσοστό που έφθανε το 70% της συνολικής έκτασης καλλιέργειας σόγιας, 10-20% των καλλιεργούμενων εκτάσεων αραβοσίτου και πάνω από το 10% του συνόλου των εκτάσεων καλλιέργειας ηλίανθου (ήτοι 3% του συνόλου της αγροτικής γης της χώρας).

Είναι ενδιαφέρον ότι το 2015 ο επενδυτικός οργανισμός Siguler Guff & Co απέκτησε μερίδιο 50% στο ουκρανικό λιμάνι του Ιλιτσίβσκ, το οποίο ειδικεύεται στις εξαγωγές γεωργικών προϊόντων.

Τον Ιούνιο του 2020, το ΔΝΤ ενέκρινε 18μηνο πρόγραμμα δανεισμού ύψους 5 δισ. δολαρίων για την Ουκρανία. Σύμφωνα με την ιστοσελίδα του Brettons Wood Project, η κυβέρνηση δεσμεύτηκε να άρει το 19ετές μορατόριουμ στην πώληση κρατικών γεωργικών εκτάσεων μετά από συνεχείς πιέσεις διεθνών χρηματοοικονομικών θεσμών. Η Παγκόσμια Τράπεζα απαίτησε περαιτέρω μέτρα που αφορούσαν την πώληση δημόσιας αγροτικής γης ως προϋπόθεση για την έκδοση δανείου αναπτυξιακής πολιτικής ύψους 350 εκατομμυρίων δολαρίων («πακέτο ανακούφισης» από τις επιπτώσεις του Covid-19) προς την Ουκρανία, το οποίο εγκρίθηκε στα τέλη του Ιουνίου. Σε αυτά περιλαμβάνονταν «πρότερες δράσεις» που θα «επέτρεπαν την πώληση γεωργικής γης και τη χρήση γης ως εγγύηση».

Σε απάντηση, ο Frederic Mousseau δήλωσε πρόσφατα: «Ο στόχος είναι σαφώς να εξυπηρετηθούν τα συμφέροντα των ιδιωτικών επενδυτών και των μεγάλων δυτικών αγροεταιρειών […] Είναι λάθος και ανήθικο τα δυτικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να αναγκάζουν μια χώρα σε δεινή οικονομική κατάσταση να πουλήσει τη γη της εν μέσω μιας άνευ προηγουμένου πανδημίας».

Η ηθική δεν έχει, ωστόσο, καμία σχέση με αυτό. Η έκθεση «Barbarians at the barn: private equity sinks its teeth into agriculture» [Βάρβαροι στον αχυρώνα: τα ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια βυθίζουν τα δόντια τους στη γεωργία] του Σεπτεμβρίου 2020 στον ιστότοπο grain.org δείχνει ότι δεν υπάρχει ηθική σε ό,τι αφορά το ψυχαναγκαστικό κυνήγι του κέρδους στο οποίο επιδίδεται ο καπιταλισμός.

Ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια (αποθέματα ρευστού χρήματος που χρησιμοποιούν ασφαλιστικά ταμεία, κρατικά επενδυτικά ταμεία, αποθεματικά ταμεία, και επενδύσεις κρατών, τραπεζών, ασφαλιστικών εταιρειών και φυσικών προσώπων υψηλής οικονομικής επιφάνειας) εισέρχονται στον αγροτικό τομέα διεθνώς. Αυτά τα κεφάλαια χρησιμοποιούνται για τη μίσθωση ή την εξαγορά αγροτικών γαιών σε χαμηλές τιμές και τη συγκέντρωσή τους σε μεγάλης κλίμακας, αμερικανικού τύπου εταιρείες σιτηρών και σόγιας. Το άρθρο περιγράφει πώς η Ουκρανία βρίσκεται στο στόχαστρο παράκτιων φορολογικών παραδείσων και της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης (ΕΤΑΑ).

Όπως και πολλές δυτικές κυβερνήσεις, το Ταμείο του Ιδρύματος Μπιλ και Μελίντα Γκέιτς, το οποίο διαχειρίζεται τις δωρεές του ιδρύματος, επενδύει σε ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια, αποκτώντας συμφέροντα σε εταιρείες αγροτικών προϊόντων και τροφίμων σε όλο τον κόσμο. Η Grain σημειώνει ότι αυτό είναι ενδεικτικό της τάσης σύμφωνα με την οποία ο χρηματοπιστωτικός κόσμος (τράπεζες, ταμεία, ασφαλιστικές εταιρείες κ.ο.κ.) αρχίζει να ελέγχει την πραγματική οικονομία, καθώς επίσης και δάση, λεκάνες απορροής υδάτων και καλλιεργητικές περιοχές.

Εκτός από τον ξεριζωμό κοινοτήτων και την υφαρπαγή πόρων με σκοπό την εδραίωση ενός βιομηχανικού αγροτικού μοντέλου προσανατολισμένου προς τις εξαγωγές, αυτή η διαδικασία «χρηματοπιστωτικοποίησης» μετατοπίζει την εξουσία σε απομακρυσμένα διοικητικά συμβούλια, τα μέλη των οποίων δεν έχουν καμία σχέση με τη γεωργία, ενώ βρίσκονται εκεί μονάχα για να βγάλουν χρήματα. Αυτά τα κεφάλαια, που επενδύονται συνήθως σε βάθος 10-15 ετών, αποφέρουν στους επενδυτές υψηλές αποδόσεις, αλλά μπορούν να προκαλέσουν μια σειρά από μακροχρόνιες περιβαλλοντικές και κοινωνικές καταστροφές και να υπονομεύσουν την τοπική και περιφερειακή επισιτιστική ασφάλεια.

Η χρηματοπιστωτικοποίηση του αγροτικού τομέα διαιωνίζει ένα μοντέλο γεωργίας που εξυπηρετεί τα συμφέροντα των κολοσσών της βιομηχανίας αγροχημικών και σπόρων, συμπεριλαμβανομένης μιας από τις μεγαλύτερες εταιρείες του κόσμου, της Cargill, η οποία εμπλέκεται σχεδόν σε κάθε πτυχή της παγκόσμιας αγροτικής παραγωγής και οικονομίας.

Εξακολουθώντας και σήμερα, μετά από 155 χρόνια λειτουργίας, να υφίσταται ως ιδιωτική εταιρεία, η Cargill δραστηριοποιείται στην αγορά και τη διανομή μεγάλου αριθμού γεωργικών προϊόντων, καθώς και στην εκτροφή ζώων και την παραγωγή ζωοτροφών και συστατικών για επεξεργασμένα τρόφιμα και βιομηχανική χρήση. Η Cargill διαθέτει επίσης έναν μεγάλο βραχίονα παροχής χρηματοοικονομικών υπηρεσιών που αναλαμβάνει τη διαχείριση χρηματοοικονομικών κινδύνων στις αγορές βασικών προϊόντων για λογαριασμό της εταιρείας. Σε αυτόν περιλαμβάνεται η Black River Asset Management, εταιρεία διαχείρισης αμοιβαίων κεφαλαίων υψηλού κινδύνου με περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις που αγγίζουν τα 10 δισ. δολάρια.

Πρόσφατο άρθρο στον ιστότοπο Unearthed κατηγορεί την Cargill και τους 14 δισεκατομμυριούχους ιδιοκτήτες της ότι επωφελούνται από τη χρήση παιδικής εργασίας, την καταστροφή των τροπικών δασών, την ερήμωση προγονικών εδαφών, την εξάπλωση της χρήσης φυτοφαρμάκων και της περιβαλλοντικής ρύπανσης, τα μολυσμένα τρόφιμα, την αντοχή στα αντιβιοτικά και τη γενική υποβάθμιση της υγείας και του περιβάλλοντος.

Και σαν να μην ήταν αρκετά ανησυχητικά όλα αυτά, ο Οργανισμός Τροφίμων και Γεωργίας (FAO) του ΟΗΕ ξεκινά συνεργασία με την CropLife, μια παγκόσμια ένωση που εκπροσωπεί τα συμφέροντα των εταιρειών που παράγουν και προωθούν φυτοφάρμακα, συμπεριλαμβανομένων των παρασιτοκτόνων υψηλού κινδύνου (HHPs).

Σε δελτίο τύπου του Δικτύου Δράσης κατά των Φυτοφαρμάκων (PAN – Pesticide Action Network) Ασίας και Ειρηνικού που εκδόθηκε στις 19 Νοεμβρίου, περίπου 350 οργανισμοί σε 63 χώρες που εκπροσωπούν εκατοντάδες χιλιάδες αγρότες, αλιείς, απασχολούμενους σε γεωργικές εργασίες, και άλλους κλάδους, καθώς και οργανισμοί ανθρώπινων δικαιωμάτων και οικονομικής δικαιοσύνης, και θρησκευτικές και περιβαλλοντικές οργανώσεις έστειλαν επιστολή στον Γενικό Διευθυντή του FAO Qu Dongyu, ζητώντας του να μην προχωρήσει στα πρόσφατα ανακοινωθέντα σχέδια εμβάθυνσης της συνεργασίας του οργανισμού με την CropLife International με τη σύναψη συμφωνίας σύμπραξης μεταξύ τους.

Τα παρασιτοκτόνα υψηλού κινδύνου είναι υπεύθυνα για ένα ευρύ φάσμα εξαιρετικά επιβλαβών επιδράσεων στην υγεία των αγροτών, των απασχολούμενων σε γεωργικές εργασίες και των αγροτικών οικογενειών σε όλο τον κόσμο. Συγχρόνως, αυτές οι χημικές ουσίες αποδεκατίζουν τους πληθυσμούς των επικονιαστών και καταστρέφουν τη βιοποικιλότητα και τα εύθραυστα οικοσυστήματα.

Η Marcia Ishii, ανώτερη επιστημονική συνεργάτης στο PAN Βορείου Αμερικής, εξηγεί τις σοβαρές επιπτώσεις της προτεινόμενης συνεργασίας: «Δυστυχώς, από την άφιξη του κ. Qu στον FAO, ο οργανισμός φαίνεται να είναι ανοιχτός σε στενότερη συνεργασία με εταιρείες φυτοφαρμάκων, οι οποίες είναι πιθανό να εκμεταλλευτούν μια τέτοια σχέση χρησιμοποιώντας την ως προκάλυμμα ανθρωπιστικής μέριμνας, επηρεάζοντας έτσι τον σχεδιασμό πολιτικών και ενισχύοντας την πρόσβασή τους στις παγκόσμιες αγορές». Όπως προσθέτει: «Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι η πρόσφατα διορισμένη αναπληρωτής γενική διευθύντρια του FAO, Beth Bechdol, έρχεται στον FAO έχοντας πίσω της ένα παρελθόν στενών οικονομικών δεσμών με την Corteva (πρώην Dow/DuPont).»

Ο FAO έχει δείξει, τα τελευταία χρόνια, δείγματα δέσμευσης στις αρχές της αγρο-οικολογίας αλλά, όπως υποστηρίζει η Susan Haffmans από το PAN Γερμανίας, υπεραμυνόμενη της ανεξαρτησίας του οργανισμού, «ο FAO δεν πρέπει να θέσει σε κίνδυνο ούτε τις επιτυχίες του στην αγρο-οικολογία, ούτε την ακεραιότητά του συνεργαζόμενος με αυτόν ακριβώς τον κλάδο της βιομηχανίας που είναι υπεύθυνος για την παραγωγή εξαιρετικά επικίνδυνων φυτοφαρμάκων και του οποίου τα προϊόντα συμβάλλουν στη δηλητηρίαση ανθρώπων και περιβάλλοντος παγκοσμίως».

Έκθεση της Ανώτατης Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων του FAO που δημοσιεύτηκε τον Ιούλιο του 2019 καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η αγροοικολογία παρέχει πολύ μεγαλύτερη επισιτιστική ασφάλεια και περισσότερα οφέλη σε ζητήματα διατροφής, φύλου, περιβάλλοντος και απόδοσης της παραγωγής σε σύγκριση με τη βιομηχανική γεωργία.

Οι αγρο-οικολογικές αρχές συνιστούν μια μετατόπιση από το κυρίαρχο αναγωγιστικό βιομηχανικό παράδειγμα έντασης χημικής επεξεργασίας που στοχεύει στη μέγιστη καλλιεργητική απόδοση και το οποίο οδηγεί, μεταξύ άλλων, στη σοβαρή υπονόμευση της ανθρώπινης υγείας, του εδάφους και των υδάτινων πόρων. Η αγρο-οικολογία προτείνει μια πιο ενοποιημένη συστημική προσέγγιση που βασίζεται σε ένα μοντέλο χαμηλών εισροών για την παραγωγή τροφίμων και αγροτικών προϊόντων, το οποίο προκρίνει την τοπική επισιτιστική ασφάλεια, την τοπική θερμιδική παραγωγή, τους κύκλους συγκομιδής και την παραγωγή με στόχο τη διατροφική ποικιλία ανά στρέμμα, τη σταθερότητα της στάθμης του υδροφόρου ορίζοντα, την κλιματική αντοχή, τη βέλτιστη δομή του εδάφους και την ικανότητα αντιμετώπισης συνεχώς εξελισσόμενων παρασίτων και ασθενειών.

Ένα τέτοιο σύστημα στηρίζεται στην έννοια της διατροφικής κυριαρχίας, το οποίο αναδεικνύει ζητήματα όπως η βέλτιστη αυτάρκεια, το δικαίωμα πρόσβασης σε πολιτισμικά κατάλληλη τροφή, και το δικαίωμα στην κατοχή τοπικής ιδιοκτησίας και στην εποπτεία κοινών πόρων, όπως η γη, το νερό, το έδαφος και οι σπόροι. Αυτό το αγρο-διατροφικό μοντέλο αποτελεί άμεση απειλή για τα συμφέροντα των μελών της CropLife. Προωθώντας την τοπικότητα και τις εισροές στην αγροτική εκμετάλλευση, η αγροοικολογία δεν απαιτεί εξάρτηση ούτε από πατενταρισμένα χημικά προϊόντα, και βιοπειρατικά ελεγχόμενους σπόρους και γνώσεις, ούτε από μακριές παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού.

Επιδιώκοντας να αναπτύξει επίσημη συνεργασία με τον FAO, η CropLife στοχεύει να εδραιώσει περαιτέρω τα συμφέροντά της, ανατρέποντας, παράλληλα, τις δεσμεύσεις του FAO στις αρχές της αγροοικολογίας. Αυτό έγινε εμφανές πριν από λίγο καιρό όταν ο πρεσβευτής των ΗΠΑ στον FAO Kip Tom καταφέρθηκε εναντίον της αγρο-οικολογίας διαιωνίζοντας, όπως κάνουν και τα μέλη της CropLife, τον μύθο της επικείμενης καταστροφής (που αποκαλύφθηκε από τον Δρ. Τζόναθαν Λάθαμ στο πρόσφατο βιβλίο του «Επανεξετάζοντας τα τρόφιμα και τη γεωργία»), αν δεν αποδεχτούμε το χημικό βιομηχανικό παράδειγμα.

Είτε πρόκειται για αγρότες στην Ινδία που βγαίνουν στους δρόμους, όπως συνέβη πρόσφατα, για να διαμαρτυρηθούν εναντίον της νομοθεσίας που απειλεί να ανοίξει τον γεωργικό τομέα σε κεφάλαια ξένων αγροτικών εταιρειών-κολοσσών, είτε για εξαγορές γης στην Ουκρανία, ή για αγώνες για τα δικαιώματα κυριαρχίας σε αγροτικές γαίες, στους σπόρους και σε άλλους φυσικούς πόρους, είναι σαφές ότι μια μικρή κλίκα αδίστακτων διεθνών αγρο-εταιρικών γιγάντων καθοδηγούν και επωφελούνται από την απορρύθμιση των κεφαλαιακών ροών, τον εκτοπισμό αγροτών, τις εξαγορές γαιών και μια σειρά αποφάσεων που λαμβάνονται τόσο σε διεθνές όσο και σε εθνικό επίπεδο μέσω του ΔΝΤ, της Παγκόσμιας Τράπεζας και του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου.

Ο ιστός που υφαίνει ο παγκόσμιος καπιταλισμός στην προσπάθειά του να εντοπίσει τα επόμενα κερδοφόρα πεδία δράσης, να εξασφαλίσει την είσοδό του σε νέες αγορές και να ελέγξει τους κοινούς φυσικούς πόρους, τον κοινό φυσικό πλούτο, καταστρέφει τα μέσα διαβίωσης των αγροτών, το περιβάλλον και την υγεία με τον ψευδή ισχυρισμό ότι «παρέχει τροφή στον παγκόσμιο πληθυσμό».

Οι αγρότες που επιβιώνουν παρά τις κερδοσκοπικές στρατηγικές της υφαρπαγής των φυσικών πόρων και του ιμπεριαλισμού καλούνται να ενσωματωθούν σε ένα σύστημα παραγωγής βάσει συμβάσεων που υπαγορεύεται από παγκόσμιους επιχειρηματικούς κολοσσούς του αγροδιατροφικού τομέα,οι οποίοι προωθούν ένα εκμεταλλευτικό καθεστώς παραγωγής και διαχείρισης τροφίμων βασισμένο στην εξάρτηση από την αγορά και τον εταιρικό έλεγχο: ένα καθεστώς που θέτει το κέρδος πάνω από τη βιοποικιλική επισιτιστική ασφάλεια, την υγιεινή διατροφή και το περιβάλλον.

*Ο Colin Todhunter είναι ανεξάρτητος συγγραφέας με εκτενείς δημοσιεύσεις και πρώην ερευνητής κοινωνικής πολιτικής με έδρα το Ηνωμένο Βασίλειο και την Ινδία.

Μετάφραση: Βάσω Παππή

Πηγή: ΚΟΣΜΟΔΡΟΜΙΟ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου