Σαν σήμερα πριν 190 χρόνια ο Καποδίστριας απευθύνεται στον ορισμένο
από τις τρεις εγγυήτριες δυνάμεις βασιλιά της Ελλάδος Λεοπόλδο. Τον
όρισαν δια του Πρωτοκόλλου που υπέγραψαν στο Λονδίνο στις 3 Φεβρουαρίου 1830.
Του λέει ότι η συμφωνία που επιβάλλεται στην Ελλάδα χωρίς τη σύμφωνη
γνώμη της είναι ακατάλληλη για τα συμφέροντα του τόπου και τα δικά του.
Του λέει ότι, παρότι δεν διευκρινίζεται στη συμφωνία, ο ίδιος κατανοεί
ότι πρόκειται για πολίτευμα συνταγματικής και όχι απόλυτης μοναρχίας,
άρα θα πρέπει να στηριχθεί στο Β΄ Ψήφισμα της Δ΄ Εθνοσυνέλευσης. Ως
γνώριμοι από το παρελθόν έχει το θάρρος (για το οποίο παλιότερα τον είχε
επαινέσει) να του πει ότι αν εκ των προτέρων δεν ασπαστεί το Ορθόδοξο Ανατολικό δόγμα και αν δεν αποδεχθεί όλα τα Ψηφίσματα της Εθνοσυνέλευσης του Άργους,
τότε δεν εγγυάται για την καλή υποδοχή του. Τέλος, του υπενθυμίζει ότι
απαιτούνται πολλά χρήματα, κάτι για το οποίο μπορεί να τον ενημερώσει ο
Εϋνάρδος.
Ο ανοιχτός πόλεμος κατά του Καποδίστρια είχε κηρυχθεί ήδη από την εποχή που ετοιμαζόταν η Δ΄ Εθνοσυνέλευση. Τα αποτελέσματά της ήταν το κερασάκι στην τούρτα. Με το Πρωτόκολλο της 3/2/1830 η Μ. Βρετανία έσπευδε να επιβάλει τη δική της ανεξαρτησία. Έσπευδε να ακυρώσει τον κίνδυνο που δημιούργησε η ρωσοτουρκική Συνθήκη της Ανδριανούπολης (14/9/1829) με την οποία ο Σουλτάνος αποδεχόταν επιτέλους την Ιουλιανή Συνθήκη του 1827. Η Μ. Βρετανία μείωσε τα σύνορα της Στερεάς που συζητήθηκαν το 1829. Από τη γραμμή Άρτα-Βόλος πήγαμε στη γραμμή Αχελώος-Οίτη-Σπερχειός. Ο Καποδίστριας μεταχειρίστηκε και αυτό το σημείο ως πίεση προς το Λεοπόλδο και δι’ αυτού προς την βρετανική πολιτική. Του είχε γράψει ακόμα δυο φορές. Ως γνωστό, ο Λεοπόλδος βασίλεψε στο Βέλγιο και όχι στην Ελλάδα. Αποποιήθηκε τον ελληνικό θρόνο τον Μάιο, κάτι που εξόργισε την βρετανική πολιτική και οδήγησε στην προσπάθεια βίαιης ανατροπής του Καποδίστρια δια της Παρισινής εξέγερσης τον Ιούλιο του 1830.
Το Πρωτόκολλο της 3/2/1830 έφερε σε διάλογο τον Καποδίστρια με τον Λεοπόλδο
Η ιστορία της Οθωνικής περιόδου αναφέρεται συχνά σε «Βαυαροκρατία». Ο όρος είναι ολότελα λανθασμένος και μάλιστα ξεκινά από το ορατό στοιχείο της καθημερινότητας: τους στρατιώτες. Αν ο Καποδίστριας δεν αποθάρρυνε με τον τρόπο του τον Λεοπόλδο, τότε ενδεχομένως να μιλούσαμε εξίσου λανθασμένα για «Κοβουργοκρατία», αφού γεννήθηκε στο δουκάτο Σαξ Κόμπουργκ Γκόθα. Αν ερχόταν ο Λεοπόλδος και όχι ο Όθων, θα γινόντουσαν τα ίδια ή χειρότερα από ό,τι επί αντιβασιλείας του Όθωνα, την οποία αντιμετώπισαν με κίνδυνο της ζωής τους ο Ρώμας και ο Κολοκοτρώνης (τελικά δικάστηκε ο Κολοκοτρώνης με τον Πλαπούτα). Αντίπαλος του Καποδίστρια ήταν σταθερά η βρετανική πολιτική. Οι Βρετανοί προσπάθησαν να αδρανοποιήσουν τον Καποδίστρια με τον Λεοπόλδο, όπως αντίστοιχα είχαν κάνει με τον Καραϊσκάκη μέσω του Κόχραν. Δεν το πέτυχαν και τότε η αγαπημένη τακτική των εξεγέρσεων είχε το λόγο.
Η αντικατάσταση του Κάρολου Ι΄ από τον Λουδοβίκο-Φίλιππο στη Γαλλία σήμανε την ανατροπή της υπέρ του Καποδίστρια κατάστασης τον Αύγουστο του 1830.
Και πάλι, ο Καποδίστριας άντεξε πάνω από 12 μήνες και μόνον οι σφαίρες στάθηκαν ικανές να τον σταματήσουν. Στην προσωρινή διάδοχη κατάσταση (Αυγουστίνος-Κολοκοτρώνης-Κωλέττης) πλειοψηφία είχαν οι καποδιστριακοί, όμως γρήγορα ακολούθησε εμφύλιος στον οποίο πρωτοστάτησε ο Βαυαρός Thiersch, όχι βέβαια υπέρ της Βαυαρίας. Η τριπλή αντιβασιλεία του Όθωνα στον σύντομο, αλλά κρίσιμο χρόνο της διακυβέρνησης είχε την ίδια δυσμενή αναλογία για τους καποδιστριακούς, οπότε άρχισε και ο διωγμός τους.
Στέργιος Ζυγούρας
Τω Υψηλοτάτω και βασιλικώ πρίγκηπι Λεοπόλδω
Εν Ναυπλίω τη 25 Απριλίου 1830
Η Υμετέρα μεν Βασιλική Υψηλότης ηυδόκησε να μοι ζητήση άνθρωπον τινα πιστόν, ικανόν να τη εκθέση, ελθών αυτόσε, τα της παρούσης καταστάσεως της Ελλάδος. Εγώ δε μη δυνάμενος να εκλέξω τον ζητούμενον, ίνα μη διεγείρω αντιζηλίας και δώσω και εις τον φατριασμόν νέαν αφορμήν να επαυξήση δια της κακομηχανίας τας υφεστώσας σήμερον ενταύθα δυσχρηστίας ανθρώπων και συμφερόντων, απεφάσισα να σας γράψω το μακρόν γράμμα, εις το οποίον παρέπεται το παρόν.
Περί πολλού δε ποιούμενος να σας το διαβιβάσω τάχιον και χωρίς να προσμείνω τους ταχυδρόμους των ξένων πρακτόρων, αναχωρούντας βραδύτερον, παραδίδω αμφότερα εις τον πρίγκηπα κ. Βρέδε, όστις προστάσσεται να έλθη εις Μασσαλίαν ή εις Τουλώνα, και εκείθεν αμέσως να δηλοποιήση τον ιππότην κ. Έυναρδ ότι φέρει γράμματα προς την Υμετέραν Βασιλικήν Υψηλότητα· ούτος δε θέλει σας το μηνύσει ευθύς, και τότε στέλλετέ τινα εις το καθαρτήριον και τα παραλαμβάνει παρά του κ. Βρέδε ασφαλώς.
Και αν μεν η Υμετέρα Βασιλική Υψηλότης θελήση να μοι αποκριθή δια του αυτού κομιστού, αυτός επιστρέφει και πριν τελειώση την κάθαρσιν· ειδέ μη, ο κ. Βρέδε θέλει ελθεί να σας προσκυνήση και να λάβη τας προσταγάς σας.
Ο κ. Βρέδε διέτριψεν ικανόν καιρόν εν Ελλάδι, υπηρετήσας ως στρατιωτικός, και πάντοτε εντίμως πολιτευθείς. Εγώ άλλως δεν τον γνωρίζω ειμή εκ της ευνοίας, ην είχε προς αυτόν ο συνταγματάρχης κ. Έυδεκ. Τον νομίζω όμως αρκούντως ειδήμονα των διατρεξάντων και διατρεχόντων εν τη Ελλάδι, και ικανόν να δώση εις την Υμετέραν Βασιλικήν Υψηλότητα, εάν τη αρκέση, κεφαλαιώδη έννοιαν του πώς εύρον εγώ τον τόπον, και πώς σήμερον έχει αυτός.
Αλλ’ ας μοι συγχωρήση η Υμετέρα Βασιλική Υψηλότης και αύθις να την παρακαλέσω να αποφασίση να φθάση τάχιον εις Ελλάδα, διότι πάσα αναβολή ενδέχεται να βλάψη πολύ τον τόπον, και πολύ να εμπλέξη τα πράγματα, των οποίων η Υμετέρα Βασιλική Υψηλότης αναλαμβάνει την επιμέλειαν.
Τα πράγματα ταύτα είναι εκ φύσεως δυσχερέστατα, ως νομίζω ότι το απέδειξα εν τη επιστολή μου. Και αφού η Υμετέρα Βασιλική Υψηλότης δέχεται το μέγιστον αγώνισμα του πληρώσαι τα αποκληρωθέντα εις την Ελλάδα, εν αυταίς ταις χερσίν υμών κείται πλέον και η αισία αρχή του έργου, ουδέ δύνασθε, ω Άναξ, να το επιτρέψητε εις άλλους· ειδέ μη, της ενεργείας η δύναμις απομειούται, ή και παντάπασι καταργείται. Άλλως τε της οροθεσίας μελλούσης αναγκαίως εγείραι ισχυρόν τινα κίνδυνον εν Ελλάδι, διατί η Υμετέρα Βασιλική Υψηλότης να μη αρπάση την πρώτην ταύτην ευκαιρίαν προς το εμφανίσαι τοις Έλλησι την περί αυτούς πατρικήν αυτής διάθεσιν και τον ενθουσιασμόν υπέρ της σωτηρίας αυτών;
Και εγώ, αν εύρον χάριν τινα παρά του λαού τούτου, εάν και σήμερον αυτός διατελή επιδεικνύμενος ειλικρινή και απερίγραπτον προς εμέ πίστιν, τούτο ποιεί, διότι με βλέπει εμμενώς και προσωπικώς συμμετέχοντα της αθλιότητος και πολυπαθείας αυτού προς μόνον σκοπόν του αφανίσαι αυτάς. Εις το επαύλισμα του στρατιώτου υπό την πτωχήν καλαμοστέγην του χωρικού, εν πάση ώρα του έτους, οπωσδήποτε έχοντα ηλικίας τε και υγείας πολλάκις με ελάλησαν οι στρατιώται και ο λαός περί των συμφερόντων αυτών, και με εγνώρισαν, και εγώ τους εδίδαξα τι οφείλουσι και εις εαυτούς και εις την κυβέρνησίν των και εις τον πεπολιτευμένον κόσμον. Τολμώ λοιπόν, άναξ, να είπω ότι εις ταύτην την δοκιμασίαν προσμένουσι πρώτον οι Έλληνες και την Υμετέραν Βασιλικήν Υψηλότητα. Αν επιφανήτε εις τους οφθαλμούς των ως αυθέντης μη δυνάμενος να υποφέρη την πτωχείαν και ένδειάν των, αντί να τοις επιβάλητε σέβας εκών θέλετε χάσει την ασφαλεστάτην επί τας γνώμας αυτών επίδρασιν. Αλλ’ η ευκαιρία της πρώτης αθλήσεως ιδού πάρεστιν. Έλθετε να παρευρεθήτε εις το δυσχερές και αλγεινόν της οροθεσίας έργον, και μη αφίνετε άλλους να το επιστατήσωσιν εις τον τόπον σας.
Οφείλω εις την Υμετέραν Υψηλότητα εξηγήσεις τινάς ιδιαιτέρας και επί του πρώτου μέρους της επιστολής μου. Να διέλθω αναλυτικώς τας πράξεις του Λονδινείου συνεδρίου, μοι είναι αδύνατον, δια την έλλειψιν του καιρού. Προφανώς όμως βλέπω εξ αυτών τούτο, ότι το συνέδριον αντί να προσφέρη εις την Ελλάδα την παραδοχήν των περί της αυτονομίας αυτής αποφάσεων, κατά τους εννόμους τύπους, έκρινε συμφερότερον και συντομότερον να τη τας επιβάλη απλώς και απαρασκευάστως. Και δια ποίους μεν λόγους προετίμησε τον τοιούτον τρόπον, δεν μοι ανήκει να εξετάσω· ότι όμως αυτός είναι απροσφυέστατος εις τα συμφέροντα και του δυστυχούς τούτου τόπου και της Υμετέρας Βασιλικής Υψηλότητος, τούτο κάλλιστα εξεύρω.
Η πράξις της 3 Φεβρουαρίου και η απονέμουσα τη Υμετέρα Υψηλότητι την κυριαρχικήν και διαδοχικήν εξουσίαν ουδέ λόγον αναφέρουσι περί του δημοσίου δικαίου των Ελλήνων· εξ ου εικάζεται εν εκ των δυο, ή ότι αι σύμμαχοι Δυνάμεις φρονούσιν ότι το πρόσωπον του ηγεμόνος απορροφά και εγκατασυνάγει εις εαυτό όλα τα δικαιώματα των Ελλήνων, ή ότι εις τον άνακτα άφησαν το αναγορεύσαι αυτά, καθ’ ην στιγμήν θέλει λάβει τον ηνιοχίαν των πραγμάτων. Ταύτην την δευτέραν εξήγησιν έδωκα και εις τα μέλη της Γερουσίας και εις τους άλλους πολίτας τους πολλά κατερωτώντας με, αφ’ ότου τα εν Λονδίνω διαβουλευθέντα έγειναν ενταύθα γνωστά, και κατά ταύτην ίσως θέλει συντεθή και η προσφώνησις της Γερουσίας.
Το δε περαιτέρω μένει να πράξη αυτή η Υμετέρα Βασιλική Υψηλότης, της οποίας η απόκρισις και περιμένεται μετά πολλής συνοχής, και έσται τοις πάσι καταθύμιος, εάν διαρρήδην αποφαίνηται περί ων ευπαρρησιάστως τολμώ να σας σημειώσω.
α) αν η Υμετέρα Υψηλότης έχη διάθεσιν να παραδεχθή την θρησκείαν του έθνους, ας νεύση να του το αναγγείλη, και ευθύς αυτό θέλει συναφθή προς τε την Υμετέραν Υψηλότητα και προς την γενεάν αυτής δια του ιερωτάτου δεσμού.
β) Δεν θέλετε βέβαια, άναξ, να κυβερνήσετε άνευ εννόμων τύπων, παραδεδεγμένων παρ’ αυτής της Ελλάδος. Αν ευδοκήσητε λοιπόν να επιβλέψητε εις το δεύτερον ψήφισμα της εν Άργει Εθνικής Συνελεύσεως, θέλετε κηρύξει ότι δέχεσθε τας βάσεις αυτού, αποταμιεύοντες το να δώσετε εις τους Έλληνας (τηρούντες όλα τα δικαιώματα αυτών) θεσμούς έμφρονας, κατά τας ανεπισφαλείς οδηγίας της πείρας.
γ) δια των λοιπών ψηφισμάτων της συνελεύσεως του Άργους, ασφαλίζονται τα δίκαια όλων των πολιτών, όσοι μεγάλα κατέβαλον και εθυσίασαν υπέρ του αγώνος. Εάν η Υμετέρα Βασιλική Υψηλότης δι’ ενός μόνον λόγου αγγείλη, ότι θέλει θεραπεύσει και τα δίκαια ταύτα, επομένη εις τα παρά της συνελεύσεως ψηφισθέντα, τότε πάσαι αι επιθυμίαι πληρούνται, και το έθνος όλον μετά μυρίων ευλογιών θέλει δράμει εις προϋπάντησίν σας.
Ήθελα, πρίγκηψ, να έχω ολίγας ώρας ίνα σας αναπτύξω τους λόγους, δι’ ους ορμώ να σας υποβάλω τας τρεις ταύτας προτάσεις. Αλλ’ η Υμετέρα Βασιλική Υψηλότης και ούτω θέλει μοι αποδώσει, ελπίζω, το δίκαιον πιστεύουσα ότι εν τω βάθει της συνειδήσεώς μου ευρίσκω τους λόγους τούτους. Και ίσως μεν απατώμαι· δεν τολμώ όμως να σας εγγυηθώ υποδοχήν, οποία οφείλεται παρά του έθνους προς τον ηγεμόνα αυτού, αν έλθητε πρόδρομον ή πάρεδρον έχοντες τελείαν σιωπήν περί των προσημειωθέντων τριών κεφαλαίων.
Και συγγνώμην δότε μοι, παρακαλώ, άναξ, δια την παρρησίαν της γλώσσης, τοιαύτης ούσης ανέκαθεν εν εμοί, και δια τούτου προξενησάσης μοι άλλοτε και την υμετέραν εύνοιαν.
Μεγάλως επεθύμουν να σας λαλήσω, άναξ, και περί των πόρων ημών, και περί του στρατού, και περί του ναυτικού, και όλως περί συμπάσης της διοικήσεως· αλλ’ αμφιβάλλω αν δυνηθώ· διότι τοσούτον άθροισμα πολυμερών και ασυνηθεστέρων υποθέσεων με καταπιέζει σήμερον, και εις τοσαύτην εργασίαν με καταδικάζει και η διπλωματία, ώστε και αι δυνάμεις μου ήδη εκλείπουσι, και αναγκάζομαι να υπαγορεύσω και τούτο το ιδιαίτερον γράμμα, αιτούμενος συγγνώμην παρά της Υμετέρας Υψηλότητος.
Ο ιππότης κ. Έυναρδ, ο μεγάλα ωφελήσας εν πολλοίς την Ελλάδα, αυτός θέλει σας παραστήσει την χρηματικήν ημών στενοχωρίαν και το αναγκαιότατον της αποστολής βοηθείας τινός προς το τέλος του Απριλίου. Αλλά την βοήθειαν ας φέρη αυτή η Υμετέρα Βασιλική Υψηλότης. Τούτο αξιών και καθικετεύων ου παύσομαι.
Ιωάννης Α. Καποδίστριας
Κυβερνήτης της Ελλάδος
karavaki.wordpress.com
Ο ανοιχτός πόλεμος κατά του Καποδίστρια είχε κηρυχθεί ήδη από την εποχή που ετοιμαζόταν η Δ΄ Εθνοσυνέλευση. Τα αποτελέσματά της ήταν το κερασάκι στην τούρτα. Με το Πρωτόκολλο της 3/2/1830 η Μ. Βρετανία έσπευδε να επιβάλει τη δική της ανεξαρτησία. Έσπευδε να ακυρώσει τον κίνδυνο που δημιούργησε η ρωσοτουρκική Συνθήκη της Ανδριανούπολης (14/9/1829) με την οποία ο Σουλτάνος αποδεχόταν επιτέλους την Ιουλιανή Συνθήκη του 1827. Η Μ. Βρετανία μείωσε τα σύνορα της Στερεάς που συζητήθηκαν το 1829. Από τη γραμμή Άρτα-Βόλος πήγαμε στη γραμμή Αχελώος-Οίτη-Σπερχειός. Ο Καποδίστριας μεταχειρίστηκε και αυτό το σημείο ως πίεση προς το Λεοπόλδο και δι’ αυτού προς την βρετανική πολιτική. Του είχε γράψει ακόμα δυο φορές. Ως γνωστό, ο Λεοπόλδος βασίλεψε στο Βέλγιο και όχι στην Ελλάδα. Αποποιήθηκε τον ελληνικό θρόνο τον Μάιο, κάτι που εξόργισε την βρετανική πολιτική και οδήγησε στην προσπάθεια βίαιης ανατροπής του Καποδίστρια δια της Παρισινής εξέγερσης τον Ιούλιο του 1830.
Το Πρωτόκολλο της 3/2/1830 έφερε σε διάλογο τον Καποδίστρια με τον Λεοπόλδο
Η ιστορία της Οθωνικής περιόδου αναφέρεται συχνά σε «Βαυαροκρατία». Ο όρος είναι ολότελα λανθασμένος και μάλιστα ξεκινά από το ορατό στοιχείο της καθημερινότητας: τους στρατιώτες. Αν ο Καποδίστριας δεν αποθάρρυνε με τον τρόπο του τον Λεοπόλδο, τότε ενδεχομένως να μιλούσαμε εξίσου λανθασμένα για «Κοβουργοκρατία», αφού γεννήθηκε στο δουκάτο Σαξ Κόμπουργκ Γκόθα. Αν ερχόταν ο Λεοπόλδος και όχι ο Όθων, θα γινόντουσαν τα ίδια ή χειρότερα από ό,τι επί αντιβασιλείας του Όθωνα, την οποία αντιμετώπισαν με κίνδυνο της ζωής τους ο Ρώμας και ο Κολοκοτρώνης (τελικά δικάστηκε ο Κολοκοτρώνης με τον Πλαπούτα). Αντίπαλος του Καποδίστρια ήταν σταθερά η βρετανική πολιτική. Οι Βρετανοί προσπάθησαν να αδρανοποιήσουν τον Καποδίστρια με τον Λεοπόλδο, όπως αντίστοιχα είχαν κάνει με τον Καραϊσκάκη μέσω του Κόχραν. Δεν το πέτυχαν και τότε η αγαπημένη τακτική των εξεγέρσεων είχε το λόγο.
Η αντικατάσταση του Κάρολου Ι΄ από τον Λουδοβίκο-Φίλιππο στη Γαλλία σήμανε την ανατροπή της υπέρ του Καποδίστρια κατάστασης τον Αύγουστο του 1830.
Και πάλι, ο Καποδίστριας άντεξε πάνω από 12 μήνες και μόνον οι σφαίρες στάθηκαν ικανές να τον σταματήσουν. Στην προσωρινή διάδοχη κατάσταση (Αυγουστίνος-Κολοκοτρώνης-Κωλέττης) πλειοψηφία είχαν οι καποδιστριακοί, όμως γρήγορα ακολούθησε εμφύλιος στον οποίο πρωτοστάτησε ο Βαυαρός Thiersch, όχι βέβαια υπέρ της Βαυαρίας. Η τριπλή αντιβασιλεία του Όθωνα στον σύντομο, αλλά κρίσιμο χρόνο της διακυβέρνησης είχε την ίδια δυσμενή αναλογία για τους καποδιστριακούς, οπότε άρχισε και ο διωγμός τους.
Στέργιος Ζυγούρας
Τω Υψηλοτάτω και βασιλικώ πρίγκηπι Λεοπόλδω
Εν Ναυπλίω τη 25 Απριλίου 1830
Η Υμετέρα μεν Βασιλική Υψηλότης ηυδόκησε να μοι ζητήση άνθρωπον τινα πιστόν, ικανόν να τη εκθέση, ελθών αυτόσε, τα της παρούσης καταστάσεως της Ελλάδος. Εγώ δε μη δυνάμενος να εκλέξω τον ζητούμενον, ίνα μη διεγείρω αντιζηλίας και δώσω και εις τον φατριασμόν νέαν αφορμήν να επαυξήση δια της κακομηχανίας τας υφεστώσας σήμερον ενταύθα δυσχρηστίας ανθρώπων και συμφερόντων, απεφάσισα να σας γράψω το μακρόν γράμμα, εις το οποίον παρέπεται το παρόν.
Περί πολλού δε ποιούμενος να σας το διαβιβάσω τάχιον και χωρίς να προσμείνω τους ταχυδρόμους των ξένων πρακτόρων, αναχωρούντας βραδύτερον, παραδίδω αμφότερα εις τον πρίγκηπα κ. Βρέδε, όστις προστάσσεται να έλθη εις Μασσαλίαν ή εις Τουλώνα, και εκείθεν αμέσως να δηλοποιήση τον ιππότην κ. Έυναρδ ότι φέρει γράμματα προς την Υμετέραν Βασιλικήν Υψηλότητα· ούτος δε θέλει σας το μηνύσει ευθύς, και τότε στέλλετέ τινα εις το καθαρτήριον και τα παραλαμβάνει παρά του κ. Βρέδε ασφαλώς.
Και αν μεν η Υμετέρα Βασιλική Υψηλότης θελήση να μοι αποκριθή δια του αυτού κομιστού, αυτός επιστρέφει και πριν τελειώση την κάθαρσιν· ειδέ μη, ο κ. Βρέδε θέλει ελθεί να σας προσκυνήση και να λάβη τας προσταγάς σας.
Ο κ. Βρέδε διέτριψεν ικανόν καιρόν εν Ελλάδι, υπηρετήσας ως στρατιωτικός, και πάντοτε εντίμως πολιτευθείς. Εγώ άλλως δεν τον γνωρίζω ειμή εκ της ευνοίας, ην είχε προς αυτόν ο συνταγματάρχης κ. Έυδεκ. Τον νομίζω όμως αρκούντως ειδήμονα των διατρεξάντων και διατρεχόντων εν τη Ελλάδι, και ικανόν να δώση εις την Υμετέραν Βασιλικήν Υψηλότητα, εάν τη αρκέση, κεφαλαιώδη έννοιαν του πώς εύρον εγώ τον τόπον, και πώς σήμερον έχει αυτός.
Αλλ’ ας μοι συγχωρήση η Υμετέρα Βασιλική Υψηλότης και αύθις να την παρακαλέσω να αποφασίση να φθάση τάχιον εις Ελλάδα, διότι πάσα αναβολή ενδέχεται να βλάψη πολύ τον τόπον, και πολύ να εμπλέξη τα πράγματα, των οποίων η Υμετέρα Βασιλική Υψηλότης αναλαμβάνει την επιμέλειαν.
Τα πράγματα ταύτα είναι εκ φύσεως δυσχερέστατα, ως νομίζω ότι το απέδειξα εν τη επιστολή μου. Και αφού η Υμετέρα Βασιλική Υψηλότης δέχεται το μέγιστον αγώνισμα του πληρώσαι τα αποκληρωθέντα εις την Ελλάδα, εν αυταίς ταις χερσίν υμών κείται πλέον και η αισία αρχή του έργου, ουδέ δύνασθε, ω Άναξ, να το επιτρέψητε εις άλλους· ειδέ μη, της ενεργείας η δύναμις απομειούται, ή και παντάπασι καταργείται. Άλλως τε της οροθεσίας μελλούσης αναγκαίως εγείραι ισχυρόν τινα κίνδυνον εν Ελλάδι, διατί η Υμετέρα Βασιλική Υψηλότης να μη αρπάση την πρώτην ταύτην ευκαιρίαν προς το εμφανίσαι τοις Έλλησι την περί αυτούς πατρικήν αυτής διάθεσιν και τον ενθουσιασμόν υπέρ της σωτηρίας αυτών;
Και εγώ, αν εύρον χάριν τινα παρά του λαού τούτου, εάν και σήμερον αυτός διατελή επιδεικνύμενος ειλικρινή και απερίγραπτον προς εμέ πίστιν, τούτο ποιεί, διότι με βλέπει εμμενώς και προσωπικώς συμμετέχοντα της αθλιότητος και πολυπαθείας αυτού προς μόνον σκοπόν του αφανίσαι αυτάς. Εις το επαύλισμα του στρατιώτου υπό την πτωχήν καλαμοστέγην του χωρικού, εν πάση ώρα του έτους, οπωσδήποτε έχοντα ηλικίας τε και υγείας πολλάκις με ελάλησαν οι στρατιώται και ο λαός περί των συμφερόντων αυτών, και με εγνώρισαν, και εγώ τους εδίδαξα τι οφείλουσι και εις εαυτούς και εις την κυβέρνησίν των και εις τον πεπολιτευμένον κόσμον. Τολμώ λοιπόν, άναξ, να είπω ότι εις ταύτην την δοκιμασίαν προσμένουσι πρώτον οι Έλληνες και την Υμετέραν Βασιλικήν Υψηλότητα. Αν επιφανήτε εις τους οφθαλμούς των ως αυθέντης μη δυνάμενος να υποφέρη την πτωχείαν και ένδειάν των, αντί να τοις επιβάλητε σέβας εκών θέλετε χάσει την ασφαλεστάτην επί τας γνώμας αυτών επίδρασιν. Αλλ’ η ευκαιρία της πρώτης αθλήσεως ιδού πάρεστιν. Έλθετε να παρευρεθήτε εις το δυσχερές και αλγεινόν της οροθεσίας έργον, και μη αφίνετε άλλους να το επιστατήσωσιν εις τον τόπον σας.
Οφείλω εις την Υμετέραν Υψηλότητα εξηγήσεις τινάς ιδιαιτέρας και επί του πρώτου μέρους της επιστολής μου. Να διέλθω αναλυτικώς τας πράξεις του Λονδινείου συνεδρίου, μοι είναι αδύνατον, δια την έλλειψιν του καιρού. Προφανώς όμως βλέπω εξ αυτών τούτο, ότι το συνέδριον αντί να προσφέρη εις την Ελλάδα την παραδοχήν των περί της αυτονομίας αυτής αποφάσεων, κατά τους εννόμους τύπους, έκρινε συμφερότερον και συντομότερον να τη τας επιβάλη απλώς και απαρασκευάστως. Και δια ποίους μεν λόγους προετίμησε τον τοιούτον τρόπον, δεν μοι ανήκει να εξετάσω· ότι όμως αυτός είναι απροσφυέστατος εις τα συμφέροντα και του δυστυχούς τούτου τόπου και της Υμετέρας Βασιλικής Υψηλότητος, τούτο κάλλιστα εξεύρω.
Η πράξις της 3 Φεβρουαρίου και η απονέμουσα τη Υμετέρα Υψηλότητι την κυριαρχικήν και διαδοχικήν εξουσίαν ουδέ λόγον αναφέρουσι περί του δημοσίου δικαίου των Ελλήνων· εξ ου εικάζεται εν εκ των δυο, ή ότι αι σύμμαχοι Δυνάμεις φρονούσιν ότι το πρόσωπον του ηγεμόνος απορροφά και εγκατασυνάγει εις εαυτό όλα τα δικαιώματα των Ελλήνων, ή ότι εις τον άνακτα άφησαν το αναγορεύσαι αυτά, καθ’ ην στιγμήν θέλει λάβει τον ηνιοχίαν των πραγμάτων. Ταύτην την δευτέραν εξήγησιν έδωκα και εις τα μέλη της Γερουσίας και εις τους άλλους πολίτας τους πολλά κατερωτώντας με, αφ’ ότου τα εν Λονδίνω διαβουλευθέντα έγειναν ενταύθα γνωστά, και κατά ταύτην ίσως θέλει συντεθή και η προσφώνησις της Γερουσίας.
Το δε περαιτέρω μένει να πράξη αυτή η Υμετέρα Βασιλική Υψηλότης, της οποίας η απόκρισις και περιμένεται μετά πολλής συνοχής, και έσται τοις πάσι καταθύμιος, εάν διαρρήδην αποφαίνηται περί ων ευπαρρησιάστως τολμώ να σας σημειώσω.
α) αν η Υμετέρα Υψηλότης έχη διάθεσιν να παραδεχθή την θρησκείαν του έθνους, ας νεύση να του το αναγγείλη, και ευθύς αυτό θέλει συναφθή προς τε την Υμετέραν Υψηλότητα και προς την γενεάν αυτής δια του ιερωτάτου δεσμού.
β) Δεν θέλετε βέβαια, άναξ, να κυβερνήσετε άνευ εννόμων τύπων, παραδεδεγμένων παρ’ αυτής της Ελλάδος. Αν ευδοκήσητε λοιπόν να επιβλέψητε εις το δεύτερον ψήφισμα της εν Άργει Εθνικής Συνελεύσεως, θέλετε κηρύξει ότι δέχεσθε τας βάσεις αυτού, αποταμιεύοντες το να δώσετε εις τους Έλληνας (τηρούντες όλα τα δικαιώματα αυτών) θεσμούς έμφρονας, κατά τας ανεπισφαλείς οδηγίας της πείρας.
γ) δια των λοιπών ψηφισμάτων της συνελεύσεως του Άργους, ασφαλίζονται τα δίκαια όλων των πολιτών, όσοι μεγάλα κατέβαλον και εθυσίασαν υπέρ του αγώνος. Εάν η Υμετέρα Βασιλική Υψηλότης δι’ ενός μόνον λόγου αγγείλη, ότι θέλει θεραπεύσει και τα δίκαια ταύτα, επομένη εις τα παρά της συνελεύσεως ψηφισθέντα, τότε πάσαι αι επιθυμίαι πληρούνται, και το έθνος όλον μετά μυρίων ευλογιών θέλει δράμει εις προϋπάντησίν σας.
Ήθελα, πρίγκηψ, να έχω ολίγας ώρας ίνα σας αναπτύξω τους λόγους, δι’ ους ορμώ να σας υποβάλω τας τρεις ταύτας προτάσεις. Αλλ’ η Υμετέρα Βασιλική Υψηλότης και ούτω θέλει μοι αποδώσει, ελπίζω, το δίκαιον πιστεύουσα ότι εν τω βάθει της συνειδήσεώς μου ευρίσκω τους λόγους τούτους. Και ίσως μεν απατώμαι· δεν τολμώ όμως να σας εγγυηθώ υποδοχήν, οποία οφείλεται παρά του έθνους προς τον ηγεμόνα αυτού, αν έλθητε πρόδρομον ή πάρεδρον έχοντες τελείαν σιωπήν περί των προσημειωθέντων τριών κεφαλαίων.
Και συγγνώμην δότε μοι, παρακαλώ, άναξ, δια την παρρησίαν της γλώσσης, τοιαύτης ούσης ανέκαθεν εν εμοί, και δια τούτου προξενησάσης μοι άλλοτε και την υμετέραν εύνοιαν.
Μεγάλως επεθύμουν να σας λαλήσω, άναξ, και περί των πόρων ημών, και περί του στρατού, και περί του ναυτικού, και όλως περί συμπάσης της διοικήσεως· αλλ’ αμφιβάλλω αν δυνηθώ· διότι τοσούτον άθροισμα πολυμερών και ασυνηθεστέρων υποθέσεων με καταπιέζει σήμερον, και εις τοσαύτην εργασίαν με καταδικάζει και η διπλωματία, ώστε και αι δυνάμεις μου ήδη εκλείπουσι, και αναγκάζομαι να υπαγορεύσω και τούτο το ιδιαίτερον γράμμα, αιτούμενος συγγνώμην παρά της Υμετέρας Υψηλότητος.
Ο ιππότης κ. Έυναρδ, ο μεγάλα ωφελήσας εν πολλοίς την Ελλάδα, αυτός θέλει σας παραστήσει την χρηματικήν ημών στενοχωρίαν και το αναγκαιότατον της αποστολής βοηθείας τινός προς το τέλος του Απριλίου. Αλλά την βοήθειαν ας φέρη αυτή η Υμετέρα Βασιλική Υψηλότης. Τούτο αξιών και καθικετεύων ου παύσομαι.
Ιωάννης Α. Καποδίστριας
Κυβερνήτης της Ελλάδος
karavaki.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου