Προοίμιο Από το 1-1-4 στους Αγανακτισμένους της πλατείας Συντάγματος
Της Κίνησης Πολιτών Άρδην
Η
«Κίνηση Πολιτών Άρδην» περιλαμβάνει παλαιά και νέα μέλη, αλλά έχει
ενσωματωμένη, στην ιστορική της μνήμη και τα κείμενά της, μια μακρά
ιστορία που φτάνει σχεδόν τις πέντε δεκαετίες: από το κίνημα του 1-1-4,
στα 1963, μέχρι τους Αγανακτισμένους της πλατείας Συντάγματος, το 2011.
Αυτή η παρουσίαση επιδιώκει να καταδείξει τη συνέχεια –το πάθος για την
ελευθερία και την αλήθεια– αλλά και τις ασυνέχειες –όχι μόνο εξ αιτίας
της αλλαγής των περιόδων, αλλά και των ίδιων των αντιλήψεών μας– αυτής
της διαδρομής. Αυτές τις συνέχειες και ασυνέχειες θέλουμε να
καταδείξουμε σήμερα, τη στιγμή που
βρισκόμαστε μπροστά σε μια νέα
ιστορική εποχή και επιθυμούμε αυτή τη δικιά μας ιστορική εμπειρία να την
κάνουμε κτήμα περισσότερων ανθρώπων.Ελπίζουμε πως το αίτημα που χαρακτηρίζει από τα πρώτα της βήματα την απόπειρά μας, παρά τις διαφορετικές φάσεις και μεταστροφές, το αίτημα της σύνθεσης, η οποία είναι αναγκαία για μια χώρα που υπήρξε πάντα σταυροδρόμι πολιτισμών και συγκρούσεων, όχι μόνο να γίνει κατανοητό αλλά να αποτελέσει και την προμετωπίδα ενός αυθεντικά πλειοψηφικού κινήματος. Η σύνθεση είναι όρος ύπαρξης και επιβίωσης του ελληνισμού.
1964 – 1974 Το εμφυλιακό κράτος απειλείται και αντιδρά
Η
δικτατορία των συνταγματαρχών (1967-1974) κλείνει και ολοκληρώνει τη
μετεμφυλιακή περίοδο, ως το κύκνειο άσμα της, και ταυτόχρονα ως
προσπάθεια να συντηρήσει τα δομικά της στοιχεία:
Απέναντι στο μεγάλο κύμα των κινητοποιήσεων της δεκαετίας του ’60, με αποκορύφωμα την περίοδο 1965-1967 –που έτεινε να ανατρέψει το καθεστώς της εξάρτησης και της κυριαρχίας των νικητών του εμφυλίου, με κεντρικό πόλο εξουσίας το παλάτι–, το «σύστημα» επιχειρεί την επανεπιβεβαίωση της κυριαρχίας του με τον πιο ακραίο και βίαιο τρόπο, δηλαδή την εγκαθίδρυση στρατιωτικής δικτατορίας.
Πράγματι, μετά το 1963, οι κινητοποιήσεις για την Κύπρο, την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση (το κίνημα του 15% για την Παιδεία) και τη δημοκρατία (το κίνημα του 1-1-4), οι απεργιακοί αγώνες (η Ελλάδα πρώτη χώρα στον κόσμο σε ημέρες απεργίας), οι πολιτικές ανατροπές που σηματοδότησε η άνοδος στην εξουσία της Ένωσης Κέντρου με 54%, το 1964, και η μακρά περίοδος των πολιτικοκοινωνικών αγώνων του 1965-1967, οδηγούσαν χωρίς καμία αμφιβολία σε ένα νέο κοινωνικό και πολιτικό τοπίο. Οι εκλογές της Άνοιξης του 1967 προοιωνίζονταν έναν πολιτικό σεισμό χωρίς προηγούμενο, με την καταβαράθρωση της Δεξιάς και του παλατιού. Παράλληλα, στον χώρο της νεολαίας, αναπτυσσόταν, με θυελλώδεις ρυθμούς, ένα κίνημα που συμβάδιζε με τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές κινητοποιήσεις που έφεραν τον Μάη του 68. Τέλος, αλλά όχι ελάχιστο, ένα ισχυρό πολιτιστικό κίνημα (Χατζηδάκις, Θεοδωράκης και Σαββόπουλος στη μουσική) ο νέος ελληνικός κινηματογράφος και το θέατρο, μια νέα γενιά λογοτεχνών. όλα αυτά μαζί διαμόρφωναν το τοπίο μιας εκρηκτικής άνοιξης που οδηγούσε, με τον ένα ή άλλο τρόπο, στο τέλος του μετεμφυλιακού κράτους των πιστοποιητικών κοινωνικής νομιμοφροσύνης, της στρατοκρατίας και της ηγεμονίας του παλατιού. Κατά συνέπεια, απειλούσε και το ίδιο το καθεστώς της εξάρτησης και της αμερικανοκρατίας, η οποία αποτελούσε τον τελικό υποστηρικτή και επικαρπωτή του καθεστώτος.
Έτσι, η στρατιωτική δικτατορία ήρθε ως η τελευταία απόπειρα αυτού του συστήματος να σταματήσει την πλημμυρίδα της ανατροπής και ανέδειξε στον υπέρτατο βαθμό τα χαρακτηριστικά του μοντέλου που υπερασπιζόταν: φυλακές, εξορίες, βασανισμοί, και ταυτόχρονα προδοσία της Κύπρου (την οποία εγκαινίασαν με την απόσυρση της ελληνικής μεραρχίας από το νησί, το 1967, και την ολοκλήρωσαν με το πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή, το 1974).
Απέναντι σε αυτή την απροκάλυπτη επιστροφή του εμφυλίου πολέμου (καθόλου τυχαία, ο Παπαδόπουλος και οι περί αυτόν, εκεί, στον εμφύλιο και στον πόλεμο της Κορέας είχαν αναδειχθεί για πρώτη φορά), το αντίπαλο στρατόπεδο οδηγείται, με τη σειρά του, σε μια ταχύτατη ριζοσπαστικοποίηση. Όχι μόνο εξελίσσονται οι μέθοδοι πάλης υποχρεωτικά προς την παρανομία και τις βομβιστικές ενέργειες (αρκεί να θυμηθούμε ότι ακόμα και ο Σημίτης έβαζε βόμβες), αλλά μεταλλάσσεται και το πολιτικό σύστημα. Οι δυνάμεις της παλιάς αστικής και κεντρώας αντιπολίτευσης, που εκφράζονταν από τον Γεώργιο Παπανδρέου και, μετά το θάνατό του, τον Γεώργιο Μαύρο, υποσκελίζονται από ριζοσπαστικότερες πολιτικές δυνάμεις, το ΠΑΚ του Ανδρέα Παπανδρέου, το ΠΑΜ της παραδοσιακής αριστεράς, με ηγέτη τον Μίκη Θεοδωράκη, ενώ, τέλος, αναδεικνύεται μια πληθώρα μικρότερων ή μεγαλύτερων οργανώσεων που, απέναντι στη δικτατορία, δεν θέτουν πλέον ως αίτημα την απλή επιστροφή σε ένα δημοκρατικό καθεστώς ή έστω την καταστροφή των εμφυλιοπολεμικών δομών αλλά προχωρούν ακόμη πιο πέρα και θέλουν να συνδυάσουν τον αντιδικτατορικό αγώνα με την ίδια την ανατροπή του καπιταλιστικού καθεστώτος ή, τουλάχιστον, του καθεστώτος της εξάρτησης. Σε αυτή την κατεύθυνση συνηγορούν εξάλλου οι τεράστιοι αντιαποικιακοί αγώνες της περιόδου, από τον Τσε Γκεβάρα μέχρι το Βιετνάμ, καθώς και το παγκόσμιο νεολαιίστικο κίνημα που, από την πολιτιστική επανάσταση στην Κίνα μέχρι το Μπέρκλεϋ των ΗΠΑ και με σύμβολο τον Μάη του 68 στη Γαλλία, συνταράζει όλον τον πλανήτη. Οι Έλληνες φοιτητές και νεολαίοι επηρεάζονται ιδιαίτερα από αυτό το παγκόσμιο κίνημα, και, προφανώς, πολύ περισσότερο εκείνοι που ζούσαν στη Δυτική Ευρώπη και κατ’ εξοχήν στις τρεις χώρες όπου αυτό το κίνημα ήταν ιδιαίτερα ισχυρό: τη Γαλλία, την Ιταλία και τη Γερμανία.
Μία από αυτές τις ομάδες που αναπτύχθηκε στη διάρκεια της δικτατορίας υπήρξε και το Αντιφασιστικό Κίνημα Ελλάδας – ΑΚΕ. Αυτό δημιουργήθηκε με την πρωτοβουλία μιας ομάδας διαφωνούντων του παλιού Κομμουνιστικού Κόμματος που, από το 1963, εξέδιδε το περιοδικό Φίλοι Νέων Χωρών και εν συνεχεία τον Αντιιμπεριαλιστή, με κυριότερο εκφραστή τον Νίκο Ψυρούκη. Η ιδιαιτερότητα αυτής της ομάδας, στο θεωρητικό-ιδεολογικό επίπεδο, εδραζόταν στο γεγονός ότι όχι μόνο ασκούσε κριτική στη Σοβιετική Ένωση και τον γραφειοκρατικό κρατικό καπιταλισμό της, υποστηρίζοντας μάλλον την Κίνα και τον Μάο Τσε Τουνγκ, αλλά το ότι έδινε ιδιαίτερο βάρος στον ρόλο των χωρών του Τρίτου Κόσμου (εξ ου και το Φίλοι Νέων Χωρών), επέμενε ιδιαίτερα στη σημασία του Κυπριακού και είχε εγκαινιάσει μια πρωτότυπη ανάλυση για τη φύση της ελληνικής κοινωνίας, δηλαδή ως μια χώρα που είναι υποταγμένη με αποικιακό τρόπο στην κυρίαρχη Δύση, αλλά της οποίας οι άρχουσες τάξεις, και ιδιαίτερα οι εφοπλιστές, αποτελούσαν οργανικό στοιχείο του δυτικού ιμπεριαλισμού (αυτό που το Άρδην, μεταγενέστερα, θα ορίσει ως απόφυση της Δύσης). Αυτή η οργάνωση, στις συνθήκες της δικτατορίας, ιδιαίτερα στο εξωτερικό, συνδέθηκε με ορισμένους νέους φοιτητές, κατ’ εξοχήν στο Παρίσι, όπου εξέδιδαν για αρκετά χρόνια ανελλιπώς το μηνιαίο περιοδικό Αντιφασίστας, αλλά και στη Γερμανία –Μόναχο και Στουτγάρδη, καθώς και στην Ελβετία. Μια επιπλέον ιδιαιτερότητα της συγκεκριμένης ομάδας ήταν το γεγονός ότι, σε αντίθεση με τις περισσότερες, αν όχι όλες τις ελληνικές αντιδικτατορικές οργανώσεις, συνδέθηκε στενά και με το γαλλικό εξωκοινοβουλευτικό κίνημα και οργανώσεις. Έτσι, το ΑΚΕ των Παρισίων είχε μια διπλή αναφορά τόσο στην ελληνική αντίσταση όσο και στο νεολαιίστικο και εργατικό επαναστατικό κίνημα της Δυτικής Ευρώπης.
Ανάλογη ήταν και η δραστηριότητα αυτής της ομάδας. Συμμετείχε έντονα και ενεργά στις εκδηλώσεις του αντιδικτατορικού αγώνα του εξωτερικού, έστελνε υλικό, έντυπο και μη, στην Ελλάδα, εξασφάλιζε διαβατήρια και άλλα μέσα για τους διωκόμενους αγωνιστές, ενώ συμμετείχε σε όλες τις μεγάλες κινητοποιήσεις του γαλλικού κινήματος. Το 1973, αυτή η ομάδα έχει πλέον διευρυνθεί και ωριμάσει αρκετά, όπως εξάλλου συνέβαινε και με αρκετές άλλες οργανώσεις, ώστε να θέσει το αίτημα μιας επιτάχυνσης του πολιτικού χρόνου και της περαιτέρω ανάπτυξης του κινήματος στην Ελλάδα. Ήδη, μετά τους αγώνες στη Νομική, 1972-1973, αρχίζουν μέλη της ομάδας να ταξιδεύουν και να εγκαθίστανται στην Ελλάδα, και κάποιοι θα βρεθούν και στο Πολυτεχνείο, ενώ θα γίνουν και οι πρώτες προσπάθειες για πρόσληψη σε εργοστάσια, σύμφωνα με τη λογική που εν πολλοίς εμπνέονταν από το γαλλικό κίνημα, για τη σύνδεση της νεολαίας με την εργατική τάξη.
Απέναντι στο μεγάλο κύμα των κινητοποιήσεων της δεκαετίας του ’60, με αποκορύφωμα την περίοδο 1965-1967 –που έτεινε να ανατρέψει το καθεστώς της εξάρτησης και της κυριαρχίας των νικητών του εμφυλίου, με κεντρικό πόλο εξουσίας το παλάτι–, το «σύστημα» επιχειρεί την επανεπιβεβαίωση της κυριαρχίας του με τον πιο ακραίο και βίαιο τρόπο, δηλαδή την εγκαθίδρυση στρατιωτικής δικτατορίας.
Πράγματι, μετά το 1963, οι κινητοποιήσεις για την Κύπρο, την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση (το κίνημα του 15% για την Παιδεία) και τη δημοκρατία (το κίνημα του 1-1-4), οι απεργιακοί αγώνες (η Ελλάδα πρώτη χώρα στον κόσμο σε ημέρες απεργίας), οι πολιτικές ανατροπές που σηματοδότησε η άνοδος στην εξουσία της Ένωσης Κέντρου με 54%, το 1964, και η μακρά περίοδος των πολιτικοκοινωνικών αγώνων του 1965-1967, οδηγούσαν χωρίς καμία αμφιβολία σε ένα νέο κοινωνικό και πολιτικό τοπίο. Οι εκλογές της Άνοιξης του 1967 προοιωνίζονταν έναν πολιτικό σεισμό χωρίς προηγούμενο, με την καταβαράθρωση της Δεξιάς και του παλατιού. Παράλληλα, στον χώρο της νεολαίας, αναπτυσσόταν, με θυελλώδεις ρυθμούς, ένα κίνημα που συμβάδιζε με τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές κινητοποιήσεις που έφεραν τον Μάη του 68. Τέλος, αλλά όχι ελάχιστο, ένα ισχυρό πολιτιστικό κίνημα (Χατζηδάκις, Θεοδωράκης και Σαββόπουλος στη μουσική) ο νέος ελληνικός κινηματογράφος και το θέατρο, μια νέα γενιά λογοτεχνών. όλα αυτά μαζί διαμόρφωναν το τοπίο μιας εκρηκτικής άνοιξης που οδηγούσε, με τον ένα ή άλλο τρόπο, στο τέλος του μετεμφυλιακού κράτους των πιστοποιητικών κοινωνικής νομιμοφροσύνης, της στρατοκρατίας και της ηγεμονίας του παλατιού. Κατά συνέπεια, απειλούσε και το ίδιο το καθεστώς της εξάρτησης και της αμερικανοκρατίας, η οποία αποτελούσε τον τελικό υποστηρικτή και επικαρπωτή του καθεστώτος.
Έτσι, η στρατιωτική δικτατορία ήρθε ως η τελευταία απόπειρα αυτού του συστήματος να σταματήσει την πλημμυρίδα της ανατροπής και ανέδειξε στον υπέρτατο βαθμό τα χαρακτηριστικά του μοντέλου που υπερασπιζόταν: φυλακές, εξορίες, βασανισμοί, και ταυτόχρονα προδοσία της Κύπρου (την οποία εγκαινίασαν με την απόσυρση της ελληνικής μεραρχίας από το νησί, το 1967, και την ολοκλήρωσαν με το πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή, το 1974).
Απέναντι σε αυτή την απροκάλυπτη επιστροφή του εμφυλίου πολέμου (καθόλου τυχαία, ο Παπαδόπουλος και οι περί αυτόν, εκεί, στον εμφύλιο και στον πόλεμο της Κορέας είχαν αναδειχθεί για πρώτη φορά), το αντίπαλο στρατόπεδο οδηγείται, με τη σειρά του, σε μια ταχύτατη ριζοσπαστικοποίηση. Όχι μόνο εξελίσσονται οι μέθοδοι πάλης υποχρεωτικά προς την παρανομία και τις βομβιστικές ενέργειες (αρκεί να θυμηθούμε ότι ακόμα και ο Σημίτης έβαζε βόμβες), αλλά μεταλλάσσεται και το πολιτικό σύστημα. Οι δυνάμεις της παλιάς αστικής και κεντρώας αντιπολίτευσης, που εκφράζονταν από τον Γεώργιο Παπανδρέου και, μετά το θάνατό του, τον Γεώργιο Μαύρο, υποσκελίζονται από ριζοσπαστικότερες πολιτικές δυνάμεις, το ΠΑΚ του Ανδρέα Παπανδρέου, το ΠΑΜ της παραδοσιακής αριστεράς, με ηγέτη τον Μίκη Θεοδωράκη, ενώ, τέλος, αναδεικνύεται μια πληθώρα μικρότερων ή μεγαλύτερων οργανώσεων που, απέναντι στη δικτατορία, δεν θέτουν πλέον ως αίτημα την απλή επιστροφή σε ένα δημοκρατικό καθεστώς ή έστω την καταστροφή των εμφυλιοπολεμικών δομών αλλά προχωρούν ακόμη πιο πέρα και θέλουν να συνδυάσουν τον αντιδικτατορικό αγώνα με την ίδια την ανατροπή του καπιταλιστικού καθεστώτος ή, τουλάχιστον, του καθεστώτος της εξάρτησης. Σε αυτή την κατεύθυνση συνηγορούν εξάλλου οι τεράστιοι αντιαποικιακοί αγώνες της περιόδου, από τον Τσε Γκεβάρα μέχρι το Βιετνάμ, καθώς και το παγκόσμιο νεολαιίστικο κίνημα που, από την πολιτιστική επανάσταση στην Κίνα μέχρι το Μπέρκλεϋ των ΗΠΑ και με σύμβολο τον Μάη του 68 στη Γαλλία, συνταράζει όλον τον πλανήτη. Οι Έλληνες φοιτητές και νεολαίοι επηρεάζονται ιδιαίτερα από αυτό το παγκόσμιο κίνημα, και, προφανώς, πολύ περισσότερο εκείνοι που ζούσαν στη Δυτική Ευρώπη και κατ’ εξοχήν στις τρεις χώρες όπου αυτό το κίνημα ήταν ιδιαίτερα ισχυρό: τη Γαλλία, την Ιταλία και τη Γερμανία.
Μία από αυτές τις ομάδες που αναπτύχθηκε στη διάρκεια της δικτατορίας υπήρξε και το Αντιφασιστικό Κίνημα Ελλάδας – ΑΚΕ. Αυτό δημιουργήθηκε με την πρωτοβουλία μιας ομάδας διαφωνούντων του παλιού Κομμουνιστικού Κόμματος που, από το 1963, εξέδιδε το περιοδικό Φίλοι Νέων Χωρών και εν συνεχεία τον Αντιιμπεριαλιστή, με κυριότερο εκφραστή τον Νίκο Ψυρούκη. Η ιδιαιτερότητα αυτής της ομάδας, στο θεωρητικό-ιδεολογικό επίπεδο, εδραζόταν στο γεγονός ότι όχι μόνο ασκούσε κριτική στη Σοβιετική Ένωση και τον γραφειοκρατικό κρατικό καπιταλισμό της, υποστηρίζοντας μάλλον την Κίνα και τον Μάο Τσε Τουνγκ, αλλά το ότι έδινε ιδιαίτερο βάρος στον ρόλο των χωρών του Τρίτου Κόσμου (εξ ου και το Φίλοι Νέων Χωρών), επέμενε ιδιαίτερα στη σημασία του Κυπριακού και είχε εγκαινιάσει μια πρωτότυπη ανάλυση για τη φύση της ελληνικής κοινωνίας, δηλαδή ως μια χώρα που είναι υποταγμένη με αποικιακό τρόπο στην κυρίαρχη Δύση, αλλά της οποίας οι άρχουσες τάξεις, και ιδιαίτερα οι εφοπλιστές, αποτελούσαν οργανικό στοιχείο του δυτικού ιμπεριαλισμού (αυτό που το Άρδην, μεταγενέστερα, θα ορίσει ως απόφυση της Δύσης). Αυτή η οργάνωση, στις συνθήκες της δικτατορίας, ιδιαίτερα στο εξωτερικό, συνδέθηκε με ορισμένους νέους φοιτητές, κατ’ εξοχήν στο Παρίσι, όπου εξέδιδαν για αρκετά χρόνια ανελλιπώς το μηνιαίο περιοδικό Αντιφασίστας, αλλά και στη Γερμανία –Μόναχο και Στουτγάρδη, καθώς και στην Ελβετία. Μια επιπλέον ιδιαιτερότητα της συγκεκριμένης ομάδας ήταν το γεγονός ότι, σε αντίθεση με τις περισσότερες, αν όχι όλες τις ελληνικές αντιδικτατορικές οργανώσεις, συνδέθηκε στενά και με το γαλλικό εξωκοινοβουλευτικό κίνημα και οργανώσεις. Έτσι, το ΑΚΕ των Παρισίων είχε μια διπλή αναφορά τόσο στην ελληνική αντίσταση όσο και στο νεολαιίστικο και εργατικό επαναστατικό κίνημα της Δυτικής Ευρώπης.
Ανάλογη ήταν και η δραστηριότητα αυτής της ομάδας. Συμμετείχε έντονα και ενεργά στις εκδηλώσεις του αντιδικτατορικού αγώνα του εξωτερικού, έστελνε υλικό, έντυπο και μη, στην Ελλάδα, εξασφάλιζε διαβατήρια και άλλα μέσα για τους διωκόμενους αγωνιστές, ενώ συμμετείχε σε όλες τις μεγάλες κινητοποιήσεις του γαλλικού κινήματος. Το 1973, αυτή η ομάδα έχει πλέον διευρυνθεί και ωριμάσει αρκετά, όπως εξάλλου συνέβαινε και με αρκετές άλλες οργανώσεις, ώστε να θέσει το αίτημα μιας επιτάχυνσης του πολιτικού χρόνου και της περαιτέρω ανάπτυξης του κινήματος στην Ελλάδα. Ήδη, μετά τους αγώνες στη Νομική, 1972-1973, αρχίζουν μέλη της ομάδας να ταξιδεύουν και να εγκαθίστανται στην Ελλάδα, και κάποιοι θα βρεθούν και στο Πολυτεχνείο, ενώ θα γίνουν και οι πρώτες προσπάθειες για πρόσληψη σε εργοστάσια, σύμφωνα με τη λογική που εν πολλοίς εμπνέονταν από το γαλλικό κίνημα, για τη σύνδεση της νεολαίας με την εργατική τάξη.
Το Πολυτεχνείο του 1973, όπως είναι προφανές, αποτέλεσε μια βασική
τομή, όπως συνέβη για όλες τις αντιστασιακές οργανώσεις. Μέλη της ομάδας
συνελήφθησαν και στη Γαλλία, σε εκδηλώσεις συμπαράστασης στο
Πολυτεχνείο, ενώ παράλληλα οριστικοποιείται μια ρήξη με την αρχική,
«μητρική», ομάδα της Αθήνας, που υποστήριζε πως η κατάληψη του
Πολυτεχνείου αποτελεί μια παρακινδυνευμένη ή ίσως και προβοκατόρικη
ενέργεια. Αυτό υπήρξε το επιστέγασμα μιας διαφοροποίησης που είχε
αρχίσει από τα προηγούμενα χρόνια. Η «ομάδα των Παρισίων» παύει πλέον να
έχει έστω και μακρινούς δεσμούς με εκείνη των Αθηνών, και αποφασίζει να
αναλάβει η ίδια τη σύνδεση με την Ελλάδα ή, ακόμα περισσότερο, τη
μετακίνησή της στην Ελλάδα. Ήδη, από την Άνοιξη του 74, μέλη της
βρίσκονται στην Ελλάδα, σε εργοστασιακούς χώρους, και σταδιακά
ετοιμάζεται η μετακίνηση, είτε νόμιμα είτε παράνομα, και των υπολοίπων.
Το πραξικόπημα στην Κύπρο οδήγησε βέβαια στην κατάρρευση της δικτατορίας και το σύνολο σχεδόν των μελών της ομάδας, έχοντας εν πολλοίς εγκαταλείψει τις σπουδές και τα πτυχία, προτάσσοντας τη λογική της σύνδεσης με την εργατική τάξη, και με προμετωπίδα το σύνθημα Να υπηρετούμε τον λαό, βρίσκεται πλέον στη μεταχουντική Ελλάδα.
Το πραξικόπημα στην Κύπρο οδήγησε βέβαια στην κατάρρευση της δικτατορίας και το σύνολο σχεδόν των μελών της ομάδας, έχοντας εν πολλοίς εγκαταλείψει τις σπουδές και τα πτυχία, προτάσσοντας τη λογική της σύνδεσης με την εργατική τάξη, και με προμετωπίδα το σύνθημα Να υπηρετούμε τον λαό, βρίσκεται πλέον στη μεταχουντική Ελλάδα.
1974-1981: Αποδομώντας τους μηχανισμούς του μετεμφυλιακού κράτους
Η
βασική ιδέα που πρυτάνευσε στη δραστηριότητά μας, από τις 23 Ιουλίου
του 1974 και μετά (μια και, ήδη από τις 24 Ιουλίου, ορισμένοι από εμάς
είχαν φτάσει στην Ελλάδα), ήταν πως το τέλος της στρατιωτικής
δικτατορίας σηματοδοτούσε την απαρχή του τέλους του μετεμφυλιακού
κράτους. Επομένως, αυτό που είχε ήδη πραγματοποιηθεί στο ανώτερο
πολιτειακό επίπεδο θα έπρεπε να μεταφραστεί και στην καταστροφή των
δομών και των μηχανισμών εξουσίας αυτού του συστήματος και, ει δυνατόν,
στην αντικατάστασή του από μια επαναστατική εξουσία. Γι’ αυτό, αμέσως
μετά την κατάρρευση της δικτατορίας, θέτουμε ως κέντρο βάρος αυτό που
χαρακτηρίσαμε ως κοινωνική μεταπολίτευση. Η βασική ιδέα ήταν πως θα
πρέπει, στο επίπεδο της κοινωνίας συνολικά και κατ’ εξοχήν των λαϊκών
στρωμάτων, τον πολιτικό μετασχηματισμό να ακολουθήσει ο κοινωνικός. Γι’
αυτό θα επιμείνουμε ιδιαίτερα στη δραστηριοποίηση στους εργοστασιακούς
χώρους. και αυτό γιατί, στην περίοδο 1961-1973, είχε πραγματοποιηθεί μια
σημαντική ανάπτυξη αναδεικνύοντας την Ελλάδα στη δεύτερη χώρα του ΟΟΣΑ,
σε ρυθμούς βιομηχανικής ανάπτυξης μετά την Ιαπωνία, ανάπτυξη όμως που,
ιδιαίτερα στη διάρκεια της χούντας, είχε στηριχθεί στα χαμηλά
μεροκάματα, την έλλειψη συνδικαλισμού και την εργοδοτική και αστυνομική
τρομοκρατία. Έτσι, θα πρωτοστατήσουμε στην πρώτη βιομηχανική απεργία, το
Φθινόπωρο του 1974, στο εργοστάσιο Νάσιοναλ Καν της Ελευσίνας, και
βεβαίως, θα προτάξουμε ένα νέο και πρωτάκουστο σύνθημα που διαμορφώσαμε:
«Νόμος είναι το δίκιο του εργάτη». Για δύο ή τρία χρόνια, θα προωθούμε
αποφασιστικά τις απεργίες στα εργοστάσια (Πίτσος, Μελ, Ανατόλια κ.λπ.),
με μια διπλή στόχευση: τη δημιουργία αυτόνομων εργοστασιακών σωματείων,
σε αντίθεση με τα κυρίαρχα και ελεγχόμενα από το ΚΚΕ κλαδικά σωματεία,
και, βέβαια, την κατάκτηση εισοδηματικών και άλλων αιτημάτων.
Αν αυτή ήταν η κεντρική μας δραστηριότητα, ταυτόχρονα συμμετέχουμε στις προσπάθειες για τη συγκρότηση πολιτικού σχήματος. Στην πρώτη περίοδο, μετά τον Ιούλιο του 1974, προσπαθήσαμε να δημιουργηθεί ένα ευρύτερο οργανωτικό σχήμα από αρκετές αντιστασιακές οργανώσεις, με τις οποίες είχαμε κοινή δράση στη δικτατορία και παραπλήσιες αντιλήψεις. αυτό όμως δεν κατέστη δυνατό, κυρίως λόγω της διαφορετικής ανάλυσης που κάναμε για την άμεση μεταπολιτευτική περίοδο. Εμείς υποστηρίζαμε πως το καθεστώς έχει ήδη εξαντληθεί και δεν είναι δυνατή η επιστροφή του. Αντίθετα, η πλειοψηφία των αντιστασιακών οργανώσεων, ίσως και εξαιτίας των πικρών εμπειριών που είχαν κατά τη διάρκεια της σκληρής καταπίεσης που ακολούθησε το Πολυτεχνείο του 1973, θεωρούσαν ότι ο κίνδυνος της επιστροφής της δικτατορίας ήταν υπαρκτός και επομένως δεν θα έπρεπε να ξανοιχτούμε σε ευρύτερα κινήματα, αλλά να συνεχίσουμε να δρούμε στην παρανομία. Προφανώς, επρόκειτο για δύο ριζικά διαφορετικές οπτικές που μας υποχρέωσαν να προχωρήσουμε στη δημιουργία μιας νέας πολιτικής οργάνωσης, μαζί με μια σημαντική ομάδα Ελλήνων φοιτητών, που είχαν διακριθεί στον αντιδικτατορικό αγώνα, και συγκροτήσαμε τη λεγόμενη Ομάδα για μια Προλεταριακή Αριστερά – ΟΠΑ, θεωρώντας ότι τα μεγέθη μας ήταν τέτοια που δεν επέτρεπαν άλλες βαρύγδουπες ονομασίες, όπως την ίδια εποχή έκαναν πολλές οργανώσεις της Άκρας Αριστεράς που βαφτίζονταν εύκολα Κόμματα και Κινήματα.
Η λογική μας για την αποδόμηση των μηχανισμών του εμφυλιακού κράτους οδηγούσε παράλληλα στη συμμετοχή, με τον πιο εμφαντικό τρόπο, στο λεγόμενο Κίνημα της αποχουντοποίησης. Σε αυτό συμμετείχαν τότε και οι ένοπλες οργανώσεις, που θεωρούσαν πως η ριζική αλλαγή των κοινωνικών δομών, θα έπρεπε να πραγματοποιηθεί με την χρησιμοποίηση μεθόδων πάλης που ήταν κατάλληλες για την περίοδο της δικτατορίας. Έτσι, ενώ συμφωνούσαμε σε πολλούς από τους στόχους, διαφωνούσαμε με τη συστηματοποίηση της ένοπλης βίας σε περιόδους κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Από τότε υποστηρίζαμε πως η χρήση μορφών πάλης, που δεν ανταποκρίνονται στη συνείδηση και τις μορφές πάλης που χρησιμοποιεί ο ίδιος ο λαός, οδηγεί στα αντίθετα αποτελέσματα. Επειδή όμως βγαίναμε από ένα κοινό κίνημα και διαπνεόμαστε από πολλές κοινές αντιλήψεις και επειδή η μεταπολιτευτική πολιτική εξουσία προσπαθούσε να προφυλάξει ουσιαστικά τις δομές του χουντικού κράτους, γι’ αυτό, παρότι διαφωνούσαμε με τη γενικότερη αντίληψή τους, ήταν δυνατό να επικροτούμε συγκεκριμένες ενέργειες.
Αν αυτή ήταν η κεντρική μας δραστηριότητα, ταυτόχρονα συμμετέχουμε στις προσπάθειες για τη συγκρότηση πολιτικού σχήματος. Στην πρώτη περίοδο, μετά τον Ιούλιο του 1974, προσπαθήσαμε να δημιουργηθεί ένα ευρύτερο οργανωτικό σχήμα από αρκετές αντιστασιακές οργανώσεις, με τις οποίες είχαμε κοινή δράση στη δικτατορία και παραπλήσιες αντιλήψεις. αυτό όμως δεν κατέστη δυνατό, κυρίως λόγω της διαφορετικής ανάλυσης που κάναμε για την άμεση μεταπολιτευτική περίοδο. Εμείς υποστηρίζαμε πως το καθεστώς έχει ήδη εξαντληθεί και δεν είναι δυνατή η επιστροφή του. Αντίθετα, η πλειοψηφία των αντιστασιακών οργανώσεων, ίσως και εξαιτίας των πικρών εμπειριών που είχαν κατά τη διάρκεια της σκληρής καταπίεσης που ακολούθησε το Πολυτεχνείο του 1973, θεωρούσαν ότι ο κίνδυνος της επιστροφής της δικτατορίας ήταν υπαρκτός και επομένως δεν θα έπρεπε να ξανοιχτούμε σε ευρύτερα κινήματα, αλλά να συνεχίσουμε να δρούμε στην παρανομία. Προφανώς, επρόκειτο για δύο ριζικά διαφορετικές οπτικές που μας υποχρέωσαν να προχωρήσουμε στη δημιουργία μιας νέας πολιτικής οργάνωσης, μαζί με μια σημαντική ομάδα Ελλήνων φοιτητών, που είχαν διακριθεί στον αντιδικτατορικό αγώνα, και συγκροτήσαμε τη λεγόμενη Ομάδα για μια Προλεταριακή Αριστερά – ΟΠΑ, θεωρώντας ότι τα μεγέθη μας ήταν τέτοια που δεν επέτρεπαν άλλες βαρύγδουπες ονομασίες, όπως την ίδια εποχή έκαναν πολλές οργανώσεις της Άκρας Αριστεράς που βαφτίζονταν εύκολα Κόμματα και Κινήματα.
Η λογική μας για την αποδόμηση των μηχανισμών του εμφυλιακού κράτους οδηγούσε παράλληλα στη συμμετοχή, με τον πιο εμφαντικό τρόπο, στο λεγόμενο Κίνημα της αποχουντοποίησης. Σε αυτό συμμετείχαν τότε και οι ένοπλες οργανώσεις, που θεωρούσαν πως η ριζική αλλαγή των κοινωνικών δομών, θα έπρεπε να πραγματοποιηθεί με την χρησιμοποίηση μεθόδων πάλης που ήταν κατάλληλες για την περίοδο της δικτατορίας. Έτσι, ενώ συμφωνούσαμε σε πολλούς από τους στόχους, διαφωνούσαμε με τη συστηματοποίηση της ένοπλης βίας σε περιόδους κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Από τότε υποστηρίζαμε πως η χρήση μορφών πάλης, που δεν ανταποκρίνονται στη συνείδηση και τις μορφές πάλης που χρησιμοποιεί ο ίδιος ο λαός, οδηγεί στα αντίθετα αποτελέσματα. Επειδή όμως βγαίναμε από ένα κοινό κίνημα και διαπνεόμαστε από πολλές κοινές αντιλήψεις και επειδή η μεταπολιτευτική πολιτική εξουσία προσπαθούσε να προφυλάξει ουσιαστικά τις δομές του χουντικού κράτους, γι’ αυτό, παρότι διαφωνούσαμε με τη γενικότερη αντίληψή τους, ήταν δυνατό να επικροτούμε συγκεκριμένες ενέργειες.
Αυτό συνέβη
διότι η πτώση της δικτατορίας δεν πραγματοποιήθηκε μέσα από ένα λαϊκό
κίνημα, αλλά από την κατάρρευσή της μετά την προδοσία της Κύπρου. Έτσι, η
αλλαγή φρουράς στο επίπεδο της κυβερνητικής εξουσίας έγινε με
συνεννόηση και όχι με σύγκρουση. Και αυτή η συνεννόηση προέβλεπε πως η
Χούντα και οι άνθρωποί της δεν θα διώκονταν από το νέο κοινοβουλευτικό
καθεστώς. Πράγματι, αυτή η συμφωνία τηρήθηκε για αρκετό διάστημα, έως
ότου οι λαϊκές κινητοποιήσεις υποχρέωσαν την πολιτική εξουσία να
οδηγήσει κάποιους από αυτούς στο εδώλιο και τη φυλακή. Το πλέον
σκανδαλώδες ήταν το γεγονός ότι οι βασανιστές, που είχαν οδηγήσει
δεκάδες ανθρώπους στον θάνατο, και εκατοντάδες ή χιλιάδες σε σωματικό
και ψυχικό ακρωτηριασμό, παρέμεναν ανενόχλητοι. Γι’ αυτό και, όταν τον
Δεκέμβριο του 1976 η οργάνωση 17 Νοέμβρη προέβη στην εκτέλεση του
Μάλλιου, ηγετικού στελέχους των μηχανισμών βασανιστηρίων της χούντας, η
οργάνωσή μας κυκλοφόρησε μια προκήρυξη η οποία τόνιζε στην τελευταία της
παράγραφο:
«Γιατί το πρόβλημα δεν είναι αν είναι σωστή εν γένει, σαν συνολική πολιτική αντίληψη, η «τρομοκρατία» ή απομονωμένες ενέργειες, που εν γένει δεν είναι, το ζήτημα είναι πως είδε ο λαός σε αυτήν την ενέργεια μια απάντηση στην ατιμωρησία των φασιστών γι’ αυτό και την επικροτεί. Γι’ αυτό και δεν λειτούργησε σαν απομονωμένη αλλά ακριβώς αντίθετα. Μαζί με τον λαό, λοιπόν, γιατί το μάτι του λαού βλέπει σωστά, δεν έχουμε παρά ένα πράγμα να πούμε: Γεια στα χέρια τους», ΟΠΑ, 17 Δεκέμβρη 1976.
Σε λίγο καιρό εξάλλου, επειδή η δραστηριότητα των ένοπλων οργανώσεων συνεχιζόταν φθάνοντας και στους χώρους που αποτελούσαν το κύριο πεδίο της δραστηριότητάς μας, δηλαδή τα εργοστάσια, τα ορυχεία κ.λπ. –χαρακτηριστική είναι η απόπειρα βομβιστικής επίθεσης στο εργοστάσιο AEG που κατέληξε στη δολοφονία του μέλους του ΕΛΑ, Χρήστου Κασίμη, και τη σύλληψη του συνδικαλιστή της AEG, Γιάννη Σερίφη–, θα αρχίσει μια μακρά περίοδος αστυνομικής καταστολής και προσπάθειας να στοχοποιηθεί η ΟΠΑ ως το νόμιμο όχημα των τρομοκρατικών οργανώσεων. Σε όλη αυτή την περίοδο, δεκάδες ή ίσως και εκατοντάδες φορές θα οδηγηθούμε στα δικαστήρια και πολλοί θα βρίσκονται διαρκώς στο στόχαστρο ή υπό την παρακολούθηση των διωκτικών αρχών. Η γελοία και παιδαριώδης απόπειρα της αστυνομίας, προκειμένου να καλύψει τη δολοφονία του Κασίμη, να την φορτώσει στον Γιάννη Σερίφη, θα ανοίξει μια μακρά περίοδο ανακρίσεων, δικών και κινητοποιήσεων που θα μεταβάλουν το σχετικό ζήτημα σε σύμβολο αντίστασης στην κρατική τρομοκρατία. Εμείς υπήρξαμε από τους πρωτοστάτες αυτής της κινητοποίησης και υποστήκαμε βέβαια όλες τις συνέπειες των διώξεων.
Αυτές οι συνέπειες όμως δεν ήταν μόνο αστυνομικού χαρακτήρα, ήταν κατ’ εξοχήν πολιτικές. Διότι μας υποχρέωσαν, για μια μακρά περίοδο, να στρέψουμε μεγάλο μέρος της δραστηριότητάς μας στην αντιμετώπιση αυτών των διώξεων, ένα κομμάτι του λαού να μας αντιμετωπίζει καχύποπτα «ως τρομοκράτες», γεγονός που επέτρεψε στο ΠΑΣΟΚ, ανενόχλητο, να καρπωθεί πολιτικά ένα τεράστιο κίνημα «αποχουντοποίησης» της κοινωνίας, που είχε εξαπλωθεί σε όλη την Ελλάδα. Διότι δεν ήταν μόνο οι αγώνες στα εργοστάσια, στα ορυχεία και τις οικοδομές, όπου συμμετείχαμε, αλλά διεξάγονταν και αγώνες αγροτικοί, μαθητικοί, αγώνες για τον εκδημοκρατισμό του στρατού, καθώς και οι πρώτες κινητοποιήσεις ενάντια στην μόλυνση, ιδιαίτερα στο αποτρόπαιο νέφος της Αθήνας.
Και όμως, ο χώρος μας δεν κατόρθωσε να εκφράσει πολιτικά αυτό το κίνημα για δύο λόγους: Ο πρώτος είχε να κάνει με τον εγκλωβισμό μας στο σχήμα κρατική τρομοκρατία-καταστολή-αντιτρομοκρατία-δίκες κ.λπ., στον οποίο μας οδηγούσαν οι ένοπλοι «σύντροφοι που κάνανε λάθος». ο δεύτερος ήταν ίσως ακόμα σοβαρότερος και θεμελιωδέστερος: έχοντας σιχαθεί και απορρίψει την υπερπολιτικοποίηση της ελληνικής πολιτικής σκηνής η οποία υποτιμούσε τα κοινωνικά φαινόμενα και τα κοινωνικά κινήματα, έχοντας επηρεαστεί βαθύτατα από τα κινήματα της Δύσης και του «Μάη», τα οποία επικέντρωναν στην προτεραιότητα του κοινωνικού έναντι του πολιτικού, υποτιμούσαμε τον ρόλο του πολιτικού στοιχείου. Και σε αυτό μας έσπρωχνε επί πλέον η γελοία υπερπολιτικοποίηση των ελληνικών γκρουπούσκουλων, που παρίσταναν την «ηγεσία του προλεταριάτου» ή συμμετείχαν σε αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις με αστεία αποτελέσματα.
Αλλά ο δρόμος προς την κόλαση είναι στρωμένος με τις καλύτερες προθέσεις. Διότι μπορεί να μην υποπέσαμε στο σφάλμα του οργανωτικισμού, αλλά υποτιμούσαμε τη σημασία της διαμόρφωσης των πολιτικών υποκειμένων. Έτσι, το 1981, τα εργοστασιακά σωματεία, που είχαμε δημιουργήσει, είχαν περάσει στην πλειοψηφία τους στα χέρια του ΠΑΣΟΚ, και οι αγρότες, με τους οποίους κατεβαίναμε μαζί στα τρακτέρ, ψήφιζαν αθρόα την «αλλαγή». Ίσως βέβαια να ήταν αναπόφευκτος ένας «καταμερισμός εργασίας» ανάμεσα σε μας, που στα εργοστάσια και τις οικοδομές πραγματοποιούσαμε το κοινωνικό έργο και στους δρόμους γκρεμίζαμε το αστυνομικό κράτος, και το ΠΑΣΟΚ, που στο πολιτικό επίπεδο ερχόταν να «υλοποιήσει» τα λαϊκά αιτήματα, έστω και αν «έπαιρνε την αλήθεια μας για να την κάνει λιώμα».
Ωστόσο, το στοιχείο που μας συνέδεε ισχυρά με την ελληνική πολιτική πραγματικότητα ήταν η εμμονή μας στον πατριωτισμό και την υπεράσπιση της Κύπρου. Την ίδια περίοδο που στην ουσία επιταχύναμε τον εκσυγχρονισμό των δομών της ελληνικής κοινωνίας με τη δημιουργία συνδικάτων, αγροτικών ενώσεων, μαθητικών συμβουλίων, επιτροπών φαντάρων, ταυτόχρονα και αδιάλειπτα, σε αντίθεση με πολλούς άλλους από τους τότε συμμαχητές μας, επιμέναμε στο ζήτημα του τουρκικού επεκτατισμού και της υπεράσπισης της Κύπρου. Έτσι, ενώ από τη μια πλευρά πραγματοποιούσαμε μια εισαγωγή κινημάτων και ευαισθησιών από τη Δύση, από την άλλη επιμέναμε στην ιδιαιτερότητά μας, χωρίς όμως, ακόμα τότε, να μπορούμε να επιτύχουμε μια αρμονική σύνθεση ανάμεσα σε αυτές τις δύο παραμέτρους.
Εκείνη την περίοδο, πάντως, παράλληλα με έναν αδιάκοπο πρακτικό ακτιβισμό και την έκδοση εκατοντάδων προκηρύξεων, πραγματοποιούμε μια σειρά από εκδόσεις (για τα εργοστασιακά σωματεία και το Πολυτεχνείο), εκδίδουμε το μηνιαίο Δελτίο Πληροφόρησης από το 1976 (που το 1979 θα μετεξελιχθεί στο περιοδικό Ρήξη), τον Εργατικό Αγώνα, στην Αθήνα, το 1976, τον Δρόμο στη Θεσσαλονίκη, καθώς και το θεωρητικό περιοδικό Προλεταριακή Αριστερά. Παράλληλα, έντυπα εκδίδονται και στον μαθητικό ή τον φοιτητικό χώρο.
«Γιατί το πρόβλημα δεν είναι αν είναι σωστή εν γένει, σαν συνολική πολιτική αντίληψη, η «τρομοκρατία» ή απομονωμένες ενέργειες, που εν γένει δεν είναι, το ζήτημα είναι πως είδε ο λαός σε αυτήν την ενέργεια μια απάντηση στην ατιμωρησία των φασιστών γι’ αυτό και την επικροτεί. Γι’ αυτό και δεν λειτούργησε σαν απομονωμένη αλλά ακριβώς αντίθετα. Μαζί με τον λαό, λοιπόν, γιατί το μάτι του λαού βλέπει σωστά, δεν έχουμε παρά ένα πράγμα να πούμε: Γεια στα χέρια τους», ΟΠΑ, 17 Δεκέμβρη 1976.
Σε λίγο καιρό εξάλλου, επειδή η δραστηριότητα των ένοπλων οργανώσεων συνεχιζόταν φθάνοντας και στους χώρους που αποτελούσαν το κύριο πεδίο της δραστηριότητάς μας, δηλαδή τα εργοστάσια, τα ορυχεία κ.λπ. –χαρακτηριστική είναι η απόπειρα βομβιστικής επίθεσης στο εργοστάσιο AEG που κατέληξε στη δολοφονία του μέλους του ΕΛΑ, Χρήστου Κασίμη, και τη σύλληψη του συνδικαλιστή της AEG, Γιάννη Σερίφη–, θα αρχίσει μια μακρά περίοδος αστυνομικής καταστολής και προσπάθειας να στοχοποιηθεί η ΟΠΑ ως το νόμιμο όχημα των τρομοκρατικών οργανώσεων. Σε όλη αυτή την περίοδο, δεκάδες ή ίσως και εκατοντάδες φορές θα οδηγηθούμε στα δικαστήρια και πολλοί θα βρίσκονται διαρκώς στο στόχαστρο ή υπό την παρακολούθηση των διωκτικών αρχών. Η γελοία και παιδαριώδης απόπειρα της αστυνομίας, προκειμένου να καλύψει τη δολοφονία του Κασίμη, να την φορτώσει στον Γιάννη Σερίφη, θα ανοίξει μια μακρά περίοδο ανακρίσεων, δικών και κινητοποιήσεων που θα μεταβάλουν το σχετικό ζήτημα σε σύμβολο αντίστασης στην κρατική τρομοκρατία. Εμείς υπήρξαμε από τους πρωτοστάτες αυτής της κινητοποίησης και υποστήκαμε βέβαια όλες τις συνέπειες των διώξεων.
Αυτές οι συνέπειες όμως δεν ήταν μόνο αστυνομικού χαρακτήρα, ήταν κατ’ εξοχήν πολιτικές. Διότι μας υποχρέωσαν, για μια μακρά περίοδο, να στρέψουμε μεγάλο μέρος της δραστηριότητάς μας στην αντιμετώπιση αυτών των διώξεων, ένα κομμάτι του λαού να μας αντιμετωπίζει καχύποπτα «ως τρομοκράτες», γεγονός που επέτρεψε στο ΠΑΣΟΚ, ανενόχλητο, να καρπωθεί πολιτικά ένα τεράστιο κίνημα «αποχουντοποίησης» της κοινωνίας, που είχε εξαπλωθεί σε όλη την Ελλάδα. Διότι δεν ήταν μόνο οι αγώνες στα εργοστάσια, στα ορυχεία και τις οικοδομές, όπου συμμετείχαμε, αλλά διεξάγονταν και αγώνες αγροτικοί, μαθητικοί, αγώνες για τον εκδημοκρατισμό του στρατού, καθώς και οι πρώτες κινητοποιήσεις ενάντια στην μόλυνση, ιδιαίτερα στο αποτρόπαιο νέφος της Αθήνας.
Και όμως, ο χώρος μας δεν κατόρθωσε να εκφράσει πολιτικά αυτό το κίνημα για δύο λόγους: Ο πρώτος είχε να κάνει με τον εγκλωβισμό μας στο σχήμα κρατική τρομοκρατία-καταστολή-αντιτρομοκρατία-δίκες κ.λπ., στον οποίο μας οδηγούσαν οι ένοπλοι «σύντροφοι που κάνανε λάθος». ο δεύτερος ήταν ίσως ακόμα σοβαρότερος και θεμελιωδέστερος: έχοντας σιχαθεί και απορρίψει την υπερπολιτικοποίηση της ελληνικής πολιτικής σκηνής η οποία υποτιμούσε τα κοινωνικά φαινόμενα και τα κοινωνικά κινήματα, έχοντας επηρεαστεί βαθύτατα από τα κινήματα της Δύσης και του «Μάη», τα οποία επικέντρωναν στην προτεραιότητα του κοινωνικού έναντι του πολιτικού, υποτιμούσαμε τον ρόλο του πολιτικού στοιχείου. Και σε αυτό μας έσπρωχνε επί πλέον η γελοία υπερπολιτικοποίηση των ελληνικών γκρουπούσκουλων, που παρίσταναν την «ηγεσία του προλεταριάτου» ή συμμετείχαν σε αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις με αστεία αποτελέσματα.
Αλλά ο δρόμος προς την κόλαση είναι στρωμένος με τις καλύτερες προθέσεις. Διότι μπορεί να μην υποπέσαμε στο σφάλμα του οργανωτικισμού, αλλά υποτιμούσαμε τη σημασία της διαμόρφωσης των πολιτικών υποκειμένων. Έτσι, το 1981, τα εργοστασιακά σωματεία, που είχαμε δημιουργήσει, είχαν περάσει στην πλειοψηφία τους στα χέρια του ΠΑΣΟΚ, και οι αγρότες, με τους οποίους κατεβαίναμε μαζί στα τρακτέρ, ψήφιζαν αθρόα την «αλλαγή». Ίσως βέβαια να ήταν αναπόφευκτος ένας «καταμερισμός εργασίας» ανάμεσα σε μας, που στα εργοστάσια και τις οικοδομές πραγματοποιούσαμε το κοινωνικό έργο και στους δρόμους γκρεμίζαμε το αστυνομικό κράτος, και το ΠΑΣΟΚ, που στο πολιτικό επίπεδο ερχόταν να «υλοποιήσει» τα λαϊκά αιτήματα, έστω και αν «έπαιρνε την αλήθεια μας για να την κάνει λιώμα».
Ωστόσο, το στοιχείο που μας συνέδεε ισχυρά με την ελληνική πολιτική πραγματικότητα ήταν η εμμονή μας στον πατριωτισμό και την υπεράσπιση της Κύπρου. Την ίδια περίοδο που στην ουσία επιταχύναμε τον εκσυγχρονισμό των δομών της ελληνικής κοινωνίας με τη δημιουργία συνδικάτων, αγροτικών ενώσεων, μαθητικών συμβουλίων, επιτροπών φαντάρων, ταυτόχρονα και αδιάλειπτα, σε αντίθεση με πολλούς άλλους από τους τότε συμμαχητές μας, επιμέναμε στο ζήτημα του τουρκικού επεκτατισμού και της υπεράσπισης της Κύπρου. Έτσι, ενώ από τη μια πλευρά πραγματοποιούσαμε μια εισαγωγή κινημάτων και ευαισθησιών από τη Δύση, από την άλλη επιμέναμε στην ιδιαιτερότητά μας, χωρίς όμως, ακόμα τότε, να μπορούμε να επιτύχουμε μια αρμονική σύνθεση ανάμεσα σε αυτές τις δύο παραμέτρους.
Εκείνη την περίοδο, πάντως, παράλληλα με έναν αδιάκοπο πρακτικό ακτιβισμό και την έκδοση εκατοντάδων προκηρύξεων, πραγματοποιούμε μια σειρά από εκδόσεις (για τα εργοστασιακά σωματεία και το Πολυτεχνείο), εκδίδουμε το μηνιαίο Δελτίο Πληροφόρησης από το 1976 (που το 1979 θα μετεξελιχθεί στο περιοδικό Ρήξη), τον Εργατικό Αγώνα, στην Αθήνα, το 1976, τον Δρόμο στη Θεσσαλονίκη, καθώς και το θεωρητικό περιοδικό Προλεταριακή Αριστερά. Παράλληλα, έντυπα εκδίδονται και στον μαθητικό ή τον φοιτητικό χώρο.
1981-1993: Αναζητώντας το εναλλακτικό κίνημα
Η
άνοδος του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, το 1981, κλείνει την πρώτη «ταραγμένη»
περίοδο της Μεταπολίτευσης, όπου όλα φαίνονταν δυνατά, μια περίοδο κατά
την οποία οι παλιές κοινωνικές και πολιτικές ισορροπίες ανατρέπονταν,
χωρίς ακόμα να αναδύεται μία νέα. Γι’ αυτό, εξάλλου, όπως τονίσαμε, είχε
εμφανιστεί και μια επαναστατική κοινωνική και πολιτική συνιστώσα που
επεδίωκε την ανατροπή του στάτους κβο, στην κατεύθυνση μιας ριζικής
κοινωνικοπολιτικής αλλαγής. Όμως τα πράγματα οδήγησαν σε μια νέα
ισορροπία, την οποία εξέφρασε το ΠΑΣΟΚ, ριζικά διάφορη από την
παλιότερη, μια και ερχόταν να αναδείξει στο κοινωνικό και πολιτικό
προσκήνιο τις δυνάμεις των «μικρομεσαίων», που αποτελούσαν ένα μεγάλο
μέρος της ελληνικής κοινωνίας. ισορροπία που δεν οδηγούσε βέβαια στην
κατεύθυνση μιας κοινωνικής ανατροπής αλλά στη συγκρότηση ενός νέου
κοινωνικού συμβολαίου, αυτού που, στη συνέχεια, αποκλήθηκε σχηματικά
«Μεταπολίτευση». Και οι αλλαγές είναι καταιγιστικές: Γενίκευση των
κοινωνικών ασφαλίσεων, δημιουργία στοιχειώδους κράτους πρόνοιας,
διόγκωση του κράτους. Διαλύεται η παλιά άρχουσα τάξη, η οποία ήταν
αδύνατον να επιβιώσει στις συνθήκες ενός ευρωπαϊκού τύπου κοινωνικού
συμβολαίου, μια και είχε μάθει να στηρίζεται στην πολιτική καταστολή και
στη φθηνή και ασυνδικάλιστη εργασία. –Χαρακτηριστικά, στα πρώτα χρόνια
της διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, όλες σχεδόν οι μεγάλες βιομηχανικές
επιχειρήσεις της χώρας εγκαταλείφθηκαν από τους ιδιοκτήτες τους στα
χέρια του κράτους.
Αυτό βέβαια δημιουργούσε μια κατάσταση ασταθούς ισορροπίας, διότι οι μικρομεσαίοι δεν μπορούν να κυβερνούν επί πολύ και είτε –όπερ και πιθανότερο– θα πραγματοποιούνταν μια εσωτερική διαφοροποίηση, μέσα από την οποία θα αναδεικνυόταν μια νέα άρχουσα ελίτ, είτε, κάτω από ιδιαίτερα ευνοϊκές παγκόσμιες και εσωτερικές συνθήκες, η ασταθής μικρομεσαία ισορροπία θα οδηγούσε σε παραπέρα ριζοσπαστικοποίηση.
Τονίζαμε, τότε, στο περιοδικό Ρήξη, το οποίο είχε αρχίσει να κυκλοφορεί από το 1980, πως ο δικός μας ρόλος θα ήταν να ενισχύσουμε τις τάσεις και τους μετασχηματισμούς προς αυτή, τη δεύτερη κατεύθυνση, γεγονός που είτε θα συμπαρέσυρε ολόκληρη την κοινωνία σε μια πορεία μετασχηματισμών είτε θα συγκροτούσε έναν έστω σοβαρό εναλλακτικό πόλο στο κοινωνικό και πολιτικό σκηνικό. Γι’ αυτό, σε αυτή την περίοδο, η προτεραιότητα παύει σταδιακά να μπαίνει στις εργατικές κινητοποιήσεις –οι οποίες εξασθενούν, εξ αιτίας τόσο του συνδικαλιστικού ελέγχου όσο και της σταδιακής αποβιομηχάνισης– και μετατοπίζονται όλο και πιο πολύ στα λεγόμενα εναλλακτικά κινήματα, το οικολογικό και τους πρώτους μεγάλους οικολογικούς αγώνες, τις κινητοποιήσεις των γυναικών, και κατ’ εξοχήν το νεολαιίστικο κίνημα, που, στα μέσα της δεκαετίας του 1980, αποκτά έναν σημαντικό πολιτικό ρόλο.
Όμως, τότε επιτείνεται και η αντιπαράθεση με τη στρατηγική της ένοπλης βίας και της τρομοκρατίας. Τα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, ένα μεγάλο κομμάτι της παλιάς Άκρας Αριστεράς, απογοητευμένο από την αδυναμία να συγκροτήσει ένα αξιόπιστο πολιτικό υποκείμενο, εμμένοντας όμως στη σταλινική και πραξικοπηματική αντίληψη της κατάληψης της εξουσίας, στρέφεται, τουλάχιστον ιδεολογικά, προς τη μαζική στήριξη στις ένοπλες οργανώσεις και ιδιαίτερα τη «17η Νοέμβρη», που αναλαμβάνει να «τιμωρήσει» την αστική τάξη και κάποιους φορείς της εξουσίας. Αυτό το γεγονός, παράλληλα με την ανάπτυξη κινημάτων με δυτικόστροφη πλέον ευαισθησία, όπως το αντιεξουσιαστικό –το οποίο υποτιμά εντελώς τη γεωπολιτική και ιστορική πραγματικότητα της χώρας– αποτέλεσε το ιδανικό πλαίσιο για να αναπτυχθεί μια λογική ένοπλης αντιπαράθεσης, η οποία ερχόταν σε άμεσο ανταγωνισμό με τη δική μας απόπειρα για τη συγκρότηση ενός μαζικού εναλλακτικού κινήματος απέναντι στην καθεστωτική μετεξέλιξη των μικρομεσαίων του ΠΑΣΟΚ. Εξάλλου, είχαμε μπροστά μας την εμπειρία της Γερμανίας και της Ιταλίας. Στη μεν Γερμανία, η δράση της RAF (Mπάαντερ Μάινχοφ) οδήγησε στην καταστροφή του ριζοσπαστικού γερμανικού κινήματος και την κυριαρχία των Πράσινων, που πολύ σύντομα εγκατέλειψαν κάθε ριζοσπαστική έκφρασή τους, στη δε Ιταλία, οι ένοπλες οργανώσεις, που ήταν πολύ πιο ισχυρές, συνέβαλαν στην ολοκληρωτική καταστροφή της ιταλικής Αριστεράς, και την κυριαρχία του μπερλουσκονισμού.
Για πολλά χρόνια, από το 1977-1984, προσπαθήσαμε να εμποδίσουμε μια ανάλογη μετεξέλιξη μέσα από το εναλλακτικό, αντιθεσμικό και νεολαιίστικο κίνημα και γι’ αυτό ήρθαμε σε σύγκρουση όχι μόνο με το κράτος αλλά και με την ίδια τη στρατηγική της ένοπλης βίας, ενώ, το 1984-85, αποφασίζουμε τη ρήξη με αυτόν τον κοινωνικό και πολιτικό χώρο και εγκαινιάζουμε μια στροφή προς τα εναλλακτικά κινήματα και την οικολογία.
Παράλληλα, στη λογική μιας μακρόχρονης ιδεολογικής διαμόρφωσης, μετά το τέλος της περιόδου του φρενήρους ακτιβισμού της δεκαετίας του εβδομήντα, ενισχύουμε την ιδεολογική και εκδοτική μας δραστηριότητα. Το 1980 δημιουργούμε το βιβλιοπωλείο Κομμούνα (σήμερα Εναλλακτικό Βιβλιοπωλείο) και τις ομώνυμες εκδόσεις (σήμερα Εναλλακτικές Εκδόσεις) και προβαίνουμε στην έκδοση αρκετών βιβλίων τόσο για την ελληνική όσο και τη διεθνή πραγματικότητα (βιβλία του Νέγκρι, του ιταλικού εργατισμού, τον Εργάτη και το Χρονόμετρο του Μπενζαμέν Κοριά, τους Δρόμους του Παραδείσου του Αντρέ Γκορζ, βιβλία του Γ. Καραμπελιά, για το οικολογικό και εναλλακτικό κίνημα, τους Γερμανούς πράσινους κ.λπ). Παράλληλα, συμμετέχουμε μαζί με άλλους σε πολλές επιτροπές και ομάδες για τον Στρατό, για τις γυναίκες (περιοδικό Κατίνα κ.ά.), για την αλληλεγγύη στους λαούς της Ανατολικής Ευρώπης (περιοδικό Αλληλεγγύη), για την επιστήμη (περιοδικό Lege Artis), εκδίδουμε το περιοδικό Πράξη στη Θεσσαλονίκη, τα περιοδικά Η εξέγερση είναι δίκαιη και Τα θέλουμε όλα. Στο Ρέθυμνο εκδίδεται το περιοδικό Ατραπός, στην Αμαλιάδα η Παρέμβαση κ.λπ. κλπ.
Αυτό βέβαια δημιουργούσε μια κατάσταση ασταθούς ισορροπίας, διότι οι μικρομεσαίοι δεν μπορούν να κυβερνούν επί πολύ και είτε –όπερ και πιθανότερο– θα πραγματοποιούνταν μια εσωτερική διαφοροποίηση, μέσα από την οποία θα αναδεικνυόταν μια νέα άρχουσα ελίτ, είτε, κάτω από ιδιαίτερα ευνοϊκές παγκόσμιες και εσωτερικές συνθήκες, η ασταθής μικρομεσαία ισορροπία θα οδηγούσε σε παραπέρα ριζοσπαστικοποίηση.
Τονίζαμε, τότε, στο περιοδικό Ρήξη, το οποίο είχε αρχίσει να κυκλοφορεί από το 1980, πως ο δικός μας ρόλος θα ήταν να ενισχύσουμε τις τάσεις και τους μετασχηματισμούς προς αυτή, τη δεύτερη κατεύθυνση, γεγονός που είτε θα συμπαρέσυρε ολόκληρη την κοινωνία σε μια πορεία μετασχηματισμών είτε θα συγκροτούσε έναν έστω σοβαρό εναλλακτικό πόλο στο κοινωνικό και πολιτικό σκηνικό. Γι’ αυτό, σε αυτή την περίοδο, η προτεραιότητα παύει σταδιακά να μπαίνει στις εργατικές κινητοποιήσεις –οι οποίες εξασθενούν, εξ αιτίας τόσο του συνδικαλιστικού ελέγχου όσο και της σταδιακής αποβιομηχάνισης– και μετατοπίζονται όλο και πιο πολύ στα λεγόμενα εναλλακτικά κινήματα, το οικολογικό και τους πρώτους μεγάλους οικολογικούς αγώνες, τις κινητοποιήσεις των γυναικών, και κατ’ εξοχήν το νεολαιίστικο κίνημα, που, στα μέσα της δεκαετίας του 1980, αποκτά έναν σημαντικό πολιτικό ρόλο.
Όμως, τότε επιτείνεται και η αντιπαράθεση με τη στρατηγική της ένοπλης βίας και της τρομοκρατίας. Τα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, ένα μεγάλο κομμάτι της παλιάς Άκρας Αριστεράς, απογοητευμένο από την αδυναμία να συγκροτήσει ένα αξιόπιστο πολιτικό υποκείμενο, εμμένοντας όμως στη σταλινική και πραξικοπηματική αντίληψη της κατάληψης της εξουσίας, στρέφεται, τουλάχιστον ιδεολογικά, προς τη μαζική στήριξη στις ένοπλες οργανώσεις και ιδιαίτερα τη «17η Νοέμβρη», που αναλαμβάνει να «τιμωρήσει» την αστική τάξη και κάποιους φορείς της εξουσίας. Αυτό το γεγονός, παράλληλα με την ανάπτυξη κινημάτων με δυτικόστροφη πλέον ευαισθησία, όπως το αντιεξουσιαστικό –το οποίο υποτιμά εντελώς τη γεωπολιτική και ιστορική πραγματικότητα της χώρας– αποτέλεσε το ιδανικό πλαίσιο για να αναπτυχθεί μια λογική ένοπλης αντιπαράθεσης, η οποία ερχόταν σε άμεσο ανταγωνισμό με τη δική μας απόπειρα για τη συγκρότηση ενός μαζικού εναλλακτικού κινήματος απέναντι στην καθεστωτική μετεξέλιξη των μικρομεσαίων του ΠΑΣΟΚ. Εξάλλου, είχαμε μπροστά μας την εμπειρία της Γερμανίας και της Ιταλίας. Στη μεν Γερμανία, η δράση της RAF (Mπάαντερ Μάινχοφ) οδήγησε στην καταστροφή του ριζοσπαστικού γερμανικού κινήματος και την κυριαρχία των Πράσινων, που πολύ σύντομα εγκατέλειψαν κάθε ριζοσπαστική έκφρασή τους, στη δε Ιταλία, οι ένοπλες οργανώσεις, που ήταν πολύ πιο ισχυρές, συνέβαλαν στην ολοκληρωτική καταστροφή της ιταλικής Αριστεράς, και την κυριαρχία του μπερλουσκονισμού.
Για πολλά χρόνια, από το 1977-1984, προσπαθήσαμε να εμποδίσουμε μια ανάλογη μετεξέλιξη μέσα από το εναλλακτικό, αντιθεσμικό και νεολαιίστικο κίνημα και γι’ αυτό ήρθαμε σε σύγκρουση όχι μόνο με το κράτος αλλά και με την ίδια τη στρατηγική της ένοπλης βίας, ενώ, το 1984-85, αποφασίζουμε τη ρήξη με αυτόν τον κοινωνικό και πολιτικό χώρο και εγκαινιάζουμε μια στροφή προς τα εναλλακτικά κινήματα και την οικολογία.
Παράλληλα, στη λογική μιας μακρόχρονης ιδεολογικής διαμόρφωσης, μετά το τέλος της περιόδου του φρενήρους ακτιβισμού της δεκαετίας του εβδομήντα, ενισχύουμε την ιδεολογική και εκδοτική μας δραστηριότητα. Το 1980 δημιουργούμε το βιβλιοπωλείο Κομμούνα (σήμερα Εναλλακτικό Βιβλιοπωλείο) και τις ομώνυμες εκδόσεις (σήμερα Εναλλακτικές Εκδόσεις) και προβαίνουμε στην έκδοση αρκετών βιβλίων τόσο για την ελληνική όσο και τη διεθνή πραγματικότητα (βιβλία του Νέγκρι, του ιταλικού εργατισμού, τον Εργάτη και το Χρονόμετρο του Μπενζαμέν Κοριά, τους Δρόμους του Παραδείσου του Αντρέ Γκορζ, βιβλία του Γ. Καραμπελιά, για το οικολογικό και εναλλακτικό κίνημα, τους Γερμανούς πράσινους κ.λπ). Παράλληλα, συμμετέχουμε μαζί με άλλους σε πολλές επιτροπές και ομάδες για τον Στρατό, για τις γυναίκες (περιοδικό Κατίνα κ.ά.), για την αλληλεγγύη στους λαούς της Ανατολικής Ευρώπης (περιοδικό Αλληλεγγύη), για την επιστήμη (περιοδικό Lege Artis), εκδίδουμε το περιοδικό Πράξη στη Θεσσαλονίκη, τα περιοδικά Η εξέγερση είναι δίκαιη και Τα θέλουμε όλα. Στο Ρέθυμνο εκδίδεται το περιοδικό Ατραπός, στην Αμαλιάδα η Παρέμβαση κ.λπ. κλπ.
Με βάση την ανάλυσή μας, ότι το κίνημα της εξωκοινοβουλευτικής
αριστεράς θα πρέπει να αποφύγει τους σκοπέλους που το οδήγησαν στην ήττα
στην Ιταλία, επιμένουμε στην ανάγκη της συγκρότησης ενός εναλλακτικού,
πολιτικού πόλου, που να συνδυάζει τα οικολογικά και εναλλακτικά
κινήματα, τον πατριωτισμό (όλη αυτή την περίοδο, επιμένουμε ιδιαίτερα
στο Κυπριακό και, μαζί με φίλους Κυπρίους, συμβάλουμε στη δημιουργία του
περιοδικού Αυτοδιάθεση, το 1984, ενώ, το 1988, συμμετέχουμε και
πρωτοστατούμε στην πρώτη, μετά το Νταβός του Ανδρέα Παπανδρέου, μεγάλη
κινητοποίηση ενάντια στην επίσκεψη Οζάλ στην Αθήνα). Αυτή η στόχευσή
μας συνδέεται με την ανάλυσή μας πως η μεταπολίτευση έχει εξαντλήσει
όλες τις θετικές διαστάσεις και πολύ σύντομα θα περνούσαμε σε μια
περίοδο αναδιάρθρωσης και ανασυγκρότησης του πολιτικού τοπίου.
Οι παράλληλοι μετασχηματισμοί στην Κίνα και τη Σοβιετική Ένωση οδηγούν στο τέλος του υπαρκτού σοσιαλισμού και επιταχύνουν τις διεργασίες που προαναφέραμε. Εξάλλου, η κρίση Κοσκωτά και η κατάρρευση της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ έρχονται να επιβεβαιώσουν αυτή την πολιτική πρόβλεψη. Στην παραδοσιακή Αριστερά, εξαιτίας της «περεστρόικα», ΚΚΕ και ΚΚΕεσωτ. συγχωνεύονται σε κοινό κόμμα, δημιουργώντας τον Συνασπισμό, και, με την «συγκυβέρνηση» με τη Ν. Δημοκρατία και επιγενέστερα με την τριτοκομματική, συμμετέχουν για πρώτη φορά στην πολιτική εξουσία. Μαζί με ένα τμήμα των οικολογικών και εναλλακτικών δυνάμεων δημιουργούμε τους Οικολόγους-Εναλλακτικούς, που στεγάζονται στα γραφεία του Άρδην, και κατορθώνουμε, για πρώτη φορά στη μεταπολίτευση, να επιτύχουμε την εκλογή βουλευτή στο Κοινοβούλιο από τον άλλοτε εξωκοινοβουλευτικό χώρο. Ωστόσο, επρόκειτο για ένα εγχείρημα λειψό και υπονομευμένο. Κατ’ αρχάς, διότι, εκτός από τη Ρήξη και μερικές μικρότερες ομάδες, δεν κατόρθωσε να συμπεριλάβει ένα σημαντικό κομμάτι του χώρου, ο οποίος αρνήθηκε να ενταχθεί σε μια εναλλακτική προοπτική, με αποτέλεσμα να βρεθούμε αντιμέτωποι, στο εσωτερικό των Οικολόγων Εναλλακτικών, με μικρές οικολογικές ομάδες, χαμηλής μαζικότητας και χαμηλού πολιτικού επιπέδου, και κατά δεύτερο και κύριο λόγο, διότι μας χώριζε ένα κυριολεκτικό χάσμα σε ό,τι αφορούσε στα εθνικά θέματα και τη γεωπολιτική ανάλυση.
Έτσι λοιπόν, το εγχείρημα αυτό, που κατόρθωσε και μια δεύτερη φορά να εκλέξει βουλευτή στο Κοινοβούλιο, αφ’ ενός γελοιοποιήθηκε, εξ αιτίας του χαμηλού πολιτικού επιπέδου του οικολογικού κινήματος στην Ελλάδα, αφ’ ετέρου, και κυρίως, η αλλαγή της διεθνούς συγκυρίας οδήγησε σε παροξυσμό τις εσωτερικές διαφοροποιήσεις του οδηγώντας το σε αποτυχία.
Πράγματι, η κατάρρευση του ανατολικού στρατοπέδου, με σύμβολό της εκείνη του τείχους του Βερολίνου, έφερε μια τεράστια ανατροπή στην ιδεολογική και πολιτική πραγματικότητα ολόκληρου του πλανήτη, και πολύ περισσότερο της δικής μας περιοχής. Η έλλειψη αντίπαλου δέους στον αμερικάνικο καπιταλισμό θα οδηγήσει στη λεγόμενη παγκοσμιοποίηση, δηλαδή στη δημιουργία, για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία, ενός μονοπολικού παγκόσμιου συστήματος, με όλες τις πολιτικές και οικονομικές συνέπειες που είχε αυτό –κατάργηση των δασμών και δημιουργία παγκόσμιας αγοράς, πολιτικές και στρατιωτικές επεμβάσεις με βάση το λεγόμενο ανθρωπιστικό δίκαιο κ.λπ–. Ιδιαίτερα στην ανατολική Ευρώπη και τα Βαλκάνια, αυτή η εξέλιξη θα σηματοδοτήσει την αποσύνθεση της Σοβιετικής Ένωσης, την οικονομική και ανθρωπιστική κρίση των πρώην σοσιαλιστικών χωρών, τη μακρά αποσύνθεση της Γιουγκοσλαβίας και της Μ. Ανατολής (πρώτη επέμβαση στο Ιράκ από τον Μπους τον πρεσβύτερο).
Αυτή η κοσμοϊστορική ανατροπή είχε προφανώς τεράστιες συνέπειες και για την Ελλάδα. Το γεωπολιτικό περιβάλλον καθίσταται επισφαλές, ανακύπτει το Μακεδονικό ζήτημα, ενώ αρχίζει η ανάπτυξη του νεοθωμανισμού. Στο εσωτερικό, η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού οδηγεί σε μία γενικευμένη επίθεση των νεοφιλελεύθερων και παγκοσμιοποιητικών ιδεολογιών (είναι η εποχή που οι πρώην Κνίτες μεταβάλλονται σε γιάπηδες), και σε σημαντική υποχώρηση των εναλλακτικών κινημάτων. Ο πόλεμος στην Γιουγκοσλαβία και το Μακεδονικό θα σηματοδοτήσουν και το τέλος του εγχειρήματος των Οικολόγων-Εναλλακτικών, μια και ένα τμήμα των Ελλήνων Οικολόγων θα συνταχθεί με τον Φίσερ και τον Κον Μπεντίτ, συνηγορώντας στη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, γεγονός που ολοκληρώνει την αποσύνθεση αυτού του πολιτικού εγχειρήματος.
Έτσι, η περίοδος δεν θα κλείσει με το «τέλος της μεταπολίτευσης», που ευαγγελιζόμασταν, αλλά με την επίταση των αρνητικών της χαρακτηριστικών, δηλαδή τη μεταβολή του πελατειακού συστήματος σε κυρίαρχη κρατική δομή και τη γενικευμένη διαφθορά των ελίτ, την οποία θα έρχονταν να μεγεθύνουν οι επιδοτήσεις και τα προγράμματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Οι παράλληλοι μετασχηματισμοί στην Κίνα και τη Σοβιετική Ένωση οδηγούν στο τέλος του υπαρκτού σοσιαλισμού και επιταχύνουν τις διεργασίες που προαναφέραμε. Εξάλλου, η κρίση Κοσκωτά και η κατάρρευση της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ έρχονται να επιβεβαιώσουν αυτή την πολιτική πρόβλεψη. Στην παραδοσιακή Αριστερά, εξαιτίας της «περεστρόικα», ΚΚΕ και ΚΚΕεσωτ. συγχωνεύονται σε κοινό κόμμα, δημιουργώντας τον Συνασπισμό, και, με την «συγκυβέρνηση» με τη Ν. Δημοκρατία και επιγενέστερα με την τριτοκομματική, συμμετέχουν για πρώτη φορά στην πολιτική εξουσία. Μαζί με ένα τμήμα των οικολογικών και εναλλακτικών δυνάμεων δημιουργούμε τους Οικολόγους-Εναλλακτικούς, που στεγάζονται στα γραφεία του Άρδην, και κατορθώνουμε, για πρώτη φορά στη μεταπολίτευση, να επιτύχουμε την εκλογή βουλευτή στο Κοινοβούλιο από τον άλλοτε εξωκοινοβουλευτικό χώρο. Ωστόσο, επρόκειτο για ένα εγχείρημα λειψό και υπονομευμένο. Κατ’ αρχάς, διότι, εκτός από τη Ρήξη και μερικές μικρότερες ομάδες, δεν κατόρθωσε να συμπεριλάβει ένα σημαντικό κομμάτι του χώρου, ο οποίος αρνήθηκε να ενταχθεί σε μια εναλλακτική προοπτική, με αποτέλεσμα να βρεθούμε αντιμέτωποι, στο εσωτερικό των Οικολόγων Εναλλακτικών, με μικρές οικολογικές ομάδες, χαμηλής μαζικότητας και χαμηλού πολιτικού επιπέδου, και κατά δεύτερο και κύριο λόγο, διότι μας χώριζε ένα κυριολεκτικό χάσμα σε ό,τι αφορούσε στα εθνικά θέματα και τη γεωπολιτική ανάλυση.
Έτσι λοιπόν, το εγχείρημα αυτό, που κατόρθωσε και μια δεύτερη φορά να εκλέξει βουλευτή στο Κοινοβούλιο, αφ’ ενός γελοιοποιήθηκε, εξ αιτίας του χαμηλού πολιτικού επιπέδου του οικολογικού κινήματος στην Ελλάδα, αφ’ ετέρου, και κυρίως, η αλλαγή της διεθνούς συγκυρίας οδήγησε σε παροξυσμό τις εσωτερικές διαφοροποιήσεις του οδηγώντας το σε αποτυχία.
Πράγματι, η κατάρρευση του ανατολικού στρατοπέδου, με σύμβολό της εκείνη του τείχους του Βερολίνου, έφερε μια τεράστια ανατροπή στην ιδεολογική και πολιτική πραγματικότητα ολόκληρου του πλανήτη, και πολύ περισσότερο της δικής μας περιοχής. Η έλλειψη αντίπαλου δέους στον αμερικάνικο καπιταλισμό θα οδηγήσει στη λεγόμενη παγκοσμιοποίηση, δηλαδή στη δημιουργία, για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία, ενός μονοπολικού παγκόσμιου συστήματος, με όλες τις πολιτικές και οικονομικές συνέπειες που είχε αυτό –κατάργηση των δασμών και δημιουργία παγκόσμιας αγοράς, πολιτικές και στρατιωτικές επεμβάσεις με βάση το λεγόμενο ανθρωπιστικό δίκαιο κ.λπ–. Ιδιαίτερα στην ανατολική Ευρώπη και τα Βαλκάνια, αυτή η εξέλιξη θα σηματοδοτήσει την αποσύνθεση της Σοβιετικής Ένωσης, την οικονομική και ανθρωπιστική κρίση των πρώην σοσιαλιστικών χωρών, τη μακρά αποσύνθεση της Γιουγκοσλαβίας και της Μ. Ανατολής (πρώτη επέμβαση στο Ιράκ από τον Μπους τον πρεσβύτερο).
Αυτή η κοσμοϊστορική ανατροπή είχε προφανώς τεράστιες συνέπειες και για την Ελλάδα. Το γεωπολιτικό περιβάλλον καθίσταται επισφαλές, ανακύπτει το Μακεδονικό ζήτημα, ενώ αρχίζει η ανάπτυξη του νεοθωμανισμού. Στο εσωτερικό, η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού οδηγεί σε μία γενικευμένη επίθεση των νεοφιλελεύθερων και παγκοσμιοποιητικών ιδεολογιών (είναι η εποχή που οι πρώην Κνίτες μεταβάλλονται σε γιάπηδες), και σε σημαντική υποχώρηση των εναλλακτικών κινημάτων. Ο πόλεμος στην Γιουγκοσλαβία και το Μακεδονικό θα σηματοδοτήσουν και το τέλος του εγχειρήματος των Οικολόγων-Εναλλακτικών, μια και ένα τμήμα των Ελλήνων Οικολόγων θα συνταχθεί με τον Φίσερ και τον Κον Μπεντίτ, συνηγορώντας στη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, γεγονός που ολοκληρώνει την αποσύνθεση αυτού του πολιτικού εγχειρήματος.
Έτσι, η περίοδος δεν θα κλείσει με το «τέλος της μεταπολίτευσης», που ευαγγελιζόμασταν, αλλά με την επίταση των αρνητικών της χαρακτηριστικών, δηλαδή τη μεταβολή του πελατειακού συστήματος σε κυρίαρχη κρατική δομή και τη γενικευμένη διαφθορά των ελίτ, την οποία θα έρχονταν να μεγεθύνουν οι επιδοτήσεις και τα προγράμματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
1993/1996 – 2009: Ενάντια στον εθνομηδενισμό και την παγκοσμιοποίηση. Στις ρίζες της ελληνικής ιδιοπροσωπίας
Βρισκόμαστε
πλέον σε μια νέα ιστορική εποχή: μπορεί, στο επίπεδο του πολιτικού
προσωπικού, να αποτελεί μια συνέχεια της μεταπολίτευσης, αλλά, από την
άποψη της ουσίας, συνιστά τη μετάβαση σε μια νέα εποχή, την εποχή της
παγκοσμιοποίησης και του εθνομηδενισμού. Το ΠΑΣΟΚ επιβιώνει μέσω της
μετακίνησής του σε νεοφιλελεύθερες εθνοαποδομητικές απόψεις –ο Σημίτης
και ο υιός Παπανδρέου θα αποτελέσουν τα σύμβολα αυτής της μετεξέλιξης–, η
Ν. Δημοκρατία θα αποβάλει την πατριωτική της πτέρυγα, με την εκδίωξη
Σαμαρά, και ο Συνασπισμός, υπό την ηγεσία της Δαμανάκη και του
Κωνσταντόπουλου, θα μεταβληθεί στο κατ’ εξοχήν εθνομηδενιστικό κόμμα.
Και στον ίδιο τον εξωκοινοβουλευτικό χώρο θα υπάρχουν ανάλογες
εξελίξεις. Το κέντρο βάρους του θα μετατεθεί προς τους αντιεξουσιαστές,
που με κεντρικό σύνθημα «το Αιγαίο ανήκει στα ψάρια του», και «Έλληνες,
ιμπεριαλιστές των Βαλκανίων», θα μεταβάλουν τα Εξάρχεια στο φαντασιακό
Μπρονξ των ονείρων τους, έξω και πέρα από την ελληνική πραγματικότητα.
Η γενικευμένη είσοδος των μεταναστών θα επιτρέψει στο σύστημα να επιβιώσει οικονομικά (ο πληθωρισμός θα πέσει από το 20% στο 4%) και η ελληνική κοινωνία θα γίνει παρασιτική, πρώτη φορά σε τέτοια έκταση. Κατά συνέπεια, έχουν εκλείψει παντελώς οι ιδεολογικές και πολιτικές προϋποθέσεις για τη δημιουργία ενός πολιτικού πόλου, τέτοιου που είχαμε επιχειρήσει στην προηγούμενη περίοδο, γι’ αυτό και το κέντρο βάρους της δραστηριότητάς μας θα μετατεθεί στο ιδεολογικό πεδίο και την αντίσταση σε συγκεκριμένες επιλογές της «εκσυγχρονιστικής παγκοσμιοποίησης» – Γιουγκοσλαβία, Οτσαλάν, σχέδιο Ανάν.
Κατ’ αρχάς, θα προβούμε σε μια βαθιά, και χωρίς προηγούμενο για την ελληνική πραγματικότητα, κριτική του υπαρκτού σοσιαλισμού και του ίδιου του μαρξισμού, απορρίπτοντας τη θεωρία της αναγωγής όλων των κοινωνικών αντιθέσεων σε μία και μόνη, δηλαδή την πάλη των τάξεων. Ήδη από το 1985, είχαμε αρχίσει την κριτική στον μαρξιστικό μονισμό, καταδεικνύοντας πως οι κοινωνίες διαπερνούνται από πολλαπλές αντιθέσεις –άνθρωπος-φύση, άνδρας-γυναίκα, φυλές και έθνη μεταξύ τους, άτομο και συλλογικότητες, παράλληλα με τις ταξικές αντιθέσεις– οι οποίες δεν ανάγονται η μία στην άλλη, αλλά αποτελούν αυτόνομες αντιθέσεις και, ανάλογα με τη συγκυρία, κάποια από αυτές αναδεικνύεται σε ηγεμονική. Παράλληλα, είχαμε υποβάλει σε κριτική –με αυτοκριτική διάθεση– τον ολοκληρωτικό χαρακτήρα των χωρών του υπαρκτού σοσιαλισμού και του κομουνιστικού οράματος, που, θέλοντας να υλοποιήσει τον επίγειο παράδεισο, δεν μπορούσε παρά να οδηγεί στην επίγεια κόλαση. Σε αυτή την κατεύθυνση, έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο η έκδοση των έργων του Έλληνα φιλοσόφου της Γαλλίας, Κ. Παπαϊωάννου, και τα σχετικά βιβλία του ίδιου (η Γένεση του Ολοκληρωτισμού, η Αποθέωση της Ιστορίας κ.λπ), καθώς και των έργων του Γ. Καραμπελιά (Πέρα από το Σοσιαλισμό, μια Νέα Ουτοπία, το 1985, Στα Μονοπάτια της Ουτοπίας, το 1996, κ.ά).
Παράλληλα, επιχειρούμε μια ριζική αλλαγή παραδείγματος, στην αντίληψή μας για τη θέση και τον ρόλο της Ελλάδας στον κόσμο, καθώς και την πιθανή αφετηρία ενός οποιουδήποτε πολιτικού και επαναστατικού προτάγματος. Μέχρι τότε, η κυρίαρχη άποψη, ακόμα και των πιο πατριωτικών συνιστωσών της Αριστεράς, υποστήριζε πως αρκεί να εφαρμόσει κανείς στην Ελλάδα τα παραδείγματα των κινημάτων του υπολοίπου κόσμου για να μπορέσει να συγκροτήσει μια πρόταση για την ελληνική πραγματικότητα. Και αυτό αποτελούσε συνέπεια του μαρξιστικού παραδείγματος. Από τη στιγμή και πέρα που μεταβάλλεται η οπτική μας, μετασχηματίζεται σταδιακά και η αντίληψή μας για την ελληνική πραγματικότητα. Θα χρειαζόταν μια κατάδυση στην ελληνική ιστορία και την ελληνική ταυτότητα, με κύριο εργαλείο το περιοδικό Άρδην, που εκδίδεται από το 1996 έως σήμερα, και μια πληθώρα ιστορικών βιβλίων (Το 1204 και η διαμόρφωση του νεώτερου ελληνισμού, κ.λπ), καθώς και όλες οι κινητοποιήσεις μας για τον πόλεμο στην Γιουγκοσλαβία, ενάντια στην παράδοση Οτσαλάν, για την αποτροπή εφαρμογής του σχεδίου Ανάν στην Κύπρο, για την απόσυρση του βιβλίου της Ιστορίας της Έκτης Δημοτικού της κ. Ρεπούση, για να μεταβάλουμε και να διαμορφώσουμε οριστικά την οπτική μας:
Η Ελλάδα είναι «μια χώρα των συνόρων», όπως θα γράψουμε σε ένα ομώνυμο βιβλίο, καθώς και στο Χιλιαεννιακοσιαεικοσιδύο, που υπέστη την ιμπεριαλιστική και αποικιακή επιδρομή της Δύσης (Βλέπε το 1204) και της τουρκικής Ανατολής, εξ ου και τα πολυάριθμα αφιερώματα και βιβλία για τον νεο-οθωμανισμό. Αυτή η πραγματικότητα συγκροτεί την ιδιαίτερη ταυτότητά μας, ως μιας αποικιακής απόφυσης του δυτικού κόσμου που δεν κατόρθωσε ποτέ να ολοκληρώσει, ούτε εδαφικά ούτε οικονομοπολιτισμικά, την ταυτότητά του. Αυτό το θεμελιώδες χαρακτηριστικό υπερκαθορίζει αποφασιστικά και διαμορφώνει και τις υπόλοιπες αντιθέσεις, κατ’ εξοχήν τις ταξικές. Έτσι, οι άρχουσες ελίτ της Ελλάδας αποτελούν παραπληρωματική δύναμη των διεθνών κυριάρχων και, κατά συνέπεια, το αίτημα για αυτονομία και ολοκλήρωση καθίσταται αυτομάτως και αίτημα για κοινωνική απελευθέρωση. Σε αυτή τη μακρά πορεία, στην οποία μπαίνουμε από τις αρχές του ’90, θα χρειαστεί να αναθεωρήσουμε πάρα πολλές από τις παλαιότερες απόψεις και βεβαιότητές μας. Τώρα πια, θα κατανοήσουμε τη σημασία του 1922, ως της σημαντικότερης τομής στην διαχρονική ιστορία του ελληνισμού, αποτινάσσοντας τη φενακισμένη συνείδηση της ελληνικής Αριστεράς, που θεωρούσε τη μικρασιατική περιπέτεια ως ιμπεριαλιστικό και όχι απελευθερωτικό πόλεμο. Η δεύτερη μεγάλη τομή αφορά τη σχέση μας με την ορθοδοξία. Μπροστά στο κύμα του εθνομηδενισμού και της καταστροφής της ελληνικής ταυτότητας, στα πλαίσια μιας παγκοσμιοποιημένης αυτοκρατορικής Δύσης, συνειδητοποιήσαμε πως η ορθοδοξία ως παράδοση και οι θεσμοί της αποτέλεσαν και αποτελούν θεμελιώδες στοιχείο της ιδιοπροσωπίας μας, που συμβάλει στην αντίστασή μας.
Η γενικευμένη είσοδος των μεταναστών θα επιτρέψει στο σύστημα να επιβιώσει οικονομικά (ο πληθωρισμός θα πέσει από το 20% στο 4%) και η ελληνική κοινωνία θα γίνει παρασιτική, πρώτη φορά σε τέτοια έκταση. Κατά συνέπεια, έχουν εκλείψει παντελώς οι ιδεολογικές και πολιτικές προϋποθέσεις για τη δημιουργία ενός πολιτικού πόλου, τέτοιου που είχαμε επιχειρήσει στην προηγούμενη περίοδο, γι’ αυτό και το κέντρο βάρους της δραστηριότητάς μας θα μετατεθεί στο ιδεολογικό πεδίο και την αντίσταση σε συγκεκριμένες επιλογές της «εκσυγχρονιστικής παγκοσμιοποίησης» – Γιουγκοσλαβία, Οτσαλάν, σχέδιο Ανάν.
Κατ’ αρχάς, θα προβούμε σε μια βαθιά, και χωρίς προηγούμενο για την ελληνική πραγματικότητα, κριτική του υπαρκτού σοσιαλισμού και του ίδιου του μαρξισμού, απορρίπτοντας τη θεωρία της αναγωγής όλων των κοινωνικών αντιθέσεων σε μία και μόνη, δηλαδή την πάλη των τάξεων. Ήδη από το 1985, είχαμε αρχίσει την κριτική στον μαρξιστικό μονισμό, καταδεικνύοντας πως οι κοινωνίες διαπερνούνται από πολλαπλές αντιθέσεις –άνθρωπος-φύση, άνδρας-γυναίκα, φυλές και έθνη μεταξύ τους, άτομο και συλλογικότητες, παράλληλα με τις ταξικές αντιθέσεις– οι οποίες δεν ανάγονται η μία στην άλλη, αλλά αποτελούν αυτόνομες αντιθέσεις και, ανάλογα με τη συγκυρία, κάποια από αυτές αναδεικνύεται σε ηγεμονική. Παράλληλα, είχαμε υποβάλει σε κριτική –με αυτοκριτική διάθεση– τον ολοκληρωτικό χαρακτήρα των χωρών του υπαρκτού σοσιαλισμού και του κομουνιστικού οράματος, που, θέλοντας να υλοποιήσει τον επίγειο παράδεισο, δεν μπορούσε παρά να οδηγεί στην επίγεια κόλαση. Σε αυτή την κατεύθυνση, έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο η έκδοση των έργων του Έλληνα φιλοσόφου της Γαλλίας, Κ. Παπαϊωάννου, και τα σχετικά βιβλία του ίδιου (η Γένεση του Ολοκληρωτισμού, η Αποθέωση της Ιστορίας κ.λπ), καθώς και των έργων του Γ. Καραμπελιά (Πέρα από το Σοσιαλισμό, μια Νέα Ουτοπία, το 1985, Στα Μονοπάτια της Ουτοπίας, το 1996, κ.ά).
Παράλληλα, επιχειρούμε μια ριζική αλλαγή παραδείγματος, στην αντίληψή μας για τη θέση και τον ρόλο της Ελλάδας στον κόσμο, καθώς και την πιθανή αφετηρία ενός οποιουδήποτε πολιτικού και επαναστατικού προτάγματος. Μέχρι τότε, η κυρίαρχη άποψη, ακόμα και των πιο πατριωτικών συνιστωσών της Αριστεράς, υποστήριζε πως αρκεί να εφαρμόσει κανείς στην Ελλάδα τα παραδείγματα των κινημάτων του υπολοίπου κόσμου για να μπορέσει να συγκροτήσει μια πρόταση για την ελληνική πραγματικότητα. Και αυτό αποτελούσε συνέπεια του μαρξιστικού παραδείγματος. Από τη στιγμή και πέρα που μεταβάλλεται η οπτική μας, μετασχηματίζεται σταδιακά και η αντίληψή μας για την ελληνική πραγματικότητα. Θα χρειαζόταν μια κατάδυση στην ελληνική ιστορία και την ελληνική ταυτότητα, με κύριο εργαλείο το περιοδικό Άρδην, που εκδίδεται από το 1996 έως σήμερα, και μια πληθώρα ιστορικών βιβλίων (Το 1204 και η διαμόρφωση του νεώτερου ελληνισμού, κ.λπ), καθώς και όλες οι κινητοποιήσεις μας για τον πόλεμο στην Γιουγκοσλαβία, ενάντια στην παράδοση Οτσαλάν, για την αποτροπή εφαρμογής του σχεδίου Ανάν στην Κύπρο, για την απόσυρση του βιβλίου της Ιστορίας της Έκτης Δημοτικού της κ. Ρεπούση, για να μεταβάλουμε και να διαμορφώσουμε οριστικά την οπτική μας:
Η Ελλάδα είναι «μια χώρα των συνόρων», όπως θα γράψουμε σε ένα ομώνυμο βιβλίο, καθώς και στο Χιλιαεννιακοσιαεικοσιδύο, που υπέστη την ιμπεριαλιστική και αποικιακή επιδρομή της Δύσης (Βλέπε το 1204) και της τουρκικής Ανατολής, εξ ου και τα πολυάριθμα αφιερώματα και βιβλία για τον νεο-οθωμανισμό. Αυτή η πραγματικότητα συγκροτεί την ιδιαίτερη ταυτότητά μας, ως μιας αποικιακής απόφυσης του δυτικού κόσμου που δεν κατόρθωσε ποτέ να ολοκληρώσει, ούτε εδαφικά ούτε οικονομοπολιτισμικά, την ταυτότητά του. Αυτό το θεμελιώδες χαρακτηριστικό υπερκαθορίζει αποφασιστικά και διαμορφώνει και τις υπόλοιπες αντιθέσεις, κατ’ εξοχήν τις ταξικές. Έτσι, οι άρχουσες ελίτ της Ελλάδας αποτελούν παραπληρωματική δύναμη των διεθνών κυριάρχων και, κατά συνέπεια, το αίτημα για αυτονομία και ολοκλήρωση καθίσταται αυτομάτως και αίτημα για κοινωνική απελευθέρωση. Σε αυτή τη μακρά πορεία, στην οποία μπαίνουμε από τις αρχές του ’90, θα χρειαστεί να αναθεωρήσουμε πάρα πολλές από τις παλαιότερες απόψεις και βεβαιότητές μας. Τώρα πια, θα κατανοήσουμε τη σημασία του 1922, ως της σημαντικότερης τομής στην διαχρονική ιστορία του ελληνισμού, αποτινάσσοντας τη φενακισμένη συνείδηση της ελληνικής Αριστεράς, που θεωρούσε τη μικρασιατική περιπέτεια ως ιμπεριαλιστικό και όχι απελευθερωτικό πόλεμο. Η δεύτερη μεγάλη τομή αφορά τη σχέση μας με την ορθοδοξία. Μπροστά στο κύμα του εθνομηδενισμού και της καταστροφής της ελληνικής ταυτότητας, στα πλαίσια μιας παγκοσμιοποιημένης αυτοκρατορικής Δύσης, συνειδητοποιήσαμε πως η ορθοδοξία ως παράδοση και οι θεσμοί της αποτέλεσαν και αποτελούν θεμελιώδες στοιχείο της ιδιοπροσωπίας μας, που συμβάλει στην αντίστασή μας.
Έτσι,
μέσα από έναν πολύπλευρο και πολυσχιδή ιδεολογικό και πολιτικό αγώνα,
κατορθώσαμε να ολοκληρώσουμε έναν κύκλο, στη διάρκεια του οποίου, με
αφετηρία τα κινήματα της δεκαετίας του ’60, φτάσαμε στον 21ο αιώνα, σε
ένα μακρύ ταξίδι, μέσα από την κοινωνική και πολιτική διαπάλη και,
ταυτόχρονα, το σκύψιμο στις ιδεολογικές και θεωρητικές προϋποθέσεις ενός
αυθεντικά ελληνικού κινήματος. Τώρα πλέον, από το 2007 και μετά,
αρχίσαμε να θέτουμε και πάλι ως προτεραιότητα την ανάγκη και μιας
πολιτικής σύνθεσης, στον βαθμό που η παγκοσμιοποίηση οδηγούνταν στην
εξάντλησή της, ενώ το μεταπολιτευτικό οικοδόμημα άρχισε να τρίζει από
όλες τις πλευρές. Γι’ αυτό θα κυκλοφορήσουμε, παράλληλα με το Άρδην, και
την εφημερίδα Ρήξη, που θέτει ως στόχο την πολιτική έκφραση αυτού του
ιδεολογικού εγχειρήματος, ενώ το 2010 δημιουργήσαμε και την Κίνηση
Πολιτών Άρδην.
2009 – ; Μια νέα ιστορική εποχή. Για τη συγκρότηση ενός πολιτικού υποκειμένου
Αυτή
την πολιτική συγκρότηση τη θεωρούμε πλέον αναγκαία, διότι είμαστε
πεπεισμένοι πως ο ελληνισμός διέρχεται τη δυσκολότερη στιγμή της
ιστορίας του. Ποτέ άλλοτε δεν αντιμετώπισε ταυτόχρονα τόσες προκλήσεις,
από όλα τα σημεία του ορίζοντα και στο σύνολο των προβλημάτων. Ποτέ
άλλοτε δεν αντιμετώπιζε μια συνδυασμένη απειλή από τη Δύση που, μπροστά
στην κρίση της, την αντιμετωπίζει ως οιονεί αποικία, και την τουρκική
Ανατολή, που βρίσκεται σε φάση επέκτασης, οικονομικής, πολιτιστικής και
γεωγραφικής (μια και συνεχίζει να κατέχει την Β. Κύπρο). Ποτέ άλλοτε δεν
ήταν συρρικνωμένος στην ελλαδική χερσόνησο, τα νησιά και την Κύπρο, με
μειωμένη δημογραφική δυναμική, με αυξανόμενη μεταναστευτική πίεση,
ιδιαίτερα από τον ισλαμικό κόσμο. Ποτέ άλλοτε δεν είχε τόσο μικρή
πολιτισμική ισχύ. Ποτέ άλλοτε ο ίδιος ο λαός της δεν είχε αποκοπεί, μέσω
της παιδείας, από τη γλώσσα του και της πολιτιστικές του ρίζες. Οι
Έλληνες δεν αντιμετωπίζουν απλώς μια σαρωτική και χωρίς προηγούμενο
οικονομική κρίση, που αποτελεί τον δεύτερο πόλεμο που μας επιβάλει η
Γερμανία, μέσα σε 70 χρόνια, αλλά, ταυτόχρονα, η Ελλάδα απειλείται να
μεταβληθεί σε έναν Λίβανο των Βαλκανίων, έναν συνοριακό σταθμό μεταξύ
Ανατολής και Δύσης. Σε αυτές τις συνθήκες, είναι απαραίτητη και
επείγουσα η συγκρότηση ενός πολιτικού υποκειμένου, που έχει συνείδηση
των διακυβευμάτων, δεν υποφέρει από ιδεολογικό στραβισμό και δεν
αντιμετωπίζει τους Έλληνες ανάλογα με την πολιτική τους προέλευση.
Σήμερα, όταν κυριολεκτικά κινδυνεύει ο ίδιος ο τόπος και ο λαός μας,
είναι επείγουσα η ανάγκη της συγκρότησης ενός πολιτικού υποκειμένου και
εν συνεχεία ενός ευρύτερου μετώπου.
Τα τελευταία χρόνια πιεστήκαμε από πολλές πλευρές για να συμμετάσχουμε στη συγκρότηση ενός τέτοιου μετώπου, και κάποτε, όπως στην περίπτωση της Σπίθας, αποτολμήσαμε τη συμμετοχή μας. Όμως, όπως κατεδείχθη και σε αυτή την περίπτωση, πέρα από συγκυριακές και ad hoc συμπράξεις, η δημιουργία ενός σταθερού μετώπου προϋποθέτει και την ύπαρξη μιας στοιχειώδους συμφωνίας πάνω σε βασικούς ιδεολογικούς και πολιτικούς άξονες. Και, όπως φάνηκε και από το εγχείρημα της Σπίθας, όταν αυτές οι προϋποθέσεις δεν εκπληρώνονται, τα αποτελέσματα είναι αρνητικά. Γι’ αυτό και επιμένουμε στη διαμόρφωση ενός πολιτικού υποκειμένου με υψηλό θεωρητικό και ιδεολογικό επίπεδο, ως προαπαιτούμενου για την ίδια τη συγκρότηση κάποιου αξιόπιστου μετώπου. Αυτό δεν σημαίνει άρνηση ή υποτίμηση του επείγοντα χαρακτήρα αυτής της διαμόρφωσης, αλλά πιστεύουμε ότι, για να γίνει κάτι τέτοιο, χρειάζεται μια αληθινή ιδεολογική επανάσταση, ανάλογη με εκείνη που πραγματοποιήσαμε εμείς, στις προηγούμενες δεκαετίες, από άλλους χώρους και δυνάμεις –ο καθένας από τη δική του αφετηρία– για να καταλήξουμε σε κοινές διαπιστώσεις και, επομένως, να αναλάβουμε και οποιαδήποτε κοινά εγχειρήματα. Διότι, αν βρεθούμε σε ένα «μέτωπο» το οποίο δεν γνωρίζει ούτε ποιος είναι ο λαός στον οποίο απευθύνεται ούτε τι ακριβώς θέλει, τότε κινδυνεύουμε να προκαλέσουμε περισσότερη ζημιά.
Ο ελληνικός λαός, που μόλις τώρα αφυπνίζεται από ένα λήθαργο τουλάχιστον είκοσι χρόνων, είναι υποχρεωμένος να διατρέξει ταχύτατα όλες τις απαραίτητες πολιτικές «στιγμές» και φάσεις που απαιτούνται. Και είναι έτοιμος να πραγματοποιήσει την υπέρβαση των παλιών διαχωρισμών που του είχε επιβάλει η κομματοκρατία και να προχωρήσει ταχύτατα προς αυτή τη νέα εποχή. Οι Έλληνες έχουν απορρίψει το παλιό πολιτικό σύστημα, έχουν κατανοήσει πως θα πρέπει να στηρίζονται στις δικές τους δυνάμεις και όχι σε ξένα δεκανίκια, όπως κατεδείχθη και στο πρωτοπόρο κίνημα των «Αγανακτισμένων» στις πλατείες όλης της χώρας, ωστόσο, δεν γνωρίζουν ακόμα ποιο ακριβώς είναι το νέο πρόταγμα και κυρίως πως θα το επιτύχουν.
Και το μεγάλο πρόβλημα είναι, η βραδυπορία και η καθυστέρηση των πολιτικών «πρωτοποριών», οι οποίες εξακολουθούν να σκέφτονται με τις προκαταλήψεις και τα πολιτικά βαρίδια του παρελθόντος, ακριβώς γιατί στο μεγαλύτερο μέρος τους αποτελούσαν μέρος της ιδεολογίας και των πρακτικών του μεταπολιτευτικού καθεστώτος. Κατ’ εξοχήν η Αριστερά, από το ΚΚΕ και τον ΣΥΡΙΖΑ μέχρι τους αντιεξουσιαστές, αγνοεί και υποτιμά την ιδιοπροσωπία του ελληνικού λαού, και γι’ αυτό μετεξελίσσεται απελπιστικά αργά, γεγονός που εξηγεί και την ανάδυση στο προσκήνιο της πολιτικής ζωής φαινομένων όπως η Χρυσή Αυγή. Η αγνόηση φαινομένων όπως το μεταναστευτικό, τα εθνικά ζητήματα, ο αφελληνισμός –ενίοτε ακόμα και η συνηγορία υπέρ του τελευταίου– αποτελούν την αιτία της στροφής ενός μεγάλου μέρους της νεολαίας προς ανορθολογικές ή ακόμα και ναζιστικές αντιλήψεις.
Τα τελευταία χρόνια πιεστήκαμε από πολλές πλευρές για να συμμετάσχουμε στη συγκρότηση ενός τέτοιου μετώπου, και κάποτε, όπως στην περίπτωση της Σπίθας, αποτολμήσαμε τη συμμετοχή μας. Όμως, όπως κατεδείχθη και σε αυτή την περίπτωση, πέρα από συγκυριακές και ad hoc συμπράξεις, η δημιουργία ενός σταθερού μετώπου προϋποθέτει και την ύπαρξη μιας στοιχειώδους συμφωνίας πάνω σε βασικούς ιδεολογικούς και πολιτικούς άξονες. Και, όπως φάνηκε και από το εγχείρημα της Σπίθας, όταν αυτές οι προϋποθέσεις δεν εκπληρώνονται, τα αποτελέσματα είναι αρνητικά. Γι’ αυτό και επιμένουμε στη διαμόρφωση ενός πολιτικού υποκειμένου με υψηλό θεωρητικό και ιδεολογικό επίπεδο, ως προαπαιτούμενου για την ίδια τη συγκρότηση κάποιου αξιόπιστου μετώπου. Αυτό δεν σημαίνει άρνηση ή υποτίμηση του επείγοντα χαρακτήρα αυτής της διαμόρφωσης, αλλά πιστεύουμε ότι, για να γίνει κάτι τέτοιο, χρειάζεται μια αληθινή ιδεολογική επανάσταση, ανάλογη με εκείνη που πραγματοποιήσαμε εμείς, στις προηγούμενες δεκαετίες, από άλλους χώρους και δυνάμεις –ο καθένας από τη δική του αφετηρία– για να καταλήξουμε σε κοινές διαπιστώσεις και, επομένως, να αναλάβουμε και οποιαδήποτε κοινά εγχειρήματα. Διότι, αν βρεθούμε σε ένα «μέτωπο» το οποίο δεν γνωρίζει ούτε ποιος είναι ο λαός στον οποίο απευθύνεται ούτε τι ακριβώς θέλει, τότε κινδυνεύουμε να προκαλέσουμε περισσότερη ζημιά.
Ο ελληνικός λαός, που μόλις τώρα αφυπνίζεται από ένα λήθαργο τουλάχιστον είκοσι χρόνων, είναι υποχρεωμένος να διατρέξει ταχύτατα όλες τις απαραίτητες πολιτικές «στιγμές» και φάσεις που απαιτούνται. Και είναι έτοιμος να πραγματοποιήσει την υπέρβαση των παλιών διαχωρισμών που του είχε επιβάλει η κομματοκρατία και να προχωρήσει ταχύτατα προς αυτή τη νέα εποχή. Οι Έλληνες έχουν απορρίψει το παλιό πολιτικό σύστημα, έχουν κατανοήσει πως θα πρέπει να στηρίζονται στις δικές τους δυνάμεις και όχι σε ξένα δεκανίκια, όπως κατεδείχθη και στο πρωτοπόρο κίνημα των «Αγανακτισμένων» στις πλατείες όλης της χώρας, ωστόσο, δεν γνωρίζουν ακόμα ποιο ακριβώς είναι το νέο πρόταγμα και κυρίως πως θα το επιτύχουν.
Και το μεγάλο πρόβλημα είναι, η βραδυπορία και η καθυστέρηση των πολιτικών «πρωτοποριών», οι οποίες εξακολουθούν να σκέφτονται με τις προκαταλήψεις και τα πολιτικά βαρίδια του παρελθόντος, ακριβώς γιατί στο μεγαλύτερο μέρος τους αποτελούσαν μέρος της ιδεολογίας και των πρακτικών του μεταπολιτευτικού καθεστώτος. Κατ’ εξοχήν η Αριστερά, από το ΚΚΕ και τον ΣΥΡΙΖΑ μέχρι τους αντιεξουσιαστές, αγνοεί και υποτιμά την ιδιοπροσωπία του ελληνικού λαού, και γι’ αυτό μετεξελίσσεται απελπιστικά αργά, γεγονός που εξηγεί και την ανάδυση στο προσκήνιο της πολιτικής ζωής φαινομένων όπως η Χρυσή Αυγή. Η αγνόηση φαινομένων όπως το μεταναστευτικό, τα εθνικά ζητήματα, ο αφελληνισμός –ενίοτε ακόμα και η συνηγορία υπέρ του τελευταίου– αποτελούν την αιτία της στροφής ενός μεγάλου μέρους της νεολαίας προς ανορθολογικές ή ακόμα και ναζιστικές αντιλήψεις.
Το ζήτημα λοιπόν δεν
είναι εάν ο λαός είναι έτοιμος να δεχθεί μια νέα αντίληψη, που έχουμε
χαρακτηρίσει εμβληματικά ως απόρριψη του εισαγόμενου εκσυγχρονισμού και
στήριξη στον εκσυγχρονισμό της παράδοσής μας, αλλά το πότε θα
εμφανιστούν και οι ανάλογες πολιτικές πρωτοπορίες, οι οποίες είτε θα
προέλθουν άμεσα από το λαϊκό σώμα, είτε θα προκύψουν από τη μετεξέλιξη
δυνάμεων των παλιών πολιτικών σχηματισμών, και οι οποίες θα προσφέρουν
την αναγκαία πλαισίωση σε αυτή την πανθομολογούμενη απαίτηση. Το αίτημα
για ένα κίνημα ταυτόχρονα πατριωτικό, κοινωνικό, οικολογικό και
δημοκρατικό εκφράζει ήδη την πλειοψηφία του ελληνικού λαού αλλά
παραμένει ακόμα μειοψηφία στις δρώσες «πρωτοπορίες».
Επομένως, το εγχείρημα της ταχύτητας της συγκρότησης ενός νέου πολιτικού υποκειμένου θα κριθεί από την ταχύτητα με την οποία υπαρκτές ή αναδυόμενες πολιτικές «πρωτοπορίες» θα ενστερνιστούν αυτό το λαϊκό αίτημα και θα συμπορευτούμε για τη δημιουργία του. Εμείς θέλουμε, την εμπειρία που φέρνουμε να την προσφέρουμε στην κοινή υπόθεση της διαμόρφωσης αυτού του ελλείποντος πολιτικού υποκειμένου.
Επομένως, το εγχείρημα της ταχύτητας της συγκρότησης ενός νέου πολιτικού υποκειμένου θα κριθεί από την ταχύτητα με την οποία υπαρκτές ή αναδυόμενες πολιτικές «πρωτοπορίες» θα ενστερνιστούν αυτό το λαϊκό αίτημα και θα συμπορευτούμε για τη δημιουργία του. Εμείς θέλουμε, την εμπειρία που φέρνουμε να την προσφέρουμε στην κοινή υπόθεση της διαμόρφωσης αυτού του ελλείποντος πολιτικού υποκειμένου.
Εν κατακλείδι…
Δεν
γνωρίζουμε ακόμα εάν θα κατορθώσουμε αυτό που έγινε ιδεολογική
κατάκτηση για μας να το μεταβάλουμε και σε πολιτικό πρόταγμα. Εξ άλλου,
στην ιστορία, πολύ συχνά, άλλοι σπέρνουν και άλλοι θερίζουν. Απλώς, η
επίσπευση της καθολικής κρίσης φέρνει τον χώρο του Άρδην, που
αποπειράθηκε μια ιδεολογική επανάσταση μέσα από μια χωρίς προηγούμενο
διαδρομή στην ελληνική πολιτική ιστορία, μπροστά στο αίτημα της
πολιτικής ολοκλήρωσης. Δεν γνωρίζουμε εάν υπάρχουν οι προϋποθέσεις,
ιδεολογικές, προσωπικές και υλικές, για κάτι τέτοιο. Ωστόσο, επειδή ποτέ
δεν διστάσαμε απέναντι στις απαιτήσεις της ιστορίας και κυρίως μπροστά
στην απελπιστική κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο λαός μας, είμαστε
διατεθειμένοι να απαντήσουμε και σε αυτή την πρόκληση. Αυτό το νόημα
έχει και η δημιουργία αυτού του καινούργιου χώρου συζήτησης και
προβληματισμού, που θέλει να είναι ταυτόχρονα και ορμητήριο για δράση,
τον οποίο εγκαινιάζουμε στην Ξενοφώντος 4, στην Αθήνα, αφού είχαν
προηγηθεί ανάλογες απόπειρες αλλού, κατ’ εξοχήν στη Θεσσαλονίκη και την
Πάτρα.
Για τριάντα πέντε χρόνια, από το 1974 έως το 2009, το εκκρεμές της ιστορίας βάδιζε προς μία κατεύθυνση, εκείνης της παρασιτικής ενσωμάτωσης στη Δύση του ίδιου του λαϊκού σώματος και της αλλοτρίωσης της ιδιοπροσωπίας μας. Και αυτό αφορούσε ακόμα και τις ευτυχέστερες στιγμές της ιστορίας μας, μέχρι τις αρχές του 1980. Οι κατακτήσεις, πολιτικές, οικονομικές, πολιτιστικές, δεν γίνονταν με αφετηρία τη δική μας παράδοση και τον εκσυγχρονισμό της, αντίθετα, είχαν συχνά ως προϋπόθεση την καταστροφή της παράδοσής μας. (Έτσι, η αναγκαία επικράτηση της δημοτικής γλώσσας θα συνοδευτεί από τη λοβοτομή της ιστορικής μνήμης με την επιβολή του μονοτονικού). Μάλιστα, ιδιαίτερα στην πρώτη περίοδο της δράσης μας, ακόμα και εμείς δεν είχαμε πλήρη συνείδηση αυτής της πραγματικότητας και, κάποτε, μεταφέροντας πρακτικές και συνθήματα από τη Δύση και την μαρξιστική παιδεία των παλαιότερων από εμάς, ερχόμαστε σε αντίθεση με την ίδια την πρακτική μας σε ζητήματα όπως η Κύπρος ή η απόκρουση του τουρκικού επεκτατισμού. Μόνο μετά το 1993, εσωτερικοποιώντας σταδιακώς την οπτική μας, ολοκληρώσαμε την ιδεολογική επανάσταση που ήταν αναγκαία για τη συγκρότηση μιας συνεκτικής ιδεολογικής και πολιτικής πρότασης που αφορά την Ελλάδα και τον ελληνικό λαό. Πρόταση που μόνη αυτή μπορεί να δώσει ικανοποιητική απάντηση και στον διχασμό ανάμεσα στην πατριωτική ευαισθησία, την οποία τείνει να καπηλευτεί η ναζιστική ακροδεξιά, και την κοινωνιοκεντρική ευαισθησία, την οποία θέλουν να εγκλωβίσουν τμήματα στης αριστεράς σε μια εθνομηδενιστική κατεύθυνση. Ένα εθνικοαπελευθερωτικό, στην ουσία του, κίνημα είναι το μόνο που μπορεί και πρέπει να ενώσει αυτές τις δύο συνιστώσες.
Καθ’ όλη τη μεταπολιτευτική περίοδο, αποτελέσαμε έναν πυρήνα, άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο ισχυρό, αντίθεσης και αντιπαλότητας στον εκμαυλισμό και την παρασιτοποίηση. Σήμερα, αυτή η ιστορική περίοδος παίρνει τέλος και μοιάζει να έχει έρθει η ώρα για μια έξοδο από την ιστορική μας μοναξιά. Μόνο που οι απαιτήσεις είναι τόσο σαρωτικές και οι δυνάμεις μας ακόμα τόσο λίγες, ώστε δεν μπορούμε να γνωρίζουμε την έκβαση αυτού του νέου εγχειρήματος.
Και προφανώς, η τύχη βοηθάει τους τολμηρούς. Εξάλλου ένα πατριωτικό απελευθερωτικό κίνημα βρίσκεται στις προτεραιότητες και τις απαιτήσεις της νέας εποχής.
Για τριάντα πέντε χρόνια, από το 1974 έως το 2009, το εκκρεμές της ιστορίας βάδιζε προς μία κατεύθυνση, εκείνης της παρασιτικής ενσωμάτωσης στη Δύση του ίδιου του λαϊκού σώματος και της αλλοτρίωσης της ιδιοπροσωπίας μας. Και αυτό αφορούσε ακόμα και τις ευτυχέστερες στιγμές της ιστορίας μας, μέχρι τις αρχές του 1980. Οι κατακτήσεις, πολιτικές, οικονομικές, πολιτιστικές, δεν γίνονταν με αφετηρία τη δική μας παράδοση και τον εκσυγχρονισμό της, αντίθετα, είχαν συχνά ως προϋπόθεση την καταστροφή της παράδοσής μας. (Έτσι, η αναγκαία επικράτηση της δημοτικής γλώσσας θα συνοδευτεί από τη λοβοτομή της ιστορικής μνήμης με την επιβολή του μονοτονικού). Μάλιστα, ιδιαίτερα στην πρώτη περίοδο της δράσης μας, ακόμα και εμείς δεν είχαμε πλήρη συνείδηση αυτής της πραγματικότητας και, κάποτε, μεταφέροντας πρακτικές και συνθήματα από τη Δύση και την μαρξιστική παιδεία των παλαιότερων από εμάς, ερχόμαστε σε αντίθεση με την ίδια την πρακτική μας σε ζητήματα όπως η Κύπρος ή η απόκρουση του τουρκικού επεκτατισμού. Μόνο μετά το 1993, εσωτερικοποιώντας σταδιακώς την οπτική μας, ολοκληρώσαμε την ιδεολογική επανάσταση που ήταν αναγκαία για τη συγκρότηση μιας συνεκτικής ιδεολογικής και πολιτικής πρότασης που αφορά την Ελλάδα και τον ελληνικό λαό. Πρόταση που μόνη αυτή μπορεί να δώσει ικανοποιητική απάντηση και στον διχασμό ανάμεσα στην πατριωτική ευαισθησία, την οποία τείνει να καπηλευτεί η ναζιστική ακροδεξιά, και την κοινωνιοκεντρική ευαισθησία, την οποία θέλουν να εγκλωβίσουν τμήματα στης αριστεράς σε μια εθνομηδενιστική κατεύθυνση. Ένα εθνικοαπελευθερωτικό, στην ουσία του, κίνημα είναι το μόνο που μπορεί και πρέπει να ενώσει αυτές τις δύο συνιστώσες.
Καθ’ όλη τη μεταπολιτευτική περίοδο, αποτελέσαμε έναν πυρήνα, άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο ισχυρό, αντίθεσης και αντιπαλότητας στον εκμαυλισμό και την παρασιτοποίηση. Σήμερα, αυτή η ιστορική περίοδος παίρνει τέλος και μοιάζει να έχει έρθει η ώρα για μια έξοδο από την ιστορική μας μοναξιά. Μόνο που οι απαιτήσεις είναι τόσο σαρωτικές και οι δυνάμεις μας ακόμα τόσο λίγες, ώστε δεν μπορούμε να γνωρίζουμε την έκβαση αυτού του νέου εγχειρήματος.
Και προφανώς, η τύχη βοηθάει τους τολμηρούς. Εξάλλου ένα πατριωτικό απελευθερωτικό κίνημα βρίσκεται στις προτεραιότητες και τις απαιτήσεις της νέας εποχής.
9 Φεβρουαρίου 2013
ΚΙΝΗΣΗ ΠΟΛΙΤΩΝ ΑΡΔΗΝ
ΚΙΝΗΣΗ ΠΟΛΙΤΩΝ ΑΡΔΗΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου