Η προεδρία του Ντόναλντ Τραμπ είναι μια κενή σελίδα: δεν υπάρχει κανένα παράδειγμα στην αμερικανική ιστορία, ούτε σε καμία άλλη μεγάλη δημοκρατία, όπου να επιλέχθηκε ένας ηγέτης ο οποίος στερείται οποιασδήποτε πολιτικής ή κυβερνητικής εμπειρίας – και ο οποίος εξελέγη, επί πλέον, ανατρέποντας όλους τους κώδικες της «κανονικής» πολιτικής συμπεριφοράς. Ο Ρέιγκαν, που συχνά τον συγκρίνουν μαζί του, δεν αποτελεί κάποιο πραγματικό προηγούμενο. Ήταν ήδη επί οκτώ χρόνια κυβερνήτης της Καλιφόρνιας και το 1980 διεξήγε μια εκστρατεία κατά την οποία επέδειξε μεγάλες ικανότητες επικοινωνίας στην υπηρεσία ενός απλού, αλλά συνεκτικού πολιτικού μηνύματος: τον περιορισμό του ελλείμματος, την υποστήριξη των δικαιωμάτων των Ομόσπονδων Πολιτειών της Ένωσης, την σθεναρή στάση απέναντι στην ΕΣΣΔ. Ο λόγος του δεν ήταν
απαλλαγμένος από ρατσιστικά υπονοούμενα, αλλά ήταν προσεκτικά κωδικοποιημένα (όταν επέκρινε τις «welfare queens» τις «βασίλισσες της πρόνοιας», άφηνε να εννοηθεί ότι πρόκειται για τις μαύρες γυναίκες που έκαναν κατάχρηση στα κουπόνια τροφίμων). Έχοντας επιλέξει ως αντιπρόεδρο έναν από τους αντιπάλους του, τον Τζωρτζ Μπους, επέλεξε και μια μετριοπαθή κυβερνητική ομάδα, προκαλώντας τις επικρίσεις των πιο ένθερμων υποστηρικτών του, οι οποίοι απαιτούσαν «να αφήσουν τον Ρέιγκαν να είναι Ρέιγκαν».
Ο Τραμπ είναι ακριβώς το αντίθετο. Ο άνθρωπος μιλάει ενστικτωδώς, όπως ακριβώς σκέφτεται, και έχει εκπλήξει τόσο τους υποστηρικτές του, όσο και τους αντιπάλους του για την εμμονή στις απόψεις του και για τη συνέχεια του στυλ και των μεθόδων του, που φαίνεται να αποκλείουν κάθε παραχώρηση σε κώδικες ή σε υπολογισμούς, και σε μεγάλο βαθμό στην ίδια την πραγματικότητα. Όλα αυτά καθιστούν τον Τραμπ έναν ανησυχητικό χαρακτήρα, ξένο προς τις πιο βασικές συμβάσεις της πολιτικής, όπως η προσαρμοστικότητα και το πάρε δώσε. Αλλάζει λίγο, και δεν υποχωρεί ποτέ. Η μεταβατική περίοδος μετά την εκλογή του φάνηκε να αποτελεί μια άμεση συνέχεια της προεδρικής προεκλογικής εκστρατείας, η οποία ήταν, με τη σειρά της, συνέχεια των προκριματικών.
Αμέσως μετά το χρίσμα του από το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, τον Ιούλιο, θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί ότι θα προσπαθήσει να αναδιπλωθεί και να επουλώσει τις πληγές που άφησε στο στρατόπεδό του μια εκστρατεία απίστευτα εκδικητική. Και όμως, δεν έκανε τίποτα προς αυτή την κατεύθυνση, συνέχισε τις επιθέσεις του κατά της ηγεσίας του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος και επέμεινε μέχρι τέλους σε δύο παράδοξες διαμάχες: μία εναντίον της οικογένειας ενός μουσουλμάνου Αμερικανού αξιωματικού, που σκοτώθηκε πολεμώντας στο Ιράκ το 2004, η άλλη εναντίον μιας πρώην βασίλισσας της ομορφιάς, που τον κατηγόρησε ότι την περιέπαιζε εξαιτίας του βάρους της – κατηγορία την οποία ανέλαβε και συνέχισε να την υποστηρίζει. Έτσι, εκτέθηκε στον κίνδυνο να αποξενωθεί από τους βετεράνους και τις γυναίκες, χωρίς κανένα εμφανές όφελος για τον ίδιο, και αυτές οι αντιπαραθέσεις κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού του 2016 σημάδεψαν το πιο χαμηλό σημείο της προεκλογικής του εκστρατείας.
Αντίστοιχα, θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί ότι η μεταβατική περίοδος θα ήταν μια ευκαιρία για αυτόν να συμβιβαστεί με την πραγματικότητα και την ιεραρχία του κόμματός του, τις οποίες είχε αρκούντως κακοποιήσει κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του. Και όμως, έκανε ελάχιστα: επανέλαβε αντιθέτως τις πιο παράξενες προτάσεις της προεκλογικής του εκστρατείας, ή τουλάχιστον δεν τις αποκήρυξε. Επέλεξε ως συμβούλους ή ως μέλη της κυβέρνησής του προσωπικότητες κατεξοχήν ξένες προς το ρεπουμπλικανικό κατεστημένο. Δεν κατέθεσε τα όπλα, ούτε ως προς την ουσία, ούτε ως προς το ύφος, και εγκαινιάζει την προεδρία του με το ιστορικά χαμηλότερο ποσοστό θετικών γνωμών.
Ωστόσο, η πολιτική τύχη του επέζησε, παρά τις παραβιάσεις των εσκαμμένων που στη συνήθη πολιτική καταγράφονται ως σφάλματα, τα οποία επιπλέον ανέλαβε μόνος και εναντίον του διευθυντή της εκστρατείας του, τον οποίο και ανακάλεσε. Κάποιος μπορεί να φανταστεί τα ανάμεικτα συναισθήματα θριάμβου και ατιμωρησίας που πρέπει να τον διαπνέουν και τα οποία τόσο ταιριάζουν με το εγώ του: Θριάμβευσε πάνω από όλα και όλους. Δεν έχει τίποτα να μάθει από τα λάθη του, καθώς αυτά δεν τον εμπόδισαν να κερδίσει. Μπορεί να πιστεύει μάλιστα ότι αυτές οι παρεκκλίσεις του συνέβαλαν στην επιτυχία του, εδραιώνοντας την εικόνα ενός ηγέτη που δεν σταματά μπροστά σε καμία σύμβαση, λέει αυτό που σκέφτεται και υπερασπίζεται τις θέσεις του χωρίς να απασχολείται με το πολιτικώς ορθό, ακόμα και αν αυτές υπερβαίνουν τα όρια του ρατσισμού ή του σεξισμού.
Το πρόβλημα της εξωτερικής πολιτικής του Ντόναλντ Τραμπ είναι ο ίδιος ο Τραμπ. Τι κατευθύνσεις πρόκειται να προσδώσει στις κρατικές υποθέσεις μια προσωπικότητα που δεν φαίνεται να ενδιαφέρεται παρά μόνο για την πολιτική σύγκρουση (αν και λέγεται ότι, σε ιδιωτικό επίπεδο, είναι πιο μετριοπαθής και ότι γνωρίζει να ακούει, ιδιαίτερα τα μέλη της οικογένειάς του)· ένας εγωκεντρικός χαρακτήρας, χωρίς αναστολές, που όμως αισθάνεται ευάλωτος στην κριτική και την ταπείνωση και είναι χωρίς αμφιβολία εκδικητικός· ένας άνθρωπος του οποίου μερικές φορές οι εκκεντρικές ιδέες έχουν αποδειχθεί αποτελεσματικές στην κοινή γνώμη και ο οποίος δεν δίνει σημάδια ότι θέλει να τις αλλάξει;
Τι σχέσεις θα διατηρεί με τις ομάδες της εξωτερικής πολιτικής του, όπου κυριαρχούν δύο μη πολιτικοί, ο υπουργός Εξωτερικών Ρεξ Τίλερσον (Rex Tillerson) και ο υπουργός Άμυνας Τζέιμς Μάτις (James Mattis), οι οποίοι ναι μεν οφείλουν στον ίδιο τον Τραμπ τον διορισμό τους, αλλά σίγουρα είναι ισχυρές προσωπικότητες και οι απόψεις τους δεν θα συμπίπτουν αναγκαστικά με τις δικές του, όπως έχουν ήδη καταδείξει οι ακροάσεις επικύρωσης του διορισμού τους ενώπιον του Κογκρέσου;
Θα ήθελα να κάνω δύο υποθέσεις: Ο Τραμπ επαναλαμβάνει μερικές ιδέες που μπορεί να είναι αποτέλεσμα προκατάληψης ή άγνοιας, συγκροτούν ωστόσο μια ατζέντα εξωτερικής πολιτικής και έχει παράλληλα τη θεσμική δυνατότητα να τις θέσει αμέσως σε εφαρμογή στο μεγαλύτερο ποσοστό τους: τα πραγματικά εμπόδια θα έλθουν από το εξωτερικό, αλλά δεν θα εμφανιστούν αμέσως και κανείς δεν μπορεί να πει πώς θα αντιδράσει, όταν θα τα αντιμετωπίσει.
Οι ιδέες του Τραμπ για την εξωτερική πολιτική εμφανίστηκαν νωρίς στη διάρκεια της εκστρατείας του και τις έχει επαναλάβει συχνά, την τελευταία φορά στη συνέντευξη Τύπου στις 11 Ιανουαρίου και στην κοινή του συνέντευξη στην Μπιλντ και τους Τάιμς στις 16 Ιανουαρίου.
Πρόκειται αρχικά για τον προστατευτισμό και την εχθρική του στάση απέναντι στη μετανάστευση: κατήγγειλε τον αθέμιτο ανταγωνισμό της Κίνας και την απείλησε ότι θα επιβάλει φόρο 45% επί των εισαγωγών από αυτή. Ανακοίνωσε ότι θα εγκαταλείψει από την πρώτη ημέρα την «εταιρική σχέση των χωρών του Ειρηνικού», που είχε υπογράψει ο προκάτοχός του και δεν είχε επικυρωθεί από το Κογκρέσο, και ότι θα καταγγείλει τη NAFTA, τη Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου της Βόρειας Αμερικής με τον Καναδά και το Μεξικό, που είχε συναφθεί το 1994. Θα ασκήσει πίεση για να μετεγκατασταθούν στις Η.Π.Α. οι βιομηχανίες (το έχει ήδη πράξει δημοσίως με τη Φορντ), θα επιβάλει δασμούς 35% στα αυτοκίνητα που παράγονται στο Μεξικό και κατευθύνονται στην αγορά των ΗΠΑ και θα κατασκευάσει ένα τείχος με αυτή τη χώρα, την οποία και θα υποχρεώσει επί πλέον να το πληρώσει, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, στην ανάγκη επιβάλλοντας έναν φόρο (στις μεξικανικές εισαγωγές, προφανώς). Τέλος, απείλησε, αρχικώς, ότι θα αποχωρήσει από τη Συμφωνία του Παρισιού για την κλιματική αλλαγή και τελικώς επιφυλάχθηκε να λάβει θέση επί του θέματος. Σε γεωπολιτικό επίπεδο έχει δείξει πρόθυμος να αποστασιοποιηθεί από τη Μέση Ανατολή, ενώ επιβεβαιώνει την αδιάλειπτη αλληλεγγύη του με την ισραηλινή κυβέρνηση· επέκρινε την επέμβαση των ΗΠΑ στο Ιράκ το 2003, δήλωσε την αδιαφορία του για την κατάσταση στη Συρία και την προθυμία του να συνεννοηθεί με τον Μπασάρ αλ-Άσαντ και τη Ρωσία, εάν είναι απαραίτητο· επέκρινε την πυρηνική συμφωνία με το Ιράν ως «ηλίθια, τη χειρότερη συμφωνία που υπογράφτηκε ποτέ» και, όπως, δήλωσε τον Νοέμβριο του 2016, θα θέσει τέλος σε αυτή (είπε στην κυριολεξία ότι θα την σκίσει, ενώ σήμερα είναι λιγότερο κατηγορηματικός και αναφέρει ότι «θα το εξετάσει»). Ανακοίνωσε ότι θα μεταφέρει την πρεσβεία των ΗΠΑ στην Ιερουσαλήμ και επέκρινε την απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας που καταδικάζει τον εποικισμό των κατεχόμενων εδαφών («Είναι φοβερό, η κυβέρνηση Ομπάμα θα έπρεπε να είχε προβάλει βέτο»), προσθέτοντας ότι αυτή η απόφαση περιπλέκει την ειρηνευτική συμφωνία που προτίθεται να επιτύχει με τη βοήθεια του γαμπρού του Τζάρεντ Κάσνερ (Jared Kushner).
Στην Ευρώπη, εξήρε το Μπρέξιτ («θα είναι ένα σπουδαίο γεγονός»), ανακοίνωσε ότι θα ακολουθήσουν και άλλες αποχωρήσεις από μια Ένωση που έχει κατασκευαστεί στα μέτρα της Γερμανίας, μια χώρα που όμως σέβεται και για την αίσθηση της τάξης από την οποία εμφορείται και για την ισχύ της· επέκρινε ως «καταστροφική» την απόφαση της καγκελαρίου Μέρκελ να φιλοξενήσει μεγάλο αριθμό Σύρων προσφύγων, ενώ ταυτόχρονα διακηρύσσει τον σεβασμό του προς εκείνη. Είπε ότι είναι έτοιμος να συνάψει εμπορική συμφωνία με τη Μεγάλη Βρετανία, δήλωση η οποία χαιρετίστηκε αμέσως από τη βρετανική κυβέρνηση. Επανέλαβε την κρίση του για το ΝΑΤΟ, το οποίο θεωρεί «άνευ αντικειμένου», τόσο γιατί η οργάνωσή του είχε διαμορφωθεί πριν από πολλά χρόνια και γιατί δεν κάνει τίποτα κατά της τρομοκρατίας, ενώ οι Ευρωπαίοι δεν καταβάλλουν τις απαραίτητες αμυντικές προσπάθειες· επανέλαβε την καλή γνώμη του για τον Βλαντιμίρ Πούτιν, ο οποίος «έχει ισχυρό έλεγχο επί της χώρας του», εκτιμά ότι θα μπορέσει να συνεννοηθεί με τον Ρώσο ηγέτη, ο οποίος δεν αποτελεί γι’ αυτόν «μειονέκτημα αλλά θετικό κεφάλαιο»· ωστόσο τον Ιανουάριο εκτίμησε πως δεν γνωρίζει πόσο καιρό θα διαρκέσει αυτή η καλή σχέση με τους Πούτιν και Μέρκελ – που παραδόξως συσχετίστηκαν μεταξύ τους σε αυτή του την απόφανση· τέλος υποστήριξε ότι η ρωσική επέμβαση στη Συρία ήταν «πολύ σκληρή και κακή απόφαση». Ως προς την Ασία, ο Τραμπ εκτίμησε ότι η αμυντική προσπάθεια της Ιαπωνίας είναι ανεπαρκής και ότι θα πρέπει να αποκτήσει πυρηνικά όπλα για να προστατευτεί από την απειλή της Κορέας και επέκρινε την Κίνα για την παθητικότητά της στην υπόθεση της Βόρειας Κορέας· αποδέχτηκε μετά την εκλογή του τα συγχαρητήρια της Προέδρου της Ταϊβάν, Τσάι Ινγκ Γουέν και επισήμανε ότι η πολιτική των ΗΠΑ που αναγνωρίζει μόνο ένα κινεζικό κράτος θα μπορούσε να μπει στη ζυγαριά ώστε να αποσπάσει εμπορικές παραχωρήσεις από το Πεκίνο, τοποθέτηση που οδήγησε την Κίνα να εκφράσει τη «σοβαρή ανησυχία» της. Σε γενικές γραμμές, ο Τραμπ δεν εφείσθη επικρίσεων έναντι της Κίνας, που κατηγορείται ότι χειραγωγεί το νόμισμά της, ότι επινόησε τη θεωρία της κλιματικής αλλαγής για να υπονομεύσει την ανταγωνιστικότητα των Ηνωμένων Πολιτειών και ότι ενισχύει τις θέσεις της στην Θάλασσα της Νότιας Κίνας.
Ως προς τη μορφή, οι εξορμήσεις του Τραμπ στην εξωτερική πολιτική χαρακτηρίστηκαν από αυτοσχεδιασμό, κάνοντας ανακοινώσεις που στηρίζονταν στο τουίτερ και χαρακτηρίζονταν από μεγάλη άγνοια των θεμάτων. Μερικές φορές βέβαια διαπνέονται από την κοινή λογική: ποιος μπορεί να αρνηθεί ότι το ΝΑΤΟ είχε σχεδιαστεί σε ένα πολύ διαφορετικό πλαίσιο από τη σημερινή πραγματικότητα, ή ότι ο πόλεμος στο Ιράκ ήταν ένα λάθος, ή ότι πρέπει να συνομιλείς με τους αντιπάλους σου (ο Τραμπ πιστεύεται ότι είναι έτοιμος να δεχθεί τον Κιμ Γιονγκ-ουν); Μερικές θέσεις του, όπως η απειλή πως μπορεί να αμφισβητήσει την πολιτική της μοναδικής και ενιαίας Κίνας (One China policy) αποτελούν ίσως βολιδοσκοπήσεις με στόχο την αποσταθεροποίηση ενός αντιπάλου υπερβολικά βέβαιου για τον εαυτό του (δεν αποτελεί κατ’ ανάγκη ένα κακό ξεκίνημα απέναντι στην Κίνα, αρκεί να ξέρει πώς να βγει από αυτό). Πιθανότατα δεν θα οδηγήσουν σε τίποτε το πολύ συγκεκριμένο, όπως οι πιο κινδυνώδεις διακηρύξεις του Τραμπ, όπως εκείνες για τον εξοπλισμό της Ιαπωνίας με πυρηνικά όπλα, ή για τις νέες αποχωρήσεις από την Ευρωπαϊκή Ένωση, τις οποίες θεωρεί αναπόφευκτες κατά μίμηση του Μπρέξιτ.
Η συνέχεια του άρθρου στο Άρδην τ. 106 που κυκλοφορεί σε περίπτερα και βιβλιοπωλεία
Μετάφραση: Γιώργος Καραμπελιάς
http://ardin-rixi.gr/archives/203466
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου