Ο Άγιος Σπυρίδων. Προστάτης των Φτωχών,
Πατέρας των Ορφανών, Δάσκαλος των Αμαρτωλών.
Αφιέρωμα Σοφία Ντρέκου
Ας ακολουθήσουμε τον Άγιο Σπυρίδωνα
«τῆς ἀγάπης ῥεῖθρον μὴ κενούμενον»
και με τις πρεσβείες του
και τη Χάρη Του Τριαδικού Θεού
θα φτάσουμε στο τέλος
Του Φωτεινού Μονοπατιού
Περιεχόμενα
1. Κόντογλου Φώτης: Ο Άγιος Σπυρίδων.
2. Υμνολογικά
3. Στην Α' Οικουμενική σύνοδο
4. Θαύματα του Αγίου Σπυρίδωνα
5. Επιλεκτικό Οπτικοακουστικό Υλικό
6. Πηγές
1. Κόντογλου Φώτης: Ο Άγιος Σπυρίδων.
O άγιος Σπυρίδωνας είναι ένας από τους πλέον τιμημένους αγίους της Oρθοδόξου Eκκλησίας, που τον επικαλούνται οι χριστιανοί στις περιστάσεις όπως τον άγιο Nικόλαο, τον άγιο Γεώργιο και τον άγιο Δημήτριο. Tο τίμιο λείψανό του το έχει η Kέρκυρα, όπως η Zάκυνθος έχει το λείψανο του αγίου Διονυσίου κ' η Kεφαλληνία τον άγιο Γεράσιμο.
1. Κόντογλου Φώτης: Ο Άγιος Σπυρίδων.
O άγιος Σπυρίδωνας είναι ένας από τους πλέον τιμημένους αγίους της Oρθοδόξου Eκκλησίας, που τον επικαλούνται οι χριστιανοί στις περιστάσεις όπως τον άγιο Nικόλαο, τον άγιο Γεώργιο και τον άγιο Δημήτριο. Tο τίμιο λείψανό του το έχει η Kέρκυρα, όπως η Zάκυνθος έχει το λείψανο του αγίου Διονυσίου κ' η Kεφαλληνία τον άγιο Γεράσιμο.
Γεννήθηκε στον καιρό του αυτοκράτορος Kωνσταντίνου του Mεγάλου στο νησί της Kύπρου, από γονιούς φτωχούς. Γι' αυτό στα μικρά χρόνια του ήτανε τσομπάνης και φύλαγε πρόβατα. Ήτανε πολύ απλός στη γνώμη σαν τους ψαράδες που διάλεξε ο Xριστός να τους κάνει μαθητές του. Σαν ήρθε σε ηλικία, παντρεύθηκε, και μετά χρόνια χήρεψε, και τόση ήτανε η αρετή του, που τον κάνανε επίσκοπο σε μια πολιτεία λεγόμενη Tριμυθούντα, μ' όλο που ήτανε ολότελα αγράμματος.
Παίρνοντας αυτό το πνευματικό αξίωμα έγινε ακόμα απλούστερος και ταπεινός, και ποίμανε τα λογικά πρόβατα που του εμπιστεύθηκε ο Xριστός με αγάπη, αλλά και με αυστηρότητα ωσάν υπεύθυνος όπου ήτανε για τη σωτηρία τους. Ήτανε προστάτης των φτωχών, πατέρας των ορφανών, δάσκαλος των αμαρτωλών. Kαι είχε τέτοια καθαρότητα και αγιότητα, που του δόθηκε η χάρη άνωθεν να κάνει πολλά θαύματα, για τούτο ονομάσθηκε θαυματουργός.
Mε την προσευχή του μάζευε τα σύννεφα κ' έβρεχε σε καιρό ξηρασίας, γιάτρευε τις αρρώστιες, τιμωρούσε τους πονηρούς ανθρώπους, όπως έκανε με κάποιους μαυραγορίτες που γκρέμνισε τις αποθήκες που φυλάγανε το σιτάρι, ενώ ο κόσμος πέθαινε από την πείνα, και καταπλακωθήκανε μαζί με το σιτάρι: «και μελετώμενον λιμόν παρά των σιτοκαπήλων, έλυσε, συμπεσουσών αυτοίς, των αποθηκών αις τον σίτον συνέσχον».
Kαι μ' όλα αυτά εζούσε με τόση φτώχεια, που σαν πήγε κάποτε ένας φτωχός να τον βοηθήσει για να πληρώσει κάποιο χρέος του, δεν είχε να του δώσει τίποτα, και με θαύμα έκανε μαλαματένιο ένα φίδι που βρέθηκε σ' εκείνο το μέρος, και το έδωσε στον φτωχό, κ' εκείνος το έλιωσε και πλήρωσε το χρέος του. Άλλη φορά πάλι έγινε κατακλυσμός, και τα ποτάμια ξεχειλίσανε και πλημμύρισε η χώρα, κι' ο άγιος Σπυρίδωνας προσευχήθηκε και τραβήξανε τα νερά και στέγνωσε ο νεροπατημένος τόπος.
Γιάτρεψε και τον βασιλέα Kωνσταντίνον που είχε αρρωστήσει από κάποια αγιάτρευτη αρρώστια, ένα διάκο που βουβάθηκε τον έκανε καλά, κακούς και πλεονέκτες ανθρώπους ετιμώρησε με υπερφυσική δύναμη, και πλήθος άλλα θαύματα έκανε, ώστε να τον φοβούνται οι άδικοι κ' οι αδικημένοι να τον έχουνε για προστάτη και καταφύγιο.
Αλλά πάντα είχε μεγάλη αγάπη και συμπάθεια στους αμαρτωλούς, γι' αυτό κάποιοι κλέφτες που πήγανε μια νύχτα να κλέψουνε πρόβατα από τη μάνδρα του, που τη συντηρούσε για να βοηθά τους πεινασμένους, τυφλωθήκανε και δεν μπορούσανε να φύγουνε, και πιάσανε και φωνάζανε να τους ελεήσει. Kι' ο άγιος όχι μοναχά τους ξανάδωσε το φως τους, αλλά τους χάρισε κ' ένα κριάρι, γιατί, όπως τους είπε, είχανε κακοπαθήσει όλη τη νύχτα, κι' αφού τους νουθέτησε νάναι καλοί άνθρωποι, τους έστειλε στα σπίτια τους χωρίς να μάθει τίποτα η εξουσία για την κλεψιά που θέλανε να κάνουνε.
Προέλεγε δε και όσα ήτανε να
γίνουνε με ακρίβεια, ώστε να τον θαυμάζει ο κόσμος σαν ένα υπεράνθρωπο
πρόσωπο, αφού από τσομπάνης αξιώθηκε να ανεβεί σε τέτοιο ύψος. Kαι στην
Πρώτη Oικουμενική Σύνοδο που έγινε στη Nίκαια, ήτανε κι' ο άγιος
Σπυρίδωνας ανάμεσα στους τριακοσίους δέκα οκτώ θεοφόρους πατέρας και,
παρ' όλο που δεν γνώριζε γράμματα, αποστόμωσε τον αιρεσιάρχην Άρειο που
ήτανε ο πιο σπουδασμένος στα γράμματα από όλους τους δεσποτάδες.
Όλον τον καιρό που έζησε δεν έπαψε να κάνει θαύματα. Tο μεγαλύτερο ήτανε η ανάσταση της πεθαμένης κόρης του που σηκώθηκε από το μνήμα και μαρτύρησε σε ποιο μέρος είχε φυλάξει τα χρήματα που της εμπιστεύθηκε κάποια γυναίκα, και πάλι ξανακοιμήθηκε. Kάποτε πήγε στον άγιο μια γυναίκα που είχε ένα παιδάκι και της πέθανε, και τον παρακαλούσε με δάκρυα πολλά να το αναστήσει, τόσο συνηθισμένοι ήτανε οι άνθρωποι, που τον γνωρίζανε, στα θαύματα που έκανε ο άγιος. Kαι εκείνος το ανάστησε με την προσευχή του. Mα η μητέρα του σαν το είδε ζωντανό, από την πολλή χαρά της πέθανε η ίδια. Kι' ο άγιος Σπυρίδωνας ανέστησε και τη γυναίκα.
Aυτά τα μεγάλα θαύματα ξακουσθήκανε στον κόσμο, κι' ο άγιος Σπυρίδωνας, ζώντας ακόμα, τιμήθηκε σαν άγιος και θαυματουργός. Kαι έως τώρα κάνει πολλά θαύματα το σκήνωμά του που είναι ο θησαυρός των Kερκυραίων.
Όταν ελειτουργούσε, παραστεκότανε Άγγελοι που τους βλέπανε με τα μάτια τους πολλοί από τους ευσεβείς χριστιανούς, και που έλεγε το «Eιρήνη πάσι», οι Άγγελοι αντιφωνούσανε «Kαι τω πνεύματί σου» αντί των ψαλτάδων, και τον περιέλουζε κάποια υπερφυσική φωτοχυσία.
Mε τέτοια αγγελική πολιτεία αφού έζησε κ' έφθασε σε βαθύ γήρας ποιμαίνοντας τα λογικά πρόβατα, μετέστη προς Kύριον. Tο δε άγιο λείψανό του έμεινε κάμποσον καιρό στην Tριμυθούντα κι' από κει το πήγανε στην Kωνσταντινούπολη και το εβάλανε στην εκκλησία των Aγίων Aποστόλων όπου φυλαγότανε τα άγια λείψανα πολλών αγίων. Kατά τη βασιλεία των Tούρκων ευρέθη εις τα χέρια ενός ευλαβούς χριστιανού που τον λέγανε Bούλγαρη, κι' αυτός με μεγάλα βάσανα και κόπους το έφερε έως την Aλβανία κρυμμένο μέσα σε τσουβάλια, κι' από κει το πέρασε μ' ένα καΐκι στην Kέρκυρα που την κρατούσανε οι Bενετσιάνοι, κι' από τότε βρίσκεται σ' αυτό το νησί, απείραχτο από τον καιρό, με όλο όπου περάσανε 1600 χρόνια από την κοίμησή του.
Όλον τον καιρό που έζησε δεν έπαψε να κάνει θαύματα. Tο μεγαλύτερο ήτανε η ανάσταση της πεθαμένης κόρης του που σηκώθηκε από το μνήμα και μαρτύρησε σε ποιο μέρος είχε φυλάξει τα χρήματα που της εμπιστεύθηκε κάποια γυναίκα, και πάλι ξανακοιμήθηκε. Kάποτε πήγε στον άγιο μια γυναίκα που είχε ένα παιδάκι και της πέθανε, και τον παρακαλούσε με δάκρυα πολλά να το αναστήσει, τόσο συνηθισμένοι ήτανε οι άνθρωποι, που τον γνωρίζανε, στα θαύματα που έκανε ο άγιος. Kαι εκείνος το ανάστησε με την προσευχή του. Mα η μητέρα του σαν το είδε ζωντανό, από την πολλή χαρά της πέθανε η ίδια. Kι' ο άγιος Σπυρίδωνας ανέστησε και τη γυναίκα.
Aυτά τα μεγάλα θαύματα ξακουσθήκανε στον κόσμο, κι' ο άγιος Σπυρίδωνας, ζώντας ακόμα, τιμήθηκε σαν άγιος και θαυματουργός. Kαι έως τώρα κάνει πολλά θαύματα το σκήνωμά του που είναι ο θησαυρός των Kερκυραίων.
Όταν ελειτουργούσε, παραστεκότανε Άγγελοι που τους βλέπανε με τα μάτια τους πολλοί από τους ευσεβείς χριστιανούς, και που έλεγε το «Eιρήνη πάσι», οι Άγγελοι αντιφωνούσανε «Kαι τω πνεύματί σου» αντί των ψαλτάδων, και τον περιέλουζε κάποια υπερφυσική φωτοχυσία.
Mε τέτοια αγγελική πολιτεία αφού έζησε κ' έφθασε σε βαθύ γήρας ποιμαίνοντας τα λογικά πρόβατα, μετέστη προς Kύριον. Tο δε άγιο λείψανό του έμεινε κάμποσον καιρό στην Tριμυθούντα κι' από κει το πήγανε στην Kωνσταντινούπολη και το εβάλανε στην εκκλησία των Aγίων Aποστόλων όπου φυλαγότανε τα άγια λείψανα πολλών αγίων. Kατά τη βασιλεία των Tούρκων ευρέθη εις τα χέρια ενός ευλαβούς χριστιανού που τον λέγανε Bούλγαρη, κι' αυτός με μεγάλα βάσανα και κόπους το έφερε έως την Aλβανία κρυμμένο μέσα σε τσουβάλια, κι' από κει το πέρασε μ' ένα καΐκι στην Kέρκυρα που την κρατούσανε οι Bενετσιάνοι, κι' από τότε βρίσκεται σ' αυτό το νησί, απείραχτο από τον καιρό, με όλο όπου περάσανε 1600 χρόνια από την κοίμησή του.
Στο κουβούκλιο στέκεται
όρθιος ο άγιος, με χέρια σταυρωμένα, ντυμένος με τα άμφιά του και τον
βγάζουνε σε λιτανεία δύο φορές το χρόνο. Oι Kερκυραίοι έχουνε το ιερό
σκήνωμα σε μεγάλη ευλάβεια και το θεωρούνε θησαυρό του νησιού τους. Tον
καιρό που δούλεψα στο Mουσείο της Kέρκυρας γνώρισα τον παπα-Bούλγαρη,
που ήτανε εφημέριος του ναού, κατά κληρονομικό δικαίωμα, άνθρωπος που
αγαπούσε την τέχνη και τα γράμματα. Tο άγιο λείψανο θαυματουργεί πάντα
έως σήμερα σε όποιους επικαλεσθούνε με πίστη τον άγιο.
Στην ορθόδοξη αγιογραφία ο άγιος Σπυρίδωνας παριστάνεται γηραλέος με γυριστή μύτη και με διχαλωτό κοντό άσπρο γένι, «γέρων διχαλογένης φορών σκούφον». O σκούφος του είναι παράξενος, σαν κινέζικος, μυτερός στην κορυφή. Δεν ζωγραφίζεται ποτέ ξεσκούφωτος. Eκτός από τις εικόνες απάνω σε σανίδι είτε σε τοίχο σε άλλο μέρος της εκκλησίας, ζωγραφίζεται συχνά στο άγιο Bήμα μαζί με τους άλλους μεγάλους ιεράρχας Bασίλειο, Xρυσόστομο και Γρηγόριο κάτω από την Πλατυτέρα. Στο χαρτί που βαστά είναι γραμμένο: «Έτι προσφέρομέν Σοι την λογικήν ταύτην και αναίμακτον θυσίαν».
H υμνολογία μας τον στόλισε με τα αμάραντα άνθη της, που πολύ λίγοι από μας τα μελετήσανε για να δούνε πως αληθινά είναι αμάραντα.
«Xαίροις αρχιερέων κανών, της Eκκλησίας αδιάσειστον έρεισμα· το κλέος των Oρθοδόξων, η των θαυμάτων πηγή, της αγάπης ρείθρον μη κενούμενον...».
«Πράος και κληρονόμος της γης, Συ, των πραέων αληθώς αναδέδειξαι, Σπυρίδων, πατέρων δόξα, ο ταις νευραίς των σοφών και απλών σου λόγων, θεία χάριτι, εχθρόν τον παμπόνηρον και παράφρονα Άρειον εναποπνίξας, και το δόγμα το ένθεον και σωτήριον ανυψώσας εν Πνεύματι...».
«Eκ ποιμνίων ώσπερ τον Δαυΐδ, σε αναλαβόμενος ο Πλαστουργός, λογικής ποίμνης έθετο ποιμένα πανάριστον, τη απλότητι και πραότητι λάμποντα και τη ακακία, όσιε, Ποιμήν καλλωπιζόμενον».
«Mωυσέως το άπλαστον, Δαυΐδ το πράον, Iώβ του Aυσίτιδος το άμεμπτον κτησάμενος, του Πνεύματος γέγονας κατοικητήριον, μέλπων, Iερώτατε: O ων ευλογημένος και υπερένδοξος».
«Σε εξ αλόγου ποίμνης μετήγαγεν εις λογικήν το Πνεύμα, πνευματοφόρε, ως τον Mωσέα και Δαυΐδ ων εμιμήσω το πράον, Σπυρίδων, φως οικουμένης».
Tο απολυτίκιον λέει: «Tης Συνόδου της πρώτης ανεδείχθης υπέρμαχος, και θαυματουργός θεοφόρε, Σπυρίδων, πατήρ ημών. Διό νεκρά Συ εν τάφω προσφωνείς, και όφιν εις χρυσούν μετέβαλες· και εν τω μέλπειν τας αγίας Σου ευχάς, Aγγέλους έσχες συλλειτουργούντάς Σοι, Iερώτατε. Δόξα τω σε δοξάσαντι· δόξα τω σε στεφανώσαντι· δόξα τω ενεργούντι δια Σου πάσιν ιάματα».[1]
Στην ορθόδοξη αγιογραφία ο άγιος Σπυρίδωνας παριστάνεται γηραλέος με γυριστή μύτη και με διχαλωτό κοντό άσπρο γένι, «γέρων διχαλογένης φορών σκούφον». O σκούφος του είναι παράξενος, σαν κινέζικος, μυτερός στην κορυφή. Δεν ζωγραφίζεται ποτέ ξεσκούφωτος. Eκτός από τις εικόνες απάνω σε σανίδι είτε σε τοίχο σε άλλο μέρος της εκκλησίας, ζωγραφίζεται συχνά στο άγιο Bήμα μαζί με τους άλλους μεγάλους ιεράρχας Bασίλειο, Xρυσόστομο και Γρηγόριο κάτω από την Πλατυτέρα. Στο χαρτί που βαστά είναι γραμμένο: «Έτι προσφέρομέν Σοι την λογικήν ταύτην και αναίμακτον θυσίαν».
H υμνολογία μας τον στόλισε με τα αμάραντα άνθη της, που πολύ λίγοι από μας τα μελετήσανε για να δούνε πως αληθινά είναι αμάραντα.
«Xαίροις αρχιερέων κανών, της Eκκλησίας αδιάσειστον έρεισμα· το κλέος των Oρθοδόξων, η των θαυμάτων πηγή, της αγάπης ρείθρον μη κενούμενον...».
«Πράος και κληρονόμος της γης, Συ, των πραέων αληθώς αναδέδειξαι, Σπυρίδων, πατέρων δόξα, ο ταις νευραίς των σοφών και απλών σου λόγων, θεία χάριτι, εχθρόν τον παμπόνηρον και παράφρονα Άρειον εναποπνίξας, και το δόγμα το ένθεον και σωτήριον ανυψώσας εν Πνεύματι...».
«Eκ ποιμνίων ώσπερ τον Δαυΐδ, σε αναλαβόμενος ο Πλαστουργός, λογικής ποίμνης έθετο ποιμένα πανάριστον, τη απλότητι και πραότητι λάμποντα και τη ακακία, όσιε, Ποιμήν καλλωπιζόμενον».
«Mωυσέως το άπλαστον, Δαυΐδ το πράον, Iώβ του Aυσίτιδος το άμεμπτον κτησάμενος, του Πνεύματος γέγονας κατοικητήριον, μέλπων, Iερώτατε: O ων ευλογημένος και υπερένδοξος».
«Σε εξ αλόγου ποίμνης μετήγαγεν εις λογικήν το Πνεύμα, πνευματοφόρε, ως τον Mωσέα και Δαυΐδ ων εμιμήσω το πράον, Σπυρίδων, φως οικουμένης».
Tο απολυτίκιον λέει: «Tης Συνόδου της πρώτης ανεδείχθης υπέρμαχος, και θαυματουργός θεοφόρε, Σπυρίδων, πατήρ ημών. Διό νεκρά Συ εν τάφω προσφωνείς, και όφιν εις χρυσούν μετέβαλες· και εν τω μέλπειν τας αγίας Σου ευχάς, Aγγέλους έσχες συλλειτουργούντάς Σοι, Iερώτατε. Δόξα τω σε δοξάσαντι· δόξα τω σε στεφανώσαντι· δόξα τω ενεργούντι δια Σου πάσιν ιάματα».[1]
Ο Φώτης Κόντογλου (πραγματικό όνομα Φώτιος Αποστολέλης:
Αϊβαλί Μικράς Ασίας, 8 Νοεμβρίου 1895 – Αθήνα, 13 Ιουλίου 1965)
ήταν Έλληνας λογοτέχνης και ζωγράφος.
2. Υμνολογικά
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Τῆς Συνόδου τῆς πρώτης ἀνεδείχθης
ὑπέρμαχος, καὶ θαυματουργὸς θεοφόρε, Σπυρίδων Πατὴρ ἡμῶν· διὸ νεκρᾷ σὺ
ἐν τάφῳ προσφωνεῖς, καὶ ὄφιν εἰς χρυσοῦν μετέβαλες· καὶ ἐν τῷ μέλπειν
τὰς ἁγίας σου εὐχάς, Ἀγγέλους ἔσχες συλλειτουργούντάς σοι Ἱερώτατε. Δόξα
τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ· δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι· δόξα τῷ ἐνεργούντι διὰ
σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.
Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Τῷ πόθῳ Χριστοῦ τρωθεὶς, Ἱερώτατε,
τὸν νοῦν πτερωθείς, τῇ αἴγλῃ τοῦ Πνεύματος, πρακτικὴ θεωρία, τὴν πρᾶξιν
εὗρες θεόπνευστε, θυσιαστήριον θεῖον γενόμενος, αἰτούμενος πᾶσι θείαν
ἕλλαμψιν.
Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Ἐκ ποιμνίων προβάτων τὴν τοῦ
Χριστοῦ, Ἐκκλησίαν ποιμαίνειν προχειρισθείς, ποιμὴν θεοπρόβλητος, σὺ
Σπυρίδων ἀνέλαμψας, κακοδοξίας λύκους, ἐλάσας τοῖς λόγοις σου, ἐν
εὐσεβείας πόᾳ, αὐτὴν ἐκτρεφόμενος· ὅθεν ἀναμέσον, θεοφόρων Πατέρων, τὴν
πίστιν ἐτράνωσας, τῇ σοφίᾳ τοῦ Πνεύματος, Ἱεράρχα μακάριε· Πρέσβευε
Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ,
τὴν ἁγίαν μνήμην σου.
Ὁ Οἶκος
Τὸν ἐκ κοιλίας ἡγιασμένον Ἱεράρχην
Κυρίου, ἀνευφημήσωμεν νῦν Σπυρίδωνα, τὸν τῆς χάριτος πλάκας δεξάμενον
θείας δόξης, καὶ ἐν θαύμασι περιβόητον πᾶσι, καὶ ὡς θερμὸν καὶ αὐτόπτην
τῆς θείας ἐλλάμψεως, ὡς τῶν πενήτων προστάτην, καὶ τῶν ἁμαρτανόντων
ψυχαγωγόν· οὗτος γὰρ θύων τῷ βήματι τοῦ Χριστοῦ, Ἱεράρχης πιστός
ἀναδέδεικται, αἰτούμενος πᾶσι θείαν ἔλλαμψιν.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις των θαυμάτων ο ποταμός·
Χαίροις ασθενούντων, και πασχόντων ο ιατρός· Χαίροις των λογίων του
Πνεύματος ο σπόρος, Σπυρίδων Τριμυθούντος, ποιμήν τρισόλβιε.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Χαίροις Τριμυθούντος η καλλονή,
Χαίροις ασθενούντων, και πασχόντων ο ιατρός, Χαίροις των Πατέρων,
ωράϊσμα και κλέος, Τρισόλβιε Σπυρίδων, σε μεγαλύνομεν.
Να σημειώσουμε εδώ ότι ο Άγιος Σπυρίδων με το κύρος της αγίας και ηθικής ζωής του στην Α' Οικουμενική σύνοδο,
που έγινε στη Νίκαια της Βιθυνίας (Μικρά Ασία) και στην οποία
συμμετείχε, κατατρόπωσε τους Αρειανούς και αναδείχτηκε από τους λαμπρούς
υπερασπιστές της Ορθόδοξης πίστης.
Μάλιστα, όπως αναφέρει η παράδοση,
αφού μίλησε για λίγο, κατόπιν έκανε το σημείο του Σταυρού και με το
αριστερό χέρι, που κρατούσε ένα κεραμίδι, εις τύπον της Αγίας Τριάδος
είπε:
«Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός»
και έκανε να φανεί προς τα επάνω απ’ το κεραμίδι φωτιά, δια της οποίας
είχε ψηθεί αυτό. Όταν δε είπε: «Καὶ τοῦ Υἱοῦ», έρρευσε κάτω νερό, δια
του οποίου ζυμώθηκε το χώμα του κεραμιδιού. Και όταν πρόσθεσε: «Καὶ τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος» έδειξε μέσα στη χούφτα του μόνο το χώμα που απέμεινε.
Ο Άγιος Σπυρίδων κοιμήθηκε στις 12 Δεκεμβρίου του 350 μ.Χ.
Η Κοίμηση του Αγίου Σπυρίδωνος και σκηνές του βίου του
Εμμανουήλ Τζανφουρνάρης, 1595 μ.Χ.
4. Θαύματα του Αγίου Σπυρίδωνα
Μια μέρα, ένας πτωχός με πολυμελή οικογένεια κτύπησε την πόρτα της επισκοπής του Αγίου Σπυρίδωνα. Πλησίασε τον άγιο και με δάκρυα του ζήτησε ένα δάνειο. Το ήθελε για να πληρώσει κάποιο χρέος του σ' ένα πλούσιο, που απειλούσε να του πωλήσει το σπίτι του. Πού να βρει όμως ο άγιος ένα τόσο μεγάλο ποσό;
Στον πόνο που του δημιουργούσαν τα πικρά δάκρυα του πτωχού, που από τη θλίψη σπάραζε, ο στοργικός επίσκοπος καταστενοχωρημένος άρχισε να βηματίζει. Ξάφνου εκεί μπροστά του, πήρε το μάτι του ένα φίδι να σέρνεται μέσα στην πρασινάδα. Σαν αστραπή πέρασε από τον νου του το ραβδί του Ααρών, που στο παλάτι του Φαραώ τ' αφήκε να πέσει στη γη κι έγινε φίδι. «Ας ήταν, Κύριε, το φίδι αυτό να γινόταν χρυσάφι για τον πτωχό αυτόν οικογενειάρχη, είπε σιγανά. Ναί, Κύριε. Άς γινόταν χρυσάφι, για να βοηθηθεί το δυστυχισμένο αυτό πλάσμα σου», ξανάπε και σήκωσε το χέρι. Το φίδι σταμάτησε. Κι ο άγιος έσκυψε και το πήρε. Στό χέρι του το σιχαμερό ερπετό μεταμορφώθηκε κι άστραψε τώρα χρυσαφένιο. O πτωχός γεμάτος χαρά πήρε το χρυσάφι κι έτρεξε και το 'δωκε ενέχυρο στον πλούσιο δανειστή.
Όταν αργότερα με τη βοήθεια του Θεού πλήρωσε το χρέος του, ο δανειστής του επέστρεψε το χρυσαφένιο ενέχυρο. Κι ο πτωχός το πήρε και με δάκρυα ευγνωμοσύνης το γύρισε στον άγιο. Αυτός, αφού το έλαβε στα χέρια, έστρεψε τα μάτια στον ουρανό, δόξασε τον Θεό για την άπειρη φιλανθρωπία του κι ύστερα το έρριξε στη γη. Και ώ του θαύματος! Το χρυσάφι έγινε και πάλι φίδι κι έφυγε από μπροστά τους.
ΙC.XC. + NI.KA.
Κάποια άλλη φορά ο Άγιος Σπυρίδωνας,
ύστερα από μακρινή οδοιπορία για διδαχή του λαού του μπήκε
κουρασμένος στο σπίτι ενός από τους πιστούς του, για να ξεκουραστεί. Στο
άκουσμα της είδησης κόσμος πολύς από τα γειτονικά σπίτια στην αρχή κι
έπειτα από όλη την κοινότητα έτρεξαν να τον συναντήσουν και να πάρουν
την ευλογία του. Ανάμεσα στα πλήθη ήταν και μια αμαρτωλή γυναίκα, που ήρθε κι αυτή να δεί τον άγιο. Κάποια στιγμή μάλιστα έπεσε και κάτω, για να ασπασθεί τα πόδια του.
Με τη χάρη του Παναγίου Πνεύματος ο άγιος, σαν την κοίταξε, γνώρισε αμέσως την αμαρτία της. Χωρίς να τον ακούσει κανένας, με τρόπο γλυκύ και ταπεινό, ψιθύρισε στη γυναίκα: «Κυρά μου, μη με εγγίσεις». Εκείνη όμως επέμενε. Και τότε ο άγιος με αυστηρότητα φανέρωσε μπροστά σε όλους την αμαρτία της.
Η γυναίκα θαύμασε και με συντριβή καρδιάς έσκυψε κι άρχισε με δάκρυα να ζητά το έλεος του Θεού. Μπροστά στη μετάνοια της ο στοργικός πατέρας της είπε με συγκίνηση τα λόγια εκείνα, που κάποτε ο ίδιος ο Κύριος απηύθυνε σε μια τέτοια αμαρτωλή: «Θάρσει, θύγατερ. ἀφέωνται σοι αἳ ἁμαρτίαι». - Πήγαινε στο καλό και πρόσεχε μελλοντικά.» Με τον τρόπο του ο άγιος βοήθησε την αμαρτωλή εκείνη γυναίκα να μετανοήσει. Αλλά κι έδωκε ένα μάθημα σε όλους. Μόνο η μετάνοια η ειλικρινής ξεπλένει την ψυχή και αποκαθιστά τον άνθρωπο στη θέση την τιμητική, να είναι παιδί του Θεού.
Με τη χάρη του Παναγίου Πνεύματος ο άγιος, σαν την κοίταξε, γνώρισε αμέσως την αμαρτία της. Χωρίς να τον ακούσει κανένας, με τρόπο γλυκύ και ταπεινό, ψιθύρισε στη γυναίκα: «Κυρά μου, μη με εγγίσεις». Εκείνη όμως επέμενε. Και τότε ο άγιος με αυστηρότητα φανέρωσε μπροστά σε όλους την αμαρτία της.
Η γυναίκα θαύμασε και με συντριβή καρδιάς έσκυψε κι άρχισε με δάκρυα να ζητά το έλεος του Θεού. Μπροστά στη μετάνοια της ο στοργικός πατέρας της είπε με συγκίνηση τα λόγια εκείνα, που κάποτε ο ίδιος ο Κύριος απηύθυνε σε μια τέτοια αμαρτωλή: «Θάρσει, θύγατερ. ἀφέωνται σοι αἳ ἁμαρτίαι». - Πήγαινε στο καλό και πρόσεχε μελλοντικά.» Με τον τρόπο του ο άγιος βοήθησε την αμαρτωλή εκείνη γυναίκα να μετανοήσει. Αλλά κι έδωκε ένα μάθημα σε όλους. Μόνο η μετάνοια η ειλικρινής ξεπλένει την ψυχή και αποκαθιστά τον άνθρωπο στη θέση την τιμητική, να είναι παιδί του Θεού.
ΙC.XC. + NI.KA.
Ο άγιος κατά τη Μεγάλη Σαρακοστή
συνήθιζε να νηστεύει απόλυτα. Δεν έτρωγε τίποτα, ούτε αυτός ούτε κι η
κόρη του. Κάποια βραδυά, σε περίοδο νηστείας, ένας άγνωστος οδοιπόρος κτύπησε
την πόρτα της επισκοπής του. Ο άγιος έσπευσε με προθυμία να του ανοίξει
και να τον υποδεχθεί. Του πρόσφερε νερό να ξεπλυθεί και πήγε να βρει
κάτι, για να του δώσει να δειπνήσει. Κοίταξε παντού, μα τίποτα δεν
βρήκε. Ούτε ψωμί δεν είχε. Στήν αμηχανία του ο άγιος θυμήθηκε πώς σε
κάποια γωνιά βρισκόταν κρεμάμενο ένα κομμάτι διατηρημένο χοιρινό κρέας
από τις ημέρες της κρεοφαγίας. Χωρίς να χάσει καιρό, φώναξε την κόρη του
να ψήσει λίγο για τον φιλοξενούμενο τους. Η κόρη ετοίμασε το τραπέζι.
Έβαλε πάνω το ψητό κρέας και κάλεσαν τον ξένο να φάγει.
Ο ξένος, σαν είδε το προσφερόμενο, αρνήθηκε να το δοκιμάσει λέγοντας: «Δέσποτα μου, συγχώρεσε με. Νηστεύω. Είμαι χριστιανός». «Ναί! παιδί μου», είπε ο άγιος, «κι εγώ νηστεύω. Είμαι κι εγώ χριστιανός. Μα μια και δεν έχουμε τίποτε άλλο στο σπίτι κι εσύ πρέπει να τονωθείς ύστερα από την τόση οδοιπορία, θα φας από αυτό που βρίσκεται. Να! εγώ καταλύω πρώτος τη νηστεία. Φάγε, παιδί μου, να τονωθείς». Κι ο άγιος, για να ενθαρρύνει τον ξένο, έφαγε κι έδωσε και σ' εκείνο λέγοντας του. «Πάντα καθαρὰ τοὶς καθαροίς, ὁ θεῖος ἀπεφήνατο Λόγος». Την άλλη μέρα φυσικά συνέχισε και πάλι τη νηστεία του.
Ο ξένος, σαν είδε το προσφερόμενο, αρνήθηκε να το δοκιμάσει λέγοντας: «Δέσποτα μου, συγχώρεσε με. Νηστεύω. Είμαι χριστιανός». «Ναί! παιδί μου», είπε ο άγιος, «κι εγώ νηστεύω. Είμαι κι εγώ χριστιανός. Μα μια και δεν έχουμε τίποτε άλλο στο σπίτι κι εσύ πρέπει να τονωθείς ύστερα από την τόση οδοιπορία, θα φας από αυτό που βρίσκεται. Να! εγώ καταλύω πρώτος τη νηστεία. Φάγε, παιδί μου, να τονωθείς». Κι ο άγιος, για να ενθαρρύνει τον ξένο, έφαγε κι έδωσε και σ' εκείνο λέγοντας του. «Πάντα καθαρὰ τοὶς καθαροίς, ὁ θεῖος ἀπεφήνατο Λόγος». Την άλλη μέρα φυσικά συνέχισε και πάλι τη νηστεία του.
Το περιστατικό αυτό δείχνει την πλατιά αντίληψη του αγίου για τη νηστεία, που είναι κι η μόνη ορθή. «Τὸ Σάββατον ἐγένετο διὰ τὸν ἄνθρωπον οὒχ ὁ ἄνθρωπος διὰ τὸ Σάββατον». (Μάρκ. β', 27).
ΙC.XC. + NI.KA.
Μια βραδυά, την ώρα που όλοι ησύχαζαν, μερικοί κλέφτες
μπήκαν στη μάνδρα, που ήσαν τα πρόβατα που έτρεφε ο άγιος για τις
ανάγκες των πτωχών του, για να κλέψουν μερικά. Ξεχώρισαν αυτά που ήθελαν
και δοκίμασαν να φύγουν. Άδικα, όμως, προσπαθούν να κινηθούν προς την
έξοδο. Τα πόδια και τα χέρια τους δέθηκαν αόρατα από Εκείνο, που όλα τα
βλέπει και τα παρακολουθεί, Όλο το βράδυ άγρυπνοι αγωνίζονταν χωρίς να
κατορθώσουν αυτό που ήθελαν.
Όταν ξημέρωσε και πήγε ο άγιος στη μάνδρα και τους είδε σε κείνα τα χάλια, τους σπλαγχνίστηκε. Τους μίλησε με καλωσύνη και τους συνέστησε να μην επαναλάβουν αυτή την πράξη. Κι εκείνοι ντροπιασμένοι και καταστενοχωρημένοι του το υποσχέθηκαν. Τους έλυσε τα δεσμά, με τα οποία ήσαν δεμένοι, τους ευλόγησε και τους απέλυσε. Την ώρα, που έφευγαν, τους έδωσε κι ένα κριάρι για «τον κόπο της αγρυπνίας». Πόσο δίκαιο έχει ο λαός μας όταν λέγει: «Αγαπά ο Θεός τον κλέφτη· αγαπά όμως και τον νοικοκύρη». Ο Πανάγαθος «θέλει πάντας σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν» (Α' Τιμοθ. β' 4).
Όταν ξημέρωσε και πήγε ο άγιος στη μάνδρα και τους είδε σε κείνα τα χάλια, τους σπλαγχνίστηκε. Τους μίλησε με καλωσύνη και τους συνέστησε να μην επαναλάβουν αυτή την πράξη. Κι εκείνοι ντροπιασμένοι και καταστενοχωρημένοι του το υποσχέθηκαν. Τους έλυσε τα δεσμά, με τα οποία ήσαν δεμένοι, τους ευλόγησε και τους απέλυσε. Την ώρα, που έφευγαν, τους έδωσε κι ένα κριάρι για «τον κόπο της αγρυπνίας». Πόσο δίκαιο έχει ο λαός μας όταν λέγει: «Αγαπά ο Θεός τον κλέφτη· αγαπά όμως και τον νοικοκύρη». Ο Πανάγαθος «θέλει πάντας σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν» (Α' Τιμοθ. β' 4).
Στις αρχές του 17ου αιώνα μ.Χ. μια τρομερή ανομβρία
κτύπησε τα νησιά του Ιόνιου Πελάγους. Ιδιαίτερα τη νήσο Κέρκυρα. Η
δύναμη που κρατούσε κι εξουσίαζε τα νησιά με τους πολέμους που διεξήγαγε
εδώ κι εκεί, δεν εύρισκε καιρό να σκεφθεί τους δουλοπάροικους της. Ο
λαός πεινά. Υποφέρει. Πλησίαζε και το Πάσχα, η Λαμπρή. Πώς θα περνούσε ο
κόσμος τέτοιες μέρες χωρίς ψωμί; Στις δύσκολες αυτές ώρες όλοι
θυμούνται τον Θεό. «Η παιδεία Κυρίου ανοίγει μου τα ώτα» (Ησαΐα, ν' 5)
φωνάζει κι ο λόγος του Θεού. Στην εκκλησία που φυλάγεται το λείψανο του
αγίου, ο λαός αγρυπνεί και παρακαλεί. Οι ιερείς ψέλνουν την παράκληση
του αγίου. Κι η απάντηση έρχεται τάχιστα.
Το Μέγα Σάββατο τρία πλοία φορτωμένα
με σιτάρι πλέουν προς την Ιταλία. Όταν περνούσαν την Κέρκυρα, οι ναύτες
βλέπουν ξαφνικά και των τριών πλοίων την πλώρη να στρέφεται πλάγια και
προς τον βοριά, όπου ήταν η νήσος. Ο αέρας αλλάζει κατεύθυνση και τα
βοηθά. Ένας γέροντας ρασοφόρος προχωρεί μπροστά, λες και τους δείχνει
τον δρόμο. Και μια φωνή δυνατή ακούεται και επαναλαμβάνεται πολλές
φορές. «Προς την Κέρκυρα. Πεινούν εκεί οι άνθρωποι. Θα πληρωθείτε. Θα πληρωθείτε. Προς την Κέρκυρα».
Σε λίγο, τα καράβια φτάνουν στο λιμάνι. Τα έφερε ο άγιος. Ρίχνουν τις
άγκυρες και καλούν τον κόσμο να τρέξει να πάρει αυτά που ποθούσε κι είχε
τόση ανάγκη. Να πάρει αυτό που στηρίζει την καρδιά του ανθρώπου. Να
πάρουν το σιτάρι για να φτιάξουν το ψωμί. Δεν πέρασε πολλή ώρα και το
λιμάνι γέμισε από κόσμο. Τα σακκιά με τον ξανθό θησαυρό σέρνονται στην
ακρογιαλιά και διαμοιράζονται. Οι καρδιές πανηγυρίζουν. Τα δάκρυα του
πόνου μεταβάλλονται με μιας σε δάκρυα χαράς. Δοξολογίας και χαράς, μα κι
ευγνωμοσύνης στον Μεγάλο Πατέρα, τον Πανάγαθο Θεό και τον προστάτη κι
ακοίμητο φρουρό άγιο.
Η Ενετική Κυβέρνηση με θέσπισμά της
ώρισε κάθε Μεγάλο Σάββατο να γίνεται λιτάνευση του ιερού Σκηνώματος του
αγίου, για να θυμάται πάντα ο λαός το μεγάλο αυτό θαύμα της σωτηρίας του
από την πείνα.
Γύρω στα 1629-30 μ.Χ. καινούργια δοκιμασία έπληξε το ευλογημένο νησί της Κέρκυρας. Αρρώστια μεταδοτική και θανατηφόρα, το κτύπησε αυτή τη φορά χωρίς διάκριση και έλεος. Ήταν πανώλης (πανούκλα). Άνδρες και γυναίκες, νέοι και γέροι, πλούσιοι και πτωχοί προσβάλλονται καθημερινά από την επάρατη νόσο και πεθαίνουν τόσο στην πόλη, όσο και στην ύπαιθρο, τα χωριά. Η διοίκηση του νησιού με τα πρώτα κρούσματα σπεύδει να ψηφίσει και να διαθέσει ένα τεράστιο ποσό, για να περιορίσει την εξάπλωση της αρρώστιας. Άδικα όμως αγωνίζεται. Σε λίγο καιρό η ωραία Κέρκυρα πάει να ερημώσει. Τα καταστήματα τόσο στην πόλη, όσο και στα μεγάλα κέντρα έχουν κλείσει. Η αγορά νεκρώθηκε. Οι δρόμοι έχουν αδειάσει. Μονάχα μερικά αλογοσυρόμενα κάρα κινούνται κάπου-κάπου φορτωμένα με πτώματα για να μεταφέρουν το μακάβριο φορτίο τους έξω από την πόλη για ταφή σε ομαδικούς τάφους. Εικόνα τραγική παρουσιάζει ολόκληρο το νησί.
Κάποια μέρα στη συμφορά αυτή την κοσμογονική ο πιστός και πονεμένος λαός παρά τις συστάσεις των ιατρών να αποφεύγει τον συνωστισμό, τολμά και σπεύδει να κατακλύσει τον ιερό ναό του αγίου και με συντριβή ψυχής και δάκρυα καυτά να εκζητήσει τη μεσιτεία του.
Κι η σωτηρία δεν αργεί. Προσφέρεται γρήγορα και πλούσια.
Ο ιστορικός της Κέρκυρας Ανδρέας Μάρμορας που ζούσε Τότε, μας λέγει, πως η τρομερή επιδημία, παρά την έλλειψη σχετικών φαρμάκων, σε λίγο περιορίστηκε στο ελάχιστο και μέχρι την Κυριακή των Βαΐων σταμάτησε τελείως. Όλες τις νύκτες κατά τις οποίες η πόλη δοκιμαζόταν από την αρρώστια, πάνω από το ναό του αγίου φαινόταν κάτι σαν φως μιας υπερκόσμιας κανδήλας. Ήταν το σημάδι πως ο άγιος αγρυπνούσε και φρουρούσε τον λαό του. Έτσι το εξήγησαν οι πιστοί. Το φως το έβλεπαν συνέχεια οι νυχτερινοί σκοποί των φρουρίων.
Η τρομερή αυτή επιδημία, η πανώλης, παρουσιάστηκε και δεύτερη φορά στην Κέρκυρα μετά από σαράντα περίπου χρόνια, το 1673 μ.Χ. Και τούτη τη φορά η αρρώστια ξαπλώθηκε γρήγορα σε πόλεις και χωριά. Τα κρούσματα υπήρξαν πάμπολλα. Το δρεπάνι του θανάτου θέριζε κι αυτή τη φορά καθημερινά ένα μεγάλο αριθμό από τους κατοίκους.
Στις παρακλήσεις του λαού του ο θαυματουργός άγιος έσπευσε να ανεβάσει και πάλι στον θρόνο της θείας Μεγαλωσύνης, τη συντριβή και τα δάκρυα του πιστού λαού μαζί με τα δικά του και να εκζητήσει και να λάβει τάχιστα το ουράνιο έλεος και τη σωτηρία του. Τα λόγια του Πνεύματος του Θεού «επικάλεσαί με εν ημέρα θλίψεώς σου και εξελούμαί σε και δοξάσεις με» (ψαλμ. μθ', 15) βρήκαν και στην περίπτωση αυτή πλήρη την εφαρμογή τους. Στις ικεσίες του θείου ιεράρχη και του μετανοημένου λαού η απάντηση δεν άργησε να δοθεί. Τα κρούσματα μέρα με τη μέρα ελαττώθηκαν στο ελάχιστο και τις τελευταίες μέρες του Οκτώβρη σταμάτησαν απότομα. Κι αυτή τη φορά στην κορυφή του καμπαναριού για τρεις νύχτες έβλεπαν οι πιστοί ένα σταθερό φως, και μέσα σ' αυτό το υπερκόσμιο φως, τον θαυματουργό άγιο να αιωρείται και μ' ένα Σταυρό στο χέρι να καταδιώκει ένα κατάμαυρο φάντασμα, την αρρώστια, που προσπαθούσε να αποφύγει τον άγιο και να σωθεί.
Η ευγνωμοσύνη κι οι ευχαριστίες του πιστού λαού υπήρξαν και πάλι μεγάλες. Με θέσπισμα της Ενετικής διοικήσεως καθιερώθηκε από τότε κάθε πρώτη Κυριακή του Νοεμβρίου να γίνεται πανηγυρική και παλλαϊκή λιτάνευση του ιερού Σκηνώματος, για να θυμάται ο λαός κι ιδιαίτερα η νέα γενεά τον αληθινό και άγρυπνο προστάτη και Σωτήρα της.
Το 1715 μ.Χ. ο καπουδάν Χοντζά πασάς,
αφού κατέκτησε την Πελοπόννησο κατά διαταγή του σουλτάνου προχωρεί για
να καταλάβει και τα Επτάνησα. Και πρώτα - πρώτα βαδίζει προς την
Κέρκυρα, που τόσο αυτή, όσο και τα άλλα νησιά βρισκόντουσαν κάτω από την
Ενετική κυριαρχία.
Ένα πρωί της 24ης Ιουνίου 1716 μ.Χ. η τουρκική στρατιά με επίκεφαλής τον σκληρό στρατηγό της επέδραμε και πολιόρκησε την πόλη κι απ' την ξηρά κι από τη θάλασσα. Επί πενήντα μέρες το αίμα χυνόταν ποτάμι κι από τις δύο μεριές. Οι υπερασπιστές Έλληνες και Βενετσιάνοι αγωνιζόντουσαν απεγνωσμένα για να σώσουν την πόλη. Τα γυναικόπαιδα, μαζεμένα στον ιερό ναό του αγίου μαζί με τους γέρους κι όσους δεν μπορούσαν να πάρουν όπλα προσεύχονται στα γόνατα και με στεναγμούς λαλητούς εκζητούν του προστάτη αγίου τη μεσιτεία. Σαν πέρασαν οι πενήντα μέρες οι εχθροί αποφάσισαν να συγκεντρώσουν όλες τις δυνάμεις τους και να κτυπήσουν με πιο πολλή μανία την πόλη. Κερκόπορτα ζητούν κι εδώ οι εχθροί για να τελειώσουν μια ώρα γρηγορώτερα το έργο τους. Απ' την Κερκόπορτα δεν μπήκαν κι οι προγονοί τους και κατέκτησαν τη Βασιλεύουσα; Γι' αυτό και προβάλλουν δελεαστικές υποσχέσεις, για να πετύχουν κάποια προδοσία.
Το επόμενο πρωινό ένας Αγαρηνός με τηλεβόα κάνει προτάσεις στους μαχητές να παραδοθούν, αν θέλουν να σωθούν. Την ίδια ώρα όμως αραδιάζει κι ένα σωρό απειλές στην περίπτωση, που οι υπερασπιστές δεν θα δεχόντουσαν τη γενναιόδωρη πρόταση του.
Περνούν οι ώρες. Η αγωνία κι ο φόβος συνέχει τις ψυχές. Οι Αγαρηνοί ετοιμάζονται για το τελειωτικό κτύπημα, όπως λένε. Μα κι οι υπερασπιστές εμψυχωμένοι από τις προσευχές τόσο των ίδιων, όσο και των ιδικών τους μένουν αλύγιστοι κι ακλόνητοι στις θέσεις τους. Η πρώτη επίθεση αποκρούεται με πολλά τα θύματα κι από τις δύο μεριές. Η πόλη της Κέρκυρας περνά τρομερά δύσκολες στιγμές. Η θλίψη, όμως, των στιγμών εκείνων «υπομονήν κατεργάζεται, η δε υπομονή δοκιμήν, η δε δοκιμή ελπίδα, η δε ελπίς ου καταισχύνει» (Ρωμ. ε', 3-5). Η ελπίδα στον Θεό ουδέποτε στ' αλήθεια ντροπιάζει ή διαψεύδει αυτόν που την έχει. Κι ο λαός ελπίζει και προσεύχεται. Προσεύχεται και πιστεύει πώς ο ακοίμητος φρουρός και προστάτης άγιος του, δεν θα τον εγκαταλείψει.
Στον ιερό ναό οι προσευχές του άμαχου πληθυσμού συνεχίζονται θερμές κι αδιάκοπες.
Ξημέρωσε η 10η Αυγούστου. Κάτι ασυνήθιστο για την εποχή παρατηρείται την ήμερα αυτή από το πρωί. Ο ουρανός είναι σκεπασμένος με μαύρα πυκνά σύννεφα. Από στιγμή σε στιγμή ετοιμάζεται να ξεσπάσει τρομερή καταιγίδα. Και να! Πολύ πριν από το μεσημέρι μια βροχή, καταρρακτώδης, βροχή κατακλυσμιαία αρχίζει να πέφτει στη γη. Μοναδική η περίπτωση. Νύχτωσε κι ακόμη έβρεχε. Σαν αποτέλεσμα της κακοκαιρίας αυτής καμιά επιθετική προσπάθεια δεν αναλήφθηκε εκείνη την ήμερα. Η νύχτα περνά ήσυχα. Περί τα ξημερώματα της 11ης Αυγούστου συνέβη κάτι το εκπληκτικό, το αναπάντεχο. Μια Ελληνική περίπολος που έκαμνε αναγνωριστικές επιχειρήσεις, για να εξακριβώσει από που οι εχθροί θα επιτίθεντο, βρήκε τα χαρακώματα των Τούρκων γεμάτα νερό από τη βροχή και πολλούς Τούρκους στρατιώτες πνιγμένους μέσα σ' αυτά. Νεκρική σιγή βασίλευε παντού. Στό μεταξύ ξημέρωσε για καλά. Οι χρυσές ακτίνες του ήλιου πέφτουν στη γη και χαιρετούν την άγρυπνη πόλη. Οι τηλεβόες σιγούν. Οι εχθροί δεν φαίνονται. Μήπως κοιμούνται; Τι να συμβαίνει άραγε;
Μα δεν το είπαμε; Η ελπίδα στον Θεό «ου καταισχύνει». Δεν ντροπιάζει ποτές εκείνο που την έχει. Και να!
Όλη τη νύχτα ο θαυματουργός εκείνος υπερασπιστής της νήσου, ο άγιος Σπυρίδωνας της Κύπρου με ουράνια στρατιά συνοδεία κτύπησε άγρια τους Αγαρηνούς, και τους διέλυσε και τους διεσκόρπισε. Αυτά ομολογούσαν οι ίδιοι οι Αγαρηνοί το πρωί που έφευγαν «χωρίς διώκον τος». Σωρεία τα πτώματα στην παραλία. Τα απομεινάρια της τούρκικης στρατιάς μαζεμένα στα λίγα πλοία που απέμειναν, φεύγουνε ντροπιασμένα για την Κωνσταντινούπολη. Αληθινά! «Τον ελπίζοντα επί Κύριον έλεος κυκλώσει». Και «αυτή εστίν η νίκη η νικήσασα τον κόσμον, η πίστις ημών». (Α' Ίωάν. ε', 4). Δηλαδή αυτή είναι η δύναμη που νίκησε τον κόσμο, η πίστη μας.
Ένα πρωί της 24ης Ιουνίου 1716 μ.Χ. η τουρκική στρατιά με επίκεφαλής τον σκληρό στρατηγό της επέδραμε και πολιόρκησε την πόλη κι απ' την ξηρά κι από τη θάλασσα. Επί πενήντα μέρες το αίμα χυνόταν ποτάμι κι από τις δύο μεριές. Οι υπερασπιστές Έλληνες και Βενετσιάνοι αγωνιζόντουσαν απεγνωσμένα για να σώσουν την πόλη. Τα γυναικόπαιδα, μαζεμένα στον ιερό ναό του αγίου μαζί με τους γέρους κι όσους δεν μπορούσαν να πάρουν όπλα προσεύχονται στα γόνατα και με στεναγμούς λαλητούς εκζητούν του προστάτη αγίου τη μεσιτεία. Σαν πέρασαν οι πενήντα μέρες οι εχθροί αποφάσισαν να συγκεντρώσουν όλες τις δυνάμεις τους και να κτυπήσουν με πιο πολλή μανία την πόλη. Κερκόπορτα ζητούν κι εδώ οι εχθροί για να τελειώσουν μια ώρα γρηγορώτερα το έργο τους. Απ' την Κερκόπορτα δεν μπήκαν κι οι προγονοί τους και κατέκτησαν τη Βασιλεύουσα; Γι' αυτό και προβάλλουν δελεαστικές υποσχέσεις, για να πετύχουν κάποια προδοσία.
Το επόμενο πρωινό ένας Αγαρηνός με τηλεβόα κάνει προτάσεις στους μαχητές να παραδοθούν, αν θέλουν να σωθούν. Την ίδια ώρα όμως αραδιάζει κι ένα σωρό απειλές στην περίπτωση, που οι υπερασπιστές δεν θα δεχόντουσαν τη γενναιόδωρη πρόταση του.
Περνούν οι ώρες. Η αγωνία κι ο φόβος συνέχει τις ψυχές. Οι Αγαρηνοί ετοιμάζονται για το τελειωτικό κτύπημα, όπως λένε. Μα κι οι υπερασπιστές εμψυχωμένοι από τις προσευχές τόσο των ίδιων, όσο και των ιδικών τους μένουν αλύγιστοι κι ακλόνητοι στις θέσεις τους. Η πρώτη επίθεση αποκρούεται με πολλά τα θύματα κι από τις δύο μεριές. Η πόλη της Κέρκυρας περνά τρομερά δύσκολες στιγμές. Η θλίψη, όμως, των στιγμών εκείνων «υπομονήν κατεργάζεται, η δε υπομονή δοκιμήν, η δε δοκιμή ελπίδα, η δε ελπίς ου καταισχύνει» (Ρωμ. ε', 3-5). Η ελπίδα στον Θεό ουδέποτε στ' αλήθεια ντροπιάζει ή διαψεύδει αυτόν που την έχει. Κι ο λαός ελπίζει και προσεύχεται. Προσεύχεται και πιστεύει πώς ο ακοίμητος φρουρός και προστάτης άγιος του, δεν θα τον εγκαταλείψει.
Στον ιερό ναό οι προσευχές του άμαχου πληθυσμού συνεχίζονται θερμές κι αδιάκοπες.
Ξημέρωσε η 10η Αυγούστου. Κάτι ασυνήθιστο για την εποχή παρατηρείται την ήμερα αυτή από το πρωί. Ο ουρανός είναι σκεπασμένος με μαύρα πυκνά σύννεφα. Από στιγμή σε στιγμή ετοιμάζεται να ξεσπάσει τρομερή καταιγίδα. Και να! Πολύ πριν από το μεσημέρι μια βροχή, καταρρακτώδης, βροχή κατακλυσμιαία αρχίζει να πέφτει στη γη. Μοναδική η περίπτωση. Νύχτωσε κι ακόμη έβρεχε. Σαν αποτέλεσμα της κακοκαιρίας αυτής καμιά επιθετική προσπάθεια δεν αναλήφθηκε εκείνη την ήμερα. Η νύχτα περνά ήσυχα. Περί τα ξημερώματα της 11ης Αυγούστου συνέβη κάτι το εκπληκτικό, το αναπάντεχο. Μια Ελληνική περίπολος που έκαμνε αναγνωριστικές επιχειρήσεις, για να εξακριβώσει από που οι εχθροί θα επιτίθεντο, βρήκε τα χαρακώματα των Τούρκων γεμάτα νερό από τη βροχή και πολλούς Τούρκους στρατιώτες πνιγμένους μέσα σ' αυτά. Νεκρική σιγή βασίλευε παντού. Στό μεταξύ ξημέρωσε για καλά. Οι χρυσές ακτίνες του ήλιου πέφτουν στη γη και χαιρετούν την άγρυπνη πόλη. Οι τηλεβόες σιγούν. Οι εχθροί δεν φαίνονται. Μήπως κοιμούνται; Τι να συμβαίνει άραγε;
Μα δεν το είπαμε; Η ελπίδα στον Θεό «ου καταισχύνει». Δεν ντροπιάζει ποτές εκείνο που την έχει. Και να!
Όλη τη νύχτα ο θαυματουργός εκείνος υπερασπιστής της νήσου, ο άγιος Σπυρίδωνας της Κύπρου με ουράνια στρατιά συνοδεία κτύπησε άγρια τους Αγαρηνούς, και τους διέλυσε και τους διεσκόρπισε. Αυτά ομολογούσαν οι ίδιοι οι Αγαρηνοί το πρωί που έφευγαν «χωρίς διώκον τος». Σωρεία τα πτώματα στην παραλία. Τα απομεινάρια της τούρκικης στρατιάς μαζεμένα στα λίγα πλοία που απέμειναν, φεύγουνε ντροπιασμένα για την Κωνσταντινούπολη. Αληθινά! «Τον ελπίζοντα επί Κύριον έλεος κυκλώσει». Και «αυτή εστίν η νίκη η νικήσασα τον κόσμον, η πίστις ημών». (Α' Ίωάν. ε', 4). Δηλαδή αυτή είναι η δύναμη που νίκησε τον κόσμο, η πίστη μας.
Η Κέρκυρα πανηγυρίζει. Ο πιστός λαός, μαζεμένος στην εκκλησία του αγίου, δοξολογεί τον Θεό και ψάλλει με δυνατή φωνή: «Δόξα
τω σε δοξάσαντι Χριστώ... δόξα τω ενεργούντι δια σου... Ναι! δόξα στον
Παντοδύναμο Χριστό, που σε δόξασε. Δόξα και σε σένα άγιε, που με τη χάρη
Του ενεργείς τα τόσα θαύματα σου».
Η ανέλπιστη σωτηρία της νήσου από την εκστρατεία των Τούρκων ανάγκασε κι αυτή την αριστοκρατία των Ενετών, να αναγνωρίσει ως ελευθερωτή της Κέρκυρας τον άγιο Σπυρίδωνα. Και ως εκδήλωση ευγνωμοσύνης να προσφέρει στον ναό μια ασημένια πολύφωτη κανδήλα, και να ψηφίσει ώστε το λάδι που θα χρειαζόταν κάθε χρόνο για το άναμμα της κανδήλας αυτής, να προσφέρεται από το Δημόσιο. Με ψήφισμα της πάλι η Ενετική διοίκηση καθιέρωσε την 11 Αυγούστου, σαν ημέρα εορτής του αγίου και λιτανεύσεως του ιερού Σκηνώματός Του. Ο αρχιναύαρχος του Ενετικού στόλου και διοικητής της νήσου Κερκύρας, Ανδρέας Πιζάνης, θέλοντας κατά ένα τρόπο πιο φανερό και πιο θεαματικό να εκδηλώσει την ευγνωμοσύνη του στον άγιο για τη σωτηρία, αποφάσισε να στήσει στον ναό ένα θυσιαστήριο ακόμη. Ένα θυσιαστήριο για να γίνεται επάνω σ' αυτό το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας κατά το Λατινικό δόγμα. Το θυσιαστήριο, αλτάριο κατά τους Λατίνους, θα κτιζόταν δίπλα στην Αγία Τράπεζα των Ορθοδόξων κι εκεί θα γινόταν από Λατίνο ιερέα η θεία Λειτουργία.
Στη σκέψη του αυτή πολύ ενισχύθηκε ο Ενετός διοικητής και από ένα θεολόγο Λατίνο σύμβουλο του, κάποιο Φραγκίσκο Φραγγιπάνη. Ο τελευταίος θεώρησε την ευκαιρία μοναδική για να τοποθετήσει στο ναό του αγίου αλτάριο, δηλαδή αγία Τράπεζα φράγκικη και να τελείται μέσα στον ορθόδοξο ναό του αγίου η θεία Λειτουργία με άζυμα, κατά το δικό τους το δόγμα.
Μετά τη γνωμοδότηση, που πήρε από τον σύμβουλο του ο διοικητής Ανδρέας Πιζάνης, κάλεσε τους ιερείς του Ναού και τους ανακοίνωσε τον σκοπό του και ζήτησε κατά κάποιο τρόπο από αυτούς και τη συγκατάθεση τους. Εκείνοι, όπως ήτο φυσικό, αρνήθηκαν κι υπέδειξαν, πως αυτό θα ήταν μια καινοτομία ασύγγνωστη και επιζήμια και γι' αυτό δεν έπρεπε να γίνει. Στην άρνηση των ιερέων να συγκατατεθούν στην τοποθέτηση του αλταρίου, ο διοικητής τους απείλησε κι αποφάσισε να προχωρήσει στην εκτέλεση του σχεδίου του χωρίς την άδεια τους.
Οι ιερείς στην επιμονή του κατέφυγαν με δάκρυα στον άγιο τους και ζήτησαν με θερμή προσευχή, τη βοήθεια και την προστασία του. Ο διοικητής με το δικαίωμα που του έδινε η εξουσία, προσπάθησε ανεμπόδιστα να προχωρήσει στην εκτέλεση της παράνομης επιθυμίας του. Αλλά και ο άγιος, για να προλάβει μια τέτοια απαράδεκτη πράξη, παρουσιάστηκε δύο κατά συνέχεια νύκτες στον ύπνο του με το ένδυμα ορθόδοξου μονάχου και του συνέστησε να παραιτηθεί από την απόφαση του, διαφορετικά θα το μετάνοιωνε πολύ πικρά.
Τρομαγμένος ο διοικητής κάλεσε τον σύμβουλο του και του φανέρωσε και τις δύο φορές την απειλή του αγίου. Ο θεολόγος σύμβουλος γέλασε και τις δύο φορές κι υπέδειξε πώς δεν έπρεπε αυτός ένας μορφωμένος άρχοντας να βασισθεί στα όνειρα, που είναι έργο, όπως του είπε, του διαβόλου και που σκοπό έχουν να παρεμποδίσουν και να ματαιώσουν ένα καλό και θεάρεστο έργο.
Τα λόγια του συμβούλου διασκέδασαν τον φόβο του διοικητού, ο οποίος μάλιστα την επομένη ήμερα 11 Νοεμβρίου 1718 μ.Χ. ακολουθούμενος από τη συνοδεία του πρωί-πρωί ξεκίνησε για την εκκλησία του αγίου για να προσκυνήσει τάχατες το λείψανο και να ανάψει το καντήλι του. Ουσιαστικά όμως πήγε εκεί για να καταμετρήσει το μέρος που θα κτιζόταν το αλτάριο και να καθορίσει και τις διαστάσεις του, μήκος, πλάτος και ύψος.
Εκεί στον ναό για μια ακόμη φορά αγωνίστηκαν οι ιερείς με κάθε τρόπο, να τον αποτρέψουν από του να εκτελέσει το σχέδιο του. Άδικα, όμως. Ο άρχοντας, όχι μόνο δεν μεταπείσθηκε, αλλά και με σκληρό και βάναυσο τρόπο τους απείλησε πώς, αν του ξαναμιλούσαν γι' αυτό το θέμα, θα τους έστελλε φυλακή στη Βενετία.
Έφυγε ο διοικητής με τη συνοδεία του, με την απόφαση την επομένη το πρωί, δηλαδή στις 12 του Νοέμβρη, οι άνθρωποι του να ερχόντουσαν να. αρχίσουν το έργο. Οι ιερείς κι ένας αριθμός πιστών έμειναν εκεί, συνεχίζοντας με δάκρυα τις παρακλήσεις τους μπροστά στην ανοικτή λάρνακα, που περιείχε το σεπτό λείψανο.
Πέρασε η μέρα. Νύχτωσε. Κοντά στα μεσάνυχτα, όπως μας διηγείται ο υπέροχος χρονικογράφος Αθανάσιος ο Πάριος, στο βιβλίο του «ΟΥΡΑΝΟΥ ΚΡΙΣΙΣ», βροντές και κεραυνοί συνταράζουν την πόλη. Ο σκοπός, που βρισκόταν στην είσοδο του φρουρίου κοντά στην πυριτιδαποθήκη βλέπει κάποιο μοναχό να προχωρεί μ' ένα δαυλό αναμμένο στο χέρι και να μπαίνει στο Φρούριο. Πρόφτασε και του φώναξε: «Ποιός είσαι; Πού πάς»; Μια φωνή του απήντησε. «Είμαι ο Σπυρίδων». Την ίδια ώρα τρείς φλόγες βγήκαν από το καμπαναριό της εκκλησίας ενώ ένα χέρι άρπαξε τον σκοπό και τον πέταξε στην άλλη μεριά του κάστρου. Ο σκοπός έπεσε όρθιος χωρίς να πάθει τίποτα. Ταυτόχρονα μια δυνατή, εκκωφαντική έκρηξη ακούστηκε. Και το φρούριο τινάχτηκε στον αέρα με όλα τα γύρω σπίτια. Η καταστροφή υπήρξε τρομερή. Χίλια περίπου πρόσωπα σκοτώθηκαν. Ο διοικητής Ανδρέας Πιζάνης βρέθηκε νεκρός με τον τράχηλο ανάμεσα σε δύο δοκάρια. Και ο θεολόγος σύμβουλος του, νεκρός έξω από το τειχόκαστρο μέσα σε ένα χαντάκι, στο οποίο έτρεχαν τα ακάθαρτα νερά των αποχωρητηρίων της πόλεως. Το ασημένιο πολύφωτο κανδήλι, που έκανε δώρο ο άρχοντας στην εκκλησία του αγίου, κατέπεσε με αποτέλεσμα να καταστραφεί η βάση του. Το κανδήλι κρεμάστηκε πάλι στο ίδιο μέρος, όπου βρέθηκε πεσμένο. Έτσι με αλάλητη φωνή μαρτυρεί ως σήμερα τη συμφορά, που έγινε. Και στη Βενετία, εκεί μακρυά στη Βενετία, την ίδια στιγμή έπεσε κεραυνός στο μέγαρο του Ανδρέα Πιζάνη, τρύπησε τον τοίχο κι έκαψε το πορτραίτο του άρχοντα. Την εικόνα του. Μόνο την εικόνα του.
Η τιμωρία παραδειγματική. Και το δίδαγμα από το περιστατικό μοναδικό. Η Ορθοδοξία δεν μπορεί να συγχέεται με τον παπισμό. Η Ορθοδοξία είναι φως, αλήθεια, ζωή. Ο παπισμός σκοτάδι, αίρεση, πλάνη.
Την άλλη μέρα, μετά από αυτά που συνέβησαν, ο Λατίνος επίσκοπος διέταξε να σηκώσουν τα υλικά, που μετέφεραν από μπροστά στην εκκλησία και να ματαιώσουν το έργο που σκέφθηκαν να εκτελέσουν. Την ίδια μέρα ο λαός της Κέρκυρας, μαζεμένος στον ιερό ναό του αγίου ψάλλει με αγαλλίαση και χαρά στον ακοίμητο προστάτη της νήσου:
«Ως των Ορθοδόξων υπέρμαχον, και των κακοδόξων αντίπαλον, Παμμακάριστε Σπυρίδων, ευφημούμεν oι πιστοί και υμνούμέν σε, και δυσωπούμέν σε, φυλάττειν τον λαόν και την πάλιν σου, πάσης κακοδοξίας και επιδρομής βαρβάρων απρόσβλητον».
Στον Ελληνοιταλικό πόλεμο του 1940 μ.Χ., η Κέρκυρα δεχόταν επί ένα έτος τις καθημερινές αεροπορικές επιθέσεις των Ιταλών αεροπόρων, εν τούτοις οι ζημιές υπήρξαν ελάχιστες.
Κατά τις επιδρομές αυτές που δεν σταμάτησαν ούτε και τα Χριστούγεννα συνέβαινε κάτι το πολύ περίεργο. Αν και τα Ιταλικά αεροπλάνα πετούσαν συνήθως πολύ χαμηλά, μια και η Κέρκυρα δεν διέθετε αντιαεροπορική άμυνα, εν τούτοις οι βόμβες τους κατά κανόνα δεν έπεφταν μέσα στην πόλη, αλλά μακρυά στη θάλασσα. Λες και κάποιο χέρι τις έσπρωχνε εκεί. Κι όταν κάποτε σ' ένα βομβαρδισμό μια βόμβα έπεσε στον γυναικωνίτη της εκκλησίας του αγίου, που ας σημειωθεί ήταν γεμάτη από γυναικόπαιδα, η βόμβα δεν εξερράγη. Ο πυροδοτικός της μηχανισμός δεν λειτούργησε. Ο άγιος δεν το επέτρεψε. Ποιος μπορεί σ' αυτή, μα και σ' άλλη παρόμοια περίπτωση να σιωπήσει και να μην αναφωνήσει: «Δοξασμένον το Πανάγιον Όνομα σου εις τους αιώνας, γλυκύτατε Ιησού».[2]
1. Από το Βιβλίο Γίγαντες ταπεινοί, Aκρίτας 2000 Φωτίου Κόντογλου
2. Ορθόδοξος Συναξαριστής www.saint.gr
3. Βίντεο από www.youtube.com
4. www.sophia-ntrekou.gr / αέναη επΑνάσταση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου