Στις 18 Φεβρουαρίου του 1943 συλλαμβάνονται τα αδέλφια Σοφία και Χανς Σολ, μέλη του Χριστιανικού αντιναζιστικού κινήματος του Λευκού Ρόδου, για διανομή αντιστασιακών φυλλαδίων μέσα στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου. Η Σόφι Σολ οδηγείται στον ανακριτή της Γκεστάπο, για να λογοδοτήσει για τις ενέργειές της. Εκεί επιχειρεί να τον πείσει αρχικά ότι η ίδια, ελλείψει ενοχοποιητικών αποδεικτικών στοιχείων(αυτοπτών μαρτύρων κ.ά.), αλλά και οι υπόλοιποι για τους οποίους ερωτάται, ότι δεν είναι μεν υποστηρικτές ή μέλη του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος, αλλά είναι «απολίτικοι». Πράγματι ο ανακριτής ικανοποιείται από τις εξηγήσεις και είναι έτοιμος να την «απολύσει». Στο ναζιστικό καθεστώς λοιπόν ήταν αποδεκτό τόσο να είσαι υποστηρικτής του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος όσο και να μην «ποιείς πολιτική», να μην «μπλέκεσαι με τα πολιτικά» και εκφράζεις ειδικότερα πολιτικές απόψεις επικριτικές προς το σύστημα, το καθεστώς.
Γιατί λέγονται όμως όλα αυτά; Διότι ευκαίρως-ακαίρως τίθενται ερωτήματα
σχετικά με την πολιτική δράση των (Ορθόδοξων) Χριστιανών, τη συμμετοχή τους σε κομματικούς σχηματισμούς ή τη σύμπηξη και λειτουργία ιδίων, χριστιανικών πολιτικών σχηματισμών. Το ερώτημα αυτό έχει προφανή και διαχρονική απάντηση.
Αν ερευνήσουμε το εκκλησιαστικό «κανονικό δίκαιο», δηλαδή τους Κανόνες των Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων των τριών πρώτων αιώνων, θα βρούμε να αποτρέπει τους Χριστιανούς από την απόκτηση πολιτικών αξιωμάτων, όσο και –συχνότερα και κατά πολύ εμφατικότερα- τη στράτευση, θέμα στο οποίο αναφέρεται άλλωστε και η Α’ Οικουμενική Σύνοδος.
Η μεταγενέστερη όμως Συνοδική και Πατερική γραμματεία με έμφαση τους Τρεις Ιεράρχες αντιμετωπίζει το ζήτημα ειδικά του πολιτεύεσθαι πολύ διαφορετικά. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος στα παιδαγωγικά του κείμενα, και σε μια εποχή όπου η δυνατότητα μετοχής στην κρατική εξουσία ήταν σπάνια ως ενδεχόμενο και περιορισμένη λόγω του αυτοκρατορικού πολιτεύματος, θα πει το περίφημο «και πολιτικών άπτεσθαι πραγμάτων». (βλ. στο Ν. Μπουγάτσου, «Η πολιτική ζωή και σκέψη των Ελλήνων πατέρων»). Ο άγ. Γρηγόριος ο Θεολόγος απευθυνόμενος σε πολιτικούς άρχοντες της εποχής του θα τους πει «Τα μεν άνω του Θεού, τα δε κάτω και υμών», κάτι που ισχύει σε μια δημοκρατία για όλους τους πολίτες.
Όμως «εσχάτη πλάνη χείρων της πρώτης» έχει αναδειχθεί η επέχουσα άλλωστε κυρίαρχη θέση στα σύγχρονα θρησκευτικά στερεότυπα άποψη ορισμένων (όχι γνήσιων πατριωτών αλλά) αστοπατριωτών και αστοχριστιανών ότι το ενδιαφέρον για τα κοινά δεν αφορά το κοινωνικό πρόβλημα, την κοινωνική δικαιοσύνη.
Ο τέταρτος αιώνας μ.Χ. μας κληροδότησε δύο ριζικά διαφορετικά απ’τα παραπάνω σχήματα Χριστιανικών πολιτικών προτύπων από τις δύο χαρακτηριστικότερες ίσως μορφές του ανατολικού αλλά και του δυτικού χριστιανισμού, του Χρυσόστομου και του Αυγουστίνου(«Η Πολιτεία του Θεού», βλ. στο: Ν. Μαγγιώρου, «Ο Μ. Κωνσταντίνος και η δονατιστική έριδα», σελ. 119) αντίστοιχα.
O Χρυσόστομος σε επιστολή του προς τον Χριστιανό πολιτικό αξιωματούχο Γέμελλο εκφράζει την μεγάλη του ευχαρίστηση και ικανοποίηση από το ότι χαρακτηρίζεται από γνωρίσματα του «Χριστιανού άρχοντα» (Ν. Θ. Μπουγάτσου, «Ο Ορθόδοξος δρόμος για την πολιτική εξουσία: Από την Ματαιοδοξία στην Κένωση», εκδ. Αποστολική Διακονία, εκδ. Α’, 2000, σσ.176-177), τα οποία και απαριθμεί. Λέει λοιπόν ότι ο Χριστιανός πολιτικός άρχοντας «φαίνεται απ’το ότι φέρνει κοντά του «τους κοπιώντας και πεφορτισμένους», απ’τη διόρθωση των κακώς εχόντων, απ’την τιμωρία της αδικίας». Επαινεί τον Γέμελλο διότι, όπως καταλήγει την επιστολή, «έγινε το λιμάνι για τους ναυαγούς, το μπαστούνι στο τσακισμένο πόδι, ο πύργος που προστατεύει τους αδικημένους απ’ τους κοινωνικά δυνατούς».
Συμπερασματικά, η χριστιανικότητα του πολιτικού και πολιτευομένου δεν φαίνεται από εθνικοθρησκευτικές διακηρύξεις αλλά από τον τρόπο που (αποσκοπεί να) μεταχειρίζεται την εξουσία του υπέρ των αδικουμένων, υπέρ των κοινωνικά αδυνάτων, υπέρ των ταλαιπωρημένων και «πεφορτισμένων».
https://philalethe00.wordpress.com/2016/12/07/4623/#more-4623
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου