Δύο αιώνες τώρα, το απολειφάδι του κοσμοπολίτικου Ελληνισμού που
αποτέλεσε βαλκάνιο «εθνικό κράτος», παλεύει να επιβιώσει ιστορικά. Με
αποκλειστικό μπούσουλα τη μίμηση, τον μεταπρατισμό.
Το ελλαδικό κράτος θέλει να γίνει κάτι άλλο από αυτό που είναι. Αυτό που είναι, δεν επιλέχθηκε με δημοψηφίσματα. Το καθορίζουν η γλώσσα του, η ιστορία του, η εδαφική του διαμόρφωση, το κλίμα του. Το ελλαδικό κράτος, δύο αιώνες τώρα, παλεύει να αλλάξει τους όρους της δεδομένης ταυτότητάς του.
Θέλει να ανήκει «εις την Δύσιν». Η γλώσσα του να σκοπεύει στη συναλλαγή, όχι στην κοινωνία της εμπειρίας. Η ιστορία του να χαρίζεται σε αδίστακτους σφετεριστές. Να αγνοηθεί το κλίμα και η εδαφική διαμόρφωση, για να χτίζονται βλάσφημου όγκου ασύμμετρα κουτιά, που προϋποθέτουν σπάνια ηλιοφάνεια και πολύμηνο παγετό.
Το «εθνικό κράτος», το ελληνώνυμο, δύο αιώνες τώρα, επιμένει σε δάνειο πολιτικό σύστημα (παρωδία κοινοβουλευτισμού), σε δάνειους θεσμούς οργάνωσης (πνιγερά συγκεντρωτικούς), δάνεια συστήματα παιδείας, δάνειους στόχους ανάπτυξης, δάνεια πρότυπα αισθητικής καλλιέργειας.
Αν η μίμηση, ο μεταπρατισμός, οδήγησαν την ελληνική κοινωνία σε προκοπή ή σε παγιωμένη παρακμή, είναι θέμα που δεν μπορούμε οι Νεοέλληνες να το συζητήσουμε – δεν θα συμφωνήσουμε ποτέ. Επειδή ο καθένας μας, με την απάντηση που δίνει, αποβλέπει στη θωράκιση του εγώ του: διακινδυνεύει τις «πεποιθήσεις» που κάποτε επέλεξε ή «ανεπαισθήτως» του υπέβαλαν. Και οι «πεποιθήσεις» του μέσου Νεοέλληνα λειτουργούν με τον φανατισμό της συμπτωματικής προσκόλλησής του σε μια ποδοσφαιρική ομάδα ή σε κομματικό μαντρί.
Αδύνατο να συζητήσουμε τα θεμελιώδη προβλήματα της ύπαρξης και συνύπαρξής μας οι Νεοέλληνες. Τα ασυνάρτητα τσιμπολογήματα των ιδεολογικών μας επιλογών, η κωμικά σαθρή ιστορική μας «κατάρτιση», η σκιώδης εξάσκησή μας στη λογική μέθοδο, μετασχηματίζουν κάθε «διάλογο» σε αντιμαχία εγωισμών. Σύμπτωμα κοινωνιών με χαμένον ή εξαρχής ανύπαρκτο ρόλο στην Ιστορία.
Η πιο δυσφόρητη απορία είναι, γιατί στον «ελεύθερο» (μετά την Τουρκοκρατία) πολιτικό βίο των Ελλήνων δεν υπήρξε ποτέ ένα κόμμα, που να φιλοδοξήσει τη διάσωση και πραγμάτωση της ελληνικής διαφοράς. Υπήρξαν κορυφαία αναστήματα λογίων και καλλιτεχνών με συναρπαστική κατανόηση και αφομοίωση της ελληνικής ετερότητας και της επίκαιρης ιστορικής δυναμικής που μπορούσε να έχει αυτή η ετερότητα. Υπήρξαν και χαρισματούχοι πολιτικοί με την ίδια συνειδητοποίηση, όπως και σοβαροί μελετητές και μαχητές του ελληνικού κοινοτισμού, της επικαιροποιημένης επιστροφής σε θεσμούς αυτοδιαχείρισης. Δεν υπήρξε ποτέ κόμμα πολιτικό που να στοχεύει πρωτευόντως σε μια σύγχρονη πολιτική ελληνική ιδιαιτερότητα.
Ο πολιτικός βίος της χώρας, από τα χρόνια του Οθωνα ώς σήμερα, είναι ασφυκτικά παγιδευμένος στον μεταπρατισμό, στην ξιπασμένη νεκροφόρα μίμηση της Δύσης. Οπως σε όλες τις μετα-αποικιακές κοινωνίες, το κοπιάρισμα του δυτικού μοντέλου είναι στεγνά και στυγνά μηχανιστικό, δεν αφήνει την παραμικρή ρωγμή για να ανασάνει η ιδιαιτερότητα: Νεκρές απομιμήσεις παντού, ομολογημένη με κομπασμό μειονεξία – ούτε καν προσχήματα για διάσωση της ιστορικής ετερότητας. Από τη δομή-οργάνωση των υπουργείων ώς τις διαβαθμίσεις και τα προγράμματα του σχολείου, την άρθρωση και τις ονομασίες των πανεπιστημιακών σχολών, την εμφάνιση και σύνταξη των εφημερίδων, όλα, τα πάντα, μιμητική αναπαραγωγή του δυτικού μοντέλου.
Η μίμηση, ο μεταπρατισμός, είναι συλλογικά συμπτώματα που δηλώνουν ολοκληρωτικά μηδενισμένη αυτοεκτίμηση, εθελόδουλη αυτεγκατάλειψη στα θελήματα ή στα βίτσια των «προστάτιδων Δυνάμεων» ή «μεγάλων συμμάχων» μας. Ο,τι κι αν υποστούμε από αυτούς, το λογαριάζουμε καλά καμωμένο, γιατί είναι τα ινδάλματά μας, το πρότυπο που πιθηκίζουμε μέχρις εξευτελισμού.
Συμφιλιωθήκαμε με τον τελεσίδικο ακρωτηριασμό του Ελληνισμού, την απώλεια της Μικρασίας, τον νομοτελειακό ιστορικό αφανισμό μας: Η Δύση έπρεπε να απαλλαγεί αμετάκλητα από το μισητό γι’ αυτήν φάντασμα του «Βυζαντίου» και ο Κεμάλ την εξυπηρέτησε καίρια. Η απάνθρωπη πρακτική της «εθνοκάθαρσης», που συνοδεύει νομοτελειακά το δυτικό γέννημα του εθνικισμού, ξερίζωσε τη μακραίωνη ελληνική ιδιαιτερότητα και από την Ανατολική Θράκη, από τη Βόρεια Ηπειρο, τη Βόρεια Κύπρο, τη μακεδονική Πελαγονία – πέτυχε η «Δύση» να συρρικνωθεί ο άλλοτε Ελληνισμός στο ριζικά αφελληνισμένο ελλαδικό κρατίδιο, που λειτουργεί σαν δικό της προτεκτοράτο, κυριολεκτικά.
Η ιστορική πείρα βεβαιώνει ότι τέτοιες μεταπλάσεις κοινωνικών σχηματισμών είναι οριστικές, δεν αναχαιτίζονται. Δεν υπάρχει ούτε υπήρξε, επί διακόσια χρόνια, στην Ελλάδα ένα κόμμα, έστω μικρό και αδύναμο, που να παλεύει για να μείνει ζωντανή η ελληνική διαφορά. Να παλεύει με τον «τρόπο» των Ελλήνων, όχι κοπιάροντας τους εθνικισμούς της Δύσης. Να ζητάει Αρχαία Ελληνικά από το Δημοτικό Σχολείο και τα μαθηματικά ως γλώσσα, όχι ως χρηστικό εργαλείο, γλώσσα ισότιμη και ισόκυρη με τη μουσική.
Ενα ελάχιστο, έστω, κόμμα που να απαιτεί επιστροφή στην αυτοδιαχειριζόμενη μικρή κοινότητα – να ξαναπάρει ο Ελληνας τη ζωή του στα χέρια του, να λυτρωθεί από τον ζυγό των επαγγελματιών της εξουσίας, την καφρίλα των εισαγόμενων ιδεολογιών. Κόμμα της ελληνικής διαφοράς, με πρωτεύουσα τη λογική της κοινωνούμενης εμπειρίας, όχι τον πνιγερό δογματισμό της ιδεολογικής ασφυξίας. Να αγνοηθούν οι εισαγόμενες και από δεύτερο χέρι (ή μυριοστό) συνταγές, έστω κι αν λανσάρονται σαν παγκόσμια μόδα για τους ξιπασμένους αμβλύνοες.
Φυσικά, τέτοια ιστορικά αναχώματα αντίστασης στον αφανισμό, γεννιούνται, δεν κατασκευάζονται κατά παραγγελίαν.
Επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά στην εφημερίδα Καθημερινή
Το ελλαδικό κράτος θέλει να γίνει κάτι άλλο από αυτό που είναι. Αυτό που είναι, δεν επιλέχθηκε με δημοψηφίσματα. Το καθορίζουν η γλώσσα του, η ιστορία του, η εδαφική του διαμόρφωση, το κλίμα του. Το ελλαδικό κράτος, δύο αιώνες τώρα, παλεύει να αλλάξει τους όρους της δεδομένης ταυτότητάς του.
Θέλει να ανήκει «εις την Δύσιν». Η γλώσσα του να σκοπεύει στη συναλλαγή, όχι στην κοινωνία της εμπειρίας. Η ιστορία του να χαρίζεται σε αδίστακτους σφετεριστές. Να αγνοηθεί το κλίμα και η εδαφική διαμόρφωση, για να χτίζονται βλάσφημου όγκου ασύμμετρα κουτιά, που προϋποθέτουν σπάνια ηλιοφάνεια και πολύμηνο παγετό.
Το «εθνικό κράτος», το ελληνώνυμο, δύο αιώνες τώρα, επιμένει σε δάνειο πολιτικό σύστημα (παρωδία κοινοβουλευτισμού), σε δάνειους θεσμούς οργάνωσης (πνιγερά συγκεντρωτικούς), δάνεια συστήματα παιδείας, δάνειους στόχους ανάπτυξης, δάνεια πρότυπα αισθητικής καλλιέργειας.
Αν η μίμηση, ο μεταπρατισμός, οδήγησαν την ελληνική κοινωνία σε προκοπή ή σε παγιωμένη παρακμή, είναι θέμα που δεν μπορούμε οι Νεοέλληνες να το συζητήσουμε – δεν θα συμφωνήσουμε ποτέ. Επειδή ο καθένας μας, με την απάντηση που δίνει, αποβλέπει στη θωράκιση του εγώ του: διακινδυνεύει τις «πεποιθήσεις» που κάποτε επέλεξε ή «ανεπαισθήτως» του υπέβαλαν. Και οι «πεποιθήσεις» του μέσου Νεοέλληνα λειτουργούν με τον φανατισμό της συμπτωματικής προσκόλλησής του σε μια ποδοσφαιρική ομάδα ή σε κομματικό μαντρί.
Αδύνατο να συζητήσουμε τα θεμελιώδη προβλήματα της ύπαρξης και συνύπαρξής μας οι Νεοέλληνες. Τα ασυνάρτητα τσιμπολογήματα των ιδεολογικών μας επιλογών, η κωμικά σαθρή ιστορική μας «κατάρτιση», η σκιώδης εξάσκησή μας στη λογική μέθοδο, μετασχηματίζουν κάθε «διάλογο» σε αντιμαχία εγωισμών. Σύμπτωμα κοινωνιών με χαμένον ή εξαρχής ανύπαρκτο ρόλο στην Ιστορία.
Η πιο δυσφόρητη απορία είναι, γιατί στον «ελεύθερο» (μετά την Τουρκοκρατία) πολιτικό βίο των Ελλήνων δεν υπήρξε ποτέ ένα κόμμα, που να φιλοδοξήσει τη διάσωση και πραγμάτωση της ελληνικής διαφοράς. Υπήρξαν κορυφαία αναστήματα λογίων και καλλιτεχνών με συναρπαστική κατανόηση και αφομοίωση της ελληνικής ετερότητας και της επίκαιρης ιστορικής δυναμικής που μπορούσε να έχει αυτή η ετερότητα. Υπήρξαν και χαρισματούχοι πολιτικοί με την ίδια συνειδητοποίηση, όπως και σοβαροί μελετητές και μαχητές του ελληνικού κοινοτισμού, της επικαιροποιημένης επιστροφής σε θεσμούς αυτοδιαχείρισης. Δεν υπήρξε ποτέ κόμμα πολιτικό που να στοχεύει πρωτευόντως σε μια σύγχρονη πολιτική ελληνική ιδιαιτερότητα.
Ο πολιτικός βίος της χώρας, από τα χρόνια του Οθωνα ώς σήμερα, είναι ασφυκτικά παγιδευμένος στον μεταπρατισμό, στην ξιπασμένη νεκροφόρα μίμηση της Δύσης. Οπως σε όλες τις μετα-αποικιακές κοινωνίες, το κοπιάρισμα του δυτικού μοντέλου είναι στεγνά και στυγνά μηχανιστικό, δεν αφήνει την παραμικρή ρωγμή για να ανασάνει η ιδιαιτερότητα: Νεκρές απομιμήσεις παντού, ομολογημένη με κομπασμό μειονεξία – ούτε καν προσχήματα για διάσωση της ιστορικής ετερότητας. Από τη δομή-οργάνωση των υπουργείων ώς τις διαβαθμίσεις και τα προγράμματα του σχολείου, την άρθρωση και τις ονομασίες των πανεπιστημιακών σχολών, την εμφάνιση και σύνταξη των εφημερίδων, όλα, τα πάντα, μιμητική αναπαραγωγή του δυτικού μοντέλου.
Η μίμηση, ο μεταπρατισμός, είναι συλλογικά συμπτώματα που δηλώνουν ολοκληρωτικά μηδενισμένη αυτοεκτίμηση, εθελόδουλη αυτεγκατάλειψη στα θελήματα ή στα βίτσια των «προστάτιδων Δυνάμεων» ή «μεγάλων συμμάχων» μας. Ο,τι κι αν υποστούμε από αυτούς, το λογαριάζουμε καλά καμωμένο, γιατί είναι τα ινδάλματά μας, το πρότυπο που πιθηκίζουμε μέχρις εξευτελισμού.
Συμφιλιωθήκαμε με τον τελεσίδικο ακρωτηριασμό του Ελληνισμού, την απώλεια της Μικρασίας, τον νομοτελειακό ιστορικό αφανισμό μας: Η Δύση έπρεπε να απαλλαγεί αμετάκλητα από το μισητό γι’ αυτήν φάντασμα του «Βυζαντίου» και ο Κεμάλ την εξυπηρέτησε καίρια. Η απάνθρωπη πρακτική της «εθνοκάθαρσης», που συνοδεύει νομοτελειακά το δυτικό γέννημα του εθνικισμού, ξερίζωσε τη μακραίωνη ελληνική ιδιαιτερότητα και από την Ανατολική Θράκη, από τη Βόρεια Ηπειρο, τη Βόρεια Κύπρο, τη μακεδονική Πελαγονία – πέτυχε η «Δύση» να συρρικνωθεί ο άλλοτε Ελληνισμός στο ριζικά αφελληνισμένο ελλαδικό κρατίδιο, που λειτουργεί σαν δικό της προτεκτοράτο, κυριολεκτικά.
Η ιστορική πείρα βεβαιώνει ότι τέτοιες μεταπλάσεις κοινωνικών σχηματισμών είναι οριστικές, δεν αναχαιτίζονται. Δεν υπάρχει ούτε υπήρξε, επί διακόσια χρόνια, στην Ελλάδα ένα κόμμα, έστω μικρό και αδύναμο, που να παλεύει για να μείνει ζωντανή η ελληνική διαφορά. Να παλεύει με τον «τρόπο» των Ελλήνων, όχι κοπιάροντας τους εθνικισμούς της Δύσης. Να ζητάει Αρχαία Ελληνικά από το Δημοτικό Σχολείο και τα μαθηματικά ως γλώσσα, όχι ως χρηστικό εργαλείο, γλώσσα ισότιμη και ισόκυρη με τη μουσική.
Ενα ελάχιστο, έστω, κόμμα που να απαιτεί επιστροφή στην αυτοδιαχειριζόμενη μικρή κοινότητα – να ξαναπάρει ο Ελληνας τη ζωή του στα χέρια του, να λυτρωθεί από τον ζυγό των επαγγελματιών της εξουσίας, την καφρίλα των εισαγόμενων ιδεολογιών. Κόμμα της ελληνικής διαφοράς, με πρωτεύουσα τη λογική της κοινωνούμενης εμπειρίας, όχι τον πνιγερό δογματισμό της ιδεολογικής ασφυξίας. Να αγνοηθούν οι εισαγόμενες και από δεύτερο χέρι (ή μυριοστό) συνταγές, έστω κι αν λανσάρονται σαν παγκόσμια μόδα για τους ξιπασμένους αμβλύνοες.
Φυσικά, τέτοια ιστορικά αναχώματα αντίστασης στον αφανισμό, γεννιούνται, δεν κατασκευάζονται κατά παραγγελίαν.
Επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά στην εφημερίδα Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου