Στήν ἀρχαιότητα μόνο δύο λαοί ἐγκαθίδρυσαν δημοκρατικό πολίτευμα καί
πολιτεύθηκαν βάσει αὐτοῦ: οἱ Ἕλληνες καί οἱ Ρωμαῖοι. Οἱ Ἕλληνες ἐφηῦραν
τήν πολιτική[1] καί τήν δημοκρατία.[2] Ἡ Χάννα Ἄρεντ ὅμως χαρακτηρίζει
τούς Ρωμαίους ὡς «τόν πλέον, ἴσως, πολιτικό λαό πού ἔχουμε γνωρίσει»[3]
Ἡ Ἀθήνα ἐγκαθίδρυσε προοδευτικά μία «ἄκρατη», ριζοσπαστική δημοκρατία, ἐνῶ ἡ Ρώμη εἶχε μέχρι τέλους μία ἀριστοκρατική, ὀλιγαρχική δημοκρατία, ἡ ὁποία μετεξελίχθηκε σέ ἡγεμονία-μοναρχία τό 27 π.Χ. ἀπό τόν Αὔγουστο. Ὅπως γράφει ὁ Κορνήλιος Καστοριάδης γιά τή Ρωμαϊκή Res Publica, «ἡ Ρώμη δέν ὑπῆρξε ποτέ δημοκρατία, ὑπῆρξε πάντοτε ὀλιγαρχία. Τουλάχιστον ὅμως ἕως τό 150 π.Χ. περίπου ὑπῆρχε μιά κάποια ἀφοσίωση στήν res publica».[4]
Ἡ Ἀθηναϊκή Δημοκρατία στηριζόταν ἀποκλειστικά στά μέλη της, τούς ἐλεύθερους πολῖτες, γιά τήν ὁμαλή λειτουργία της. Ὅπως ἔχει γραφεῖ γιά τήν ἀρχαία πόλη- κράτος «τό πλοῖο τοῦ κράτους στή σύγχρονη ἐποχή ἔχει μικρό πλήρωμα καί ἀμέτρητους ἐπιβᾶτες νά μεταφέρει. Τό πλοῖο τῆς ἀρχαίας πόλης-κράτους εἶχε μόνο (ἐκτός βέβαια ἀπό ὅσους δέν ἀνῆκαν σέ αὐτό) ναῦτες, τούς πολῖτες».[5]
Πράγματι στήν Ἀθηναϊκή Δημοκρατία δέν ὑπῆρχε γραφειοκρατία καί ὑπαλληλική ἱεραρχία, δέν ὑπῆρχε παγιωμένη Δημόσια Διοίκηση, ἐξειδικευμένο διπλωματικό καί δικαστικό σῶμα. Μέ ἄλλα λόγια δέν ὑπῆρχαν ἐπαγγελματίες δημόσιοι ὑπάλληλοι, διπλωμάτες, δικαστές καί φυσικά ἐπαγγελματίες “πολιτικοί”, μέ τήν ἔννοια πού ὑπάρχουν σήμερα. Ὅλοι οἱ πολῖτες ἀνά πᾶσα στιγμή μποροῦσαν νά κληθοῦν νά ἀναλάβουν τέτοιες διπλωματικές, δικαστικές καί πολιτικές ὑπηρεσίες. Τό 95% τῶν δημοσίων ἀξιωμάτων στήν Ἀθηναϊκή πολιτεία ὁριζόταν διά τῆς κληρώσεως. Ὅθεν γιά νά λειτουργήσει ἡ Ἀθηναϊκή πολιτεία προϋπέθετε καί στηριζόταν στίς διανοητικές καί ἠθικές ἀρετές τῶν πολιτῶν της.
Οἱ Ἀθηναῖοι διεκρίθησαν περισσότερο στήν «σοφίαν», οἱ Ρωμαῖοι περισσότερο στήν «φρόνησιν», σύμφωνα μέ τήν ἀριστοτελική διάκριση. Ὁ Ἀριστοτέλης στά Ἠθικά Νικομάχεια προβαίνει στή ἐννοιολογική διάκριση μεταξύ «σοφίας» καί «φρονήσεως».
Ἡ σοφία εἶναι θεωρητική ἀρετή καί ἐπιστήμη καί ἀναφέρεται σέ πράγματα ὑπέρτατα ὅσον ἀφορᾶ τή φύση τους, ἐνῶ ἡ φρόνηση εἶναι βέβαια καί αὐτή διανοητική ἀρετή, ἀναφέρεται ὅμως στίς ἀνθρώπινες ὑποθέσεις, στίς ὁποῖες ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά κρίνει, νά σκέπτεται καί νά ἀποφασίζει ὀρθά:
«Ἐκ δή τῶν εἰρημένων δῆλον ὅτι ἡ σοφία ἐστίν καί ἐπιστήμη καί νοῦς τῶν τιμιωτάτων τῇ φύσει. Διό Ἀναξαγόραν καί Θαλῆν καί τούς τοιούτους σοφούς μέν φρονίμους δ ̓ οὔ φασίν εἶναι, ὅταν ἴδωσιν ἀγνοοῦντας τά συμφέροντα ἑαυτοῖς, καί περιττά μέν καί θαυμαστά καί χαλεπά καί δαιμόνια εἰδέναι αὐτούς φασιν, ἄχρηστα δ ̓ οὐ τά ἀνθρώπινα ἀγαθά ζητοῦσιν. Ἡ δέ φρόνησις περί τά ἀνθρώπινα καί περί ὧν ἔστιν βουλεύσασθαι· τοῦ γάρ φρονίμου μάλιστα τοῦτον ἔργον εἶναί φαμεν, τό εὖ βουλεύεσθαι».[6]
Μετάφραση (Δημητρίου Λυπουρλῆ):
«Ἀπό ὅσα λοιπόν ἔχουμε πεῖ ἔγινε πιά φανερό ὅτι ἡ φιλοσοφική σοφία εἶναι καί ἐπιστημονική γνώση καί διανοητική ἀντίληψη τῶν πιό ἀξιόλογων καί τῶν πιό πολύτιμων ἀπό τήν ἄποψη τῆς φύσης τους πραγμάτων. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος πού τόν Ἀναξαγόρα, τόν Θαλῆ καί τούς ὅμοιούς τους οἱ ἄνθρωποι τούς λένε σοφούς, ὄχι ὅμως φρόνιμους, ἀφοῦ τούς βλέπουν νά μήν ξέρουν τί εἶναι συμφέρον γιά τόν ἑαυτό τους· λένε δηλαδή γι ̓ αὐτούς ὅτι ξέρουν πράγματα μοναδικά, θαυμαστά, δυσνόητα καί θεϊκά, πού εἶναι ὅμως ἄχρηστα – μέ τό νόημα ὅτι δέν ψάχνουν νά βροῦν τί εἶναι αὐτό πού λέμε “καλό γιά τόν ἄνθρωπο”. Ἡ φρόνηση, ἀπό τήν ἄλλη, ἀσχολεῖται μέ τά ἀνθρώπινα πράγματα καί μέ πράγματα πού μποροῦν νά εἶναι ἀντικείμενο σκέψης· γιατί αὐτό λέμε ὅτι εἶναι – περισσότερο ἀπό ὁτιδήποτε ἄλλο – τό ἔργο τοῦ φρόνιμου ἀνθρώπου: νά σκέφτεται σωστά».[7]
Εἶναι βάσιμο νά εἰκάσουμε πώς ἡ πρακτική σοφία (ἡ φρόνησις) πού διέθεταν οἱ Ρωμαῖοι, συμπεπλεγμένη μέ τήν κοινή λογική καί τήν βαθιά αἴσθηση τῆς παράδοσης, πού πρυτάνευαν στή διαχείριση τῶν δημοσίων ὑποθέσεών τους στάθηκαν οἱ βασικότεροι παράγοντες πού προφύλαξαν τούς Ρωμαίους ἀπό τήν ὕβριν, τήν ὑπέρβαση τῶν ἐπιτρεπτῶν ὁρίων, καί τήν καταστροφή πού ἐπακολουθεῖ τήν ὕβριν, πρᾶγμα πού δέν μπόρεσαν νά ἀποφύγουν οἱ Ἀθηναῖοι.
Οἱ Ἀθηναῖοι εἶχαν περισσότερο θεωρητικό πνεῦμα, οἱ Ρωμαῖοι περισσότερο πρακτικό πνεῦμα. Οἱ Ρωμαῖοι (τῆς πρώϊμης τοὐλάχιστον ἐποχῆς, ἀλλά καί τῆς χρυσῆς ἐποχῆς τῆς Δημοκρατίας τους) κατά τόν Egon Friedell «τό κάθε τί πού εἶχε σχέση μέ τήν ἐπιστήμη καί τήν τέχνη τό περιφρονοῦσαν καί τό θεωροῦσαν ἕνα εἶδος παρεκτροπῆς. Ὑπάρχει στά λατινικά ἡ λέξη scriba πού σημαίνει γραφέας· ἡ λέξη poeta εἶναι παρμένη ἀπό τά ἑλληνικά. Ὅλες οἱ πνευματικές ἐνασχολήσεις πού δέν εἶχαν πρακτικό ἀντίκρυσμα θεωροῦνται artes leviores (=κούφιες, ἐλαφρές τέχνες) καί studia minora (=οὐτιδανές σπουδές)».[8] Οἱ Ἕλληνες τοὐναντίον διακρίνονται γιά τήν ἰδιάζουσα σ ̓αὐτούς φιλομάθεια: «τό φιλομαθές, ὅ δή τόν παρ ̓ ἡμῖν μάλιστ ̓ ἄν τις αἰτιάσαιτο τόπον» λέγει ὁ Πλάτων στήν Πολιτεία 436a. Μετάφραση (Κωνσταντίνου Γεωργούλη): «ἡ φιλομάθεια, πού γιά τή γένεσή της τή δική μας χώρα πρό πάντων ἠμπορεῖ κανείς νά θεωρήση ὡς ὑπεύθυνη».[9]
Στούς Ρωμαίους λείπουν οἱ μεγάλοι θεωρητικοί προβληματισμοί γιά τό πολίτευμά τους, τήν ἰσχύ, τήν ἠθική ἀγωγή, τόν παιδαγωγικό ρόλο, τή νομιμοποίησή του. Ἀκόμη ἀπουσιάζει καί ἡ ριζική ἀμφισβήτησή του. Χαρακτηριστικό, οὐδόλως ὅμως μοναδικό, παράδειγμα ριζικῆς ἀμφισβήτησης τῆς δημοκρατίας εἶναι ὁ Θουκυδίδης, ὁ ὁποῖος διά στόματος τοῦ Ἀλκιβιάδη χαρακτηρίζει τή δημοκρατία ὡς πανθομολογούμενη ἀνοησία: «ἐπεί δημοκρατίαν γε καί ἐγιγνώσκομεν οἱ φρονοῦντες τι, καί αὐτός οὐδενός ἄν χεῖρον, ὅσῳ καί λοιδορήσαιμι. ἀλλά περί ὁμολογημένης ἀνοίας οὐδέν ἄν καινόν λέγοιτο». (Ἱστορίαι, Ζ, 89, 5). Μετάφραση (Ν.Μ. Σκουτερόπουλου): «Διότι, βέβαια, τί σημαίνει κυριαρχία τοῦ πλήθους τό γνωρίζαμε ὅσοι ἔχουμε μιά στάλα γνώση, καί μάλιστα ἐγώ ὁ ἴδιος καλύτερα ἀπό ὁποιονδήποτε ἄλλο, ἀφοῦ θά εἶχα καί τίς περισσότερες ἀφορμές γιά νά τήν κατακρίνω. Ἀλλά γιά μιά πανθομολογούμενη μωρία τίποτα καινούργιο δέν θά μποροῦσε νά εἰπωθεῖ».[10]
Στούς Ρωμαίους δέν ὑπάρχει ἡ κριτική τῆς Δημοκρατίας, ὅπως ὑφίσταται στήν Ἀθήνα, δέν ὑπάρχει ἡ μεταφυσική θεμελίωση μιᾶς Ἀντιπολιτείας (ὅπως εἶναι ἡ Πλατωνική Πολιτεία) ὡς ὑποκατάστατο τῆς ἤδη ὑφιστάμενης. Ἡ Δημοκρατία ὑπῆρξε ἡ μήτρα πού κυοφόρησε τήν Φιλοσοφία (ἀλλά καί τήν Τραγωδία, καί τήν Ἱστορία καί τήν Ρητορική). Ἡ Πλατωνική φιλοσοφία γεννήθηκε κατά τόν Κωνσταντῖνο Γεωργούλη μέσα ἀπό τήν ἀγωνία τοῦ θνήσκοντος ἀρχαίου ἄστεως καί ὑπῆρξε κατά τόν Ἰωάννη Συκουτρῆ ἕνα πολιτικό πρόγραμμα ἀνορθώσεώς του. Στή Ρώμη δέν ὑπάρχει πρωτότυπη φιλοσοφική σκέψη. Μόνη ἐξαίρεση, κι αὐτή χλωμή φιλοσοφικά συγκρινόμενη μέ τό ἔργο τῶν Ἑλλήνων φιλοσόφων, ἀποτελεῖ βεβαίως ὁ Κικέρων. Στή Ρωμαϊκή Δημοκρατία λείπει ἕνα ριζοσπαστικό, ἀνατρεπτικό διαφωτιστικό κίνημα, ἀνάλογο μέ αὐτό τῶν Σοφιστῶν τοῦ 5ου π.Χ. αἰῶνα. Ἀκόμη ἀπό τή Ρωμαϊκή Δημοκρατία λείπει ὁ θεσμός τοῦ τραγικοῦ καί κωμικοῦ θεάτρου, πού στήν Ἀθήνα τοῦ 5ου π.Χ. αἰῶνα ἀποτελοῦσε κυριολεκτικά ἕνα σχολεῖο Δημοκρατίας· ἕνα θεσμό τοῦ δημοκρατικοῦ κράτους πού ἀποτελοῦσε ζυμωτήριο πολιτικῶν ἰδεῶν καί πολιτικοῦ προβληματισμοῦ μέ τό ἔνδυμα τοῦ τραγικοῦ μύθου.
Στή μνήμη τῶν κατοπινῶν γενεῶν ἡ Ἀθήνα τοῦ Περικλῆ καί τοῦ Πλάτωνα ἔμεινε ὡς ἕνα ἀξεπέραστο πρότυπο ἄμεσης, ἀδιαμεσολάβητης δημοκρατίας καί πολιτιστικῆς λάμψης. Ἡ ἱστορία αὐτοῦ τοῦ πλανήτη οὐδέποτε ἄλλοτε πραγματοποίησε τήν δημοκρατία, μέ τήν κυριολεκτική ἔννοια τῆς λέξεως, τήν κυριαρχία δηλαδή τοῦ δήμου, ὅπως καί ἄν ἐννοηθεῖ ὁ «δῆμος», εἴτε ὡς τό σύνολο τῶν ἐλευθέρων πολιτῶν εἴτε ὡς ἡ κατώτερη τάξη τῶν πτωχῶν. Ἡ «ἀστυνόμος ὀργή» (Ἀντιγόνη στιχ. 356), τό πάθος δηλαδή τῆς θεσμίσεως τῆς πολιτικῆς κοινωνίας, οὐδέποτε ἐγνώρισε ἀνάλογη ἄνθηση καί ἔνταση. Οὐδέποτε ἄλλοτε ἡ ἀνθρωπότητα δέν πῆρε μέ τόση τόλμη τή μοῖρα της στούς ὤμους της, προσπαθώντας νά αὐτοορισθεῖ, νά αὐτοοργανωθεῖ, θεωρώντας τήν εὐτυχία της δική της ὑπόθεση καί ὄχι ὑπόθεση τῶν θεῶν.
Ὁ Κορνήλιος Καστοριάδης μιλώντας γιά τό γενικότερο φαντασιακό τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς δημοκρατίας γράφει τά ἑξῆς χαρακτηριστικά: «Ἡ ἰδέα ἑνός ἱστορικοῦ νόμου, ἐγγυητῆ μιᾶς ἰδανικῆς κοινωνίας, εἶναι ἰδέα ἄγνωστη στούς Ἕλληνες, ὅπως ἄγνωστος εἶναι ὁ μεσσιανισμός ἤ ἡ δυνατότητα ἐξωκοσμικῆς φυγῆς. Ἡ θεώρηση αὐτή ἐμπνέει μιά στάση, σύμφωνα μέ τήν ὁποία ὅ,τι εἶναι νά γίνει θά γίνει ἐδῶ. Ὅ,τι δέν γίνεται ἐδῶ, δέν γίνεται γιά μᾶς, δέν μᾶς ἀφορᾶ, γίνεται ἀλλοῦ, μεταξύ θεῶν, ἤ γίνεται στίς ρίζες τοῦ χάους. Τό σημαντικό γιά μᾶς γίνεται ἐδῶ, ἐξαρτᾶται ἀπό μᾶς κι ἐμεῖς θά τό κάνουμε. Δέν θά τό κάνει οὔτε ὁ Θεός, οὔτε ἡ ἱστορική ἀναγκαιότητα, οὔτε καμιά πολιτική διεύθυνση, κάτοχος τῆς ἐπιστημονικῆς σοφίας ἐπί τῶν πολιτικῶν πραγμάτων. Θά τό κάνουμεἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι − ἄν γίνεται, κι ἄν μᾶς ἀφήσει ἡ Μοίρα ἤ δέν μπορεῖ νά γίνει. Καί αὐτό ἐν γνώσει μας ὅτι ὑποκείμεθα στόν ἴδιο νόμο πού διέπει καί τόν ὑπόλοιπο κόσμο, νόμο γενέσεως καί φθορᾶς».[11]
Δέν ξέρουμε κατά πόσο ἰσχύει ἡ ἀπόφανση τοῦ Χάϊνε ὅτι ἄν ἀσχολοῦνταν μέ ὅλα αὐτά (Φιλοσοφία, Τραγωδία, Ἐπιστῆμες, Τέχνη) οἱ Ρωμαῖοι δέν θά εἶχαν τό χρόνο νά κατακτήσουν τήν οἰκουμένη. Σίγουρα πάντως ἰσχύει ἡ παρατήρηση τοῦ Στράβωνος ὅτι οἱ Ρωμαῖοι εἶχαν πολύ καλή διακυβέρνηση− «Ρωμαίους… οὕτω θαυμαστῶς πολιτευομένους»[12].
Στή Ρώμη ἦσαν περισσότερο σεβαστοί καί ἑπομένως πραγματικά ἰσχύοντες οἱ θεσμοί τῆς πολιτείας, ἐνῶ στήν Ἀθήνα, μετά τόν θάνατο τοῦ Περικλῆ, κυριάρχησε ἡ, κατευθυνόμενη ἀπό τούς δημαγωγούς, ἀνεύθυνη αὐθαιρεσία τοῦ πλήθους ἔναντι τῶν νόμων καί τῶν θεσμῶν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ἡ συμπεριφορά τοῦ πλήθους μετά τή νίκη τῶν Ἀθηναίων στίς Ἀργινοῦσες τό 406 π.Χ. στή δίκη τῶν στρατηγῶν. Τό πλῆθος ἀπαιτεῖ νά κριθοῦν οἱ στρατηγοί, πού δέν μπόρεσαν νά περισυλλέξουν τούς νεκρούς λόγῳ θαλασσοταραχῆς, ὄχι ὁ καθένας ξεχωριστά, ὅπως ὅριζε ὁ νόμος, ἀλλά ὅλοι μαζί, ἄν καί αὐτό ἦταν παράνομο:
«τό δέ πλῆθος ἐβόα δεινόν εἶναι εἰ μή τις ἐάσει τόν δῆμον πράττειν ὅ ἄν βούληται».[13]
Μετάφραση (Ρόδη Ρούφου):
«οἱ πιό πολλοί φώναξαν ὅτι εἶναι ἀνήκουστο νά μήν ἀφήσουν τόν λαό νά κάνει ὅ,τι θέλει».[14]
Αὐτή ἡ ἀκραία, παράνομη, ἀλλά καί αὐτοκαταστροφική συμπεριφορά τοῦ Ἀθηναϊκοῦ δήμου, θά ἦταν παντελῶς ὄχι μόνο ἀδύνατη, ἀλλά καί ἀδιανόητη στή Ρωμαϊκή Δημοκρατία.
Ἡ Ρώμη παρήγαγε νομομαθεῖς καί ρήτορες βέβαια, ἡ Ἀθήνα φιλοσόφους, ποιητές, ἱστορικούς, ρήτορες. Ἡ Ρώμη κληροδότησε στήν ἀνθρωπότητα τό δίκαιό της, ἡ Ἀθήνα τό ρηξικέλευθο, ὀρθολογικό ἐπιστημονικό- φιλοσοφικό πνεῦμα συνδυασμένο μέ ἕνα ἀπαράμιλλο καλλιτεχνικό κάλλος. Ἡ Ἀθήνα προσπάθησε νά δώσει «μορφή», «εἶδος», «σχῆμα» στήν ἀνθρώπινη ὕπαρξη, ἡ Ρώμη «ἰσχύ», «δύναμη». Ἡ Ἀθήνα προσπάθησε νά λογοποιήσει τό κόσμο καί τήν ἀνθρώπινη ὕπαρξη, ἡ Ρώμη νά ὀργανώσει τό κόσμο καί τήν ἀνθρώπινη ὕπαρξη μέσα σέ αὐτόν. Ἡ Ρώμη δέν ἐνδιαφέρθηκε γιά τή γνώση τοῦ κόσμου, ὅπως ἡ Ἀθήνα, ἀλλά γιά τήν ὀργανωσή του, ἄρα ἐπεδίωξε καί αὐτή νά δώσει κάποια «μορφή» στόν κόσμο, ἀπαλλάσσοντάς τον ἀπό τήν πολυείδεια τοῦ χάους. Εἰρήσθω ἐν παρόδῳ ὅτι κατά τήν Ἑλληνική φιλοσοφική σκέψη τό ἄπειρο – τό μή ἔχον πέρατα, σχῆμα, τό ἄμορφο – εἶναι ταυτόσημο μέ τό κακό.
Ἡ μορφή, τό εἶδος συνιστοῦν ἀνώτερη ὀντολογική, ἠθική καί αἰσθητική ἀκόμα καί γνωστική ἀξία ἀπό τό ἄμορφο, τό «ἀειδές», τό ἄνευ εἴδους, τό χαῶδες πού ταυτίζονται μέ τό κακό. Ἄλλωστε κατά τούς Ἕλληνες ἡ ἀρετή εἶναι μονοειδής, ἐνῶ ἡ κακία πολυειδής.
Ὁ Βιργίλιος μιλώντας γιά τήν ἀποστολή τῶν Ρωμαίων στόν κόσμο κατ ̓ ἀντιδιαστολή πρός αὐτήν τῶν Ἑλλήνων γράφει στήν Αἰνειάδα 6 847 κ. ἑξ: «Ἄλλοι, πιστεύω, τόν χαλκό θά τόν σμιλεύουν πιό περίτεχνα/κι ἀπό τό μάρμαρο θά βγάζουν ἀγάλματα ὁλοζώντανα/θά ρητορεύουν κομψότερα, καί τίς τροχιές τοῦ οὐρανοῦ/ μέ τόν διαβήτη θά χαράζουν καί τίς ἀνατολές τῶν ἄστρων./ Ἐσύ, νά κυβερνᾶς λαούς μέ τήν ἰσχύ, Ρωμαῖε, θυμήσου/(αὐτή εἶναι ἡ τέχνη σου) καί νά ἐπιβάλλεις τόν νόμο τῆς εἰρήνης,/ νά φείδεσαι τούς ὑποτελεῖς καί νά τσακίζεις τούς ἀλαζόνες»
.Ἡ Ρώμη κτίσθηκε, συγκροτήθηκε καί λειτούργησε ὡς «ἡ Αἰωνία Πόλη», Aeterna Urbs. Ἐπί αἰῶνες ὑπῆρξε τό κέντρο τοῦ κόσμου. Ὅλοι οἱ λαοί τῆς ὑστέρας ἀρχαιότητος, ὅπως λέει ὁ Boris Johnson, ἦσαν στραμμένοι πρός τήν Ρώμη, ὡς τό κέντρο τοῦ κόσμου, ὅπως τά ἡλιοτρόπια εἶναι στραμμένα πρός τόν ἥλιο.
Ἡ Ἀθήνα ἀπετέλεσε ἕνα ὁρόσημο τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας ἄφθαστο, ἀλλά καί ἀνεπανάληπτο. «Θαυμασθησόμεθα καί τοῖς νῦν καί τοῖς ἔπειτα» («θά γίνουμε ἀντικείμενο θαυμασμοῦ ἀπό τούς συγχρόνους μας καί ἀπό τούς μεταγενέστερους») εἶπε «προφητικά», ἔχοντας ἐπίγνωση τοῦ πραγματοποιημένου ἀνεπανάληπτου μεγαλείου, ὁ Περικλῆς στόν Ἐπιτάφιό του. Ἡ Ἀθήνα ἀπετέλεσε τό «ὕψος» τῆς ἀνθρώπινης προσπάθειας, ἡ Ρώμη τό «πλάτος» της· ἀμφότερα ἀνεπανάληπτα στήν ἀνθρώπινη ἱστορία. Ὅπως γράφει ἡ Χάννα Ἄρεντ «ἐκεῖνο πού χάθηκε γιά πάντα μέ τήν πτώση τῆς Ρώμης ἦταν τό κέντρο ἑνός κόσμου καί μαζί μέ αὐτό ἡ σαφής ρωμαϊκή δυνατότητα νά ὀργανωθεῖ ὁλόκληρος ὁ κόσμος γύρω ἀπό ἕνα κέντρο. Ὅταν ὅμως ἀναλογιζόμαστε σήμερα τήν πτώση τῆς Ἀθήνας, εἰκάζουμε ὅτι σέ αὐτή τήν περίπτωση ἐκεῖνο πού χάθηκε γιά πάντα δέν ἦταν τό κεντρικό σημεῖο ἑνός κόσμου, ἀλλά οἱ ἀνώτερες δυνατότητες τοῦ ἀνθρώπου μέσα στόν κόσμο».[15]
Σημειώσεις
1 Claude Mossé, Ὁ πολίτης στήν ἀρχαία Ἑλλάδα, μετάφραση Ἰωάννα Παπακωνσταντίνοι, ἐκδ. Σαββάλας, Ἀθήνα 1996, σελ. 11
Fransis Wolff, Ὁ Ἀριστοτέλης καί ἡ πολιτική, μετάφραση Κώστας Πετρόπουλος, ἐκδ. Μ. Καρδαμίτσα, Ἀθήνα 1995, σελ. 11
2 M.I. Finley, Ἀρχαία καί σύγχρονη δημοκρατία, μετάφραση Θεόφιλος Βανδῶρος, ἐκδ. Εὐρύαλος, Ἀθήνα 1989, σελ. 77: «Οἱ Ἕλληνες ἦσαν ἐκεῖνοι πού ἀνακάλυψαν ὄχι μόνο τή δημοκρατία ἀλλά ἐπίσης καί τήν πολιτική, τήν τέχνη τῆς λήψης ἀποφάσεων μέσα ἀπό δημόσια συζήτηση καί στή συνέχεια τή συμμόρφωση σ᾿αὐτές τίς ἀποφάσεις ὡς ἀναγκαία προϋπόθεση πολιτισμένης κοινωνικῆς ζωῆς».
3 Χάννα Ἄρεντ, Ἀνθρώπινη κατάσταση (Vita activa), μετάφραση Στέφανου Ροζάνη, Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου, ἐκδόσεις Γνώση, Ἀθήνα 1986,σελ. 20
4 Κορνηλίου Καστοριάδη, Κορνηλίου Καστοριάδη, Ἡ ἄνοδος τῆς ἀσημαντότητας, μετάφραση Κώστας Κουρεμένος, Ὕψιλον/Βιβλία, Ἀθήνα 2000, σσ. 226-227
5Christian Meier, Ἡ πολιτική τέχνη τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς τραγωδίας, μετάφραση Φλώρα Μανακίδου, ἐκδ. Ἀ. Καρδαμίτσα, Ἀθήνα 1997, σελ. 58
6 Ἀριστοτέλη, Ἠθικά Νικομάχεια 1141 b 3-13
7 Ἀριστοτέλης, Ἠθικά Νικομάχεια, Βιβλία Ε′-Κ′,εἰσαγωγή-μετάφραση-σχόλια Δημήτριος Λυπουρλῆς, ἐκδόσεις Ζῆτρος, Θεσσαλονίκη 2006, σ. 163
8 Egon Friedell, Πολιτική ἱστορία τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδας, μετάφραση Δημοσθένης Κούρτοβικ, ἐκδ. Πορεία, Ἀθήνα 1986, σελ. 172
9 Πλάτωνος, Πολιτεία, εἰσαγωγή, ἑρμηνεία, σημειώσεις Κ.Δ. Γεωργούλη, τρίτη ἔκδοσις, ἐκδ. Ἰ. Σιδέρης, Ἀθήνα χ.χ., σελ. 126
10 Θουκυδίδη Ἱστορία, εἰσαγωγή-μετάφραση-σημειώσεις Ν.Μ. Σκουτερόπουλος, ἐκδ. Πόλις, Ἀθήνα 2011, σελ. 909
11 Κορνηλίου Καστοριάδη, Ἡ ἀρχαία ἑλληνική δημοκρατία καί ἡ σημασία της γιά μᾶς σήμερα, Ὕψιλον/Βιβλία, Ἀθήνα 1999, σελ. 22
12 Στράβωνος, Γεωγραφικά Α, VI, 9
13 Ξενοφῶντος, Ἑλληνικά, Ι, 7, 12
Βλ. στό βιβλίο τοῦ καθ. Κυριάκου Κατσιμάνη Πρακτική φιλοσοφία καί πολιτικό ἦθος τοῦ Σωκράτη, ἐκδ. Ἐπικαιρότητα, Ἀθήνα 1981 τή φθορά τῆς Ἀθηναϊκῆς Δημοκρατίας στό κεφάλαιο μέ τόν τίτλο «Ἡ φθορά τοῦ πολιτικοῦ ἤθους καί οἱ συνέπειές του» στίς σελίδες 33 ἔως 61.
14 Ξενοφῶντος Ἑλληνικά, τόμος πρῶτος, μετάφραση Ρόδης Ροῦφος, ἐκδ. Ὠκεανίδα, Ἀθήνα 2000, σελ. 84
15 Hannah Arendt, Ὑπόσχεση πολιτικῆς, μετάφραση Κατερίνα Χαμούλκου, ἐκδ. Κέδρος, Ἀθήνα 2009, σσ. 254-255
πηγή: Αντίφωνο
Ἡ Ἀθήνα ἐγκαθίδρυσε προοδευτικά μία «ἄκρατη», ριζοσπαστική δημοκρατία, ἐνῶ ἡ Ρώμη εἶχε μέχρι τέλους μία ἀριστοκρατική, ὀλιγαρχική δημοκρατία, ἡ ὁποία μετεξελίχθηκε σέ ἡγεμονία-μοναρχία τό 27 π.Χ. ἀπό τόν Αὔγουστο. Ὅπως γράφει ὁ Κορνήλιος Καστοριάδης γιά τή Ρωμαϊκή Res Publica, «ἡ Ρώμη δέν ὑπῆρξε ποτέ δημοκρατία, ὑπῆρξε πάντοτε ὀλιγαρχία. Τουλάχιστον ὅμως ἕως τό 150 π.Χ. περίπου ὑπῆρχε μιά κάποια ἀφοσίωση στήν res publica».[4]
Ἡ Ἀθηναϊκή Δημοκρατία στηριζόταν ἀποκλειστικά στά μέλη της, τούς ἐλεύθερους πολῖτες, γιά τήν ὁμαλή λειτουργία της. Ὅπως ἔχει γραφεῖ γιά τήν ἀρχαία πόλη- κράτος «τό πλοῖο τοῦ κράτους στή σύγχρονη ἐποχή ἔχει μικρό πλήρωμα καί ἀμέτρητους ἐπιβᾶτες νά μεταφέρει. Τό πλοῖο τῆς ἀρχαίας πόλης-κράτους εἶχε μόνο (ἐκτός βέβαια ἀπό ὅσους δέν ἀνῆκαν σέ αὐτό) ναῦτες, τούς πολῖτες».[5]
Πράγματι στήν Ἀθηναϊκή Δημοκρατία δέν ὑπῆρχε γραφειοκρατία καί ὑπαλληλική ἱεραρχία, δέν ὑπῆρχε παγιωμένη Δημόσια Διοίκηση, ἐξειδικευμένο διπλωματικό καί δικαστικό σῶμα. Μέ ἄλλα λόγια δέν ὑπῆρχαν ἐπαγγελματίες δημόσιοι ὑπάλληλοι, διπλωμάτες, δικαστές καί φυσικά ἐπαγγελματίες “πολιτικοί”, μέ τήν ἔννοια πού ὑπάρχουν σήμερα. Ὅλοι οἱ πολῖτες ἀνά πᾶσα στιγμή μποροῦσαν νά κληθοῦν νά ἀναλάβουν τέτοιες διπλωματικές, δικαστικές καί πολιτικές ὑπηρεσίες. Τό 95% τῶν δημοσίων ἀξιωμάτων στήν Ἀθηναϊκή πολιτεία ὁριζόταν διά τῆς κληρώσεως. Ὅθεν γιά νά λειτουργήσει ἡ Ἀθηναϊκή πολιτεία προϋπέθετε καί στηριζόταν στίς διανοητικές καί ἠθικές ἀρετές τῶν πολιτῶν της.
Οἱ Ἀθηναῖοι διεκρίθησαν περισσότερο στήν «σοφίαν», οἱ Ρωμαῖοι περισσότερο στήν «φρόνησιν», σύμφωνα μέ τήν ἀριστοτελική διάκριση. Ὁ Ἀριστοτέλης στά Ἠθικά Νικομάχεια προβαίνει στή ἐννοιολογική διάκριση μεταξύ «σοφίας» καί «φρονήσεως».
Ἡ σοφία εἶναι θεωρητική ἀρετή καί ἐπιστήμη καί ἀναφέρεται σέ πράγματα ὑπέρτατα ὅσον ἀφορᾶ τή φύση τους, ἐνῶ ἡ φρόνηση εἶναι βέβαια καί αὐτή διανοητική ἀρετή, ἀναφέρεται ὅμως στίς ἀνθρώπινες ὑποθέσεις, στίς ὁποῖες ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά κρίνει, νά σκέπτεται καί νά ἀποφασίζει ὀρθά:
«Ἐκ δή τῶν εἰρημένων δῆλον ὅτι ἡ σοφία ἐστίν καί ἐπιστήμη καί νοῦς τῶν τιμιωτάτων τῇ φύσει. Διό Ἀναξαγόραν καί Θαλῆν καί τούς τοιούτους σοφούς μέν φρονίμους δ ̓ οὔ φασίν εἶναι, ὅταν ἴδωσιν ἀγνοοῦντας τά συμφέροντα ἑαυτοῖς, καί περιττά μέν καί θαυμαστά καί χαλεπά καί δαιμόνια εἰδέναι αὐτούς φασιν, ἄχρηστα δ ̓ οὐ τά ἀνθρώπινα ἀγαθά ζητοῦσιν. Ἡ δέ φρόνησις περί τά ἀνθρώπινα καί περί ὧν ἔστιν βουλεύσασθαι· τοῦ γάρ φρονίμου μάλιστα τοῦτον ἔργον εἶναί φαμεν, τό εὖ βουλεύεσθαι».[6]
Μετάφραση (Δημητρίου Λυπουρλῆ):
«Ἀπό ὅσα λοιπόν ἔχουμε πεῖ ἔγινε πιά φανερό ὅτι ἡ φιλοσοφική σοφία εἶναι καί ἐπιστημονική γνώση καί διανοητική ἀντίληψη τῶν πιό ἀξιόλογων καί τῶν πιό πολύτιμων ἀπό τήν ἄποψη τῆς φύσης τους πραγμάτων. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος πού τόν Ἀναξαγόρα, τόν Θαλῆ καί τούς ὅμοιούς τους οἱ ἄνθρωποι τούς λένε σοφούς, ὄχι ὅμως φρόνιμους, ἀφοῦ τούς βλέπουν νά μήν ξέρουν τί εἶναι συμφέρον γιά τόν ἑαυτό τους· λένε δηλαδή γι ̓ αὐτούς ὅτι ξέρουν πράγματα μοναδικά, θαυμαστά, δυσνόητα καί θεϊκά, πού εἶναι ὅμως ἄχρηστα – μέ τό νόημα ὅτι δέν ψάχνουν νά βροῦν τί εἶναι αὐτό πού λέμε “καλό γιά τόν ἄνθρωπο”. Ἡ φρόνηση, ἀπό τήν ἄλλη, ἀσχολεῖται μέ τά ἀνθρώπινα πράγματα καί μέ πράγματα πού μποροῦν νά εἶναι ἀντικείμενο σκέψης· γιατί αὐτό λέμε ὅτι εἶναι – περισσότερο ἀπό ὁτιδήποτε ἄλλο – τό ἔργο τοῦ φρόνιμου ἀνθρώπου: νά σκέφτεται σωστά».[7]
Εἶναι βάσιμο νά εἰκάσουμε πώς ἡ πρακτική σοφία (ἡ φρόνησις) πού διέθεταν οἱ Ρωμαῖοι, συμπεπλεγμένη μέ τήν κοινή λογική καί τήν βαθιά αἴσθηση τῆς παράδοσης, πού πρυτάνευαν στή διαχείριση τῶν δημοσίων ὑποθέσεών τους στάθηκαν οἱ βασικότεροι παράγοντες πού προφύλαξαν τούς Ρωμαίους ἀπό τήν ὕβριν, τήν ὑπέρβαση τῶν ἐπιτρεπτῶν ὁρίων, καί τήν καταστροφή πού ἐπακολουθεῖ τήν ὕβριν, πρᾶγμα πού δέν μπόρεσαν νά ἀποφύγουν οἱ Ἀθηναῖοι.
Οἱ Ἀθηναῖοι εἶχαν περισσότερο θεωρητικό πνεῦμα, οἱ Ρωμαῖοι περισσότερο πρακτικό πνεῦμα. Οἱ Ρωμαῖοι (τῆς πρώϊμης τοὐλάχιστον ἐποχῆς, ἀλλά καί τῆς χρυσῆς ἐποχῆς τῆς Δημοκρατίας τους) κατά τόν Egon Friedell «τό κάθε τί πού εἶχε σχέση μέ τήν ἐπιστήμη καί τήν τέχνη τό περιφρονοῦσαν καί τό θεωροῦσαν ἕνα εἶδος παρεκτροπῆς. Ὑπάρχει στά λατινικά ἡ λέξη scriba πού σημαίνει γραφέας· ἡ λέξη poeta εἶναι παρμένη ἀπό τά ἑλληνικά. Ὅλες οἱ πνευματικές ἐνασχολήσεις πού δέν εἶχαν πρακτικό ἀντίκρυσμα θεωροῦνται artes leviores (=κούφιες, ἐλαφρές τέχνες) καί studia minora (=οὐτιδανές σπουδές)».[8] Οἱ Ἕλληνες τοὐναντίον διακρίνονται γιά τήν ἰδιάζουσα σ ̓αὐτούς φιλομάθεια: «τό φιλομαθές, ὅ δή τόν παρ ̓ ἡμῖν μάλιστ ̓ ἄν τις αἰτιάσαιτο τόπον» λέγει ὁ Πλάτων στήν Πολιτεία 436a. Μετάφραση (Κωνσταντίνου Γεωργούλη): «ἡ φιλομάθεια, πού γιά τή γένεσή της τή δική μας χώρα πρό πάντων ἠμπορεῖ κανείς νά θεωρήση ὡς ὑπεύθυνη».[9]
Στούς Ρωμαίους λείπουν οἱ μεγάλοι θεωρητικοί προβληματισμοί γιά τό πολίτευμά τους, τήν ἰσχύ, τήν ἠθική ἀγωγή, τόν παιδαγωγικό ρόλο, τή νομιμοποίησή του. Ἀκόμη ἀπουσιάζει καί ἡ ριζική ἀμφισβήτησή του. Χαρακτηριστικό, οὐδόλως ὅμως μοναδικό, παράδειγμα ριζικῆς ἀμφισβήτησης τῆς δημοκρατίας εἶναι ὁ Θουκυδίδης, ὁ ὁποῖος διά στόματος τοῦ Ἀλκιβιάδη χαρακτηρίζει τή δημοκρατία ὡς πανθομολογούμενη ἀνοησία: «ἐπεί δημοκρατίαν γε καί ἐγιγνώσκομεν οἱ φρονοῦντες τι, καί αὐτός οὐδενός ἄν χεῖρον, ὅσῳ καί λοιδορήσαιμι. ἀλλά περί ὁμολογημένης ἀνοίας οὐδέν ἄν καινόν λέγοιτο». (Ἱστορίαι, Ζ, 89, 5). Μετάφραση (Ν.Μ. Σκουτερόπουλου): «Διότι, βέβαια, τί σημαίνει κυριαρχία τοῦ πλήθους τό γνωρίζαμε ὅσοι ἔχουμε μιά στάλα γνώση, καί μάλιστα ἐγώ ὁ ἴδιος καλύτερα ἀπό ὁποιονδήποτε ἄλλο, ἀφοῦ θά εἶχα καί τίς περισσότερες ἀφορμές γιά νά τήν κατακρίνω. Ἀλλά γιά μιά πανθομολογούμενη μωρία τίποτα καινούργιο δέν θά μποροῦσε νά εἰπωθεῖ».[10]
Στούς Ρωμαίους δέν ὑπάρχει ἡ κριτική τῆς Δημοκρατίας, ὅπως ὑφίσταται στήν Ἀθήνα, δέν ὑπάρχει ἡ μεταφυσική θεμελίωση μιᾶς Ἀντιπολιτείας (ὅπως εἶναι ἡ Πλατωνική Πολιτεία) ὡς ὑποκατάστατο τῆς ἤδη ὑφιστάμενης. Ἡ Δημοκρατία ὑπῆρξε ἡ μήτρα πού κυοφόρησε τήν Φιλοσοφία (ἀλλά καί τήν Τραγωδία, καί τήν Ἱστορία καί τήν Ρητορική). Ἡ Πλατωνική φιλοσοφία γεννήθηκε κατά τόν Κωνσταντῖνο Γεωργούλη μέσα ἀπό τήν ἀγωνία τοῦ θνήσκοντος ἀρχαίου ἄστεως καί ὑπῆρξε κατά τόν Ἰωάννη Συκουτρῆ ἕνα πολιτικό πρόγραμμα ἀνορθώσεώς του. Στή Ρώμη δέν ὑπάρχει πρωτότυπη φιλοσοφική σκέψη. Μόνη ἐξαίρεση, κι αὐτή χλωμή φιλοσοφικά συγκρινόμενη μέ τό ἔργο τῶν Ἑλλήνων φιλοσόφων, ἀποτελεῖ βεβαίως ὁ Κικέρων. Στή Ρωμαϊκή Δημοκρατία λείπει ἕνα ριζοσπαστικό, ἀνατρεπτικό διαφωτιστικό κίνημα, ἀνάλογο μέ αὐτό τῶν Σοφιστῶν τοῦ 5ου π.Χ. αἰῶνα. Ἀκόμη ἀπό τή Ρωμαϊκή Δημοκρατία λείπει ὁ θεσμός τοῦ τραγικοῦ καί κωμικοῦ θεάτρου, πού στήν Ἀθήνα τοῦ 5ου π.Χ. αἰῶνα ἀποτελοῦσε κυριολεκτικά ἕνα σχολεῖο Δημοκρατίας· ἕνα θεσμό τοῦ δημοκρατικοῦ κράτους πού ἀποτελοῦσε ζυμωτήριο πολιτικῶν ἰδεῶν καί πολιτικοῦ προβληματισμοῦ μέ τό ἔνδυμα τοῦ τραγικοῦ μύθου.
Στή μνήμη τῶν κατοπινῶν γενεῶν ἡ Ἀθήνα τοῦ Περικλῆ καί τοῦ Πλάτωνα ἔμεινε ὡς ἕνα ἀξεπέραστο πρότυπο ἄμεσης, ἀδιαμεσολάβητης δημοκρατίας καί πολιτιστικῆς λάμψης. Ἡ ἱστορία αὐτοῦ τοῦ πλανήτη οὐδέποτε ἄλλοτε πραγματοποίησε τήν δημοκρατία, μέ τήν κυριολεκτική ἔννοια τῆς λέξεως, τήν κυριαρχία δηλαδή τοῦ δήμου, ὅπως καί ἄν ἐννοηθεῖ ὁ «δῆμος», εἴτε ὡς τό σύνολο τῶν ἐλευθέρων πολιτῶν εἴτε ὡς ἡ κατώτερη τάξη τῶν πτωχῶν. Ἡ «ἀστυνόμος ὀργή» (Ἀντιγόνη στιχ. 356), τό πάθος δηλαδή τῆς θεσμίσεως τῆς πολιτικῆς κοινωνίας, οὐδέποτε ἐγνώρισε ἀνάλογη ἄνθηση καί ἔνταση. Οὐδέποτε ἄλλοτε ἡ ἀνθρωπότητα δέν πῆρε μέ τόση τόλμη τή μοῖρα της στούς ὤμους της, προσπαθώντας νά αὐτοορισθεῖ, νά αὐτοοργανωθεῖ, θεωρώντας τήν εὐτυχία της δική της ὑπόθεση καί ὄχι ὑπόθεση τῶν θεῶν.
Ὁ Κορνήλιος Καστοριάδης μιλώντας γιά τό γενικότερο φαντασιακό τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς δημοκρατίας γράφει τά ἑξῆς χαρακτηριστικά: «Ἡ ἰδέα ἑνός ἱστορικοῦ νόμου, ἐγγυητῆ μιᾶς ἰδανικῆς κοινωνίας, εἶναι ἰδέα ἄγνωστη στούς Ἕλληνες, ὅπως ἄγνωστος εἶναι ὁ μεσσιανισμός ἤ ἡ δυνατότητα ἐξωκοσμικῆς φυγῆς. Ἡ θεώρηση αὐτή ἐμπνέει μιά στάση, σύμφωνα μέ τήν ὁποία ὅ,τι εἶναι νά γίνει θά γίνει ἐδῶ. Ὅ,τι δέν γίνεται ἐδῶ, δέν γίνεται γιά μᾶς, δέν μᾶς ἀφορᾶ, γίνεται ἀλλοῦ, μεταξύ θεῶν, ἤ γίνεται στίς ρίζες τοῦ χάους. Τό σημαντικό γιά μᾶς γίνεται ἐδῶ, ἐξαρτᾶται ἀπό μᾶς κι ἐμεῖς θά τό κάνουμε. Δέν θά τό κάνει οὔτε ὁ Θεός, οὔτε ἡ ἱστορική ἀναγκαιότητα, οὔτε καμιά πολιτική διεύθυνση, κάτοχος τῆς ἐπιστημονικῆς σοφίας ἐπί τῶν πολιτικῶν πραγμάτων. Θά τό κάνουμεἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι − ἄν γίνεται, κι ἄν μᾶς ἀφήσει ἡ Μοίρα ἤ δέν μπορεῖ νά γίνει. Καί αὐτό ἐν γνώσει μας ὅτι ὑποκείμεθα στόν ἴδιο νόμο πού διέπει καί τόν ὑπόλοιπο κόσμο, νόμο γενέσεως καί φθορᾶς».[11]
Δέν ξέρουμε κατά πόσο ἰσχύει ἡ ἀπόφανση τοῦ Χάϊνε ὅτι ἄν ἀσχολοῦνταν μέ ὅλα αὐτά (Φιλοσοφία, Τραγωδία, Ἐπιστῆμες, Τέχνη) οἱ Ρωμαῖοι δέν θά εἶχαν τό χρόνο νά κατακτήσουν τήν οἰκουμένη. Σίγουρα πάντως ἰσχύει ἡ παρατήρηση τοῦ Στράβωνος ὅτι οἱ Ρωμαῖοι εἶχαν πολύ καλή διακυβέρνηση− «Ρωμαίους… οὕτω θαυμαστῶς πολιτευομένους»[12].
Στή Ρώμη ἦσαν περισσότερο σεβαστοί καί ἑπομένως πραγματικά ἰσχύοντες οἱ θεσμοί τῆς πολιτείας, ἐνῶ στήν Ἀθήνα, μετά τόν θάνατο τοῦ Περικλῆ, κυριάρχησε ἡ, κατευθυνόμενη ἀπό τούς δημαγωγούς, ἀνεύθυνη αὐθαιρεσία τοῦ πλήθους ἔναντι τῶν νόμων καί τῶν θεσμῶν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ἡ συμπεριφορά τοῦ πλήθους μετά τή νίκη τῶν Ἀθηναίων στίς Ἀργινοῦσες τό 406 π.Χ. στή δίκη τῶν στρατηγῶν. Τό πλῆθος ἀπαιτεῖ νά κριθοῦν οἱ στρατηγοί, πού δέν μπόρεσαν νά περισυλλέξουν τούς νεκρούς λόγῳ θαλασσοταραχῆς, ὄχι ὁ καθένας ξεχωριστά, ὅπως ὅριζε ὁ νόμος, ἀλλά ὅλοι μαζί, ἄν καί αὐτό ἦταν παράνομο:
«τό δέ πλῆθος ἐβόα δεινόν εἶναι εἰ μή τις ἐάσει τόν δῆμον πράττειν ὅ ἄν βούληται».[13]
Μετάφραση (Ρόδη Ρούφου):
«οἱ πιό πολλοί φώναξαν ὅτι εἶναι ἀνήκουστο νά μήν ἀφήσουν τόν λαό νά κάνει ὅ,τι θέλει».[14]
Αὐτή ἡ ἀκραία, παράνομη, ἀλλά καί αὐτοκαταστροφική συμπεριφορά τοῦ Ἀθηναϊκοῦ δήμου, θά ἦταν παντελῶς ὄχι μόνο ἀδύνατη, ἀλλά καί ἀδιανόητη στή Ρωμαϊκή Δημοκρατία.
Ἡ Ρώμη παρήγαγε νομομαθεῖς καί ρήτορες βέβαια, ἡ Ἀθήνα φιλοσόφους, ποιητές, ἱστορικούς, ρήτορες. Ἡ Ρώμη κληροδότησε στήν ἀνθρωπότητα τό δίκαιό της, ἡ Ἀθήνα τό ρηξικέλευθο, ὀρθολογικό ἐπιστημονικό- φιλοσοφικό πνεῦμα συνδυασμένο μέ ἕνα ἀπαράμιλλο καλλιτεχνικό κάλλος. Ἡ Ἀθήνα προσπάθησε νά δώσει «μορφή», «εἶδος», «σχῆμα» στήν ἀνθρώπινη ὕπαρξη, ἡ Ρώμη «ἰσχύ», «δύναμη». Ἡ Ἀθήνα προσπάθησε νά λογοποιήσει τό κόσμο καί τήν ἀνθρώπινη ὕπαρξη, ἡ Ρώμη νά ὀργανώσει τό κόσμο καί τήν ἀνθρώπινη ὕπαρξη μέσα σέ αὐτόν. Ἡ Ρώμη δέν ἐνδιαφέρθηκε γιά τή γνώση τοῦ κόσμου, ὅπως ἡ Ἀθήνα, ἀλλά γιά τήν ὀργανωσή του, ἄρα ἐπεδίωξε καί αὐτή νά δώσει κάποια «μορφή» στόν κόσμο, ἀπαλλάσσοντάς τον ἀπό τήν πολυείδεια τοῦ χάους. Εἰρήσθω ἐν παρόδῳ ὅτι κατά τήν Ἑλληνική φιλοσοφική σκέψη τό ἄπειρο – τό μή ἔχον πέρατα, σχῆμα, τό ἄμορφο – εἶναι ταυτόσημο μέ τό κακό.
Ἡ μορφή, τό εἶδος συνιστοῦν ἀνώτερη ὀντολογική, ἠθική καί αἰσθητική ἀκόμα καί γνωστική ἀξία ἀπό τό ἄμορφο, τό «ἀειδές», τό ἄνευ εἴδους, τό χαῶδες πού ταυτίζονται μέ τό κακό. Ἄλλωστε κατά τούς Ἕλληνες ἡ ἀρετή εἶναι μονοειδής, ἐνῶ ἡ κακία πολυειδής.
Ὁ Βιργίλιος μιλώντας γιά τήν ἀποστολή τῶν Ρωμαίων στόν κόσμο κατ ̓ ἀντιδιαστολή πρός αὐτήν τῶν Ἑλλήνων γράφει στήν Αἰνειάδα 6 847 κ. ἑξ: «Ἄλλοι, πιστεύω, τόν χαλκό θά τόν σμιλεύουν πιό περίτεχνα/κι ἀπό τό μάρμαρο θά βγάζουν ἀγάλματα ὁλοζώντανα/θά ρητορεύουν κομψότερα, καί τίς τροχιές τοῦ οὐρανοῦ/ μέ τόν διαβήτη θά χαράζουν καί τίς ἀνατολές τῶν ἄστρων./ Ἐσύ, νά κυβερνᾶς λαούς μέ τήν ἰσχύ, Ρωμαῖε, θυμήσου/(αὐτή εἶναι ἡ τέχνη σου) καί νά ἐπιβάλλεις τόν νόμο τῆς εἰρήνης,/ νά φείδεσαι τούς ὑποτελεῖς καί νά τσακίζεις τούς ἀλαζόνες»
.Ἡ Ρώμη κτίσθηκε, συγκροτήθηκε καί λειτούργησε ὡς «ἡ Αἰωνία Πόλη», Aeterna Urbs. Ἐπί αἰῶνες ὑπῆρξε τό κέντρο τοῦ κόσμου. Ὅλοι οἱ λαοί τῆς ὑστέρας ἀρχαιότητος, ὅπως λέει ὁ Boris Johnson, ἦσαν στραμμένοι πρός τήν Ρώμη, ὡς τό κέντρο τοῦ κόσμου, ὅπως τά ἡλιοτρόπια εἶναι στραμμένα πρός τόν ἥλιο.
Ἡ Ἀθήνα ἀπετέλεσε ἕνα ὁρόσημο τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας ἄφθαστο, ἀλλά καί ἀνεπανάληπτο. «Θαυμασθησόμεθα καί τοῖς νῦν καί τοῖς ἔπειτα» («θά γίνουμε ἀντικείμενο θαυμασμοῦ ἀπό τούς συγχρόνους μας καί ἀπό τούς μεταγενέστερους») εἶπε «προφητικά», ἔχοντας ἐπίγνωση τοῦ πραγματοποιημένου ἀνεπανάληπτου μεγαλείου, ὁ Περικλῆς στόν Ἐπιτάφιό του. Ἡ Ἀθήνα ἀπετέλεσε τό «ὕψος» τῆς ἀνθρώπινης προσπάθειας, ἡ Ρώμη τό «πλάτος» της· ἀμφότερα ἀνεπανάληπτα στήν ἀνθρώπινη ἱστορία. Ὅπως γράφει ἡ Χάννα Ἄρεντ «ἐκεῖνο πού χάθηκε γιά πάντα μέ τήν πτώση τῆς Ρώμης ἦταν τό κέντρο ἑνός κόσμου καί μαζί μέ αὐτό ἡ σαφής ρωμαϊκή δυνατότητα νά ὀργανωθεῖ ὁλόκληρος ὁ κόσμος γύρω ἀπό ἕνα κέντρο. Ὅταν ὅμως ἀναλογιζόμαστε σήμερα τήν πτώση τῆς Ἀθήνας, εἰκάζουμε ὅτι σέ αὐτή τήν περίπτωση ἐκεῖνο πού χάθηκε γιά πάντα δέν ἦταν τό κεντρικό σημεῖο ἑνός κόσμου, ἀλλά οἱ ἀνώτερες δυνατότητες τοῦ ἀνθρώπου μέσα στόν κόσμο».[15]
Σημειώσεις
1 Claude Mossé, Ὁ πολίτης στήν ἀρχαία Ἑλλάδα, μετάφραση Ἰωάννα Παπακωνσταντίνοι, ἐκδ. Σαββάλας, Ἀθήνα 1996, σελ. 11
Fransis Wolff, Ὁ Ἀριστοτέλης καί ἡ πολιτική, μετάφραση Κώστας Πετρόπουλος, ἐκδ. Μ. Καρδαμίτσα, Ἀθήνα 1995, σελ. 11
2 M.I. Finley, Ἀρχαία καί σύγχρονη δημοκρατία, μετάφραση Θεόφιλος Βανδῶρος, ἐκδ. Εὐρύαλος, Ἀθήνα 1989, σελ. 77: «Οἱ Ἕλληνες ἦσαν ἐκεῖνοι πού ἀνακάλυψαν ὄχι μόνο τή δημοκρατία ἀλλά ἐπίσης καί τήν πολιτική, τήν τέχνη τῆς λήψης ἀποφάσεων μέσα ἀπό δημόσια συζήτηση καί στή συνέχεια τή συμμόρφωση σ᾿αὐτές τίς ἀποφάσεις ὡς ἀναγκαία προϋπόθεση πολιτισμένης κοινωνικῆς ζωῆς».
3 Χάννα Ἄρεντ, Ἀνθρώπινη κατάσταση (Vita activa), μετάφραση Στέφανου Ροζάνη, Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου, ἐκδόσεις Γνώση, Ἀθήνα 1986,σελ. 20
4 Κορνηλίου Καστοριάδη, Κορνηλίου Καστοριάδη, Ἡ ἄνοδος τῆς ἀσημαντότητας, μετάφραση Κώστας Κουρεμένος, Ὕψιλον/Βιβλία, Ἀθήνα 2000, σσ. 226-227
5Christian Meier, Ἡ πολιτική τέχνη τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς τραγωδίας, μετάφραση Φλώρα Μανακίδου, ἐκδ. Ἀ. Καρδαμίτσα, Ἀθήνα 1997, σελ. 58
6 Ἀριστοτέλη, Ἠθικά Νικομάχεια 1141 b 3-13
7 Ἀριστοτέλης, Ἠθικά Νικομάχεια, Βιβλία Ε′-Κ′,εἰσαγωγή-μετάφραση-σχόλια Δημήτριος Λυπουρλῆς, ἐκδόσεις Ζῆτρος, Θεσσαλονίκη 2006, σ. 163
8 Egon Friedell, Πολιτική ἱστορία τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδας, μετάφραση Δημοσθένης Κούρτοβικ, ἐκδ. Πορεία, Ἀθήνα 1986, σελ. 172
9 Πλάτωνος, Πολιτεία, εἰσαγωγή, ἑρμηνεία, σημειώσεις Κ.Δ. Γεωργούλη, τρίτη ἔκδοσις, ἐκδ. Ἰ. Σιδέρης, Ἀθήνα χ.χ., σελ. 126
10 Θουκυδίδη Ἱστορία, εἰσαγωγή-μετάφραση-σημειώσεις Ν.Μ. Σκουτερόπουλος, ἐκδ. Πόλις, Ἀθήνα 2011, σελ. 909
11 Κορνηλίου Καστοριάδη, Ἡ ἀρχαία ἑλληνική δημοκρατία καί ἡ σημασία της γιά μᾶς σήμερα, Ὕψιλον/Βιβλία, Ἀθήνα 1999, σελ. 22
12 Στράβωνος, Γεωγραφικά Α, VI, 9
13 Ξενοφῶντος, Ἑλληνικά, Ι, 7, 12
Βλ. στό βιβλίο τοῦ καθ. Κυριάκου Κατσιμάνη Πρακτική φιλοσοφία καί πολιτικό ἦθος τοῦ Σωκράτη, ἐκδ. Ἐπικαιρότητα, Ἀθήνα 1981 τή φθορά τῆς Ἀθηναϊκῆς Δημοκρατίας στό κεφάλαιο μέ τόν τίτλο «Ἡ φθορά τοῦ πολιτικοῦ ἤθους καί οἱ συνέπειές του» στίς σελίδες 33 ἔως 61.
14 Ξενοφῶντος Ἑλληνικά, τόμος πρῶτος, μετάφραση Ρόδης Ροῦφος, ἐκδ. Ὠκεανίδα, Ἀθήνα 2000, σελ. 84
15 Hannah Arendt, Ὑπόσχεση πολιτικῆς, μετάφραση Κατερίνα Χαμούλκου, ἐκδ. Κέδρος, Ἀθήνα 2009, σσ. 254-255
πηγή: Αντίφωνο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου