Στρατηγική ή τακτική η υποχώρηση του ευρωατλαντικού άξονα έναντι των ευρασιατικών δυνάμεων;
Του Γιώργου Ρακκά
Η
Δύση έριξε την προηγούμενη εβδομάδα 101 πυραύλους εναντίον του Άσαντ.
Σύμφωνα (και) με το Ρόιτερς, πιάσανε τόπο οι 32, καθώς το συριακό
αντιπυραυλικό σύστημα, κατά τις πληροφορίες με τη βοήθεια των προηγμένων
ρωσικών ραντάρ, κατάφερε να αναχαιτίσει τους υπόλοιπους 70.
Τα
χτυπήματα έπληξαν στόχους για τους οποίους η ίδια η Δύση ισχυρίστηκε
ότι λειτουργούσαν ως κέντρα παραγωγής χημικών όπλων, ερευνητικά κέντρα
του στρατού, δηλαδή, αποθήκες και εγκαταστάσεις, και επιπλέον, κάποιες
θέσεις δυνάμεων της λιβανέζικης Χεζμπολά που συνδράμει στον πόλεμο της
Συρίας, στο πλευρό του Άσαντ.
Μετά το
χτύπημα, ο Τραμπ δήλωσε πως η αποστολή εξετελέσθη και επανέλαβε τη
δέσμευσή του για τη σύντομη αποδέσμευση των Αμερικάνων από το συριακό
πεδίο των μαχών. Διεθνή δημοσιογραφικά μέσα, έγκυρα και όχι
προπαγανδιστικά, υποστηρίζουν ότι η επίθεση της Δύσης ήταν για να σώσει
τα προσχήματα της πρωτοφανούς αδυναμίας που επιδεικνύει ο ευρωατλαντικός
άξονας να διευθετήσει τη συριακή κρίση και ότι, μετά από το σύντομο
ιντερλούδιο αυτής της επίθεσης, η πρωτοβουλία των κινήσεων επανέρχεται
στα χέρια των «δυνάμεων της Αστάνα», δηλαδή του άξονα Ρωσίας-Ιράν-Άσαντ,
που διατηρούν και το στρατηγικό πλεονέκτημα στο πεδίο των μαχών.
Βρισκόμαστε
έτη φωτός από την εποχή του πολέμου στο Ιράκ και του Αφγανιστάν, όπου
κυρίαρχες δυτικές δυνάμεις, κυρίως οι ΗΠΑ και η «Νέα Ευρώπη», σε ό,τι
αφορά στον πρώτο, σύσσωμη η Δύση σε ό,τι αφορά στον δεύτερο, μπορούσαν
να δρουν μονομερώς, επιβάλλοντας τη βούλησή τους σε ολόκληρο τον
πλανήτη, την ίδια στιγμή που η συντριπτικότητα της ισχύος τους επέβαλλε
τη σιωπή στις υπόλοιπες κυβερνήσεις· βρισκόμαστε ακόμα μακρύτερα από τον
πόλεμο στη Σερβία, όπου η νατοϊκή επέμβαση έγινε δεκτή με ελάχιστους
έως και καθόλου ενδοιασμούς, όχι μόνον από τα ΜΜΕ, αλλά και από το
μεγαλύτερο μέρος του «κινήματος», καθώς τότε, από τις συνεδριάσεις των
Πρασίνων μέχρι τις αντιεξουσιαστικές καταλήψεις, κυριαρχούσε η άποψη ότι
«ένας είναι ο εχθρός, ο μιλοσεβιτσισμός».
Σήμερα,
οι δυνάμεις του ευρωατλαντικού άξονα παραμένουν σαφώς υπολογίσιμα, αλλά
υποβαθμισμένα κέντρα πλανητικής ισχύος. Το περιστατικό της πρόσφατης
επίθεσης ήταν απολύτως ενδεικτικό: Μια σύντομη επικοινωνιακή εκστρατεία
την οποία δεν πίστεψε κανείς, και μια βιαστική επίθεση που περισσότερο
είχε ως αποτέλεσμα έναν διπλωματικό θόρυβο προορισμένο να αποδείξει ότι ο
άξονας αυτός διατηρεί ακόμα μια κάποια βαρύτητα στην παγκόσμια
σκακιέρα.
Οι συσχετισμοί έχουν ήδη
αλλάξει – ουσιωδώς! Τώρα η ιμπεριαλιστική Δύση δεν παίζει «φουλ
επίθεση», αλλά… «κατενάτσιο». Μια ιδιότυπη εκδοχή υπονομευτικής άμυνας, η
οποία αφήνει στις ευρασιατικές δυνάμεις την οργανωτική πρωτοβουλία.
Άραγε πρόκειται μόνο για υποχώρηση, ή ταυτοχρόνως και για παγίδα;
Οι
αντιθέσεις που συνιστούν το συριακό, και κατ’ επέκταση το μεσανατολικό,
είναι υπαρκτές και χαίνουσες, κληροδοτούν δε, σε αυτόν που επιθυμεί να
τις διευθετήσει, προβλήματα που ισοδυναμούν με αλλεπάλληλους
«τετραγωνισμούς του κύκλου»: Τι θα γίνει με τους Τούρκους και τους
Κούρδους; Τους Παλαιστίνιους και τους Ισραηλινούς; Πώς θα διευθετηθεί ο
εσωτερικός ανταγωνισμός για την ηγεμονία στο σουνιτικό στρατόπεδο; Θα
δοθεί το πρόκριμμα στον άξονα Τουρκία-Κατάρ ή μήπως θα είναι η Σαουδική
Αραβία και οι λοιπές πετρομοναρχίες του Κόλπου; Κι η Αίγυπτος, θα
συνεχίσει στην εσωστρέφεια, ή θα θελήσει να αναλάβει ρόλο ηγεμονικό,
όπως στην εποχή του παναραβισμού; Πώς θα διευθετηθούν οι σχέσεις μεταξύ
σουνιτών και σιιτών, έτσι όπως εκδηλώνονται μέσα από τη σύγκρουση του
Ιράν με τους Σαουδάραβες; Και, βέβαια, είναι και ο σιωνισμός και η
εξέλιξη των σχέσεών του με τον μουσουλμανικό κόσμο που τον περιβάλλει.
Είναι
παράλογο, επομένως, να φανταστεί κανείς ότι ο ευρωατλαντικός άξονας
προβαίνει σε μια τακτική υποχώρηση έναντι του ευρασιατικού, έχοντας στο
μυαλό του ότι τα γρανάζια του τελευταίου θα κολλήσουν στην ψιλή άμμο της
Μέσης Ανατολής;
Από την άλλη, πρέπει
να έχουμε στο νου μας ότι η δυναμική της παρούσας γεωπολιτισμικής
αντιπαράθεσης δεν είναι απολύτως ελεγχόμενη και προβλέψιμη: Ο
ανταγωνισμός μεταξύ των «τριών μεγάλων», αν μπορούμε να χαρακτηρίσουμε
έτσι τις ΗΠΑ, τη Ρωσία και την Κίνα, έχει αγγίξει τέτοια επίπεδα που
μπορεί να καταστεί ανεξέλεγκτος. Ιδίως σε ό,τι αφορά στην οικονομία,
έχει ξεσπάσει ανοιχτός πόλεμος. Οι κυρώσεις που επιβάλλει η Δύση στη
Ρωσία, που προσφάτως γονάτισαν το ρωσικό χρηματιστήριο, καθώς και οι
δασμοί του Τραμπ στην Κίνα αποτελούν τα πιο πρόσφατα επεισόδια αυτής της
σύγκρουσης.
Η κατάσταση θυμίζει πολύ
«1914», δηλαδή μια χρονική συγκυρία στο παγκόσμιο σύστημα, όπου η
καλπάζουσα διεθνοποίηση είχε απορρυθμίσει εντελώς τις ισορροπίες του,
οξύνοντας τον «ενδοαποικιακό», τότε, ανταγωνισμό, σε επίπεδα μη δυνάμενα
να ελεγχθούν από κανέναν. Ως γνωστόν, η δολοφονία του αρχιδούκα
Φερδινάρδου της Αυστρίας από τον Γαβρίλο Πρίντσιπ αποτέλεσε την αφορμή,
τον σπινθήρα για την ανάφλεξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Σήμερα, το
μεσανατολικό προσφέρει πολύ περισσότερες τέτοιες αφορμές, μάλιστα
καθημερινές.
Και, βέβαια, στα δικά
μας, όπως η εποχή του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου σηματοδότησε και μια
πολύ σοβαρή καμπή στην ελληνοτουρκική αντιπαράθεση, οδηγώντας στην
τραγωδία του 1922, έτσι και σήμερα, ο νεοθωμανικός αναθεωρητισμός
απειλεί τον ελληνισμό με περαιτέρω συρρίκνωση, ενδεχομένως και θανάσιμη
αυτήν τη φορά.
Βρισκόμαστε άραγε
μπροστά στον πρώτο πλανητικό-υβριδικό πόλεμο του 21ου αιώνα; Κι αν ναι,
ποια είναι η μορφή του; Αν τεθεί σε σύγκριση με τους πολέμους του 20ού
αιώνα, η υφή των πολέμων του 21ου εισάγει μια ενδιαφέρουσα καινοτομία:
Αν οι παγκόσμιοι πόλεμοι του πρώτου υπήρξαν «ολοκληρωτικοί», καθώς τα
εμπλεκόμενα έθνη κινητοποίησαν ολάκερες τις κοινωνίες τους και
συγκρούστηκαν με όλες τους τις δυνάμεις στα πεδία των μαχών, οι
πλανητικοί πόλεμοι του δεύτερου μοιάζουν να ‘ναι «καθολικοί», καθώς
εκδηλώνονται μ’ έναν χαρακτήρα διάχυτο και πολυμορφικό. Παρουσιάζει
σημεία πυκνών στρατιωτικών εμπλοκών, κυρίως στην περιφέρεια, που
διατηρούν ωστόσο πλανητική εμβέλεια, εμπλέκονται σε αυτούς όλοι οι
μεγάλοι παίκτες και ουσιαστικά αποτελούν μορφές πολεμικής αναμέτρησης
των παγκόσμιων δυνάμεων διά αντιπροσώπων (proxy wars). Συνδυάζει μορφές
οικονομικού, ψηφιακού και ψυχολογικού πολέμου στα κέντρα της ισχύος, τα
οποία ενίοτε αποτελούν και πεδία ανάπτυξης μιας εκδοχής τρομοκρατίας
τυφλών χτυπημάτων…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου