Μάνος Ηλιάδης
Ο εκβιασμός των κοινωνιών από μια ξεπερασμένη ιδεολογία
Η προσπάθεια του εξωκοινοβουλευτικού υπουργού Δικαιοσύνης να περάσει το περιττό -όπως εμμέσως παραδέχτηκε αργότερα και ο ίδιος- νομοσχέδιο περί αντιρατσισμού και ξενοφοβίας είναι το αποτέλεσμα μιας ιδιόμορφης κουλτούρας μερίδας του πολιτικού κόσμου που φαίνεται να διέπεται από απόψεις και ιδεολογήματα που δεν έχουν ακόμη κωδικοποιηθεί πλήρως. Άλλες εκδηλώσεις αυτών των απόψεων είναι η στάση ορισμένων γενικώς για τη λαθρομετανάστευση και την εισαγόμενη εγκληματικότητα, για την αναθεώρηση της Ιστορίας, το Σκοπιανό, για το φεμινιστικό κίνημα, το δικαίωμα των γκέι στο γάμο και αρκετά άλλα, στα οποία η κοινή γνώμη έχει πλέον εθιστεί, αν όχι και κουραστεί, από τον έντονο ακτιβισμό των υποστηρικτών τους. Η ελληνική
κοινωνία δεν είναι η μόνη που αντιμετωπίζει αυτά τα προβλήματα.
Στην Αμερική, για παράδειγμα, το θέμα της γυναίκας-θύμα, των μαύρων και των ισπανόφωνων, της επανασυγγραφής της Ιστορίας, των ψεύτικων στατιστικών, το κίνημα για τα δικαιώματα των γκέι και μια σειρά από άλλα παρόμοια θέματα έχουν αποκτήσει τέτοια δυναμική, που άρχισαν ήδη να παρουσιάζονται οι πρώτες θεωρητικές εργασίες από πανεπιστημιακούς, όπως οι εξαιρετικές εργασίες του Bill Lind και της Linda Kimble, περί της περίφημης πολιτικής ορθότητας, από την οποία θεωρούν ότι πηγάζουν όλα τα παραπάνω.
Όπως σημειώνει ο Lind, ο όρος πολιτική ορθότητα (political
correctness) ξεκίνησε ως μια αστεία αναφορά, αλλά είναι μια πολύ
σοβαρότερη υπόθεση από όσο κοινώς πιστεύεται [Σ.Σ.: ο ίδιος τη
χαρακτηρίζει ως θανάσιμα σοβαρή – deadly serious]. Ο Lind τεκμηριώνει με
επιχειρήματα -που λόγω χώρου δεν μπορούν να παρατεθούν εδώ- ότι η
πολιτική ορθότητα είναι «πολιτιστικός μαρξισμός» που έχει ρίζες όχι στη
δεκαετία του 1960, όπως πολλοί υποστήριζαν, αλλά στη δεκαετία του 1920.
Υποστηρίζοντας την άποψή του, ο ίδιος επισημαίνει ότι η πολιτική
ορθότητα είναι μαρξισμός εκπεφρασμένος όχι με οικονομικούς, αλλά με
πολιτιστικούς όρους, και ότι στην ουσία δεν είναι μια απλή θεωρία, αλλά
ιδεολογία.
«Αυταρχικές ιδεολογίες»
Συγκρίνοντας τις δύο αυτές εκφάνσεις του μαρξισμού, ο Lind
υποστηρίζει ότι και οι δύο είναι αυταρχικές ιδεολογίες, κάτι που
προκύπτει σαφώς από την κατάσταση που επικρατεί στα αμερικανικά
πανεπιστήμια, όπου όσοι από τους φοιτητές και καθηγητές τολμούν να
ξεπεράσουν τις «κόκκινες γραμμές» της πολιτικής ορθότητας που θέτουν
διάφορες μειονοτικές ομάδες (του φεμινιστικού κινήματος, των ακτιβιστών
για τα δικαιώματα των γκέι, τους μαύρους, τους ισπανόφωνους ή άλλες
ομάδες υποτιθέμενων «ομάδων-θυμάτων») αντιμετωπίζουν συχνά προβλήματα
με τη Δικαιοσύνη, ιδίως στο εσωτερικό πανεπιστημιακό κανονιστικό
σύστημα, με αποτέλεσμα την επιβολή ποινών.
Κατά τον Lind, αυτό είναι μόνο ένα μικρό δείγμα για τη μελλοντική
πορεία της πολιτικής ορθότητας και το τελικό αποτέλεσμα για το σύνολο
της αμερικανικής κοινωνίας, αν η ιδεολογία αυτή δεν αντιμετωπισθεί
έγκαιρα.Κατά τον ίδιο, κάθε ιδεολογία είναι εκ της φύσεώς της αυταρχική,
διότι αποτελεί μια φιλοσοφία με βάση την οποία ορισμένα πράγματα πρέπει
να είναι αλήθεια, όπως, για παράδειγμα, ότι το σύνολο της Ιστορίας της
αμερικανικής κουλτούρας είναι η Ιστορία της… καταπιέσεως των γυναικών.
Δεδομένου, διευκρινίζει, ότι η άποψη αυτή είναι προφανώς λανθασμένη και
διαψεύδεται από την πραγματικότητα, η πραγματικότητα αυτή πρέπει να
απαγορευθεί.
Πρέπει, δηλαδή, να απαγορευθεί η αποδοχή της πραγματικότητας ως
προς την Ιστορία και ο κόσμος να πιστέψει έτσι σε ένα ψέμα. Και επειδή ο
κόσμος είναι, φυσικά, απρόθυμος να πιστέψει σε κάτι τέτοιο, γιατί έχει
τη δυνατότητα να δει την πραγματικότητα, επιδιώκεται η παρέμβαση του
Κράτους προκειμένου αυτό να επιβάλει με την ισχύ του -την ποινικοποίηση,
δηλαδή, βάσει νόμου- αυτό το ψεύδος ως επίσημη και μη δυνάμενη να
αμφισβητηθεί άποψη για ένα συγκεκριμένο θέμα. (Σημ.: Βλ. την παρ’ ημίν
προσπάθεια επιβολής του αντιρατσιστικού νομοσχεδίου, γιατί ορισμένοι
προφανώς θεωρούν ότι οι Έλληνες είμαστε ρατσιστές, ξενόφοβοι,
«εχθροπαθείς», ομοφοβικοί, σεξιστές, αντισημίτες, υπερεθνικιστές που
εμπνέουν μίσος κ.ο.κ.Επί πλέον, όπως στον κλασικό μαρξισμό, στον
πολιτιστικό μαρξισμό της πολιτικής ορθότητας υπάρχει μόνο ένας παράγων
που εξηγεί την Ιστορία, προσθέτει ο Lind.
Ο οικονομικός μαρξισμός υποστηρίζει ότι το σύνολο της Ιστορίας
καθορίζεται από την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, ενώ στον πολιτιστικό
μαρξισμό η Ιστορία καθορίζεται από την ισχύ μέσω της οποίας ορισμένες
ομάδες που καθορίζονται από τη φυλή -εθνοτική προέλευση, το φύλο κ.λπ.-
χρησιμοποιούν αυτή την ισχύ για να επιβληθούν σε άλλες ομάδες.
Μια τρίτη παράμετρος, κατά τον Lind, ως προς τις ομοιότητες των δύο
μαρξισμών είναι ότι, όπως στον οικονομικό μαρξισμό ορισμένες ομάδες,
για παράδειγμα, οι εργάτες και οι χωρικοί, είναι εξ ορισμού καλές και
άλλες, όπως οι αστοί και οι κεφαλαιούχοι, είναι κακές, έτσι και στον
πολιτιστικό μαρξισμό της πολιτικής ορθότητας υποστηρίζεται ότι ορισμένες
ομάδες είναι a priori καλές, όπως οι φεμινίστριες, οι μαύροι, οι
ομοφυλόφιλοι, οι ισπανόφωνοι της Αμερικής κλπ., διότι απλούστατα είναι
«θύματα» και, κατά συνέπεια, αυτόματα καλοί, άσχετα και ανεξάρτητα με
ό,τι κάνουν [Σ.Σ.: εδώ οι καλοί, ως γνωστόν, είναι συλλήβδην οι
λαθρομετανάστες άσχετα από τη συχνότατα παραβατική και συχνά εγκληματική
συμπεριφορά πολλών εξ αυτών].
Τέλος ο Lind υποστηρίζει ότι αμφότεροι οι μαρξισμοί έχουν τη δική
τους μέθοδο αναλύσεως η οποία δίνει αυτομάτως το αποτέλεσμα που
επιδιώκουν.
Για τον κλασικό μαρξισμό, η μέθοδος αυτή είναι η προσέγγιση της
οικονομίας. Για τους οπαδούς της πολιτικής ορθότητας, η μέθοδος είναι η
αποδόμηση, υπό την έννοια ότι μέσω αυτής κάθε κείμενο ή έννοια μπορεί
να κενωθεί από το περιεχόμενό του και να αντικατασταθεί με οποιαδήποτε
άλλη έννοια της αρεσκείας τους.
Η επανάσταση που δεν έγινε
Ο Lind ανάγει την προέλευση της πολιτικής ορθότητας στη δεκαετία
του 1920, όταν η θεωρία που επικρατούσε μέχρι τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο
-σύμφωνα με την οποία η εργατική τάξη σε ολόκληρη την Ευρώπη θα
ξεσηκωνόταν και θα ανέτρεπε τις κυβερνήσεις κάθε εμπόλεμου κράτους (της
αστικής τάξεως), διότι οι εργάτες είχαν περισσότερα κοινά μεταξύ τους σε
όλα τα κράτη, παρά με τους αστούς και την κυρίαρχη τάξη κάθε κράτους-
διαψεύτηκε από τα γεγονότα. Η εξήγηση των κομμουνιστών, μέσω δύο
επιφανών κομμουνιστών ηγετών, του Λούκατς και του Γκράμσι, ήταν τότε ότι
η εργατική τάξη δεν θα μπορούσε ποτέ να δει το πραγματικό ταξικό της
συμφέρον, όπως αυτό οριζόταν από το μαρξισμό, εάν δεν απαλλασσόταν από
τη δυτική κουλτούρα.
Ο Λούκατς, μάλιστα, που θεωρείτο ως ο μεγαλύτερος θεωρητικός του
μαρξισμού μετά τον ίδιο τον Μαρξ, είπε το 1919 «ποιος θα μας γλιτώσει
από το δυτικό πολιτισμό;», στο πλαίσιο μιας θεωρίας του ότι το μεγάλο
εμπόδιο στη δημιουργία του μαρξιστικού παραδείσου ήταν η ίδια η
κουλτούρα του δυτικού πολιτισμού.Το έργο αυτό ανέλαβε ένα think tank που
ιδρύθηκε στη Γερμανία (Φρανκφούρτη) το 1923, με την ονομασία Ινστιτούτο
για το Μαρξισμό (Institute for Marxism), του οποίου το όνομα, για να
μην αποκαλύπτεται ανοικτά η ταυτότητά του, μετονομάσθηκε στη συνέχεια
σε Ινστιτούτο Κοινωνικής Έρευνας και επί Χίτλερ μετεφέρθη στις ΗΠΑ.
Αποστολή του ήταν η «μετάφραση» του οικονομικού μαρξισμού και η έκφρασή
του με πολιτιστικούς όρους.
Σύμφωνα με ένα επιφανές στέλεχος του, τον Martin Jay, «τα χρόνια
μετά τη δεκαετία του 1930 το κύριο ενδιαφέρον του Ινστιτούτου
επικεντρωνόταν στην πολιτιστική υπερδομή, με τελικό αποτέλεσμα αυτού την
παραγωγή της Κριτικής Θεωρίας, αποτέλεσμα προσμίξεως του μαρξισμού με
τη θεωρία του Φρόιντ [Σ.Σ.: για περισσότερα επ’ αυτού βλ. στο Διαδίκτυο
-Accuracy in Academia- «The Origins of Cultural Correctness»].
To περιεχόμενο της θεωρίας αυτής είναι να ασκεί κριτική, όχι όμως
με σκοπό να προτείνει μια εναλλακτική λύση στο πρόβλημα του
καπιταλισμού, διότι οι εμπνευστές της ισχυρίζονται ότι κάτι τέτοιο δεν
είναι δυνατόν και ούτε μπορούμε να φανταστούμε καν μια ελεύθερη κοινωνία
όσο είμαστε κάτω από την καταπίεση του καπιταλισμού. Το πραγματικό
περιεχόμενο της Κριτικής Θεωρίας είναι να ασκεί απλώς κριτική, κριτική
οξεία και όσο το δυνατόν πιο καταστροφική, με στόχο την αποσάθρωση και
την τελική κατάρρευση του συνόλου της καπιταλιστικής τάξεως των
πραγμάτων. Απόρροια και προϊόντα αυτής της θεωρίας, επισημαίνει ο Lind,
είναι η κατάσταση που βιώνουν σήμερα η Αμερική και άλλες χώρες του
δυτικού κόσμου, με τις γενικευμένες επιθέσεις σε κάθε πυλώνα, στήριγμα,
θεσμό, αξία ή αντίληψη που αποτελούν τις βάσεις της δυτικής κοινωνίας
Υπονόμευση κοινωνιών
Η θεωρία της πολιτικής ορθότητας -με το υπόβαθρο που ανέφερε ο Lind
και μόνο τελείως συνοπτικά περιγράφηκε παραπάνω- δίνει μία εξήγηση στο
παράδοξο φαινόμενο της υπονομεύσεως των δυτικών κοινωνιών μέσα από μια
καθαρά κομμουνιστική μεθοδολογία και προσέγγιση, τη στιγμή που, μετά
την κατάρρευση της κομμουνιστικής μητροπόλεως (της πρώην ΕΣΣΔ),
οργανωμένο κομμουνιστικό κίνημα με παγκόσμια εμβέλεια, όπως επί της
σοβιετικής περιόδου, δεν υπάρχει.
Ο κομμουνισμός, άλλωστε, ακόμη και στα χρόνια του υπαρκτού
σοσιαλισμού παρουσίαζε ένα παράδοξο που ο Ντε Γκωλ συνόψισε στο γνωστό
«ο κομμουνισμός είναι στην Ανατολή και οι κομμουνιστές στη Δύση».Αυτό
που προφανώς υπάρχει ακόμη είναι η θεωρία ορισμένων αιρετικών
κομμουνιστών [Σ.Σ.: αιρετικών γιατί η Μόσχα τούς θεωρούσε αποστάτες και
εκτός της κομμουνιστικής ορθοδοξίας] του παρελθόντος, που διεσώθη και
διαιωνίζεται από διάφορους άσχετους με την πραγματικότητα, οι οποίοι
αγνοούν τόσο την αληθινή της προέλευση όσο και τους αρχικούς σκοπούς
της. Είναι μια κατάσταση που μοιάζει με ιό που ξέφυγε από κάποιο
εργαστήριο ερευνών βιολογικού πολέμου, ο οποίος, μέχρι να γίνει
αντιληπτή η καταστρεπτική του δράση, θα προκαλέσει τεράστιες ζημιές στις
δυτικές κοινωνίες, της δικής μας συμπεριλαμβανομένης.
Όσο για τους φορείς του στην Ελλάδα, συνειδητούς ή μη, αυτοί είναι εύκολα αναγνωρίσιμοι, όπως και τα κίνητρα πολλών εξ αυτών.
πηγή: περιοδικό Επίκαιρα 30-05-2013 τχ. 189, σελ. 18-19,
http://pitagorasamios.blogspot.gr/2013/06/blog-post_19.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου