Πέρα από τις δημοσκοπήσεις, όλοι οι Έλληνες διαπιστώνουν ή
διαισθάνονται ότι η εκρηκτική αύξηση της εκλογικής επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ -αυτή
που από το 4,6% των εκλογών του 2009 τον οδήγησε στο 16,8% των εκλογών του
Μαΐου του 2012 και τον απογείωσε στο 26,9% ένα μήνα αργότερα, στις εκλογές του
Ιουνίου- έχει ανακοπεί. Υπάρχουν περισσότερες της μίας αιτίες που προκάλεσαν το
φαινόμενο αυτό.
Η πρώτη είναι η κατηγορηματική άρνηση του ΚΚΕ να
ανταποκριθεί καθ” οιονδήποτε τρόπο στις προσκλήσεις συνεργασίας που του απηύθυνε
ο ΣΥΡΙΖΑ. Όσο κι αν το ΚΚΕ πλήρωσε βαρύτατο εκλογικό τίμημα για τη στάση του
αυτή, πέφτοντας από το 8,5% του Μαΐου του 2012 στο 4,5% του Ιουνίου, που
αποτελεί το χειρότερο εκλογικό αποτέλεσμα όλης της ιστορίας του από την ίδρυση
του μέχρι σήμερα, το πολιτικό αποτέλεσμα αυτής της στάσης ήταν σαφέστατο:
εξάλειψε από τη συνείδηση του ελληνικού λαού τη δυνατότητα συγκρότησης
κυβέρνησης της Αριστεράς στην Ελλάδα!
Μπορεί να ακούγεται μελοδραματικό, αλλά το Μάιο του 2012 η
ελληνική Αριστερά έχασε τη μοναδική ευκαιρία πειραματισμού αναζήτησης ενός
ραντεβού με την εξουσία. Αβέβαιης, φυσικά, έκβασης, με πολλούς κινδύνους, αλλά
που άξιζε τον κόπο να προσπαθήσει κανείς.
Χάθηκε η ευκαιρία της
Αριστεράς
Έχουν δίκιο όσοι έλεγαν ότι η Αριστερά είναι ανέτοιμη να
κυβερνήσει. Άλλωστε, η ευκαιρία του....
Μαΐου παρουσιάστηκε όχι εξαιτίας της απήχησης στο λαό της αριστερής πολιτικής αυτής καθαυτής, αλλά λόγω της προσωρινής κατάρρευσης του πολιτικού συστήματος εξουσίας εξαιτίας του Μνημονίου. Με τη μορφή αυτή όμως παρουσιάζονται ιστορικά οι ευκαιρίες για την Αριστερά και τις προοδευτικές δυνάμεις. Όχι κατά παραγγελία όποτε αυτές θέλουν. Στις εκλογές του Μαΐου του 2012 βγήκε πρώτο «κόμμα» το… εξωκοινοβούλιο – δηλαδή τα κόμματα που έμειναν εκτός Βουλής μη κατορθώνοντας να υπερβούν το όριο του 3% και τα οποία αθροιστικά συγκέντρωσαν το απίστευτο ποσοστό του… 19%!Όταν στις ίδιες εκλογές η ΝΔ πήρε μόλις 18,9% και το ΠΑΣΟΚ 13,2% -ποσοστό, δηλαδή, λίγο υψηλότερο από το άθροισμα των κομμάτων της Αριστεράς-, είναι προφανές ότι το πολιτικό σύστημα είχε καταρρεύσει.
Μαΐου παρουσιάστηκε όχι εξαιτίας της απήχησης στο λαό της αριστερής πολιτικής αυτής καθαυτής, αλλά λόγω της προσωρινής κατάρρευσης του πολιτικού συστήματος εξουσίας εξαιτίας του Μνημονίου. Με τη μορφή αυτή όμως παρουσιάζονται ιστορικά οι ευκαιρίες για την Αριστερά και τις προοδευτικές δυνάμεις. Όχι κατά παραγγελία όποτε αυτές θέλουν. Στις εκλογές του Μαΐου του 2012 βγήκε πρώτο «κόμμα» το… εξωκοινοβούλιο – δηλαδή τα κόμματα που έμειναν εκτός Βουλής μη κατορθώνοντας να υπερβούν το όριο του 3% και τα οποία αθροιστικά συγκέντρωσαν το απίστευτο ποσοστό του… 19%!Όταν στις ίδιες εκλογές η ΝΔ πήρε μόλις 18,9% και το ΠΑΣΟΚ 13,2% -ποσοστό, δηλαδή, λίγο υψηλότερο από το άθροισμα των κομμάτων της Αριστεράς-, είναι προφανές ότι το πολιτικό σύστημα είχε καταρρεύσει.
Άλλωστε, το ποσοστό της ΝΔ ήταν πρακτικά ίσο με τις
εκλογικές επιδόσεις του αθροίσματος της αντιμνημονιακής Δεξιάς των Ανεξάρτητων
Ελλήνων, που είχαν πάρει 10,6%, και του ακροδεξιού καρκινώματος της Χρυσής
Αυγής, που είχε εκτοξευτεί στο 7% από το… 0,29% των εκλογών του 2009!
Η Αριστερά στο σύνολο της αποδείχτηκε ανίκανη να
εκμεταλλευτεί αυτή τη μοναδική ευκαιρία. Αυτό επισφραγίστηκε με τα εκλογικά
αποτελέσματα του Ιουνίου. Η ΝΔ συσπείρωσε όλες τις δεξιές και ακροδεξιές
μνημονιακές δυνάμεις, μειώνοντας παράλληλα κατά 3 εκατοστιαίες μονάδες το
ποσοστό της αντιμνημονιακής Δεξιάς, ρίχνοντας τον Π. Καμμένο από το 10,6% στο
7,5%. Η ΝΔ κέρδισε έτσι 11 εκατοστιαίες μονάδες. Καθώς το ΠΑΣΟΚ έχασε μόνο μία
εκατοστιαία μονάδα, πέφτοντας από το 13,2% στο 12,3%, το σύστημα μπόρεσε να
ανασυγκροτηθεί σχηματίζοντας μια σταθερή δεξιά κυβέρνηση ακραίου μνημονιακού
χαρακτήρα υπό τον Α. Σαμαρά, προσλαμβάνοντας ως πολιτικό υπηρετικό προσωπικό το
τελειωμένο ΠΑΣΟΚ του Β. Βενιζέλου και τη μνημονιακή «Αριστερά» της ΔΗΜΑΡ του Φ.
Κουβέλη, με μακρά θητεία στην αποκαλούμενη «Αριστερά της προσκολλήσεως» στο
αστικό σύστημα.
Ήττα των
αντιμνημονιακών
Η άρνηση του ΚΚΕ να συνεργαστεί με τον ΣΥΡΙΖΑ στο πλαίσιο
σχηματισμού αριστερής κυβέρνησης κάποιου τύπου, εντός ή εισαγωγικών, κατάφερε
σοβαρό πλήγμα και στη δυνατότητα σχηματισμού μιας κρατικής κυβέρνησης με σαφή
έστω μόνο αντιμνημονιακό χαρακτήρα.
Η προοπτική αυτή απομακρύνθηκε ακόμη περισσότερο με τη φθορά
που υπέστη επιρροή των Ανεξάρτητων Ελλήνων του Πάνου Κομμένου εξαιτίας της
αποχωρήσεις από το κόμμα αυτό γνωστών στελεχών που ανήκαν στη ΝΔ πριν περάσουν
στο αντιμνημονιακό στρατόπεδο, στο οποίο είναι αβέβαιο αν θα παραμείνουν.
Με το ΚΚΕ να λέει «όχι» και τις έδρες των Ανεξάρτητων
Ελλήνων πιθανότατα να μην επαρκούν προστιθέμενες σε αυτές του ΣΥΡΙΖΑ για να
σχηματιστεί βιώσιμη κυβερνητική πλειοψηφία είτε της Αριστεράς είτε
αντιμνημονιακών δυνάμεων, ο Αλεξης Τσίπρας και η ηγεσία του κόμματος του
άρχισαν να διολισθαίνουν σε επικίνδυνες ατραπούς κυβερνητισμού και μόνο, ουσιαστικά
ανεξαρτήτως πολιτικού περιεχομένου. Αυτή η στροφή καθόρισε και το περιεχόμενο
τόσο των πολιτικών τους κινήσεων όσο και της ρητορικής τους.
Κυβερνητισμός χωρίς
περιεχόμενο
Συρρικνώνοντας το ΚΚΕ στο απόλυτο ναδίρ της επιρροής του και
αποψιλώνοντας ακόμη και την εξωκοινοβουλευτική Αριστερά εκλογικά, ο ηγετικός
πυρήνας του ΣΥΡΙΖΑ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν έχει πλέον να περιμένει άλλη
προσέλευση ψηφοφόρων από τα αριστερά του. Για να αυξήσει το εκλογικό του
ποσοστό πρέπει να προσελκύσει ψηφοφόρους μόνο από τα δεξιά του, από το ΠΑΣΟΚ
και τη ΝΔ – άρα πρέπει να μετριάσει το φραστικό ριζοσπαστισμό των θέσεων του,
να τις κάνει μετριοπαθέστερες προκειμένου να τις καταστήσει δελεαστικές σε
πασοκονεοδημοκράτες ψηφοφόρους, ώστε να ψηφίσουν τον ΣΥΡΙΖΑ.
Έχοντας ανομολόγητα οδηγηθεί στην άποψη ότι δεν υπάρχουν
περιθώρια σχηματισμού κυβέρνησης η οποία να εκφράζει είτε ένα αριστερό
κοινωνικό κίνημα είτε ένα ρωμαλέο αντιμνημονιακό ρεύμα, ο Αλέξης Τσίπρας
εκτίμησε ότι η επιλογή που του απομένει για να ανοίξει ο δρόμος προς την
εξουσία είναι να προσπαθήσει να πείσει ότι αυτός και ο ΣΥΡΙΖΑ είναι καλύτεροι
διαχειριστές της εξουσίας ακόμη και μέσα πλέον στο σύστημα, χωρίς ρήξεις, τομές
και ριζοσπαστικές ανατροπές. Μια τέτοια γραμμή επιβάλλει όμως όχι μόνο
δεξιότερες θέσεις, αλλά και απόσπαση της ανοχής της πρωθυπουργίας Τσίπρα και
της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ τόσο από την ελληνική ολιγαρχία όσο και από τους
ξένους επικυρίαρχους της πατρίδας μας.
Η εγκατάλειψη από τον ηγέτη του ΣΥΡΙΖΑ των ριζοσπαστικών
θέσεων αλλά και τα ταξίδια του στις ΗΠΑ και στη Γερμανία εντάσσονται στο
σχεδιασμό αυτό του Αλέξη Τσίπρα. Ιδίως τα όσα είπε στην Αμερική υποδηλώνουν
έμμεσα την προσπάθεια του να αποσπάσει πρωτίστως την υποστήριξη της Ουάσιγκτον,
η οποία αναζητεί συμμάχους στην ευρωπαϊκή ήπειρο εναντίον της Γερμανίας, και σε
αυτή τη φάση δείχνει δια-τεθειμένη να εξετάσει τη δυνατότητα ακόμη και
«ετερόκλητων» συμμαχιών.
Το θεμελιώδες λάθος
Ακολουθώντας τη γραμμή αυτή, ο ηγέτης του ΣΥΡΙΖΑ σημειώνει
«πόντους» υπέρ του από τις ελληνικές ελίτ και τους Αμερικανούς, αποτέλεσμα των
οποίων είναι και το γεγονός ότι ο Γερμανός Βόλφγκανγκ Σόιμπλε αναγκάστηκε να
δεχτεί τον Τσίπρα στο Βερολίνο για να διαπιστώσει ιδίοις όμμασι εάν είναι όντως
σκληρός αριστερός ή υποψήφιος «πολιτικής κωλοτούμπας» σαν τον Σαμαρά, αν γίνει
πρωθυπουργός.
Η ηγεσία του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης σωστά
εκτιμά ότι το πρωτοφανές ρεύμα που το εκτόξευσε από το 4,6% στο 27% μόνο κατά
το μισό συνίσταται από αριστερούς ψηφοφόρους. Το άλλο μισό ούτε αριστεροί ήταν
ούτε αριστεροί έγιναν ούτε αριστερή πολιτική θέλουν. Ακόμη δεξιότεροι από τους
προηγούμενους είναι οι άλλοι τόσοι ψηφοφόροι τουλάχιστον που πρέπει να πείσει ο
ΣΥΡΙΖΑ για να πάρει τέτοιο ποσοστό, ώστε να μπορέσει να αποτελέσει τον πυρήνα
μιας οποιασδήποτε κυβέρνησης.
Το θεμελιώδες λάθος όμως του Αλέξη Τσίπρα έγκειται στο ότι
δεν κατάλαβε πως αυτοί οι δεξιότεροι ψηφοφόροι ήρθαν και θα συνέχιζαν να
έρχονται στο κόμμα του μόνο στο βαθμό που αυτά που λέει ο ΣΥΡΙΖΑ και ο αρχηγός
του δημιουργούσαν στους πολίτες -ανεξάρτητα από τις προσωπικές τους πολιτικές
πεποιθήσεις- το όραμα μιας ριζικής αλλαγής και ανατροπής της υφιστάμενης άθλιας
κατάστασης.
«Στερνή μου γνώση»
Αλλαγή προσδοκούσε ο ελληνικός λαός από τον Τσίπρα, όχι
απλώς καλύτερη διαχείριση της ίδιας τάξης πραγμάτων που άρχισε να του υπόσχεται
αυτός μετεκλογικά. Τα ανοίγματα του ηγέτη του ΣΥΡΙΖΑ προς την οικονομική ελίτ
και τους ξένους δυνάστες μπορεί να τον καταστήσουν πραγματικά
«πρωθυπουργήσιμο», αν αυτοί κρίνουν ότι έχει γίνει ακίνδυνος για να προκαλέσει
σοβαρή βλάβη στα συμφέροντα τους ή αν υποχρεωθούν ακόμη και να τον ανεχτούν
παρά τη θέληση τους.
Για να γίνει πρωθυπουργός όμως ο Αλέξης Τσίπρας πρέπει πρώτα
να κερδίσει τις εκλογές, κι αυτό γίνεται λιγότερο βέβαιο όσο σβήνει στα μάτια
του λαού η εντύπωση ότι ο ΣΥΡΙΖΑ προτίθεται να κυβερνήσει ως φορέας αλλαγής και
ανατροπών σε διάφορους τομείς. Οι διαχειριστές της εξουσίας ουδέποτε
συγκινούσαν τον κόσμο.
Παρά την κάμψη του ενθουσιασμού σημαντικής μερίδας των
ψηφοφόρων για τον ΣΥΡΙΖΑ, η εκλογική νίκη του δεν παύει να είναι πιθανότερη από
εκείνη της ΝΔ, τουλάχιστον για την ώρα. Είναι πολύ μισητή η κυβέρνηση Σαμαρά –
Βενιζέλου – Κουβέλη για το μισό και πλέον πληθυσμό της Ελλάδας για να την
ψηφίσει κι από πάνω.
Έτσι κι αλλιώς όμως δεν βρισκόμαστε σε προεκλογική περίοδο
για να είναι δυνατόν να κάνει κάποιος σχετικά αξιόπιστες εκτιμήσεις – και όσο
δεν αναπτύσσεται ένα ισχυρό κίνημα ανατροπής, οι κυβερνητικοί εταίροι δεν είναι
τρελοί να προκηρύξουν μόνοι τους εκλογές και να εισπράξουν τις πολιτικές
επιπτώσεις των επαίσχυντων πεπραγμένων τους.
από τα «Επίκαιρα» μέσω «Βαθύ Κόκκινο»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου