Γράφει ο Ανδρέας Σταλίδης.
Η οπτική γωνία με την οποία ήρθε στο
προσκήνιο το νομοσχέδιο περί τεκνοθεσίας των ομόφυλων ζευγαριών, και με
την οποία το υποδέχτηκε πλήθος φορέων και προσωπικοτήτων, είναι
ενδεικτική της ιεράρχησης προτεραιοτήτων των ανωτέρω: το ενδιαφέρον για
το δικαίωμα τεκνοθεσίας των ομόφυλων ζευγαριών είναι μακράν υπέρτερο από
το ενδιαφέρον για τα ορφανά παιδιά. Το ζήτημα τίθεται στον δημόσιο
διάλογο και στο Κοινοβούλιο για ψήφιση, σχεδόν αποκλειστικά ως ζήτημα
δικαιωμάτων των πολιτών.
Πολύ λογικότερο θα ήταν να ετίθετο το
ζήτημα αυτό σε άλλον άξονα: με κριτική
σκέψη για τον μηχανισμό έγκρισης
τεκνοθεσίας, την αυστηρότητα κριτηρίων, τον χρόνο αποδοχής, τα
στατιστικά παιδιών σε ιδρύματα και αιτήσεων ετερόφυλων ζευγαριών, την
παρακολούθηση των παιδιών αυτών μετά την υϊοθεσία τους κοκ. Κανείς δεν
μιλάει για όλα αυτά δυστυχώς.
Τώρα, επειδή γνωρίζουμε τις
υπερβάλλουσες ευαισθησίες περί πολιτικής ορθότητας στην εποχής μας,
δύναται να συναχθεί το συμπέρασμα ότι εφόσον ψηφιστεί ο νόμος, οι
αιτήσεις τεκνοθεσίας από ομόφυλα ζευγάρια θα συνοδεύονται από χαλάρωση
των κριτηρίων και αυξημένη ταχύτητα διεκπεραίωσης μόνο και μόνο υπό τον
φόβο κατηγοριών για διακρίσεις.
Διάβασα την πρόσφατη ανακοίνωση 55 Ελλήνων ψυχολόγων, το πόρισμα
της Αμερικανικής Ακαδημίας Παιδιατρικής του 2011, στο οποίο
παραπέμπουν, και μέρος της σχετικής βιβλιογραφίας. Οι δεκάδες έρευνες
αυτές συμπεραίνουν ότι στα παιδιά που μεγαλώνουν από ομόφυλα ζευγάρια
δεν υφίστανται μετρήσιμες επιπτώσεις σε σχέση με την αυτοεκτίμηση, το
άγχος, την κατάθλιψη και τα προβλήματα συμπεριφοράς. Ταυτόχρονα
διαπιστώνουν ότι οι παράγοντες για την υγιή προσαρμογή των παιδιών και
εφήβων είναι ανεξάρτητοι των φύλων των γονέων και σχετίζονται με την
ποιότητα σχέσεων μεταξύ τους και με το παιδί, καθώς και την οικονομική
τους ευχέρεια.
Βρίσκω στις έρευνες τα εξής μεθοδολογικά προβλήματα:
1) είναι πολύ πρόσφατες, άρα με αδυναμία εξέτασης του φαινομένου σε βάθος χρόνου,
2) οι περισσότερες έγιναν από επιστήμονες ενταγμένους στο κίνημα των ομοφυλοφίλων,
3) παραβλέπουν ή υποτονίζουν την πολυπλοκότητα του ζητήματος,
4) βασίζονται εν πολλοίς σε απαντήσεις ερωτηματολογίων από τους ιδίους τους ομοφυλόφιλους,
5) οι στατιστικές συσχετίσεις δεν είναι
πολύ ισχυρές, κάτι που συμβαίνει συχνά άλλωστε στις περισσότερες έρευνες
ανθρωπιστικών σπουδών,
6) διεξήχθησαν όλες στις ΗΠΑ με
διαφορετικές κοινωνικές νόρμες και αρχικές συνθήκες από την Ελλάδα (πχ
προϋπήρχαν πολλά παιδιά τέτοιων περιπτώσεων, άρα ήταν ομαλότερη η ένταξή
τους στα σχολεία και στον στενό οικογενειακό περίγυρο κατά την εφαρμογή
του αντίστοιχου νόμου), και
7) δεν απαντούν στο κυρίως ερώτημα, αλλά σε δευτερεύοντα ερωτήματα, με μελέτη επιπτώσεων σε περιορισμένο εύρος ηλικίας.
Λόγω χώρου, θα εμβαθύνω μόνο στο
τελευταίο. Το κυρίως ερώτημα είναι το εξής: πόσο επηρεάζει η απουσία
προτύπου του ενός φύλου και οι επιπτώσεις της, στη δημιουργία σχέσεων με
το άλλο φύλο κατά την ενήλικη ζωή; ειδικά μάλσιτα σε μία εποχή που
οντολογικά οι σχέσεις των ανθρώπων έχουν εξελιχθεί με όρους «σούπερ-μάρκετ», όπως προβλέπεται για παράδειγμα από το «σύμφωνο συμβίωσης».
Γνωρίζοντας ότι η σχηματική παράθεση δύο
ακραίων περιπτώσεων αγνοεί το σύμπαν της ενδιάμεσης πραγματικότητας του
γκρίζου, θα συμπληρώσω το ερώτημα με τις ακόλουθες σκέψεις:
Ακόμη και μία άψογη σχέση δύο
ομοφυλοφίλων, μεταξύ τους και ως προς το παιδί, δεν μπορεί να
συγκροτήσει αρκετά στοιχεία «επένδυσης», πάνω στο οποίο να χτίσει μία
μακροπρόθεσμη σχέση του παιδιού στο μέλλον με το άλλο φύλο. Το
καθημερινό βίωμα όλης της ανήλικης ζωής του παιδιού θα περιτρυγιρίζεται
από τα θετικά και αρνητικά, τα οποία ενυπάρχουν σε όλους μας, μόνο του
ενός φύλου. Αυτό το έλλειμμα δεν θα φανεί στο σχολείο ή στην εφηβεία,
δηλαδή στην ηλικία εστίασης των ερευνών, αλλά πολύ αργότερα στη ζωή
τους. Αυτή η περίοδος δεν έχει μελετηθεί, και δεν είναι δυνατόν άλλωστε
λόγω αντικειμενικών δυσκολιών.
Στο άλλο άκρο: ακόμη και ένα πολύ κακό
κλίμα σχέσεων μεταξύ ετεροφυλόφιλων γονέων, είναι δυνατόν εκ του
αντιθέτου να αφήσει θετικά παραδείγματα, έστω και προς αποφυγή.
Άρα λοιπόν, όσο θα υπάρχει θα ένα
ετερόφυλο ζευγάρι που αναζητά τεκνοθεσία, η επιλογή θα είναι πιθανώς
προτιμότερη από ένα ομόφυλο ceteris paribus.
Στη σημείο αυτό, ας θυμηθούμε τις θέσεις της Εκκλησίας για τον γάμο, όπως τις περιγράφει σε ομιλίες του ο Μητροπολίτης Μεσογαίας Νικόλαος. Ο γάμος είναι «εργαστήριο Αγιότητας»,
ένα Μυστήριο ένωσης δύο ανθρώπων με σκοπό τη δημιουργία της ζωής. Η
ένωση έχει νόημα όταν αφορά σε συμπληρωματικές οντότητες, όχι ίδιες. Η
συμπληρωματικότητα έχει τρεις άξονες: ανατομία, φυσιολογία και βιολογία.
Η ανατομική είναι προφανής. Η
συμπληρωματικότητα της φυσιολογίας έγκειται στο ότι το αναπαραγωγικό
σύστημα διαφέρει από όλα τα υπόλοιπα ανθρώπινα συστήματα (πχ, πεπτικό,
αναπνευστικό, νευρικό, καρδιακό κοκ) σε τρία καίρια σημεία. Πρώτον, δεν
είναι ίδιο σε άνδρες και γυναίκες. Δεύτερον δεν ολοκληρώνεται
υπηρετώντας το ίδιο το σώμα, αλλά προϋποθέτει την ύπαρξη δεύτερου
ανθρώπου συμπληρωματικής ανατομίας, ώστε να ολοκληρωθεί. Και τρίτον, δεν
είναι αντανακλαστικό, δηλαδή αυτόματο. Ενώ δεν μπορούμε να διακόψουμε,
λόγου χάριν τη νεφρική λειτουργία, η αναπαραγωγική υπόκειται στον έλεγχό
μας. Η συμπληρωματικότητα της βιολογίας έγκειτα στο ότι τα ωάρια και
σπερματοζωάρια έχουν απλοειδές γονιδίωμα και όχι διπλοειδές, αντίθετα με
τα υπόλοιπα κύτταρα. Όταν το ένα βρίσκει και συμπληρώνει το άλλο,
γεννιέται η ζωή. Σ’ αυτό αποσκοπεί η ευλογία της Εκκλησίας. Κανείς δεν
μπόρεσε ποτέ με άλλο τρόπο να γεννήσει ζωή. Πώς λοιπόν να δεχθεί η
Εκκλησία εναλλακτικό «γάμο» ή εναλλακτικό τύπο οικογένειας;
Θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει αυτές
τις απόψεις ως συντηρητικές. Έστω, διότι εκφράζουν μία προαιώνια
παγκόσμια πολιτισμική σταθερά. Από την άλλη πλευρά, η σπουδή να
ανατραπεί αυτή η σταθερά, δεν θα μπορούσε άραγε να χαρακτηριστεί
«κοινωνικά νεοφιλελεύθερη»; Είναι σαφές ότι πρόκειται για μία ακόμα
ραψωδία «φωταδισμού» της κυβέρνησης, ένα δείγμα υπεραναπλήρωσης «προοδευτικότητας» (Εστία 10.10.17), προστιθέμενο στα προηγούμενα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου