Δευτέρα 6 Αυγούστου 2018

O Ερντογάν ρισκάρει τη ρήξη με τις ΗΠΑ – Σε ομηρία από τη Ρωσία



του Κώστα Ράπτη

Λίγες εβδομάδες μετά την εκλογική επικύρωση της πολιτικής μονοκρατορίας του, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν βρίσκεται αντιμέτωπος με μια εξαιρετικά δύσκολη συνθήκη, όπου όλα τα μέτωπα είναι ανοιχτά, ενώ κρίνεται η ικανότητά του να βρει μια δύσκολη ισορροπία ανάμεσα σε διαφορετικές και αντιφατικές προτεραιότητες.

Η πόλωση με τις ΗΠΑ

Τις μέρες γύρω από τη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ ο Ερντογάν έδειχνε να βρίσκει έναν δρόμο συνεννόησης με τον Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος και επικαλέστηκε την Τουρκία ως θετικό παράδειγμα σε σχέση με τη συνεισφορά στις αμυντικές δαπάνες του ΝΑΤΟ. Παράλληλα, η αμερικανική κυβέρνηση είχε
αποκρούσει τις προτάσεις να ακυρωθεί η συμφωνία πώλησης των μαχητικών F-35. Ωστόσο, μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα η ρητορική της τουρκο-αμερικανικής σύγκρουσης αναζωπυρώθηκε.
Αιτία αποτέλεσε η συνεχιζόμενη κράτηση του συλληφθέντος το 2016 με κατηγορίες κατασκοπίας και τρομοκρατίας Αμερικανού πάστορα Άντριου Μπράνσον, καθώς η αμερικανική κυβέρνηση δεν φάνηκε να ικανοποιείται με τη μετατροπή της προφυλάκισής του σε κατ’ οίκον περιορισμό στη Σμύρνη. Αποτέλεσμα ήταν αρχικά ένα οργισμένο tweet του Αμερικανού προέδρου, που απειλούσε με «μεγάλες κυρώσεις”, αλλά και ανάλογες δηλώσεις του αντιπροέδρου των ΗΠΑ, Μάικ Πενς, που υπογράμμισε: «Απελευθερώστε τώρα τον πάστορα Μπράνσον ή ετοιμαστείτε να αντιμετωπίσετε τις συνέπειες”.
Η ένταση αυτή συνέπεσε με τη διακομματική προσπάθεια στο Κογκρέσο να μπλοκαριστεί η πώληση των F-35 στην Τουρκία, τόσο για τη συνεχιζόμενη κράτηση του πάστορα Μπράνσον όσο και εξαιτίας της επιμονής της τουρκικής κυβέρνησης να προμηθευτεί ρωσικές συστοιχίες S-400.
Το αποκορύφωμα ήρθε την 1η Αυγούστου, με την ανακοίνωση του Αμερικανού υπουργού Οικονομικών, Στίβεν Μνιούσιν, ότι επιβάλλονται κυρώσεις στον Τούρκο υπουργό Δικαιοσύνης, Αμπντουλχαμίτ Γκιουλ, και τον υπουργό Εσωτερικών, Σουλεϊμάν Σοϊλού, για τις ευθύνες τους στη συνεχιζόμενη κράτηση του Μπράνσον. Πρόκειται το δίχως άλλο για κίνηση πρωτοφανή, εάν σκεφτούμε ότι αφορά χώρα-μέλος του ΝΑΤΟ.

Η επίσκεψη Σκαπαρότι

Από την πλευρά του, ο Ερντογάν επέμεινε ότι οι ΗΠΑ δεν μπορούν να υποχρεώσουν την Τουρκία να υποχωρήσει μέσω κυρώσεων. Η τουρκική κυβέρνηση επιμένει να συσχετίζει την υπόθεση Μπράνσον με το δίκτυο Γκιουλέν και να προτείνει την ανταλλαγή ανάμεσα στον εγκατεστημένο στην Πενσιλβάνια Τούρκο κληρικό και τον Αμερικανό πάστορα.
Την ίδια στιγμή, παραδόξως, ο υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ, Τζιμ Μάτις, διαβεβαίωνε ότι η διμερής αμυντική συνεργασία συνεχίζεται, παραπέμποντας και στις κοινές περιπολίες στη συριακή πόλη Μανμπίζ.
Είναι, πάντως, χαρακτηριστικό ότι και ο ανώτατος στρατιωτικός διοικητής του ΝΑΤΟ, στρατηγός Σκαπαρότι, ο οποίος μετέβη στη γείτονα για συνομιλίες σχετικά με τον «οδικό χάρτη” τουρκο-αμερικανικής σύμπραξης στη βόρεια Συρία, ενέταξε στο πρόγραμμά του επίσκεψη στον υπό περιορισμό πάστορα Μπράνσον.
Γίνεται σαφές ότι, πέραν της παγιωμένης τουρκικής πεποίθησης περί αμερικανικής ανάμειξης στο πραξικόπημα του 2016, η βασική αιτία σύγκρουσης αφορά τις διαφορετικές στρατηγικές προτεραιότητες στη Συρία και, κυρίως, την αμερικανική συνεργασία με τις κουρδικές δυνάμεις.

Οι BRICS θα γίνουν BRICST;

Η παρουσία του Ταγίπ Ερντογάν στη σύνοδο των BRICS στο Γιοχάνεσμπουργκ της Νοτίου Αφρικής, ως επίτιμου προσκεκλημένου, ήρθε να επιβεβαιώσει την προσπάθεια συνολικού αναπροσανατολισμού της Τουρκίας.
Ο Τούρκος πρόεδρος διατύπωσε, μάλιστα, και ρητά την επιθυμία της χώρας του να γίνει μόνιμο μέλος αυτού του φόρουμ, ώστε πλέον αντί για BRICS να μιλάμε για BRICST.
Στον βαθμό που έχουν εξανεμιστεί οι πιθανότητες ένταξης της Τουρκίας στην Ε.Ε., έστω και εάν η σημασία της ευρωτουρκικής συμφωνίας για το προσφυγικό επιβάλλει να διατηρείται τυπικά ανοιχτή η ενταξιακή διαδικασία, η προσπάθεια διαμόρφωσης ενός εναλλακτικού πόλου οικονομικών σχέσεων φαντάζει θελκτική για τη γείτονα.
Η Τουρκία ενδιαφέρεται για την οικονομική διάσταση του θέματος, στον βαθμό που η όλη διεργασία σχετίζεται με την κινεζική στρατηγική «μία ζώνη, ένας δρόμος” και τις επενδύσεις που τη συνοδεύουν, αλλά και για την ευρύτερη προσπάθεια ο «Παγκόσμιος Νότος” να διεκδικήσει αποφασιστικότερο ρόλο στο διεθνές οικονομικό και γεωστρατηγικό γίγνεσθαι – στοιχείο που εξαρχής ενσαρκώνει το ίδιο το εγχείρημα των BRICS.
Ταυτόχρονα, όπως έγινε φανερό και στη Σύνοδο του Γιοχάνεσμπουργκ, ο συνδυασμός της ρωσοκινεζικής συνεργασίας και της παρουσίας τριών ηγετικών περιφερειακών δυνάμεων, όπως η Βραζιλία, η Ινδία και η Νότιος Αφρική, αποτυπώνει μια γενικότερη επιθυμία διαμόρφωσης ενός εναλλακτικού σημείου αναφοράς στο διεθνές σύστημα.
Για την τουρκική κυβέρνηση αυτό εξυπηρετεί και τακτικούς υπολογισμούς. Με ανοιχτό το μέτωπο της εξεύρεσης μιας νέας ισορροπίας με τις ΗΠΑ, η χώρα του Ερντογάν αναζητά με κάθε τρόπο εναλλακτικές συμμαχίες που να αξιοποιούνται διαπραγματευτικά και να εξυπηρετούν το αφήγημα για μια Τουρκία που έχει αναδειχθεί σε διεθνώς υπολογίσιμη δύναμη.
Ωστόσο, τα σχέδια της τουρκικής κυβέρνησης να προστεθεί το «Τ” στις BRICS δενπρόκειται να ευοδωθούν τόσο εύκολα.
Οι πέντε ιδρυτικές δυνάμεις έχουν μεν κάνει σαφές ότι τους ενδιαφέρει η διεύρυνση του εγχειρήματος με άλλες σημαντικές περιφερειακές δυνάμεις και θεωρούν χώρες όπως την Ινδονησία, την Αίγυπτο, την Αργεντινή και την Τουρκία ως τους φυσικούς συμμάχους τους, εντούτοις προτιμούν να μην επιταχύνουν τη διεύρυνση για να αποφύγουν τον κίνδυνο παράλυσης των διαδικασιών απόφασης. Αυτό, πάντως, δεν αναιρεί τη διαμόρφωση συνθηκών μόνιμης συνεργασίας και μέσα από εγχειρήματα όπως η Αναπτυξιακή Τράπεζα των BRICS.

Ίντλιμπ: Η μητέρα όλων των μαχών

Πέραν των μεσοπρόθεσμων σχεδιασμών της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, υπάρχουν και τα άμεσα ερωτήματα που αφορούν το ανοιχτό διακύβευμα της συριακής κρίσης.
Στη Συρία η βασική αλλαγή ως προς τον συσχετισμό ήταν οι σημαντικές επιτυχίες των κυβερνητικών δυνάμεων στην ανατολική Γκούτα, στην ανατολική Καλαμούν, στη Χομς, στο μεγαλύτερο μέρος της Ντάραα (κοντά στα σύνορα με την Ιορδανία) και στην Κουνέιτρα (απέναντι από τα υψίπεδα του Γκολάν). Ουσιαστικά, οι κυβερνητικές δυνάμεις με τη ρωσική υποστήριξη κατάφεραν να κατισχύσουν στα περισσότερα ανοιχτά μέτωπα στα νότια της Συρίας, και μάλιστα με ταχύτερους ρυθμούς από το αναμενόμενο.
Οι νίκες αυτές εκτιμάται ότι είχαν ένα γενικότερο αποτέλεσμα υποχώρησης του ηθικού στις διάφορες ένοπλες ισλαμιστικές ομάδες που αντιμάχονται την κυβέρνηση Άσαντ.
Όλα αυτά αναδεικνύουν σε κεντρικό ζήτημα την κατάσταση στην Ίντλιμπ. Η συγκεκριμένη περιοχή, στα βορειοδυτικά της Τουρκίας, είναι πλέον η σημαντικότερη από τις «ζώνες αποκλιμάκωσης” που είχαν διαμορφωθεί στη βάση της συμφωνίας της Αστάνα που είχαν συνυπογράψει η Τουρκία, η Ρωσία και το Ιράν τον Μάιο του 2017. Σε αυτές τις ζώνες κατευθύνονταν οι περισσότερες ένοπλες ισλαμιστικές δυνάμεις, έχοντας μια μερική εγγύηση ότι εκεί δεν θα πληγούν.
Η περιοχή της Ίντλιμπ έχει περίπου 2,5 εκατομμύρια κατοίκους, ενώ υπολογίζεται ότι φιλοξενεί περίπου 50.000 ενόπλους, αρκετοί από τους οποίους είναι Τούρκοι, Τσετσένοι, Ουζμπέκοι ή προερχόμενοι από τις χώρες του Περσικού Κόλπου.
Όλες οι ενδείξεις είναι ότι οι συριακές κυβερνητικές δυνάμεις ετοιμάζονται για μια μεγάλη επίθεση, μόλις μπορέσουν να έχουν την απαραίτητη συγκέντρωση δυνάμεων. Ωστόσο, η Τουρκία διεκδικεί να έχει αυτή την ευθύνη στην περιοχή, καθώς, με βάση και τη συμφωνία της Αστάνα, έχει εγκαταστήσει μονάδες παρατήρησης. Επιπλέον, η Άγκυρα υποστηρίζει ότι τυχόν κλιμάκωση των επιθέσεων των κυβερνητικών δυνάμεων θα οδηγήσει σε μεγάλες συγκρούσεις και πιθανώς σε νέο κύμα προσφύγων. Άλλωστε, ορισμένες από τις εκεί ένοπλες ομάδες είχαν στο κοντινό παρελθόν σαφή τουρκική στήριξη.
Δεν είναι λίγοι εκείνοι που επισημαίνουν ότι βασική μέριμνα της Άγκυρας είναι το ενδεχόμενο η επέμβαση των συριακών δυνάμεων να στερήσει από την Τουρκία την πολιτικοστρατιωτική παρουσία εντός του συριακού εδάφους που κατοχύρωσε το τελευταίο διάστημα, αποβλέποντας σε διαπραγματευτικά χαρτιά για την «επόμενη μέρα” και στην αποτροπή της ανάδυσης μιας νέας οιονεί κουρδικής κρατικής οντότητας κοντά στα σύνορα με την Τουρκία. (Ήδη η Δαμασκός απαιτεί την αποχώρηση των τουρκικών δυνάμεων από το Αφρίν.) Εξού και ο Τούρκος πρόεδρος πρόσφατα προειδοποίησε ότι τυχόν επίθεση στην Ίντλιμπ θα σημάνει «πλήρη καταστροφή της συμφωνίας της Αστάνα”.
Από την άλλη, τόσο οι δυνάμεις του Άσαντ όσο και η Ρωσία δεν θέλουν να χάσουν την ευκαιρία να ξεμπερδεύουν με τους αντάρτες και να κατοχυρώσουν τον έλεγχο του μεγαλύτερου μέρους της συριακής επικράτειας, όπως ήταν εξαρχής ο κεντρικός τους σχεδιασμός. Επιπλέον, ειδικά η Ρωσία θα ήθελε να απαλλαγεί και από το πρόβλημα που δημιουργούν οι συχνές απογειώσεις από την Ίντλιμπ μη επανδρωμένων αεροσκαφών με στόχο ρωσικές θέσεις.

Κουρδική μεταστροφή

Η τουρκική στάση μπορεί εν μέρει να εξηγηθεί και από τον φόβο της επαναπροσέγγισηςΚούρδων και Δαμασκού. Οι πρόσφατες πληροφορίες για συναντήσεις εκπροσώπων των αυτονομημένων κουρδικών καντονιών με εκπροσώπους της κεντρικής κυβέρνησης αναζωπύρωσαν αυτούς τους φόβους, ιδίως από τη στιγμή που και οι ΗΠΑ δείχνουν να εξετάζουν το ενδεχόμενο σταδιακής απεμπλοκής από τη συριακή κρίση.
Σε αυτή την περίπτωση, εύλογο είναι οι Κούρδοι να επιδιώξουν επαναπροσέγγιση με τη συριακή κυβέρνηση και με τη Ρωσία, ώστε μην απολέσουν στην «επόμενη μέρα” όσα έχουν κερδίσει. Από τη μεριά της, η Μόσχα έχει κάνει σαφές ότι υπεραμύνεται της κρατικής ακεραιότητας της Συρίας, όμως εντός αυτής μπορεί να δει και μορφές αυτονομίας για τους Κούρδους.
Μια τέτοια μεταστροφή, όμως, θα σημαίνει πίεση προς την Άγκυρα, μια που θα τεθεί το θέμα της αποχώρησής της από την Αφρίν, σε συνδυασμό με την επαναδιατύπωση του κουρδικού ζητήματος.

Ρωσοτουρκικός γρίφος

Οι σχέσεις με τη Μόσχα καθίστανται πλέον μια δύσκολη ακροβασία για την τουρκική πλευρά.
Από τη μια οι εξελίξεις στο ίδιο το συριακό μέτωπο φέρνουν τις δύο χώρες σε απόκλιση, καθώς είναι σαφές ότι με τον έναν ή τον άλλο τρόπο η Ρωσία δεν έχει λόγο να ανακόψει τη συνολική κατίσχυση των συριακών δυνάμεων, που θα άνοιγε τον δρόμο για την πολιτική λύση, άρα και τη ρωσική απεμπλοκή από την περιοχή.
Από την άλλη, η Τουρκία χρειάζεται περισσότερο παρά ποτέ την υποστήριξη της Ρωσίας. Αν, μάλιστα, ισχύει ότι οι ΗΠΑ προετοιμάζονται για συνολικότερη απεμπλοκή από την περιοχή, τότε η υποστήριξη αυτή είναι ακόμα πιο αναγκαία, καθώς η Άγκυρα δεν θα μπορεί πλέον να εκμεταλλεύεται την αμερικανορωσική αντιπαράθεση προς όφελός της.
Είναι γεγονός ότι μέχρι στιγμής η Ρωσία έχει κινηθεί στην περιοχή περισσότερο ως ένας power broker με ορίζοντα τη συνολική επίλυση παρά ως απλό στήριγμα του καθεστώτος Άσαντ ή ως εγγυήτρια της ιρανικής παρουσίας. Λ.χ., το πώς διαπραγματεύτηκε την παροχή εγγυήσεων προς το Ισραήλ ότι δεν θα βρεθεί αντιμέτωπο με πρόσθετους κινδύνους την επόμενη μέρα είναι ενδεικτικό.
Επιπλέον, η Ρωσία αποδίδει μεγάλη σημασία στις οικονομικές σχέσεις με την Τουρκία και στην κατοχύρωση σημαντικής οικονομικής επιχειρηματικής παρουσίας, ιδίως στον τομέα της ενέργειας.
Κατά συνέπεια, η Τουρκία γνωρίζει ότι μπορεί να εξασφαλίσει τη ρωσική κατανόηση, τουλάχιστον ως προς πλευρές του «υπαρξιακού άγχους” που γεννά το κουρδικό ζήτημα, αλλά όχι ως προς το σύνολο των απαιτήσεών της. Θα μπορέσει ίσως να λάβει εγγυήσεις ότι δεν θα προκύψει πρόπλασμα κουρδικού κράτους, αλλά δεν θα μπορέσει μεσοπρόθεσμα να διατηρήσει στρατιωτική παρουσία στο συριακό έδαφος, ούτε να αποτρέψει κάποια, έστω και περιορισμένη, εκδοχή αυτονομίας για τους Κούρδους. Κοντολογίς: ένας συμβιβασμός τον οποίο θα χρειαστεί να προσπαθήσει για να τον παρουσιάσει ως αξιοπρεπή, εάν αναλογιστούμε τις τεράστιες αρχικές φιλοδοξίες της εμπλοκής της στη συριακή περιπέτεια.
από το «http://www.capital.gr/»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου