Παρασκευή 3 Μαρτίου 2017

Γαλλία: άλλη μία αποκρουστική προεδρική εκστρατεία


Σαν να μην ήταν αρκετά φρικαλέα η προεδρική καμπάνια στις ΗΠΑ , έρχεται άλλη μία: στη Γαλλία.
Της Diana Johnstone από το kommon.gr
Το σύστημα στη Γαλλία είναι πολύ διαφορετικό, με δύο γύρους και  πολλούς υποψηφίους,  οι περισσότεροι εκ των οποίων είναι εύγλωττοι και συχνά συζητούν πραγματικά προβλήματα. Ο δωρεάν χρόνος στην τηλεόραση μειώνει την επιρροή του μεγάλου χρήματος. Στον  πρώτο γύρο, της 23ης Απριλίου, θα επιλεγούν οι δύο επικρατέστεροι υποψήφιοι για τον δεύτερο γύρο της 7ης Μαΐου, οπότε θα εκλεγεί ο πρόεδρος, συνεπώς υπάρχουν περισσότερες δυνατότητες επιλογής από ό,τι στις ΗΠΑ.
Αλλά η κυρίαρχη πολιτική τάξη θέλει να μιμείται τους τρόπους της
αυτοκρατορίας, επαναλαμβάνοντας ακόμη και το θέμα που κυριάρχησε στο εκλογικό σόου του 2016 στην απέναντι πλευρά του Ατλαντικού:  οι διαβολικοί Ρώσοι κάνουν μαντάρα τη θαυμάσια δημοκρατία μας.
Η μίμηση του αμερικανικού συστήματος άρχισε με τις «προκριματικές» επιλογές υποψηφίων προέδρων που διεξήγαγαν τα δύο μεγάλα κόμματα, τα οποία φιλοδοξούν να παρουσιαστούν ως τα ισοδύναμα των Αμερικανών Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικανών, σε ένα δικομματικό σύστημα. Το δεξιό κόμμα του πρώην προέδρου Νικολά Σαρκοζί ήδη μετονομάστηκε σε Les Républicains (Ρεπουμπλικάνοι) και οι ηγέτες του αποκαλούμενου Σοσιαλιστικού Κόμματος περιμένουν απλώς την κατάλληλη ευκαιρία για να μετονομαστούν σεLes Démocrates (Δημοκρατικοί). Αλλά όπως εξελίσσονται τα πράγματα, κανείς από αυτούς δεν μπορεί να το υποστηρίξει τούτη τη στιγμή.
Με δεδομένη τη σχεδόν καθολική αποξένωση από την απερχόμενη κυβέρνηση του Σοσιαλιστικού Κόμματος του προέδρου Φρανσουά Ολάντ, οι Ρεπουμπλικάνοι θεωρούνταν εδώ και καιρό εκείνοι που μπορούν να κερδίσουν τη Μαρίν Λεπέν, η οποία προηγείται, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, στον πρώτο γύρο.
Με αυτές τις πολλά υποσχόμενες προοπτικές, οι προκριματικές των Ρεπουμπλικανών προσέλκυσαν υπερδιπλάσιους εθελοντές ψηφοφόρους (έπρεπε να πληρώσουν ένα μικρό ποσό και να δηλώσουν αφοσίωση στις «αξίες» του κόμματος, προκειμένου να ψηφίσουν υπέρ ενός υποψηφίου) από ό,τι οι Σοσιαλιστές.  Ο Σαρκοζί σαρώθηκε, αλλά τη μεγαλύτερη έκπληξη αποτέλεσε η αποτυχία του Αλέν Ζιπέ, δημάρχου του Μπορντό,  που ήταν ο ευνοούμενος, ο αξιόπιστος ομαδικός παίκτης του κατεστημένου και κυριαρχούσε στις δημοσκοπήσεις και στα  ΜΜΕ.

Οι οικογενειακές αξίες των Φιγιόν
Με μια εκπληκτική επίδειξη της δημόσιας απογοήτευσης για την πολιτική σκηνή, οι ρεπουμπλικάνοι ψηφοφόροι έδωσαν συντριπτική νίκη στον πρώην πρωθυπουργό Φρανσουά Φιγιόν, έναν αφοσιωμένο καθολικό, οπαδό της ακραίας νεοφιλελεύθερης πολιτικής που υποστηρίζει  μείωση των φόρων για τις επιχειρήσεις, δραστικές περικοπές στην κοινωνική πρόνοια, ακόμη και στην ασφάλιση υγείας – ένα πρόγραμμα σχεδιασμένο να επιταχύνει αυτό που έκαναν και οι  άλλες κυβερνήσεις, αλλά πιο ανοιχτά. Λιγότερο συμβατικά, ο Φιγιόν καταδικάζει την τρέχουσα αντι-ρωσική πολιτική και παρεκκλίνει από την ανυποχώρητη δέσμευση της σοσιαλιστικής κυβέρνησης στην ανατροπή του Άσαντ, εκφράζοντας συμπόνια προς τους πολιορκημένους Σύρους χριστιανούς και την κυβέρνηση που τους προστατεύει, η οποία τυχαίνει να είναι η κυβέρνηση Άσαντ.
Ο Φιγιόν έχει την αξιοσέβαστη εμφάνιση ενός ατόμου που, όπως λένε οι Γάλλοι, δεν θα λάμβανε τη θεία κοινωνία αν πρώτα δεν εξομολογούνταν. Έκανε θέμα της καμπάνιας του ότι έχει την αρετή να εναντιωθεί στη διαφθορά.
Και αίφνης, στις 25 Ιανουαρίου, το ημισατιρικό, εβδομαδιαίο περιοδικό Le Canard Enchainé έριξε τις πρώτες βολές μιας εξελισσόμενης καμπάνιας των ΜΜΕ σχεδιασμένης να αποδομήσει την εικόνα του Κυρίου Καθαρά Χέρια, αποκαλύπτοντας ότι η Βρετανίδα σύζυγός του Πηνελόπη πληρωνόταν με μεγάλο μισθό εργαζόμενη ως βοηθός του. Καθώς ήταν γνωστό πως η Πηνελόπη έμενε στο σπίτι, μεγαλώνοντας τα παιδιά στην εξοχή, η ύπαρξη αυτής της επαγγελματικής απασχόλησης αμφισβητήθηκε σοβαρά. Ο Φιγιόν πλήρωσε επίσης στο γιο του μια δικηγορική αμοιβή για κάποια απροσδιόριστη παροχή υπηρεσίας και επίσης πλήρωσε την κόρη του για την υποτιθέμενη βοήθειά της στη συγγραφή ενός βιβλίου του. Με μια έννοια, θα έλεγε κανείς ότι αυτές οι κατηγορίες αποδεικνύουν τη δύναμη των οικογενειακών αξιών του συντηρητικού υποψηφίου…Αλλά τα νούμερά του στις δημοσκοπήσεις έπεσαν και πιθανώς θα αντιμετωπίσει ποινικές κατηγορίες για απάτη.
Το σκάνδαλο είναι πραγματικό, αλλά η χρονική στιγμή ύποπτη. Τα γεγονότα αυτά είναι πολύ παλιά και η στιγμή της αποκάλυψής τους καλά υπολογισμένη ώστε να εξασφαλίσει την ήττα του. Επιπλέον, την ίδια ημέρα των αποκαλύψεων του Canard, οι εισαγγελείς  άνοιξαν εσπευσμένα την έρευνα της υπόθεσης. Σε σύγκριση με όλες τις καλυμμένες βρομιές και τα αιματηρά εγκλήματα που έχουν διαπράξει εκείνοι που ελέγχουν το γαλλικό κράτος επί δεκαετίες, ιδίως στις περιόδους των πολέμων σε άλλες χώρες, το να πλουτίζει  κανείς την οικογένειά του μπορεί να φαίνεται λιγότερο σημαντικό. Όμως, ο κόσμος δεν το βλέπει έτσι.
Cuibono? (Ποιος ωφελείται;)
Πιστεύεται ευρέως ότι παρά το ότι η υποψήφια του Εθνικού Μετώπου, Μαρίν Λεπέν, προηγείται σταθερά στις δημοσκοπήσεις, όποιος έλθει δεύτερος θα επικρατήσει στον δεύτερο γύρο, επειδή η κατεστημένη πολιτική τάξη και τα ΜΜΕ θα συσπειρωθούν γύρω από το σύνθημα «σώστε τη Δημοκρατία». Ο φόβος για το Εθνικό Μέτωπο ως «απειλή για τη Δημοκρατία» έχει γίνει ένα είδος προστατευτικής ασπίδας  για τα κατεστημένα κόμματα, εφόσον στιγματίζει ως απαράδεκτο μεγάλο τμήμα της αντιπολίτευσης σ’ αυτά. Στο παρελθόν, και τα δύο βασικά κόμματα συνωμοτούσαν το καθένα κρυφά για να ενισχύσουν το Εθνικό Μέτωπο, προκειμένου να αποσπάσει ψήφους από τον αντίπαλό τους.
Έτσι, η καταστροφή του Φιγιόν αυξάνει τις πιθανότητες να βρεθεί τελικά  στη μαγική θέση του δεύτερου ο υποψήφιος του εντελώς απαξιωμένου Σοσιαλιστικού Κόμματος ως ο ιππότης που θα σκοτώσει το δράκο Λεπέν. Αλλά ποιος ακριβώς είναι ο υποψήφιος του Σοσιαλιστικού Κόμματος; Αυτό δεν είναι σαφές. Υπάρχει, βεβαίως,  ο επίσημος υποψήφιος Μπενουά Αμόν. Όμως, ο ανεξάρτητος υποψήφιος , που προωθείται από την κυβέρνηση Ολάντ, Εμανουέλ Μακρόν,  ο «ούτε δεξιός ούτε αριστερός», συγκεντρώνει την υποστήριξη της δεξιάς πτέρυγας του Σοσιαλιστικού Κόμματος, όπως επίσης του μεγαλύτερου μέρους της νεοφιλελεύθερης και υπέρ της παγκοσμιοποίησης ελίτ.
Ο Μακρόν προγραμματίζεται να είναι ο νικητής. Όμως, ας ρίξουμε πρώτα μια ματιά στους εξ αριστερών αντιπάλους του. Ο Φρανσουά Ολάντ, με τους μονοψήφιους αριθμούς δημόσιας αποδοχής του, ενέδωσε εξαιρετικά απρόθυμα στις παρακλήσεις των συνεργατών του να αποφύγει τον εξευτελισμό της διεκδίκησης μιας δεύτερης θητείας και να συντριβεί εκλογικά. Οι μικρής συμμετοχής προκριματικές εκλογές στο Σοσιαλιστικό Κόμμα  για την ανάδειξη υποψηφίου προέδρου αναμενόταν να οδηγήσουν στην επιλογή του φανατικού φιλο-ισραηλινού πρώην πρωθυπουργού Μανουέλ Βαλς. Και αν όχι αυτού, του  εξ αριστερών του Αρνό Μοντεμπούρ, μιας προσωπικότητας τύπου Γουόρεν Μπίτι της γαλλικής πολιτικής, γνωστού για τους ρομαντικούς δεσμούς του και τη θέση του για την επανεκβιομηχάνιση της Γαλλίας.
Όμως, και πάλι παραμόνευε μια έκπληξη. Αυτός που επικράτησε ήταν ένα άχρωμο, ελάχιστα γνωστό κομματικό στέλεχος που καβάλησε το κύμα της λαϊκής δυσαρέσκειας  για να εμφανιστεί ως αριστερός επικριτής και ως η εναλλακτική λύση σε μια κυβέρνηση Σοσιαλιστών που ξεπούλησε όλες τις υποσχέσεις του Ολάντ να καταπολεμήσει το «χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο» και αντ’ αυτού επιτέθηκε στα δικαιώματα της εργατικής τάξης. Ο Αμόν καρύκευσε τον ισχυρισμό του ότι είναι «αριστερότερος» με την παρουσίαση ενός τεχνάσματος που είναι της μόδας παντού στην Ευρώπη, αλλά κάτι καινούργιο στη γαλλική πολιτική συζήτηση: το «καθολικό βασικό εισόδημα».
Η ιδέα να παίρνει κάθε πολίτης ένα ίδιο ποσό επιδόματος   μπορεί να είναι ελκυστική για τους νέους που δυσκολεύονται να βρουν δουλειά. Όμως, αυτή η ιδέα, που προέρχεται από τον Μίλτον Φρίντμαν και άλλους αποστόλους του αχαλίνωτου καπιταλισμού, στην πραγματικότητα είναι μια παγίδα. Διότι θεωρεί δεδομένη τη μόνιμη ανεργία, σε αντίθεση με τα προγράμματα δημιουργίας θέσεων εργασίας ή μοιρασμένης εργασίας. Η χρηματοδότησή του θα αντικαθιστούσε μια ολόκληρη γκάμα υπαρχουσών κοινωνικών παροχών, στο όνομα της «απαλλαγής από τη γραφειοκρατία» και της «ελευθερίας της κατανάλωσης». Θα ολοκλήρωνε την αποδυνάμωση της εργατικής τάξης ως πολιτικής δύναμης, καταστρέφοντας το κοινό κοινωνικό «κεφάλαιο» που αντιπροσωπεύουν οι δημόσιες υπηρεσίες και διαιρώντας τις υποτελείς τάξεις σε εργάτες που πληρώνονται και αδρανείς καταναλωτές.
Δεν υπάρχουν σοβαρές πιθανότητες να γίνει το καθολικό εισόδημα σοβαρό θέμα της γαλλικής πολιτικής ατζέντας. Προς το παρόν, η αξίωση του Αμόν στο ριζοσπαστισμό χρησιμεύει στο να δελεάσει ψηφοφόρους του ανεξάρτητου υποψηφίου του Αριστερού Μετώπου Ζακ-Λικ Μελανσόν. Και οι δύο προσπαθούν να κερδίσουν την υποστήριξη των Πρασίνων και αγωνιστών του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος που έχει χάσει την ικανότητά του να προσδιορίζει τις θέσεις του.
Διαιρεμένη αριστερά
Ως εντυπωσιακός ρήτορας ο Μελανσόν αναδείχθηκε το 2005 με την ηγετική του παρουσία στο κίνημα κατά του ευρωσυντάγματος, που απορρίφθηκε αποφασιστικά στο σχετικό δημοψήφισμα από τον γαλλικό λαό, αλλά τελικά το υιοθέτησε η γαλλική Εθνοσυνέλευση, με άλλο όνομα. Όπως πολλοί αριστεροί στη Γαλλία, ο Μελανσόν είχε τροτσκιστικό υπόβαθρο (από τους Ποσαδιστές, που ήταν πιο φιλικοί προς τις επαναστάσεις του Τρίτου Κόσμου απ΄ ό,τι οι αντίπαλοί τους) πριν ενταχθεί στο Σοσιαλιστικό Κόμμα, το οποίο εγκατέλειψε  το 2008 για να ιδρύσει το Κόμμα της Αριστεράς.
Κατά καιρούς, προσέγγισε το παραπαίον  Κομμουνιστικό Κόμμα το οποίο κάλεσε να ενωθεί μαζί του στο Αριστερό Μέτωπο και έχει ανακηρυχθεί υποψήφιος για την προεδρία με ένα νέο ανεξάρτητο σχηματισμό που ονομάζεται  La France insoumise– «Ανυπότακτη Γαλλία» [το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα υποστηρίζει την υποψηφιότητα του Μελανσόν στις προεδρικές εκλογές]. Ο Μελανσόν  είναι μαχητικός απέναντι στα δουλικά ΜΜΕ της Γαλλίας, καθώς υπερασπίζεται ανορθόδοξες θέσεις, όπως η επιδοκιμασία των τσαβίστας και η απόρριψη της τρέχουσας ρωσοφοβικής εξωτερικής πολιτικής της Γαλλίας.  Σε αντίθεση με τον συμβατικό Αμόν, που ακολουθεί τη γραμμή του Σοσιαλιστικού Κόμματος, ο Μελανσόν θέλει να αποχωρήσει η Γαλλία από την Ευρωζώνη και το ΝΑΤΟ.
Μ’ αυτή τη γραμμή εμφανίζονται στη Γαλλία μόνο δύο ισχυρές προσωπικότητες: ο Μελανσόν, στην αριστερά, και η αντίπαλός του Λεπέν, στη δεξιά. Στο παρελθόν, η αντιπαλότητά τους στις τοπικές εκλογές στέρησε τη νίκη και στους δύο, αν και η Λεπέν προηγήθηκε. Οι θέσεις τους όσον αφορά την εξωτερική πολιτική δύσκολα διακρίνονται η μία από την άλλη: κριτική στην Ευρωπαϊκή Ένωση, επιθυμία για αποχώρηση από το ΝΑΤΟ, καλές σχέσεις με τη Ρωσία.
Εφόσον και οι δύο πολιτικοί αποκλίνουν από την κυρίαρχη γραμμή, και οι δύο καταγγέλλονται ως «λαϊκιστές» — ένας όρος που καταλήγει να υποδεικνύει οποιονδήποτε δίνει περισσότερη προσοχή σ’ αυτό που θέλουν οι απλοί άνθρωποι από ό,τι σ’ αυτό που υπαγορεύει το κατεστημένο.
Στην εσωτερική κοινωνική πολιτική, όσον αφορά τη διατήρηση του κοινωνικού κράτους και των εργατικών δικαιωμάτων, η Λεπέν είναι αρκετά πιο αριστερά από τον Φιγιόν. Όμως το στίγμα του Εθνικού Μετώπου ως «ακροδεξιάς» παραμένει, παρόλο που η Λεπέν, από κοινού  με τον στενό σύμβουλό της Φλοριάν Φιλιπό, αποκήρυξε τον πατέρα της , Ζαν-Μαρί Λεπέν, και προσάρμοσε την πολιτική του κόμματός της για να προσελκύει τους ψηφοφόρους της εργατικής τάξης. Το μόνο κατάλοιπο του παλιού Εθνικού Μετώπου είναι η εχθρότητα προς τους μετανάστες, που τώρα επικεντρώνεται στο φόβο της ισλαμικής τρομοκρατίας.
Οι επιθέσεις στο Παρίσι και στη Νίκαια έχουν καταστήσει πιο δημοφιλή αυτή τη θέση από ό,τι ήταν συνήθως. Επίσης, η Λεπέν, προσπαθώντας να ξεπεράσει τη φήμη του πατέρα της ως αντισημίτη, έχει δώσει τον καλύτερο εαυτό της για να προσεγγίσει την εβραϊκή κοινότητα, και σ’ αυτό τη βοηθά η απόρριψη του «ακραίου» Ισλάμ, που φτάνει μέχρι το σημείο να καλεί για την απαγόρευση να φορούν οι γυναίκες τη συνήθη μουσουλμανική μαντίλα στους δημόσιους χώρους.
Μια αναμέτρηση ανάμεσα στον Μελανσόν και τη Μαρίν Λεπέν θα ήταν μια πολιτική σύγκρουση ανάμεσα σε μια αναζωογονημένη αριστερά και μια αναζωογονημένη δεξιά, μια πραγματική αλλαγή από την πολιτική ορθοδοξία που έχει αποξενώσει μεγάλο μέρος των εκλογέων. Αυτό θα έκανε την πολιτική και πάλι συναρπαστική. Σε μια εποχή που η λαϊκή δυσαρέσκεια με το «σύστημα» αυξάνεται, υποδεικνύεται (από την αντισυμβατική μηνιαία έκδοση Le Causeur, της Ελιζαμπέτ Λεβί) ότι ο αντισυστημικός Μελανσόν θα μπορούσε να έχει μεγαλύτερες  πιθανότητες να αποσπάσει  την υποστήριξη της εργατικής τάξης από την αντισυστημική Λεπέν.

Κατασκευή συναίνεσης
Όμως, το νεοφιλελεύθερο κατεστημένο που τάσσεται υπέρ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ εργάζεται πυρετωδώς να εμποδίσει μια τέτοια εξέλιξη. Σε όλα τα εξώφυλλα περιοδικών και τις τηλεοπτικές συζητήσεις, τα ΜΜΕ δείχνουν την αφοσίωσή τους στον «Νέο! Βελτιωμένο!» υποψήφιο που πλασάρεται στο κοινό σαν καταναλωτικό προϊόν. Στις συγκεντρώσεις του, προσεκτικά δασκαλεμένοι νεαροί εθελοντές τοποθετούνται σε θέσεις που τους παίρνουν οι κάμερες χαιρετίζοντας κάθε γενικολογία του με άγριες ζητωκραυγές, ανεμίζοντας σημαίες και τραγουδώντας «ο Μακρόν πρόεδρος», πριν πάνε στο πάρτι που τους προσφέρεται ως ανταμοιβή.  Ο Μακρόν είναι το πιο κοντινό πράγμα σε ένα ρομπότ που έχει παρουσιαστεί ποτέ ως σοβαρός υποψήφιος πρόεδρος. Που σημαίνει ότι είναι ένα τεχνητό δημιούργημα των ειδικών προς εκτέλεση ενός συγκεκριμένου έργου.
Ο Εμανουέλ Μακρόν, ετών 39, ήταν ένας επιτυχημένος επενδυτικός τραπεζίτης που κέρδιζε εκατομμύρια δουλεύοντας στην τράπεζα των Ρότσιλντ. Πριν από δέκα χρόνια, στα 29 του, ο έξυπνος νεαρός οικονομολόγος προσκλήθηκε στη δημόσια δραστηριότητα από τον Ζακ Αταλί, σημαίνουσα προσωπικότητα που έπαιξε κεντρικό ρόλο, τη δεκαετία του 1980, στο να υιοθετήσει το Σοσιαλιστικό Κόμμα την καπιταλιστική  νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση. Ο Αταλί τον ενσωμάτωσε στο ιδιωτικό του θινκ τανκ, την Επιτροπή για την Οικονομική Μεγέθυνση, που βοήθησε να διαμορφωθούν «Οι 300 Προτάσεις για να Αλλάξει η Γαλλία», οι οποίες παρουσιάστηκαν στον πρόεδρο Σαρκοζί, έναν χρόνο αργότερα, ως το σχέδιο για την κυβέρνησή του. Ο Σαρκοζί δεν κατόρθωσε να τις θεσπίσει όλες φοβούμενος εργατικές εξεγέρσεις, αλλά οι υποτιθέμενα «αριστεροί» Σοσιαλιστές είναι πιο ικανοί να περνούν δραστικά αντεργατικά μέτρα, λόγω του πιο ήπιου λόγου τους.
Ο ήπιος λόγος εκφράστηκε από τον προεδρικό υποψήφιο Φρανσουά Ολάντ το 2012, όταν ξεσήκωσε τον ενθουσιασμό σε μια συγκέντρωση λέγοντας: «Ο πραγματικός εχθρός μου είναι ο κόσμος του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου». Η αριστερά ζητωκραύγασε και τον ψήφισε. Παράλληλα, ως μέτρο ασφαλείας, ο Ολάντ έστειλε μυστικά τον Μακρόν στο Λονδίνο για να διαβεβαιώσει τη χρηματοπιστωτική ελίτ του Σίτι ότι δεν ήταν παρά μια απλή προεκλογική ομιλία (https://www.theguardian.com/world/2016/apr/10/emmanuel-macron-france-president).
Μετά την εκλογή του, ο Ολάντ προσέλαβε τον Μακρόν στην ομάδα των συμβούλων του. Από εκεί του δόθηκε, το 2014, το καινούργιο υπερμοντέρνο και ηχηρό κυβερνητικό πόστο του υπουργού Οικονομίας, Βιομηχανίας και Ψηφιακών Θεμάτων. Με όλη την άνοστη γοητεία ενός μανεκέν πολυκαταστήματος, ο Μακρόν επισκίασε τον οξύθυμο συνάδελφό του , πρωθυπουργό Μανουέλ Βαλς,  στη σιωπηρή μάχη της διαδοχής του αφεντικού τους προέδρου Ολάντ. Ο Μακρόν κέρδισε την αγάπη των μεγάλων επιχειρήσεων κάνοντας τις αντεργατικές του μεταρρυθμίσεις να μοιάζουν σαν κάτι νέο, καθαρό και «προοδευτικό». Στην πραγματικότητα, ακολουθούσε πιστά την ατζέντα του Αταλί.
Το θέμα είναι η «ανταγωνιστικότητα». Σε έναν παγκοσμιοποιημένο κόσμο, μια χώρα πρέπει να προσελκύει επενδυτικά κεφάλαια προκειμένου να ανταγωνίζεται και γι’ αυτό είναι αναγκαίο να μειώνει το εργατικό κόστος. Ένας κλασικός τρόπος για να το πετύχει είναι να ενθαρρύνει τη μετανάστευση. Με την άνοδο της πολιτικής των ταυτοτήτων, η αριστερά τα καταφέρνει πολύ καλύτερα από τη δεξιά στο να δικαιολογεί τη μαζική μετανάστευση, με  ηθικούς λόγους, ως ανθρωπιστικό μέτρο. Αυτός είναι ένας λόγος που το Δημοκρατικό Κόμμα στις ΗΠΑ και το Σοσιαλιστικό Κόμμα στη Γαλλία έχουν γίνει πολιτικοί συνέταιροι της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Μαζί άλλαξαν τη στάση της, επίσημα θεωρούμενης ως,  αριστεράς και από την υποστήριξη σε διαρθρωτικά μέτρα που προωθούν την οικονομική ισότητα  πέρασαν σε ηθικά μέτρα για  την ισότητα των μειονοτήτων με την πλειονότητα.
Μόλις τον περασμένο χρόνο, ο Μακρόν ίδρυσε (ή ίδρυσαν για λογαριασμό του) το πολιτικό κίνημά του με τον τίτλο “Enmarche!” (Προχωρούμε!) που χαρακτηριστικό στοιχείο του είναι οι συναντήσεις με ομάδες νέων οι οποίοι φορούν μπλουζάκια του Μακρόν. Σε τρεις μήνες αισθάνθηκε το κάλεσμα να ηγηθεί του έθνους και ανακοίνωσε την υποψηφιότητά του για το αξίωμα του προέδρου.
Πολλές προσωπικότητες πηδούν από το κλυδωνιζόμενο σκάφος του Σοσιαλιστικού Κόμματος και πηγαίνουν στον Μακρόν, η έντονη πολιτική ομοιότητα του οποίου με τη Χίλαρι Κλίντον υποδεικνύει ότι αποτελεί το μέσο για να δημιουργηθεί ένα γαλλικό Δημοκρατικό Κόμμα στα πρότυπα του αμερικανικού. Μπορεί η Κλίντον να έχασε, αλλά παραμένει η ευνοούμενη της NATOχώρας. Πράγματι, τα αμερικανικά ΜΜΕ επιβεβαιώνουν, με τα ρεπορτάζ και την αρθρογραφία  τους, αυτή την ιδέα. Μια ματιά στο εκστατικό, άκρως λατρευτικό άρθρο του Ρόμπερτ Ζαρέτσκι στο περιοδικό «Foreign Policy» που χαιρετίζει τον «αγγλόφωνο, φιλογερμανό Γάλλο πολιτικό που τον περιμένει με ανοιχτές αγκάλες η Ευρώπη» δεν αφήνει καμιά αμφιβολία ότι ο Μακρόν είναι το αγαπημένο παιδί της παγκοσμιοποιημένης ελίτ ένθεν και ένθεν του Ατλαντικού.
Προς το παρόν, ο Μακρόν έρχεται δεύτερος στις δημοσκοπήσεις μετά τη Λεπέν, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν επίσης ότι επικρατεί συντριπτικά της Λεπέν στον δεύτερο γύρο. Ωστόσο, η προσεκτικά κατασκευασμένη γοητεία του είναι ευάλωτη στην ευρύτερη δημόσια πληροφόρηση για τους στενούς δεσμούς του με τις οικονομικές ελίτ.
Ρίξτε την ευθύνη στους Ρώσους
Επειδή ακριβώς υπάρχει αυτό το ενδεχόμενο, έχει σχεδιαστεί ένα προληπτικό πλήγμα, που εισάχθηκε κατευθείαν από τις ΗΠΑ. Φταίνε οι Ρώσοι!
Τι τρομερό έκαναν οι Ρώσοι; Κυρίως, κατέστησαν σαφές ότι προτιμούν φίλους αντί για εχθρούς ως επικεφαλής ξένων κυβερνήσεων. Τίποτε το σπουδαίο, δηλαδή. Τα ρωσικά ΜΜΕ κριτικάρουν ή παίρνουν συνεντεύξεις από ανθρώπους που κριτικάρουν υποψηφίους εχθρικούς απέναντι στη Μόσχα. Τίποτε σπουδαίο ή ασυνήθιστο επίσης.
Ως παράδειγμα αυτής της σοκαριστικής παρέμβασης, που υποτίθεται ότι απειλεί να υπονομεύσει τη γαλλική Δημοκρατία και τις δυτικές αξίες, παρουσιάζεται η συνέντευξη που πήρε το ρωσικό πρακτορείο ειδήσεων  Σπούτνικ από έναν Ρεπουμπλικάνο βουλευτή, τον Νικολά Ντουίκ, ο οποίος τόλμησε να πει πως ο Μακρόν είναι «εκπρόσωπος του αμερικανικού χρηματοπιστωτικού συστήματος». Μα αυτό είναι κάτι παραπάνω από οφθαλμοφανές. Όμως, όσοι ξεσήκωσαν την κατακραυγή παρέλειψαν αυτή τη λεπτομέρεια, προκειμένου να κατηγορήσουν τα ρωσικά κρατικά ΜΜΕ ότι «αρχίζουν να κυκλοφορούν φήμες πως ο Μακρόν είχε μια εκτός γάμου ομοφυλοφιλική σχέση» (The EU Observer  13/ 2/ 2017).
Στην πραγματικότητα, αυτή η υποτιθέμενη «σεξουαλική δυσφήμηση» είχε κυκλοφορήσει προηγουμένως στους κύκλους των γκέι στο Παρίσι, για τους οποίους το σκάνδαλο, αν υπάρχει καν, δεν είναι ο υποτιθέμενος σεξουαλικός προσανατολισμός του Μακρόν, αλλά το ότι τον αρνείται. Στη Γαλλία όμως, κανείς δεν δίνει σημασία στους σεξουαλικούς προσανατολισμούς των ανθρώπων: ο πρώην δήμαρχος του Παρισιού Μπερτράν Ντελανοέ,  ήταν ανοικτά γκέι, και ο δεύτερος στην ιεραρχία της Μαρίν Λεπέν, ο Φλοριάν Φιλιπό, είναι επίσης γκέι.
Αναφέρεται πως ο Ντουίκ είπε πως ο Μακρόν υποστηρίζεται από «ένα πολύ πλούσιο λόμπι γκέι». Όλοι γνωρίζουν ποιοι είναι: ο Πιερ Μπερζέ, ο πλούσιος και ισχυρός μάνατζερ του οίκου YvesSaintLaurent, προσωποποίηση του ριζοσπαστικού σικ, που υποστηρίζει σθεναρά την παρένθετη κυοφορία, η οποία όντως είναι αμφιλεγόμενο θέμα στη Γαλλία και εκφράζει μια πραγματική αντιπαράθεση που βρισκόταν κάτω από την αποτυχημένη εναντίωση στους γάμους μεταξύ ομοφύλων.

Το βαθύ κράτος έρχεται στην επιφάνεια
Η εκπληκτική υιοθέτηση από τη Γαλλία της αμερικανικής αντιρωσικής καμπάνιας είναι ενδεικτική του τιτάνιου αγώνα για τον έλεγχο της αφήγησης – της εκδοχής της διεθνούς πραγματικότητας που καταναλώνουν οι μάζες των ανθρώπων οι οποίοι δεν έχουν τα μέσα να ερευνούν μόνοι τους. Ο έλεγχος της αφήγησης αποτελεί τον κρίσιμο πυρήνα αυτού που η Ουάσιγκτον περιγράφει ως «ήπια ισχύ». Η σκληρή ισχύς είναι η διεξαγωγή πολέμων και η ανατροπή κυβερνήσεων.  Η ήπια ισχύς εξηγεί σ’ αυτούς που παρακολουθούν από το περιθώριο γιατί ήταν σωστό να γίνουν οι πόλεμοι.
Οι ΗΠΑ μπορούν να κάνουν κυριολεκτικά οτιδήποτε όσο μπορούν να κατασκευάζουν μια αφήγηση που είναι πλεονεκτική γι’ αυτές, χωρίς τον κίνδυνο αξιόπιστου αντίλογου.  Όσον αφορά τα ευαίσθητα σημεία του κόσμου, είτε αυτά είναι το Ιράκ, η Λιβύη ή η Ουκρανία, ο έλεγχος της αφήγησης διεξάγεται κυρίως μέσω της συνεργασίας μεταξύ μυστικών υπηρεσιών και ΜΜΕ. Οι μυστικές υπηρεσίες γράφουν το σενάριο και τα ΜΜΕ το διαχέουν.
Μαζί, οι ανώνυμες πηγές του «βαθέως κράτους» και τα εταιρικά ΜΜΕ έχουν συνηθίσει να ελέγχουν την αφήγηση που παρουσιάζουν στο κοινό. Και δεν θέλουν να χάσουν επ’ ουδενί αυτή τη δύναμη. Και βέβαια δεν θέλουν να τη δουν να αμφισβητείται από παρείσακτους – ιδίως από τα ρωσικά ΜΜΕ που αφηγούνται μια διαφορετική ιστορία.
Αυτός είναι ένας από τους λόγους της ασυνήθιστης αυτής εκστρατείας καταγγελίας των ρωσικών και άλλων εναλλακτικών μέσων ως  πηγών «πλαστών ειδήσεων», προκειμένου να δυσφημιστούν. Η ίδρυση και μόνο του ρωσικού διεθνούς τηλεοπτικού καναλιού RT (RussiaToday) προκάλεσε άμεση εχθρότητα: πώς τολμούν οι Ρώσοι να παρεμβαίνουν στη δική μας εκδοχή της πραγματικότητας! Πώς τολμούν να έχουν δική τους άποψη! Η Χίλαρι Κλίντον εξαπέλυσε προειδοποιήσεις εναντίον του RT όταν ήταν υπουργός Εξωτερικών και ο διάδοχός της Τζον Κέρι το χαρακτήρισε  «προπαγανδιστική ντουντούκα». Δηλαδή: ό,τι λέμε εμείς είναι αλήθεια, ό,τι λένε αυτοί είναι προπαγάνδα.
Οι κατηγορίες εναντίον των ρωσικών ΜΜΕ και η υποτιθέμενη ρωσική «παρέμβαση στις εκλογές μας» είναι η μεγάλη επινόηση της καμπάνιας της Κλίντον, που έχει μολύνει τον δημόσιο λόγο και στη Δυτική Ευρώπη.  Οι κατηγορίες αποτελούν οφθαλμοφανές παράδειγμα διπλών μέτρων και σταθμών ή του «κρίνω εξ ιδίων τα αλλότρια», εφόσον είναι διαβόητο το ότι  οι ΗΠΑ κατασκοπεύουν τους πάντες, συμπεριλαμβανομένων των συμμάχων τους, και παρεμβαίνουν στις ξένες εκλογικές διαδικασίες.
Η καμπάνια περί «πλαστών ειδήσεων» που προέρχονται από τη Μόσχα βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη τόσο στη Γαλλία όσο και στη Γερμανία, όσο πλησιάζουν οι εκλογές. Αυτή ακριβώς η κατηγορία αποτελεί τη λειτουργική παρεμβολή στις εκλογές και όχι τα ρωσικά ΜΜΕ. Η κατηγορία ότι η Λεπέν είναι «υποψήφια της Μόσχας» δεν στρέφεται μόνο κατά της συγκεκριμένης υποψήφιας, αλλά αποτελεί επίσης προετοιμασία των προσπαθειών να προκληθεί κάποια παραλλαγή  «έγχρωμης επανάστασης», αν τυχόν εκλεγεί πρόεδρος στις 7 Μαΐου. Η παρέμβαση της CIAστις εκλογές άλλων χωρών δεν περιορίζεται, βεβαίως, σε επίμαχα ειδησεογραφικά ρεπορτάζ.
Εν απουσία οποιασδήποτε πραγματικής ρωσικής απειλής στην Ευρώπη, οι ισχυρισμοί ότι τα ρωσικά ΜΜΕ «παρεμβαίνουν στη δημοκρατία μας» χρησιμεύουν για να χαρακτηριστεί η Ρωσία ως εχθρός έτοιμος να επιτεθεί, συνεπώς δικαιολογούν την τεράστια στρατιωτική ανάπτυξη του ΝΑΤΟ στη βορειοανατολική Ευρώπη, η οποία αναβιώνει το γερμανικό μιλιταρισμό και κατευθύνει εθνικό πλούτο στη βιομηχανία όπλων.
Κατά κάποιον τρόπο, οι γαλλικές προεδρικές εκλογές αποτελούν μια προέκταση των αμερικανικών, όπου το βαθύ κράτος έχασε τον προτιμητέο υποψήφιό του, αλλά όχι την εξουσία του. Οι ίδιες δυνάμεις λειτουργούν κι εδώ, υποστηρίζοντας τον Μακρόν ως το γαλλικό ισοδύναμο της Κλίντον και είναι έτοιμες να στιγματίσουν όλους τους αντιπάλους του ως όργανα της Μόσχας.
Ό,τι έχει συμβεί τους περασμένους μήνες επιβεβαίωσε την ύπαρξη ενός βαθέος κράτους που δεν είναι μόνο εθνικό, αλλά διατλαντικό που φιλοδοξεί να γίνει παγκόσμιο. Η αντιρωσική εκστρατεία είναι μια αποκάλυψη. Αποκαλύπτει σε πολλούς ανθρώπους ότι πράγματι υπάρχει βαθύ κράτος, μια διατλαντική ορχήστρα που παίζει τον ίδιο σκοπό χωρίς ορατό μαέστρο. Ο όρος «βαθύ κράτος» ξαφνικά ξεπηδά και στη δημόσια συζήτηση ως μια πραγματικότητα αδιάψευστη, ακόμη κι αν είναι δύσκολο να οριστεί με ακρίβεια.
Αντί για στρατιωτικοβιομηχανικό σύμπλεγμα, θα έπρεπε ίσως να το ονομάσουμε σύμπλεγμα στρατού, βιομηχανίας, ΜΜΕ, μυστικών υπηρεσιών. Η δύναμή του είναι τεράστια, αλλά η αναγνώριση της ύπαρξής του αποτελεί το πρώτο βήμα για την απελευθέρωσή μας από την αρπάγη του.
Πηγή:http://www.counterpunch.org/2017/02/17/france-another-ghastly-presidential-election-campaign-the-deep-state-rises-to-the-surface/

(*) H Diana Johnstone είναι Αμερικανίδα δημοσιογράφος και συγγραφέας που ζει επί δεκαετίες στη Γαλλία.

Μετάφραση: Αριάδνη Αλαβάνου

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ: Σχέδιο Β

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου