Σάββατο 7 Σεπτεμβρίου 2019

H Γέννηση της Θεοτόκου (8 Σεπτεμβρίου)




π.Αλεξάνδρου Schmemann
Ή ευλάβεια πού δείχνει ή Εκκλησία στην Πανα­γία ριζώνει στην υπακοή της στον Θεό, στην εκούσια επιλογή της να δεχθεί μια πρόσκληση αδύνατη στα ανθρώπινα μέτρα. Ή Ορθόδοξη Εκκλησία ανέκαθεν τόνιζε τη σύνδεση της Παναγίας με τον άνθρωπο και χαίρεται γι' αυτήν και τη θεωρεί ως τον καλύτερο, καθαρότερο και πιο υπέροχο καρπό της ανθρώπινης Ιστορίας και της αναζητήσεως τού Θεού από τον άν­θρωπο, της αναζητήσεως τού έσχατου νοήματος, τού έσχατου περιεχομένου της ζωής τού άνθρωπου. 'Αν στη Δυτική Χριστιανοσύνη ή ευλάβεια προς την Πα­ναγία περιστράφηκε γύρω από την άειπαρθενία της, ή καρδιά της ευλάβειας, της σκέψεως και της αγά­πης της Ορθόδοξης Ανατολής προς την Παναγία, υ­πήρξε πάντοτε ή Μητρότητα της, ή σχέση σαρκός και αίματος πού είχε με τον Ιησού Χριστό. Ή Ανα­τολή χαίρεται πού ό ρόλος τού ανθρώπου είναι βα­σικός στο θειο σχέδιο. Ό Υιός τού Θεού έρχεται στη γη, ό Θεός εμφανίζεται για να λυτρώσει τον κόσμο, γίνεται άνθρωπος για να ενσωματώσει τον άνθρωπο στη θεϊκή του κλήση, και σ' αυτό συμμετέχει ολόκλη­ρη ή ανθρωπότητα. 'Αν αντιληφθούμε πώς ή κοινή φύση τού Χριστού με τη δική μας είναι ή μεγαλύτε­ρη χαρά και το μεγαλύτερο βάθος τού Χριστιανι­σμού, ότι ό Χριστός είναι γνήσιος άνθρωπος κι όχι κάποιο φάντασμα ή κάποιο ασώματο φαινόμενο, ότι είναι κάποιος από μας και παραμένει αιωνίως ενω­μένος μαζί μας μέσω της ανθρώπινης φύσεως Του, τότε ή ευλάβεια προς την Παναγία γίνεται κατανοη­τή , επειδή αυτή τού προσέφερε την ανθρώπινη φύση, τη σάρκα και το αίμα Του. Αυτή δίνει τη δυνατότητα στον Χριστό να ονομάζεται πάντοτε "Υιός τού Άν­θρωπου".
Υιός τού Θεού, Υιός τού Άνθρωπου... ό Θεός πού κατήλθε κι έγινε άνθρωπος, ώστε να μπορέσει ό άνθρωπος να εξαγιαστεί, να μπορέσει να γίνει κοι­νωνός "θείας φύσεως" (Β' Πέτρου 1, 4), ή, σύμφωνα με την έκφραση των διδασκάλων της Εκκλησίας, να "θεωθεί". Ακριβώς εδώ, σ' αυτή την εξαιρετική απο­κάλυψη της αυθεντικής φύσεως και κλήσεως τού άνθρωπου, βρίσκεται ή πηγή αυτής της ευγνωμοσύ­νης και τρυφεράδας πού περιβάλλει τη Θεοτόκο, ως σύνδεσμο μας με τον Χριστό, και μέσω Αυτού με τον Θεό. Πουθενά δε άλλου δεν αντικατοπτρίζεται αυτό καλύτερα απ' ό,τι στη γέννηση της Θεοτόκου. Σε κανένα όμως σημείο της άγιας Γραφής δεν ανα­φέρεται τίποτε γι' αυτό το γεγονός. Γιατί όμως θα έπρεπε να αναφέρεται; Υπάρχει κάτι το αξιόλογο, κάτι το ιδιαίτερα μοναδικό στη συνηθισμένη γέννηση ενός παιδιού, σε μια γέννα όπως όλες οι άλλες; 'Αν όμως ή Εκκλησία άρχισε να μνημονεύει το γεγο­νός με μια ιδιαίτερη εορτή, αυτό δεν έγινε επειδή ή γέννα καθαυτή ήταν κάτι το μοναδικό ή θαυματουρ­γικό ή ασυνήθιστο γεγονός. Το αντίθετο, μάλιστα.
Το ότι είναι τόσο συνηθισμένο γεγονός αποκαλύ­πτει μια φρεσκάδα και μια λάμψη όσον άφορα το καθετί πού αποκαλούμε "ρουτίνα" και συνηθισμένο, και δίνει νέο βάθος στις "ασήμαντες" λεπτομέρειες της ζωής του άνθρωπου. Τι παρατηρούμε στην εικό­να της εορτής, όταν την αντικρίζουμε με τα πνευμα­τικά μας μάτια; Πάνω σ' ένα κρεβάτι είναι ξαπλω­μένη μια γυναίκα, ή 'Άννα, σύμφωνα με την εκκλη­σιαστική παράδοση, πού μόλις έχει γεννήσει μια κόρη. Δίπλα της είναι ό πατέρας του παιδιού, ό Ιω­ακείμ, σύμφωνα πάλι με την ίδια παράδοση. Λίγες γυναίκες στέκονται εκεί κοντά, πού πλένουν το νεο­γέννητο για πρώτη φορά. Το πιο συνηθισμένο, δη­λαδή, και απαρατήρητο γεγονός. 'Ή δεν είναι έτσι; Μήπως ή Εκκλησία θέλει, μέσα απ' αυτή την εικόνα, να μας πει πώς ή κάθε γέννα, ή είσοδος κάθε νέου άνθρωπου στον κόσμο και στη ζωή, δεν είναι παρά ένα μέγιστο θαύμα, ένα θαύμα πού διαρρηγνύει κά­θε ρουτίνα, επειδή σημαδεύει την αρχή κάποιου γε­γονότος δίχως τέλος, την αρχή μιας μοναδικής και ανεπανάληπτης ζωής, την αρχή ενός νέου προσώπου; Με κάθε γέννα ό κόσμος δημιουργείται, κατά μία έννοια, εξ αρχής, και προσφέρεται ως δώρο σ' αυτόν το νέο άνθρωπο για να είναι ή ζωή του, ό δρόμος του, ή δημιουργία του.
Κατ' αρχάς, αυτή ή γιορτή δεν είναι παρά ένας γενικός εορτασμός της γεννήσεως του άνθρωπου, και, όπως λέει το Ευαγγέλιο, δεν θυμόμαστε πλέον την αγωνία "διά την χαράν ότι έγεννήθη άνθρωπος εις τον κόσμον" (Ίωάν. 16,21). Δεύτερον, τώρα γνω­ρίζουμε αυτόν τού όποιου την ιδιαίτερη γέννηση και τον ερχομό εορτάζουμε: την Παναγία. Γνωρίζουμε τη μοναδικότητα, την ομορφιά, τη χάρη ακριβώς αυ­τού τού παιδιού, τον προορισμό του, τη σημασία του για μας και για ολόκληρο τον κόσμο. Και τρίτον, γιορτάζουμε όλους όσοι προετοίμασαν τον δρόμο της Παναγίας, πού συνέβαλαν στο να κληρονομήσει τη χάρη και την ομορφιά. Σήμερα πολλοί άνθρωποι μιλούν για κληρονομικότητα, άλλα μόνο με μια αρ­νητική, ύποδουλωτική και αιτιοκρατική έννοια. Ή Εκκλησία πιστεύει σε μια θετική και πνευματική κληρονομικότητα. Πόση πίστη, πόση καλωσύνη, πό­σες γενιές ανθρώπων πού αγωνίστηκαν να ζήσουν την αγιότητα, δεν χρειάστηκαν πριν το δένδρο της ιστορίας μπορέσει να βγάλει ένα τέτοιο υπέροχο και ευωδιαστό λουλούδι -την Παρθένο Παναγία! Γι' αυ­τό ή εορτή της Γεννήσεως της είναι ένας εορτασμός της ανθρώπινης ιστορίας, εορτασμός της πίστεως στον άνθρωπο, ένας εορτασμός τού άνθρωπου. Δυ­στυχώς όμως, ή κληρονομιά τού κακού είναι πολύ πιο ορατή και γνωστή σήμερα. Υπάρχει τόσο κακό γύρω μας, ώστε αυτή ή πίστη στον άνθρωπο, στην ελευθερία του, στη δυνατότητα του να παραδίδει στις μελλοντικές γενιές μια φωτεινή κληρονομιά καλοσύνης έχει σχεδόν εξατμιστεί κι έχει αντικατασταθεί από τον κυνισμό και την υποψία... Αυτός ό εχθρικός κυνισμός και ή αποθαρρυντική υποψία είναι ακρι­βώς ό,τι μας κάνει ν' απομακρυνόμαστε από την Εκ­κλησία, τη στιγμή πού αυτή γιορτάζει, με τέτοια χα­ρά και πίστη, τη γέννηση ενός κοριτσιού, στο όποιο συγκεντρώνεται όλη ή καλοσύνη, ή πνευματική ομορ­φιά, ή αρμονία και ή τελειότητα, πού είναι στοιχεία της γνήσιας ανθρώπινης φύσεως. Μέσα απ' αυτό το νεογέννητο κορίτσι, ό Χριστός -το δώρο του Θεού, ή συνάντηση μαζί Του - έρχεται ν' αγκαλιάσει τον κόσμο. Εορτάζοντας έτσι τη γέννηση της Παναγίας, βρισκόμαστε ήδη στον δρόμο προς τη Βηθλεέμ, κι­νούμενοι προς το χαρμόσυνο μυστήριο της Παναγίας ως Θεοτόκου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου