του Γιώργου Καραμπελιά από την Ρήξη (φ. 154) που κυκλοφορεί στα περίπτερα
Το κυρίαρχο αφήγημα, αλλά και πρόταγμα της παρούσας κυβέρνησης, μέχρι σήμερα, θα μπορούσε να εκφραστεί με μία φράση: «Επιστροφή στην κανονικότητα». Κανονικότητα στην οικονομία και κατάργηση των κεφαλαιακών ελέγχων στις Τράπεζες· «κανονικότητα» στην πυροσβεστική υπηρεσία και αντιμετώπιση των πυρκαγιών με συντονισμένες ενέργειες· «κανονικότητα» στη δικαιοσύνη και εκκαθάριση των Θανοπαπαγγελόπουλων· «κανονικότητα» στα Εξάρχεια και την εγκληματικότητα, «κανονικότητα» στην εκπαίδευση, στη διαχείριση της μισοβυθισμένης ΔΕΗ, στο Ελληνικό κ.λπ. κ.λπ. Και όντως, η κυβέρνηση, κατά τους δύο πρώτους μήνες της παρουσίας της στους
κυβερνητικούς θώκους, δείχνει να κερδίζει εν μέρει τις εντυπώσεις σε αυτή τη μάχη. Και σε έναν λαό καθημαγμένο από 4,5 χρόνια Βαρουφάκη, Τσίπρα και Καμμένο, αυτό δεν ήταν λίγο και της έδωσε αρκετά εύσημα, ακόμα και από όσους δυσπιστούσαν ή ήταν αρνητικά προδιατεθειμένοι απέναντι σε μια κυβέρνηση Μητσοτάκη.
Όλη η πολιτική της κυβέρνησης στρέφεται κατ’ εξοχήν προς αυτό τον στόχο. Γι’ αυτό και η σύνθεση ενός μεγάλου μέρους της –και ακόμα περισσότερο του κύκλου των πρωθυπουργικών συμβούλων– στηρίζεται κατ’ εξοχήν σε εκσυγχρονιστικής και σημιτικής κοπής «κεντροαριστερούς» και «κεντροδεξιούς». Σε τέτοιο βαθμό και σε τέτοια έκταση ώστε η κυβέρνηση Μητσοτάκη να αποτελεί εν πολλοίς μια συνέχεια του σημιτικού εκσυγχρονισμού με πολιτική στήριξη στη Νέα Δημοκρατία: Χρυσοχοΐδης, Θεοδωρικάκος, Μενδώνη, Πιερρακάκης, Σκέρτσος, Μαυρωτάς, Θεοχάρης και αναρίθμητοι άλλοι, στο στενό περιβάλλον του Μητσοτάκη, κατάγονται απ’ ευθείας από την εκσυγχρονιστική κεντροαριστερά – ο Δημήτρης Μητρόπουλος, διευθυντής του Βήματος , και ο Γιάννης Βλαστάρης, διευθυντής της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας, είναι μερικές από αυτές τις χαρακτηριστικές περιπτώσεις. Αναρίθμητοι άλλοι, όπως ο Γεραπετρίτης, έχουν κατά καιρούς θητεύσει σε θέσεις τόσο κάτω από το ΠΑΣΟΚ όσο και κάτω από τη Ν.Δ. Για να συμπληρώσουμε και να συνοψίσουμε την εικόνα, αρκεί η συμβολική παρουσία της Γιάννας Αγγελοπούλου, ως επί κεφαλής του εορτασμού των διακοσίων χρόνων από την Επανάσταση. Η Γιάννα, ως πραγματικό «εθνικό κεφάλαιο», έχει υπηρετήσει και συνδεθεί με όλα σχεδόν τα κόμματα και τις κυβερνήσεις, την τελευταία περίοδο και με τον Τσίπρα, για να καταλήξει στον Κυριάκο.
Δηλαδή, η κυβέρνηση Μητσοτάκη αποτελεί και θέλει να αποτελέσει μία «σύνοψη» των εκσυγχρονιστικών δυνάμεων, των δυνάμεων της κανονικότητας. Εξάλλου, η αντιπροεδρία του Πικραμένου και η παραμονή του Στουρνάρα στην Τράπεζα της Ελλάδας συμβολίζουν ακριβώς αυτή την αίσθηση της «καλής κοινωνίας», αλλά και ενός μεγάλου μέρους των μεσαίων στρωμάτων. Επιτέλους, μετά τους ανίκανους και καταστροφικούς κατσαπλιάδες, οι άνθρωποι της δικής μας τάξεως, Κολέγιο, Χάρβαρντ, Φλέτσερκ.ο.κ. Και στη συνέχεια, γύρω από αυτό τον ισχυρό εκσυγχρονιστικό πυρήνα, θα έρθουν να κολλήσουν εκατοντάδες και χιλιάδες καριερίστες, που είχαν ανακατευτεί με τον ΓΑΠ και τον ΣΥΡΙΖΑ, και θα αρχίσουν τώρα να ανακαλύπτουν τη «συνέχεια του κράτους».
Η ίδια εικόνα και σε ό,τι αφορά τα ΜΜΕ, τους δημοσιογράφους και διανοουμένους, ίσως και σε ακόμα μεγαλύτερη κλίμακα. Τα βασικά δημοσιογραφικά στηρίγματα της «νέας κατάστασης», εκτός από τα κλασικά έντυπα της παράταξης, είναι εφημερίδες όπως το ΒΗΜΑ και τα ΝΕΑ που, κάτω από τον Μαρινάκη, συνεχίζουν να κανοναρχούν το ίδιο εκσυγχρονιστικό «κεντροαριστερό» αφήγημα, μόνο που πια είναι ενταγμένες στο νέο κυβερνητικό στρατόπεδο. Καθόλου τυχαία, εξάλλου, ο γνωστός και μη εξαιρετέος Μαλέλης των καναλιών ανέλαβε να στήσει και το καινούργιο κανάλι.
Όμως αυτή «κανονικότητα», που την ήθελαν και οι απλοί άνθρωποι, οι οποίοι δεν άντεχαν άλλο Βαρουφάκηδες, Πολάκηδες και Τσίπρες να ασελγούν καθημερινά πάνω στις ζωές και την αξιοπρέπειά τους και τελικά τους σιχτίρησαν, δεν είναι, δυστυχώς, όπως αυτοί την εννοούν.
Στην Ελλάδα, από την εποχή του Σημίτη και μετά, η κανονικότητα συνδέθηκε, μέχρις ταυτίσεως, με τον εθνομηδενισμό και τον «αντιλαϊκισμό». Και αυτό έγινε σχετικά εύκολα μετά τη μαζική προσχώρηση των διανοουμένων και των ελίτ στον «αντιεθνικισμό» και τον εθνομηδενισμό, στη δεκαετία του 1990, την εποχή της κλιντονικής παγκοσμιοποίησης. Μια παγκοσμιοποίηση η οποία τροφοδοτήθηκε και ενισχύθηκε με τα εκατοντάδες εκατομμύρια των ευρωπαϊκών προγραμμάτων, που έρρευσαν στους θυλάκους των πανεπιστημιακών και λάδωσε ευρωπαϊκά το αντεράκι τους· ένας «εξευρωπαϊσμός» που αρδευόταν από τα μυθώδη ποσά που ενθυλάκωναν, συνήθως μαύρα, οι μεγαλοδημοσιογράφοι της «συναίνεσης»· εκείνη την αλησμόνητη εποχή που, όπως έλεγε ο Παναγιώτης Κονδύλης, ιπτάμενες τσιπούρες προσγειώνονταν στα πιάτα των διανοουμένων. Τότε, οι ελίτ της χώρας προσχώρησαν μαζικά και ασμένως στον «εκσυγχρονισμό», νοούμενο ως εκσυγχρονισμό παρασιτικό και κατ’ εξοχήν «αντιεθνικιστικό».
Έτσι, στην πατριωτική πλευρά, μετά από αυτή την αξέχαστη δεκαετία, έμεινε μεν ένα μεγάλο μέρος του ελληνικού λαού, αλλά πολύ λίγοι μεταξύ των επωνύμων, συντροφιά με «πατριωτικά λαμόγια», συνωμοσιολόγους και πληθώρα Καμμένων ή Δελαπατρίδηδων. Γιατί το σύστημα δούλευε ρολόι. Οι σοβαροί άνθρωποι, που θα μπορούσαν να αποτελέσουν μαγιά για κάτι διαφορετικό, περιθωριοποιούνταν, δαιμονοποιούνταν και χαρακτηρίζονταν γραφικοί –χαρακτηριστική περίπτωση ο Στέλιος Παπαθεμελής–, ή συκοφαντούνταν ως «αναρχικοί», ή ακόμα και «τρομοκράτες». Έτσι, σιγά-σιγά, πατριώτης έφτασε να σημαίνει είτε τον οπαδό του… Άκη Τσοχατζόπουλου (ως τον εκφραστή του «πατριωτικού ΠΑΣΟΚ»!) είτε τον διαταραγμένο των μεταμεσονύκτιων εκπομπών.
Χαρακτηριστικά, κατά την περίοδο της διαμάχης για το βιβλίο της Ρεπούση, απέναντι στους εθνομηδενιστέςκαθηγητάδες, τα κανάλια επιστράτευαν, ως εκφραστές της άποψης της συντριπτικής πλειοψηφίας των Ελλήνων, ανθρώπους όπως ο Λιακόπουλος ή ο Βελόπουλος. Και αραιά και πού κανένας Καργάκος ή Μεταλληνός, για το «ξεκάρφωμα» της δήθεν αντικειμενικότητας. Τι πιο χαρακτηριστική περίπτωση από εκείνη του Κώστα Ζουράρι, που καλούνταν επί δεκαετίες στα κανάλια για να εκπροσωπήσει τον «πατριωτισμό» και την «Ορθοδοξία», δηλαδή να γελοιοποιήσει αυτές τις έννοιες και να στρέψει τους Έλληνες προς το σίγουρο λιμάνι των «νουνεχών» εκσυγχρονιστών; Και μάλιστα, όταν τα πράγματα έσφιξαν, στην περίοδο των μνημονίων, επιστρατεύτηκε ακόμα και ο Μιχαλολιάκος ή ο Κασιδιάρης, ως οι εκφραστές του «πατριωτισμού»! Έτσι, ο «πατριωτικός χώρος» σπρωχνόταν σε μια περιδίνηση χωρίς τέλος, με απατεώνες, προβληματικούς, απελπισμένους, από την οποία και δεν μπορούσε να βγει. Για ποιον λόγο άραγε, στη πρώτη μνημονιακή περίοδο, τα ΜΜΕ προβάλλαν φιγούρες όπως οι Βαρουφάκηδες, οι Τσίπρες, οι Καμμένοι, οι Κατρούγκαλοι και άλλες δευτεράντζες της εποχής, ως εκπροσώπους της μεγάλης αγανάκτησης των Ελλήνων; Σήμερα το γνωρίζουμε, γιατί έκαναν τον κύκλο τους, όμως στο μεταξύ το πληρώσαμε ακριβά.
Έτσι, ο εθνομηδενισμός κατέστη συνώνυμο της «σοβαρότητας» και ο πατριωτισμός της παράνοιας, της έλλειψης σοβαρότητας, του περιθωρίου. Οι τεχνοκράτες και οι διανοούμενοι στην Ελλάδα δεν μπορούσαν λοιπόν να είναι διανοούμενοι, τεχνοκράτες και πατριώτες ταυτόχρονα, Έλληνες (και Ευρωπαίοι), όπως είναι στη Γαλλία, στη Γερμανία ή την… Τουρκία· αλλά στην Ελλάδα έπρεπε να είναι υποχρεωτικά εθνομηδενιστές και «ευρωλιγούρηδες». Και όμως, αυτή η σοβαρότητα των δήθεν εκσυγχρονιστών κατέστρεψε την Ελλάδα πολύ περισσότερο από τους ανερμάτιστους ψευδοπατριώτες.
Διότι η «κανονικότητα» στην Ελλάδα προϋποθέτει τον πατριωτισμό! Όπως, ίσως, και οπουδήποτε αλλού. Αλλά ακόμα περισσότερο στην Ελλάδα. Γιατί η Ελλάδα δεν είναι μια οποιαδήποτε «κανονική χώρα». Είναι μια χώρα σε βαθιά παρακμή, μια χώρα που το καντηλάκι της τρεμοσβήνει. Μια χώρα που συρρικνώνεται πληθυσμιακά, που έχει γίνει τουριστικό παράσιτο, που αντιμετωπίζει μια διαρκή και εντεινόμενη απειλή από τον νεοθωμανισμό, που βιώνει τον σταδιακό εποικισμό της, μέσω των μεταναστευτικών ροών, ως χώρα των συνόρων των δύο κόσμων.
Μια χώρα η οποία, για να επιτύχει την κανονικότητα, δεν αρκεί να «ξαναγυρίσει» σε αυτήν, δηλαδή στο χαμένο όνειρο του παρασιτικού εκσυγχρονισμού του Σημίτη, των Ολυμπιακών Αγώνων, της Γιάννας Αγγελοπούλου, αλλά θα πρέπει να αγωνιστεί με νύχια και με δόντια, και προπαντός με όραμα, για να την εφεύρει. Διαφορετικά, θα θυμίζει τους Τρώες του Καβάφη.
Για τους Έλληνες πια, αφού αφήσαμε τα πράγματα να εξελιχθούν τόσο άσχημα, ακολουθώντας τις σειρήνες του παρασιτικού εκσυγχρονισμού, αφού φτάσαμε τόσο κοντά στο χείλος της ιστορικής έκλειψης, δεν υπάρχει άλλη κανονικότητα –δυστυχώς– από μια «ηρωϊκή» και οραματική προσπάθεια ανάταξης.
Πώς λοιπόν θα ανταποκριθούν σε αυτό το έργο όλοι εκείνοι που δεν έχουν συνείδηση ποιο είναι το έθνος τους, τι αντιπροσωπεύει ιστορικά και ποιον αγώνα δίνει σήμερα: Πώς θα μπορούσε μια τέτοια κυβέρνηση να ανταποκριθεί στο ηράκλειο καθήκον που αντιμετωπίζει; Θα μπορέσουν οι αναθρεμμένοι εθνομηδενιστικά, νεαροί και λιγότερο νεαροί, Έλληνες γιάπηδες, να απεκδυθούν με ταχύτατους ρυθμούς την κυρίαρχη ιδεολογία, που έχει διαμορφώσει τους ίδιους και τις ελληνικές ελίτ τις τελευταίες δεκαετίες, και να εκφράσουν έστω εν μέρει την ανάγκη για μια τέτοια «κανονικότητα»; Όχι ως επιστροφή στη Γιάννα και τον ναυαγισμένο εκσυγχρονισμό του Σημίτη, αλλά ως έναν αυθεντικό ελληνικό εκσυγχρονισμό, αναγκαίο για την ίδια τη σωτηρία μας;
Ρήξη,
η εφημερίδα του δημοκρατικού πατριωτικού χώρου. Προμηθευτείτε την από
τα περίπτερα ή γραφτείτε έντυποι ή ηλεκτρονικοί συνδρομητές (πληροφορίες
στην ηλεκτρονική διεύθυνση perardin@gmail.com ή στο 2103826319).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου