Παρασκευή 2 Νοεμβρίου 2018

Το Μανιφέστο του Αταίριαστου

 
Η αγιότητα τού ενός (αποτέλεσμα προσευχής και σύνδεσης με τον Θεό) μεταμορφώνει το περιβάλλον της, σε τέτοιο βαθμό ώστε καθίσταται επικίνδυνη για τις δομές και τους θεσμούς της κοινωνίας της – αυτό δηλαδή που κοσμικά θεωρείται «ησυχία» και «απραξία» απειλεί τα θεμέλια της κοσμικότητας.

Εισαγωγή του blog μας: Το παρακάτω άρθρο αναδημοσιεύεται από την εξαιρετική Αέναη επΑνάσταση. Εκεί χαρακτηρίζεται συγκλονιστικά ανθρώπινο και επαναστατικό. Συμφωνώ απόλυτα και συγχαίρω ταπεινά τη συγγραφέα. Χαίρομαι που ένα τέτοιο κείμενο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό
Άβατον, Ιούλιος 2013, που κατά τα άλλα είναι ένα νεοεποχίτικο συνονθύλευμα χωρίς υγιή πνευματικό προσανατολισμό. Μακάρι ο Θεός να ευλογήσει τους αναγνώστες του, απ' όσο μακριά κι αν έρχονται, να φτάσουν στο στόχο, τον αληθινό πόθο, το Φως (το Χριστό).
"Δεν πιστεύεις στο Θεό, αδελφέ μου; Δεν πειράζει, πιστεύει αυτός σε σένα" (Stefen King, The Stand).
Δε γνωρίζω τίποτα πιο ανατρεπτικό, πιο φωτεινό και πιο αντισυμβατικό από το Χριστό. Μετά το άρθρο δίνουμε link σε μερικά αγαπημένα μας posts. Καλή ανάγνωση.

Ο ΑΝΑΠΟΔΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
ΚΑΙ ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΟΥ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟΥ

Νομικός - Αρθρογράφος

Οι άνθρωποι δεν καταλαβαίνουν ότι το αταίριαστο ταιριάζει με τον εαυτό του. (Ηράκλειτος)

Πάντα ήμουν α-ταίριαστη… όχι μόνον με κάποιους ανθρώπους, αλλά σχεδόν με τα πάντα: στη βιολογική οικογένειά μου δεν ταίριαζα με κανέναν (ήμουν «το παιδί από άλλο ανέκδοτο», που δεν συμμερίστηκε και δεν δικαίωσε κανένα όνειρο γονιών και συγγενών), στο σχολείο δεν ταίριαζα με κανένα παιδί και με κανέναν δάσκαλο ενώ στη μετέπειτα –ενήλικη– ζωή μου δεν ταίριαζα με τίποτα! Καμία έκφανση του κόσμου τούτου δεν μπορούσε να «κουμπώσει» σε κάτι αυθεντικά δικό μου.

Αυτή είναι μια αλήθεια, την οποία ήξερα από πάντα, αλλά δεν είχα συνειδητοποιήσει από πάντα. Αυτό μεταφραζόταν κατ’ αρχήν σε πολύ πόνο, σε βίωση αδικίας και σε ενοχές χωρίς προσανατολισμό. Επιπλέον –και αυτό ήταν το χειρότερο– η προσποίηση είχε γίνει καθημερινότητά μου και σχεδόν δεύτερη φύση μου, καθώς έπρεπε να συμβιώσω με τους «άλλους» σε κάποια πλαίσια, οικογενειακά, κοινωνικά, επαγγελματικά…

Και δυστυχώς, κανένα «πλαίσιο» δεν αποδέχεται κάτι αταίριαστο, το αποβάλλει σαν ξένο σώμα, σαν αναφομοίωτο μόσχευμα –και πράγματι, είναι ξένο σώμα– και οφείλεις να ψηθείς πολύ στην απόρριψη από τους άλλους, στην προσποίηση από εσένα τον ίδιο και στις οδυνηρές απώλειες, ώσπου να μάθεις να είσαι αταίριαστος και να χαίρεσαι γι’ αυτό, υποστηρίζοντάς το έναντι πάντων – και κυρίως διαφυλάσσοντάς το στον εαυτό σου.

ΘΕΣΜΟΙ ΚΑΙ ΟΧΥΡΑ

«Δεν πιστεύω στην κοινωνία», είχε πει κάπου ο Ντοστογιέφσκυ, και χρειάστηκε να φθάσω σχεδόν «στου δρόμου τα μισά» που λέει ο ποιητής, για να καταλάβω τι εννοούσε και γιατί το είπε. Ήταν και αυτός ένας από τους αταίριαστους που πέρασαν από τον κόσμο αυτό…

Ο αταίριαστος δεν είναι απλώς κάποιος που δεν ταιριάζει με τα δεδομένα. Ο αταίριαστος αντιμετωπίζεται σαν συνεχή απειλή, μόνο και μόνο επειδή είναι αυτό που είναι. Δεν αντιμετωπίζεται όμως σαν «κατά μέτωπο» απειλή, αλλά σαν υφέρπουσα αποσταθεροποίηση της ομοιογένειας και της «κανονικότητας».

Η κοινωνία δομείται με αυτόν ακριβώς το σκοπό: τη διατήρηση αυτού που εννοείται «κανονικότητα» και που δεν είναι τίποτε περισσότερο από τα κοσμικά συμφέροντα κάποιου ισχυρού συνόλου. Ο αταίριαστος δεν μπορεί να πιστέψει στην κοινωνία, όχι επειδή είναι επαναστάτης (μολονότι μοιραία είναι επαναστάτης), αλλά διότι δεν μπορεί να υπάρξει μέσα σε κανενός είδους κοσμικό συμφέρον – ακόμη και σε όσα θεωρούνται «καλά» και «υγιή».

Προσωπικά, πάντα ασφυκτιούσα στις κοινωνικές δομές και στους θεσμούς, μολονότι κάποιοι έμοιαζαν «ηθικοί» και σε πλήρη συμφωνία με τα κοσμικά, δικά μου συμφέροντά. Διότι, τι άλλο είναι οι θεσμοί –όπως τουλάχιστον λειτουργούν σήμερα στις κοινωνίες που γνωρίζουμε– παρά η κατοχύρωση των «δικαιωμάτων» του κάθε «εγώ»;

Το «εγώ» οχυρώνεται πίσω από τους θεσμούς για να μπορέσει να προστατευτεί, και οι αταίριαστοι άνθρωποι δεν ταιριάζουν στα προστατευτικά τείχη – γι’ αυτό και πορεύονται στη ζωή ανοχύρωτοι (δίχως ακόμη το υπέρτατο οχυρό της οικογένειας), και συνήθως φαίνονται να είναι οι «χαμένοι» του κοσμικού παιχνιδιού.

Σχεδόν ποτέ δεν θα δούμε έναν αταίριαστο να έχει πολλά χρήματα, να κάνει καριέρα, να είναι «πετυχημένος», σύμφωνα με τα μέτρα, τα σταθμά και τα κριτήρια της κοινωνίας. Εδώ όμως, οφείλουμε να κάνουμε μια διευκρίνιση: ο αταίριαστος δεν είναι ο κάθε αποτυχημένος κοινωνικά. Είναι αυτός που ασφυκτιά στο ενδοκοσμικό παιχνίδι και αρνείται (από φυσική άρνηση), να παίξει σ’ αυτό.

Η λέξη αποτυχημένος δεν είναι απόλυτα σωστή, διότι προϋποθέτει την προσπάθεια και την αποτυχημένη κατάληξη αυτής. Στην περίπτωση των αταίριαστων, δεν υπάρχει προσπάθεια. Υπάρχει μόνον μια συνεπής άρνηση της συμμετοχής τους στο κοσμικό παιχνίδι, που αποτελεί ταυτόχρονα μια συνεπή κατάφαση στη δική τους αλήθεια.

ΜΕ ΡΙΖΕΣ Ή ΜΕ ΦΤΕΡΑ;

Ο λόγος που επέλεξα να γράψω αυτό το άρθρο τώρα, είναι διότι θέλησα να μοιραστώ μαζί σας την τωρινή μου κατάφαση στην αλήθεια μου, μια κατάφαση που τώρα αναδύθηκε μέσα μου συνειδητά, ως δώρο Ζωής.

Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου το πέρασα στην κατάσταση που θα μπορούσε να περιγραφεί ως «το μετέωρο βήμα του πελαργού» (κάθε συνειρμός με την ταινία του Αγγελόπουλου δεν είναι τυχαίος).

Το ένα πόδι της ύπαρξής μου πατούσε σταθερά στον κόσμο αυτόν που γεννήθηκα και που με περιβάλλει, το άλλο πόδι μου ήταν αέρινα σηκωμένο, με φορά προς τον «άλλον κόσμο», εκείνον που λαχταρούσα. Το ένα πόδι είχε ρίζες, το άλλο πόδι είχε φτερά. Οι ρίζες ήταν μικρές, λεπτές, αδύνατες, ενώ τα φτερά ήταν μεγάλα…

Η γνωριμία μου με αυτόν τον «άλλο κόσμο» ήταν αναπόφευκτη, αφ’ ενός διότι είχε το αποτύπωμά του μέσα μου, αφ’ ετέρου διότι τα φτερά (του ποδιού και της ψυχής) με οδηγούσαν σ’ αυτόν, όσο η συνειδητότητά μου σταδιακά υψωνόταν. Και ναι, υπάρχει ένας άλλος κόσμος, στον αντίποδα του κόσμου που ξέρουμε και ζούμε, ένας κόσμος κυριολεκτικά ανάποδος!

Οι Ορθόδοξοι γέροντες, όταν αναφέρονται στον κόσμο αυτόν, χρησιμοποιούν το χαρακτηρισμό «πνευματικός» - στη ουσία του όμως είναι το ίδιο υλικός με τον κόσμο που γνωρίζουμε, διέπεται όμως από άλλους νόμους, τους πνευματικούς.


Στον κόσμο αυτόν, η ύπαρξη τελειούται (τελειοποείται), εν ασθενεία (σε κοσμική αδυναμία). Το κοσμικό έσχατο γίνεται πνευματικά πρώτο. Το άδειασμα του νου (και όχι το γέμισμά του με πληροφορίες) οδηγεί στην Σοφία. Η αγιότητα τού ενός (αποτέλεσμα προσευχής και σύνδεσης με τον Θεό) μεταμορφώνει το περιβάλλον της, σε τέτοιο βαθμό ώστε καθίσταται επικίνδυνη για τις δομές και τους θεσμούς της κοινωνίας της – αυτό δηλαδή που κοσμικά θεωρείται «ησυχία» και «απραξία» απειλεί τα θεμέλια της κοσμικότητας. 


Εικ: Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος μέσα στο θείο Φως (από εδώ)

«Αυτοί που σταματούν στη σοφία τους είναι ανόητοι και ολιγαρκείς. Αυτοί που ηδονίζονται με την καλλιέπειά τους προδίδουν την ποίηση. Αυτοί που ενθουσιάζονται με τα χαρίσματά τους και τα διαφημίζουν είναι ρηχοί νερόλακκοι και ταλαιπωρούν τους αφελείς», λέει ο Αρχιμανδρίτης Παύλος Παπαδόπουλος, ορίζοντας με κάποιον τρόπο, το ανάποδο του κοσμικού σε σχέση με το πνευματικό.

Αντίθετα, αυτός που δεν προβάλλει τίποτε, αυτός που δεν μπαίνει στο κοσμικό παιχνίδι με σκοπό να κερδίσει ή να πετύχει ή να δικαιωθεί, ή να ασχοληθεί, ή ακόμη και να «κάνει καλά τη δουλειά του» (μεγάλη παγίδα και ένοχο άλλοθι), αλλά αντίθετα, περιφρονεί κάθε είδους ιδιοτέλεια, κάθε είδους κοσμικό όριο, κάθε κοσμική απαίτηση, αυτός που μπορεί (ή που παλεύει) να υπάρχει εν Ελευθερία στην (κοσμική) Ανυπαρξία του, αυτός είναι που στο τέλος (ένα τέλος που συνήθως αργεί αλλά πάντα έρχεται) «κερδίζει», «πετυχαίνει», «δικαιώνεται», σε ένα επίπεδο υψηλότερο, φωτεινό.

Όταν οι άλλοι σχολιάζουν την οικονομική φτώχεια του, αυτός προσεύχεται ενάντια στην ψυχική μιζέρια τους. Όταν οι άλλοι τον περιφρονούν λόγω της αποτυχίας του στον κοινωνικό του ρόλο (με ό,τι αυτός ο ρόλος περιλαμβάνει), αυτός αναμορφώνει, προάγει και φωτίζει την κοινωνία. Όταν οι άλλοι ειρωνεύονται την τρέλλα του, αυτός εκστασιάζεται από την αποκάλυψη των Μυστηρίων, από το τέλος των αποριών, από τους καινούργιους δρόμους που ανοίγονται μπροστά του.

Διότι ο κόσμος του είναι ανάποδος: η σιωπή εκεί ισοδυναμεί με ισχυρή φωνή, η Ανυπαρξία ισοδυναμεί με το πλήρωμα της ύπαρξης, η αδιαφορία ισοδυναμεί με την ενεργητική βία ενάντια στους θεσμούς, η απραξία με το έσχατο όριο των πράξεων.


ΟΤΑΝ ΜΠΕΡΔΕΥΕΤΑΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ

Αναρωτηθήκατε ποτέ, γιατί το οικονομικό σύστημα είναι τόσο περίπλοκο; Γιατί η οικογένεια, από σχέση και ουσιαστική αξία ζωής, έγινε θεσμός, οικονομική και κοινωνική μονάδα; Γιατί η παιδεία είναι τόσο διαμελισμένη; Γιατί σχετιζόμαστε, είτε μόνον εντός ιδεολογικού πλαισίου (συνήθως οι κοσμικά μορφωμένοι) είτε μόνο με βάση το συμφέρον (έστω και το υγιές) και είμαστε ανίκανοι να σχετιστούμε με βάση την ολοκληρωτική Αλήθεια μας και μόνον;

Ένας είναι ο κύριος λόγος: να έχουμε απασχολημένο το μυαλό μας εξ ολοκλήρου σε αυτά τα πλαίσια, τόσο ώστε να απορροφηθεί η ίδια η καρδιά μας, και έτσι να γίνουμε ακίνδυνοι.

Μπορεί να βρίζουμε όλη την ημέρα για το γεγονός ότι μαζεύουμε αποδείξεις για την εφορία, αλλά δεν παύουμε να τις μαζεύουμε. Μπορεί να ασφυκτιούμε στις γραφειοκρατικές διαδικασίες, αλλά τις ακολουθούμε κατά πόδας, για να πάρουμε σύνταξη ή για να κερδίσουμε «κάτι παραπάνω». Μπορεί να βρίσκουμε το οξυγόνο μας σε σχέσεις πέρα και πάνω από το θεσμό της οικογένειας, όπως λειτουργεί στα χρόνια μας, αλλά η κοινωνική «ευπρέπεια» και η οικονομική ανάγκη μάς ωθούν στο να γαντζωνόμαστε σ’ αυτόν. Μπορεί η παιδεία να στερείται κάθε ουσίας, αλλά μπαίνουμε στο κυνήγι των πτυχίων και των διπλωμάτων, για «καλύτερη δουλειά» και επαγγελματική «επιτυχία».

Και πού είμαστε εμείς σε όλα αυτά; Παντού, θα μπορούσε να πει κάποιος. Και όντως, έχουμε τόσο πολύ ταυτιστεί με τον κοσμικό μας ρόλο, που θεωρούμε ότι είναι η αλήθεια μας – αυτή είναι και η μεγαλύτερη επιτυχία των κοινωνιών.

Οι αταίριαστοι λοιπόν είναι αυτοί που δεν ταυτίστηκαν με τον κοσμικό τους ρόλο. Και πέρα από αυτό, έμειναν πιστοί στη διαφορετικότητά τους, με όλο το βαρύ τίμημα που υποχρεώθηκαν να πληρώσουν. Γιατί; Διότι το κάλεσμα του «άλλου κόσμου», εκείνου του ανάποδου, ήταν πολύ πιο ισχυρό και ιδιαίτερα πολύτιμο, σε σχέση με τις απώλειες του κόσμου τούτου.

Και αυτό, διότι, «το αταίριαστο ταιριάζει με τον εαυτό του», όπως είπε ο Ηράκλειτος. Η πλειονότητα των ανθρώπων δεν το γνωρίζει αυτό, οι αταίριαστοι όμως το γνωρίζουν εκ βαθέων…

Οι κοινωνίες, παρ’ όλο που αποτελούνται από πρόσωπα, είναι απρόσωπες. Έχουν την αποστολή της αυτοσυντήρησής τους και αισθάνονται τους αταίριαστους ως απειλή για την αποστολή αυτή.

Οι άνθρωποι όμως, ιδιαίτερα εκείνοι που κατάφεραν να γίνουν πρόσωπα και δεν αφομοιώθηκαν από την κοινωνική μάζα, μπορούν να ωφεληθούν πολύ από την ύπαρξη των αταίριαστων ανθρώπων. Το αντανακλαστικό βέβαια είναι η καχυποψία ή ακόμη και η εχθρότητα. Όταν όμως καταφέρουν να ακούσουν την εσωτερική φωνή τους και να αφήσουν τον εαυτό τους ελεύθερο, τότε πραγματικά συμβαίνουν ανατροπές.

Στο σημείο αυτό, θα ήθελα να αναφερθώ σε μια ιστορία που άκουσα πρόσφατα και έκανα την προσωπική μου έρευνα γι’ αυτήν. Μπορείτε και εσείς να πάρετε στοιχεία από την ιστοσελίδα «Αέναη Επ-ανάσταση», της Σοφίας Ντρέκου, η οποία μού πρωτομίλησε για αυτήν.


Ο ΑΓΙΟΣ-ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΗΣ

Η ιστορία αναφέρεται σε έναν «άγιο-τρομοκράτη» της Ορθόδοξης Εκκλησίας, τον Όσιο Θεόδωρο του Κούσμιτς, η ζωή τού οποίου φανερώνει πολύ γλαφυρά τη θετική και θεραπευτική επίδραση των αταίριαστων ανθρώπων στην κοινωνία.

Αυτόν τον άνθρωπο τον συνέλαβαν το 1836 οι αστυνομικοί στο Περμ της Σιβηρίας, ως ύποπτο μιας τρομοκρατικής ενέργειας που είχε συμβεί εκείνες τις ημέρες. Δεν είχε ούτε ταυτότητα ούτε οποιοδήποτε έγγραφο που να αποδεικνύει ποιος είναι και από πού προερχόταν. Είπε στους αστυνομικούς ότι τον έλεγαν Θεόδωρο.

Δεν αποκάλυψε κανένα άλλο στοιχείο για τον εαυτό του. Οι αστυνομικοί τον συμπάθησαν, διότι, παρ’ όλη την απόλυτη φτώχεια του που φαινόταν από τα ρούχα και το όλο παρουσιαστικό του, είχε απέναντί τους μιαν αρχοντική ευγένεια. Τον έστειλαν σε ένα χωριό της Σιβηρίας, το Ζάρκαλυ. Εκεί έμεινε 6 χρόνια, ώσπου ένας εύπορος κοζάκος του πρόσφερε ένα κελί σε ένα κοντινό χωριό. Επέστρεψε όμως πάλι στο Ζάρκαλυ, όπου οι χωρικοί τού είχαν χτίσει ένα πρόχειρο κατάλυμα.

Ο Θεόδωρος ήταν ένας αταίριαστος τού χωριού, καθώς περνούσε το χρόνο του προσευχόμενος, σε απόλυτη ένδεια, χωρίς ποτέ να παραπονιέται για οτιδήποτε. Αντίθετα, ήταν φορέας γαλήνης, αστείρευτης χαράς και αγάπης – στοιχεία που χάριζε ατέλειωτα σε όλο τον κόσμο. Το κρύο, οι αρρώστιες, η πείνα και η φτώχεια περνούσαν από πάνω του επιδερμικά, ενώ ο ίδιος ήταν αφοσιωμένος στην προσευχή που τον συνέδεε με τον Θεό και με τους ανθρώπους γύρω του.

Ταυτόχρονα, με κάποιον μυστικό τρόπο, οι χωρικοί βίωναν βαθιά την αγάπη του και χωρίς να το συνειδητοποιούν –πάλι με μυστικό τρόπο– επηρεάζονταν από την παρουσία του. Τον αγαπούσαν, τον συμβουλεύονταν, κατέθεταν σ’ αυτόν τις πίκρες και τις χαρές τους.

Με τον καιρό, η παρουσία του άρχισε να επηρεάζει τη συμπεριφορά τους. Τους έκανε να στρέφονται στα ουσιώδη και να παραμελούν τις συμβάσεις και τα σχετικά με τους κοινωνικούς και πολιτικούς θεσμούς. Η ψυχή τους έκλινε προς την αγάπη, την ησυχία, τη γαλήνη, την αλληλοβοήθεια, την προσευχή.

Ένας πάμφτωχος σιωπηλός αταίριαστος, χωρίς ταυτότητα, αναμόρφωσε το είναι τους, με την παρουσία του και μόνον! Αυτό έκανε τις Αρχές του τόπου να αντιδράσουν. Πρώτη μάλιστα η Εκκλησία, που είδε στο πρόσωπό του έναν επικίνδυνο ασεβή αναρχικό.

«Αυτά συμβαίνουν όταν η Εκκλησία γίνεται θεσμός και αρχίζει τους εναγκαλισμούς με την πολιτική εξουσία, όταν δηλαδή η Εκκλησία αρχίζει να παίζει το παιχνίδι της εννόμου τάξεως… όμως οι νόμοι είναι κοσμικοί, ενώ η Εκκλησία στην ουσία της δεν είναι του κόσμου τούτου», λέει σχολιάζοντας ο π. Κωνσταντίνος Στρατηγόπουλος.

Στη συνέχεια, και η πολιτική εξουσία στράφηκε εναντίον του, αλλά δεν μπορούσαν να τον κατηγορήσουν για κάτι συγκεκριμένο. Τότε, ένας πλούσιος του χωριού που τον αγαπούσε και τον σεβόταν πολύ, ο Συμεών Φεοφάνοβιτς Χρομώφ, του έχτισε ένα κελί δίπλα στο σπίτι του και έμεινε εκεί μέχρι το τέλος της ζωής του.

Όταν ο Θεόδωρος αρρώστησε πολύ βαριά, το 1859, λίγες ημέρες πριν πεθάνει, ο Χρομώφ τον πίεσε να του αποκαλύψει την ταυτότητά του, διότι ήθελε να ξέρει ποιος είναι ο άνθρωπος με τόσα χαρίσματα και τέτοιας ποιότητας ταπείνωση.

Τότε, ο Θεόδωρος τού αποκάλυψε κάτι που ο Χρομώφ επιβεβαίωσε αρκετές μέρες μετά το θάνατό του: ο Θεόδωρος ήταν ο τσάρος Αλέξανδρος ο Α', ο οποίος θεωρούταν ότι σκοτώθηκε στον πόλεμο της Κριμαίας, κανείς όμως δεν είχε δει το πτώμα του.

Μετά το θάνατο τού Θεόδωρου, ο Χρομώφ ερεύνησε το κελί του και βρήκε τη συνεχή αλληλογραφία του με τα ανάκτορα της Αγίας Πετρούπολης και αναφορές σε παλαιότερες συναντήσεις του με ευγενείς της εποχής.

Μάλιστα, ο τσάρος Αλέξανδρος ο Β΄ έδωσε στη δημοσιότητα αυτά τα στοιχεία, υποστηρίζοντας, μαζί με άλλους που έκαναν σχετική έρευνα, ότι ο πρώην τσάρος και μετέπειτα ασκητής οδηγήθηκε στην απόφαση αυτή με ευλογία του στάρετς Νικολάου της Όπτινα, ή του ίδιου του Αγίου Σεραφείμ του Σάρωφ, τον οποίο είχε επισκεφθεί πολλές φορές.

ΟΤΑΝ Η ΨΥΧΗ ΦΤΕΡΟΥΓΙΖΕΙ…

Όλοι οι άγιοι είναι αταίριαστοι – χωρίς αυτό να σημαίνει ότι όλοι οι αταίριαστοι είναι άγιοι. Η ιστορία του οσίου Θεοδώρου του Κούσμιτς αναφέρθηκε εδώ, διότι καταδεικνύει πιο κραυγαλέα την ιδιότυπη σχέση των αταίριαστων ανθρώπων με την κοινωνία και με την εξουσία.

Καταδεικνύει επίσης ότι, αν αρχίσει να φτερουγίζει η ψυχή προς τον «άλλο κόσμο», τον ανάποδο, όλες οι ρίζες που πιθανόν δένουν τον άνθρωπο με τον κόσμο τούτο, αποδεικνύονται ανίσχυρες.

Ίσως είναι πολύ βαρύ το κοσμικό τίμημα που πληρώνουν οι αταίριαστοι για να μάθουν ότι ταιριάζουν με τον εαυτό τους, αποδεικνύεται όμως ασήμαντο, όταν το θαύμα αρχίζει να συντελείται…

ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ, ΠΟΥ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΜΠΟΥΝ ΣΑΝ ΚΟΥΤΙΑ ΣΚΟΡΠΙΑ ΣΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

Για τον Θεό όλα είναι ωραία και καλά και δίκαια, όμως οι άνθρωποι άλλα θεωρούν άδικα και άλλα δίκαια. (Ηράκλειτος)

Η πάλη με τον Θεό είναι μια επικίνδυνη περιπέτεια· μπορεί να οδηγήσει στην καταστροφή, αλλά μπορεί επίσης να μας κάνει ικανούς «ίνα αποθώμεθα τον παλαιόν άνθρωπον συν ταις πράξεσιν αυτού» (Κολ. 3,9), και να νικήσουμε διά της ταπεινοφροσύνης. (π. Σωφρόνιος του Έσσεξ, Η ζωή Του ζωή μου [ενότητα στο blog μας για το Γέροντα Σωφρόνιο εδώ])

Τα ματς-μουτς με την εξουσία δεν κάνουν καλό. Διότι αν σου δώσει ένα «ματς» η εξουσία, θα περιμένει ένα «μουτς» από εσένα, και το αντίστροφο, οπότε χάνεις την ελευθερία σου… (π. Κωνσταντίνος Στρατηγόπουλος)

Η διάνοια που εμμένει στις φιλοσοφικές κατηγορίες δεν μπορεί να δεχθεί το ευαγγελικό κήρυγμα. Γι’ αυτήν είναι τρέλα, «ότι το μωρόν του Θεού σοφώτερον των ανθρώπων εστί και το ασθενές του Θεού ισχυρότερον των ανθρώπων εστί» (Α΄ Κορ. 1,19-25). (π. Σωφρόνιος του Έσσεξ, Η ζωή Του ζωή μου)

Η πιο τρομακτική εμπειρία στη ζωή ενός ανθρώπου είναι όταν, γύρω στην ηλικία των τριών χρόνων, συνειδητοποιεί ότι δεν ταυτίζεται με το περιβάλλον, δεν αποτελεί μέρος του, αλλά είναι μια ξεχωριστή οντότητα. (Ζακ Λακάν)

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου